Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Η Πρώτη Ανάσταση

Τίτλος: Η Πρώτη Ανάσταση
Διαστάσεις: 14×21
Δεμένο: Όχι
Σελίδες: 88

Προλογικά

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, συχνά ἀποκαμωμένος ἀπό τήν πορεία τῆς ζωῆς του, προβληματίζεται κι ἀναρωτιέται γιά τό σκοπό καί τό νόημά της.

Σίγουρα βασανίζει τοῦτο τό θέμα πολλούς, καί μάλιστα νέους ἀνθρώπους, γιατί ἄπειροι κι ἀδοκίμαστοι καθώς εἶναι στήν πρώιμη ἄνοιξη τῆς ζωῆς, ἐπιλέγουν συνήθως εὐκολοδιάβατα μονοπάτια, ἐκεῖνα πού, ἰδιαίτερα στήν νεαρή ἡλικία, ἐμφανίζονται ὁλοφώτεινα καί δελεαστικά.

Ἀτυχῶς ὅμως, ἐνῶ τό κίνητρο τῶν περισσοτέρων εἶναι γνήσιο καί αὐθεντικό, κατά τήν πορεία τῆς ζωῆς συμβαίνει πολλές φορές, νά χάνεται ἡ «ἀνατολή» κι ἔτσι οἱ κόποι πού καταβάλονται, νά μήν ὁδηγοῦν στό προσδο-κώμενο ἀποτέλεσμα. Ἀντίθετα ὁ μαρασμός καί τό ἀνοη-μάτιστο κατακυριεύουν καί βυθίζουν σέ χάος τήν ψυχή.

Ὅταν βέβαια ὁ ἄνθρωπος φτάσει σ’ αὐτά τά ἀδιά-βατα περάσματα, σταματᾶ ἀπορρημένος, καθώς καλεῖται νά ἀναμετρηθεῖ μέ τά ἀδιέξοδα πού ὀρθώνονται μπροστά του, κι ἀποζητᾶ νά βρεῖ τό αἴτιο τοῦ κακοῦ.

Ἐρευνᾶ τότε ἐπίμονα τούς χώρους πού τοῦ ἀνοίγει ἡ αὐλαία τῆς σκληρῆς καί ἀνελέητης, πολλές φορές, καθη-μερινότητας. Στό τέλος καταλήγει συνήθως στό συμπέ-ρασμα πώς αἰτία τῆς ἀποτυχίας καί τῆς ἀνειρήνευτης ζωῆς εἶναι ὅτι «κάτι σίγουρα λείπει». «Πώς ἡ ζωή, ἀπό τήν ἴδια της τή φύση, εἶναι ἀνοημάτιστη καί λειψή».

Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς πράγματι στόν ἄνθρωπο, πού ἔχει κάνει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἐπιλογές, λείπει κάτι. Λείπει σίγουρα, μά δέν ξέρει κι αὐτός τί;

Κάθε φορά πού ψάχνει γιά νόημα, νομίζει ὅτι τοῦ χρειάζεται καί κάτι διαφορετικό. Νομίζει, πώς σήμερα στερεῖται αὐτό, καί αὔριο τό ἄλλο. Αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλά, ἀπό πάμπολλα. Κοντολογίς, νιώθει κάποιες στιγμές, ὅτι τοῦ λείπουν ὅλα.

Ἔτσι δημιουργεῖ τόν μύθο πού τόν ἐπιγράφει μέ τήν «ἀποφράδα» λέξη: «ἀνάγκες».

Οἱ «ἀνάγκες τῆς ζωῆς», αὐτό τό σύγχρονο εἴδωλο καταλατρεύεται. Αὐτός ὁ «ἀπορροφητήρας» τῆς χαρᾶς λειτουργεῖ ἀσταμάτητα. Γιατί στήν πραγματικότητα, αὐτή εἶναι ἡ ἀνοικτή χοάνη τοῦ ἀδηφάγου καί ἀνικανοποίητου «ἐγώ», πού δέν γνωρίζει ἀνάπαυση, πρίν νά ταπεινωθεῖ.

Ἔτσι ἀρχίζει νά τρέχει ὁ ἄνθρωπος ἀσταμάτητα, γιά νά «προλάβει» —κι ἐκεῖνος δέν ξέρει τί?,

Τρέχει πότε πρός τή μιά καί πότε πρός τήν ἄλλη κατεύθυνση καί βασανίζεται χωρίς τελειωμό. Ψάχνει ἐναγώνια τό «μίτο» ἐκεῖνο, πού θά τόν βγάλει ἀπό τό δαίδαλο τοῦ προβληματισμοῦ, ἀπό τή δουλεία «τῶν ἀναγκῶν». Καί τίς περισσότερες φορές, δυστυχῶς, ἄκρη δέν βρίσκει. Κι ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ σημερινός ὁδοιπόρος τῆς ζωῆς, βρίσκεται νυχτωμένος μακριά. Ζεῖ παράνομα «εἰς χώραν μακράν», δραπέτης ἀπό τό «σπίτι τοῦ Πατέρα», ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ἄσωτος υἱός τῆς Παραβολῆς (Λουκ. 15, 13).

«Ὅταν θά ταπεινωθοῦμε, θά τελειώσει ὁ πόνος»,

μᾶς μηνύει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ὑμνητής τῆς βιωμένης μετάνοιας. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι τό θεμέλιο, πάνω στό ὁποῖο θά κτιστεῖ ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς «ἐν μετανοία» ζωῆς. Παράλληλα καί ἡ σωστή «ἐν Χριστῷ» ἰσόβια λειτουργία τῆς μετάνοιας προϋποθέτει, ὡς βασικό δομικό ὑλικό, τήν ταπείνωση.

Ὁ λόγος λοιπόν τοῦ παιδεμοῦ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, φαίνεται πώς δέν εἶναι ἄλλος, παρά τό ὅτι ἔχει λησμονηθεῖ ἀπό τό λάτρη «τῶν ἀναγκῶν», τό «ἕνα». Ἔχει σαφῶς παραβλεφθεῖ ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς «εὔκολης ζωῆς» ἐκεῖνο τό μοναδικό, τό ἀπαραίτητο, «οὕτινος ἐστί χρεία» (Λουκ. 10, 42). Γιατί δέν στερεῖται, καθώς νομίζει, πολλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας. Τό μόνο πού τοῦ λείπει εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό «αὐτοαγαθό» εἶναι ἐκεῖνο πού ὁ «σύγχρονος δραπέτης» στερεῖται. Ἕνα καί μοναδικό εἶναι ἡ ἀνάγκη του: Ἡ πίστη καί «ἐν Χριστῷ» κοινωνία του μέ τόν «Ζῶντα Θεό».

Βέβαια, τούτη ἡ τραγική διαπίστωση καί παράλ-ληλα, ἡ αἴσθηση τῆς ἔλλειψης τοῦ «πληρώματος τῆς ζωῆς», δέν προκαλεῖ μονάχα ἔμπονα αἰσθήματα, ἀλλά μπορεῖ νά ἐπιφέρει καί εὐεργετικά ἀποτελέσματα γιά τήν ψυχή.

Ἡ γεύση τῆς ματαιότητας, ἐνδέχεται νά λειτουργήσει ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας ἐκείνης, πού μελωδεῖ τό κάλεσμα, γιά τήν ἐπιστροφή τῆς «ἄσωτης ὕπαρξης», στό «σπίτι τοῦ Πατέρα». Αὐτή μπορεῖ νά γίνει καί ἡ κινητήρια δύναμη τῆς ἀναζήτησης τοῦ τρόπου τῆς παλινόστησης πρός «τήν οἰκείαν δόξαν». Αὐτή μπορεῖ νά λειτουργήσει τήν ἀναγέννηση τῆς ὕπαρξης, τήν ἐπανά-κτηση τῆς «ἐνδοχώρας». Αὐτή ἀκριβῶς μπορεῖ νά ἀπο-τελέσει καί τό σημεῖο ἐκκίνησης πρός τή νέα ζωή. Γιατί αὐτή μπορεῖ νά προκαλέσει τή δόνηση τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου» καί μέ τή δύναμη ἐκείνης, τήν ἐπανάκτηση τῶν «κλείθρων» τοῦ ἅδη τῆς ψυχῆς.

Ἡ ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου γιά ριζική ἀλλαγή τοῦ λογισμοῦ καί τοῦ ἤθους του, αὐτό τό «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα», αὐτή ἡ «πρός ἀνατολάς» στροφή, μπορεῖ νά λειτουργήσει γιά τήν ψυχή θεραπευτικά. Μπορεῖ νά γίνει ἀσφαλῶς ἡ «πρώτη ἀνάσταση».

«Μετάνοια» τήν εἶπαν ὅλη τούτη τή διεργασία οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ μετάνοια εἶναι πράγματι ἡ μοναδική λύση, ἡ ἄρση τοῦ ἀδιεξόδου, ὁ ὁδοδείκτης κατά τήν πορεία τῆς ὕπαρξης πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ μετάνοια εἶναι ἐκείνη πού θά προσφέρει τό κλειδί γιά τή θύρα τῆς βασι-λείας τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καί τοῦ ἁγιασμοῦ.

«Μετανοεῖτε» ἦταν ἡ οὐσία τοῦ κηρύγματος τῶν Προφητῶν καί ἰδιαίτερα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε καί ἦταν ὁ κορυφαῖος «βιώσας καί διδάξας» τήν διά βίου μετάνοια.

Αὐτός, ὁ «μύστης» τῆς ἀγγελομίμητης ζωῆς τῆς μετανοίας, ὁ προστάτης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας καί ποδη-γέτης τῆς μοναχικῆς μας βιοτῆς, μᾶς ἐνέπνευσε καί τό ἐγχείρημα τῆς παρούσης ἔκδοσης.

Ἐπιλέξαμε λοιπόν καί παρουσιάζουμε σέ ἁπλή νεοελληνική ἀπόδοση, λόγους τεσσάρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Ὁσ. Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, τοῦ Ὁσ. Ἀντιόχου καί τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Τοῦ τελευταίου, ἀφήσαμε τό κείμενο ὡς ἔχει στό προτότυπό του, ἀπό σεβασμό πρός τήν ἰδιάζουσα μορφή τῆς γλώσσης τῆς ἐποχῆς του.

Οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες, ἄν καί ἔζησαν σέ διαφορετικές ἐποχές καί μέ διαφορετικές συνθῆκες καί τρόπο ζωῆς, ὅλοι ὅμως μιλοῦν -ἀνάλογα μέ τό ἰδιαίτερο ὁ καθένας χάρισμά του- τήν ἴδια Εὐαγγελική γλώσσα καί καταθέτουν ταυτόσημα βιώματα. Κι αὐτό γιατί ὅλοι ὁλοκλήρωσαν τήν μετάνοιά τους, ἁγιάστηκαν καί ἔγιναν μέ τό παράδειγμά τους, ἀλλά καί μέ τίς ἅγιες γραφές τους, ὁδηγοί καί ποδηγέτες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνά τούς αἰῶνες. Γι’ αὐτό καί οἱ μελέτες τους, πού ἐδῶ δημοσιεύουμε, μποροῦν νά θεωρηθοῦν, κατά κάποιο τρόπο, ἀντιπροσωπευτικές τῆς ἔκφρασης τοῦ βιώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς μετάνοιας.

Ἐλπίζουμε ὅτι, καθένας πού θά μελετήσει τή σκέψη καί τά καταγεγραμμένα, σ’ αὐτό τό μικρό πόνημα, βιώματα τῶν ἁγίων Πατέρων μας, θά βρεῖ ἕνα ἄνοιγμα στά κλειστά μονοπάτια καί στά ἀδιέξοδα τοῦ εἶναι του. Γιατί ὁ λόγος τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἔχει μέσα του δύναμη καί μπορεῖ νά χαρίσει ἔμπνευση στόν κουρασμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε αὐτός νά φιλοτιμηθεῖ νά λειτουργήσει, μέ τή δύναμη τῆς μετάνοιας, τό δυναμικό τοῦ «κατ’ εἰκόνα».

Ἔτσι ὁδεύοντας, μέ ἀπλανή πυξίδα τούς ἅγιους Πατέρες, καί ἐργαζόμενος «τό τάλαντο», ὁ νεκρωμένος ἄνθρωπος «τῶν ἀναγκῶν», θ’ ἀνακαλύψει εὔκολα στά σύνορα τοῦ ἀνοημάτιστου τῆς ζωῆς καί τῆς ἀπελπισίας, τόν «παράδεισο» τῆς μετάνοιας.

Κι ἄν, μέ τήν εὐχή τους, ἀποφασίσει καί πάρει αὐτό τό μονοπάτι, ἀργά ἤ γρήγορα θά βγεῖ στό ξέφωτο καί θά κατευθυνθεῖ πρός τήν ἀνάκτηση τοῦ «ἔνδοθεν κάλλους», πρός τόν πλατυσμό καί πρός τήν «ἐν Χριστῷ» ἀνάπαυση.

Παραδίδουμε λοιπόν προσευχητικά καί τήν παρού-σα ἔκδοση στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν μας, μέ τήν εὐχή, ὅπως ὁ Κύριος, διά πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἀξιώσει ἑαυτούς καί ἀλλήλους, τῆς δωρεᾶς τῆς μετανοίας, καί δι’ αὐτῆς τῆς καταπαύσεώς μας «εἰς τάς σκηνάς» τῶν Ἁγίων Του καί στόν αἰώνιο Σαββατισμό τῶν «καθορώντων» τό Πρόσωπό Του τό Ἅγιο.