Χριστιανός καί Σταυρός
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…
Εἰς Φιλιππησίους 13· ΕΠΕ 22,8-10
Στιχηρό τῶν Αἴνων Κυριακῆς Ἀπόκρεω
Ἦχος πλ. β’
«Ἐννοῶ τήν ἡμέραν ἐκείνην καί τήν ὥραν, ὅταν μέλλομεν πάντες, γυμνοί καί ὡς κατάκριτοι, τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι· τότε σάλπιγξ ἠχήσει μέγα, καί τά θεμέλια τῆς γῆς σεισθήσονται, καί οἱ νεκροί ἐκ τῶν μνημάτων ἐξαναστήσονται, καί ἡλικία μία πάντες γενήσονται· καί πάντων τά κρυπτά φανερά παρίστανται ἐνώπιόν σου·καί κόψονται, καί κλαύσονται, καί εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον ἀπελεύσονται, οἱ μηδέποτε μετανοήσαντες·καί ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, ὁ τῶν δικαίων κλῆρος, εἰσελεύσεται εἰς παστάδα οὐράνιον».
Ἑρμηνεία
«Συλλογίζομαι τήν ἡμέρα ἐκείνη καί τήν ὥρα, ὅταν πρόκειται ὅλοι μας, γυμνοί καί ἀξιοκατάκριτοι νά παρασταθοῦμε μπροστά στόν Κριτή. Τότε θά ἠχήσει βροντερά ἡ σάλπιγγα καί θά σεισθεῖ συθέμελα ἡ γῆ. Οἱ νεκροί θά ἀνασηκωθοῦν ἀπό τούς τάφους τους καί θά ἐμφανιστοῦν ἔχοντας ὅλοι τήν ἴδια ἡλικία. Τά ἀπόκρυφα μέ μιᾶς ἐκείνη τήν ὥρα θά γίνουν φανερά ἐνώπιόν Σου. Τότε εἶναι πού θά κλάψουν γοερά καθώς θά φεύγουν γιά τή φωτιά τήν ἄσβεστη, ὅλοι ὅσοι ποτέ τους στή ζωή αὐτή δέν μετανόησαν. Ἀντίθετα οἱ δίκαιοι γεμάτοι χαρά καί ἀγαλ λίαση θά εἰσέλθουν στό αἰώνιο, τό οὐράνιο νυφικό πανηγύρι.»
Στιχηρό Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Σαββάτου Ἀσώτου
«Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοί, τοῦ μυστηρίου τήν δύναμιν, τόν γάρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρός τήν πατρικήν ἑστίαν ἀναδραμόντα Ἄσωτον Υἱόν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καί πάλιν τῆς οἰκείας δόξης, χαρίζεται, τά γνωρίσματα, καί μυστικήν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην, θύων τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα, τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καί τῷ ἐνδόξῳ θύματι, τῷ Σωτήρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»
Ἑρμηνευτική ἀπόδοση
“Ἄς κατανοήσουμε ἀδελφοί μου, τό πνευματικό βάθος καί τή δύναμη πού ἔχει τοῦτο τό μυστήριο. Ἐκεῖνον τόν Ἄσωτο γυιό πού ξέφυγε ἀπό τήν χώρα τῆς ἁμαρτίας καί ξαναγύρισε στό πατρικό του σπίτι, ὁ πανάγαθος Θεός Πατέρας τόν προϋπάντησε γλυκοφιλώντάς τον. Τοῦ χάρισε ὅλα τά πρῶτα του ἔνδοξα χαρίσματα πού εἶχε ὡς παιδί του. Τοῦ ἑτοίμασε ἀκόμα οὐράνια εὐφρόσυνη πανήγυρη κι ἔστρωσε γιορτινό τράπεζι σφάζοντας τό ὀμορφότερο καί πιό καλοθρεμένο μοσχαράκι. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς ἄς ζήσουμε ὅπως ἁρμόζει σέ παιδιά τέτοιου Πατέρα καί τέτοιου ἔνδοξου θύματος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού θυσιάσθηκε γιά μᾶς καί εἶναι ὁ Σωτήρας τῶν ψυχῶν μας.”
Ὁ σωσμένος Ἄσωτος
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
1.«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε ὁ προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιά τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δέ ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα; ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιά τὴν σωτηρία, δέν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δέν ἔχει ὄρεξι γιά τή σωτηρία. Ὅποιος πεινᾶ καὶ δέν διαθέτει τ’ ἀναγκαία, τριγυρίζει ἀναζητώντας ἕνα κόμματι ψωμιοῦ ὁπουδήποτε· κι’ ἂν εὕρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ἢ τοῦ προσφερθεῖ κάποιος ἄρτος ἀπὸ κεχρὶ ἢ ἀπὸ πίτουρα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα εἴδη τροφῆς, χαίρεται τόσο πολύ, ὅσο ἐπονοῦσε προηγουμένως πού δέν εὕρισκε.
Ὅποιος ἐπίσης ἔχει πνευματικὴ πείνα, δηλαδὴ στέρηση καὶ συγχρόνως ὄρεξη γιά πνευματικὲς τροφές, τριγυρίζει ἀναζητώντας αὐτόν πού ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας· κι’ ἂν εὕρει, τρέφεται εὐφρόσυνα μὲ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὸν σωτήριο λόγο, ποὺ ὅποιος τὸν ἀναζητεῖ ἕως τὸ τέλος δέν πρόκειται νά μὴν τὸν εὕρει· «διότι ὅποιος αἰτεῖ λαμβάνει καὶ ὅποιος ἀναζητεῖ εὑρίσκει, καὶ στόν κρούοντα θ’ ἀνοίγει ἡ θύρα», εἶπε ὁ Χριστός.
2. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού μὲ τὴν πολυήμερη ἀτροφία τοῦ νοῦ ἔχασαν καὶ τὴν ὄρεξη τῆς τροφῆς· γι’ αὐτὸ δέν ἀντιλαμβάνονται τή ζημιά. Καὶ ἂν ἔχουν τὸν διδάσκαλο, δυσανασχετοῦν ἀκόμη καὶ στήν ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἂν δέν ἔχουν, δέν ζητοῦν τὸν διδάσκαλο, διάγοντας ζωὴ ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὸν Ἄσωτο. Διότι ἐκεῖνος, ἂν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἐστερήθηκε τοῦ κοινοῦ τροφέως καὶ πατρὸς καὶ κυρίου, περιέπεσε σὲ φοβερὸ λιμὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν στέρηση μετενόησε καὶ ἐπανῆλθε, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε τὴν Θεία καὶ ἀθάνατη τροφή, καὶ τόσο ἀπήλαυσε διὰ τῆς μετανοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά προκαλέσει καὶ τὸν φθόνο γιά τὸν πλοῦτο του.
3. Εἶναι ὅμως προτιμότερο νά πάρωμε τὸ θέμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιά νά ἐξηγήσωμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ σήμερα εἶναι διατεταγμένο νά διαβάζεται στήν ἐκκλησία. Συνέχεια
Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Ἦταν δυό ἀδέλφια·τά ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν τήν πατρική περιουσία τους, ὁ ἕνας ἔμεινε στό σπίτι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔφυγε σέ μακρινή χώρα. ‘Εκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καί ὑπέφερε μή ὑπομένοντας τή ντροπή ἀπό τή φτώχεια. (Λουκᾶ 15: 11 κ.ἑ.) Αὐτή τήν παραβολή θέλησα νά σᾶς τήν πῶ, γιά νά μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καί μετά τό Βάπτισμα, ἐάν εἴμαστε προσεκτικοί. Καί τό λέγω αὐτό ὄχι γιά νά σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλά γιά νά σᾶς ἀπομακρύνω ἀπό τήν ἀπόγνωση. Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακά καί ἀπό τή ραθυμία.
Αὐτός λοιπόν ὁ υἱός ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα ἐκείνων πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα. Καί ὅτι φανερώνει ἐκείνους πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ὀνομάζεται υἱός. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ υἱός χωρίς τό Βάπτισμα. Ἐπίσης διέμενε στήν πατρική οἰκία καί μοιράστηκε ὅλα τά πατρικά ἀγαθά, ἐνῶ πρίν ἀπό τό Βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς νά λάβει τήν πατρική περιουσία, οὔτε νά δεχθεῖ κληρονομία. Ὥστε μ᾽ ὅλα αὐτά μᾶς ὑπαινίσσεται τό σύνολο τῶν πιστῶν. Ἐπίσης ἦταν ἀδελφός ἐκείνου πού εἶχε προκόψει. Ἀδελφός ὅμως δέν θά μποροῦσε νά γίνει χωρίς τήν πνευματική ἀναγέννηση. Αὐτός λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στή χειρότερη μορφή κακίας, τί λέγει: «Θά ἐπιστρέψω στόν πατέρα μου» (Λουκᾶ 15:18).
Γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του τόν ἄφησε καί δέν τόν ἐμπόδισε νά φύγει στήν ξένη χώρα, γιά νά μάθει καλά μέ τήν πείρα, πόση εὐεργεσία ἀπολάμβανε ὅταν βρισκόταν στό σπίτι. Γιατί πολλές φορές ὁ Θεός, ὅταν δέν πείθει μέ τό λόγο του, ἀφήνει νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν πείρα τῶν πραγμάτων, πράγμα βέβαια πού ἔλεγε καί στούς Ἰουδαίους. Ἐπειδή δηλαδή δέν τούς ἔπεισε οὔτε τούς προσέλκυσε, ἀπευθύνοντάς τους ἀμέτρητους λόγους μέ τούς προφῆτες, τούς ἄφησε νά διδαχθοῦν μέ τήν τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θά σέ διδάξει ἡ ἀποστασία σου καί θά σέ ἐλέγξει ἡ κακία σου» (Ἱερ. 2, 19). Γιατί ἔπρεπε νά Τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη ἀπό πρίν. Ἐπειδή ὅμως ἦταν τόσο πολύ ἀναίσθητοι, ὥστε νά μή πιστεύουν στίς παραινέσεις καί τίς συμβουλές Του, θέλωντας νά προλάβει τήν ὑποδούλωσή τους στήν κακία, ἐπιτρέπει νά διδαχθοῦν ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, ὥστε ἔτσι νά τούς κερδίσει καί πάλι. Συνέχεια
Εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου καὶ περὶ μετανοίας
Ἅγ. Γεννάδιος Κων/πόλεως
Ὁ γογγυσμὸς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων γιά τὴν ἐπιείκεια πρὸς τοὺς τελῶνες, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἄρχισαν νά πλησιάζουν τὸν Κύριόν μας μὲ εὐλάβεια καὶ νά ἀπολαμβάνουν τὴν διδασκαλία του, δέν ἐμπόδισε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες νά προχωρήσουν στό συμφέρον τους, οὔτε τοὺς ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴν τόσο καλὴ καὶ εὐτυχή ἐκείνη προσέγγιση. Τοὺς ὠφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους ἀρκετὲς ἐγγυήσεις γιά τὴν φιλανθρωπία μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζει ὁ Θεὸς αὐτούς πού μετανοοῦν καὶ ἐπιστρέφουν σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς πονηρίες τους παρεκίνησε δὲ καὶ τὸν Κύριόν μας νά παρηγορήση μὲ μεγαλύτερο καὶ πιὸ ἔντονο ζῆλο ἐμᾶς, χάριν τῶν ὁποίων ἐδιηγήθη καὶ αὐτές τίς παραβολές.
Διότι ὄχι μόνον τοὺς τότε παρόντες ἁμαρτωλοὺς καὶ τελῶνες, ἀλλὰ βεβαίως καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλους αὐτούς πού ἀπὸ τότε μέχρι τώρα προσέχουν μὲ πίστη στούς Θείους λόγους του καὶ θὰ προσέχουν μέχρι τὴν συντέλεια, μᾶς ψυχαγωγεῖ θαυμάσια μὲ τὶς ἐλπίδες τῆς φιλανθρωπίας του, ἀρκεῖ νά προτιμήσωμε τὴν διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστροφὴ μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο.
Καὶ οἱ μὲν «ἄγγελοι χαίρουσι ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι», ὅπως μᾶς λέγει ὁ Δεσπότης, ὁ ἰδικὸς μας καὶ τῶν ἀγγέλων. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι περιγελοῦσαν τὸν Θεῖον λόγον, εἶχαν ὑποδουλωθῆ στήν οἴηση καὶ τὴν φιλαργυρία, καὶ ἦσαν συνηθισμένοι νά ὁδηγοῦν μαζὶ τους στήν ἀπώλεια καὶ στή διαφθορὰ ὅσους ἐξηπατοῦντο ἀπὸ αὐτούς, καὶ τοὺς ἔδιδαν προσοχὴ νομίζοντας ὅτι ἔχουν τὴν δυνατότητα νά ὠφελήσουν καὶ νά σώσουν.
Καὶ ἀφοῦ οὔτε ἐπείθοντο στόν Δεσπότη μας, ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπο τὸν ἐπηρέαζαν φανερὰ καὶ τοῦ ἔστηναν ἐνέδρες, οὔτε ἤθελαν νά προσέξουν στά γεγονότα ἀπὸ τὰ ὁποῖα κάθε ἡμέρα κηρύττεται φανερὰ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε τουλάχιστον νά πιστεύουν στά βιβλία τῶν ὁποίων ἐθεωροῦντο ἑρμηνευταὶ πρὸς τοὺς ἄλλους.
Μέσα σὲ αὐτὰ ὅλες σχεδὸν οἱ ὑποθέσεις δεικνύουν τὴν συμπάθεια καὶ τὸν οἶκτο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐκείνους πού μετανοοῦν, καὶ τὴν σφοδροτάτη ποινὴ ἐναντίον αὐτῶν πού ἁμαρτάνουν ἀμετανόητα. Καὶ ἀπὸ μύρια παραδείγματα αὐτῆς τῆς οὐρανίου φιλανθρωπίας ἦταν γεμᾶτος ὁ πρὶν ἀπὸ τὴν Θείαν Οἰκονομία χρόνος, σὰν ἀπὸ προδρόμους καὶ προοίμια τῆς μετὰ ταῦτα σαφέστερης καὶ μεγαλύτερης συμπάθειας πού ἔδειξε.
Ἀλλὰ τώρα ἐμεῖς ἀφήνοντας τὴν ἄλλη διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος, θὰ μιλήσωμε μόνο γιά τὴν παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν, τὴν ὁποία θὰ ἀκούσωμε σήμερα νά διαβάζεται. Ἤδη ὁ παραβολικὸς λόγος πού χρησιμοποιοῦσε ἡ Θεία εὔνοια πρὸς χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ἀφοροῦσε τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, εἶχεν ἑξαπλωθεῖ ἀρκετά, ἀνεφέρετο δὲ στό ὅτι ἀπιστοῦσαν ἀκόμη καὶ στά αὐτονόητα, κλείνοντας ἐπιμόνως τοὺς ὀφθαλμοὺς των, ἢ καὶ βλέποντας προσποιοῦντο ὅτι δέν βλέπουν. Ἐδικαίωναν τοὺς ἑαυτοὺς των ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων χωρὶς νά ντρέπωνται Ἐκεῖνον πού γνωρίζει τὰ πάντα, καὶ γίνονταν φορτικοὶ στά πταίσματα τῶν ὁμοδούλων ἢ καὶ τῶν ἀδελφῶν τους. Συνέχεια
Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἀσώτου
Ἅγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
Ἰδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλους.
Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα. Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.
Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή. Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»
Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό καί τήν παραφροσύνη.
Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια. Συνέχεια
Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου
Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.
Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παρα βολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ ‘Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».
Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:
Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρονική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουργήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.
Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.
Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς διηγήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύτερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτεταγμένος, ἐργατικός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό. Συνέχεια
Στήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς του Ἀσώτου
π. Νικόλαος Λουδοβῖκος
Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.
Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.
Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.
Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.
Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.
Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό. Συνέχεια
Ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ
Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη
Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ.
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του.
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη.
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε:
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό».
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ:
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα:
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ:
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Συνέχεια
Λόγος στον Ἐσπερινὸ τῆς συγχωρήσεως
Ἁγίου Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας
Πρέπει, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, νὰ ἔχουμε χαραγμένο στὴν καρδιά μας καὶ νά θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. » (Μτ. 6, 14-15).
Εἶναι πολὺ φοβερὰ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἂν δέν συγχωροῦμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας, τότε καὶ ὁ Χριστός, στή Φοβερὰ του Κρίση, θὰ μᾶς βάλει στά ἀριστερά του δέν θὰ μᾶς συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μας· διότι καὶ ἐμεῖς δέν ἀφήναμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας. Βλέπετε, γιατί, πραγματικὰ, εἶναι φρικτὸ πράγμα νά μὴν συγχωροῦμε τοὺς ἀνθρώπους.
Στούς βίους τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἀρκετὰ παραδείγματα ἀνθρώπων πού τιμωρήθηκαν ἐπειδὴ δέν ἤθελαν νά συγχωρήσουν. Ὁ ἱερομόναχος Τίτος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του ὅλη ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὑπάρχει παλιὰ ἔχθρα μεταξὺ τοῦ Τίτου καὶ τοῦ ἱεροδιακόνου Εὐάγριου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔφεραν τὸν Εὐάγριο νά συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Τίτο πρὶν αὐτός ἀποθάνει.
Ὁ μακάριος αὐτὸς, ὁ Τίτος σηκώθηκε στό κρεβάτι του, ἔσκυψε μπροστὰ στόν Εὐάγριο τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Ἀλλὰ ὁ σκληρόκαρδος Εὐάγριος τοῦ ἀπάντησε μὲ ἕναν τρομερὸ λόγο: «Δέν θὰ σὲ συγχωρήσω οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ οὔτε στή μέλλουσα». Μόλις τὸ εἶπε αὐτὸ ἔπεσε νεκρός, καὶ ὁ μακάριος Τίτος σηκώθηκε ὑγιὴς ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Διηγήθηκε, τότε, στούς ἀδελφοὺς ὅτι εἶδε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Οἱ δαίμονες ἤθελαν νά πάρουν τὴν ψυχὴ του, διότι εἶχε ἔχθρα μὲ τὸν Εὐάγριο, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι ἔκλαιγαν γι’ αὐτόν. Μόλις ὅμως ὁ Εὐάγριος εἶπε τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο, ἕνας ἄγγελος μὲ τὸ φλογισμένο δόρυ του χτύπησε τὸν Εὐάγριο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως ἔπεσε νεκρός. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πῆρε τὸ χέρι τοῦ Τίτου, τὸν θεράπευσε καὶ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του.
Γνωρίζουμε καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὸ βίο τοῦ μάρτυρα Νικηφόρου. Ὕπῆρχε ἔχθρα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Σαπρικίου, μὲ τὸν ὁποῖον κάποτε ἦταν πολὺ καλοί φίλοι. Ὅμως, ὅπως συχνὰ συμβαίνει, ὁ διάβολος μὲ τίς πανουργίες του κατέστρεψε αὐτὴ τή φιλία. Ἦταν καιρὸς πού γινόταν σφοδρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ μαρτύριο. Ὅταν πῆγαν νά τὸν ἐκτελέσουν ὁ Νικηφόρος τὸν ἀκολουθοῦσε, ἔπεφτε μπροστὰ του καὶ τὸν ἱκέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρησέ με». Ὁ Σαπρίκιος ὅμως δέν ἤθελε νά τὸν συγχωρήσει.
Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Σαπρίκιος ξαφνικὰ εἶπε: «Μὴν μὲ ἀποκεφαλίζετε. Ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό». Ἔτσι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ του καὶ χάθηκε ἡ ψυχὴ του. Τὴν θέση του πῆρε ὁ Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ τσεκούρι τοῦ δημίου, μαρτύρησε καὶ δοξάστηκε στούς Οὐρανούς. Τρομερό, πραγματικὰ, τρομερὸ γεγονός. Καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νά ταράξει αὐτοὺς πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὸν πλησίον τους.
Θυμηθεῖτε τὸν Κύριο πού συγχωροῦσε ὅλους: συγχώρησε τὸν ληστὴ πάνω στό Σταυρό, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, ποὺ ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ της. Ἂς θυμηθοῦν αὐτοί πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὴν παραβολὴ τοῦ κακοῦ δούλου πού ὁ βασιλιὰς τοῦ χάρισε τὸ πολὺ μεγάλο χρέος του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν βασιλιά, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του πού τοῦ ὄφειλε ἕνα μικρὸ ποσό. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔσφιγγε νά τὸν πνίξει, λέγοντάς του: «Ξόφλησέ μου τὸ χρέος». Συνέχεια
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε
Ἁγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ὁδηγήσει στήν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μέ ἔχουν προσδέσει στή γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν λύσει ἀπό τή γῆ καί ἔχουν συντρίψει ὅλες τίς φιλοδοξίες μου στόν κόσμο.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ἀποξενώσει ἀπό τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καί μέ ἔκαναν ξένο καί ἀπισυσχετισμένον ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει πιό ἀσφαλές καταφύγιο ἀπό ἕνα ἄλλο πού ζῆ στήν ἡσυχία, ἔτσι κι ἐγώ. Καταδιωγμένος ἀπό τούς ἐχθρούς, ἔχω ἀνακαλύψει τό ἀσφαλέστερο καταφύγιο καί προφυλάσσομαι κάτω ἀπό «τή σκιά τῶν πτερύγων Σου», ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροί μποροῦν νά ἀπωλέσουν τήν ψυχήν μου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμα καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Αὐτοί μᾶλλον, παρά ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοί μαστίγωναν κάθε φορά πού ἐγώ δίσταζα νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου. Μέ βασάνιζαν, κάθε φορά πού ἐγώ προσπαθοῦσα νά ἀποφύγω τά βάσανα. Αὐτοί μέ ἐπέπληταν, κάθε φορά πού ἐγώ κολάκευα τόν ἑαυτόν μου. Αὐτοί μέ κτυποῦσαν κάθε φορά πού ἐγώ εἶχα παραφουσκώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε. ‘Ακόμη καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου δυνατό, αὐτοί μέ περιγέλασαν σάν νά εἴμουνα νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω ἄλλους, οἱ ἐχθροί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού ἔσπευδα νά πλουτίσω, αὐτοί μέ ἐμπόδισαν μέ σιδερένια χέρια. Κάθε φορά πού εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν πιά εἰρηνικά, αὐτοί ἄγρια μέ ξύπνησαν. Κάθε φορά πού προσπάθησα νά κτίσω ἑνα σπίτι γιά νά ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλά καί εἰρηνικά, αὐτοί τό κατεδάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω.
Στ’ ἀλήθεια, Κύριε, οἱ ἐχθροί μου μέ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπό τόν κόσμο καί ἅπλωσαν τά χέρια μου στό κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Εὐλογησέ τους καί πλήθυνέ τους!
Πλήθυνέ τους καί κάνε τους ἀκόμα πιό σκληρούς ἐναντίον μου!
Ὥστε ἡ καταφυγή μου σέ Σένα νά μήν ἔχει ἐπιστροφή. Νά διαλυθεῖ ἡ κάθε ἐλπίδα μου στούς ἀνθρώπους σάν ἱστός ἀράχνης. Ν’ ἀρχίσει ἀπόλυτη γαλήνη νά βασιλεύει στήν ψυχή μου. Νά γίνει ἡ καρδιά μου τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων ἀδελφῶν μου: τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας. Νά μπορέσω νά ἀποθηκεύσω ὅλους τούς θησαυρούς μου «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νά μπορέσω γιά πάντα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μέ περιέπλεξε στό θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροί μέ δίδαξαν νά μάθω αὐτό πού δύσκολα μαθαίνει κανείς, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐχθρούς στόν κόσμο, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του!…
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιά μένα νά πῶ ποιός μοῦ ἔκανε περισσότερο καλό καί ποιός περισσότερο κακό: Οἱ ἐχθροί ἤ οἱ φίλοι μου;
Γι’ αὐτό, εὐλόγησε Κύριε, καί τούς φίλους μου καί τούς ἐχθρούς μου…
Εἰς τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀποκρέω
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
1. Τὴν περασμένη Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία ἐμνημόνευε τὴν ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς πού παρουσιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σεσωσμένου Ἀσώτου. Τὴν σημερινὴ Κυριακὴ διδάσκει περὶ τῆς μελλούσης φρικωδεστάτης κρίσεως τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας μία καλή τάξι καὶ ἀκολουθώντας τίς προφητικὲς φωνές· διότι, λέγει, «θὰ σοῦ ψάλω, Κύριε, ἔλεος καὶ κρίσι», καὶ «μία φορὰ ἐλάλησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσα τὰ δύο αὐτά, ὅτι τὸ κράτος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδικό σου, Κύριε, τὸ ἔλεος, διότι ἐσὺ θ’ ἀποδώσης στόν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του».
2. Τὸ ἔλεος λοιπὸν καὶ ἡ μακροθυμία προηγεῖται τῆς Θείας κρίσεως. Πραγματικὰ ὁ Θεός, ἔχοντας καὶ περιέχοντας κατ’ ἐξοχὴν ὅλες τίς ἀρετές, καὶ ὄντας συγχρόνως δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος δέν συμβαδίζει μὲ τὴν κρίσι, σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένο, «νά μὴ εὐσπλαγχνισθῆς πτωχὸ κατὰ τὴν κρίσι», εὐλόγως ὁ Θεὸς κατένειμε τὸ καθένα στόν καιρὸ του· τὸν παρόντα καιρὸ τὸν ὥρισε γιά τὴν μακροθυμία, τὸν μέλλοντα γιά τὴν ἀνταπόδοσι. Γι’ αὐτὸ τὰ τελούμενα στήν Ἐκκλησία ἡ Θεία Χάρις διέθεσε κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμενοι τοῦτο, ὅτι τὴν συγγνώμη γιά τὰ ἁμαρτήματα λαμβάνομε ἀπὸ τὰ ἐδῶ συμβαίνοντα, νά σπεύσωμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη στόν παρόντα βίο, νά ἐπιτύχουμε τὸ αἰώνιο ἔλεος καὶ νά καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀξίους τῆς Θείας φιλανθρωπίας. Διότι ἐκείνη ἡ κρίσις, ἡ τελευταία,εἶναι ἀνηλέητος γι’ αὐτόν πού δέν ἔδειξε ἔλεος.
3. Περὶ τῆς ἀπερίγραπτης λοιπὸν γιά μᾶς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ ὁμιλήσαμε μόλις πρὸ ὀλίγου. Σήμερα δὲ θὰ μιλήσουμε περὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ περὶ τῆς φρικωδεστάτης κρίσεως καὶ περὶ ὅσων θὰ συμβοῦν κατ’ αὐτὴν ἀπορρήτως- πράγματα πού ὀφθαλμὸς δέν εἶδε καὶ οὖς δέν ἤκουσε καί πού δέν ἀνέβηκαν στή σκέψι ἀνθρώπου, ἂν αὐτή εἶναι ἀμέτοχη Θείου Πνεύματος, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνο τὴν ἀνθρωπίνη αἴσθησι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ λόγο. Διότι, ἂν καὶ αὐτός πού μᾶς διδάσκει γιά ὅλα αὐτά εἶναι ἐκεῖνος πού γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρόκειται νά κρίνῃ ὅλη τή γῆ, ἀλλὰ συγκαταβαίνει πρὸς τὴν δυναμικότητα τῶν διδασκομένων, προσφέροντας τοὺς λόγους συμμέτρους πρὸς αὐτήν. Γι’ αὐτὸ εἰσάγονται ἀστραπὴ καὶ νεφέλες, σάλπιγξ καὶ θρόνος καὶ τὰ ὅμοια μὲ αὐτά, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του περιμένουμε καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴ γῆ, ἀφοῦ τὰ παρόντα θά παρέλθουν. Συνέχεια
« Καί ἐρχόμενον ἐν δόξῃ κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς…»
Ἁγίου ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων
Α’ Σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς διδάσκουμε καί σᾶς πληροφοροῦμε ὅτι ὁ Χριστός θά παρουσιαστεῖ στούς ἀνθρώπους δύο φορές καί ὄχι μόνο μία καί ὅτι ἡ δεύτερη Παρουσία Του θά εἶναι ἀσύγκριτα πιό λαμπρή καί πιό ἔνδοξη ἀπό τήν πρώτη. Διότι στήν πρώτη φανερώθηκε σέ ὅλη τήν ἔκτασή της ἡ ὑπομονή τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στή δεύτερη θά φανερωθεῖ ὅλη ἡ δύναμη καί ἡ δόξα τῆς Βασιλείας Του.
…Λοιπόν νά μήν μένουμε στήν πρώτη Παρουσία μόνο, ἀλλά νά περιμένουμε καί τή δεύτερη. Καί ἄν εἴπαμε στήν πρώτη «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 21, 9), τότε πού ἔγινε ἡ θριαμβευτική Του εἴσοδος στά Ἱεροσόλυμα, καί στή δεύτερη θά Τοῦ ποῦμε λατρευτικά: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς τό ἔχει ἀποκαλύψει (Ματθ. 23, 39).
Ἔρχεται ὁ Σωτήρας, ὄχι γιά νά δικαστεῖ πάλι, ἀλλά γιά νά δικάσει αὐτούς πού Τόν δίκασαν. Αὐτός, πού στήν πρώτη Του παρουσία σιωποῦσε ὅταν Τόν ἔκριναν, λέει προφητικά καί ἀποκαλυπτικά στούς παράνομους Ἰουδαίους, πού τόν καιρό τῆς Σταύρωσης ἔπραξαν ἐκεῖνα τά τολμηρά: «Αὐτά ἔκανες λαέ μου, καί σιώπησα» (Ψαλμ. 49, 21). Στήν πρώτη Παρουσία ἦρθε γιά νά οἰκονομήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί δίδασκε μέ λόγια πειστικά. Στή δεύτερη ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί ἄν δέν θέλουν, θά ἀναγκαστοῦν νά παραδεχτοῦν ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ Μόνος Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων».
Γ’ Θά ἔρθει λοιπόν ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν οὐρανό. Θά ἔρθει μέ δόξα, ὅταν πρόκειται νά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου, στίς ἔσχατες ἡμέρες. Διότι θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου καί ὁ κτιστός κόσμος πάλι θά ἀνακαινιστεῖ. «Ἐπειδή δηλαδή ἁπλώθηκε στή γῆ διαφθορά, κλοπή, μοιχεία καί κάθε εἶδος ἁμαρτίας ξεχύθηκε σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη καί ὁ κόσμος πνίγηκε στίς αἱματοχυσίες καί αἱμομιξίες» (πρβλ. Ὡσ. 4, 2), γιά νά μή μείνει τό θαυμάσιο καί ἀπέραντο τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπινου γένους κατάμεστο ἀπό ἀνομία, θά παρέλθει αὐτός ὁ κόσμος, γιά νά ἀναφανεῖ ὁ τελειότερος.
….
Δ’ Θά παρέλθουν λοιπόν ὅσα τώρα βλέπουμε καί θά ἔρθουν ὅσα πρόκειται νά γίνουν, πού θά εἶναι τελειότερα. Ἀλλά τό πότε, κανείς νά μήν τό πολυεξετάζει. Διότι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «πώς δέν εἶναι τῆς δυνατότητάς μας νά μάθουμε τούς χρόνους καί τούς καιρούς, τούς ὁποίους ὅρισε ὁ Πατέρας μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει» (Πράξ. 1, 7). Μήν τολμήσεις λοιπόν νά προσδιορίσεις τό πότε θά γίνουν αὐτά, οὔτε πάλι νά κοιμᾶσαι ἥσυχος1. Διότι λέει «ἀγρυπνεῖτε γιατί δέν γνωρίζετε τήν ὥρα πού θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (πρβλ. Ματθ. 24, 44). Συνέχεια
Μετάνοια, Βάπτισμα καί Θεῖος Φωτισμός
Μετά τά Φῶτα
π. Βασιλείου Καλλιακμάνη
1. Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ματθ. 4, 12-17).”Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Ἀπὸ τότε ἤρ ξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” .
2. Νεοελληνική ἀπόδοση Τότε ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰωάννης συνελήφθη καί φυλακίστηκε καί ἔφυγε καί πῆγε στή Γαλιλαία. Ἀλλά ἐκεῖ, ἄφησε τή Ναζαρέτ καί πῆγε καί ἐγκαταστάθηκε στήν Καπερναούμ, πόλη παραθαλάσσια, στά ὅρια μεταξύ τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, πού λέγει: “Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, περιοχές παραθαλάσσιες, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν! Ὁ λαός σας, πού μέχρι τώρα ζοῦσε στό σκοτάδι, εἶδε ἕνα φῶς μεγάλο! Σ’ αὐτούς πού ζοῦσαν σέ χώρα, ἐπάνω στήν ὁποία ἁπλωνόταν ἡ σκιά τοῦ θανάτου, σ’ αὐτούς ἀνέτειλε τό Φῶς!”. Ἀπό τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέγει: “Μετανοεῖτε. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι πιά κοντά σας!”. Συνέχεια
Γνώση τοῦ Θεοῦ
Τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη
Ὁ Πατέρας μᾶς ἀγάπησε τόσο, πού μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του. ᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός θέλησε καί ἐνσαρκώθηκε κι ἔζησε μαζί μας στή γῆ. Κι οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τόν Κύριο κατά σάρκα, ἀλλά δέν τόν ἐγνώρισαν ὅλοι ὡς Κύριο. Σ᾿ ἐμένα δέ, τόν γεμάτον ἁμαρτίες, δόθηκε ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά γνωρίσω πώς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.
῾Ο Κύριος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος εὐδοκεῖ. Καί ἡ ψυχή, ὅταν δῆ τόν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινά γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότη καί δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀγαπήση τίποτε ἄλλο τόσο, ὅπως ἀγαπᾶ τόν Δημιουργό της. Κι ἄν ἀκόμα ὅλα τά βλέπη κι ὅλους τούς ἀγαπᾶ, ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ἀγαπᾶ τόν Κύριο.
῾Η ψυχή γνωρίζει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν μπορεῖ ὅμως νά τήν μεταδώση μέ λόγια, γιατί γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
῾Η ψυχή ξαφνικά βλέπει τόν Κύριο καί Τόν ἀναγνωρίζει.
Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψη αὐτή τή χαρά καί ἀγαλλίαση;
Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα γεμίζει ὅλο τόν ἄνθρωπο.καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα.
῎Ετσι γνωρίζεται ὁ Θεός καί στόν οὐρανό καί στή γῆ.
῾Ο Κύριος μοῦ ἔδωσε κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του κι ἐμέ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτή τή χάρη, γιά να γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί νά στραφοῦν πρός Αὐτόν.
Γράφω στό ὄνομα τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ.
Ναί, τήν ἀλήθεια.
Μάρτυράς μου ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος.
῾Ο Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ σάν παιδιά Του καί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τῆς μάνας.γιατί ἡ μάνα μπορεῖ νά λησμονήση τό παιδί της, ἐνῶ ὁ Κύριος ποτέ δέν μᾶς λησμονεῖ. Κι ἄν ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ἔδινε τό ῞Αγιο Πνεῦμα στόν ὀρθόδοξο λαό καί τούς μεγάλους μας ποιμενάρχες, δέν θά μπορούσαμε νά γνωρίσωμε πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ.
῎Ας εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καί ἡ μεγάλη Του εὐσπλαγχνία πού δίνει σ᾿ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς τή χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Πλούσιοι καί βασιλιάδες δέν γνωρίζουν τόν Κύριο, ἀλλά ἐμεῖς οἱ φτωχοί μοναχοί καί βοσκοί γνωρίζομε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
Γιά νά γνωρίση κανείς τόν Κύριο δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας, ἀλλά χρειάζεται νά εἶναι ὑπάκουος, ἐγκρατής, νά ἔχη πνεῦμα ταπεινό καί ν᾿ ἀγαπᾶ τόν πλησίον. ῾Ο Κύριος θ᾿ ἀγαπήση μιά τέτοια ψυχή, θά τῆς φανερώση ὁ ῎Ιδιος τόν ῾Εαυτό Του καί θά τήν διδάξη τή θεία ἀγάπη καί ταπείνωση καί θά τῆς δώση κάθε τι ὠφέλιμο γιά νά βρῆ ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. Συνέχεια
Τό μεγαλεῖο της υἱότητας
ARCH. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Ἡ περιγραφή τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι λιτή καί σέ τόνους χαμηλούς· ῾Ο υἱός ἀπορρίπτει ἄσπλαχνα τόν πατέρα του καί προετοιμάζει τήν ἀναχώρησή του στή μακρινή χώρα! «Πατέρα, δῶσ’ μου τό κομμάτι τῆς περιουσίας πού μοῦ ἀνήκει!». Τί ἄλλο σημαίνουν αὐτά τά λόγια παρά, «Πατέρα, δέν μπορῶ νά περιμένω πότε θά πεθάνεις! ᾿Εσύ βαστᾶς ἀκόμη, κι ἐγώ εἶμαι νέος· θέλω τώρα νά δρέψω τούς καρπούς τῆς δικῆς σου ζωῆς, τῶν δικῶν σου κόπων· ἀργότερα ὅλα αὐτά θά εἶναι μπαγιάτικα. ῎Ας κάνουμε μία συμφωνία· γιά μένα εἶσαι νεκρός· δῶσε μου ὅ,τι μοῦ ἀνήκει ἤ μᾶλλον ὅ,τι θά ’παιρνα μετά τόν πραγματικό σου θάνατο, καί ἄσε με νά φύγω καί νά ζήσω τή ζωή πού διάλεξα».
Αὐτό ἐννοοῦσε ὁ νεαρός ἄντρας καί πόσο αὐτό μοιάζει μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς μεταχειριζόμαστε τόν Θεό καί τά δῶρα Του.
῞Οσο εἴμαστε μαζί Του, ἔχουμε ἀπό Αὐτόν τό καθετί, ἀλλά ἡ παρουσία Του μᾶς περιορίζει, νιώθουμε καταπιεσμένοι ἀπό τούς ἀναπόφευκτους κανόνες πού ρυθμίζουν τό σπιτικό Του· Περιμένει ἀπό μᾶς ἀκεραιότητα καί ἀλήθεια· περιμένει νά μάθουμε ἀπό Αὐτόν τί σημαίνει νά ἀγαπᾶμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά, ὅλο μας τό μυαλό, ὅλη μας τή δύναμη, ὅλο μας τό εἶναι _ κι αὐτό μᾶς πέφτει βαρύ. Παίρνουμε λοιπόν ὅλα Του τά δῶρα καί Τοῦ γυρίζουμε τήν πλάτη γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε ἔτσι πού νά ἐξυπηρετοῦν μόνον ἐμᾶς, χωρίς νά ἀνταποδίδουμε κάτι εἴτε στόν Θεό εἴτε σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον.
῞Ολοι μας, χωρίς καμιά ἐξαίρεση, ἀλλά σέ διαφορετικό βαθμό, ὑπακοῦμε στήν ἀπάνθρωπη καί ἀπατηλή ὑποβολή τοῦ Σατανᾶ, ὅπως τήν παρουσίασε στόν Χριστό στήν ἔρημο· «῎Εχεις τή δύναμη νά τό κάνεις· κάνε, λοιπόν τίς πέτρες ψωμιά· εἶσαι παιδί τοῦ Θεοῦ· χρησιμοποίησε λοιπόν αὐτή τή σοφία καί τή δύναμη πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός γιά τό δικό σου συμφέρον! Γιατί νά σπαταλήσεις τόν χρόνο σου καί νά περάσουν τά χρόνια;»… Κάπως ἔτσι δέν εἶναι ἡ συμπεριφορά μας;
Μετά, ὁ νεαρός φεύγει· φεύγει γιά τήν ξένη χώρα πού δέν ἀνήκει στόν Θεό, πού ἔχει ἀπορρίψει τόν Θεό, τόν ἔχει ἀποκηρύξει, μιά χώρα πού ἔχει παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ ἀντιπάλου Του καί πού δέν ἔχει χῶρο γι’ Αὐτόν. Καί ζεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς χώρας ἐκείνης καί σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Μέχρι πού ἔρχεται ἡ πείνα…
Καί ἐμεῖς Τοῦ γυρίζουμε τήν πλάτη, κουβαλώντας μαζί μας τά δῶρα Του· ζοῦμε κι ἐμεῖς σέ χώρα μακρινή, σ’ ἕνα κόσμο φτιαγμένο ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἀπ’ τόν Θεό· ἤ μᾶλλον σ’ ἕνα κόσμο φτιαγμένο ἀπό τόν Θεό καί παραμορφωμένο ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τί εἴδους πείνα ἀντιμετωπίζουμε; Εἴμαστε πλούσιοι, εἴμαστε ἀσφαλεῖς, ἔχουμε μαζί μας ὅλα ὅσα ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε, καί συνεχίζει νά δίνει, μόνο πού δέν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ Θεός συνεχίζει νά δίνει τήν ὥρα πού ἐμεῖς σπαταλᾶμε. Συνέχεια