Απρίλιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
282930  

Ὁ θεσμὸς τῶν Διακονισσῶν ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία

 

Εὐάγγελος Δ. Θεοδώρου

eugeniaἩ ἱστορία τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν.

Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰώνας ὑφίστατο «πλουραλισμὸς» εἰς τὴν κατὰ περιοχὰς καὶ χρονικάς περιόδους ἀπόδοσιν πρωτείου εἰς μίαν ἐκ τῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀφιερωμένων γυναικείων τάξεων (διακονισσῶν, χηρῶν, παρθένων)[1]. Παρὰ ταῦτα, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ ἤδη ἐκ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων φαίνεται ὅτι τὸ πρωτεῖον ἀποδίδεται εἰς τὴν τάξιν τῶν «διακόνων γυναικῶν (2)». Αὐτὸ ἐν συνέχεια γίνεται ὁλοὲν καὶ περισσότερον αἰσθητόν.

Ὡς πρώτη μαρτυρία περὶ τῆς τάξεως τῶν «διακόνων γυναικῶν» θεωρεῖται τὸ χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, ἐν τῷ ὁποίῳ μνημονεύεται ἡ Φοίβη, ἥτις ἑορτάζεται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τὴν 3ην Σεπτεμβρίου καὶ ἀναφέρεται ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων λειτουργικῶν κειμένων ὡς πρότυπον διακονίσσης. Γράφει δι’ αὐτὴν ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὗσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα αὐτὴν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων… καὶ γὰρ προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ ἐμοῦ αὐτοῦ».

Καὶ τὸ χωρίον Α΄ Τιμ. 3, 11 («γυναίκας ὡσαύτως σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς ἐν πᾶσι») πιθανῶς ἀναφέρεται εἰς γυναίκας διακόνους, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς φιλολογικῆς συναφείας καὶ τῶν λογικῶν συναρτήσεων καὶ πλαισίων τοῦ χωρίου. Ὡς ἐτόνιζεν ἤδη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «τινὲς ἁπλῶς περὶ γυναικῶν εἰρῆσθαι τοῦτο φασιν, οὐκ ἔστι δὲ• τί γὰρ ἐβούλετο μεταξὺ τῶν εἰρημένων παρεμβαλεῖν τί περὶ γυναικῶν; Ἀλλὰ περὶ τῶν τὸ ἀξίωμα τῆς διακονίας ἐχουσῶν λέγει(3)».

Ἐκ τῶν ἀρχῶν τοῦ β΄ αἰῶνος χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐξωχριστιανικὴ τις μαρτυρία. Τῷ 111 ἢ 112 μ.Χ. Πλίνιος ὁ νεώτερος, γράφων πρὸς τὸν Τραϊνόν, ἀναφέρει τὴν ἐν Βιθυνία ὕπαρξιν διακονισσῶν. Ὁμιλεῖ δι’ «ancillas, quae ministrae dicebantur(4)». Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς († πρὸ τοῦ 215) τονίζει, ὅτι ἡ γυναικεία διακονία ἦτο ἀναγκαία καὶ ὑπῆρχε κατ’ αὐτοὺς ἤδη τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, καθ’ οὗς οἱ ἀπόστολοι, «ὡς ἀδελφάς περιῆγον τὰς γυναίκας συνδιακόνους ἐσομένας πρὸς τὰς οἰκουροὺς γυναίκας, δι’ ὧν καὶ εἰς τὴν γυναικωνίτιν ἀδιαβλήτως παρεισεδύετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία(5)». Ἐν συνέχεια προσθέτει: «Ἴσμεν γὰρ καὶ ὅσα περὶ διακόνων γυναικῶν ἐν τῇ ἑτέρα πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ ὁ γενναῖος διατάσσεται Παῦλος(6)». Ὁ Ὠριγένης ἑρμηνεύων τὸ χωρίον Ρωμ. 16, 1-2, ἐν περικοπῆ ἥτις διεσώθη λατινιστί, τονίζει ὅτι «apostolica auctoritate» ὑπῆρχον «feminae ministrae» «in ministerio ecclesiae(7)». Τὸν γ΄ αἰώνα ἡ «Διδασκαλία (τῶν Ἀποστόλων)», ἐν τῇ ὁποία διὰ πρώτην φορὰν χρησιμοποιεῖται καὶ τὸ χαρακτηριστικὸν ὄνομα «διακόνισσα» ἀντὶ τοῦ «ἡ διάκονος», παρουσιάζει τὰς διακονίσσας ὡς συγκεκροτημένην ἐν τῇ Ἐκκλησία τάξιν, μνημονευομένην μετὰ τῶν τάξεων τῶν ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καὶ διακόνων(8). Κατὰ τὴν «Διδασκαλίαν» ἡ γυναικεία διακονία ἦτο ἀναγκαία in multis rebus(9) τοσούτω μᾶλλον, ὅσω καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος διεκονήθη ὑπὸ γυναικῶν. Οἱ διάκονοι καὶ αἳ διακόνισσαι ἔχουν ἕν καὶ τὸ αὐτὸ λειτούργημα, τὸ λειτούργημα τῆς διακονίας (τὸ ministerium diaconiae) καὶ εἶναι ὡς μία ψυχὴ ἐν δυσὶ σώμασι (duo corpora in una anima)[10].

Εἰς μερικάς περιοχὰς κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰώνας μετὰ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης συναριθμεῖται καὶ ἡ τάξις τῶν χηρῶν, ἡ ὁποία ἤδη μνημονεύεται ἐν Α΄ Τιμ. 5, 9-10. Εἰς τὰς ἐκ τοῦ γ΄ αἰῶνος προερχομένας «Ψευδοκλημεντείους Ὁμιλίας» μνημονεύεται ὁ Πέτρος ὡς δρῶν ἐν Τριπόλει τῆς Φοινίκης «ἐπίσκοπον καταστήσας καὶ πρεσβυτέρους δώδεκα ὁρίσας καὶ χηρικὰ συστησάμενος(11)». Τὸ ἀντίστοιχο χωρίον τῶν ὡσαύτως ἐκ τοῦ γ΄ αἰῶνος προερχομένων ψευδοκλημεντείων ἀναγνωρίσεων ἀναφέρει ἐπίσης, ὅτι οὗτος «constituit eis episcopum et duodecim cum eo presbyteros, simulque diaconos ordinat. Instituit etiam ordinem viduarum atque omnia ecclesiae ministeria disponit(12)». Εἶναι προφανές, ὅτι καὶ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ τάξις τῶν χηρῶν συναριθμεῖται μετὰ τῶν τάξεων τοῦ κλήρου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν, θεωρουμένη ὡς ἐν ministerium. Ὁ ὅρος «χήρα» εἰς μερικάς περιοχὰς ἦτο terminus technicus, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδηλοῦτο τάξις τῶν γυναικῶν, τῆς ὁποίας μετεῖχον καὶ παρθένοι. Ἤδη ὁ Ἰγνάτιος, γράφων πρὸς τοὺς Σμυρναίους (ΧΙΙΙ, 1), λέγει: «Ἀσπάζομαι… τὰς παρθένους, τὰς λεγομένας χήρας(13)».

Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ δ΄ αἰῶνος καὶ ἑξῆς ὑπάρχουν ἀναρίθμητοι μαρτυρίαι περὶ τῆς τάξεως τῶν διακονισσῶν, ἀπαντώμεναι εἰς τοὺς κανόνας οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων καὶ εἰς διάφορα φιλολογικά, ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ μνημεῖα, λ.χ. εἰς λειτουργικὸ-κανονικὰ συγγράμματα («Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ» καὶ «Διαθήκη τοῦ Κ. Η Ι.Χ.», εἰς ἔργα μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, εἰς ἱστορικοὺς καὶ χρονογράφους, εἰς ἁγιολογικὰ κείμενα, εἰς εὐχολόγια καὶ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία, εἰς τὴν νομοθεσίαν τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, εἰς ἐπιτυμβίους ἐπιγραφάς.

Ἐκ τῶν μαρτυριῶν τῶν πηγῶν τούτων πιστοποιεῖται ὅτι ὁ θεσμὸς τῶν διακονισσῶν, ἀνθήσας ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διετηρήθη –ἔστω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὑποβαθμιζόμενος– μέχρι τοῦ τέλους τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος τὸν ι΄ αἰώνα μαρτυρεῖ, ὅτι ὑφίσταντο εἰσέτι ἐπὶ τῶν χρόνων αὐτοῦ «αἳ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας (= Ἁγίας Σοφίας) διακόνισσαι(14)». Ἡ Ἄννα Κομνηνὴ τὸν ιβ΄ αἰώνα ἐξυμνεῖ τὴν ὑπὲρ τῶν διακονισσῶν φροντίδα τοῦ πατρὸς αὐτῆς Ἀλεξίου τοῦ Α΄ (1081-1118)[15], ὁ ὁποῖος προσφάτως ἐξυμνήθη διὰ τὴν πρὸ 900 ἐτῶν συμβολὴν του εἰς τὴν ἐν Πάτμῳ ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Βαλσαμών περὶ τὰ τέλη τοῦ ιβ΄ αἰῶνος μαρτυρεῖ, ὅτι ὑπῆρχον εἰσέτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως διακόνισσαι(16). Λείψανα τῆς τάξεως τῶν διακονισσῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ σώζονται καὶ σήμερον τόσον ἐντὸς ἑλληνικῶν γυναικείων μοναστηρίων(17) ἢ ἀπομεμακρυσμένων ἱεραποστολικῶν κοινοτήτων, ὅσον καὶ εἰς ἀπεσχισμένας ἀνατολικάς ἐκκλησίας.

Ἐν τῇ Δύσει ὁ θεσμὸς τῶν διακονισσῶν δὲν ἔσχε ταχείαν καὶ μεγάλην ἀνάπτυξιν. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 4ου αἰῶνος ἦτο σχεδὸν ἄγνωστος εἰς τὴν Δύσιν, θεωρούμενος ἐν αὐτῇ ὡς θεσμὸς ἀνατολικός. Ὁ ψευδὸ-Ἱερώνυμος, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ χωρίου Ρωμ. 16, 1-2, τονίζει: «Sicut etiam in Orientalibus diaconissae mulieres in suo sexu ministrare videntur(18)». Ὠσαύτως οὗτος, ἑρμηνεύων τὸ χωρίον Α΄ Τιμ. 3, 11, ἐπαναλαμβάνει, ὅτι «in Oriente diaconissae appellant(19)». Μάλιστα πολλαὶ Σύνοδοι, ὡς αἳ σύνοδοι τῆς Ὀράγγης (Concilium Arausicanum) τῷ 441, ἡ ἐν Epaon Σύνοδος (Concilium Epaonense) τῷ 517 καὶ ἡ 2α ἐν Ὀρλεάνη Σύνοδος (Concilium Aurelianense II) τῷ 533 ἀπαγορεύουν παντελῶς τὴν χειροτονίαν τῶν διακονισσῶν(20). Τὰ συνοδικὰ ταῦτα μέτρα, ἰσχύσαντα δι’ ὡρισμένας μόνον ἐκκλησιαστικάς περιφερείας, δὲν ἐπέδρασαν ἐπὶ πᾶσαν τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, καθ’ ὅσον ἕτεραι μαρτυρίαι ἀντιθέτως πιστοποιοῦν, ὅτι τουλάχιστον μέχρι τοῦ ια΄ αἰῶνος, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ παραδείγματος τῆς Ἀνατολῆς, καθιεροῦντο καὶ ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησία διακόνισσαι. Οὕτω λ.χ. τὸν 6ον αἰώνα ἐχειροτονήθη διακόνισσα ἡ ἁγία Radegunde, σύζυγος τοῦ φράγκου βασιλέως Κλοθαρίου τοῦ 1ου(21). Τῷ 866 ἡ ἐν Worns Σύνοδος υἱοθετεῖ, ἐν σχέσει πρὸς τὰς διακονίσσας, τὸν ιε΄ κανόνα τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι οἰκουμενικῆς Συνόδου(22).

Ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ παραδείγματος τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων τῆς Ἰταλίας ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε τὸν θεσμὸν τῶν διακονισσῶν(23). Τὸ «Liber Pontificalis» ἀναφέρει, ὅτι, τῷ 799 ὁ πάππας Λέων ὁ Γ΄ καὶ ὁ Κάρολος ὁ Μέγας εἰσήρχοντο θριαμβευτικῶς εἰς τὴν Ρώμην, ἐξῆλθον πρὸς ὑποδοχὴν αὐτῶν ὁ ρωμαϊκὸς λαὸς «μετὰ διακονισσῶν καὶ εὐγενῶν κυριῶν» («cum diaconissis et noblissimis matronis»)[24]. Τρεῖς Πάπαι τοῦ ια΄ αἰῶνος, ὁ Βενέδικτος ὁ 8ος (1012-1024), ὁ Ἰωάννης ὁ 20ός (1024-1033) καὶ ὁ Λέων ὁ 9ος (1049-1054), γράφοντες πρὸς ἐπαρχιακοὺς ἐπισκόπους, -ἤτοι ὁ πρῶτος πρὸς τὸν ἐπίσκοπόν του Porto(25), ὁ δεύτερος πρὸς τὸν ἐπίσκοπόν τῆς Sylva Candida(26) καὶ ὁ τρίτος πρὸς τὸν ἐπίσκοπον πάλιν τοῦ Porto(27)-, ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτοὺς τὸ δικαίωμα νὰ χειροτονοῦν διακονίσσας.

Ὁ τίτλος «diaconissa» ἢ «diacona» ἐνεφανίσθη ἐκ νέου κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους διὰ τῆς ἱδρύσεως τῶν προτεσταντικῶν ἀδελφοτήτων διακονισσῶν(28) καὶ διὰ τῆς ἀναβιώσεως τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν ἐν τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησία(29) καὶ ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους ἐν τὴ Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία(30).

2. Προϋποθέσεις καὶ λειτουργικὴ «τάξις» τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν.

Διακόνισσαι ἐξελέγοντο «μετ’ ἀκριβοῦς δοκιμασίας(31)» εἴτε ἐκ τῶν τάξεων τῶν ἀφιερωμένων εἰς τὸν Θεὸν παρθένων(32), εἴτε ἐκ τῶν χηρῶν, αἳ ὁποῖαι ἦσαν μονόγαμοι(33). Διακόνισσαι ἐπίσης ἐγίνοντο καὶ σύζυγοι ἐπισκόπων. Ὁ 48ος κανὼν τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλω Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει, ὅτι ἡ σύζυγος τοῦ ἐπισκόπου, «εἰ καὶ ἀξία φανείη, πρὸς τὸ τῆς διακονίας ἀναβιβαζέσθω ἀξίωμα(34)». Διακόνισσαι ἐχειροτονοῦντο ἐπίσης ἐκλεκταὶ μοναχαί, μεγαλοσχήμονες ἢ καὶ ἡγούμεναι γυναικείων μοναστηρίων(35).

Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐκλεγομένων διακονισσῶν, κατ’ ἀρχὰς αὖται, συμφώνως πρὸς τὴν ἀποστολικὴν περὶ χηρῶν διάταξιν (Α΄ Τίμ. 5, 9-10), ἔπρεπε νὰ ἔχουν ὑπερβῆ τὸ ἑξηκοστὸν ἔτος (36). Βραδύτερον ὅμως, ἐπειδὴ συχνάκις ἐγίνοντο ἐξαιρέσεις, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας Ὀλυμπιάδος, τὴν ὁποίαν, ἂν καὶ πολὺ νέαν, «χήραν γενομένην…, διάκονον ἐχειροτόνησε Νεκτάριος(37)», καὶ ἐπειδὴ οἱ τομεῖς τῆς διακονικῆς ἐργασίας ἀπήτουν ἀκμαίας δυνάμεις καὶ ἀρκετὴν εὐκινησίαν καὶ εὐρωστίαν, ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως περιώρισε τὸ χρονικὸν τοῦτο ὅριον, ἀπαιτοῦσα ἡλικίαν οὐχὶ ἐλάσσονα τῆς τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν. Οὕτως ὁ ιε΄ κανὼν τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει «διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναίκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα(38)», ὁ δὲ 15ος κανὼν τῆς ἐν Τρούλλω Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραγγέλλει: «Μήτε διάκονος πρὸ τῶν εἰκοσιπέντε χρόνων ἢ διακόνισσα πρὸ τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν χειρονείσθω (39)». Ὅτι ἡ Πενθέκτη ἐν Τρούλλω Σύνοδος ἤθελε νὰ ἐνθαρρύνη τὰς εὐσεβεῖς γυναίκας εἰς τὸ νὰ χειροτονῶνται διακόνισσαι, εἶναι φανερὸν εἰς τὸν 40όν κανόνα αὐτῆς, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὸ ὅριον τοῦ 40ού ἔτους τῆς ἡλικίας ὡς ἑξῆς: «Ἐν γὰρ τῷ θείω Ἀποστόλω γέγραπται, ἑξήκοντα ἐτῶν τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησία καταλέγεσθαι χήραν· οἱ δὲ ἱεροὶ κανόνες τεσσαράκοντα ἐτῶν τὴν διακόνισσαν χειροτονεῖσθαι παραδεδώκασι, τὴν ἐκκλησίαν χάριτι θεία κραταιοτέραν γινομένην καὶ ἐπὶ τὰ πρόσω βαίνουσαν ἐωρακότες, καὶ τὸ τῶν πιστῶν πρὸς τὴν τῶν θείων ἐντολῶν τήρησιν πάγιόν τε καὶ ἀσφαλές· ὅπερ καὶ ἡμεῖς ἄριστα κατανοήσαντες, ἀρτίως διωρισάμεθα, τὴν εὐλογίαν τῆς χάριτος, τῷ μέλλοντι τῶν κατὰ Θεὸν ἀγώνων ἐνάρχεσθαι, ὥσπερ τινὰ σφραγίδα ταχέως ἐνσημαινόμενοι, ἐντεῦθεν αὐτὸν πρὸς τὸ μὴ ἐπὶ πολὺ ὀκνεῖν καὶ ἀναδύεσθαι προβιβάζοντες, μᾶλλον μὲν οὖν πρὸς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ παρορμῶντες ἐκλογὴν καὶ κατάστασιν(40)».

Καθ’ ὅλους τους μετέπειτα βυζαντινοὺς αἰώνας αἳ ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν τῶν διακονισσῶν ἦσαν σταθεραί, διατηρηθείσης τῆς σχετικῆς διατάξεως τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι καὶ τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλω Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Αἱ ἐκλεγόμεναι διακόνισσαι, ἐκτός τῆς πίστεως, τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἱεραποστολικοῦ φρονήματος καὶ τῆς γνησίας διακονικῆς ἀποφάσεως πρὸς μίμησιν τοῦ Χριστοῦ, ὅστις «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(41)», ἔπρεπε νὰ ἔχουν καὶ τὴν ἀναγκαίαν μόρφωσιν, διὰ νὰ δύνανται νὰ ἀνταποκρίνωνται εἰς τὸ κατηχητικὸν των ἔργον(42).

Αἱ ἐκλεγόμεναι εἰς τὸ διακονικὸν λειτούργημα καθιεροῦντο καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς αὐτὸ ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἐχειροτόνει ταύτας διὰ λειτουργικῆς πράξεως ἀναλόγου πρὸς τὴν χειροτονίαν τῶν διακονισσῶν. Διά τὴν λειτουργικὴν αὐτὴν πράξιν εἰς τὰς πηγάς χρησιμοποιοῦνται ποικίλαι λέξεις ἢ φράσεις (λ.χ. «χειροτονία», «χειροθεσία», «χειροτονεῖν», «καθιεροῦν», «ἐπιτιθέναι χείρας», «προχειρίζεσθαι», «ordination», «ordinare», «chirotonia», «consecration», “manu superposita consecrare», «manum imposition», «manus imponene»)[43].

Ἡ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰώνας ἔλλειψις ἐν ταῖς πηγαῖς περιγραφῆς τῆς λειτουργικῆς πράξεως τῆς καθιερώσεως τῷ διακονισσῶν ἢ τῶν διακονικὸν λειτούργημα ἐχουσῶν χηρῶν δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῆ ὡς argumentum e silentio διὰ τὴν ἐκδοχὴν ὅτι δὲν ὑπῆρχε τότε χειροτονία τῶν διακονισσῶν.

Ἀλλ’ εὐθὺς ὡς ἐμφανίζεται εἰς τὰς «Ἀποστολικᾶς Διαταγάς» καὶ εἰς τὴν «Διαθήκην τοῦ Κ. η. Ι.Χ.» πλήρης σειρὰ τυπικῶν χειροτονίας τῶν διαφόρων τάξεων τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τότε ἡ σειρὰ αὕτη συμπεριλαμβάνει καὶ τυπικόν τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν. Καὶ ὅταν βραδύτερον εἰς τὰ Εὐχολόγια τῶν βυζαντινῶν χρόνων ἐμφανίζεται διαφοροποίησις τῆς ἁπλουστέρας μορφῆς τῆς χειροθεσίας τῶν κατωτέρων βαθμίδων τοῦ ἱεροῦ κλήρου ἀπὸ τῆς πανηγυρικῆς μορφῆς τῆς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων βαθμίδων αὐτοῦ (ἐπισκόπου, πρεσβυτέρου καὶ διακόνου), τότε ἡ Ἐκκλησία διὰ τὴν καθιέρωσιν τῶν διακονισσῶν χρησιμοποιεῖ τυπικὸν «χειροτονίας διακονίσσης» εἰδολογικῶς ὅμοιον πρὸς τὸ τυπικόν τῆς «χειροτονίας διακόνου».

Ἡ «χειροτονία» τῶν –ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθεισῶν προϋποθέσεων– ἐκλεγομένων διακονισσῶν, τελουμένη μόνον ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου διὰ προσευχῆς καὶ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, πανταχοῦ καὶ πάντοτε μέχρι τέλους τῶν βυζαντινῶν χρόνων περιελάμβανε λειτουργικὴν πράξιν, ἀνάλογον πρὸς τὴν τῆς χειροτονίας τῶν διακόνων. Ἡ λειτουργικὴ αὕτη πράξις, οὖσα κατ’ ἀρχὰς λίαν ἁπλή, τοῦ χρόνου προϊόντος διεμορφώθη εἰς πανηγυρικὴν τελετήν, ἧς ἡ τάξις καὶ τὸ τυπικὸν περιγράφονται ἐν τισι τῶν εὐχολογίων τῶν βυζαντινῶν χρόνων.

1. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν μέχρι τοῦ τέλους τοῦ ε΄ αἰῶνος χρονικὴν περίοδον, ἐν τῷ Χειροτονικῶ μὲν τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» παρατίθεται χαρακτηριστικὴ «διάταξις» καὶ «ἐπίκλησις ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης», ἐν τῷ Χειροτονικῶ δὲ τῆς «Διαθήκης τοῦ Κ. η. Ι.Χ.» (Testamentum Domini Nostri Jesu Christi) ὑπάρχει ὡσαύτως ἡ διὰ τὴν «χειροτονίαν» («Ordinatio»)[44] τῆς χήρας διακονίσσης «oratio», ἥτις ἐπιγράφεται ὡς «Oratio constituendarum viduarum». Αἳ δύο αὗται διατάξεις ἔχουσιν ὡς ἑξῆς(45):

«Απ. Διαταγαὶ»

Ἐπίκλησις ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης.

Ὤ, ἐπίσκοπε, ἐπιθήσεις αὐτῇ τὰς χείρας, παρεστῶτος τοῦ πρεσβυτερίου καὶ τῶν διακόνων καὶ τῶν διακονισσῶν καὶ ἐρεῖς:

Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος, ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς δημιουργός, ὁ πληρώσας Πνεύματος Μαριὰμ καὶ Δεβώρραν καὶ Ἄνναν καὶ Ὄλδαν, ὁ μὴ ἀπαξιώσας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν γεννηθῆναι ἐκ γυναικός, ὁ καὶ ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἐν τῷ ναῷ προχειρισάμενος τὰς φρουροὺς τῶν ἁγίων Σου πυλῶν· Αὐτὸς νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην Σου τῆνδε, τὴν προχειριζομένην εἰς διακονίαν, καὶ δὸς αὐτῇ Πνεῦμα ἅγιον καὶ καθάρισον αὐτὴν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, πρὸς τὸ ἐπαξίως ἐπιτελεῖν αὐτὴν τὸ ἐγχειρισθὲν αὐτῇ ἔργον, εἰς δόξαν σὴν καὶ ἔπαινον τοῦ Χριστοῦ Σου· μεθ’ οὗ Σοῦ δόξα καὶ προσκύνησις, καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμὴν(46)»

«ΔιαθήκητοῦΚ. η. Ι.Χ

Ordinatio viduae fiat hoc modo, Ipsa orante in ingressu altaris et deorsum adspiciente, dicat episcopus submisse, ut sacerdotes tamen audire possint:

Oratio constituendarum viduarum.

Deus sanete excelse, qui humilia respicis, qui elegisti infirmos et virtute pollentes, honorande qui etiam contemptibilia creasti, immite, Domine, spiritum virtutis super hanc famulam tuam et tua veritable robora eam, ut, praeceptum tuum adimplens, et laborans in sanctuario tuo, sit tibi vas honorabile, et glorificet in die, quo paupers tuos, Domine, spiritum glorificabis. Da ei virtutem hilariter perficiendi disciplinas a te praescriptas in regulam famulae tuae. Da, Domine, ei spiritum humilitatis, virtutis, patientiae et benignitatis, ut, laetitia ineffabili tollens jugum tuum, labores sustineat. Sane, Domine Deus, qui nostram infirmitatem noscis, perfice famulam tuam in gloriam domus tuae, ia aedificationem et in typum praeclarum ; robora eam, Deus, sanctifica, edoce et conforta, quoniam benedictum gloriosumque est regnum tuum. Deus Pater, tibique gloria, Unigenito Filio tuo Domino nostro Jesu Christo et Spiritui sancto benefico, adorando, vivificatori, tibique consubstantiali, nunc ante omnia saecula et per generationes generationum et in saecula saeculorum. Amen.

Populus : Amen (47)

Ἡ ἀνωτέρω ἐκ τοῦ Χειροτονικοῦ τῶν «Ἀπ. Διαταγῶν» παρατεθεῖσα «ἐπίκλησις ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης», οὖσα ὁμοία καὶ ἀνάλογος πρὸς τὴν ἐν τῷ αὐτῶ Χειροτονικῶ ὑπάρχουσαν διάταξιν περὶ τῆς χειροτονίας τῶν διακόνων, διαφέρει ταύτης κατὰ τὸ ὅτι, ἐνῶ ἐν ἐκείνη ὁ ἐπίσκοπος ἁπλῶς εὔχεται ὅπως ἡ διακόνισσα ἐπαξίως ἐπιτελῆ τὸ ἐγχειρισθὲν αὐτῇ ἔργον, ἐν ταύτῃ ὁ ἐπίσκοπος εὔχεται, ὅπως ὁ διάκονος, εὐαρέστως λειτουργήσας τὴν ἐγχειρισθεῖσαν αὐτῷ διακονίαν, ἀξιωθῆ μείζονος βαθμοῦ. Ἡ ἐν τῇ «Διαθήκη…» «Oratio constituendarum viduarum» ἔχει κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον εἰδολογικάς καὶ οὐσιαστικάς ὁμοιότητας τόσον πρὸς τὴν ἐν τῇ «Διαθήκῃ» προηγουμένην τάξιν τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου, ὅσον καὶ πρὸς τὰς ἐν τῷ Χειροτονικῶ τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» ὑπαρχούσας «τάξεις» τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου καὶ τῆς διακονίσσης, ἀλλὰ καθ’ ὕλην εἶναι κατὰ τί ἐκτενεστέρα τῆς ἐν τῷ Χειροτονικῶ τούτω «ἐπικλήσεως ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης», διότι μνημονεύει ἀορίστως πὼς καὶ πτυχάς τίνας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου τῆς χήρας-διακονίσσης. Ἔπειτα ἐνῶ ἐν τῇ κατὰ τὰς «Ἀποστολικάς Διαταγάς» «χειροτονία» τῆς διακονίσσης καὶ ἐν τῇ κατὰ τὴν «Διαθήκην» χειροτονία τοῦ διακόνου μνημονεύεται ἐπίθεσις τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου («ἐπιθήσεις αὐτὴ τὰς χείρας» – «episcopus solus ei manum imponit» – «oratio impositionis manus super diaconum»), ἀντιθέτως ἐν τῇ κατὰ τὴν αὐτὴν «Διαθήκην» τάξει τῆς καθιερώσεως τῆς χήρας-διακονίσσης οὐδεὶς γίνεται λόγος περὶ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν. Ὠσαύτως σημειωτέον, ὅτι ἐνῶ ἐν ταῖς «Ἀπ. Διαταγαῖς» ἁπλῶς ὁρίζεται, ὅπως ἡ εὐχὴ τῆς «χειροτονίας» τῆς διακονίσσης λέγηται «παρεστῶτος τοῦ πρεσβυτερίου καὶ τῶν διακόνων καὶ τῶν διακονισσῶν», ἐν τῇ «Διαθήκη» πρὸ τῆς εὐχῆς τῆς καθιερώσεως τῆς χήρας-διακονίσσης σημειοῦται, ὅτι «ipsa orante in ingressu altaris et deorsum adspiciente, dieat episcopus submisse, ut sacerdotes tamen audire possint» Ἐπίσης ἐν τῇ «Διαθήκη» σημειοῦται, ὅτι ὁ λαὸς λέγει «Ἀμὴν» μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς ταύτης.

2. Σὺν τῷ χρόνω προϊόντι, ἐπέζησεν ἐν τὴ Ἀνατολικῇ ἰδίως Ἐκκλησία μόνον ἡ πρώτη ἐκ τῶν δύο ἀνωτέρω παρατεθεισῶν διατάξεων(48), ἐνσωματωθεῖσα κατὰ τὰ κύρια αὐτῆς σημεῖα εἰς τὴν ἀπὸ τοῦ ς΄ μέχρι τοῦ η΄ αἰῶνος ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον διευρυνθεῖσαν καὶ διαμορφωθεῖσαν «τάξιν» ἢ «εὐχὴν» ἢ «ἀκολουθίαν» «ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης», περὶ ἧς λαμβάνομεν γνῶσιν ἐκ διαφόρων χειροτονικῶν, ἐμπεριεχομένων ἐκ κώδιξι καὶ χειρογράφοις εὐχολογίοις τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ἐκτενὴς καὶ ἀξία ἰδιαίτερα προσοχῆς «εὐχὴ ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης» ἀπαντᾶται ἐν τῷ κατὰ τὸν η΄ αἰώνα ἢ τὰς ἀρχὰς τοῦ θ΄ αἰῶνος γραφέντι Βαρβερινῶ Κώδικι (Κῶδιξ Β), ἐν τῷ ἀπὸ τοῦ θ΄ ἢ τῶν ἀρχῶν τοῦ ι΄ αἰῶνος καταγομένω Βησσαριανῶ κώδικι τῆς Κρυπτοφέρρης (κῶδιξ Κρυπτοφέρρης) καὶ ἐν τῷ κατὰ τὸν ι΄ αἰώνα γραφέντι ὑπ’ ἀριθ. 956 χειρογράφω τῆς Βιβλιοθήκης (τῆς μονῆς τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης) τοῦ ὅρους Σινᾶ. Τῆς «εὐχῆς» τοῦ τελευταίου κώδικος παραδιδομένηςἡμῖν ὑπὸ τοῦ Δμητριέβσκη(49), ἡ εὐχὴ τῶν δύο πρώτων κωδίκων εὑρίσκεται παρὰ τῷ Goar(50) καὶ ἄλλοις(51). «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης» ἀπαντᾶται ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ ὑπ’ ἀρ. 213 κώδικι τῶν Παρισίων (Coislinus), γραφέντι τὸ ἔτος 1027 καὶ ἐν τῷ ὑπ’ ἄρ. 149-104 (94) κώδικι τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ἀμφότεροι οἱ κώδικες οὗτοι παραδίδονται ἡμῖν ὑπὸ τοῦ Δμητριέβσκη(52).

Ἐπίσης ἐὰν μελετήσωμεν τὸν κατὰ τὸν ιβ΄- ιδ΄ αἰώνα γραφέντα ὑπ’ ἀρ. 692 κώδικα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Ἀθηνῶν καὶ λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τὰ εἰδολογικὰ καὶ τὰ καθ’ ὕλην ἐσωτερικὰ κριτήρια, ἤτοι τὰ κριτήρια γλώσσης, συντάξεως, περιεχομένου, διατάξεως τῆς ὕλης κ.λ., ἅτινα μαρτυροῦν ἄμεσον ἐν πολλοῖς συνάρτησιν τοῦ κώδικος τούτου μετὰ τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθέντος ὑπ’ ἀρ. 213 κώδικος τῶν Παρισίων, δημιουργηθεῖσαν εἴτε δι΄ ἀντιγραφῆς εἴτε διὰ χρήσεως κοινοῦ πρωτοτύπου, καταλήγομεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι καὶ ἡ ὑπ’ ἀρ. λ΄ «τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης», ἥν περιεῖχεν ἄλλοτε ἐν τῷ ἀπολεσθέντι τμήματι αὐτοῦ ὁ ἀθηναϊκὸς οὗτος κῶδιξ, ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ πίνακος τῶν περιεχομένων αὐτοῦ, συνέπιπτε πλήρως πρὸς τὴν ἐν τῷ ὑπ’ ἀρ. 213 κώδικι τῶν Παρισίων ὑπάρχουσαν. «Τάξιν ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης» περιγράφουν ὡσαύτως τὸ κατὰ τὸν ιδ΄ αἰώνα γραφὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Δμητριέβσκη δημοσιευθὲν ὑπ’ ἀρ. 163 εἰλητάριον τῆς μονῆς Ξενοφῶντος τοῦ ἁγ. Ὄρους(53) καὶ ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις(54).

Ἀξία προσοχῆς τυγχάνει καὶ ἡ νεστοριανὴ Ordo chirotoniae mulierum diaconissarum, ἥτις, εὑρεθεῖσα ἐν συριακῶ χειρογράφω γραφέντι περὶ τὰ μέσα τοῦ ις΄ αἰῶνος, ἐδημοσιεύθη ὑπὸ τῶν Assemani(55), Denzinger(56)καὶ ἄλλων(57).

Ἡ ἐν τῇ Δύσει διαμορφωθεῖσα Ordo ad diaconam faciendam παρατίθεται ἐν τῇ ἀπὸ τοῦ η΄ ἢ τοῦ θ΄ αἰῶνος προερχομένη καὶ ἀρχαιότερον ὑλικὸν περιλαμβανούση συλλογὴ «Ordo Romanus antiquus de divinis catholicae ecclesiae officiis et ministeriis per totius anni circulum». Ἡ συλλογὴ αὕτη, περιέχουσα καὶ τὸ καλούμενον Sacramentarium Gelasianum, ἐλήφθη ὑπὸ τοῦ M. Hittorp ἐκ μεσαιωνικῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ ἐν Κολωνία καθεδρικοῦ ναοῦ καὶ ἐξ ἄλλων ἰδιωτικῶν βιβλιοθηκῶν καὶ ἐδημοσιεύθη ὑπ’ αὐτοῦ ἐν τῷ ἔργω «De divinis officiis» (Koln 1568), σέλ. 1 – 160(58).

Ἐν τῷ ἐπομένω πίνακι ἀφ’ ἑνὸς κατατάσσονται κατὰ σχετικὴν χρονολογικὴν σειρὰν οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες κώδικες καὶ αἳ ἱστορικαὶ πηγαὶ καὶ ἀφ’ ἑτέρου σημειοῦνται αἳ κατωτέρω χρησιμοποιούμεναι βραχυγραφίαι αὐτῶν:

Πηγαὶ καὶ κώδικες, περιέχοντες τυπικὰ

Χειροτονίας διακονισσῶν.

Ὀνομασία / Ἀριθ. / Αἰὼν / Βραχυγραφία

Βαρβερινὸς κῶδιξ / — / Η’-Θ’ / Β

Βησσαριανὸς κῶδιξ (Κρυπτοφέρρης) / — / Θ’-Ι’ / Κ

Κῶδιξ Βιβλιοθήκης Σινᾶ / 956 / Ι’ / Σ

Κῶδιξ Παρισίων (Coislinus) / 213 / ΙΛ’ / Η

Ordo Romanus / — / Θ’-ΙΑ’ / Ο

Codex Engelbergensis / 54 / IB’ / E

Κῶδιξ Ἐθν. Βιβλιοθ. Ἀθηνῶν / 662 / ΙΒ’-ΙΔ’ / Ἄθ.

Ματθαῖος Βλάσταρις / — / ΙΓ’ / Βλ.

Εἰλητάριον Μ. Ξενοφῶντος Ἄγ. Ὅρους / 163 / ΙΔ’ / Ξ

Κῶδιξ Βιβλιοθ. Ἀλεξανδρ. 149-104 / (94) / ΙΔ’ / Ἄλ.

Συρ. Νεστοριανὸν χειρόγραφον / — / ΙΣΤ’ / Σύρ.

3. Τὰ ὑπὸ τῶν κωδίκων καὶ πηγῶν τούτων παραδιδόμενα τυπικὰ τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν ἔχουν ὡς ἑξῆς:

Α΄

«Εὐχὴ ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης».

(Κώδικες Β καὶ Κ – Εὐχολόγιον Coar κ.λ.π)[59].

 «Μετὰ τὸ γενέσθαι τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν καὶ ἀνοιγῆναι τὰς θύρας πρὶν ἢ εἰπεῖν τὸν διάκονον· Πάντων τῶν ἁγίων, προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι τῷ ἀρχιερεῖ καὶ ἐκφωνῶν τό, Ἡ θεία Χάρις, κλινούσης αὐτῆς τὴν κεφαλήν, ἐπιτίθησι τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ ποιῶν σταυροὺς τρεῖς ἐπεύχεται ταῦτα.

«Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διὰ τῆς ἐκ Παρθένου κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τὸ θήλυ· καὶ οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλὰ καὶ ταῖς γυναιξὶ δωρησάμενος τὴν χάριν καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην σου ταύτην· καὶ προσκάλεσαι αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον τῆς διακονίας σου, καὶ κατάπεμψον αὐτῇ τὴν πλουσίαν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· διαφύλαξον αὐτὴν ἐν τῇ ὀρθοδόξω Σου πίστει, ἐν ἀμέμπτω πολιτεία κατὰ τὸ Σοί εὐάρεστον τὴν ἑαυτῆς λειτουργίαν διὰ παντὸς ἐκπληροῦσαν. Ὅτι πρέπει Σοί… ἀμήν».

Καὶ μετὰ τὸ ἀμὴν ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχὴν οὕτως:

Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, καὶ εὐσταθείας τοῦ σύμπαντος κόσμου· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος), ἱερωσύνης, ἀντιλήψεως, διαμονῆς, εἰρήνης, ὑγιείας, σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὑπὲρ τῆς νῦν προχειριζομένης διακονίσσης τῆσδε καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῆς· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἄσπιλον καὶ ἀμώμητον αὐτῇ τὴν διακονίαν χαρίσηται· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὑπὲρ τοῦ εὐσεβεστάτου καὶ θεοφιλεστάτου βασιλέως ἡμῶν.

Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς.

Ἀντιλαβοῦ σῶσον.

Καὶ ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην τὴν εὐχὴν ὑπὸ τοῦ διακόνου, ἔχων ὁμοίως τὴν χείρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς χειροτονουμένης ὁ Ἐπίσκοπος, ἐπεύχεται οὕτως:

«Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτὰς καὶ βουληθείσας καθ’ ὅ προσῆκε λειτουργεῖν τοῖς ἁγίοις οἴκοις σου ἀποβαλλόμενος, ἀλλὰ ταύτας ἐν τάξει λειτουργῶν προσδεξάμενος· δώρησαι τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος καὶ τῇ δούλη σου ταύτη, βουληθείση ἀναθεῖναι Σοὶ ἑαυτήν, καὶ τὴν διακονίας ἀποπληρῶσαι χάριν, ὡς ἔδωκας χάριν τῆς διακονίας Σου Φοίβη, ἥν ἐκάλεσας εἰς ἔργον τῆς λειτουργίας· παράσχου δὲ αὐτῇ ὁ Θεός, ἀκατακρίτως προσκαρτερεῖν τοῖς ἁγίοις ναοῖς Σου, ἐπιμελεῖσθαι τῆς οἰκείας πολιτείας, σωφροσύνης δὲ μάλιστα, καὶ τελείαν ἀπόδειξον δούλην Σου· ἵνα καὶ αὐτή, παραστώσα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, ἄξιον τῆς ἀγαθῆς πολιτείας ἀπολήψηται τὸν μισθόν. Ἐλέει καὶ φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ οὗ εὐλογητὸς εἶ» καὶ τὰ ἑξῆς.

Καὶ μετὰ τὸ ἀμήν, περιτίθησι τῷ τραχήλω αὐτῆς ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέρων ἔμπροσθεν τὰς δύο ἀρχάς· καὶ τότε ὁ ἐν τῷ ἄμβωνι διάκονος λέγει: Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες καὶ τὰ λοιπά.

Μετὰ (δὲ) τὸ μεταλαβεῖν αὐτὴν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ ἁγίου αἵματος, ἐπιδίδωσιν αὐτ· ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸ ἅγιον ποτήριον· ὅπερ δεχομένη ἀποτίθεται τὴ ἁγία τραπέζη».

Β΄

«Εὐχὴ ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης»

(Κατὰ τὸν κώδικα Σ)[60].

«Μετὰ τὸ γενέσθαι τὴν ἀναφορὰν καὶ ἀνοιγῆναι τὰς θύρας προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι, καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ἐκφωνεῖ τὸ Ἡ θεία χάρις, κλινούσης αὐτῆς τὴν κεφαλὴν καὶ ἐπιτίθησι τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ ποιῶν σταυροὺς τρεῖς ἐπεύχεται. Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος καὶ παντοδύναμος… (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καὶ Κ).

Καὶ μετὰ τὸ Ἀμήν, ποιεῖ εἰς τῶν διακόνων εὐχὴν καὶ ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔχων τὴν χείρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, ἐπεύχεται οὔτως· Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτάς… (ὡς ἐν τοῖς κώδιξι Β καὶ Κ)».

Γ΄

«Τάξις ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης»

(Κατὰ τοὺς κώδικας Η καὶ Ἄθ.)[61].

«Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης, ἥτις ὀφείλει εἶναι μ΄ (= τεσσαράκοντα) χρόνων, παρθένος ἁγνὴ καί, κατὰ τὸ νῦν κρατοῦν, μονάζουσα μεγαλοσχήμων, κεκαρμένη τε κοσμίως, καὶ εἰς τοσοῦτον διὰ τῆς ἐπανθούσης αὐτῆς ἀρετῆς ἀνηγμένη εἰς ὕψος, ὡς ἀμιλλᾶσθαι κατὰ γε τοῦτο τοῖς ἀληθῶς ἀνδράσι, καντεῦθεν ἀξιοῦσθαι καὶ τῆς τοσαύτης τιμῆς. Τελεῖται τοίνυν καὶ ἐπὶ ταύτη πάντα, ὅσα καὶ ἐπὶ τοῖς διακόνοις ὀλίγων τινῶν γινομένων ἐνηλλαγμένως· προσάγεται γὰρ τὴ ἱερὰ τραπέζη μαφωρίω καλυπτομένη τὴν κάραν, οὐ τὰ ἀμφότερα ἄκρα ἔμπροσθεν ἀπηώρηται, καὶ μετὰ τὸ ρηθῦναι· Ἡ Θεία Χάρις, οὐ κλίνει γόνυ, καθάπερ ὁ διάκονος, ἀλλὰ μόνην τὴν κάραν, καὶ ὁ ἀρχιερεὺς σφραγίζων ταύτην τρὶς καὶ ἔχων ἐπικειμένην αὐτὴ τὴν χείρα εὔχεται οὕτως. Ὁ διάκονος: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὁ Θεός, ὁ ἅγιος καὶ παντοδύναμος… (ὡς ἐν τοῖς κώδωξι Β καὶ Κ).

Καὶ λεγομένων τῶν διακονικῶν, ἃ λέγεται καὶ ἐπὶ τοῖς διακόνοις, ὁ ἀρχιερεύς, ἔχων ὠσαύτως τῇ τῆς χειροτονουμένης κορυφῇ τὴν χείρα ἐπικειμένην, εὔχεται οὕτως:

Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτὰς καὶ βουληθείσας… (ὡς ἐν τοῖς κώδωξι Β καὶ Κ).

Καὶ μετὰ τὸ Ἀμὴν περιτίθησι τῷ τραχήλω ταύτης ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέρων εἰς τὸ ἔμπροσθεν τὰς δύο ἀρχάς, καὶ οὕτως ὁ ἐπὶ τοῦ ἄμβωνος διάκονος λέγει τὸ Πάντων ἁγίων μνημονεύσαντες. Κατὰ δὲ τὸν τῆς μεταλήψεως τῶν θείων μυστηρίων καιρόν, κοινωνεῖ μὲν τοῦ θείου σώματος καὶ αἵματος μετὰ τοὺς διακόνους, λαμβάνουσα δὲ τὸ ποτήριον ἐκ τῶν τοῦ ἀρχιερέως χειρῶν οὐδενὶ μεταδίδωσιν, ἀλλ’ εὐθὺς ἐπιτίθησιν αὐτὸ τὴ ἁγία τραπέζη. Ἐπληρώθη ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης».

Τάξις χειροτονίας διακονισσῶν.

(Κατὰ τὸν Βλ.)(62).

«Τὰ γε μὴ παλαιὰ τῶν βιβλίων, οἷς ἡ τῶν χειροτονιῶν ἁπασῶν ἀκριβῶς ἐγγέγραπται τελετὴ καὶ τὸν καθ’ ἡλικίαν ὁποῖον εἶναι δεῖ χρόνον ὑφηγεῖται τῆς διακόνου, ὅτι τεσσαρακοστός· καὶ τὸ σχῆμα, ὅτι μοναχικόν, καὶ τοῦτο τέλειον· καὶ τὸν βίον, ὅτι τῶν ἀνδρῶν ἁμιλλᾶσθαι χρῆ ταύτην τοῖς ἄκροις τὴν ἀρετήν· τελεῖσθαι δὲ καὶ ἐπ’ αὐτῇ, πλὴν ὀλίγων, ὅσα καὶ ἐπὶ τοῖς διακόνοις· τῇ γὰρ ἱερᾷ τραπέζη προσαγομένην μαφωρίω καλύπτεσθαι, τῶν ἄκρων τούτου ἔμπροσθεν ἀπηωρημένων καὶ μετὰ τὸ ρηθῆναι τὸ· Ἡ θεία Χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα, οὐδέτερον τῶν ποδῶν εἰς γόνυ κλίνειν, ἀλλὰ μόνην τὴν κεφαλήν· καὶ ἐπιτιθέντα ταύτη τὸν ἀρχιερέα τὴν χείρα, ἐπεύχεσθαι ἀμέμπτως αὐτὴν τὸ τῆς διακονίας ἔργον ἐπιτελέσαι, σωφροσύνην καὶ σεμνὴν πολιτείαν μετερχομένην, καὶ τοῖς ἁγίοις οὕτω ναοῖς προσκαρτερεῖν, οὐ μὴν καὶ τοῖς ἀχράντοις μυστηρίοις ὑπηρετεῖν ἐπιτρέπει, ἢ ριπίδιον ἐγχειρίζεσθαι, ὡς ἐπὶ τοῦ διακόνου· εἴτα τῷ τραχήλω ταύτης ὑπὸ τὸ μαφώριον ἐπιτιθέναι τὸν ἀρχιερέα τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέροντα εἰς τὰ ἔμπροσθεν τὰς δύο τούτου ἀρχάς. Ἐν δὲ τῷ καιρῶ τῆς μεταλήψεως, μετὰ τοὺς διακόνους τῶν θείων κοινωνεῖν αὐτὴν μυστηρίων· εἴτα λαμβάνουσαν τὸ ποτήριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἀρχιερέως μηδενὶ μεταδιδόναι, ἀλλ’ εὐθὺς ἐπιτιθέναι τοῦτο τῇ ἁγία τραπέζη».

«Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης»

(Κατὰ τὸν κώδικα Ἄλ.)(63).

Ἡ τάξις αὕτη εἶναι ἡ αὐτὴ πρὸς τὴν τῶν κωδίκων Η καὶ Ἄθ., διαφέρουσα ἐκείνης κατὰ τὸ ὅτι αὕτη ἔχει τὴν λέξιν «κεφαλὴν» ἀντὶ τῆς λέξεως «κάραν».

Χειροτονικὸν τοῦ Εἰληταρίου Ξ(64).

Ἐν τῷ Χειροτονικῶ τούτω, μετὰ τὴν «τάξιν ἐπὶ χειροτονία διακόνου», ὑπῆρχεν ἡ σημείωσις:

«Τὰ δὲ αὐτὰ καὶ ἐπὶ διακονίσσης ἄνευ τοῦ γονυκλιτῆσαι αὐτήν· ἐκείνη γὰρ μόνην τὴν κεφαλὴν κλίνει, καὶ μετὰ τὴν θείαν μετάληψιν λαμβάνουσα τὸ ἅγιον ποτήριον παρὰ τοῦ χειροτονήσαντος αὐτήν, οὐδενὶ μεταδίδωσιν ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ’ εὐθέως ἀποτίθεται αὐτὸ ἐν τῇ ἁγία τραπέζη».

Νεστοριανὴ Ordo mulierum diaconissarum.

(Κατὰ τὸ χειρόγραφον Συρ.) (65).

Jubente autem pontifice, in diaconicum introducitur tempore Sacramentorum, et offer team archidiaconus coram episcopo, iunctas manus habentem et caput inclinantem et adorantem usque ad medium lumborum suorum, non tamen genua flectentem; hoc enim indecorum est.

Κελεύσαντος τοῦ ἀρχιερέως, ὁδηγεῖται (ἡ χειροτονηθησομένη) εἰς τὸ Διακονικὸν κατὰ τὸν χρόνον (τῆς τελέσεως) τῶν μυστηρίων. Καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος προσάγει ταύτην ἐνώπιόν τοῦ ἀρχιερέως, ἔχουσαν ἡνωμένας τὰς χείρας καὶ κλίνουσαν τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ ἄνω μέρος τοῦ σώματος αὐτῆς, ἀλλὰ μὴ κάμπτουσαν τὰ γόνατα, διότι τοῦτο εἶναι ἀνάρμοστον.

Ἀκολουθοῦν αἳ δύο καθιερωτικαὶ εὐχαὶ τοῦ ἐπισκόπου, ὡς ἡ μὲν πρώτη ταυτίζεται πρὸς τὴν ἀντίστοιχον τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου, ἡ δὲ ἑτέρα ἔχει ὡς ἑξῆς:

Domine Deus, Fortis, Omnipotens, Tu, qui omnia verbo virtutis tuae fecisti (ἤ: qui fecisti omnia virtute verbi tui), iussuque tuo universa contines (ἤ: contines omnia, quae sunt), quae tuo nutu creasti (ἤ: quae nutus tuus creavit); qui partier in viris simul et mulieribus tibi complaces (ἤ: complacuisti), ut donum Spiritus Sancti illis dares; Tu, Domine, etiam nunc in misericordia tua (ἤ: per misericordiam tuam) elige pauperem hanc ancillam tuam (ἤ: ancillam hanc humilem) ad bonum opus diaconatus, et da ei, ut sine macula hoc magnum et sublime ministerium coram te perficiat et in omnibus virtutis operibus sine noxa custodiatur: utque muliebrem coetum erudiat, doceatque castimoniam, et opera justa et recta; mereaturque bonorum operum retributionem a te recipere

(Μετὰ τὴν εὐχὴ ταύτην) Imponit episcopus manum super caput eius… et recitat precationem secretam.

Ὢ Κύριε Θεέ, Ἰσχυρέ, Παντοδύναμε· Σύ, Ὅστις ἐποίησας τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεώς Σου (ἤ: τὴ δυνάμει τοῦ ρήματός Σου) καὶ συγκρατεῖς διὰ τοῦ κελεύσματός Σου τὰ σύμπαντα (πάντα τὰ ὑπάρχοντα), ἅτινα ἐδημιούργησας διὰ τοῦ νεύματός Σου (ἤ: ἅτινα τὸ νεῦμα Σου ἐδημιούργησε)· Σύ, Ὅστις εὐδοκεῖς (ἢ ηὐδόκησας) ἐξ ἴσου ἐν ἀνδράσι καὶ γυναιξίν, ἵνα παράσχης αὐτοῖς τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος· Σύ, ὢ Κύριε, καὶ νῦν ἐν τῇ εὐσπλαγχνία Σου (ἤ: ἕνεκα τῆς εὐσπλαγχνίας Σου) ἔκλεξον τὴν πτωχὴν (ἤ: ταπεινὴν) ταύτην δούλην Σου διὰ τὸ καλὸν ἔργον τῆς διακονίας καὶ δὸς αὐτῇ, ἵνα ἄνευ κηλίδος ἐκτελῆ ἐνώπιόν Σου τὴν μεγάλην καὶ ὑψηλὴν ταύτην διακονίαν καὶ ἵνα διαφυλάττηται ἄνευ βλάβης ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις τῆς ἀρετῆς, ἵνα ἐκπαιδεύη τὴν γυναικείαν τάξιν καὶ διδάσκη τὴν ἁγνείαν καὶ τὰ δίκαια καὶ ὀρθὰ ἔργα καὶ ἵνα οὕτως ἀξιωθῆ νὰ δεχθῆ ἐκ Σοῦ τὴν ἀνταπόδοσιν τῶν καλῶν ἔργων…

(Μετὰ τὴν εὐχὴ ταύτην) ὁ ἐπίσκοπος ἐπιτίθησι τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς… καὶ ἀπαγγέλλει μυστικὴν δέησιν.

Η’

Ἡ ἐν τὴ Δύσει διαμορφωθεῖσα Ordo ad diaconam faciendam.

(Κατὰ τὴν συλλογὴν Ὁ, τὸν κώδικα Ἐ κ.λ.)(66).

Episcopus, cum diaconam benedicit, orarium in collo eius point. Quando autem ad ecclesiam procedit, portat illud super collum suum, sic vero, ut summitas orarii ex utraque parte sub tunica sit. Item missa ad diaconam consecrandam.

Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος καθιεροῖ μίαν διακόνισσαν, τίθησιν εἰς τὸν τράχηλον αὐτῆς τὸ ὡράριον. Ὅταν δὲ αὕτη μεταβαίνη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, φέρει τοῦτο ἐπὶ τοῦ τραχήλου αὐτῆς, ἀλλὰ κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε ἀμφότερα τὰ ἄκρα τοῦ ὡραρίου εὑρίσκονται κατωθεν τοῦ χιτῶνος αὐτῆς. Κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον (γίνεται ἡ εἰδικὴ λειτουργία) διὰ τὴν καθιέρωσιν τῆς διακονίσσης.

Μετὰ τὰ ἀντίφωνα καὶ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Ψαλμῶν ἀκολουθεῖ ἡ προσευχή:

Deus, castitatis amator et continentiae conservator, supplicationem nostram benignus exaudi et hanc famulam tuam propitious intuere, ut quae pro timore tuo continentiae pudicitiam vovit, tuo auxilio conservet, et sexagesimum fructum continentiae… percipiat.

Ὤ, Θεέ, Σύ, Ὅστις ἀγαπᾶς τὴν ἁγνείαν καὶ διαφυλάττεις τὴν ἐγκράτειαν, εἰσάκουσον εὐμενῶς τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ ἐπιβλεψον εὐμενῶς ἐπὶ τὴν δούλην Σου ταύτην,ἵνα (αὕτη) δυνηθῆ διὰ τῆς σῆς βοηθείας νὰ ἐκπληρώση τὴν ὑπόσχεσιν τῆς ἐγκρατείας, ἥν ἔδωκεν ἐν τῷ πρὸς σὲ φόβω, καὶ λάβη τὸν ἐξηκονταπλάσιον καρπὸν τῆς ἐγκρατείας…

Εἴτα, μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς,

Prostrata illa ante altare, imponatur (= intonatur) litania. Qua finita dicat episcopus super illam hanc orationem: Exaudi, Domine, preces nostras, et super hanc famulam tuam spiritum tuae benedictionis emitte, ut caelesti munere ditata, et tuae gratiam posit maiestatis acquirere, et bene vivendi aliis exemplum praebere.

προσπεσούσης ἐκείνης πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου, γίνεται λιτανεία, μετὰ τὸ πέρας τῆς ὁποίας ὁ ἐπίσκοπος λέγει ἐπ’ αὐτὴν τὴν ἑξῆς προσευχήν:

Ἐπάκουσον, Κύριε, τῶν προσευχῶν ἡμῶν καὶ πέμψον ἐπὶ τὴν δούλην Σου ταύτην τὸ Πνεῦμα τῆς εὐλογίας Σου, ἵνα αὕτη, πλουτισθεῖσα διὰ τῆς οὐρανίας δωρεᾶς, δυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν χάριν τῆς θείας Σου μεγαλειότητος καὶ παράσχη πᾶσι τὸ παράδειγμα τοῦ καλῶς (= ὑποδειγματικῶς) ζῆν.

Ἀκολουθεῖ ἡ καθιέρωσις διὰ τῆς προσευχῆς:

Deus, qui Annam filiam Phanuelis… in sancta et intemerata viduitate servasti…, da… huic famulae tuae… sexagesimun fructum. Sit in ea cum misericordia districtio, cum humilitale largitas, cum libertate honestas, cum humanitate sobrietas. Opus tuum die ac nocte meditetur…

Tunc ponat episcopus orarium in collo eius, dicens: Stola iucunditatis induat te Dominus. Ipsa autem imponat velamen capiti suo palam omnibus de altari acceptum.

Ὢ Θεέ, Ὅστις τὴν Ἄνναν, θυγατέρα τοῦ Φανουήλ… διεφύλαξας ἐν ἁγία καὶ ἀμιάντω χηρεία…, δός… τῇ δούλη Σου ταύτη… ἐξηκονταπλάσιον καρπόν… Ἔστω ἐν αὐτῇ μετὰ τῆς εὐσπλαγχνίας ἡ αὐστηρότης, μετὰ τῆς ταπεινοφροσύνης ἡ μεγαλοδωρία (φιλοδωρία), μετὰ τῆς ἐλευθερίας ἡ ἐντιμότης, μετὰ τῆς ἀνθρωπιστικῆς διαθέσεως ἡ σωφροσύνη. Ἂς μελετᾶ (σκέπτεται) ἡμέρας καὶ νυκτὸς τὸ ἔργον Σου…

Τότε ὁ ἐπίσκοπος τίθησι τὸ ὡράριον εἰς τὸν τράχηλον αὐτῆς, λέγων:

Ὁ Κύριος ἐνδύει σὲ διὰ στολῆς εὐφροσύνης. Ἐκείνη δὲ τίθησι κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, λαμβανόμενον ἐκ τῆς Ἁγ. Τραπέζης.

Ἐν συνέχεια, ἀφοῦ χορηγηθῆ αὐτῇ ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου δακτύλιος πίστεως (annulum fidei)καὶ τεθῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἐξ ἀνθέων (torques), ἀναγιγνώσκεται ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή. Κατὰ τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ἡ καθιερωθεῖσα διακόνισσα κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ μετὰ ταῦτα λαμβάνει παρὰ τοῦ ἐπισκόπου τὴν εὐλογίαν τῆς εἰρήνης.

4. Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῶν Χειροτονικῶν τούτων ἀπὸ τῆς εἰδολογικῆς καὶ τῆς καθ’ ὕλην ἐπόψεως ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὰ κάτωθι πορίσματα:

Πᾶσαι αἳ ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαμορφωθεῖσαι διατάξεις περὶ τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν, καίτοι ἀπέχουσαι ἀπ’ ἀλλήλων οὐ μόνον τοπικῶς, ἀλλὰ καὶ χρονικῶς, συμφωνοῦν ἀπολύτως καθ’ ὕλην, διαφέρουσαι μόνον κατὰ τι γλωσσικῶς καὶ φραστικῶς.

Ἐνῶ εἰς τὰ Εὐχολόγια αἳ περιγραφόμεναι χειροθεσίαι τοῦ λεγομένου κατωτέρου κλήρου (ψάλτου, ἀναγνώστου, ὑποδιακόνου) τελοῦνται ἐκτός τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ οὐχὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης ἔχει ἀπόλυτον εἰδολογικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὰς χειροτονίας τῶν τάξεων τοῦ ἀνωτέρου κλήρου (ἐπισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου), διότι γίνεται ἐντός τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ ἔμπροσθέν τῆς ἁγίας Τραπέζης, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἁγίαν Ἀναφοράν, δηλαδὴ εὐθὺς μετὰ τὸν ἀσπασμὸν «Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη…». Ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης, ὡς καὶ ἡ τοῦ διακόνου, ἠδύνατο νὰ γίνη οὐ μόνον «ἐπὶ τελείας προσκομιδῆς», ἀλλὰ καὶ «ἐπὶ προηγιασμένων», μετὰ τὴν ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης ἀπόθεσιν τῶν τιμίων δώρων τῆς μεγάλης εἰσόδου(67).

Ἡ χειροτονηθησομένη διακόνισσα, κατὰ τὴν τελετὴν τῆς χειροτονίας, ἱσταμένη προφανῶς, ὡς καὶ ὁ χειροτονηθησόμενος διάκονος, ἐν τῷ σολέα, πρὸ τῶν ἁγίων θυρῶν, «μαφορίω» κεκαλυμμένη, προσήγετο εἰς τὴν ἁγίαν τράπεζαν, ἔνθα ὁ ἐπίσκοπος ἐχειροτόνει ταύτην δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, ἀπαγγέλλων οὐχὶ μίαν εὐχήν, ὡς κατὰ τὰς κατωτέρας χειροθεσίας, ἀλλὰ δύο εὐχάς, τοῦθ’ ὅπερ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀνωτέρων χειροτονιῶν. Ἀμφότεραι αἳ εὐχαὶ αὖται, ἀκολουθοῦσαι εἰς τὴν προεξαγγελλομένην ἐκφώνησιν: «Ἡ θεία Χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα…» καὶ εἰς τὴν ἐπισυναπτομένην σφράγισιν καὶ ἀπαγγελλόμεναι ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὰς χείρας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς χειροτονουμένης, καταλήγουν εἰς δοξολογίαν τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐκφώνησις «Ἡ θεία Χάρις ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα…», ἡ ὁποία ἀκούεται κατὰ τὴν χειροτονίαν τῆς διακονίσσης, ἀποτελεῖ γνώρισμα μόνον τῆς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν (ἐπισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου), καθ’ ὅσον ἡ ἐκφώνησις αὕτη οὐδέποτε ἀκούεται εἰς τὰς χειροθεσίας τῶν κατωτέρων κληρικῶν, οὐδὲ αὐτοῦ τοῦ ὑποδιακόνου. Ὠσαύτως εἶναι ἄξιον προσοχῆς, ὅτι εἰς τὰς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν ἐπεμβαίνει μετὰ τὴν πρώτην εὐχὴν λειτουργὸς ἔχων τὸν ἴδιον βαθμόν, πρὸς τὸν ὁποῖον προάγεται ὁ χειροτονούμενος (ἐπίσκοπος εἰς χειροτονίαν ἐπισκόπου, πρεσβύτερος εἰς χειροτονίαν πρεσβυτέρου καὶ διάκονος εἰς χειροτονίαν διακόνου), ὁ ὁποῖος ἀπαγγέλλει τὰ μεταξὺ τῶν δύο εὐχῶν παρεμβαλλόμενα εἰρηνικά. Κατὰ τὴν χειροτονίαν τῆς διακονίσσης τὰ εἰρηνικὰ ταῦτα ἀπαγγέλλονται ὑπὸ διακόνου. Τοιοῦτον τι οὐδέποτε γίνεται εἰς τὰς κατωτέρας χειροθεσίας, αἳ ὁποῖαι γίνονται ἐκτός τοῦ ἱεροῦ βήματος(68).

Ἐκ τούτων γίνεται φανερόν, ὅτι καὶ κατὰ τὴν χειροτονίαν τῆς διακονίσσης τελοῦνται σχεδὸν πάντα, ὅσα καὶ κατὰ τὴν χειροτονίαν τοῦ διακόνου. Ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης διαφέρει τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου εἰς ἐλάχιστα σημεῖα. Ἐνῶ ὁ χειροτονούμενος διάκονος στηρίζει τὸ μέτωπόν του εἰς τὴν ἁγίαν τράπεζαν καὶ κλίνει τὸ δεξιὸν γόνυ, ἡ διακόνισσα δὲν κλίνει γόνυ, ἀλλὰ παραμένει ὀρθία(69).

Ἡ χειροτονουμένη διακόνισσα περιεβάλλετο, ὡς καὶ ὁ διάκονος, τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέρουσα ὅμως τοῦτο «ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου», μετὰ τῶν δύο ἀρχῶν αὐτοῦ ἔμπροσθεν. Κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας Κοινωνίας ἡ διακόνισσα κοινωνεῖ, ὡς ὁ διάκονος, λαμβάνουσα τὸ ἅγιον ποτήριον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἀρχιερέως, ἀλλ’ «οὐδενὶ μεταδίδωσι» τὴν θείαν κοινωνίαν. Δι’ αὐτὸ «ἐπιτίθησιν αὐτὸ (τὸ ἅγιον ποτήριον) τὴ ἁγία τραπέζη».

Ἡ βυζαντινὴ χειροτονία διακονίσσης ἐπέδρασε σημαντικῶς τόσον εἰς τὴν «Ordo chirotoniae mulierum diaconissarum», ἡ ὁποία διεμορφώθη εἰς τοὺς Νεστοριανοὺς καὶ Μονοφυσίτας, ὅσον καὶ εἰς τὰ σχετικὰ δυτικὰ τυπικὰ (Ordo ad diaconissa, faciendam – Ordinatio abbatissae canonicam regulam profitentis). Εἰς τὴν Δύσιν ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν συνεδέετο μετ’ εἰδικῆς λειτουργίας (Missa ad diaconam faciendam). Κατὰ τὴν χειροτονίαν ταύτην, πλὴν τοῦ ὡραρίου, παρεδίδετο εἰς τὰς χειροτονουμένας δακτύλιος (annulus) καὶ στέφανος ἐξ ἀνθέων (torques)[70].

3. Κανονικὸς χαρακτὴρ καὶ κανονικαὶ συνέπειαι τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν.

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνειος τονίζει, «ὅτι μὲν διακονισσῶν τάγμα ἐστιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ οὐχὶ εἰς τὸ ἱερατεύειν(71)». Καὶ ἐνῶ ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων «κατεστάθησαν διαδοχαὶ ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων ἐν οἴκω Θεοῦ, οὐδαμοῦ γυνὴ ἐν τούτοις κατεστάθη. Ἦσαν δὲ τέσσαρες θυγατέρες Φιλίππω τῷ εὐαγγελιστῇ προφητεύουσαι, οὐ μὴν ἱερουργοῦσαι. Καὶ ἦν Ἄννα προφήτις θυγατὴρ Φανουήλ, ἀλλ’ οὒχ ἱερατείαν πεπιστευμένη(72)». «Εἰ ἱερατεύειν γυναῖκες Θεῶ προσετάσσοντο…, ἔδει μᾶλλον αὐτὴν τὴν Μαριὰμ ἱερατείαν ἐκτελέσαι ἐν Καινῇ Διαθήκη, τὴν καταξιωθεῖσαν ἐν κόλποις ἰδίοις ὑποδέξασθαι τὸν Παμβασιλέα Θεὸν ἐπουράνιον, Υἱὸν Θεοῦ… Ἀλλ’ οὐκ ηὐδόκησεν. Ἀλλ’ οὐδὲ βάπτισμα διδόναι πεπίστευται· ἐπεί ἠδύνατο ὁ Χριστὸς μᾶλλον παρ’ αὐτῆς βαπτισθῆναι ἦπερ παρὰ Ἰωάννου(73)». Ὁ αὐτὸς πατὴρ παρατηρεῖ, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ πράξις τοῦ παρελθόντος καὶ τῶν χρόνων αὐτοῦ ἀποκρούει τὴν ἱερουργικὴν ἱερωσύνην τῆς γυναικός: «Παρατηρητέον δὲ ὅτι ἄχρι διακονισσῶν μόνον τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἐπεδεήθη τάγμα, χήρας τε ὠνόμασε, καὶ τούτων τὰς ἔτι γραοτέρας πρεσβύτιδας, οὐδαμοῦ δὲ πρεσβυτερίδας ἢ ἱερίσσας προσέταξε(74)».

Εἰς τὰς «Ἀποστολικάς Διαταγάς» τονίζεται: «Περὶ δὲ τοῦ γυναίκας βαπτίζειν γνωρίζομεν ὑμῖν, ὅτι κίνδυνος οὐ μικρὸς ταῖς τοῦτο ἐπιχειρούσαις. Διό οὐ συμβουλεύομεν· ἐπισφαλὲς γάρ, μᾶλλον δὲ παράνομον καὶ ἀσεβές. Εἰ δὲ διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπετρέψαμεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύταις παρὰ φύσιν τὶς συγχωρήσει; Τοῦτο γὰρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τὸ ἁγνόημα… ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατάξεως(75)».

Ἀνεξαρτήτως τοῦ ζητήματος περὶ τοῦ πὼς ἀντιμετωπίζονται τὰ συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγ. Ἐπιφανείου ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων, οἱ ὁποῖοι δέχονται τὴν χειροτονίαν τῶν γυναικῶν εἰς τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου, πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι οὐδέποτε εἰς τὴν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπεκράτησεν ἡ ἀντίληψις διαφόρων κύκλων αἱρετικῶν (Γνωστικῶν, Μοντανιστῶν, Πρισκιλλιανῶν, Κολλυριδιανῶν κ.λπ.), κατὰ τὴν ὁποίαν αἳ γυναῖκες εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσουν ἱερουργικὰ ἱερατικὰ καθήκοντα, ἀνάλογα πρὸς τὰ τοῦ πρεσβυτέρου ἢ καὶ ἐπισκόπου. Ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς μέχρι σήμερον ἐπικρατεῖ ἐν τῇ Ἐκκλησία μόνιμος καὶ σταθερὰ παράδοσις(76).

Ταῦτα, ἐνῶ ἐξηγοῦν διατὶ τὸ γυναικεῖον διακονικὸν λειτούργημα οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ δημιουργήση δυνατότητα προαγωγῆς τῶν διακονισσῶν εἰς τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου, ὅμως οὐδόλως κατ’ ἀρχὴν καὶ κατ’ αἰτιώδη σχέσιν ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι αἳ διακόνισσαι δὲν ἀνῆκον εἰς τὸν κλῆρον καὶ ὅτι ἡ χειροτονία των δὲν εἶχε μυστηριακὸν χαρακτήρα ὅμοιον πρὸς τὸν χαρακτήρα τῆς χειροτονίας τοῦ διακόνου. Ἐν τοιοῦτον ἐσφαλμένον συμπέρασμα ἔχει προβληθῆ ὑπὸ μερικῶν Ὀρθοδόξων, ὡς λ.χ. ὑπὸ τοῦ Nicolae Chitescu καὶ ὑπὸ τοῦ George Khodre. Ὁ πρῶτος ἔγραψεν, ὅτι αἳ διακόνισσαι «erchielten nicht die Diakonenweihe. Sie empfingen nur eine Segnung(77)». Ὁ δεύτερος ἰσχυρίσθη, ὅτι «die Haundauflegung (wahrend der Diakonissenweihe) wird als einfache Segnung zu verstehen sein(78)».

Ὁ ἰσχυρισμὸς οὗτος στηρίζεται εἰς τὸ λογικὸν σφάλμα τῆς τῶν «ὅρων τετράδος» (quaternion terminorum). Τὸ σφάλμα τοῦτο συνίσταται εἰς τὸ ὅτι παρουσιάζομεν κατὰ τὸν συλλογισμὸν ὡς συμπέρασμα κρίσιν σχηματιζομένην ἐκ δύο προκειμένων κρίσεων, εἰς τὰς ὁποίας ὁ μέσος ὅρος δὲν εἶναι, ὡς θὰ ἔπρεπε, κοινός, ἀλλ’ ἔχει διάφορον σημασίαν εἰς ἑκατέραν ἐξ αὐτῶν. Τοιουτοτρόπως οἱ ἀρνούμενοι, ὅτι ἡ χειροτονία τῆς διακονίσσης εἶναι ὁμοία πρὸς τὴν τοῦ διακόνου, συνδέουν καὶ συναρτοῦν εἰς τὴν συλλογιστικὴν των πορείαν τὴν ἔννοιαν τῆς χειροτονίας καὶ τοῦ κληρικοῦ λειτουργήματος μόνον πρὸς τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου, οἱ ὁποῖοι τελοῦν μυστήρια καὶ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν.

Οἱ προβάλλοντες τὸν ἰσχυρισμὸν αὐτὸν λησμονοῦν, ὅτι ὄχι μόνον αἳ διακόνισσαι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ διάκονοι, ἂν καὶ ἀναμφισβητήτως κατὰ τὴν ὀρθόδοξον κανονικὴν παράδοσιν ἀνήκουν εἰς τὸν ἀνώτερον κλῆρον, δὲν ἔχουν ἱερωσύνην πρὸς τέλεσιν μυστηρίων, ἀλλ’ ἔχουν ἀναμφισβητήτως μυστηριακὴν διακονικὴν ἱερωσύνην, τοῦθ’ ὅπερ κυρίως ἀποτελεῖ τὴν εἰδοποιὸν διαφορὰν τοῦ διακονικοῦ βαθμοῦ. Τὸ ὅτι ἡ φράσις τοῦ ἁγίου Ἐπιφανείου «διακονισσῶν τάγμα ἐστιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ οὐχὶ εἰς τὸ ἱερατεύειν» οὐδὲν μαρτυρεῖ ἐναντίον τῆς κατατάξεως τῶν διακονισσῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν καὶ τὸ ὅτι ὁ Ἐπιφάνειος, χρησιμοποιῶν τὴν λέξιν «ἱερατεύειν», ὑπονοεῖ μόνον τὸ τελεῖν τὴν Θ. Εὐχαριστίαν καὶ τὰ λοιπὰ μυστήρια, ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ ἴδιος ἐκκλησιαστικὸς πατὴρ εἰς τὴν αὐτὴν παράγραφον ὑπομιμνήσκει, ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἀναμφισβητήτως εἰς τὸν ἀνώτερον κλῆρον ἀνήκοντες διάκονοι δὲν τελοῦν τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας: «Καὶ γὰρ οὔτε διάκονοι ἐν τὴ ἐκκλησιαστικὴ τάξει ἐπιστεύθησαν τί μυστήριον ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ μόνον διακονεῖν τὰ ἐπιτελούμενα(79)». Καὶ αἳ «Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ» τονίζουν: «Διάκονος οὐκ εὐλογεῖ, οὐ δίδωσιν εὐλογίαν, λαμβάνει δὲ παρὰ ἐπισκόπου καὶ πρεσβυτέρου· οὐ βαπτίζει, οὐ προσφέρει, τοῦ δὲ ἐπισκόπου προσενεγκόντος ἢ τοῦ πρεσβυτέρου, αὐτὸς ἐπιδίδωσι τῷ λαῶ, οὒχ ὡς ἱερεύς, ἀλλ’ ὡς διακονούμενος (= διακονῶν) ἱερεύσιν(80)». Καὶ ἡ «Διαθήκη» τονίζει, ὅτι ὁ διάκονος «non ad sacerdotium ordinatur, sed ad ministerium episcopi et ecclesiae(81)».

Ἡ μνημονευθεῖσα βυζαντινὴ τάξις τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν ἔχει, ὡς εἴπομεν, ὅλα τὰ εἰδολογικὰ γνωρίσματα τῆς τάξεως τῆς χειροτονίας τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν. Εἰς τὴν τάξιν τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν γίνεται μνεία τῆς θεραπευούσης τὰ ἀσθενῆ θείας Χάριτος καὶ ἀπευθύνεται ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου δέησις πρὸς τὸν Παντοδύναμον Θεόν, τὸν «οὐκ ἀνδρᾶσι μόνον, ἀλλὰ καὶ ταῖς γυναιξὶ δωρησάμενον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος», ἵνα καταπέμψη εἰς τὴν χειροτονουμένην τὴν «πλουσίαν δωρεὰν» τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἵνα προσδεχθῆ ταύτην «ἐν τάξει λειτουργῶν».

Κατὰ τὴν «Διδασκαλίαν» ἡ διακόνισσα κατέχει λίαν τιμητικὴν θέσιν εἰς τὰς τάξεις τοῦ κλήρου, διότι εἰς αὐτὴν τονίζεται ὅτι οἱ διάκονοι καὶ αἳ διακόνισσαι ἀνήκουν εἰς ἕν καὶ τὸ αὐτὸ λειτούργημα, τὸ ministerium diaconiae, καὶ εἶναι ὡς μία
ψυχὴ εἰς δύο σώματα(82). Ἡ διακόνισσα ἀναφέρεται μετὰ τῶν λοιπῶν τάξεων τοῦ ἀνωτέρου κλήρου, ἐφ’ ὅσον παραλληλίζονται ὑπὸ τῆς «Διδασκαλίας» ὁ ἐπίσκοπος πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ διάκονος πρὸς τὸν Χριστόν, ἡ διακόνισσα πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ οἱ πρεσβύτεροι πρὸς τοὺς ἀποστόλους: «Hic locum Dei sequens sicuti Deus honoretur a vobis. Diaconus autem in typum Christi adstat; ergo diligatur a vobis. Diaconissa vero in typum Sancti Spiritus honoretur a vobis. Presbyteri etiam in typum apostolorum spectentur a vobis…(83)». Καὶ εἰς τὰς «Ἀποστολικάς Διαταγάς», ὑπὸ τῶν ὁποίων ἐξετάζεται «εἰς τίνος τύπον καὶ ἀξίαν ἕκαστος τῶν ἐν τῷ κλήρω τέτακται παρὰ Θεοῦ(84)», ἐπαναλαμβάνονται τὰ ὑπὸ τῆς «Διδασκαλίας» λεγόμενα: «Οὗτος ὁ (ἐπίσκοπος) ὑμῶν ἐπίγειος Θεὸς μετὰ Θεόν, ὃς ὀφείλει τῆς παρ’ ὑμῶν τιμῆς ἀπολαύειν… Ὁ γὰρ ἐπίσκοπος προκαθεζέσθω ὑμῶν… Ὁ δὲ διάκονος τούτω παριστάσθω ὡς ὁ Χριστὸς τῷ Πατρὶ καὶ λειτουργείτω αὐτῶ ἐν πᾶσιν ἀμέμπτως, ὡς ὁ Χριστός, ἀφ’ ἑαυτοῦ ποιῶν οὐδέν, τὰ ἀρεστὰ ποιεῖ τῷ Πατρὶ πάντοτε. Ἡ δὲ διάκονος εἰς τύπον τοῦ ἁγ. Πνεύματος τετιμήσθω ὑμῖν, μηδὲν ἄνευ τοῦ διακόνου πράττουσα ἢ φθεγγομένη, ὡς οὐδὲ ὁ Παράκλητος ἀφ’ ἑαυτοῦ τί λαλεῖ ἢ ποιεῖ, ἀλλὰ δοξάζων τὸν Χριστόν, περιμένει τὸ Ἐκείνου θέλημα· καὶ ὡς οὐκ ἔστιν εἰς τὸν Χριστὸν πιστεῦσαι ἄνευ τῆς τοῦ Πνεύματος διδασκαλίας, οὕτως ἄνευ τῆς διακόνου μηδεμία προσίτω γυνὴ τῷ διακόνω ἢ τῷ ἐπισκόπω. Οἱ τε πρεσβύτεροι εἰς τύπον τῶν ἀποστόλων ὑμῖν νενομίσθωσαν, διδάσκαλοι ἔστωσαν θεογνωσίας…(85)».

Ἄλλη ἔνδειξις περὶ τῆς ἐν τῷ κλήρω κατατάξεως τῶν διακονισσῶν τυγχάνει τὸ γεγονός, ὅτι ἡ τάξις τῆς «χειροτονίας» αὐτῶν ἐν ταῖς «Ἀποστολικαῖς Διαταγαῖς» τάσσεται μετὰ τὴν τάξιν τῆς χειροτονίας τῶν διακόνων καὶ πρὸ τῆς τάξεως τῆς καθιερώσεως τοῦ ὑποδιακόνου. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ εἰς τὰ Βυζαντινὰ Εὐχολόγια.

Κατὰ τὴν «Διαθήκην τοῦ Κ. ἡ Ι.Χ.» αἱ χῆραι, αἱ ὁποῖαι ἔχουν διακονικὸν λειτούργημα, ἀνήκουν εἰς τὸν κλῆρον καὶ τάσσονται πάντοτε μετὰ τὸν ἐπίσκοπον, πρεσβύτερον καὶ διάκονον καὶ πρὸ τοῦ ὑποδιακόνου καὶ τοῦ ἀναγνώστου. Κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσφορᾶς αἱ χῆραι-διακόνισσαι ἔχουν, κατὰ τὴν «Διαθήκην», θέσιν ἐντός τοῦ θυσιαστηρίου, ἱστάμεναι μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ ἔχουσαι θέσιν ἀνάλογον πρὸς τὴν τῶν διακόνων, οἱ ὁποῖοι ἵστανται πρὸς τὰ δεξιά: «Primus in medio consistat episcopus, et post ipsum immediate sistant presbyteri hic et inde, et post presbyteros, qui sunt in parte sinistra, sequantur proxime viduae, post presbyteros, qui sunt in parte dextera, slent diaconi, et post hos lectores, et post lectores hypodiaconi…(86)». Κατὰ τὴν ὥραν τῆς Θείας Κοινωνίας αἱ διάκονοι-χῆραι κοινωνοῦν εὐθὺς μετὰ τοὺς διακόνους καὶ πρὸ τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τῶν ὑποδιακόνων: «Suscipiat prius clerus sequenti ordine: episcopus, dein presbyteri, postea diaconi, hine viduae, tunc lectores, tunc hypodiaconi…(87)».

Ὅτι αἱ κεχειροτονημέναι διακόνισσαι ἀνήκουν εἰς τὸν κλῆρον μαρτυρεῖται σαφέστατα καὶ ὑπὸ τῆς αὐτοκρατορικῆς νομοθεσίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ὁ Ἰουστινιάνειος κῶδιξ ποιεῖται περὶ αὐτῶν λόγον εἰς νομοθετικάς διατάξεις, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τὸν τίτλον «Περὶ ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν» (De episcopis et clericis)[88]. Ἡ 6η Ἰουστινιάνειος Νεαρὰ ἔχει τὸν χαρακτηριστικὸν καὶ λίαν ἀποκαλυπτικὸν τίτλον: «Περὶ τοῦ πὼς δεῖ χειροτονεῖσθαι τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους καὶ διακόνους ἄρρενας καὶ θηλείας (89)». Ἡ 3η Ἰουστινιάνειος Νεαρά, ἥτις φέρει τὴν ἐπιγραφὴν «Περὶ τοῦ ὡρισμένον εἶναι τὸν ἀριθμὸν τῶν κληρικῶν τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς πανευδαίμονος (πόλεως)[90]», ὁρίζει ὅτι ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγ. Σοφίας πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν 60 ἱερεῖς, 100 διακόνοι, 40 διακόνισσαι («διακόνους δὲ ἄρρενας ἑκατὸν καὶ τεσσαράκοντα θηλείας»), 90 ὑποδιάκονοι, 110 ἀναγνῶσται, 25 ψάλται. Ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν κληρικῶν τῆς ἁγίας Σοφίας ἀνέρχεται εἰς 425. Ἐκτὸς αὐτῶν ὑπηρετοῦν ἐν τῷ ναῷ τούτῳ 100 ὀστιάριοι(91).

Τὸ Σύνταγμα κανόνων τοῦ ἱεροῦ Φωτίου ἀναφέρει ὅτι καὶ Νεαρὰ τις τοῦ Ἡρακλείου (610-614) τάσσει τὰς διακονίσσας εἰς τὸν κλῆρον καὶ ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ἐν τὴ ἁγίᾳ Σοφίᾳ πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν 40 διακόνισσαι(92).

Εἰς Ἱεροσολυμιτικὰ δίπτυχα τῆς λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ἀναγόμενα εἰς τὸν 12ον αἰώνα, μνημονεύονται δὶς διακόνισσαι μεταξὺ διακόνων καὶ ὑποδιακόνων:

«Ἔτι ὑπὲρ πρεσβυτέρων, διακόνων, διακονισσῶν, ὑποδιακόνων, ἀναγνωστῶν, ἑρμηνευτῶν, ἐπορκιστῶν, ψαλτῶν, μοναζόντων». (Ἐπαναλαμβάνεται ἄλλην μίαν φορὰν)[93].

Πᾶσα διακόνισσα, ὑπαγομένη ἀμέσως ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον, ἐθεωρεῖτο ὡς ἐντεταλμένη αὐτοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ζωὴ τῶν διακονισσῶν ἦτο ἀνάλογος πρὸς τὴν τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν. Ἐκαλοῦντο «κανονικαί», διότι ἀκριβῶς ἀνῆκον εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν «κανόνα», δηλ. εἰς τὸν κατάλογον τῶν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας διατρεφομένων κληρικῶν (94). Διά τοῦτο, ὡς μαρτυροῦν αἱ «Ἀποστολικαὶ Διαταγαί», ἐλάμβανον καὶ τὸ ἀνάλογον μέρος ἐκ τῶν «περισσευουσῶν εὐλογιῶν», αἱ ὁποῖαι προωρίζοντο διὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς λειτουργοὺς (95).

Ἐπειδὴ ἡ διακόνισσα διὰ τῆς χειροτονίας αὐτῆς καθιεροῦται εἰς τὸν Θεόν, πρέπει νὰ τηρῆ κατὰ τὴν 6ην Ἰουστινιάνειον Νεαρὰν «τὸ ὀφειλόμενον τῇ ἱερωσύνη (96)» καὶ νὰ μένη ἀπολύτως ἁγνή. Εἰς περίπτωσιν γάμου αὐτῆς ἢ ἄλλης ἠθικῆς παρεκτροπῆς αἱ ποιναί, αἱ ὁποῖαι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας ἐπεβάλλοντο εἰς τὰς διακονίσσας καὶ τοὺς συνενόχους αὐτῶν, ἦσαν αὐστηρόταται. Κατὰ τὸν ιε΄ κανόνα τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμ. Συνόδου, ἡ διακόνισσα, «εἰ δεξαμένη τὴν χειροθεσίαν καὶ χρόνον τινα παραμείνασα τῇ λειτουργία ἑαυτὴν ἐπιδῶ γάμω, ὑβρίσασα τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἡ τοιαύτη ἀναθεματιζέσθω μετὰ τοῦ αὐτῇ συναφθέντος (97)». Ὁ 44ος κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου τονίζει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «Ἡμεῖς οὖν τῆς διακόνου τὸ σῶμα, ὡς καθιερωμένον, οὐκ ἔτι ἐπιτρέπομεν ἐν χρήσει εἶναι σαρκικῇ (98)». Ἡ Ἰουστινιάνειος νομοθεσία ὑπῆρξεν ἔτι αὐστηροτέρα, διότι ἐμιμήθη τὴν ἀρχαίαν ρωμαϊκὴν νομοθεσίαν περὶ Ἑστιάδων, ἡ ὁποία ἐπέβαλλε τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου εἰς τὰς ἐξ αὐτῶν παραβαινούσας τὴν ὑπόσχεσιν τῆς ἁγνότητος (99). Ἀλλὰ σὺν τῷ χρόνω ἡ αὐστηρὰ πολιτικὴ νομοθεσία ἐγκατελείφθη καὶ ἐλησμονήθη. Αἱ παρεκτρεπόμεναι διακόνισσαι ἐκρίνοντο ἐπιεικέστερον καὶ ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον. Ἡ 32α Νεαρὰ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ ὁρίζει, ὅτι «οἱ… ταῖς διακονίσσαις ἐνασελγαίνοντες, ὡς τὴν νύμφην Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ἐνυβρίζοντες, ρινοκοπείσθωσαν αὐτοὶ τε καὶ (ἐκεῖναι) αἷς οὗτοι συνεφθάρησαν(100)».

Αἱ διακόνισσαι ἀπέλαυον μεγάλης ἐκτιμήσεως καὶ προσεφωνοῦντο κατὰ τὰς περιστάσεις ὡς «δέσποιναι», «αἰδεσιμώταται», «θεοφιλέσταται», «τιμιώταται», «εὐλαβέσταται». Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὰς διακονίσσας ἀποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι πλεῖσται ἐπιτύμβιοι ἐπιγραφαὶ καὶ ἐνίοτε καὶ ναοὶ ἀφιεροῦντο εἰς διακονίσσας. Ἡ Ἱστορία διέσωσε πολλὰ σχετικῶς ὀνόματα διακονισσῶν(101).

4. Οἱ τομεῖς τῆς ἐργασίας τῶν διακονισσῶν(102).

α’) Εἰς τῶν σπουδαιοτέρων τομέων τῆς ἐργασίας τῶν διακονισσῶν ἦτο ἡ ἄσκησις τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Αὗται ἦσαν οἱ ἄγγελοι τοῦ ἐλέους καὶ αἱ ἐπισκέπτριαι ἀδελφαὶ τῶν ἀσθενῶν, θλιβομένων καὶ ἐνδεῶν γυναικῶν. Διενήργουν τὴν φιλοξενίαν τῶν γυναικῶν. Τὸ φιλανθρωπικὸν των ἔργον ἠσκεῖτο ἐν συνεργασία πάντοτε μετὰ τοῦ ἐπισκόπου, τὸν ὁποῖον αὗται ἀντιπροσώπευον εἰς τὰς τάξεις τοῦ γυναικείου φύλου. Αἱ Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ παραγγέλλουν εἰς τοὺς διακόνους καὶ τὰς διακονίσσας τὰ ἑξῆς: «Χρῆ οὖν ὑμᾶς ἐπισκέπτεσθαι πάντας τοὺς δεομένους ἐπισκέψεως· καὶ περὶ τῶν θλιβομένων ἀναγγέλλετε τῷ ἐπισκόπω ὑμῶν· ψυχὴ γὰρ αὐτοῦ καὶ αἴσθησις εἶναι ὀφείλετε· εὔσκυλτοι καὶ εὐήκοοι εἰς πάντα ὄντες αὐτῷ, ὡς ἐπισκόπω ὑμῶν καὶ πατρὶ καὶ διδασκάλω(103)».

β) Σπουδαῖος τομεὺς τῆς ἐργασίας τῶν διακονισσῶν ἦτο ἡ ἐν τῷ γυναικείω κόσμω ἱεραποστολική, κατηχητικὴ καὶ διδακτικὴ ἐργασία. Αὗται ἀφ’ ἑνὸς προσείλκυον πολλάς ἐκ τῶν ἐθνικῶν γυναικῶν εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν, ἀφ’ ἑτέρου διενήργουν τὴν κατήχησιν τῶν θηλείων κατηχουμένων, διδάσκουσαι εἰς αὐτάς τὰς ἀληθείας τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, τὸν τρόπον τῆς ἀποκρίσεως εἰς τὰς ἐρωτήσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ βαπτίσματος, ὡς καὶ τοὺς κανόνας τῆς πρὸ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς μετ’ αὐτὸ χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς, καὶ ἐκ τρίτου ἐδίδασκον καὶ ἐνουθέτουν πολλάκις τὰς βεβαπτισμένας γυναίκας εἴτε καθ’ ὁμάδας εἴτε ἀτομικῶς ἐπὶ ζητημάτων, ἀναφερομένων ὁτὲ μὲν εἰς τὴν ἀτομικὴν ἢ οἰκογενειακὴν ἢ κοινωνικὴν ζωὴν τῆς γυναικός, ὁτὲ δὲ εἰς τὰ καθήκοντα μίας ἀφιερωμένης εἰς τὸν Θεὸν γυναικός. Ὡσαύτως αἱ διακόνισσαι ἀνελάμβανον τὴν ἐκπαίδευσιν τῶν ὀρφανῶν καὶ ἐνίοτε τὴν διδασκαλίαν καὶ κατήχησιν καὶ ἀρρένων παιδίων καὶ νέων(104).

γ’) Αἱ διακόνισσαι εἰς πάσας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς ἀπετέλουν τὸν συνδετικὸν κρίκον μεταξὺ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν χριστιανῶν γυναικῶν, ὁδηγοῦσαι ταύτας πρὸς ἐκείνους. «Ἄνευ τῆς διακόνου, -ὁρίζουν αἱ Ἀποστ. Διαταγαὶ-, μηδεμία προσίτω γυνὴ τῷ διακόνω ἢ τῷ ἐπισκόπω(105)». Αἱ διακόνισσαι μετέφερον τὰς παραγγελίας τοῦ ἐπισκόπου πρὸς τὰς χριστιανάς γυναίκας, πρὸς τὰς ὁποίας δὲν ἠδύνατο νὰ σταλῆ ὁ διάκονος διὰ λόγους εὐπρεπείας ἢ πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν ἐθνικῶν. Αἱ «Ἀποστολικαὶ Διαταγαί», ἐπαναλαμβάνουσαι σχετικὴν διάταξιν τῆς «Διδασκαλίας», παραγγέλλουν: «Ὢ ἐπίσκοπε,… ἔστι γάρ, ὁπόταν ἐν τισιν οἰκίαις ἄνδρα διάκονον ἐν γυναιξὶν οὐ δύνασαι πέμπειν διὰ τοὺς ἀπίστους, ἀποστελεῖς οὖν γυναίκα διάκονον, διὰ τὰς τῶν φαύλων διανοίας(106)».

δ) Κύριον καθῆκον τῶν διακονισσῶν ἦτο ἡ γενικὴ ἐπίβλεψις τῶν χριστιανῶν γυναικῶν, ἡ ὁποία ἠσκεῖτο οὐ μόνον ἐν τῷ ναῷ, ἀλλὰ καὶ ἐκτός του ναοῦ, ὅποτε συνεδυάζετο μὲ τὴν ἐφαρμογὴν τῆς ἐξατομικεύσεως τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου δι’ ἐπισκέψεων κατ’ οἶκον. Ἐνίοτε αἱ διακόνισσαι ἐγίνοντο «ἀνάδοχοι» ἢ πνευματικαὶ «μητέρες» (matres spiritales) τῶν βαπτιζομένων γυναικῶν. Αἱ διακόνισσαι εἶχον ἐπίσης τὴν ἐπίβλεψιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν παρθένων καὶ «ἐκκλησιαστικῶν χηρῶν». Ἐξέχουσαι διακόνισσαι διηύθυνον «οἴκους παρθένων» ἢ «παρθενώνας», ὡς καὶ τοὺς «οἴκους τῶν διακονισσῶν», οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχον πλησίον τῶν μεγάλων ναῶν(107).

ε) Πλεῖσται διακόνισσαι ἤσκουν τὰ καθήκοντά των εἰς τὰ μοναστήρια. Συχνάκις μεγαλοσχήμονες μοναχαὶ ἢ ἡγούμεναι ἐχειροτονοῦντο διακόνισσαι. Καὶ ἀντιστρόφως διακόνισσαι ἐγίνοντο ἡγούμεναι. Ἡ ἁγία Ὀλυμπιὰς λ.χ. ἦτο ἡγουμένη τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει –παρὰ τὸν ναὸν τῆς ἁγίας Σοφίας– ἱδρυθέντος ὑπ’ αὐτῆς μοναστηρίου (108). Καὶ εἰς τὴν Δύσιν εἶναι συχνὴ ἡ μνεία τῆς διακονίσσης-ἡγουμένης (diacona-abbatissa ἢ diaconissa-abbatissa)[109].

στ) Κατὰ τὴν ὥραν τῆς λατρείας αἱ διακόνισσαι ἐπώπτευον τὰς ἐκκλησιαζομένας γυναίκας, ἔδιδον τὸ σύνθημα τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικῶν εἰς τὸ ἐν τῇ Ἐκκλησία «ὑποψάλλειν» τοῦ ἐκκλησιάσματος καὶ εἰς τὸ «φίλημα τῆς εἰρήνης (110)». Ἐπίσης ἀναμφιβόλως εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα. Κατὰ τὸν Γρηγόριον Νύσσης, ἡ Μακρίνα «ταῖς μυστικαῖς ὑπηρεσίαις τὰς χείρας ἑαυτῆς ἔχρισενω(111)». Ἡ «Διαθήκη» μαρτυρεῖ, ὅτι κατὰ τὴν προσκομιδὴν αἱ διακονικὸν ἀξίωμα ἔχουσαι χῆραι ἵσταντο ἐν τῷ ἱερῷ βήματι πρὸς τὰ ἀριστερά τοῦ ἐπισκόπου μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους (112). Κατὰ τὴν 6ην Ἰουστινιάνειον Νεαρὰ ἐπετρέπετο εἰς τὰς διακονίσσας «τοῖς τε προσκυνητοῖς ὑπηρετεῖσθαι βαπτίσμασι, τοῖς τε ἄλλοις παρεῖναι τοῖς ἀπορρήτοις, ἄπερ ἐν τοῖς σεβασμιωτάτοις μυστηρίοις δι’ αὐτῶν εἴωθε πράττεσθαι (113)». Κατὰ τὸν Ματθαῖον Βλάσταριν, ἐπετρέπετο εἰς τὰς διακονίσσας οὐ μόνον ἡ εἴσοδος εἰ τὸ ἱερὸν θυσιαστήριον, ἀλλὰ καὶ τὸ «τὰ τῶν διακόνων ἀνδρῶν παραπλησίως μετιέναι (114)». Παρὰ ταῦτα, αἱ μαρτυρίαι αὗται δεικνύουσαι ἁπλῶς, ὅτι ἡ τάξις τῶν διακονισσῶν, εἶχε πολλὰ δικαιώματα, οὐδόλως δύνανται νὰ στηρίξουν ἐνδεχομένην ὑπόθεσιν, ὅτι αἱ διακόνισσαι, ὡς οἱ διάκονοι, διηκόνουν ἐνεργῶς παρὰ τῷ ἱερῷ θυσιαστηρίω κατὰ τὴν τελεσιουργίαν τῆς ἀναιμάκτου θυσίας. Διά τοῦτο ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις λέγει πάλιν σχετικῶς: «Γυναίκα δὲ τῆς ἱερᾶς καὶ ἀναιμάκτου γίνεσθαι θυσίας διάκονον οὐ μοὶ δοκεῖ τὸ πιθανὸν ἔχειν (115)». Εἰς τὰ μοναστήρια φαίνεται ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ ἀναγινώσκουν ἀποστολικάς καὶ εὐαγγελικάς περικοπάς, παρακλήσεις κ.τ.τ.

ζ) Σημαντικὴ ἦτο ἡ ὑπηρεσία τῶν διακονισσῶν κατὰ τὴν τελεσιουργίαν τοῦ βαπτίσματος. Κατὰ τὰς «Ἀποστολ. Διαταγάς», ἡ διακόνισσα βοηθεῖ «τοῖς πρεσβυτέροις ἐν τῷ βαπτίζεσθαι τὰς γυναίκας διὰ τὸ εὐπρεπὲς (116)». Ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς ἐν τῇ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν εἶχεν ἐπικρατήσει ὁ νηπιοβαπτισμὸς καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὴν βάπτισιν τῶν ἐνηλίκων τὸ σῶμα κατεδύετο εἰ τὸ ὕδωρ εἰς κατάστασιν γυμνότητος, διὰ τοῦτο ἡ παρουσία τῶν διακονισσῶν κατὰ τὸ βάπτισμα τῶν γυναικῶν ἦτο ἀναγκαία, ἵνα τελεσιουργῆται τὸ ἱερὸ μυστήριον μετὰ πάσης εὐπρεπείας καὶ κοσμιότητος καὶ ἵνα ἀποφεύγεται ὁ σκανδαλισμὸς τῶν συνειδήσεων οὐ μόνον τῶν ἐθνικῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν τελούντων τὸ βάπτισμα κληρικῶν. Κατὰ τὸν Ἐπιφάνειον, τὸ τάγμα τῶν διακονισσῶν εἶναι ἀπαραίτητον «ἕνεκεν σεμνότητος τοῦ γυναικείου γένους καὶ ὅτε γυμνωθείη σῶμα γυναίου, ἵνα μὴ ὑπὸ ἀνδρῶν ἱερουργούντων θεαθείη, ἀλλὰ ὑπὸ τῆς διακονίσσης…(117)». Ὡς ἔλεγεν ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις, αἱ διακόνισσαι «ταῖς βαπτιζομέναις τῶν γυναικῶν ὑπηρέτουν, ἀνδρῶν ὀφθαλμῶν οὐ θεμιτὸν ὅν, γυμνουμένας ταύτας ὁράσθαι, ὑπεράκμους ἤδη βαπτιζομένας (118)»

Ἡ διακόνισσα ἐβοήθει πρὸ πάντων εἰς τὴν ἔνδυσιν καὶ ἔκδυσιν τῶν βαπτιζομένων γυναικῶν καὶ διενήργει τὴν διὰ τοῦ ἐπορκιστοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ἁγίου μύρου ἐπίχρισιν τοῦ σώματος τῆς βαπτιζομένης, τοῦ λειτουργοῦ χρίοντος μόνον τὸ μέτωπον αὐτῆς (119). Μετὰ τὴν ἐν τῷ ὕδατι τριττὴν κατάδυσιν «τὸν μὲν ἄνδρα ὑποδεχέσθω, ὁ διάκονος, ὅπως σεμνοπρεπῶς ἡ μετάδοσις τῆς ἀθραύστου σφραγίδος γένηται (120)».

η) Ἕτερος τομεὺς τῆς τελετουργικῆς ἐργασίας τῶν διακονισσῶν ἦτο ἡ μεταφορὰ καὶ μετάδοσις τῆς θείας Κοινωνίας εἰς τὰς ἀσθενεῖς γυναίκας, αἱ ὁποῖαι δὲν ἠδύναντο νὰ μεταβοῦν εἰς τὸν ναὸν (121).

θ) Αἱ διακόνισσαι φαίνεται ὅτι ἐλάμβανον ἐνεργὸν μέρος εἰς τὸ «σαβάνωμα», τὴν διακόσμησιν, τὴν κηδείαν καὶ τὸν ἐνταφιασμὸν τῶν νεκρῶν χριστιανῶν γυναικῶν(122).

ι) Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται προφανές, ὅτι ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν καθίστα ταύτας ἱκανάς, ὅπως συμμετέχουν εἰς τὸ παρὰ τῷ γυναικείω ἰδίως κόσμω ἔργον τῆς ἐξωτερικῆς καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ διακόνισσαι, ἐκπροσωποῦσαι εἰς τὴν διακονικὴν αὐτῶν ἐργασίαν τὸν ἐπίσκοπον, ἦσαν σπουδαιότατα ὄργανα τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, ὑποβοηθοῦσαι τὸν συνδυασμὸν τῆς ἐξατομικεύσεως καὶ τῆς συγκεντρώσεως τοῦ καθ’ ὅλου ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Ἡ γυναικεία διακονία, ἀφορῶσα πρὸ πάντων εἰς τὰς γυναίκας, δὲν ἀπέκλειε καὶ τὰς πρὸς ἄρρενας ὑπηρεσίας, ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ Κύριος εἶχε διακονηθῆ ὑπὸ γυναικῶν.

Ἐκτὸς τῶν μνημονευθεισῶν πτυχῶν καὶ ἐκφάνσεων τῆς γυναικείας διακονίας, αἱ ὁποῖαι μόνον ἐν μέρει ἐταυτίζοντο πρὸς τοὺς τομεῖς τῆς ἐργασίας τοῦ διακόνου, πιθανώτατα θὰ ὑπῆρχον καὶ ἄλλαι ἐκδηλώσεις αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἄγνωστοι εἰς ἡμᾶς. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Σωτήρα, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἐλατήριον τῆς δράσεως τῶν διακονισσῶν, ἀσφαλῶς θὰ ὠδήγει ταύτας εἰς τὴν ἐξεύρεσιν νέων τρόπων ἐκφράσεως καὶ ἀκτινοβολίας.

5. Συμπεράσματα – Δεοντολογικαὶ σκέψεις.

Τὰ ἐν τοῖς πρόσθεν λεχθέντα ὁδηγοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν ἦτο μοναδικὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶδος χειροτονίας γυναικῶν, διὰ τῆς ὁποίας ἐδημιουργεῖτο ὁ μοναδικὸς βαθμὸς τοῦ γυνακείου κλήρου καὶ ἡ μοναδικὴ τάξις αὐτοῦ, δηλαδὴ ὁ βαθμὸς καὶ ἡ τάξις τῶν διακονισσῶν. Ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν, παρὰ τὰς λειτουργικᾶς αὐτῆς ὁμοιότητας πρὸς τὴν χειροτονίαν τοῦ διακόνου, εἶχεν –ἐν συγκρίσει πρὸς ταύτην– ἰδιότυπον πὼς (sui generis) χαρακτήρα, διότι δὲν ἐσήμαινε προαγωγὴν τῶν χειροτονουμένων ἐκ τυχὸν κατωτέρων βαθμῶν (λ.χ. ὑποδιακόνου), οὔτε παρεῖχεν εἰς αὐτάς δικαιώματα δι’ ἄνοδον εἰς τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ ἐπισκόπου. Αἱ διακόνισσαι δὲν ἠδύναντο νὰ διεκδικήσουν πρεσβυτερικὰ ἢ ἐπισκοπικὰ καθήκοντα.

Αἱ διακόνισσαι, ὑπερέχουσαι τοῦ κατωτέρου κλήρου, ὁσάκις συναριθμοῦνται μετὰ τῶν ἀνδρῶν κληρικῶν, κατὰ κανόνα κατατάσσονται ἀορίστως μεταξὺ διακόνων καὶ ὑποδιακόνων, ἱστάμεναι ὑπὸ τοὺς διακόνους ἢ μετὰ τῶν διακόνων.

Ἀναβίωσις τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, ὡς ἐλέχθη ἀνωτέρω, ὑπάρχει σήμερον ὑπὸ νέαν μορφὴν εἰς προτεσταντικάς ἐκκλησίας, εἰς τοὺς Ἀγγλικανούς, εἰς τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ εἰς Ἀνατολικάς ἐκκλησίας.

Ἡ ἀναζωπύρησις καὶ ἀναδιοργάνωσις τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν ἐν τῇ καθ’ ὅλου Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία οὐδόλως δύναται νὰ προσκόψη εἰς κανονικάς δυσχερείας, διότι ὁ θεσμὸς οὗτος ὑφίσταται δυνάμει μέχρι σήμερον, ἀναγνωριζόμενος ὑπὸ τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μὴ καταργηθείς ὑπὸ μεταγενεστέρας αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποφάσεως. Δείγματα χειροτονίας διακονισσῶν ὑπάρχουν ἄλλως τε μέχρι τῆς σήμερον εἰς ἑλληνικὰ μοναστήρια. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἐχειροτόνησε διακονίσσας, ἠκολούθησαν καὶ σημερινοὶ Ἱεράρχαι. Εἰς τὸν αἰῶνα μας γενικῶς διαπιστοῦται ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἡ νοσταλγία πρὸς ἀναζωπύρησιν τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν. Τοιαύτη νοσταλγία ἐξεδηλώθη λ.χ. τῷ 1906 εἰς προσυνοδικάς ἐπιτροπάς τῆς πανρωσικῆς συνόδου καὶ ἐν Ἑλλάδι διὰ τῆς ἱδρύσεως –ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος– τῆς «Σχολῆς διακονισσῶν», ἡ ὁποία, ὡς μὴ ὤφελε, περιῆλθεν εἰς τὸ Κράτος καὶ ἐξειλίχθη εἰς ἁπλὴν Σχολὴν κοινωνικῶν λειτουργῶν. Ὡς προπαρασκευαστικὴ διὰ τὴν «Σχολὴν διακονισσῶν» ἦτο ἡ κατὰ τὰ ἀκαδημαϊκὰ ἔτη 1951-1952 καὶ 1952-1953 γενομένη ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις Ι. Ναῶ Χρυσοσπηλαιωτίσσης σειρὰ μαθημάτων γυναικείας διακονίας, τὴν ὁποίαν διωργάνωσεν ἡ «Ἀποστολικὴ Διακονία» διὰ τὰς φοιτητρίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ δι’ ἄλλας νεάνιδας, ἐχούσας ἱεραποστολικὰ ἰδεώδη. Εἰς τὴν Σχολὴν ταύτην, ἥτις ἐλειτούργει ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τοῦ ἀειμνήστου τότε ἀρχιμ. καὶ μετέπειτα Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, πρῶτοι διδάξαντες ὑπῆρξαν οἱ θεολόγοι Χαρίκλεια καὶ Εὐάγγελος Θεοδώρου.

Τὴν 21ην Μαΐου 1952 αἱ σπουδάστριαι τῆς Σχολῆς, κατὰ τὴν διάρκειαν ἡμερησίας ἐκδρομῆς των εἰς τὴν Ι. Μονὴν Φανερωμένης Σαλαμίνος, ὁμοφώνως ἀπεφάσισαν τὴν σύστασιν «Συνδέσμου φίλων τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν». Ἡ «Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», πρὸς προώθησιν τῆς ἰδέας τῆς ἀναζωπυρήσεως τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ, ἤδη τὸ 1949 εἶχεν ἐκδώσει τὸ βιβλίον: Εὐαγγ. Θεοδώρου, Ἡρωίδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης –Αἱ διακόνισσαι διὰ τῶν αἰώνων, Ἀθῆναι, 1949. Ὠσαύτως διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν ἡ «Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» τῷ 1961 εἰς τὴν ὑπὸ τὸν τίτλον «Οἰκοδόμοι πολιτισμοῦ» Τρίτην Σειρὰν Μαθημάτων τοῦ Ἀνωτέρου Κατηχητικοῦ Σχολείου περιέλαβε διὰ τὰ Ἀνώτερα Κατηχητικὰ Σχολεῖα Θηλέων εἰδικὰ μαθήματα, ἀναφερόμενα ἀφ’ ἑνὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν διακονισσῶν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ τῶν βυζαντινῶν χρόνων καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἰς τὸν θεσμὸν τῶν διακονισσῶν ἐν ταῖς προτεσταντικαῖς ἐκκλησίαις τῶν νεωτέρων χρόνων (σσ. 385-399 καὶ 400-413). Εἰς τὴν προώθησιν τῆς ἰδέας ταύτης συνεβάλετο καὶ τὸ μάθημα τῆς «Ἱστορίας καὶ Θεωρίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνικῆς διακονίας», τὸ ὁποῖον ἐδιδάσκετο παλαιότερον ἐν τῷ Τμήματι Κοινωνικῆς Διακονίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἐν τῷ Ποιμαντικῶ Τμήματι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Πρέπει ὠσαύτως νὰ μνημονευθῆ ἡ σχετικὴ συμβολὴ πανορθοδόξων διασκέψεων (λ.χ. ἐν Etchmiadzin-Erevan τῆς Σοβιετικῆς Ἀρμενίας, ἐν τὴ Ἱ. Μονὴ Agapia Ρουμανίας).

Δία τὴν ἀναζωογόνησιν τοῦ δυνάμει ὑφισταμένου θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν πρέπει νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν καὶ προβληθῆ πρὸ πάντων τὸ ἰδεῶδες τῆς γυναικείας διακονίας τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ παραθεωρηθοῦν καὶ τὰ ἐκλεκτὰ στοιχεῖα τοῦ ἑτεροδόξου γυναικείου διακονικοῦ ἔργου, τὰ ὁποῖα θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ προσαρμοσθοῦν εἰς τὴν ὀρθόδοξον ἀτμόσφαιραν καὶ εἰς τὰς συγκεκριμένας σημερινάς συνθήκας τῶν ὀρθοδόξων ἐνοριῶν. Εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτὴν δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθοῦν ἡ σύγχρονος κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ πραγματικότης καὶ αἱ σημεριναὶ ἀνάγκαι καὶ προοπτικαὶ τοῦ γυναικείου φύλου. Πρὸς τὸ τελευταῖον αὐτὸ σημεῖον συναρτᾶται καὶ τὸ ζήτημα, ἐὰν αἱ διακόνισσαι θὰ εἶναι μόνον ἄγαμοι ἢ χῆραι, ἢ ἐὰν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι καὶ ἔγγαμοι, ζῶσαι ἐν τὴ οἰκογενεία των. Ἐπίσης θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ μελετηθῆ τὸ ζήτημα τῆς ἱδρύσεως τάξεως δοκίμων ἢ λαϊκῶν διακονισσῶν. Ἡ εἴσοδος εἰς τὴν τάξιν ταύτην θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ γίνεται καὶ διὰ καθιερωτικὴς εὐχῆς πρὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἰσοδυνάμου πρὸς τὰς εὐχάς τῶν κατωτέρων χειροθεσιῶν. Ἡ εὐχὴ αὕτη θὰ ἀπηγγέλλετο ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου ἐνώπιον λατρευτικῆς συνάξεως. Βεβαίως ἐν τοῖς Ὀρθοδόξοις Βυζαντινοῖς Εὐχολογίοις δὲν ὑπάρχει εὐχὴ κατωτέρας χειροθεσίας διακονίσσης. Ἀλλ’ ἐὰν ὑπάρχη τὸ μεῖζον τῆς ἀνωτέρας χειροτονίας, τί ἐμποδίζει νὰ χρησιμοποιηθῆ καὶ τὸ ἔλασσον τῆς κατωτέρας χειροθεσίας; Ἐξ ἄλλου θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ ἄμεσος ἐξάρτησις τῶν δοκίμων ἢ λαϊκῶν αὐτῶν διακονισσῶν ἐκ τοῦ ἐπισκόπου, ὡς καὶ συνεργασία αὐτῶν μετὰ τῶν ἱερέων.

Ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν ἀναβίωσιν τῆς ἀνωτέρας χειροτονίας τῶν διακονισσῶν θὰ διηνοίγετο εὐκολώτερον, ἐὰν ἀπεφασίζετο νὰ χειροτονηθοῦν κατ’ ἀρχὰς ὡς διακόνισσαι πολλαὶ ἐκλεκταὶ μοναχαί, ἀφοῦ προηγουμένως αὗται δεχθοῦν εἰδικὴν σεμιναριακὴν καθοδήγησιν.

6. Ἐπίλογος

Ὡς ἐπίλογον τῆς εἰσηγήσεώς μου παραθέτω τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποία ἐτόνισα τὸ 1986 ἐν εἰσηγήσει μου εἰς τὸ συνέδριον τῆς Katholischen Akademie Freiburg, τὸ ὁποῖον εἶχεν ὡς θέμα τοῦ τὸ ἐρώτημα: «Warum Keine Ordination der Frau?(123)». Ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶπα: «Die Geschichte des Diakonissenamtes und der Diakonissenordination in der byzantinischen Kirche und in allen Ostkirchen kann uns helfen, die richtige Einstellung zu der Frage der Ordination von Frauen zu finden. Diese Kirchen, genauso wie die Alte Kirche, hatten als erstes Kriterium eine ekklesiologische Auffassung, die immer unter Berucksichtigung der jeweiligen Situation mit der personalen Fursorge verbunden war. Infolge dessen ist die Frage nach der Ordination der Frau in erster Linie eine Frage der Ekklesiologie, die auf die Erbauung der Kirche hinzielt, und erst in zweiter und dritter Linie eine Frage der Biologie, der Psychologie, der Soziologie, der Ethik, der Frauenbewegung, des Feminismus(124)».

Ὠσαύτως προσέθεσα τὰ ἑξῆς: «Die eventuelle Wiederbelebung der griechisch – orthodoxen Ordination der Diakonissen in der Orthodoxie und in den anderen Kirchen konnte Erfahrung und neue pastorale Aspekte schaffen, damit auch die in der christlichen Okumene vermittelnde Stellungnahme der gesamten orthodoxen Kirche gegenuber der Frage der Ordination und des Priestertums der Frau eine allseitige Begrundung und Formulierung finden kann(125)».

Περὶ τοῦ ζητήματος τούτου πρέπει νὰ ἐκφέρουν γνώμην οὐ μόνον οἱ λειτουργιολόγοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐκπρόσωποι πάντων τῶν κλάδων τῆς Θεολογίας (126).

Ὑποσημειώσεις

1. Περὶ τοῦ ζητήματος τῶν πρὸς ἀλλήλας σχέσεων τῶν διακονισσῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν παρθένων βλ. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἠρωΐδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης – Αι διακόνισσαι διὰ τῶν αἰώνων, ἐν Ἀθήναις 1949, σ. 29-30. Τοῦ ἰδίου, «Ἡ χειροτονία» ἢ «χειροθεσία» τῶν διακονισσῶν, ἐν Ἀθήναις 1954, σ. 25.

2. Κατὰ τὰς «Ἀποστολικάς Διαταγάς» (βιβλ. Γ’, κέφ. ζ’, ἐν Migne Ε.Π. 1, 780) αἳ χῆραι εἶναι ὑποτεταγμένοι «τοῖς διακόνοις, ἔτι μὴν καὶ ταῖς διακόνοις».

3. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς Α’ Τίμ. γ’, 11 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 62, 553.

4. Plinii, Ad Traianum, ep. XCVI, 8, ἔκδ. Kukula, Leipzig 1908, σ. 316.

5. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς 3, 6 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 8, 1157.

6. Αὐτόθι.

7. Ὠριγένους, Εἰς ἐπιστ. Πρὸς Ρωμαίους Χ, 17 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 14, 1278.

8. F.X. Funk, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, τόμ. 1, Paderborn 1905, σσ. 104 ἐξ.

9. Διδασκαλία ΙΙΙ, 13, 2 ἐν F.X. Funk, ἔνθ. ἀνωτ., σσ. 212-214.

10. Αὐτόθι.

11. Ὁμιλία ΧΙ, 36 ἐν Paul de Lagarde, Clementina, Leipzig 1865, σσ. 120, 18 ἐξ. Πρβλ. Migne Ε.ΙΙ. 2, 302.

12. Ἀναγνωρίσεις (Recognitiones) Ἱ, 15 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1355-1356.

13. Ἰγνατίου, Πρὸς Σμυρναίους 13 ἐν The Apostolic Fathers (1930) (ἐν τὴ σειρὰ The Loeb Classical Library), σ. 266.

14. Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, Ἔκθεσις βασιλείου τάξεως, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 112, 425-426.

15. «Ἐπιμελὲς γὰρ καὶ τὸ τῶν διακονισσῶν πεποίηκεν ἔργον»: Annae Comnenae, Alexias, ἔκδ. Schopen – Reifferscheid, Bonn 1839/78, II, σσ. 348-349. Bernard Leib, Ἄννης τῆς Κομνηνῆς Ἀλεξιᾶς, τόμ. 3, βιβλία XI-XV, Paris 1945, σ. 217.

16. Θεοδ. Βαλσαμῶνος, Εἰς τὸν ἰὲ’ κανόνα τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Migne E.II. 137, 441-446.

17. Ἰδὲ Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡ «χειροτονία» ἢ «χειροθεσία» τῶν διακονισσῶν, σ. 95, ὑποσημ. 4.

18. Ps. – Hieronymi, Commentarium in ep. Ad Rom., 16, 1 ἐν Migne P.L. 30, 714.

19. Ps. – Hieronymi, Commentarium in ep. Ι ad Tim. 3, 1 ἐν Migne P.L. 30, 880.

20. Ἡ σύνοδος τῆς Ὀράγγης (Concilium Arausicanum) τῷ 441 ἀπαγορεύει τὴν χειροτονίαν τῶν διακονισσῶν καὶ ὁρίζει ὅτι αἳ πρὸ τῆς ἀπαγορεύσεως ταύτης χειροτονηθεῖσαι διακόνισσαι θὰ λαμβάνουν ἐφεξῆς ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τὴν αὐτὴν εὐλογίαν, τὴν ὁποίαν ἐλάμβανον καὶ οἱ λαϊκοί: «Diaconissae omni mode non ordinandae. Si quae jam sunt, benedictioni, quae populo impenditur, capita submittant» (κανὼν 26 ἐν Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima Collectio, Παρίσιοι, 6, 434 ἐξ.). Ὁ 21ος κανὼν τῆς ἐν Epaon (Burgund) συνόδου (Concilium Epaonense) τὸ ἔτος 517 ἀπαγορεύει τὴν καθιέρωσιν τῶν χηρῶν, αἴτινες ὀνομάζονται «διακόνισσαι»: «Viduarum consecrationem, quas diaconas vocitant, ab omni regione nostra penitus abrogamus» (Mansi… 8, 561). Σχετικὸς εἶναι καὶ ὁ ἀπαγορεύων ἀπολύτως τὴν καθιέρωσιν τῶν διακονισσῶν 18ος κανὼν τῆς 2ας ἐν Ὀρλεάνη συνόδου (Concilium Aurelianense II) τοῦ ἔτους 533: «Placuit etiam, ut nulli postmodum faeminae diaconalis benedictio, pro conditionis hujus fragilitate, credatur» (Mansi… 8, 836-837).

21. Ὁ ἐν Noyon ἐπίσκοπος Medardus «manu superposita consecravit diaconam» τὴν ἁγίαν Radegunde (Venantii Fortunati, Vita sanetae Radegundis, ἐν Migne P.L. 88, 497-512).

22. G. Uhlhorn, Die christliche Liebestatigkeit in der alten Kirche, Stuttgart 1882, σ. 403.

23. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἑλληνοϊταλικαὶ σχέσεις καὶ ἐπαφαὶ ἐπὶ λειτουργικῶν ζητημάτων περὶ τὸν θ’ αἰώνα, Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ τόμου: La chiesa greca in Italia dall’VIII al XVI secolo, Padova 1973, σσ. 265-266.

24. Liber pontificalis, ἔκδ. L. Duchesne, τόμ. 2, σ. 6.

25. Migne P.L. 139, 1621.

26. Migne P.L. 132, 1056.

27. Migne P.L. 143, 598.

28. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡρωίδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης – Αἳ διακόνισσαι διὰ τῶν αἰώνων, σσ. 93-200.

29. Ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 201-213.

30. Christian Oeyen, Priestertum der Frau? Die altkatholische Theologie als Beispiel einer Denkentwicklung, ἐν: Okumenische Rundschau, 35, Jahrgang, Heft 3, Juli 1986, Frankfurt, σσ. 255-258.

31. Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, κανὼν ἰέ’, ἐν Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, Οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι, ἐν Ἀθήναις 1949, σ. 54.

32. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. ΣΤ’, κέφ. Ἰζ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 957. 6η Ἰουστινιάνειος Νεαρά, κέφ. Ἰδ’ ἐν R. Schoell – G. Kroll (ἔκδ.), Corpus juris civilis, τόμ. 3: Novellae, Βερολίνον 1895, σ. 43.

33. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, ἒνθ’ ἀνωτ. 6η Ἰουστινιάνειος Νεαρά, ἒνθ’ ἀνωτ.

34. Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 98.

35. Θεοδ. Βαλσαμῶνος, Ἑρμηνεία εἰς τὸν μὴ’ κανόνα τῆς ἐν Τρούλλω Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Migne E.II. 137, 658. Βίος ἤτοι πολιτεία καὶ πράξεις της … Ὀλυμπιάδος διακόνου, Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σ. 415. Α. Δμητριέβσκη, Περιγραφὴ λειτουργικῶν χειρογράφων, τόμ. Β’, Εὐχολόγια, Κίεβον 1901, σ. 996. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατὰ στοιχεῖον τῶν ἐμπεριειλημμένων ἁπασῶν ὑποθέσεων τοῖς ἱεροῖς καὶ θείοις κανόσιν, Γ’ στοιχεῖον, κέφ. ἴα’, Migne Ε.ΙΙ. 144, 1173.

36. Codex Theodosianus, XVI, II: de episcopis et clericis, νόμ. 27, ἔκδ. Mommsen – Mayer 1905, σ. 843

37. Σωζομένου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλ. Η’, κέφ. θ’, Migne Ε.ΙΙ. 67, 1537.

38. Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 54.

39. Ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 83.

40. Αὐτόθι, σ. 95.

41. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κέφ. ἰθ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. τόμ. 1, στ. 801-804.

42. Πρβλ. 6ην Ἰουστινιάνειον Νεαράν, κέφ. ἴα’ καὶ Ἰδ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1037-1040. Ἡ Νεαρὰ αὔτη ἀπαιτεῖ, ἴνα αἳ διακόνισσαι, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, εἶναι τῶν στοιχειωδῶν τουλάχιστον «γραμμάτων ἐπιστήμονες». Περισσότερα ἰδὲ ἐν Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡ «χειροτονία» … τῶν διακονισσῶν, σσ. 48-50.

43. Βλ. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 50 ἐξ.

44. Ign. Ephr. Rahmani, Testamentum Domini nostril Jesu Christi, Moguntiae 1899, I, 41, σ. 99.

45. Πρβλ. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡ «χειροτονία» … τῶν διακονισσῶν, σσ. 51 ἐξ.

46. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Η’, κέφ. ἰθ’-κ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1116-1117. F.X. Funk, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, τόμ. 1, Paderborn 1905, σ. 524, 9 ἐξ.

47. Ign. Ephr. Rahmani, ἒνθ’ ἀνωτ.

48. Ἡ ἐν Χειροτονικῶ τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» παρατιθεμένη «ἐπίκλησις ἐπὶ χειροτονία διακονίσσης» ἀποτελεῖ καὶ σήμερον τὸ κυριώτερον στοιχεῖον τῆς καθειρώσεως τῶν διακονισσῶν ἐν τῷ Προτεσταντισμῶ: Diakonissenbuch, ἔκδ. ὑπὸ τοῦ Kaiserwerther Verband der Diakonissen-Mutterhauser, 1935, σσ. 25-26. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἠρωΐδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης – Αἳ διακόνισσαι διὰ τῶν αἰώνων, σ. 145

49. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 16.

50. Jacobi Goar, Εὐχολόγιον sive rituale Graecorum, complectens ritus et ordines, Lutetiae Parisiorum 1647. Editio secunda Venetiis 1730, σσ. 218 ἐξ.

51. Βλ. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡ «χειροτονία» … τῶν διακονισσῶν, σ. 53, ὑποσημ. 5.

52. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 996 καὶ 346. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἠρωΐδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης …., σσ. 47-48.

53. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 360-361.

54. Ματθαίου Βλαστάρεως, ἔνθ. ἀνωτ., Migne Ε.ΙΙ. 144, 1173 ἐξ.

55. J. Assemani, Bibliotheca Orientalis III, 2, Ρώμη 1728, σσ. 851 ἐξ.

56. H. J. Denzinger, Ritus Orientalium, Coptorum, Syrorum et Armenorum, Wurzburg 1863 ἐξ., τόμ. ΙΙ, σ. 261• πρβλ. τόμ. Ι, σ. 123 καὶ τόμ. ΙΙ, σ. 227.

57. G. Mayer, Witwen ἐν Wetzer – Welte, Kirchenlexikon, τὸμ 2, Freiburg im Breisgau 1901, σ. 62 ἐξ. Adolf Kalsbach, Die altkirchliche Einrichtung der Diakonissen bis zum ihrem Erloschen, Freiburg im Breisgau 1926, σσ. 61 ἐξ.

58. Η «Ordo ad diaconam faciendam», σημειουμένη καὶ ὑπὸ τῆς ὑπὸ τοῦ Jean Mabillon ἐκδοθείσης συλλογῆς «Ordo Romanus» (ΙΧ, 3) (Migne P.L. 78, 1903), ἀπαντᾶται ἐν μεσαιωνικοῖς λειτουργικοῖς χειρογράφοις (H. Ehrenberger, Libri liturgici biblioth. Apost. Vaticanae, Freiburg 1897, σσ. 515 ἐξ. F. E. Warren, The Laefric missal, Oxford 1883, σ. 216. J. Forget, Diaconesses ἐν Dictionnaire de theologie catholique, ἔκδ. ὑπὸ A. Vacant – E. Mangenot, Paris 1909 ἐξ., V, 1) καὶ ἐν τῷ κώδικι, ὅστις χαρακτηρίζεται ὡς Codex Engelbergensis (Ἰβ’ αἰὼν) (Adolf Kalsbach, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 81). Παραπομπὴ εἰς τὴν «Ordo ad diaconam faciendam» ὑπάρχει ἐν χειρογράφω ἑνὸς Libri Pontificalis τῆς βιβλιοθήκης τοῦ ἐν Toulouse Κολλεγίου (Jean Morin, Commentarius historicus ae dogmaticus de sacris Ecclesiae ordinationibus secundum antiques et recentiones Latinos, Graecos, Syros et Babylonios…, τόμ. 1-3, Paris 1655, Amsterdam 1695) καὶ ἐν χειρογράφω τοῦ Bamberg (ἐκ τοῦ ἴα’ αἰῶνος) (Michel Andrieu, Les Ordines Romani du haut Moyen Age, Louvain 1931, σ. 36). Ἡ περὶ ἢς ὁ λόγος «Ordo ad diaconam faciendam» δημοσιεύεται ἐπίσης ἐν Δευτέρα ἐκδόσει τοῦ ἔργου τοῦ M. Hittorp (De divinis catholicae ecclesiae officiis et mysteriis) (ἐν τὴ σειρὰ Magna bibliotheca veterum partum, τόμ. 10, Paris 1644, σσ. 161 ἐξ.), ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν L. A. Muratori (Antiquitates italicae medii aevi, τόμ. 5, Milano 1741, σ. 577), J. Pinius (Tractatus de ecclesiae diaconissis, ἐν Acta Sanctorum, Sept. T. I, Antwerpen 1746, κέφ. Χ, § 5, 47 ἐξ.), Adolf Kalsbach (μν. ε., σσ. 81 ἐξ.) κ.α.

59. Πρβλ. Jacobi Goar, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 218 ἐξ.

60. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 16. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἠρωΐδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, σ. 47.

61. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 996 καὶ 346. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 47-48.

62. Ματθαίου Βλαστάρεως, ἒνθ’ ἀνωτ., στ. 1173 ἐξ.

63. Πρβλ. ὑποσημ. 61.

64. Α. Δμητριέβσκη, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 360-361.

65. Βλ. ὑποσημ. 55, 56 καὶ 57.

66. Βλ. ὑποσημ. 58.

67. Jacobi Goar, ἒνθ’ἀνωτ., σ. 211. Πᾶν. Τρεμπέλα, Τάξεις χειροθεσιῶν καὶ χειροτονιῶν, Ἀθῆναι 1949, σσ. 38-39.

68. Πᾶν. Τρεμπέλα, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 30-53

69. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Ἡ «χειροτονία» … τῶν διακονισσῶν, σσ. 62-63.

70. Ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 63-65.

71. Ἐπιφανείου, Κατὰ αἱρέσεων 79, 3 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 42, 744-745.

72. Αὐτόθι.

73. Ἒνθ’ ἀνωτ.

74. Αὐτόθι.

75. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. ΙΙΙ, κέφ. στ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 776.

76. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ἀνωτ., σ. 66.

77. Nicolas Chitescu, Das Problem der Ordination der Frau, ἐν: Zur Frage der Ordination der Frau, ἔκδ. ὑπὸ τοῦ Okumenischen Rat der Kirchen, Genf 1964, σ. 67.

78. George Khodre, Die Ordination der Frau, ἐν: Zur Frage der Ordination der Frau, σ. 74.

79. Ἐπιφανείου, ἒνθ’ ἀνωτ., στ. 744-745.

80. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Η’, κέφ. κή’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1124.

81. Ign. Ephr. Rahmani, ἒνθ’ ἀνωτ., Ι, 38, σ. 93.

82. F. X. Funk, μν. ε., τόμ. 1, σσ. 212-214.

83. Ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 104, 6.

84. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Β’, κέφ. κστ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 665-669.

85. Ἒνθ’ ἀνωτ., 668.

86. Ign. Ephr. Rahmani, ἒνθ’ ἀνωτ., Ι, 23, σσ. 35-37.

87. Αὐτόθι, σ. 47.

88. Corpus juris civilis, τὸμ 2: Codex Justinianus, ἐπιμελεία P. Krueger, Βερολίνον 1892, Liber primus, III

89. Νεαρὰ 6ην ἐν R. Schoell – G. Kroll, μν. ε., σ. 35.

90. Νεαρὰ 3ην, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 18.

91. Ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 21.

92. Φωτίου, Σύνταγμα κανόνων Ἰ, 30 ἐν Migne Ε.ΙΙ. 104, 556.

93. P. E. Brightman, Liturgies Eastern and Western, τόμ. Ι: Eastern Liturgies, Oxford 1896, σσ. 501 καὶ 502.

94. Νεαρὰ 3η (προοίμιον) ἐν R. Schoell – G. Kroll, μν. ε., σσ. 18 ἐξ.

95. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Η’, κέφ. λά’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 1128.

96. Νεαρὰ 6ην, κέφ. ἰστ’ ἐν R. Schoell – G. Kroll, ἒνθ’ ἀνωτ., σσ. 44-45.

97. Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 54.

98. Μ. Βασιλείου, Ἔπ. 199η Ἀμφιλοχίω περὶ κανόνων, καν. Μδ’, Migne Ε.Π. 32, 729, Ἄμ. Ἀλιβιζάτου, ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 373.

99. Βλ. ὑποσημ. 96.

100. Ματθαίου Βλαστάρεως, ἒνθ’ ἀνωτ., Migne Ε.Π. 144, 1172.

101. Λεπτομερείας ἰδὲ σχετικῶς ἐν: Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ἀνωτ., σσ. 76-77.

102. Πρβλ. αὐτόθι, σσ. 78 ἐξ.

103. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κέφ. ἰθ’, ἐν Migne Ε.ΙΙ. 1, 804.

104. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ἀνωτ., σσ. 79-80.

105. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Β’, κέφ. κστ’, ἐν Migne Ε.Π. 1, 665-669.

106. Διαταγαί, βιβλ. Γ’, κέφ. ἴε’, ἐν Migne Ε.Π. 1, 796-797.

107. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ἀνωτ., σσ. 81-82.

108. Βίος ἤτοι πολιτεία καὶ πράξεις της … Ὀλυμπιάδος, διακόνου …, Analecta Bollandiana, τόμ. 15, Bruxelles 1896, σσ. 400-423.

109. Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, αὐτόθι, σσ. 82-83.

110. Αὐτόθι, σ. 84-85.

111. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, Migne Ε.Π. 46, 992.

112. Ign. Ephr. Rahmani, μν. ε., Ι, 23, σσ. 35-37.

113. Νεαρὰ 6η, κέφ. Ἰδ’, ἐν R. Schoell – G. Kroll, μν. ε., σ. 44.

114. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα…, Migne Ε.Π. 104, 1173.

115. Αὐτόθι.

116. Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλ. Η’, κέφ. κή’, Migne Ε.Π. 1, 1125.

117. Ἐπιφανείου, Κατὰ αἱρέσεων, Migne Ε.Π. 42, 744-745.

118. Ματθαίου Βλαστάρεως, ἒνθ’ἀνωτ.

119. Κατὰ τὰς Ἀποστολικᾶς Διαταγᾶς «ἐν τῷ φωτίζεσθαι γυναίκας, ὁ διάκονος χρίσει μόνον τὸ μέτωπον αὐτῶν τῷ ἁγίω ἐλαίω καὶ μετ’ αὐτὸν ἡ διάκονος ἀλείψει αὐτάς• οὐ γὰρ ἀνάγκη τὰς γυναίκας ὑπ’ ἀνδρὸς κατοπτεύεσθαι» (βιβλ. Γ’, κέφ. ἴε’, ἐν Migne Ε.Π. 1, 716-797).

120. Αὐτόθι, κέφ. ἰστ’, ἐν Migne Ε.Π.1, 797.

121. Λεπτομερείας ἰδὲ ἐν Εὐαγγέλου Δ. Θεοδώρου, ἒνθ’ἀνωτ., σσ. 91-92.

122. Αὐτόθι, σ. 92.

123. Evangelos D. Theodorou, Die Tradition der Orthodoxen Kirche in Bezug auf die Frauenordination, ἐν τῷ ὑπὸ τῆς Katholischen Akademie Freiburg ἐκδοθέντι τόμω: Warum keine Ordination der Frau? Untersciedliche Einstellungen in den christlichen Kirchen (ἐπιμελεία τῶν Elisabeth Gossmann καὶ Dietmar Bader), Munchen – Zurich 1987, σσ. 26-49.

124. Ἒνθ’ ἀνωτ., σ. 40. Ἐν νεοελληνικὴ μεταφράσει ἡ περικοπὴ θὰ εἶχεν ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ἱστορία τοῦ λειτουργήματος τῶν διακονισσῶν καὶ τῆς χειροτονίας τῶν διακονισσῶν ἐν τὴ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία καὶ ἐν πάσαις ταῖς Ἀνατολικαῖς Ἐκκλησίαις δύναται νὰ βοηθήση ἠμᾶς νὰ εὔρωμεν τὴν ὀρθὴν στάσιν ἔναντί του ζητήματος τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών. Αἳ Ἐκκλησίαι αὖται, ἀκριβῶς ὡς ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶχον ὡς πρῶτον κριτήριον ἐκκλησιολογικὴν ἀντίληψιν, ἡ ὁποία, λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν τὴν ἑκάστοτε κατάστασιν, συνεδυάζετο μετὰ τῆς προσωπικῆς (ποιμαντικῆς) φροντίδος. Ἑπομένως τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικὼν εἶναι πρωτίστως ζήτημα τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἤτις ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν οἰκοδομὴν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μόνον κατὰ δεύτερον καὶ τρίτον λόγον εἶναι ζήτημα τῆς Βιολογίας, τῆς Ψυχολογίας, τῆς Κοινωνιολογίας, τῆς Ἠθικῆς, τῆς κινήσεως τῶν γυναικών, τοῦ Φεμινισμοῦ».

125. Αὐτόθι, σσ. 43-43. Ἐν νεοελληνικὴ μεταφράσει ἡ περικοπὴ ἴα εἶχεν ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἐνδεχομένη ἀναζωογόνησις τῆς Χειροτονίας τῶν Διακονισσῶν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους, ὡς καὶ εἰς τὰς λοιπᾶς Ἐκκλησίας, θὰ ἠδύνατο νὰ δημιουργήση ἐμπειρίαν καὶ νέας ποιμαντικᾶς ἀπόψεις, αἳ ὁποῖαι θὰ ἐβοήθουν, ὥστε ἡ (μεσιτεύουσα) γεφυροποιὸς στάσις τῆς συνόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντί του ζητήματος τῆς χειροτονίας καὶ τῆς ἱερωσύνης τῆς γυναικὸς νὰ δύναται νὰ εὔρη ὁλόπλευρον θεμελίωσιν καὶ διατύπωσιν».

126. Προσπαθείας πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ταύτην, αἴτινες δὲν ἐξαντλοῦν τὸ σχετικὸν πηγαῖον ὑλικὸν καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι ἀνεπίδεκτοι περαιτέρω συζητήσεως, εὑρίσκει τὶς εἰς σχετικὲς μελέτας τοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Ἀκαδημαϊκοῦ κ. Ἰωάννου Ν. Καρμίρη. Πρβλ. τὰς μελέτας αὐτοῦ: «Ἡ θέσις καὶ ἡ διακονία τῶν λαϊκῶν ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία (Ἀθῆναι, 1976). «Ἡ θέσις καὶ ἡ διακονία τῶν γυναικὼν ἐν τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία (Ἀθῆναι, 1978). «Τὸ πρόβλημα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικὼν ἐμπόδιόν του διεκκλησιαστικοῦ διαλόγου», ἐν: Ι. Ν. Καρμίρη, Θεολογικὰ Θέματα, Ἀθῆναι 1979, σσ. 43-51. Τὰ αὐτὰ ἰσχύουν διὰ σχετικᾶς παραγράφους τῶν μελετῶν τοῦ Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ κ. Μάρκου Σιώτου, «Ἡ φροντὶς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας περὶ τῆς ἰσότητος τῶν δύο φύλων» (Ἀθῆναι, 1964) καὶ «Ἡ Καινὴ Διαθήκη περὶ ἰσότητος τῶν δύο φύλων» (Ἀθῆναι 1982). Νεωτάτη συμβολὴ εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ σχετικοῦ πηγαίου ὑλικοῦ εἶναι ἡ σχετικὴ εἰδικὴ μελέτη τοῦ Καθηγητοῦ κ. Βλασίου Φειδᾶ, «Τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών», τῆς ὁποίας μελέτης τὸ περιεχόμενον παρουσιάσθη ὡς εἰσήγησις εἰς τὸ ἀνωτέρω μνμονευθὲν «Διορθόδοξον Θεολογικὸν Συνέδριον τῆς Ρόδου». Ἡ μελέτη αὔτη ἐδημοσιεύθη ἐσχάτως ἐν τῷ συλλογικῶ ἔργω: « Ἀξίες καὶ Πολιτισμὸς – Ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Εὐάγγελο Θεοδώρου» (ἔκδ. Ὑπὸ τῶν Η. Βουλγαράκη, Ε. Κωνσταντινίδου, Μ. Μακράκη, Μ. Μπέγζου, Σ. Πάνου, Ι. Παπαζαχαρίου, Μ. Περσελή, Γρ. Στάθη, Βλ. Φειδά, Ι. Φουντούλη, Ἀθήνα 1991, σσ. 171-205). Εἰς τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικὼν ἀναφέρονται καὶ τὰ κατωτέρω μνημονευόμενα ὑπ’ ἀριθ. 15, 23 καὶ 25 δημοσιεύματα τοῦ γράφοντος.