῾Η Σωτηριολογικὴ Σημασίατῆς ᾿Ανθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ
᾿Ανδρέου Θεοδώρου
«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω. αʹ 14)
Η Σάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸ ἐπίκεντρο τῆς Πίστεώς μας. ῎Εγινε, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γαλ. δʹ 4), δηλαδὴ ὁ «καιρὸς», ποὺ ὅρισε ὁ Πατὴρ στὸ ἀπειρόσοφο σχέδιο τῆς «θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας» Του. Τότε ἔστειλεν ὁ Πατὴρ τὸν Υἱόν Του τὸ μονογενῆ στὸν κόσμο, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄν-θρωπο ἀπὸ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία.
῞Οτι ἡ θεία Σάρκωση ἀπέβλεπε στὰ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται ρητὰ καὶ στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας: «Τὸν δι᾿ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Μερικοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ γινόταν
οὕτως ἤ ἄλλως, καὶ σὲ περίπτωση ἀκόμα, ποὺ δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος. ῾Η θεωρία αὐτή, ποὺ εἶναι «θεολογούμενο», κάτι δηλαδή, ποὺ συζητιέται ἐλεύθερα στὴ θεολογία, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι σωστή.
* * *
῾Η Σάρκωση τοῦ Λόγου, σύμφωνα μὲ ὅσα λέγονται πιὸ πάνω, εἶναι μετατόπιση, μετακίνηση τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. Φυσικὰ πρόκειται γιὰ ἔκφραση σαφῶς ἀνθρωποπαθῆ, κομμένη στὰ φυσικὰ μέτρα μας, γιατὶ ὁ Θεός, ὡς τὸ ἄπειρο καὶ ἀπόλυτο πνεῦμα, ποὺ συνέχει, συγκρατεῖ καὶ πληροῖ τὰ πάντα, δὲν μετακινεῖται στὸν ἐκτατὸ χῶρο, ὅπως μετακινοῦνται τὰ φυσικὰ κτίσματα. ῎Αλλωστε, ὁ χῶρος, ὡς δημιούργημα καὶ αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται μέσα στὸ Θεό, καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὁ Θεὸς στὸ χῶρο.
῾Η ᾿Ενανθρώπηση δὲν εἶναι «μετάβασις τοπική, ἀλλὰ συγκατάβασις θεϊκὴ» (᾿Ακάθιστος ῞Υμνος), μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Λόγος, χωρὶς νὰ χάσει τὸ θεῖο Του ἀξίωμα ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς῾Αγίας Τριάδος (ἡ Σάρκωση ἦταν «ἀνεκφοίτητη» καὶ «ἀδιάστατη»), μπῆκε θεληματικὰ σὲ μιὰ καινούργια φάση ζωῆς, προσλαμβάνοντας στὸ πρόσωπὸ Του «ἀσυγχύτως» καὶ «ἀδιαιρέτως» τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα ποὺ συμπίπτει μὲ τὴ θεία Του «κένωση».
* * *
Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὁ Λόγος ἔπιασε στὰ στιβαρὰ χέρια Του τὴ φύση στὸ σημεῖο ποὺ ὁ ᾿Αδὰμ τὴν ἄφησε, ἀστοχώντας νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν ἀλήθεια της· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὴ χαμένη της ὑπόθεση, πετυχαίνοντας στὴν ἀπειροδυναμία τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου Του τὸ θεοδύναμο προορισμὸ της.᾿Απάλειψε ἀπὸ τὴ χαλασμένη φύση τὸ αἶσχος τῆς παρακοῆς,
ἀφαιρώντας ἀπ᾿ αὐτὴν τὰ ράκη τῆς φθορᾶς, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἔντυσε ἡ προγονικὴ παράβαση. ᾿Εκαθάρισε τὴν «εἰκόνα» ἀπὸ τὴ μελάνωση τῆς ἁμαρτίας. ῎Εκανε νὰ λάμψουν καὶ πάλιν οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες της, ἡ ἀρχέγονή της εὐγένεια καὶ λαμπρότητα. Ζύμωσε τὴ φύση μας μὲ τὴ θεότητα, κάνοντας τὸν ἄνθρωπο «θεό»!
Τὴ θέωση τῆς φύσεώς του θὰ πετύχαινε βέβαια καὶ ὁ πρῶτοἄνθρωπος στὸ μέτρο, ποὺ θὰ παρέμενε πιστὸς στὴ φυσική του ἐνέργεια. ῾Η πτώση στὴν ἁμαρτία ἀνέκοψε τὸ θεοδύναμο αὐτὸ προορισμό.
* * *
Τὸ θαῦμα τῆς λυτρώσεως ἐπιτεύχθηκε στὴ διαμόρφωση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου ἑνώθηκαν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς μορφώσεως τοῦ ἐμβρύου Χριστοῦ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, ἡ θεία φύση καὶ ἡ ἀνθρώπινη, ποὺ δέθηκαν στενὰ σὲ μιὰ περιχώρηση βαθιὰ καὶ πραγματική, ἀσύγχυτη καὶ ἀδιαίρετη.᾿Εκεῖ (στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου) ἔγινε καὶ ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων, τῆς θείας στὴν ἀνθρώπινη καὶ τῆς ἀνθρώπινης στὴ θεία.
* * *
Στὸ θαῦμα τῆς λυτρώσεως κυρίαρχη θέση κατέχει ἡ θεία φύση. Σ᾿ αὐτὴν θεοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη καὶ αὐτὴ καθιστᾶ δραστικὸ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. ῞Ομως στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπαραίτητη καὶ ἡ συνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει τὸ μυστήριο τῆς θείας ᾿Ενανθρωπήσεως. ᾿Ενῶ θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο Του νὰ συντρίψει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ διάβολο, σώζοντας μιὰ γιὰ πάντα τὸ πλάσμα Του, δὲν τὸ ἔκανε, γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἀντίθετο πρὸς τὰ μέτρα τῆς θείας δικαιοσύνης Του (ἐδῶ ἡ δικαιοσύνη νοεῖται μὲ τὴν εὐρύτερή της θεολογικὴ ἔννοια)· ἀλλὰ μπῆκε στὴν ἱστορία, ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἔδωσε τὴ μάχη, ἐκεῖ ποὺ ἡττήθηκε ὁ ᾿Αδάμ, πεθαίνοντας σὲ μιὰ φύση φθαρτὴ καὶ παθητὴ γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου. Γιὰ τὴ σωτηρία του ἔπρεπε νὰ δουλέψει κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἑνωμένος ὑποστατικὰ μὲ τὸν Θεό.
* * *
῾Η ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν φύση πραγματικὴ καὶ ἀληθινή. ῾Ο Χριστὸς πῆρε τὴ φύση τοῦ ᾿Αδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι «ἐξ ᾿Αδάμ». Πῆρε τὴν προπτωτικὴ φύση στὴν πληρότητά της, δηλαδὴ σῶμα καὶ ψυχή, ὅπως τὰ εἶχε καὶ ὁ προπάτορας. ῾Ωστόσο δὲν βρι-
σκόταν καὶ στὴν ἱστορικὴ συνέχεια ἐκείνου. Δὲν καταγόταν γενετικὰ ἀπὸ τὸν ᾿Αδάμ· δὲν εἶχε τὴ φύση τοῦ μονάρχη, ὅπως τὴν ἔχουν οἱ ἄλλοι μεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ κατάγονταν ἀπ᾿ αὐτόν. Δὲν εἶχε φυσικὸ πατέρα ὁ Χριστός. ῏Ηταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός». Τὴν ἀνθρωπότητὰ Του τὴν πῆρε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ Μαρία, ποὺ ἦταν ἡ πραγματικὴ Μητέρα Του. Τὴ θέση τοῦ φυσικοῦ πατέρα ἀνεπλήρωσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ ὁποῖο κατέβαλε
στὴ μήτρα τῆς Παρθένου τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου.
῎Ετσι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ καμμιὰ γενετικὴ σχέση δὲν εἶχε μὲ τὴν πεσμένη φύση τοῦ ᾿Αδάμ, δὲν κληρονόμησε τὸ ἁμάρτημα ἐκείνου, τὸ ὁποῖο μεταδίδεται σὲ κάθε ἄνθρωπο διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Χριστὸς εἶχε μὲν τὴ φύση τοῦ ᾿Αδὰμ χωρὶς ὅμως τὸ ἐπιγενὲς στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Πῆρε φύση ἀναμάρτητη, πλασμένη ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸ Θεό, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς συλλήψεως.
* * *
Στὴν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπικεντρώνεται καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος.῞Ενας ψεύτικος ἤ μειωμένος Χριστὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ προσανατόλιζαν τὴ σκέψη ὅλες ἐκεῖνες οἱ αἱρέσεις, ποὺ κατὰ τὸ ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο προσέβαλλαν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὶς ὁποῖες σθεναρὰ
καταπολέμησε ἡ ᾿Εκκλησία.
῎Ας δοῦμε ἐπιτροχάδην τὶς κυριώτερες.
1) Οἱ δ ο κ ῆ τ ε ς (ἤ δ ο κ η τ ὲ ς) δὲν δέχονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος μὲ σῶμα αἰσθητὸ καὶ ὑλικό.῎Ελεγαν ὅτι δὲν εἶχε ὑπόσταση πραγματική, ἀλλὰ φαινόταν ἐξωτερικὰ ὡς ἄνθρωπος. Εἶχε μὲν ὁρατὸ ἀνθρώπινο περίγραμμα, σὰν ἕνα φάντασμα, ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει ὑλικὴ ὑπόσταση (σάρκα καὶ ὀστᾶ). ῏Ηταν ἕνα ἐπιφαινόμενο, μιὰ δόκηση (ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία τους «δοκῆτες»). Σ᾿ αὐτὸ κατέληγαν ἀπὸ ἀντιλήψεις δυαρχικές. Θεωρώντας τὴν ὕλη ὡς κακή, δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν δυνατὸ νὰ λάβει σῶμα ὑλικό, ποὺ (κατὰ τὴ γνώμη τους) ἦταν φύσει κακό, ἕδρα καὶ ἑστία τῆς ἁμαρτίας. ῎Ετσι τὸ διέγραψαν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ «ἡσύχασαν».
2) ῾Ο ᾿Α π ο λ ι ν ὰ ρ ι ο ς, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας, ἐνῶ δεχόταν τὴν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅμως προέβαινε σὲ μείωση αὐτῆς, ἀφαιρώντας ἀπ᾿ αὐτὴν τὸ λογικὸ νοῦ.᾿Επηρεαζόμενος ἀπὸ τὴν τριχοτομικὴ θεωρία τοῦ Πλάτωνος (σῶμα-ζωικὴ ψυχὴ-λογικὸς νοῦς), δεχόταν σῶμα καὶ ζωικὴ ψυχὴ στὸν Χριστό, ὄχι ὅμως καὶ λογικὸ νοῦ, τὸν ὁποῖον ἀναπλήρωσε τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Κατὰ τὸν ᾿Απολινάριο ἡ παρουσία τοῦ λογικοῦ νοῦ συνιστᾶ ἰδιαίτερο πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας, πρᾶγμα ποὺ θεωροῦσε ἀνοίκειο καὶ βλάσφημο γιὰ τὸν Χριστό. ῎Ετσι προέβαινε στὴ μείωση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Σωτῆρος, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀφαιροῦσε τὸ σημαντικότερο μέρος της.
3) Στὴ συνέχεια ὁ ῎Α ρ ε ι ο ς δίδασκε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄψυχη. ῾Ο Λόγος εἶχε μὲν σάρκα, ὄχι ὅμως καὶ ψυχή. Σ᾿ αὐτὸ κατέληγε, ἀκολουθώντας Φιλώνεια διδάγματα. Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ἡ λογικὴ ψυχὴ εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ κοσμικοῦ λόγου. ῞Οπου ὑπάρχει ὁ λόγος, ἐκεῖ εἶναι περιττὴ ἡ παρουσία τοῦ ἐκπροσώπου του, τῆς λογικῆς ψυχῆς καὶ τανάπαλιν. ῾Ο ῎Αρειος, υἱοθετώντας τὰ διδάγματα αὐτὰ καὶ μὴ μπορώντας συγχρόνως ν᾿ ἀποστεῖ ἀπὸ τὰ περὶ σαρκώσεως τοῦ Λόγου διδάγματα τῆς Γραφῆς, εἶπε ὅτι, ἀφοῦ ὁ λόγος ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ προσέλαβε, δὲν ἦταν ἀναγκαία ἡ παρουσία σ᾿ αὐτὴν καὶ τοῦ ἐκπροσώπου του (τῆς ψυχῆς). ῾Η λογικὴ ψυχὴ ἦταν τελείως περιττὴ στὸ Χριστό.
4) ᾿Αντιθέτως ὁ Ν ε σ τ ὸ ρ ι ο ς, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπλειοδότησε προσθέτοντας στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου κάτι, ποὺ αὐτὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει. Αὐτὸ τὸ κάτι ἦταν πρόσωπο πλῆρες καὶ τέλειο, ξεχωριστὸ ἀπὸ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, αὐτόνομο καὶ αὐτοδιόριστο. ῾Ο Νεστόριος διαιροῦσε τὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σὲ δύο πρόσωπα, ἕνα γιὰ κάθε φύση, καὶ ἀνεξάρτητα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν Παναγία τὴν καλοῦσε, «Χριστοτόκον», ἐπειδὴ γέννησε τὸν ἄνθρωπο Χριστό. Τὸ Θεὸ δὲν μποροῦσε νὰ γεννήσει, διότι, γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ἡ ἴδια θεά, ὥστε τὸ ὅμοιο νὰ γεννήσει τὸ ὅμοιο. Τὴν ἕνωση τῶν φύσεων στὸ Χριστὸ θεωροῦσε ὡς ἕνα ἁπλὸ ἐξωτερικὸ πλησιασμό, ὡς μία ἕνωση, ὄχι βαθιὰ καὶ ἐσωτερικὴ (ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση γι᾿ αὐτὸν ἦταν τελείως ἀκατανόητη), ἀλλ᾿ ἕνωση ἠθικὴ καὶ «κατ᾿ ἀξίαν», ὡς μιὰ ἁρμονικὴ συνεργασία τῆς
θεότητος μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Σ᾿ ἕνα τέτοιο πλέγμα σκέψεων δὲν ἦταν δύσκολο στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ν᾿ ἀποδοθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἰδέα ὅτι προέκοπτε ὁ Κύριος ἠθικῶς, παλαίοντας κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὀχλούμενος ἀπὸ πάθη καὶ ἐπιθυμίες κακές. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ δεχθήκανε οἱ θεολόγοι τῆς ἀκραίας πτέρυγας τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς (Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ἄ.).
5) Στὸ ἀντίθετο ἄκρο τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου στεκόταν ὁ Ε ὐ τ υ χ ὴ ς, ἀρχιμανδρίτης στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἰσηγητὴς τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Αὐτὸς τόνιζε ὑπερβολικὰ τὴν ἑνότητα τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκκινώντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ (δανεισμένη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία) ὅτι, ὅπου ὑπάρχει φύση ἐκεῖ πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ πρόσωπο, ἦταν ὑποχρεωμένος, στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου, ποὺ τόσο ἔντονα ὑποστήριζε, ν᾿ ἀποδεχθεῖ καὶ μία μονάχα φύση. Ποία ἦταν ἡ φύση αὐτή; Φυσικὰ ἡ θεία, ὡς ἰσχυρότερη καὶ ἐπικρατέστερη. Τί δὲ ἀπέγινε ἡ ἀνθρωπίνη; ᾿Απορροφήθηκε ἀπὸ τὴ θεία. Χάθηκε στὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς θεότητος. Γιὰ νὰ διαφωτίσει μάλιστα τὴ διδασκαλία του, ἔφερνε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς σταγόνος ὄξους (ξιδιοῦ), ἡ ὁποία, ὅταν ριχτεῖ στὸν ὠκεανό, ἀναλύεται καὶ χάνεται στὰ θαλάσσια νερά.
6) ᾿Ενῶ οἱ μονοφυσῖτες ἀπέρριπταν τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ γιὰ λόγους καθαρὰ χριστολογικούς, οἱ ἀ φ θ α ρ τ ο δ ο κ ῆ τ ε ς τὴν ἐμείωναν, ἀφαιρώντας ἀπ᾿ αὐτὴν ἕνα οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς λειτουργικότητός της: τὰ ἀδιάβλητα πάθη της, ποὺ λέγονται ἔτσι, γιατὶ δὲν ἔχουν τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, εἶναι πάθη φυσιολογικά. Τὸ ἐπίκεντρο τῆς αἱρέσεως αὐτῆς ἦταν ἡ ἰδέα τῆς ἀφθαρσίας. ᾿Ενόμιζαν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, θεοποιηθεῖσα «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, κατέστη ἄφθαρτη («ἐδόκουν αὐτὴν ἄφθαρτον εἶναι», ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία τους), ἀποβαλοῦσα ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη της· ἡ μὲν ψυχὴ τὶς φυσικὲς κινήσεις της (συγκίνηση, ὀργή, δειλία κ.τ.ὅ.), τὸ δὲ σῶμα τὶς φυσικὲς ἀνάγκες του (πεῖνα, δίψα, κάματο, ἀνάπαυση, ὕπνο κ.λ.π.). ῎Αν δὲ στὴ Γραφὴ γίνεται ἡ λειτουργία τους, γινόταν «κατ᾿ οἰκονομίαν» μόνον, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε ἐκτάκτως τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴ λειτουργία τους, καὶ γιὰ ὅσο χρόνο ἀπαιτοῦσαν οἱ λυτρωτικοὶ σκοποὶ τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ταῦτα ἐξαφανίζονταν πάλιν ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Κυρίου.
7) Τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐμείωναν τέλος ὁ μ ο ν ο θ ε λ η τ ι σ μ ὸ ς καὶ ὁ μ ο ν ο ε ν ε ρ γ η τ ι σ μ ό ς. Οἱ αἱρέσεις αὐτές, ὡς μιὰ προσπάθεια συμβιβασμοῦ ᾿Ορθοδόξων καὶ μονοφυσιτῶν, ἀφαιροῦσαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση καὶ ἐνέργεια. ῾Ο Χριστὸς εἶχε μὲν δύο φύσεις (προσέγγιση ᾿Ορθοδόξων), ὄχι ὅμως καὶ δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ ἐνέργειες, ἀλλὰ μίαν, τὴ θεία (προσέγγιση μονοφυσιτῶν).
* * *
῞Ολες οἱ πιὸ πάνω αἱρέσεις, κακοποιώντας τὴν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, ἔπλητταν ἀνελέητα καὶ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του. ῞Ενας Χριστὸς φάντασμα, ποὺ δὲν εἶ-
χε λογικὸ νοῦ ἤ ἦταν ἄψυχος, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶχε μὲν ἐξατμισθεῖ στὴ θεότητα ἤ εἶχαν ἀφαιρεθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν οἱ φυσικὲς ἀνάγκες της· ἕνας Χριστὸς ἀθέλητος καὶ ἀνενέργητος ἤ χωρισμένος ἀπότομα σὲ Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, πῶς μποροῦσε, ἀλήθεια, νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο;
* * *
῾Η ᾿Εκκλησία μπροστὰ στὸ διαγραφόμενο αὐτὸ κίνδυνο ἀντέδρασε σθεναρῶς, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρέσεις αὐτές. ᾿Ετόνιζε σὲ κάθε βῆμα τὴν ἀλήθεια, τὴν πληρότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστὸς ἦταν πλήρης καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Πῆρε φύση ὁλοκληρωμένη καὶ ἀκέραιη, γιατί, ἄν ἔπαιρνε μειωμένη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σώσει στὸ μέρος ποὺ τῆς ἔλειπε, νὰ τὴν ἀνακεφαλαιώσει καὶ νὰ τὴν ἁγιάσει στὴν ἀρχέγονή της ἀλήθεια καὶ πληρότητα (῞Αγιος Εἰρηναῖος). «Τὸ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον», θὰ πεῖ ἐπιγραμματικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἀντικρούοντας τὴν αἵρεση τοῦ ᾿Απολιναρίου. Κατὰ τοῦ Νεστορίου δέ, θὰ τονίσει τὴ μεγάλη χριστολογικὴ ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶχε δικό της πρόσωπο, ἦταν φύση ἀπρόσωπη, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ὁ Κύριος, δὲν ἔζησε οὔτε μία στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, ποὺ ἔγινε «ἐξ ἄκρας συλλήψε-
ως» στὴ θεοχώρητη μήτρα τῆς Παρθένου. ῾Η ἀνθρωπότητα βεβαίως τοῦ Κυρίου δὲν ἔμεινε μετέωρη, ἀλλ᾿ ὡς ἀπρόσωπη φύση καθ᾿ ἑαυτήν, ὡς μὴ ἔχουσα θέλημα γ ν ω μ ι κ ό, ἀλλὰ φ υ σ ι κ ὸ θέλημα θεωμένο στὴν ἀπερινόητη τῶν δύο φύσεων συνδρομή, ἦταν ἀπρόσβλητη στὴν ἁμαρτία. ῾Ως ἁγία δὲ καὶ πάλλευκη, μποροῦσε μὲ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατό της νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ καὶ τὸ συντριπτικὸ βάρος τῆς ἀποστασίας του.
* * *
Τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἄν καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, τὴ λατρεύουμε, χωρὶς νὰ εἴμαστε κτισματολάτρες. Γιατὶ εἶναι φ ύ σ η τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου συνελήφθη καὶ ἀπ᾿ Αὐτὴν γεννήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός· ὅπως καὶ στὸ σταυρὸ πέθανε «σαρκὶ» στὴν παθητὴ σάρκα Του. Τὴ φύση ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴ Μητέρα Του ὁ Χριστὸς τὴν ἔκανε δική Του, τὴν οἰκειοποιήθηκε στὸ ἀΐδιο πρόσωπό Του ὡς Θεοῦ Λόγου, ὅπου καὶ τὴν ἐθεοποίησε στὴ βάση τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων. Λατρεύουμε τὸν Χριστὸ ὡς Θεάνθρωπο. Λατρεύουμε τὸ θεανδρικό Του πρόσωπο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀποχωριστεῖ ὁ ἄνθρωπος. Λατρεύουμε τὸν Κύριό μας μὲ μιὰ ἑνιαία προσκύνηση. Δὲν χωρίζουμε τὴ μία θεανδρικὴ υἱότητα τοῦ Χριστοῦ σὲ δύο ξεχωριστὲς υἱότητες (θεία καὶ ἀνθρωπίνη), ὅπως ἔκανε ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος ἀπέδιδε ἀντίστοιχα καὶ δύο προσκυνήσεις στὸν Χριστό, μία τοῦ Θεοῦ καὶ μία τοῦ ἀνθρώπου.
* * *
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λατρεύουμε καὶ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο τῆς Εὐχαριστίας: γιατὶ εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἁπλᾶ στοιχεῖα φυσικά, ἀλλ᾿ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, ἑνωμένα μὲ τὴ θεοφόρητη ψυχή Του καὶ κατ᾿ ἐπέκταση μὲ τὴ θεότητα. Γι᾿ αὐτὸ τὰ τίμια Δῶρα μποροῦν νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν κάνουν Θεό: γιατὶ ὑπάρχει ἡ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ φλέγει
τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ τὸν καταφλέγει, καὶ ποὺ κατατρώγει τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ σῶμα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
* * *
Στὴν ἀνθρωπότητα τέλος τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἡ θέωση τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Τὰ σώματα τῶν ῾Αγίων, ποὺ εἶναι μυστικὰ ἐνσωματωμένα στὴν «καθολικότητα» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπερνῶνται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, φλογίζονται ἀπὸ τὸ μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀστράφτοντας τὴ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. ῞Ολ᾿ αὐτὰ ἀποτελοῦν καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας Βασιλείας!