Δόξα ἐν ὑψίστοις…
Στέργιου Σάκκου
Τὰ Χριστούγεννα ἔχουν πάνω τους τὴ γλύκα τῆς γιορτῆς ἑνὸς παιδιοῦ. Ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος γεννιέται ἀνάμεσά μας, ἕνα καινούργιο παιδὶ μᾶς χαμογελάει. Κι αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ξένο γιὰ κανένα μᾶς· εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ποὺ γεννιέται μὲ τὴ θεία τοῦ ὀμορφιά, ἀνώτερη κι ἀπὸ τὸ πρῶτο κάλλος του, μὲ τὴν ὡραιότερη μορφή του στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιορτάζοντας ὁ πιστὸς τὰ Χριστούγεννα ζεῖ κάθε φορά ἕνα μεγάλο μυστήριο· τὴ γέννηση τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας.
Αὐτὰ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε κἄν λόγια. Σημαίνουν τὴν ἴδια τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου στὸ πιὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικό της μέρος, τὴν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Σημαίνουν τὴ λύση ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δίπλα στὸ δρόμο τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸ παράδεισο, χάραξε γι’ αὐτὸν παράλληλα καὶ τὸ δρόμο τῆς λυτρώσεώς του.
Τὰ Χριστούγεννα οἱ δύο αὐτοὶ δρόμοι συναντῶνται κι ἀνοίγει φωτεινὸ γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ μονοπάτι τῆς νέας ζωῆς. Ἐδῶ, στὸ σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων, μαθαίνουμε ἀπὸ ἀγγέλων χείλη ὅτι ἐπιτέλους φανερώθηκε στὴ γῆ μας ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου, καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ ἀνθρώπου·«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 14).
Μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό του στὸν ἄνθρωπο. Μπρὸς στὰ ἔκθαμβα μάτια μας ξεδίπλωσε τὰ μυστικά του, ἔδειξε τὸ πλάτος τῆς ἀγάπης του, τὸ βάθος τῆς σοφίας του, ἄφησε νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του· ὅσο μπορούσαμε. Ἡ φυσικὴ δημιουργία, ἀλλὰ κι ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ εἶχαν ἤδη μιλήσει γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θειότητά του, γιὰ τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο του. Ἀλλὰ ποτὲ πρὶν δὲν φάνηκε ἔτσι ἡ δόξα του, ὅπως στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, διότι ποτὲ πρὶν δὲν ἐκφράσθηκε ἔτσι ἡ ἀγάπη του.
Ἔριξε τὸ μονάκριβο παιδί του στὴ μεγαλύτερη περιπέτεια, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγγείλει μὲ σάρκα καὶ στόμα ἀνθρώπινο τὸ Ὄνομά του, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νὰ μᾶς διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ τί εἶναι ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη ἀποτελεῖ, ἀπὸ μόνη της δόξα Θεοῦ. Ὅπως δόξα γιὰ τὸ διαμάντι εἶναι αὐτὴ ἡ λάμψη του, καθὼς στραφταλίζει κάτω ἀπό τὸ ἔμπειρο βλέμμα, ὅπως δόξα γιὰ τὸν βασιλιὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀξίωμά του, ὅταν ἀσκεῖται ἐπάξια, ἀνάλογα δόξα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι αὐτό·τὸ ἴδιο τὸ φανέρωμά του, καθὼς «ἔκλινε οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Ψαλμ. 17, 10) καὶ πλάγιασε σὰν βρέφος μέσα στὴ φάτνη.
Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα καθρέφτισμα τοῦ οὐρανοῦ πάνω στὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ἀλλὰ εἶναι καὶ μία ἀντανάκλαση τοῦ οὐρανοῦ μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὅπως μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ λαμπρότητα τοῦ ἥλιου κοιτάζοντας πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ καὶ βλέποντας τὴν πλάση νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸ φῶς του, ἔτσι μποροῦμε νὰ θαυμάσουμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ μελετώντας τὶς φανερώσεις του, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμώντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπισκέψεώς του στὴ γῆ. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τὴν ἐπίσκεψη τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο, ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει ντροπιασμένη γιὰ τὴν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου στὴ πρώτη ἐκείνη συνθήκη μὲ τὸν Θεὸ μέσα στὸν παράδεισο. Τώρα ποὺ ἡ συνθήκη ἀνανεώνεται, ποὺ μὲ τὸ πολύ του ἔλεος ὁ Πλάστης γίνεται Πατέρας, ἡ εἰρήνη ξανάρχεται στὴ γῆ, ὄχι ἀφηρημένα σὰν κατάσταση, ἀλλὰ συγκεκριμένα σὰν πρόσωπο· εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός. Τὸ σῶμα τοῦ γίνεται σῶμα μας, καθὼς ὅλοι οἱ πιστοὶ συναρμολογοῦνται πάνω του ὡς μέλη, κι ὁ Ἴδιος γίνεται ὁ ὀργανικὸς σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ συνάνθρωπο, ἀφοῦ ἑνώνει καὶ τοὺς πιὸ ἀντίθετους μέσα στὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας του. Τὸ πανανθρώπινο αἴτημα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδελφοσύνης παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία εἰρήνης τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ εἰρήνη, ποὺ ἔτσι κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ, δοξάζει τὸν Θεὸ ἀνταποδίδοντας τὴ δόξα του.
Ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο μία εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ συνάνθρωπο, εἶναι ἐπίσης μία εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεὸς μαζὶ γίνεται ὁ ζωντανὸς δεσμὸς μεταξύ τους καὶ εἰρηνεύει τὴν ἐπαναστατημένη καρδιά μας. Μᾶς προσφέρει τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀμνηστία καὶ τὴν εὔνοιά του. Μᾶς συμφιλιώνει μαζί του καὶ ζητᾶ νὰ δεχθοῦμε αὐτὴ τὴ συμφιλίωση. Δὲν ζητᾶ νὰ κάνουμε κάτι, ἀλλὰ μόνο νὰ δεχθοῦμε τὴν εὐδοκία, ποὺ ὁ Ἴδιος ἀντιπροσωπεύει, θέλει ἕνα τόπο νὰ γεννηθεῖ μέσα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγεννήσει στὴ χάρη καὶ στὴ λύτρωση. Ἡ χαρά μας καὶ ἡ ἁρμονία μας τότε θὰ συνθέσουν μὲ τὴ σειρὰ τοὺς τὴν πιὸ ἀληθινὴ δοξολογία στὸν Θεό.
Στὸ σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων οἱ φωνὲς τῶν ἀγγέλων σκεπάζονται σήμερα ἀπὸ ἀπαίσιες κραυγές. Ὁ ἄνθρωπος βρίζει τὸν Θεό· φασκελώνει τὴ δόξα του κι ἐπιδεικνύει αὐτάρεσκα τὰ δικά του ἐπιτεύγματα. Χλευάζει τὴν εἰρήνη του· τὴν ἀγνοεῖ καὶ δὲν τὴν ἐννοεῖ. Ἀπορρίπτει τὴν εὐδοκία του· γι’ αὐτὸ μένει δυστυχισμένος καὶ βασανιζόμενος.
Τί Χριστούγεννα θὰ κάνει φέτος ἡ ἀνθρωπότητα; Ποιὸς θὰ ἀκούσει τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων;
Ἂν μὲ λαχτάρα προσεύχεσαι «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου», θὰ ἀκούσεις τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ». Ἂν μὲ ἀγάπη ζητᾶς: «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», θὰ νιώσεις τὸ «ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Κι ἂν μὲ χαρὰ καὶ ἀφοσίωση ὁμολογεῖς: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου», πηγαία θὰ ἀναφωνήσεις τὸ «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Αὐτὸς ποὺ γιορτάζει ἀληθινὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιορτάζει πράγματι τὴ δική του ἀναγέννηση, τὴ γέννηση ἑνὸς καινούργιου καὶ λυτρωμένου ἀνθρώπου.
Ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Θεὸς στὴ γῆ μας». :
Ἔκδ. Ο.Χ.Α. Ἀπολύτρωσις. Θεσσαλονίκη 2005)