Οἱ ἔννοιες «ἁγιότητα» καὶ «ἅγιος»
Ἀνδρέα Θεοδώρου
1. Διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι βασικὴ ἰδιότητα τῆς ἐνέργειας καὶ τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Σημαίνει ἀπουσία ἀπὸ τὴν πανακήρατη φύση κάθε ἴχνους κακίας, στὴν ὁποιαδήποτε μορφή της. Ὁ Θεὸς εἶναι ὀντολογικὰ ἅγιος, διότι ἡ οὐσία του εἶναι φύσει ἀγαθή. Ἡ κακία ἀφ’ ἑτέρου εἶναι ὀντολογικὰ ἀνύπαρκτη. Δὲν ἀνήκει στὴν κλίμακα τῶν ὑπαρκτῶν ὄντων, ἀλλὰ εἶναι ἐπιφαινόμενο. Φαίνεται, δὲν εἶναι, λαμβάνουσα τὴν ὑπόστασή της ἐκεῖ, ὅπου τὰ λογικὰ ὄντα ἀπομακρύνονται ἐλεύθερα ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπου ἀπουσιάζει τὸ ἀγαθό, ἐκεῖ ἐμφανίζεται, ὡς συμβεβηκὸς ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐξαφανίζεται, ὅταν ἐμφανιστεῖ πάλιν ἐκεῖνο (τὸ ἀγαθό). Ἔτσι καὶ τὸ φῶς, ὅταν ἀναχωρεῖ, παραχωρεῖ τὴ θέση του στὸ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρὰ του ἀφανίζεται, ὅταν ἐπανεμφανιστεῖ ἐκεῖνο.
Στὸ στάδιο τῆς Θείας οἰκονομίας, ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία του ἐνέργεια στὴν πολλαπλὴ σχέση της πρὸς τὶς ἐλεύθερες πράξεις τῶν λογικῶν κτισμάτων. Ἀπὸ τὴ Θεία ἐνέργεια ἀπορρέει καὶ πρὸς αὐτὴν ἀναφέρεται κάθε ἰδέα κτιστῆς ἁγιότητος. Ὁ Θεός, ὡς δημιουργός, ἔθεσε στὰ ὄντα τὴν ἠθικὴ τάξη καὶ τοὺς ἠθικοὺς νόμους του τὴν τήρηση τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖ, τιμωρώντας τὶς ὁποῖες παραβάσεις τους. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν κριτὴς τῶν ἠθικῶν ἐνεργειῶν τῶν πλασμάτων του.
Στὸ μυαλό μας ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ νοεῖται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἠθικὴ ποιότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι κακὸ παρατηρεῖται σ’ αὐτόν, τὸ ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὴν καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη Θεία φύση. Ὡς γνωστόν, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δουλεύει ἡ ἀποφατικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ κάθε τί τὸ κακό καὶ ἀτελὲς, ποὺ παρατηρεῖται στὴν ἠθικὴ περιοχὴ τοῦ ὄντος. Διὰ τῶν ἀφαιρέσεων φθάνουμε στὴν ἀπόλυτη τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἔκφραση τῆς τελειότητος αὐτῆς.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἅγιος. Ἔτσι τὸν εἶδαν καὶ τὸν ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι σύμφωνα μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Ἠσαΐα: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀρέσκεται σὲ ὑπερβολὲς (πρὸς τί ἄλλωστε;), ἡ ἁγιότητά του εἶναι ἐκφρασμένη ἁπλὰ σὲ θετικὸ βαθμό. Ὅπως εἶναι ἐκφρασμένη καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμὶ» (Α΄ Πέτρ. α΄, 16), καὶ ὡς καὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προσωνυμεῖται ἁπλὰ «ἅγιον» («Πνεῦμα ἅγιον»), τόσο στὴ σειρὰ τῆς Ἁγ. Τριάδος, ὅσο καὶ στὶς πολλὲς μαρτυρίες τῆς θείας Γραφῆς. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ προσωνυμίες σὲ βαθμὸ ὑπερθετικό: τὴν Τριάδα ἀποκαλοῦμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριὰς ἐλέησον ἡμᾶς…»), ὅπως «Παναγία» προσαγορεύεται καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἐπισημαίνω αὐτά, γιατί ἐδῶ στὴ γῆ συμβαίνουν ἄλλα πράγματα…
Τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀποκαλεῖ τὴν Ἐκκλησία «ἁγίαν»: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Τὴν ἁγιότητά της ἡ Ἐκκλησία ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν ἀόρατη καὶ μυστική της κεφαλή, τὸν Χριστό: «ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄ 26, 27). Περαιτέρω εἶναι ἁγία ἡ Ἐκκλησία, γιατί καὶ ἡ χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ποὺ τὴν ἐμπνέει καὶ τὴν ὁδηγεῖ εἶναι ἁγία, ὅπως ἅγιος εἶναι καὶ ὁ σκοπός της, δηλαδὴ ἡ ἁγιοποίηση τῶν ἁμαρτωλῶν μελῶν της. Τὴ μεταφυσικὴ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν μειώνει τὸ γεγονός, ὅτι τὰ μέλη της, ἄνθρωποι ἀτελεῖς καὶ ἐμπερίστατοι, εἶναι ἁμαρτωλά. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ ν’ ἁγιάζει τὰ ἀσθενῆ μέλη της καὶ νὰ τὰ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ καὶ πνευματική τους τελειοποίηση.
Ἅγια, τέλος, εἶναι καὶ ἄλλα μεγέθη πνευματικὰ καὶ ὑλικά. Ἅγιος εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. ζ΄, 12), ὡς συγκεκριμένη ἔκφραση τοῦ ἁγίου του θελήματος, ἡ τήρηση τοῦ ὁποίου δεσμεύει κάθε ἄνθρωπο. Ἅγιες εἶναι οἱ θεῖες Γραφὲς (Ρωμ. α΄ 2), στὶς ὁποῖες εἶναι καταχωριμένη ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποία φανέρωσε στὸν κόσμο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἅγιος εἶναι καὶ ὁ χριστιανικὸς ναὸς μαζὶ μὲ ὅσα ὑπάρχουν σ’ αὐτόν, τὰ ἀφιερωμένα στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἅγια εἶναι καὶ τὰ ἱερὰ μυστήρια, καὶ πρὸ πάντων ἡ Θεία Εὐχαριστία, διὰ τῶν ὁποίων ἀναγεννᾶται καὶ τρέφεται πνευματικὰ ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἄλλα πολλά.
Στὸ ἠθικοπνευματικὸ πεδίο ἡ ἁγιότητα ἐκφράζεται ὡς κατάσταση, στὴν ὁποία φτάνει ὁ ἅγιος, ὡς τέλειος καὶ ὁλοκληρωμένος χριστιανός. Εἶναι ἁγιότητα σχετική, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο δὲν ἐσπίλωσε κανένα ἴχνος ἁμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β΄ 22), καὶ ὁ Ὁποῖος δὲν εἶχε κἄν τὴ δυνατότητα ν’ ἁμαρτήσει, λόγω τῆς συνθέσεως τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου του.
Ὅπως εὔκολα νοεῖται, ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι τέλεια ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ στατική, φυτευμένη στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κατάσταση δυναμικὴ καὶ ἐξιλεωτική. Δὲν γεννιέται κανεὶς ἅγιος, ἀλλὰ γίνεται. Τὸ πρῶτο ἀποτελεῖ ἀντίφαση. Ἀρετὴ καὶ στάση εἶναι πράγματα ἀντιφατικὰ Γιὰ νὰ γίνεις ἅγιος πρέπει νὰ διανύσεις πολὺ δρόμο νὰ δουλέψεις ἐπίμονα κι ἐντατικά, φυσικὰ πάντοτε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς (Ρωμ. ιγ΄ 12) καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμήσεις τὴν εὐπερίστατη ἁμαρτία (Ἑβρ. ιβ΄ 1) καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου (Ἐφ. ζ΄ 11)· νὰ καθαρίσεις ἐπιμελῶς τὸ σῶμα καὶ τὴ ψυχή σου ἀπὸ πάθη ἁμαρτωλὰ (Α΄ Κορ. ζ 1), ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ σκέψεις καὶ λογισμοὺς πονηρούς, ἀπὸ τὴ φιληδονία τῆς σάρκας καὶ τὴν κακία στὴν ὅποια μορφή της, ποὺ κουβαλάει μέσα τού κάθε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ φθάσεις «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄ 13). Παράλληλα πρέπει νὰ κοσμήσεις τὴ ψυχή σου μὲ τὶς οὐρανοδρόμες ἀρετές, τὴν ταπείνωση, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη. Ὅταν φτάσει κανεὶς ν’ ἀγαπᾶ σωστὰ τὸν Θεὸ (Ματθ. Κβ΄ 37), τότε ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς σχετικῆς ἁγιότητος.
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ θεία «εἰκών», ποὺ ὑπάρχει στὴν πλάση κάθε ἀνθρώπου (Γέν. α΄ 27) καὶ ἐντοπίζεται στὸ λογικό, τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο τῆς ψυχῆς του στὴ θετική της φορὰ στὸ ἀγαθὸ καὶ τὸν Θεό, πρέπει νὰ γίνει «ὁμοίωσις», ποὺ σημαίνει νὰ μοιάσει κανείς, σὲ μία πορεία ἐξελικτική, μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὁ Θεός, τὸ ὁποῖο ἀπηχεῖται στὴν ψυχή του καὶ δημιουργεῖ πνευματικὴ συγγένεια μὲ τὸν πλαστουργό του. Αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ χαρισματικὴ θέωση τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, ὁ Θείας φύσεως κοινωνὸς (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὁ οἰκεῖος Θεοῦ (Ἐφ. β΄ 20). Ἡ θέωση εἶναι τὸ ὅριο στὸ ὁποῖο ἐξαντλεῖται, καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ταυτίζεται ἡ ἁγιότητα τοῦ ἠθικοῦ ὄντος. Τὸ μέγεθος αὐτό, ἀρχόμενο ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θὰ ὁλοκληρωθεῖ μελλοντικὰ στὴν αἰώνια θεία βασιλεία.
Στὸ ζήτημα τῆς θεώσεως τῶν ἁγίων εἶναι πολὺ εὐαίσθητη ἡ ὀρθόδοξη ψυχή. Πῶς ὅμως νοοῦμε τὴ θέωση; Ἐδῶ πρέπει νὰ κάνουμε μία πολὺ σημαντικὴ διασάφηση. Ἡ θέωση δὲν σημαίνει ἀφομοίωση τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, πράγμα ποὺ πολλοὶ νομίζουν, ὅτι διαβλέπουν στὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Ἡ κτιστὴ ἀνθρώπινη φύση σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ ν’ ἀφομοιωθεῖ μὲ τὴν ἄκτιστη Θεία. Δὲν μποροῦν νὰ χαθοῦν οἱ κτιστοὶ χαρακτῆρες της, ποὺ τὴν προσδιορίζουν ὡς πεπερασμένο δημιούργημα. Ἡ μετάπτωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴ Θεία εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει, δεδομένης τῆς ἀπειρίας καὶ τῆς ἀπόλυτης ὑπερβατικότητος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀπρόσιτη, ἀκοινώνητη καὶ ἀμέθεκτη. Ἡ θέωση δὲν σημαίνει πανθεϊστικὴ ἀνάχυση καὶ ἀπορρόφηση τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο (παράδειγμα: μία σταγόνα ξύδι στὸν ἀπέραντο ὠκεανό), ἕνα εἶδος μονοφυσιτικὴς οὐσιώσεως στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀπειρίας. Ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴν παραμένει ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεός, Θεός. Τὸ πράγμα εἶναι τόσο σαφές, ὥστε νὰ μὴν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση.
Κι ὅμως ἡ θέωση, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, δὲν εἶναι ἁπλὸ σχῆμα λόγου, ἰδέα διάκενη ἢ ψιλὸς συμβολισμὸς τῆς ἠθικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ θέωση πραγματική, μεταφέρουσα ὅλο τὸ σημαινόμενο τῆς λέξεως. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεὸς (μὲ μικρὸ βέβαια θ). Καὶ φυσικὰ δὲν πρόκειται περὶ παραδοξολογήματος, οὔτε περὶ ἀντιφάσεως πρὸς ὅσα σημειώσαμε πιὸ πάνω. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ θέωση εἶναι οὐσιώδης μετοχὴ στὴ θεότητα, ὄχι βέβαια στὴν ὑπερβατικὴ καὶ ἀμέθεκτη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἄκτιστη θεία του ἐνέργεια, ἡ ὁποία πηγάζει ἀϊδίως ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ὡς ὁ ἄφθαρτος καὶ ἐγγενὴς πλοῦτος της, εἶναι θεοπρεπῆς διάκριση, ὅπως εἶναι καὶ οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις στὴ θεότητα, χωρὶς νὰ ἐπιφέρει σύνθεση στὴν ἁπλότητα ἐκείνης. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἀληθινὸς Θεός, ἐκφράζει τὴν ἀπρόσιτη καὶ ἀνέκφραστη Θεία φύση καὶ εἶναι ἐξωτερικὰ κοινωνητὴ καὶ μεταδότη. Δι’ αὐτῆς φανερώνεται ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, ἁγιάζονται οἱ λογικὲς φύσεις καὶ συνάπτεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό. Ἄκτιστη χάρη καὶ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια εἶναι ταυτόσημες. Ὁ ἄνθρωπος, μετὰ ἀπὸ μακρὰ κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κόσμηση τῆς ψυχῆς του διὰ τῶν οὐρανοδρόμων ἀρετῶν, ἑνοῦται μὲ τὴ φωτεινὴ ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, μὲ τὴ χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται καὶ θεοποιεῖται.
Ἡ ἕνωση αὐτὴ τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο δὲν εἶναι ἁπλὴ ἠθικὴ ἐπαφὴ (αὐτὸ στὴ χριστολογία ἔλεγε ὁ Νεστοριανισμός), ἀλλ’ ἀνακράση πραγματική, περιχώρηση τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας ἀπὸ τὴ φωτεινὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια θὰ λάμψουν οἱ δίκαιοι στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὡς ὁ ἥλιος (Ματθ. ιγ΄ 43). Εἶναι θέωση κυριολεκτική, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει καὶ πανθεϊστικὴ ἀνάχυση τῶν φύσεων, ὅπως σημειώσαμε. Ἔχουμε καὶ παράδειγμα διασαφητικό, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε καὶ στὸ πεδίο τῆς χριστολογίας. Ὅπως στὸν πυρακτωμένο σίδηρο ἡ φύση τοῦ μετάλλου μὲ τὴ φύση τῆς φωτιᾶς ἑνώνονται τόσο στενὰ μεταξύ τους, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖς νὰ τὰ διαχωρίσεις, καὶ ὡστόσο παραμένουν καθ’ ἑαυτὲς ἀλώβητες (ὁ σίδηρος παραμένει σίδηρος καὶ ἡ φωτιά, φωτιά), ἔτσι κι ἐδῶ τὸ κτιστὸ πλάσμα ἑνώνεται βαθιὰ μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, χωρὶς νὰ ἀποβάλει τὴ φύση του, προσλαμβάνοντας τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία καὶ θεοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, ἀποκτᾶ «κατὰ χάριν» ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι «φύσει» ὁ Θεός.
Ἡ θέωση εἶναι τὸ τέρμα τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως καὶ τελειώσεως τοῦ ἄνθρωπου. Ἀρχομένη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θὰ τελειωθεῖ στὰ ἔσχατα, στὸ χῶρο τῆς θείας βασιλείας, στὸν ὁποῖο ὁλόλαμπρες κι ἀστραφτερὲς στῆλες θεώσεως θὰ εἶναι οἱ καταξιωμένες μορφὲς τῶν ἁγίων. Ὄχι βέβαια κι οἱ φύσεις τῶν ἀγγέλων, γιατί ἡ θέωση ἀφορᾶ μόνο τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ( Ρωμ. ε΄ 8 ). Οἱ ἄγγελοι βρίσκονται ἤδη στὸ στάδιο τῆς ἄφθορης θείας δόξας.
Οἱ ἄνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοὶ (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), καὶ οἱ ἄγγελοι, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. α΄ 14), εἶναι τὸ πνευματικὸ ἐπιτελεῖο τῆς θείας βασιλείας. Οἱ πρῶτοι, οἱ ἅγιοι, εἶναι σεπτὰ σκηνώματα τῆς χάριτος. Τὰ λείψανά τους εἶναι ἱερά, ἄξια εὐλαβικῆς προσκυνήσεως καὶ τιμῆς ἀπὸ μέρους τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτὰ παραμένει ἡ χάρη (=ἐνέργεια) τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τὰ κάνει ἄφθαρτα καὶ θαυματουργά. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τῶν ἁγίων, ποὺ κοσμοῦν τοὺς χώρους τῆς θείας λατρείας. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἀποδέκτες τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, μεταφέροντες τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν στὸν Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως καὶ οἱ ἴδιοι διὰ τοὺς ἐπὶ γὴς ἀδελφούς τους, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς στρατευόμενης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
2. Διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ δόγμα τῶν ἁγίων ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει πολλὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸ ἀντίστοιχο τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἔχει ὅμως καὶ βασικὲς διαφορές, ποὺ τὸ διαστέλλουν διαμετρικὰ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη.
Ἡ βασικότερη διαφορὰ ἔγκειται στὸ δόγμα τῆς θεώσεως, τὸ ὁποῖο οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀναφανδὸν ἀπορρίπτουν. Δὲν δέχονται θεωμένους ἁγίους. Γι’ αὐτοὺς οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἠθικὰ τέλειοι, οἱ ὁποῖοι ἀτενίζουν τὸ φῶς καὶ τὴ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς καθιστᾶ μακάριους στὴ θεία βασιλεία. Ἀνάκραση τῆς κτιστῆς φύσεως μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦν νὰ δεχτοῦν, πρῶτο γιατί ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη (ὀρθῶς βέβαια), καὶ δεύτερο, γιατί ἀπορρίπτουν τὴ διάκριση τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας στὴν ὑπερβατικὴ θεότητα, μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι μία τέτοια διάκριση ἐπιφέρει σύνθεση στὴν ἁπλὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Κατ’ αὐτοὺς ἡ Θεία χάρη δὲν εἶναι μέγεθος ἄκτιστο, ἀλλὰ κτιστό. Θέωση δὲ σὲ κτιστὸ μέγεθος δὲν ἔχει νόημα. Στὰ σημεῖα αὐτὰ ἐπικεντρώνονταν, ὡς γνωστόν, οἱ περὶ ἀκτίστου θείου φωτὸς ἔριδες μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων τὸν ΙΕ΄ αἰώνα.
Ἡ διαφορὰ αὐτὴ τῶν δύο θεολογιῶν εἶναι προεχόντως σημαντική. Ἀφετηρία της ἔχει τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέχεται τρία τινὰ στὸν Θεό, τὴν οὐσία, τὶς ὑποστάσεις καὶ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (οἱ δύο τελευταῖες εἶναι διακρίσεις θεοπρεπεῖς), ἡ ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία ἀπορρίπτει τὴν τελευταία διάκριση, δεχόμενη μόνο οὐσία καὶ ὑποστάσεις στὴ θεότητα. Οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες εἶναι γι’ αὐτὴν δίδαγμα ἀβάσιμο, λυμαινόμενο τὴν ἁπλότητα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἄκτιστο, ἀλλὰ κτιστό, φαίνεται προσωρινὰ καὶ ἀκολούθως χάνεται. Μὲ ἄλλα λόγια, ἔχουμε σημαντικὴ τριαδολογικὴ διαφορά, ἡ ὁποία καθιστᾶ πλέον ἀγεφύρωτο τὸ δογματικὸ χάσμα, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Δὲν εἶναι δηλαδὴ μόνο τὸ filioque ( ἡ «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ποὺ καθιστᾶ διάτρητη τὴν περὶ Τριάδος ἀντίληψη τῶν Παπικῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόρριψη τῶν θείων ἐνεργειῶν, ποὺ γιὰ μᾶς ἀποτελεῖ καίριο σημεῖο τῆς ὀρθόδοξης περὶ ἁγίας Τριάδος διδασκαλίας.
Συνημμένα μὲ τὴν τριαδολογία, τὸ περὶ θεώσεως δόγμα ἔχει σοβαρὸ ἀντίκτυπο καὶ στὸ πεδίο τῆς σωτηριολογίας. Τὸ πνεῦμα τῶν δύο θεολογιῶν εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετο. Γιὰ μᾶς ἡ θέωση, ὡς τὸ ὕψιστο σωτηριολογικὸ ἀγαθό, δὲν κυριαρχεῖ μόνο στὴ θεολογία μας, ἀλλὰ καὶ στὴν πνευματικότητα, τὴν εὐσέβεια, τὴ λατρεία, τὸ ἀσκητικὸ ἦθος καὶ σ’ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς, ἀποτελώντας τὸ ὕψιστο τέλος, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδοξίας! Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ συνυπάρξουν οἱ δύο τόσο διαφορετικὲς πνευματικότητες μεταξύ τους; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὁ φλεγόμενος ἀπὸ τὸ μυστικὸ βίωμα τῆς θεώσεως, νὰ συζήσει μὲ τὴν ἠθικὴ ἐξωτερικὴ περὶ σωτηρίας ἀντίληψη τῶν Λατίνων; Ἀλήθεια, πῶς;
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ περὶ ἁγιότητος καὶ ἁγίων ἀντίληψη τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν χωλαίνει ὡς πρὸς τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι διάχυτο, ἀποτελώντας τὴ ψυχὴ τῆς ἀντίστοιχης ὀρθόδοξης θεωρήσεως. Θὰ λέγαμε, ὅτι ἡ θεώρηση τῶν Παπικῶν πάσχει ἀπὸ κάποια ἐξωτερικότητα καὶ ἐπιφανειακότητα, ποὺ εἶναι ἄλλωστε σύμφυτη σὲ ὅλες τὶς δομὲς τοῦ θεολογικοῦ καὶ πρακτικοῦ πνεύματος τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Αὐτὸ φαίνεται πρωτίστως στὴν εὐχέρεια μὲ τὴν ὁποία ἀνακηρύσσονται ἅγιοι οἱ εὐσεβεῖς στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Νὰ εἶναι ἄραγε τόσο εὔκολη ἡ ἀνακήρυξη αὐτή; Σὲ μᾶς ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι. Γιὰ ν’ ἀνακηρυχτεῖ κανεὶς ἅγιος στὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ὑπάρχουν πολλὲς ἐνδείξεις στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς θεωτικῆς παρουσίας τῆς χάριτος στὸ βίο, τὶς ψυχές, τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὴ θαυματουργία τῶν εὐσεβῶν καὶ τῶν δικαίων.
Κατόπιν τὸ τυπικὸ καὶ δικανικὸ πνεῦμα, ποὺ διεμποτίζει τὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, φαίνεται καὶ σὲ ἄλλες πτυχὲς τῆς περὶ ἁγίων διδασκαλίας του. Μία τέτοια πτυχὴ εἶναι καὶ οἱ περισσεύουσες ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων. Κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὁ πιστός, γιὰ νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ τελέσει τὰ ἁπλά του καθήκοντα, ὅπως τὰ ἐπιτάσσει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καὶ ν’ ἀναλάβει τὴν τήρηση ὑπερτάκτων ἔργων, τὰ ὁποία δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὰ (ἀγαμία, ἱεραποστολή, μαρτύριο αἵματος κ.α.). Ἂν ὅμως ἀναλάβει ἐθελούσια τὴν τήρηση τῶν ἔργων αὐτῶν, ἀναλάβει δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀπότιση τοῦ χρέους, ἐπιτελεῖ κάτι ἐπὶ πλέον, ἔχοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «περισσεύουσαν ἀξιομισθίαν», ἡ ὁποία μαζεύεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ κατατίθεται στὸ ταμεῖο τῆς περισσευούσης ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων. Ἀπ’ αὐτὸ μπορεῖ ν’ ἀντλεῖ ἑκάστοτε ἡ Ἐκκλησία μέρος τῶν ἀξιομισθιῶν καὶ νὰ τὶς διαθέτει (παλαιότερα ἐπὶ χρήμασι) γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν (πνευματικὰ) μελῶν της. Τὸ δόγμα καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτή, ποὺ μοιάζουν μὲ ἐμπορικὴ συναλλαγή, εἶναι πολὺ ἄσχημο, δημιούργησε τριβὲς στὴν ἴδια τὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, κι ὁδήγησε, μεταξὺ ἄλλων, στὴ Διαμαρτύρηση (Προτεσταντισμὸ) τοῦ 16ου αἰώνα. Εἶναι δὲ γνωστὸ πόσο ἀποτρόπαιη ὑπῆρξε ἡ πρακτικὴ τῶν συγχωροχαρτιῶν, ἡ ὁποία στιγμάτισε ἀνεξίτηλα τὴν Ἐκκλησία αὐτή.
Σαθρὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ δογματικὴ βάση, στὴν ὁποία στηρίζεται τὸ δόγμα τῆς περισσευούσης ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων. Ἡ τήρηση τοῦ εὐαγγελικοῦ Νόμου καθ’ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ εἶναι, ὅπου ἐλευθέρα ἀναλαμβάνεται, χρέος αὐστηρὰ προσωπικό, χωρὶς νὰ δημιουργεῖ κανένα εἶδος περίσσειας. Ἀλλά, καὶ ἂν δημιουργεῖ, δὲν κατανοοῦμε τὸ λόγο δημιουργίας τοῦ ταμείου τῆς περισσευούσης ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων καὶ τὸν τρόπο διαχειρίσεώς του. Περίσσεια, καὶ μάλιστα ἄπειρη, μόνο τὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ κατέχει, καὶ κανένας ἄλλος. Ὁ πιστός, ὅταν ἀναλαμβάνει τὴν τήρηση καὶ τῶν πιὸ μεγάλων εὐαγγελικῶν παραινέσεων καὶ συμβουλῶν, δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ «ἀχρεῖος δοῦλος», ὁ ὁποῖος ἐπιτελεῖ ἁπλὰ τὴν ὀφειλὴ καὶ τὸ χρέος τοῦ ἐνώπιον τοῦ νομοδότη Κυρίου του (Λουκ. ιζ΄ 10).
3. Διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων ( Προτεσταντῶν).
Ὡς πρὸς τοὺς Προτεστάντες, τέλος, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κἄν λόγος περὶ δόγματος τῶν ἁγίων. Αὐτοὶ δὲν ἀποδέχονται τοὺς ἁγίους. Ἀπορρίπτουν κάθε ἔννοια μεσιτείας πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ μέρους ἀνθρώπων ἔξω ἀπὸ τὴ μοναδικὴ μεσιτεία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦν νὰ δοῦν, ὅτι ἡ μεσιτεία τῶν ἁγίων γίνεται στὸ ὄνομα τῆς μεγάλης καὶ μοναδικῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Τιμ. β΄ δ), καὶ πρὸς δόξαν ἐκείνης. Ἀντιδρώντας κατὰ τῶν καταχρήσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἔφτασαν σὲ σημεῖο ν’ ἀπορρίψουν πλήρως τὴν πραγματικότητα τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, ἀναφαίρετο στοιχεῖο τῆς ὁποίας εἶναι τὸ δόγμα τῶν ἁγίων. Δὲν τιμοῦν τὰ λείψανά τους, οὔτε στοὺς χώρους λατρείας τοὺς ἔχουν παραστάσεις καὶ ἀπεικονίσεις ἁγίων, μὴ διστάζοντας νὰ χαρακτηρίσουν τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων, ποὺ γίνεται στὴν Ὀρθοδοξία, σὰν εἰδωλολατρία! Κατατρυχόμενοι, τέλος, ἀπὸ τὸ φιλελεύθερο καὶ ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα τῆς θεολογίας τους, εἶναι πολὺ πτωχοὶ ὡς πρὸς τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο καὶ τὸν πλοῦτο, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ θέωση γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη. Ἅγιοι εἶναι ἁπλὰ οἱ ἔντιμοι καὶ ἐνάρετοι χριστιανοί. Ἡ χαρισματικὴ ἐκλάμπρυνση τῶν δικαίων εἶναι ξένη πρὸς τὴν πίστη τους, μιᾶς καὶ δὲν ἀποδέχονται – ὅπως καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ – τὴ διάκριση τῆς θείας ἐνέργειας στὴν ἄπειρη φύση τοῦ Θεοῦ.
Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ γενικὰ ὡς πρὸς τὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν ἁγίων, κατὰ τὶς ὑπάρχουσες ἀντιλήψεις τῶν διαφόρων χριστιανῶν. Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι κορυφαῖο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο καθορίζει σαφῶς τὸ στίγμα καὶ τὴ θέση της στὴ διοικουμενικὴ κίνηση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ φιλενωτικὸ θεολογικὸ διάλογο, ποὺ διεξάγεται μεταξύ τους αὐτὴ τὴ στιγμή. Εἶναι δὲ κορυφαῖο, γιατί ἅπτεται τόσο τῆς τριαδολογίας, ὅσο καὶ τῆς σωτηριολογίας καὶ τῆς πνευματικότητος ἐν γένει τῆς Ὀρθοδοξίας.