Τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα
Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov
Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.
Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).
Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;”.
Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).
Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν. Συνέχεια
Γιά τήν μνησικακία
Ἀββᾶ Δωροθέου
Ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὁ Εὐάγριος, εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανέναν. Καί πάλι εἶπε: Ἄν κάποιος χαλιναγωγήσει τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες. Ἄν ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπ’ αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ξένος ἀπό τή μοναχική ζωή[1] καί ἄλλα σχετικά. Τί λοιπόν πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, πού δέν σταματᾶμε μόνο στό θυμό καί στήν ὀργή, ἀλλά πολλές φορές φτάνουμε καί μέχρι τή μνησικακία; Τί ἄλλο, παρά τό νά πενθήσουμε γι’ αὐτή τήν ἐλεεινή καί ἀπάνθρωπη κατάστασή μας. Ἄς κρατήσουμε λοιπόν ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀδελφοί μου, καί ἄς βοηθήσουμε¸‘μετά Θεόν’ τούς ἑαυτούς μας, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν πίκρα αὐτοῦ τοῦ καταστρεπτικοῦ πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του.
Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή[2].
Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’ Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’[3]. Συνέχεια
Γιά τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανίας
Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός,
Κεφάλαιο 1· ῾Η ὄγδοη μάχη μας δίνεται ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὑπερηφάνειας· ποιά εἶναι τά γνωρίσματά του.
῾Ο ὄγδοος καί τελευταῖος ἀγώνας μας εἶναι ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὑπερηφάνειας. Τό πάθος αὐτό, ἄν καί εἶναι τό τελευταῖο ἀπό τά ὀκτώ βασικότερα πάθη, ἐντούτοις κατά τήν προέλευση καί ἀρχαιότητά του καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση. ῾Η ὑπερηφάνεια εἶναι ἀνήμερο θηρίο καί τό φοβερότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, γιά τά ὁποῖα ἔχουμε ἤδη μιλήσει. Αὐτό ἐπιτίθεται κυρίως στούς προχωρημένους στήν ἀρετή καί γίνεται διπλάσια βίαιο πρός ἐκείνους πού ἔχουν σχεδόν ἐγγίσει τήν τελειότητα.
Κεφάλαιο 2· ῾Υπάρχουν δύο εἴδη ὑπερηφάνειας.
῾Υπάρχουν δύο εἴδη ὑπερηφάνειας. Τό ἕνα εἶδος χτυπᾶ, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, τούς προχωρημένους πνευματικά μοναχούς, καί τό ἄλλο ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἀρχαρίων καί τῶν φιλόυλων μοναχῶν. ῎Αν καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ ψυχή ἐπαναστατεῖ, μέ ἐπικίνδυνη ἔξαρση καί παραφορά, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἐντούτοις τό πρῶτο εἶδος ὑπερηφάνειας στρέφεται περισσότερο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό δεύτερο περισσότερο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, θά πραγματευθοῦμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν, τήν προέλευση καί τή θεραπεία αὐτοῦ τοῦ δεύτερου εἴδους ὑπερηφάνειας. Πρῶτα ὅμως θά πρέπει νά μιλήσουμε μέ συντομία γιά τό πρῶτο εἶδος, τό ὁποῖο, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, πλήττει κυρίως τούς τέλειους μοναχούς.
Κεφάλαιο 3· Τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας καταστρέφει ὅλες τίς ἀρετές.
Δέν ὑπάρχει ἄλλο πάθος πού νά ἀμαυρώνει ὅλες τίς ἀρετές καί νά ἀπογυμνώνει ἐντελῶς τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε πνευματική καρποφορία, ὅσο ἡ ὑπερηφάνεια. ῾Η ὑπερηφάνεια εἶναι σάν μιά λοιμώδη καί μεταδοτική ἀρρώστια. Αὐτή δέν περιορίζεται στό νά μολύνει ἕνα μόνο μέλος τοῦ σώματος, ἀλλά προκαλεῖ τή φθορά ὅλου τοῦ σώματος καί παρασύρει σέ ὁλοκληρωτική καταστροφή αὐτούς πού ἔχουν ἤδη φθάσει στήν κορυφή τῆς ἀρετῆς. Τό καθένα ἀπό τά ἄλλα πάθη περιορίζεται στό νά πετύχει τόν ἰδιαίτερο στόχο του καί, παρόλο πού ἀλλοιώνει ταυτόχρονα καί τίς ἄλλες ἀρετές, ἐντούτοις στοχεύει κυρίως σέ μιά ἀρετή, στήν ὁποία ἐπιτίθεται σκληρά καί τήν ὁποία πλήττει ἰδιαίτερα.
῎Ας ἀναφέρουμε ὅμως μερικά παραδείγματα, γιά νά γίνει περισσότερο κατανοητό αὐτό πού λέμε. ῾Η γαστριμαργία ἤ ἡ λαιμαργία, γιά παράδειγμα, ἀλλοιώνει τήν αὐστηρότητα καί τήν ἀκρίβεια τῆς ἐγκράτειας. ῾Η ἀκολασία μολύνει τήν ἀρετή τῆς ἁγνότητας. ῾Ο θυμός καταστρέφει τούς καρπούς τῆς ὑπομονῆς. Μπορεῖ λοιπόν νά συμβεῖ, ὥστε νά ἔχει κανείς παρασυρθεῖ ἀπό ἕνα πάθος, ἀλλά νά μήν τοῦ λείπουν ἐντελῶς οἱ ἄλλες ἀρετές. ᾿Ενδέχεται δηλαδή νά στερεῖται μόνο τήν ἀρετή ἐκείνη, ἡ ὁποία ἔχει πληγεῖ ἀπό τό ἀντίθετό της πάθος, ἐναντίον τοῦ ὁποίου δέν ἀντιστάθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί ὅσο θά ὄφειλε νά κάνει. ῞Οσο γιά τίς ἄλλες ἀρετές, αὐτές μπορεῖ νά τίς διατηρήσει ἐν μέρει. ῞Οταν ὅμως,καταληφθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, τότε αὐτή, σάν βίαιος καί ἀδίστακτος τύραννος, καταστρέφει καί ἐρημώνει πέρα γιά πέρα ὅλη τήν πόλη, ἐφόσον ἔχει ἤδη καταλάβει τό πιό ψηλό κάστρο της. Τότε ἰσοπεδώνει καί ὑποβιβάζει στό ἀπεχθές ἐπίπεδο τῶν παθῶν τά πανύψηλα ἐκεῖνα κάστρα τῶν ἀρετῶν. Καί δέν ἐπιτρέπει στό ἑξῆς νά παραμείνει στήν ψυχή οὔτε καί τό ἐλάχιστο ἴχνος ἐλευθερίας. ῞Οσο πιό πλούσια ἦταν πρίν ἡ ψυχή, τόσο περισσότερο θά ἐρημωθεῖ καί θά συντριβεῖ κάτω ἀπό τό βαρύ ζυγό τῆς δουλείας της. ῾Η ὑπερηφάνεια, μ᾿ ἄλλα λόγια, ἀπογυμνώνει ἀλύπητα τήν ψυχή, ἀφαιρώντας της ὅλες τίς ἀρετές πού αὐτή κατεῖχε. Συνέχεια
Περὶ δειλίας
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης
1.Ὅποιος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἢ σὲ συνοδία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμωςπού εὑρίσκεται σὲ αἠσυχαστικώτερους τόπους, ἂς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύση τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.
2. Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς πού ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.
3. Ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος ποὺ προμελετᾶται. Ἢ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι μία ἔντρομη καρδιακὴ αἴσθησις,πού συγκλονίζεται καὶ ἀγωνιᾶ ἀπὸ ἀναμονὴ ἀπροβλέπτων συμφορῶν. Ὁ φόβος εἶναι μία στέρησις τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχὴ εἶναι δούλη τῆς δειλίας˙ ἔχοντας πεποίθησι στὸν ἑαυτόν της καὶ ὄχι στὸν Θεόν, φοβεῖται τοὺς κρότους τῶν κτισμάτων καὶ τὶς σκιές.
4. Ὅσοι πενθοῦν καὶ ὅσοι καταπονοῦνται χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν κόπους καὶ πόνους, δὲν ἀποκτοῦν δειλία. Πολλὲς φορὲς ὅσοι ὑποκύπτουν στὴν δειλία χάνουν τὸ μυαλό τους. Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό, διότι εἶναι δίκαιος Ἐκεῖνοςπού ἐγκαταλείπει τοὺς ὑπερήφανους, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ μάθουμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε.
5. Ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται εἶναι κενόδοξοι, ἀλλ΄ ὅμως ὅλοι ὅσοι δὲν φοβοῦνται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ταπεινόφρονες, ἀφοῦ καὶ οἱ λησταὶ καὶ οἱ τυμβωρύχοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὴ δειλία.
6. Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζης νὰ πηγαίνης, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχη ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χαλαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράση μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος. Ἐνῶ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ ἐκείνους τοὺς τόπους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐτή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου˙ διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῆς, θὰ σὲ σκεπάζη παντοτινά.
7. Ποτὲ δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ γεμίσης τὴν κοιλία. Παρόμοια βέβαια δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ νικήσης τὴν δειλία. Ὅταν ἔχουμε πολὺ πένθος, θὰ ὑποχωρήση πιὸ γρήγορα˙ ὅταν ὅμως αὐτὸ μᾶς λείπη, θὰ παραμένουμε συνεχῶς δειλοί. «Ἔφριξάν μου τρίχες καὶ σάρκες» εἶπε ὁ Ἐλιφὰζ (Ἰὼβ δ΄ 15), περιγράφοντας τὴν πανουργία τούτου τοῦ δαίμονος. Συνέχεια
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας
Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνσκ
Δύσκολος εἶναι, τὸ ἀναγνωρίζω, ὁ ἀγώνας ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος. Πολλοὶ κάνουν πολέμους καὶ νικοῦν ἄλλους ἀνθρώπους, εἶναι ὅμως αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι στὰ πάθη τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἔνδοξη νίκη ἀπὸ τὴ νίκη πάνω στὸν ἑαυτό μας. Βραβεῖο χωρὶς νίκη δὲν ὑπάρχει. Καὶ νίκη χωρὶς ἀγώνα δὲν ὑπάρχει.
Ἀδελφέ μου, ἂς καταπιαστοῦμε μ΄αὐτὸν τὸν ἀγώνα, γιὰ νὰ κερδίσουμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ τὴ νίκη, νὰ πάρουμε ἀπ΄Αὐτὸν τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ θριαμβεύσουμε αἰώνια στὴ βασιλεία Του.
Ἂς διατυπώσουμε τώρα μερικὲς σκέψεις, ποὺ δίνουν βοήθεια καὶ ἐνίσχυση στὸν ἀγώνα:
Ν΄ἀκοῦς καὶ νὰ προσπαθεῖς νὰ κατανοεῖς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ μᾶς ἀποκαλύπτονται ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀρετή, ὥστε ν΄ἀποφεύγουμε τὴν πρώτη καὶ νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ δεύτερη: “πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος” (Β΄Τίμ.3,16-17). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ “μάχαιρα τοῦ Πνεύματος” (Ἐφεσ. 6, 17), μὲ τὴν ὁποία σφαγιάζεται ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς.
Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ. Ὅπου κι ἂν βρεθοῦμε, εἶναι δίπλα μας. Ὅ,τι κι ἂν κάνουμε, γίνεται μπροστά Του.
Πῶς λοιπὸν θ΄ἁμαρτάνουμε καὶ θὰ καταπατοῦμε τὸ ἅγιο θέλημά Του μπροστὰ στὰ μάτια Του;
Ντρέπεσαι, ἀλλὰ καὶ φοβᾶσαι νὰ φερθεῖς μὲ ἀσέβεια μπροστὰ στὸ βασιλιὰ ἢ καὶ στὸν παραμικρὸ ἐκπρόσωπο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Πόσο πιὸ πολὺ πρέπει νὰ αἰσθάνεσαι τὸ ἴδιο μπροστὰ στὸν Θεό; Μὴν ξεχνᾶς ὅτι κάθε ἁμαρτία εἶναι ἀσέβεια καὶ παρανομία ἐνώπιόν Του.
Νὰ θυμᾶσαι τὰ τέλη σου, τὸ θάνατο, τὴν Κρίση τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἅδη, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ θὰ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. “ἐν πᾶσι
Ν΄ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ συνθῆκες ποὺ ξέρεις ὅτι παρασύρουν στὴν ἁμαρτία, ὅπως λ.χ. συμπόσια, διασκεδάσεις, κακὲς καὶ ἄπρεπες συζητήσεις. “Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι (συναναστροφὲς) κακαὶ” (Α΄Κορ.15, 33). Συνέχεια
Περὶ καταλαλιᾶς
Ἁγίου Ἰωάννου Σιναΐτου
Κανείς ἀπό ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γὶ΄αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρὰ τῆς μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά˙ παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, πού ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.
2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.
3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι΄ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.
4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν πού ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῶ ὁ ληστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!
5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα πού τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεό, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνουμε. Συνέχεια
ΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗ
Ἅγ.Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης
Νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ φοβᾶσαι δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι ἅγιος»·καὶ ὁ ἄλλος: «Δὲν θὰ σωθεῖς». Κι οἱ δύο αὐτοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ δὲν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους. Ἐσύ, ὅμως, νὰ σκέφτεσαι: «Ἐγὼ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλὰ ὁ Ἐλεήμων Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ σ΄ ἐμένα τὶς ἁμαρτίες μου».
Πίστευε ἔτσι, καὶ θὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σου: Θὰ σὲ συγχωρήσει ὁ Κύριος. Μὴ βασίζεσαι, ὅμως, στοὺς προσωπικούς σου ἀγῶνες, ἔστω καὶ ἂν εἶσαι μεγάλος ἀσκητής. Ἕνας ἀσκητής μου ἔλεγε: «Βεβαίως θὰ ἐλεηθῶ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες τὴν ἡμέρα». Ὅταν, ὅμως, ἦρθε ὁ θάνατος, «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του».
Ὄχι, λοιπόν, γιὰ τὶς ἀσκήσεις μας, ἀλλὰ δωρεάν, κατὰ τὴ χάρη Του ἐλεεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος θέλει τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι ταπεινή, ἄκακη, καὶ νὰ συγχωρεῖ τοὺς πάντες μὲ ἀγάπη· τότε καὶ ὁ Κύριος συγχωρεῖ μὲ χαρά. Ὁ Κύριος τούς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς πάντες, καὶ ἂν δὲν μποροῦμε, τότε πρέπει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀρνηθεῖ, ἀλλὰ θὰ βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του.
Ὅταν ἤμουν ἀκόμα ἀρχάριος, γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σὺν Θεῷ καὶ ἐν Θεῷ, καὶ τὸ πνεῦμα χαίρεται γιὰ τὸν Κύριο, ἔστω καὶ ἂν τὸ σῶμα ἀποκάμνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς, ὅμως, νὰ χάσεις αὐτὴν τὴν χάρη καὶ μὲ ἕναν κακὸ λογισμό.
Μὲ τὸν κακὸ λογισμὸ εἰσέρχεται μέσα μας μία ἐχθρικὴ δύναμη, καὶ τότε σκοτίζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὴ βασανίζουν κακὲς σκέψεις. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀπώλειά του καὶ καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἴδιος, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός».
Ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο, μαθαίνει ἀπὸ τὴ μακροχρόνια πείρα της, ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές, τότε αἰσθάνεται, ἔστω καὶ λίγο, τὴ χάρη μέσα του κι ἔχει παρρησία στὴν προσευχή. Ἄν, ὅμως, ἁμαρτήσει μὲ κάποιον λογισμὸ καὶ δὲν μετανοήσει, τότε κρύβεται ἡ χάρη καὶ ἡ ψυχὴ θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἡ ψυχὴ διέρχεται ὅλη της τὴ ζωὴ στὸν ἀγώνα μὲ τοὺς λογισμούς. Ἐσύ, ὅμως, μὴ μένεις στὴν ἀκηδία ἐξαιτίας τοῦ ἀγώνα, γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν ἀνδρεῖο ἀγωνιστή. Συνέχεια
Ἐπιστολὴ περὶ Μνησικακίας
Ἅγιος Τύχων (Ἐπίσκοπος Ζαντόνκ)
Ἀξιότιμε καὶ ἀγαπητὲ κ. I. Β. Ἔμαθα, πὼς εἶχες κάμει μήνυση ἐναντίον τοῦ Φ. Λ.,ἐπειδὴ σὲ πρόσβαλε μὲ ὡρισμένες ὑβριστικὲς λέξεις· καὶ πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ πρὸ πολλοῦ πεθάνει! Ἀκόμα ἔμαθα, πώς σοῦ ἔστειλε κάποιον, καὶ σοῦ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρέσης. Μὰ σὺ, ὄχι μόνο δὲν τὸν συγχώρησες, ἀλλὰ καὶ τώρα θέλεις νὰ ἐκδικηθῆς τὸν γυιό του
Ἂν αὐτὰ ἀληθεύουν, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ ἀκούσης μὲ ὑπομονή. Καὶ νὰ κάμῃς αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ:
1. Νὰ θυμᾶσαι, ὅτι ἡ μνησικακία εἶναι ἡ πρώτη νίκη τοῦ διαβόλου ἐπάνω μας. Ὁ διάβολος δὲν χαίρεται γιὰ τίποτε ἄλλο τόσο, ὅσο γιὰ μιὰ καρδιά, ποὺ τρέφει μέσα της κακία. Γιατί, ἐκεῖνος ποὺ κρατάει κακία, δὲν λαμβάνει συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ· ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος δὲν συγχωρεῖ. Αὐτὸ διδάσκει ὁ Χριστός: “Ἐὰν μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν” (Ματθ. 6,15). Καὶ πῶς θὰ προσευχηθῆς στὸν Θεὸ λέγοντας “ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”, ἐὰν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν συγχωρεῖς;
Ὁ ἀδελφός μας καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἴδιο. Μᾶς πρόσβαλε μὲ τὰ λόγια του; μᾶς ἐξύβρισε; Καὶ ἐμεῖς τί εἴμαστε; Σκουλίκια. Χῶμα. Στάχτη. Βρῶμα. Πόσες φορὲς τὴν ἡμέρα παροργίζομε τὸν Θεό, τὸν Πλάστη μας, ἐνώπιον τοῦ Ὁποίου οἱ οὐράνιες δυνάμεις μετὰ φόβου καὶ τρόμου παρίστανται; Καὶ τί συγχώρηση ἐλπίζουμε νὰ λάβουμε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν δὲ συγχωροῦμε τοὺς ὁμοίους μας; Ἁμαρτάνουμε ὁ ἕνας εἰς βάρος τοῦ ἄλλου· ὀφείλουμε καὶ νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον! Διάβασε τὸ 18ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου, εἶναι τρομακτικὸ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν συγχωροῦν τοὺς συνανθρώπους τους!
2. Τὸ ξέρεις, ὅτι θὰ πεθάνεις! Πότε; Τὸ ἀγνοεῖς. Μπορεῖ σήμερα! Μπορεῖ αὔριο! Μὰ τί θὰ γίνῃ, ἂν σὲ βρῆ ὁ θάνατος νὰ εἶσαι γεμάτος κακία; Ὁ Λ. ἔδειξε ταπείνωση. Καὶ ἔτσι διόρθωσε τὸ κακὸ ποὺ εἶχε κάμει, ζητώντας νὰ τὸν συγχωρέσης. Καὶ ἐξώφλησε τὴν ὑποχρέωση, ποὺ εἶχε ἀπέναντί σου. Τί περισσότερο θέλεις; Ἔχεις τὴν ὑποχρέωση νὰ τὸν συγχωρέσης καὶ σύ! Ἐὰν δὲν τὸ κάνῃς, θὰ πεθάνης μὲ τὴν ὑποχρέωση ἀπραγματοποίητη. Καὶ τότε, τί ἔλεος θὰ βρῆς ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ κατὰ ποιὸ λόγο ὁ γυιὸς του εἶναι ἔνοχος ἀπέναντί σου; Ἐὰν τοῦ ζητοῦσες οἰκονομικὰ χρέη, τότε ὁ γυιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ πληρώση γιὰ τὸν πατέρα, ἀφοῦ αὐτὸς ἐκληρονόμησε τὴν περιουσία τοῦ πατέρα του. Μὰ τώρα ὁ πατέρας ξεστόμισε μιὰ βρισιά. Τί γυρεύεις ἀπὸ τὸν γυιό του; Ἦταν ὁ γυιὸς συνένοχος μὲ τὸν πατέρα του; ἤ μήπως αὐτὸς ἔμαθε τὸν πατέρα του νὰ βρίζῃ; Ἂν εἶναι δυνατόν! Συνέχεια
Περὶ τοῦ γογγυσμοῦ κατὰ τοῦ Θεοῦ
Ἅγιος Λουκᾶς, Κριμαίας
Συμπληρώνοντας αὐτὰ ποὺ σᾶς ἔλεγα για τὸ βάθος τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σχετικά με τὰ παθήματά του, θὰ σᾶς πῶ τώρα καὶ τί ὑπέφερε σὲ μία πόλη τῆς Μακεδονίας, στοὺς Φιλίππους, γιὰ τὸ κήρυγμά του. Μὲ τὴν καταγγελία κάποιων, ποὺ δὲν τοὺς ἄρεσε τὸ κήρυγμά του, οἱ ἄρχοντες τῆς πόλης ἔδωσαν διαταγὴ νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ἔσφιξαν τὰ πόδια του στὸ τιμωρητικὸ ξύλο. Τί λέτε; Ἔχασε τότε τὸ θάρρος του ὁ ἀπόστολος; Ἄρχισε νὰ κλαίει; Ἀσφαλῶς ὄχι. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸ συνεργάτη του, τὸν Σίλα, ἔψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας τὸν Θεό.
Θὰ μποροῦσε ὁ Παῦλος μὲ μία μόνο λέξη νὰ ἀποφύγει τοὺς ραβδισμούς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ ἀκόμα καὶ νὰ τρομάξει τοὺς ἄρχοντες, ἀρκεῖ νὰ τοὺς ἔλεγε ὅτι εἶναι Ρωμαῖος πολίτης. Ὅμως δὲν τὸ ἔκανε. Προτίμησε τὸν ἐξευτελισμὸ γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ χαιρόταν μὲ ὅλη τὴν καρδιά του γιὰ τὶς μαστιγώσεις καὶ τὶς πληγές, διότι αὐτὰ συνέβαλαν στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ δεσμοφύλακα καὶ τῆς οἰκογένειάς του στὴν πίστη στὸν Χριστό. Νὰ θυμόμαστε πάντα πόσο ἐμεῖς φοβόμαστε τὶς μαστιγώσεις καὶ τὶς πληγὲς ἐνῶ, ἀντίθετα, πόσο ὁ μεγάλος αὐτὸς διάκονος τοῦ Θεοῦ χαιρόταν γι’ αὐτά. Χαιρόταν κάθε φορά ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει σπονδὴ στὴ Θυσία.
Καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ διαβάζουμε ἀκόμα πιὸ παράξενο λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Κολοσσαεῖς; «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ἀκοῦστε πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιὰ τοῦ μεγάλου ἀποστόλου; Ἀκοῦστε πῶς αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ὑστερεῖ σὲ παθήματα ποὺ ὑπομένει γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα Του. Ὄχι μόνο χωρὶς καθόλου νὰ γογγύζει, ὑπομένει ὅλα τὰ ἀμέτρητα παθήματα, ἀλλὰ διψᾶ καὶ γιὰ περισσότερα.
Ὤ, Κύριε! Καὶ ἐμεῖς, οἱ ἀδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τοὺς ὀνειδισμούς, τὶς θλίψεις καὶ τὰ παθήματα! Εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ ἔστω καὶ ἕνας μεταξὺ μας πού θὰ ζητοῦσε νὰ πληθυνθοῦν αὐτά; Ἐκεῖνος, ὅμως, διψοῦσε γι’ αὐτὰ τὰ παθήματα, γιὰ νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὶς καρδιὲς τῶν ἐθνικῶν, στοὺς ὁποίους κήρυττε ἀκούραστα τὸ Εὐαγγέλιο. Συνέχεια
Γιὰ τὴν κενοδοξία
Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας
Ὅταν ὁ Κύριος ἔφυγε ἀπὸ τὴ συναγωγή, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα καὶ ἐκεῖ θεράπευσε τὴν πεθερά του. «Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς ἐθεράπευσεν αὐτούς. ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι» (Λουκ. 4, 40-41).
Ὄχι μόνο ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἀπαγορεύει νὰ κάνουν γνωστὰ σὲ ὅλους τὰ θαύματά του, αὐτὸ τὸ συναντᾶμε πολλὲς φορὲς στὸ Εὐαγγέλιο, βλέπουμε ὅτι σχεδὸν σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἔτσι ἐνεργοῦσε. Γιατί; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. «ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ· οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ. κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν» (Ματθ. 12, 17-20).
Γι’ αὐτό λοιπὸν, διότι ὁ Κύριος εἶναι τὸ πρότυπό της πραότητας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης. Αὐτὸς ποὺ εἶναι Ἀληθινὸς Θεός, Θεὸς Λόγος, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ἦταν τόσο ταπεινὸς πού δὲν ὑπάρχει πιὸ ταπεινὸς ἀπ’ Αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. «Ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2.7). Ζοῦσε σὰν δοῦλος μεταξύ μας καὶ μᾶς ἔδωσε παράδειγμα ταπεινοφροσύνης. Ὁ Χριστὸς λέει «ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11, 29). Ἂν θέλουμε νὰ βροῦμε ἀνάπαυση γιὰ τὶς ψυχὲς μας πρέπει νὰ εἴμαστε σὰν Αὐτὸν πρᾶοι καὶ ταπεινοί. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐπέτρεπε νὰ διαλαλοῦν τὰ θαύματά του; Ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, γι’ αὐτό. Ἦταν τελείως ξένος πρὸς τὴν κενοδοξία, δὲν ἤθελε νὰ Τὸν ἐπαινοῦν καὶ δὲν ζητοῦσε δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ ἐμεῖς, τί κάνουμε ἐμεῖς; Δὲν ζητᾶμε πάντα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δόξα καὶ ἔπαινο; Δὲν εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια; Ποιὸς ἀπὸ μᾶς προσπαθεῖ νὰ κρύψει τὰ καλά του ἔργα, ὅπως τὸ ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός; Ποιὸς περιφρονεῖ τὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ ζητάει δόξα μόνο ἀπὸ τὸν Θεό; Σχεδὸν κανείς. Ὅλοι μας σχεδὸν ἔχουμε αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Μόνο οἱ ἅγιοι εἶναι ἐλεύθεροι ἀπ’ αὐτή. Ἐμεῖς ὅλοι, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Συνέχεια
Ἡ ὑπερηφάνεια αἰτία τῆς ἀπουσίας χαρᾶς
Schmemann Alexander
Σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέλευση φοιτητῶν, σκεφτόμουν: γιατί οἱ ἄνθρωποι τόσο συχνὰ ἁπλῶς καταστρέφουν τὴ ζωή τους, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους, σὰν νὰ διακατέχονται ἀπὸ κάποια amor fati.
Θὰ ὑπέθετε κανεὶς πὼς ἕνας ἁπλὸς ἐγωισμὸς καὶ τὸ ἔνστικτό τῆς αὐτοσυντήρησης θὰ τοὺς προφύλασσαν , ἀλλὰ ὄχι, οὔτε αὐτὸ τὸ ἔνστικτο δὲν τοὺς σταματᾶ. Μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθαρὰ ἕνα εἶδος τρέλας, ἕνα πραγματικὸ πάθος γιὰ καταστροφή. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τὸ «Ἐγώ», δηλ. ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.
Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν’ ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται, στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.
Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.
Εἶναι τρομερὸ νὰ σκέφτεσαι πώς, κατὰ μία ἔννοια, καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μὲ ὑπερηφάνεια – «τὰ δίκαια τῶν ἐκκλησιῶν», «τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», «ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», κ.λπ. καὶ μὲ μιά πλημμύρα ἄχαρης, περίπλοκης καὶ ἐπίφοβης «πνευματικότητας». Εἶναι μιά συνεχὴς αὐτοκαταστροφή. Συνέχεια
Περὶ φιλαυτίας καὶ ἐλευθερίας,
Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη
Ὅλη τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς λέγεται ἡ πολὺ γνωστὴ εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: «Κύριε καὶ Δεσπότα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δός. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισέ μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναὶ Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Κατὰ βάθος ὅλα αὐτὰ τὰ αἰτήματα ἀποβλέπουν στό νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ φιλαυτία, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν.
Πρὶν προχωρήσω ὅμως στό θέμα, θὰ ἤθελα νά διαβάσουμε γιά λίγο τὴν πολὺ χαριτωμένη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου στούς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στήν Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή, κεφ. Γ΄: «ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι».
Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά, πῶς τὰ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος εἶναι πατερικὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Εὐθύς», λέει, «βάλλει ὁ Ἀπόστολος τὸ πρῶτο πάθος ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὴν πρώτη ῥίζα πού γεννᾷ ὅλα τὰ κακά, δηλαδή τὴ φιλαυτία, γιατί φυσικῷ τῷ τρόπῳ, πρῶτο κανείς ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτὸν του καὶ ἔπειτα διὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀγαπᾷ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὰ ἄλλα τοῦ κόσμου πράγματα. Εἶναι λοιπὸν ἡ φιλαυτία μία ἄτακτη φιλία τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀπὸ τὴν ὁποία νικώμενοι κάμνομε ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰ πάθη γιὰ νά θεραπεύσουμε τὸν ἑαυτὸ μας καὶ ἡ ὁποία μᾶς κάμνει νά μὴ στοχαζώμαστε καὶ νά θέλουμε τὸ καλὸ τοῦ πλησίον μας, ἀλλὰ μόνο τὸ δικὸ μας, διότι φίλαυτος λέγεται ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὅπου φιλεῖ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ τὸ νά μὴ φιλῇ οὔτε τὸν ἑαυτὸν του. Διότι καθὼς ἀκολουθεῖ καὶ εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ ἡ βλάβη τοῦ ἑνὸς μέλους, τοῦ ὀφθαλμοῦ θετέον ἢ τῆς χειρὸς ἢ τοῦ ποδὸς διαβαίνει καὶ στὰ ἄλλα μέλη, ἢ καθὼς ἀκολουθεῖ στὴν οἰκία, στὴν οἰκοδομὴ τοῦ οἴκου καὶ ὅταν βγάνη κάποιος μία πέτρα ἀπὸ τὸν τοῖχο σείει καὶ ταράττει καὶ τίς ἄλλες πέτρας, ἔτσι ἀκολουθεῖ καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁποῖος ἐπιμελεῖται μόνον τὸν ἑαυτὸν του ἀμελεῖ δὲ τὸν ἀδελφὸ του, αὐτὸς βλάπτει καὶ τὸν ἴδιον ἑαυτὸν του». Συνέχεια