Ἡ χαρὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη
Γεωργίου Π. Πατρώνου
Ἡ βασικὴ αὐτὴ ἔννοια, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τελικὰ ὁ μεγάλος «δοτὴρ» καὶ χορηγός τῆς χαρᾶς στὸν ἄνθρωπο, βρίσκεται ἰδιαίτερα ἀναπτυγμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ μάλιστα σχετίζεται ἄμεσα ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ λατρεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ (Δευτ. 16, 14· Ψαλμ. 100, 2). Ἡ σύνδεση αὐτὴ τῆς χαρᾶς μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κάνει τὴ χαρὰ νὰ μὴ θεωρεῖται σὰν ἕνα ἁπλὸ ἐσωτερικὸ αἴσθημα ἀλλὰ σὰν ἕνα καθολικὸ γεγονὸς ποὺ δείχνει τὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν προσωπική του ἱστορία.
Οἱ σωτηριολογικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ χαρᾶς γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς «κατασκηνώνει» μεταξὺ τῶν πιστῶν Του καὶ γίνεται «ἀσπίδα» τῶν δικαίων, φέρνει ἀσφαλῶς μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα εὐφροσύνη καὶ χαρὰ (Ψαλμ. 5, 11—12). Ὁ ψαλμωδὸς θὰ ἐκφράσει ἔντονα αὐτὴ τὴ σωτηριολογικὴ αἴσθηση καὶ ἐμπειρία· «… διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσια σου· εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (Ψαλμ. 9, 2-3) καὶ «προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ. Διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσα μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ἅδην» (Ψαλμ. 15, 8-10).
Ἔτσι βλέπουμε, ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἐμπειρία ἡ σωτηριολογικὴ καὶ ἡ ἔκφραση τῆς χαρᾶς εἶναι στενὰ συνδεδεμένα. Δείχνουν τὴ διάθεση τοῦ πιστοῦ καὶ δίκαιου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα του στὸ Θεό, εὐφραίνεται καὶ χαίρεται γιὰ τὶς σωτήριες ἐπεμβάσεις Του.
Αὐτὴ ὅμως ἡ αἴσθηση τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περισσότερο σὲ μία ἱστορικὴ καὶ κοινωνικὴ ἔννοια παρὰ πνευματικὴ καὶ ἐσωτερική, ὅπως τὴν κατανοοῦμε σήμερα ἐμεῖς. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Π. Διαθήκη εἶναι συνεπὴς στὴν ἱστορικὴ καὶ κοινωνική της προοπτική. Οἱ συγκεκριμένες ἱστορικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι πράγματι οἱ κύριες ἀφορμὲς τῆς χαρᾶς. Στὴν ἱστορικὴ μνήμη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κυριαρχοῦν οἱ θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Γιαχβέ, καθόλο τὸ μῆκος τῆς ἱστορικῆς του πορείας ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς μεγάλης ἐξόδου του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἑξῆς. Ὅλα αὐτὰ δὲ τὰ γεγονότα ἔχουν γίνει πλέον στὴ ζωὴ τοῦ Ἰσραὴλ ἱερὲς τελετουργίες, ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις καὶ ἐκφράζουν τὴ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη τοῦ λαοῦ γιὰ τὶς σωτήριες ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, τῆς Σκηνοπηγίας, τῶν Νουμηνιῶν καὶ τοῦ Ἐξιλασμοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀποκορύφωση αὐτῆς τῆς χαρᾶς ποὺ ζεῖ ὁ λαὸς καὶ τὴν ἐκφράζει στὴν ἱστορία του μὲ λατρευτικὲς καὶ τελετουργικὲς πράξεις. Ἡ χαρὰ ποὺ ἐκφράζεται μέσα στὴ λατρεία δείχνει ἀσφαλῶς πολὺ ἔντονα τὴν ἰδιαίτερη θρησκευτικὴ σημασία της ποὺ ἔχει μέσα στὴν Π. Διαθήκη.
ΣυνέχειαΣκέψεις στὴν ἀκροθαλασσιά
ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ
Μέ ποιόν μοιάζει ὁ χριστιανός, πού σηκώνει τὶς θλίψεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς μὲ ἀληθινὴ πνευματικὴ σύνεση; Μ’ ἕναν ὁδοιπόρο, πού στέκεται στὴν ἀκροθαλασσιὰ σὲ ὥρα τρικυμίας.
Τὰ ἀγριεμένα ἄσπρα κύματα πλησιάζουν τὸν ὁδοιπόρο καί, ἀφοῦ σπάσουν στὴν ἄμμο, διαλύονται πάνω στὰ πόδια του σὲ ἀναρίθμητες μικρὲς σταγόνες. Ἡ θάλασσα, φιλονικώντας μὲ τὸν ἄνεμο, βρυχιέται, ὑψώνει κύματα σὰν βουνά, βράζει, παφλάζει. Τὸ ἕνα κύμα γεννᾶ καὶ στὴ συνέχεια καταβροχθίζει τὸ ἄλλο. Οἱ κορυφὲς τους εἶναι στεφανωμένες μὲ κάτασπρο ἀφρό. Ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι καλυμμένη ἀπ’ αὐτὰ τὰ κύματα, πού μοιάζουν μὲ τεράστιο λάρυγγα φοβεροῦ τέρατος δίχως δόντια.
Ὁ ὁδοιπόρος παρατηρεῖ τὸ φοβερὸ θέαμα μὲ ἤρεμο λογισμό. Τὰ μάτια του εἶναι στὴ θάλασσα. Ποῦ εἶναι, ὅμως, ἡ σκέψη του; Καὶ ποῦ ἡ καρδιά του; Ἡ σκέψη του εἶναι στὶς πύλες τοῦ θανάτου. Καὶ ἡ καρδιά του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ἤδη μὲ τὸν νοῦ του· ἐκεῖ εἶναι μὲ τὸ αἴσθημά του· ἐκεῖ εἶναι οἱ φροντίδες του· ἐκεῖ εἶναι ὁ φόβος του.
Ἀπὸ τὸν φόβο τοῦτο φεύγει μακριὰ ὁ φόβος τῶν ἐπίγειων πειρασμῶν, θὰ κοπάσουν οἱ ἄνεμοι, θὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα. Ἐκεῖ πού πρῶτα μάνιαζαν τὰ τεράστια ὀργισμένα κύματα, δὲν θὰ βλέπει κανεὶς παρὰ μίαν ἐπίπεδη ἐπιφάνεια ἀπὸ νερὰ ἀκίνητα, νερὰ κουρασμένα ἀπὸ τὴ θύελλα. Μετὰ τὴ μεγάλη θαλασσοταραχή, τὰ νερὰ θὰ καταπέσουν σὲ μία νεκρικὴ ἀκινησία. Στὸν διάφανο καθρέφτη τους θὰ ἀντανακλᾶ ὁ βραδινὸς ἥλιος, ὅταν θὰ σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν Κρονστάνδη, θὰ σκορπίσει τὶς ἀκτίνες του σ’ ὅλον τὸν Φιννικὸ Κόλπο καὶ θὰ συναντήσει τὸν ποταμὸ Νιέβα πρὸς τὴν Πετρούπολη. Θέαμα σὰν ζῶ-γράφημα, γνωστὸ στοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Αὐτὸν τὸν οὐρανό, αὐτὴ τὴν ἀκροθαλασσιά, αὐτὰ τὰ κτίρια πόσοι τὰ εἶδαν; Πόσοι εἶδαν τὰ ἀφροστεφανωμένα, τὰ περήφανα, τὰ ἄγρια κύματα; Πάρα πολλοί. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν. Ὅλοι βρίσκονται τώρα στὴν ἡσυχία τοῦ τάφου. Ἐκεῖ θὰ βρεθοῦν καὶ ὅσοι σήμερα τὰ ἀντικρίζουν. Πόσο ἄστατα, πόσο φευγαλέα εἶναι τὰ ἐπίγεια ὅσο τῶν κυμάτων τὰ ἀφροστέφανα!
Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν ἥσυχο ἀρσανὰ τὴ θάλασσα τοῦ βίου νὰ φουσκώνει ἀπὸ τὰ κύματα τῶν παθῶν, Σὲ εὐγνωμονῶ, Βασιλιὰ καὶ Θεέ μου! Μ’ ἔφερες σ’ ἐτούτη τὴν ἅγια Μονή. Μ’ ἔκρυψες «στὸ ἀπόκρυφο καταφύγιο τῆς θείας Σου παρουσίας ἀπὸ τὶς ἄδικες ἐπιθέσεις τῶν ἀνθρώπων» καὶ μὲ φύλαξες «ἀπὸ συκοφαντικὲς γλῶσσες» (Ψαλμ. 30:21). Γιὰ τοῦτο μόνο πονάει ἡ ψυχή μου, γιὰ τοῦτο συνταράζεται τὸ ἄγνωστο: Θὰ περάσω, ἄραγε, ἀπὸ δῶ, ἀπὸ τὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ ἄστατου καὶ ψεύτικου βίου, «στὸν τόπο τῆς σκηνῆς τῆς θαυμαστῆς, στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ φωνὲς χαρᾶς καὶ δοξολογίας, μέσα σὲ ἤχους γιορτινοὺς» (Ψαλμ. 41:5); Θὰ κατοικήσω, ἄραγε, ἐκεῖ αἰώνια; Τί κι ἂν ἔχω θλίψεις στὸν κόσμο; «Ἐγὼ στήριξα τὶς ἐλπίδες μου στὸν Θεό, κι ἔτσι δὲν ἔχω νὰ φοβηθῶ ὅτι κι ἄν μοῦ κάνει ἄνθρωπος» (Ψαλμ. 55:12).
Ἀπό τό βιβλίο:ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Ἐκδ. Ι.Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
ΑΓΑΠΗ
Bishop Nikolai Velimirovich
Ἡ ἀγάπη κάνει ἐμένα Θεό καί Ἐσένα Θεέ μου σέ κάνει ἄνθρωπο.
Ὅπου ὑπάρχει ἕνας μόνο ἄνθρωπος ἐκεῖ ἀγάπη δέν ὑπάρχει. Ὅπου ὑπάρχουν δύο ἑνωμένοι ἐκεῖ ὑπάρχει μόνο σκιά, δεῖγμα ἀγάπης. Ὅπου ὑπάρχουν τρεῖς ἑνωμένοι ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη.
Τό ὄνομά σου, Θεέ μου, εἶναι Ἀγάπη γιατί εἶσαι Τριάδα –Τριαδική Ἑνότητα. Ἄν ἤσουνα μονάδα δέν θά ἤσουνα ἀγάπη, ἀλλά μῖσος. Ἄν ἤσουνα διάδα, θά ἤσουνα μιά ἐναλλαγή ἀγάπης καί μίσους. Ἀλλά Ἐσύ εἶσαι Τριάδα καί ἑπομένως εἶσαι ἀγάπη. Σέ Σένα δέν ὑπάρχει οὔτε σκότος, οὔτε ἀλλοίωση.
Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει χρόνο καί χῶρο. Βρίσκεται πέρα ἀπό τό χωροχρόνο. Γιά τήν ἀγάπη μιά μέρα εἶναι ὡς χίλια χρόνια καί χίλια χρόνια ὡς μία μέρα.
Ὅταν, Θεέ μου, εἶμαι ἑνωμένος μαζί Σου ἐν ἀγάπῃ οὔτε οὐρανός, οὔτε γῆ ὑπάρχει γιά μένα· μόνο Ἐσύ ὑπάρχεις. Οὔτε «σύ», οὔτε «ἐγώ» ὑπάρχει· μόνο Ἐσύ ὁ Θεός μου, ὑπάρχεις.
Ἡ ἀγάπη ἔχει τρεῖς μορφές: φιλανθρωπία, γνώση καί φῶς. Χωρίς φιλανθρωπία ἡ ἀγάπη δέν εἶναι στοργή καί συμπάθεια, ἀλλά ἐγωισμός καί πάθος. Χωρίς γνώση ἡ ἀγάπη δέν εἶναι σοφία ἀλλά ἀνοησία. Χωρίς φῶς ἡ ἀγάπη δέν εἶναι δύναμις ἀλλά ἀδυναμία. Ὅταν συνδιαστοῦν τό πάθος ἡ ἀνοησία καί ἡ ἀδυναμία τότε ἔχουμε κόλαση.
Αὐτή τήν κόλαση ὁ διάβολος τήν ὀνομάζει «ἀγάπη» καί σ᾽ αὐτή μᾶς παρασύρει. Ἔτσι φτάνουμε νά ἀπολυτοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά νοιαζόμαστε μόνο καί ἀποκλειστικά γι᾽ αὐτόν καί νά χρησιμοποιοῦμε τούς ἄλλους σύμφωνα μέ ὅ,τι ἀρέσει καί ἱκανοποιεῖ ἐμᾶς.
Ὅταν ἡ ψυχή μου εἶναι καθαρή ἀπό σκέψεις ἐγωιστικές καί ἐνέργειες πού ἱκανοποιοῦν τόν ἑαυτό μου τότε ὁ νοῦς μου ἀνοίγει στή γνώση καί φωτίζεται ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Τότε εἰλικρινά καταλαβαίνω πῶς κινεῖται ὁ ἐσωτερικός μου κόσμος καί πῶς ζεῖ ἡ συνείδησή μου. Τότε μπορῶ νά πῶ ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό, γιά τόν ἄλλον, ἤ γιά τόν ἑαυτό μου.
Μέσα ἀπό μιά τέτοια ἀγάπη βλέπω Ἐσένα, Θεέ μου, μόνο Ἐσένα καί ὄχι τόν ἑαυτό μου. Μέσα ἀπό μιά τέτοια ἀγάπη μπορεῖς καί Σύ, Θεέ μου, νά μέ κοιτάζεις. Συνέχεια
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι παράδεισος.
Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς προσευχῆς.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα μας ἀπὸ τὴ συνομιλία μαζί του.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι παράδεισος.
1. Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ τρυφὴ ὅλων τῶν μακαρισμῶν. Σ’ αὐτὸν τὸν παράδεισο ὁ μακάριος Παῦλος τράφηκε μὲ ὑπερφυσικὴ τροφή. Καὶ ἀφοῦ γεύθηκε ἐκεῖ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ἔκραξε λέγοντας: «αὐτὰ πού μάτι δὲν τὰ εἶδε, οὔτε αὐτὶ τὰ ἄκουσε, κι οὔτε πού τὰ ‘βαλε ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους πού τὸν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2, 9). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς ἐμποδίστηκε ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου.
Τὸ ξύλο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ χαρεῖ, παρὰ δούλευε καὶ ἔχυνε τὸν ἱδρῶτα του στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν. Ὅσοι στερήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὸν παράδεισο, τρῶνε μὲ τὴν ἐργασία τους, μέσα στ’ ἀγκάθια, τὸ ψωμὶ τοῦ ἱδρῶτα καὶ ἂν ἀκόμη βαδίζουν στὸν ἴσιο δρόμο τῶν ἀρετῶν. Εἶναι τὸ ψωμὶ πού ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν πρωτόπλαστο νὰ φάει μετὰ τὴν ἔκπτωσή του. Μέχρι νὰ βροῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη, ἡ ἐργασία μας εἶναι στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν καὶ μέσα σ’ αὐτὰ σπέρνουμε καὶ θερίζουμε, κι ἂς εἶναι ὁ σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μᾶς κεντᾶνε τὰ ἀγκάθια καί, ὅσο καὶ νὰ δικαιωθοῦμε, ζοῦμε μέσα σ’ αὐτὰ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας.
Ὅταν ὅμως μέσα στὸν ἔμπονο καὶ δίκαιο ἀγώνα μας, βροῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τρεφόμαστε μὲ οὐράνιο ἄρτο καὶ δυναμώνουμε, χωρὶς νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ἀγωνία καὶ χωρὶς νὰ κουραζόμαστε, ὅπως οἱ χωρὶς ἀγάπη ἄνθρωποι. Ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, πού ἦρθε κάτω σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει στὸν κόσμο τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτή ἡ ζωὴ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀγγέλων.
Ὅποιος βρῆκε τὴν ἀγάπη, κάθε μέρα καὶ ὥρα τρώγει τὸν Χριστὸ κι ἀπὸ αὐτὸ γίνεται ἀθάνατος (Ἰω. 6, 5 8) . Διότι «ὁ τρώγων -λέει- ἀπὸ τὸν ἄρτο πού ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, ποτὲ (“εἰς τὸν αἰώνα”) δὲν θὰ πεθάνει». Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος πού τρώγει ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Ὅτι, βέβαια, αὐτὸς πού τρώγει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τρώγει τὸν Χριστό, τὸν Θεὸ τῶν πάντων, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅταν λέει ὅτι «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» (Α΄ Ἰω. 4, 8). Λοιπὸν ὅποιος ζεῖ στὴν ἀγάπη, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς καρπὸ τὴ ζωὴ καὶ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ὀσφραίνεται ἀπὸ τώρα ἐκεῖνο τὸν ἀέρα τῆς ἀνάστασης, στὸν ὁποῖο ἐντρυφοῦν οἱ κοιμηθέντες δίκαιοι.
Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας τὸν Θεοῦ. Συνέχεια
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου «Τῆς Κλίμακος»
1.-.Ἡ βεβαία πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.
2.-. Τήν ὑποταγή τήν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καί ἡ διαρκής μνήμη τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καί συνεργός τῆς σωφροσύνης καί καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καί ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβή τοῦ νοῦ.
3.-. Ἡ πίστις καί ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καί ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τό σῶμα σέ θυσία. Ἡ ἐκτενής προσευχή εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνωδία καί ἡ εὐσπλαγχνία.
4.-. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τήν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρός τά αἰσθητά πράγματα ὁδηγεῖ στήν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπή καί ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τήν κενοδοξία ― ἐάν ὅμως εὑρίσκεσαι σέ ἀνθρώπους, χρησιμοποί ησε τήν ἀτιμία.
5.-. Τήν ἐξωτερική καί ὁρατή ὑπερη φάνεια τήν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλῖψις καί οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τήν δέ ἐσω τερική καί ἀόρατη Ἐκεῖνος πού εἶναι προαιω νίως Ἀόρατος. Ὅλα τά αἰσθητά ἐρπετά τά φονεύει τό ἐλάφι καί ὅλα τά νοητά ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μέ παραδείγματα ἀπό τήν φύσι νά διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τά πνευματικά.
6.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά ἀποβάλη ὁ ὄφις τό παλαιό του δέρμα, ἐάν δέν εἰσχωρήση σέ στενή τρύπα, ἔτσι καί ἐμεῖς δέν θά άποβάλωμε τίς παλαιές προλήψεις καί τήν ψυχική παλαιότητα καί τόν χιτῶνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐάν δέν περάσωμε ἀπό τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς νηστείας καί τῆς ἀτιμίας.
7.-. Ὅπως τά πολύσαρκα πτηνά δέν μποροῦν νά πετάξουν στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού τρέφει καί περιποιεῖται τήν σάρκα του. Συνέχεια
Ἡ ἀληθινή πίστη
Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός
Ἡ ἀληθινὴ πίστη εἶναι θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ θύρα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ νίκη ἄκοπη τῶν ἐχθρῶν, καὶ πιὸ ἀναγκαία ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀρετή, καὶ φτερὰ τῆς προσευχῆς, καὶ κατοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ ὅποιος ποθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει, ἔχει χρέος νὰ ὑπομένει κάθε δοκιμασία ποὺ θὰ τοῦ ἔρθει ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ποικίλους λογισμούς, γιὰ τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει τελείως, οὔτε νὰ μιλᾶ γι’ αὐτούς, ἢ νὰ τοὺς βρεῖ, παρὰ μονάχα ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας διάβολος.
Ἀλλὰ ἂς ἔχει θάρρος ὁ ἄνθρωπος αὐτός· γιατί ἂν νικήσει τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται κατεπάνω του μὲ τόση βία καὶ συγκρατεῖ τὸ νοῦ του ὥστε νὰ μὴν ὑποχωρήσει στοὺς λογισμοὺς ποὺ φυτρώνουν μέσα στὴν καρδιά του, θὰ νικήσει μὲ μία ὅλα τὰ πάθη. Γιατί δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ νίκησε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ποὺ ἦρθε μέσα του μὲ τὴν πίστη. Γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους λέει ὁ Χριστὸς ὅτι «ὅποιος ἔχει πίστη σὰν κόκκο σιναπιοῦ κλπ.» (Λουκ. 17, 6).
Ἀλλὰ καὶ ἂν ὁ λογισμὸς του ἐξασθενήσει καὶ ὑποχωρήσει, νὰ μὴ δειλιάσει, οὔτε νὰ ἀπελπιστεῖ, οὔτε νὰ νομίζει ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴν ψυχὴ του ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο. Ἀλλὰ νὰ πράττει μὲ ἐπιμέλεια καὶ ὑπομονὴ τὴν κατὰ δύναμη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, μὲ ἡσυχία καὶ σχόλη κατὰ Θεὸν καὶ ἀποχὴ ἀπὸ ἑκούσιους λογισμούς, ὥστε ἀφοῦ κινήσει ὁ ἐχθρὸς κάθε μηχανὴ καὶ φαντασία νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ δεῖ ὅτι δὲν προσέχει στὰ παιχνίδια καὶ τὰ σχήματα καὶ ὅλα τὰ νοήματα μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ τὸν τρομάξει, ἐνῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ψεύτικα παιχνίδια, νὰ βαρεθεῖ καὶ νὰ φύγει.
Καὶ ἀφοῦ μάθει μὲ τὴν πείρα ὁ ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἐχθροῦ, δὲν φοβᾶται πλέον τὶς μηχανές του, ἀλλὰ κάνει ἀνεμπόδιστα ὅ,τι θέλει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί μὲ τὴν πίστη στερεώνεται καὶ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο πίστεψε, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ὅποιον πιστεύει» (Μάρκ. 9,23). Ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸν μέσω τῆς πίστεως, ὅπως λέει καὶ ὁ Προφήτης: «Ἔχεις τὸν Ὕψιστο ὡς καταφύγιό σου κλπ.» (Ψαλμ. 90, 9).
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν φροντίζει πλέον καθόλου γιὰ τίποτε, γιατί γνωρίζει ὅτι «τὸ ἱππικὸ ἑτοιμάζεται γιὰ πόλεμο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἔρθει ἡ νίκη» (Παροιμ. 21, 31), ὅπως λέει ὁ Σολομῶν. Συνέχεια
Η ΕΙΡΗΝΗ
Ἁγιος Σιλουανός
Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, ἀλλά δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴν κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη».
Ἔτσι, κάθε ἄνθρωπος, ἂν κόβει τὸ θέλημά του μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος, ὅμως, ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει εἰρήνη.
Ψυχὴ πού παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπομένει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατί καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται: «Κύριε, Ἐσύ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησέ με νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά Σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο, καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἐν τῷ Θεῶ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἂν ἀποτύχεις σὲ κάτι, σκέψου: «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλά ἐὰν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται: «Αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει», τότε ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχή του, ἔστω καὶ ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ.
Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἔτσι διαφυλάσσεται ἡ εἰρήνη. Τὸ ἴδιο καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ἄνθρωποι ὑπέμειναν κάθε θλίψη παραδομένοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μποροῦμε νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· γιατί ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καὶ χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρὸς παρασύρει τὴν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τὰ ξερὰ φύλλα ἤ τὸν καπνό.
Πρέπει νὰ θυμόμαστε πάντοτε ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἔπεσαν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς σπρώξουν στὴν ἴδια πλάνη καὶ πολλοὺς ἐξαπάτησαν. Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ Ἐμοῦ τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσιν καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ψυχᾶς ὑμῶν». Συνέχεια
ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ
Ἀββᾶς Βαρσανούφίος
Τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ προφήτου
Οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν ὡς μέτρο ἐγκράτειας «τό παραμικρόν», τό νά παίρνει κανείς πάντα «λιγότερο» ἀπ᾿ ὅσο χρειάζεται εἴτε γιά νά φάει εἴτε γιά νά πιεῖ, δηλαδή νά μήν ἔχει ποτέ τήν κοιλιά του γεμάτη ἐντελῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἔχει μέτρο καί στό φαγητό καί στό ποτό. Ἰδίως δέ τό χειμώνα πού πίνουν οἱ ἄνθρωποι πολύ κρασί καί τότε ὀφείλει ὁ μοναχός νά πίνει λιγότερο ἀπό τό κανονικό. Τό ἴδιο καί στό τραπέζι ὅταν τρώει. Καί δέν ἐφαρμόζεται μόνο σ᾿ αὐτά τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας, ἀλλά καί στό πόσο θά κουβεντιάσει, πόσο θά κοιμηθεῖ καί στά ἐνδύματα καί γενικῶς σέ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τίς αἰσθήσεις. Σ᾿ ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἐφαρμόσει κανείς τό μέτρο τῆς ἐγκρατείας.
ΣΧΟΛΙΟ ὑπό π.Αντωνίου Ρωμαίου:
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι τό πνεῦμα τοῦ ἀββᾶ, καθώς καί ὅλων τῶν Γερόντων τῆς ἐρήμου σχετικά μέ τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας, δέν εἶναι ἡ ἀκραία ἄσκηση. Ἀλλά εἶναι ἡ ἔμμετρη πού ἐμπνέεται ἀπό τή νήψη καί τή διάκριση καί κρατάει τό μοναχό μακριά ἀπό τήν κενοδοξία, στήν ἀσφάλεια τῆς ταπείνωσης.
Καί ὁ ἀββάς Ἰωάννης, ὁ προφήτης, στήν παρούσα Ἀπόκριση, ἀλλά καί οἱ λοιποί Πατέρες, συνιστοῦν ὡς μέτρο ἐγκράτειας «τό εἶναι παραμικρόν». Δηλαδή τό νά κόβει κανείς λίγο ἀπό τό φαγητό του, λίγο ἀπό τό ποτό του καί ἀπό τήν ἀνάπαυσή του. Ὅλα συνετά μέ μέτρο, χωρίς θεαματικές ὑπέρμετρες ἀσκήσεις πού κουράζουν τόν ἀγωνιστή καί δημιουργοῦν συμπλέγματα ὑπερηφανείας. «Τά ὑπέρμετρα πάντα τῶν δαιμόνων εἰσίν».
Ρώτησαν κάποτε τόν ἀββά Ποιμένα «πῶς χρή νηστεύειν», πῶς πρέπει νά νηστεύουμε. Καί ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: «Ἐγώ θέλω τόν ἐσθίοντα καθ᾿ ἡμέραν, παρά μικρόν ἐσθίειν, ἵνα μή χορτάζηται».. Δηλαδή : Ἐγώ κρίνω σκόπιμο αὐτός πού τρώει κάθε μέρα, νά τρώει λίγο λιγότερο, ὥστε νά μή χορταίνει. Καί ὅταν ὁ ἀββάς Ἰωσήφ τόν ρώτησε γιατί, ὅταν ἦταν στόν κόσμο, ἔτρωγε κάθε δύο μέρες, ὁ Ὅσιος εἶπε : «Ταῦτα πάντα ἐδοκίμασαν οἱ Πατέρες ὡς δυνατοί· καί εὗρον ὅτι καλόν ἐστιν τό καθ᾿ ἡμέραν ἐσθίειν, παραμικρόν δέ». Δηλαδή ὅλα αὐτά τά δοκίμασαν οἱ Πατέρες ὡς δυνατοί καί κατέληξαν ὅτι εἶναι καλό νά τρώει κανείς κάθε μέρα ἀλλά νά κόβει λίγο ἀπό τό φαγητό του γιά τήν ἐγκράτεια.
Ὁ σκοπός δηλαδή καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἔμμετρης ἐγκράτειας καί ἄσκησης εἶναι τελικά ἡ ἀλλαγή τῆς καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλῶς ἡ συμμόρφωση σέ κάποια φανταχτερά καί θεαματικά «κατορθώματα». Γι᾿ αὐτό χρειάζεται συνεχής νήψη καί διάκριση. Ὥστε ἐφαρμόζοντας τό μέτρο τῆς ἐγκράτειας πού ταιριάζει στήν ὕπαρξή μας, νά μπορέσουμε νά δρομολογηθοῦμε πρός τήν ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί τελικά πρός τή μεταμόρφωσή μας, ἀποφεύγοντας «τόν παροξυσμό» τῶν ἀκροτήτων, πού εἶναι ἡ σατανική ἐκμετάλευση τῆς προαίρεσής μας. Συνέχεια
Γιά τήν Ὑπομονή
Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
Ἐκεῖνος πού θέλει νά ευαρεστήσει στόν Θεό καί, μέ τήν πίστη νά γίνει κληρονόμος Του, γιά νά ὀνομασθεῖ κι αὐτός παιδί τοῦ Θεοῦ, γεννημένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει ν’ ἀποκτήσει πρίν ἀπ’ ὅλα, μακροθυμία καί ὑπομονή.
Πρέπει ἐπίσης, νά ὑπομένει μέ γενναιότητα τίς θλίψεις, τίς ταλαιπωρίες κι ὅλες τίς ἀνάγκες πού τόν βρίσκουν. Πρέπει δηλαδή νά ὑπομείνει τίς σωματικές ἀρρώστιες, τά διάφορα παθήματα, τούς ἐξευτε-λισμούς καί τίς προσβολές πού τοῦ γίνονται.
Ἐννοῶ ἐπίσης, ὅτι πρέπει νά εἶναι καρτερικός στίς διάφορες ἀφανεῖς θλίψεις, οἱ ὁποῖες προξενοῦνται στήν ψυχή του ἀπό τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα σκοπεύουν νά τήν ἐμποδίσουν νά ζήσει τή ζωή τοῦ Θεοῦ καί ἀκόμα, νά τήν ὁδηγήσουν σέ χαύνωση, σέ ἀμέλεια καί σέ ἀνυπομονησία.
Αὐτό βέβαια, γίνεται μέ τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπιτρέπει νά δοκιμασθεῖ κάθε ψυχή, μέ διάφορες θλίψεις, ὥστε νά ξεχωρίσουν ἔτσι καί νά φανερωθοῦν, ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὁλόψυχα, ἐφόσον βέβαια, αὐτοί θά ὑπομείνουν μέ γενναιότητα, ὅλα ὅσα τούς προξενεῖ ὁ Πονηρός, ἔχοντας πάντα τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό· καί ἐφόσον θά περιμένουν πάντοτε, μέ πίστη καί πολλή ὑπομονή, τή Θεία Χάρη, γιά νά τούς βοηθήσει καί νά τούς λυτρώσει ἀπό τά δεινά.
Αὐτές οἱ ψυχές θά μπορέσουν νά γλυτώσουν ἀπό κάθε εἴδους πειρασμό καί νά κερδίσουν ὅσα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός. Θά φθάσουν δηλαδή νά γίνουν ἄξιες τῆς Βασιλείας Του.
Ὀφείλει λοιπόν ἡ ψυχή, ἀκολουθώντας τό λόγο τοῦ Κυρίου, νά σηκώνει κάθε μέρα τό σταυρό της. Αὐτό σημαίνει νά εἶναι πρόθυμη νά ὑπομένει, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κάθε θλίψη καί πειρασμό, φανερό ἤ κρυφό καί νά στηρίζει πάντοτε τήν ἐλπίδα της στόν Κύριο, διότι ἀπ’ Αὐτόν ἐξαρτᾶται καί τό νά θλιβεῖ –ὅταν Αὐτός τό ἐπιτρέπει– καί τό νά λυτρωθεῖ, μέ τή βοήθειά Του, ἀπό κάθε πειρασμό καί θλίψη.
Ἡ ψυχή ὅμως πού δέν δείχνει ἀνδρεία καί δέν ἀντιστέκεται μέ γενναιότητα, ἀλλά ἀντίθετα λυπᾶται, παραλύει, ἀγανακτεῖ, στενοχωριέται κι ἐγκαταλείπει τόν ἀγώνα ἤ ἀπελπίζεται, σάν νά ’χει χαθεῖ πιά κάθε ἐλπίδα λύτρωσης –πού κι αὐτό εἶναι τέχνασμα τῆς ἴδιας κακίας, γιά νά σπρώξει τήν ψυχή στήν ἀκηδία καί στήν ἀδιαφορία– δέν ἀξιώνεται νά δεχθεῖ τήν Θεία ζωή. Ἐπειδή, δηλαδή, αὐτή δέν κράτησε σταθερή τήν ἐλπίδα. Δέν περίμενε μέ ἀδίστακτη πίστη τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Δέν μιμήθηκε τούς Ἁγίους, καί, τελικά, δέν βάδισε στά ἴχνη τοῦ Κυρίου. Συνέχεια
Ἡ φιλία
Φώτιος ὁ Μέγας
Νὰ μὴν εἶσαι γρήγορος στὴ σύναψη φιλίας· ὅταν ὅμως συνάψης δεσμό, νὰ τὸν διατηρῆς ἄλυτο μὲ κάθε τρόπο, σηκώνοντας ὅλο τὸ βάρος τοῦ συνανθρώπου, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι δὲν ἐπιφέρει κίνδυνο στὴν ψυχή. Διότι οἱ διαστάσεις πρὸς τοὺς φίλους ἐκφαυλίζουν ὅλη τὴν προαίρεσι τῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποβάλλουν ὄχι μόνο τὸν ὑπαίτιο ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναίτιο στὴν ἴδια ὑπόνοια.
Φίλους νὰ κάμης ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦν παντοτινὰ ἄδολη τὴν φιλία πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ μήτε ὅταν εὐημεροῦσαν τοὺς ἐφθόνησαν μήτε ὅταν δυστυχοῦσαν τοὺς παραμέλησαν.
Πράγματι πολλοὶ ἐβοήθησαν κι ἐπόνεσαν τοὺς φίλους ὅταν βρίσκονταν σὲ δυστυχία, ἀλλὰ ὅταν ἦσαν εὐτυχεῖς δὲν βάσταξαν τὴν εὐημερία τους· ἔτσι αὐτοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἤλεγξε ὁ καιρὸς τῆς συμπαθείας, τοὺς ἐξεσκέπασε τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Ν’ ἀποκτᾶς λοιπὸν φίλους ὄχι τοὺς φαύλους ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους· διότι τὰ ἤθη τῶν φίλων κρίνονται συνήθως ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν φιλουμένων διὰ τῶν ἐντίμων φίλων εὔκολα ἐπαναφέρεται κανεὶς καὶ ὅταν παραπέση, οἱ φαῦλοι ὅμως φθείρουν καὶ τὴν ὑπάρχουσα καλοκαγαθία· οἱ πρῶτοι καλύπτοντας οἱ ἴδιοι τὴν ἔλλειψι τῶν φίλων στὴν ἀρετὴ τὴν κάμουν νὰ φαίνεται ἀνελλιπής, ἐνῶ ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς φαύλους καθιστὰ νόθο καὶ ὅ,τι ὑπόλοιπο ἀρετῆς ὑπάρχει.
Νὰ μὴ ζητᾶς ν’ ἀκούης τὰ εὐχάριστα ἀπὸ τοὺς φίλους, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἀληθινά. Διότι, ἂν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσουμε στοὺς ἐχθροὺς ἀκόμη καὶ ὅταν λέγουν τὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τοὺς φίλους δὲν ἔχει φθαρεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ζητοῦν κι ἐκεῖνοι νὰ λέγωνται τὰ εὐχάριστα, ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ προέλθη γιὰ μᾶς ἡ γνῶση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ διόρθωση τῶν τυχὸν ἀνοσίων λόγων καὶ πράξεών μας; Γι’ αὐτὸ νὰ θεωρῆς σπουδαῖο πράγμα τὸ νὰ διαφέρουν οἱ φίλοι τῶν κολάκων.
Οἱ μὲν κόλακες, ἐπαινώντας σε κατὰ πρόσωπο, καὶ σένα τὸν ἴδιο δὲν ἀφήνουν νὰ ἔρθεις σέ συναίσθηση τῶν σφαλμάτων ποὺ φυσικὰ διαπράττεις, ἀλλά καὶ μεγαλύτερα τὰ καθιστοῦν μὲ τὶς διαβολὲς πρὸς τοὺς ἄλλους· οἱ φίλοι ὅμως μὲ τὸν φιλικὸ ἔλεγχο καὶ σένα τὸν ἴδιο ἐνισχύουν περισσότερο, ὥστε ν’ ἀντιληφθῆς τὴν παρανομία, καί, ἂν χρειασθῆ νὰ λεχθῆ κάτι καὶ πρὸς τοὺς ἔξω, τότε ἀντὶ κατηγορίας βρίσκουν ἀπολογία γιὰ τὴν πράξη.
Ὅσο λοιπὸν διαφέρει ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν προκοπὴ στὴν κακία καὶ τὸ νὰ διαλύη κανεὶς τὶς διαβολὲς ἀπὸ τὸ νὰ διαβάλλη στοὺς ὑπηκόους, τόσο πρέπει καὶ σὺ νὰ προτιμᾶς τοὺς φίλους ἀπὸ τοὺς κόλακες. Συνέχεια
Ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη.
Ἰσαάκ Σύρου
Σπεῖρε τὴν ἐλεημοσύνη μὲ ταπείνωση καὶ θὰ θερίσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέρα πού θὰ σὲ κρίνει. Ποιὰ ἁμαρτήματα σὲ ἔκαναν νὰ χάσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεραπευθεῖς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις. Ἔχασες τὴ σωφροσύνη; Δὲν δέχεται ἀπὸ σένα ὁ Θεὸς τὴν ἐλεημοσύνη ἐνόσω ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ σένα θέλει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος.
Ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων.
Ὁ ἐλεήμων νὰ δίνει ἐλεημοσύνη ἀπ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος ἀπέκτησε, μὲ τὸ δικό του μόχθο καὶ πόνο, καὶ ὄχι ἀπ’ αὐτὰ πού κέρδισε μὲ τὸ ψέμα καὶ τὴν ἀδικία καὶ μὲ πονηριές. Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος εἶπε: Ἂν θέλεις νὰ σπείρεις τὴν ἀγάπη σου στοὺς φτωχούς, νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ δικά σου. Ἂν πάλι θέλεις νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῶν ξένων, πού ἀπέκτησες ἄδικα, νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ γίνουν γιὰ σένα πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα. Σᾶς λέω λοιπὸν ἐγώ, ὅτι ἂν ὁ ἐλεήμων δὲν ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς δικαιοσύνης, δὲν εἶναι ἐλεήμων˙ γιατί πρέπει ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ δικά του νὰ δίνει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ νὰ ὑπομένει τὶς ἀδικίες πού τοῦ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐλεεῖ αὐτοὺς πού τὸν ἀδικοῦν.
Ὅταν νικήσει τὴ δικαιοσύνη μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, ὄχι μὲ τὰ στεφάνια τῶν δικαίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ μὲ τὰ στεφάνια τῶν τελείων, πού ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο. Γιατί τὸ νὰ δίνει κανεὶς στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ δικά του καὶ νὰ ντύνει τὸ γυμνὸ καὶ νὰ ἀγαπάει τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἀδικεῖ, οὔτε νὰ λέει ψέματα, αὐτὰ καὶ ὁ παλιὸς νόμος τὰ ἀπαιτοῦσε. Ὅμως ἡ τελειότητα τῆς οἰκονομίας τοῦ Εὐαγγελίου ἔτσι προστάζει: «ἀπ’ αὐτὸν πού ἁρπάζει τὰ πράγματά σου μὴν τὰ ζητᾶς πίσω καὶ νὰ δίνεις σ’ ὁποῖον ζητάει ἀπὸ σένα, χωρὶς διάκριση», ἂν εἶναι συγγενής σου ἡ ξένος κ.λπ. (Λουκ. 6, 30).
Καὶ ὄχι μόνο ὅταν ἁρπάζουν τὰ πράγματά σου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα δυσάρεστα πού σοῦ ἔρχονται, πρέπει νὰ τὰ ὑπομένεις μὲ χαρὰ καὶ νὰ θυσιάζεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου γιὰ τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων καὶ ὄχι αὐτὸς πού δίνει ἁπλῶς μὲ τὸ χέρι του ἐλεημοσύνη στὸν ἀδελφό του. Ὅποιος λοιπὸν ἀκούσει ἤ δεῖ μὲ τὰ μάτια του ὅτι κάτι στενοχωρεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀναπαύσει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τὸν συμπονάει καὶ καίεται ἡ καρδιὰ του γι’ αὐτὸν καὶ αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεήμων.
Τὸ ἴδιο εἶναι ἐλεήμων καὶ ὅποιος δεχθεῖ ράπισμα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν τοῦ ἀντιμιλήσει μὲ τὴν κοσμικὴ ἀδιαντροπιὰ καὶ δὲν προκαλέσει λύπη στὴν καρδιά του. Συνέχεια
Ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»
Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
Λένε γιὰ τὸν μακάριο Ἀντώνιο ὅτι ποτὲ δὲν σκέφθηκε νὰ κάνει κάτι ποὺ νὰ ὠφελεῖ τὸν ἑαυτὸ του πιότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του. Κι αὐτό, γιατί πίστευε πὼς τὸ κέρδος τοῦ πλησίον του εἶναι γι’ αὐτὸν ἄριστη ἐργασία.
Καὶ πάλι εἶπαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι ἔλεγε πὼς «ἤθελα νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ λάβω τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου».
Εἶδες τέλεια ἀγάπη; Καὶ πάλι, ἂν εἶχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δὲν ἄντεχε νὰ μὴν ἀναπαύσει μ’ αὐτὸ τὸν πλησίον του. Εἶχε κάποτε μιά σμίλη γιὰ νὰ κόβει τὶς πέτρες. Ἦρθε λοιπὸν ἕνας ἀδελφὸς κοντά του καί, ἐπειδὴ τὴν εἶδε καὶ τὴ θέλησε, δὲν τὸν ἄφησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελὶ του χωρὶς αὐτή.
Πολλοὶ ἐρημίτες παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὰ θηρία καὶ στὸ ξίφος καὶ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν πλησίον.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης, ἂν δέν ζήσει κρυφά, μέσα του, τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἀληθινά τούς ἀνθρώπους ὅσοι δίνουν τὴν καρδιὰ τους σ’ αὐτὸ τὸν ἐφήμερο κόσμο.
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ντύνεται, μαζὶ μὲ αὐτήν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸν Θεὸ νὰ πεισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ν’ἀποκτήσει μαζὶ μὲ τὸν Θεό, τίποτε ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀναγκαῖο, ἀλλὰ νὰ ἀποδυθεῖ καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα του, δηλ. καὶ αὐτὲς τὶς μὴ ἀναγκαῖες σωματικὲς ἀναπαύσεις.
Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ντυμένος, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, μὲ τὴν κοσμικὴ ματαιοδοξία καὶ ποὺ ποθεῖ νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνδυθεῖ τὸν Θεὸ –νὰ γίνει θεοφόρος– μέχρι νὰ τὰ ἀφήσει. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ὅποιος δὲν ἐγκαταλείψει ὅλα τὰ κοσμικὰ καὶ δὲν μισήσει τὴν κοσμικὴ ζωή του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Ὄχι μόνο νὰ τὰ ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ μισήσει. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής του, πώς ὁ Κύριος θὰ κατοικήσει μέσα του;
Δὲν θὰ ἀμελήσω νὰ ἀναφέρω τί ἔκαμε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μεγάλος, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνους πού καταφρονοῦν τοὺς ἀδελφούς τους. Βγῆκε λοιπὸν κάποτε νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν ἄρρωστο ἀδελφὸ καὶ ρώτησε τὸν ἄρρωστο ἂν ἤθελε τίποτε. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε πώς θὰ ‘θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅλη τὴ χρονιὰ συνήθιζαν καὶ ἔφτιαχναν τὸ ψωμὶ παξιμάδια, σηκώθηκε ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ ἀξιομακάριστος ἄνθρωπος καί, μ’ ὅλα τὰ ἐνενήντα του χρόνια, βάδισε ἀπὸ τὴ σκήτη του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀντάλλαξε τὰ ξερὰ ψωμιά, πού πῆρε ἀπὸ τὸ κελί του μὲ φρέσκα καὶ τὰ πῆγε στὸν ἀδελφό. Συνέχεια
Ἡ ἀγάπη ὡς θεμέλιο τῆς γνώσης
π.Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
Φθάνουμε, λοιπόν, στὴν ἀγάπη ὡς θεμελιώδη γνωσιολογικὴ κατηγορία τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, φυσικὸ τέκνο τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα κατὰ τὸν Μεσαίωνα. Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ δύο καινοδιαθηκικὲς «ἐντολὲς τῆς ἀγάπης» δὲν βιώνονται στὸν ἡσυχασμὸ ὡς ἠθικὲς κατηγορίες, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν ἀφοροῦν ἁπλῶς κάποιο «ἠθικὸ τμῆμα» τοῦ εἶναι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καλύπτουν πλήρως τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τόσο στὴν προσωπικὴ ὅσο καὶ στὴν ἀτομική της πραγματικότητα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, ἂς ὑπογραμμίσουμε ὅτι «ἡ πρώτη ἐντολὴ» τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης ἀναδεικνύει μὲ ἔμφαση ὅλα τὰ κύρια σημεῖα καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου».
Ἡ «δεύτερη ἐντολή» τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ἰσάξια μὲ τὴν πρώτη, ἐκφράζει τὸ ἴδιο περιεχόμενο μὲ ἄλλα λόγια: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(1). Ἐν ὀλίγοις, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν πράξη καὶ στὸ γεγονὸς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα μοναδικὴ καὶ ἀδιαίρετη. Γι’ αὐτόν, ἀκριβῶς, τὸ λόγο ἡ πρώτη ἐντολὴ δὲν ὑφίσταται χωρὶς τὴν ἑπόμενη, οὔτε ἡ δεύτερη χωρὶς τὴν πρώτη(2). Ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν ἀγάπη μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ τὶς δυνατότητες, μὲ τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχο-φυσική του προσωπικότητα ὅπως καὶ μὲ τὶς ἔλλογες δυνατότητες του.
Ἐνδεχομένως, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράδοξο ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ ἕνα δεδομένο τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ συγκεκριμένα τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας. Τὸ γεγονός, δηλαδή, ὅτι οἱ δύο «ἐντολὲς τῆς ἀγάπης» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, συνοψίζονται τελικὰ σὲ μία καὶ μοναδικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἤδη ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παύλος(3) καὶ στὴ συνέχεια ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς ἕως τὶς μέρες μας(4).
Ἂς ἐπιστρέψουμε ξανὰ πρὸς αὐτὴν ἐπιμένοντας γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ χριστοκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ γνωσιολογία, ἡ ὁποία εἶναι —τώρα λοιπὸν μποροῦμε ξεκάθαρα νὰ τὸ δηλώσουμε— μιὰ «ἀγαπητικὴ γνωσιολογία», δηλαδὴ μία γνωσιολογία τῆς ἀγάπης μεταξὺ ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ ἐκείνου ποὺ γνωρίζεται. Συνέχεια