Ὁ Ἐκκλησιασμός
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.
Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;
Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένων, ἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων, ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη.
ΣυνέχειαΕΥΧΕΛΑΙΟ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
1. Εἰσαγωγικά
Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἔξοδό τους, γιά τόν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κήρυτταν μετάνοια, ἀπάλλασσαν τούς ἀνθρώπους ἀπό τή δαιμονική ἐνέργεια καί θεράπευαν τούς ἀσθενεῖς χρίοντάς τους μέ λάδι ἐλιᾶς. Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος: «Καί ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, καί δαιμόνια πολλά ἐξέβαλλον, καί ἤλειφον ἐλαίῳ πολλούς ἀρρώστους καί ἐθεράπευον»1 . Τό λάδι, βασικό στοιχείο τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου μύρου, ἐκτός ἀπό πηγή φωτός καί σύμβολο καταλλαγῆς, λειτουργοῦσε καί ὡς μέσο ἰατρείας. Τήν ἀποστολική συνήθεια τῆς ἐπάλειψης τῶν ἀσθενῶν μέ λάδι ἐξειδικεύει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν Καθολική του Ἐπιστολή 2 . Στούς μεταγενέστερους χρόνους ἀπαντοῦν μία ἤ δύο ἁγιαστικές εὐχές τοῦ ἐλαίου, οἱ ὁποῖες διαβάζονταν ἀπό ἕναν ἱερέα καί ἀκολουθοῦσε ἡ χρίση τοῦ ἀσθενοῦς. Στή συνέχεια μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰακώβου θεωροῦνταν ἀπαραίτητοι περισσότεροι τοῦ ἑνός ἱερεῖς.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου ἀπασχολεῖ τούς ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν μέ βάση τούς γνωστούς χειρόγραφους κώδικες, ὅτι ἡ ση- μερινή ἀκολουθία εἶναι πολύ μεταγενέστερη καί ἐμφανίζεται μετά τόν 13ο αἰώνα.3 Ὡστόσο, ὁρισμένες εὐχές εἶναι παλαιότερες, ἀφοῦ ἀπαντοῦν σέ παλαιότερα εὐχολόγια, ἤ διασώζουν ἄγραφα λόγια τοῦ Κυρίου, ὅπως συμβαίνει μέ τήν εὐχή μετά τό δεύτερο εὐαγγέλιο. Ἐδῶ ἀναφέρεται τό ἄγραφο λόγιο: «Ὁσάκις ἄν πέσῃς ἔγειραι, καί σωθήσῃ».4
2.Εὐχέλαιο και εὐχαριστία
Τό εὐχέλαιο ἀρχικά τελοῦνταν στό ναό καί ἦταν συνδεδεμένο μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Ἡ ἀποδέσμευση τῆς ἀκολουθίας τοῦ Εὐχελαίου ἀπό αὐτή συνέβαλε στή γενίκευση τῆς τελέσεώς του στά σπίτια5 . Σέ πολλούς κώδικες «συνυφαίνεται» ἤ «συναρθρώνεται»6 μέ τή θεία Εὐχαριστία καί ἀκολουθεῖ ἕνα εἶδος λιτῆς μέχρι τό σπίτι τοῦ ἀσθενοῦς προκειμένου νά χρισθεῖ. Σύμφωνα μέ μιά ἀπό τίς διατάξεις τῶν πρώτων αἰώνων, μετά τήν προσκομιδή καί πρό τῆς θείας λειτουργίας γινόταν ὁ καθαγιασμός τοῦ ἐλαίου μέ τήν εὐχή πού διάβαζε ξεχωριστά ὁ κάθε ἱερέας. Μετά τό τέλος τῆς θείας λειτουργίας καί πρίν τήν ἀπόλυση χρίονταν οἱ παριστάμενοι, οἱ θῦρες καί τά παράθυρα τοῦ οἴκου, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς λειτουργοῦσαν διαδοχικά γιά ἑπτά συνεχόμενες ἡμέρες.7 Στήν περίπτωση αὐτή ἡ θεία λειτουργία γινόταν στόν εὐκτήριο οἶκο τοῦ σπιτιοῦ. Οἱ ἑπτά ἱερεῖς δέν ἦταν μόνο ἀπαραίτητοι γιά τήν τέλεση τοῦ εὐχελαίου, ἀλλά καί γιά τήν τέλεση τῶν ἑπτά συνεχόμενων λειτουργιῶν. Ἐκτός ἀπό τή τάξη αὐτή ὑπάρχουν καί ἄλλα στοιχεῖα πού συνηγοροῦν καί μαρτυροῦν τό σύνδεσμο εὐχελαίου καί θείας λειτουργίας. Ὁρισμένες εὐχές δέν εἶναι μόνο συγχωρητικές ἀλλά προετοιμάζουν γιά τή μετοχή στή θεία Εὐχαριστία. «Καί καθάρισον αὐτόν ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἵνα ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως αὐτοῦ τῶν ἁγιασμάτων σου τήν μερίδα ὑποδεχόμενος ἑνωθῇ τῷ ἁγίῳ σου Πνεύματι καί ἕξει σε ἐν αὑτῷ κατοικοῦντα καί μένοντα σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ σου Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»8 . Ἴσως δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί σήμερα τό εὐχέλαιο τελεῖται τήν Μ. Τετάρτη, ἀφοῦ τήν ἑπομένη, τήν Μ. Πέμπτη, ὑπάρχει καθολική μετοχή στό μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Συνέχεια
Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
ΕΡΓΟ τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δώρων ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοί – τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου – σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ σκοπὸς τῆς εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ Θεία Μετάληψη ἀποκομίζουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ συμβάλλουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες, τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται καὶ λέγονται στὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας. Μέσα σε αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε σὲ ἕνα πίνακα ζωγραφισμένη ὁλόκληρή τή ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Γιατὶ ὁ καθαγιασμὸς τῶν Δώρων, ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, καθὼς τὰ δῶρα αὐτὰ μεταβάλλονται στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ἐμφάνισή Του, τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἕπονται τῆς θυσίας, συμβολίζουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μαζί Του.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ συμμετέχουν σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ προσηλωμένο τὸ νοῦ, γίνονται πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, πιὸ θερμοὶ στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τέτοιες λοιπὸν διαθέσεις ἀξιώνονται νὰ πλησιάσουν καὶ τὴ φωτιὰ τῶν μυστηρίων καὶ νὰ μεταλάβουν μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα.
Αὐτὸ εἶναι συνοπτικὰ τὸ νόημα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἂς τὴν ἐξετάσουμε τώρα ὅσο μποροῦμε λεπτομερέστερα, ἀρχίζοντας μὲ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση [Εἰδικὸς χῶρος ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ὅπου τοποθετοῦνται (προτίθενται-πρόθεση) τὰ Δῶρα ποὺ προσφέρουν (προσκομίζουν-προσκομιδή) οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἐδῶ γίνεται ἡ ἀναγκαία προετοιμασία τους ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα]. Συνέχεια
Ἡ Ἐξομολόγηση εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητη
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
«Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς μετανοίας, καὶ στὸν ἅδη ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία νεκρώθηκε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπανέλθει στὴν ζωὴν τὴν κατὰ Θεὸν»
Ὅταν λοιπὸν διαπράξεις ἁμαρτία, μὴν περιμένεις ἀπό κάποιον ἄλλο τὴν κατηγορία, ἀλλὰ πρὶν νὰ κατηγορηθεῖς κατηγόρησε ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὶς πράξεις σου. Διότι ἐὰν ἄλλος σὲ ἐλέγξει, τότε τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς σου ἐξομολογήσεως, ἀλλὰ ἡ διόρθωση ἐπέρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κατηγορίας ἐκείνου. Ἐξομολόγηση δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν ἄλλων, ἀλλὰ πρῶτοι ἐμεῖς νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν περιμένουμε τὸν ἔλεγχο ἐκ μέρους ἄλλων. Διότι ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἄρνηση (τότε πού ἀρνήθηκε πώς γνωρίζει τὸν Κύριο), ἐπειδὴ ἀμέσως ἀναγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν κατηγορήσει, καὶ τὸ ἔγκλημά του ὁμολόγησε καὶ πικρὰ ἔκλαψε, τόσο τέλεια καθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἄρνησή του, ὥστε ἔγινε πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους ἁγίους Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Ἐὰν δηλαδὴ ὁ Ἱερέας ἔλαβε ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες διαπράττουμε πρὸς τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἀπαλλάξει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες κάνουμε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἄρχων εἶναι καὶ ὁ ἱερέας καὶ μάλιστα ἄρχων περισσότερο σεβαστὸς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιά. Διότι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ τοῦ βασιλιᾶ τὴν ὑπέταξαν στὰ χέρια τοῦ Ἱερέα. Καὶ ὅταν παραστεῖ ἀνάγκη γιὰ νὰ ζητηθεῖ ἡ Βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς καταφεύγει πρὸς τὸν ἱερέα καὶ ὄχι ὁ ἱερέας πρὸς τὸν βασιλιά.
Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν κατέβασε Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ τοὺς κάνει διδασκάλους τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐπιτιμοῦν (γιὰ νὰ μὴ μᾶς κάνουν παρατηρήσεις) συχνότερα καὶ αὐστηρότερα οἱ Ἄγγελοι, λόγῳ τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους φύσεως καὶ λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν τὶς ὁποῖες ἔχουμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι. Ἀντὶ τῶν Ἀγγέλων μᾶς ἔδωσε ὡς διδασκάλους καὶ ἱερεῖς ἀνθρώπους θνητούς, ἔχοντας τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὥστε ὁ κίνδυνος νὰ ὑποπέσουν καὶ αὐτοὶ στὰ ἴδια σφάλματα νὰ συγκρατεῖ τὴ γλώσσα καὶ τὴ δικιά τους, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων πού τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ μὴν ἐλέγχουν τοὺς ἄλλους αὐστηρότερα ἀπὸ ὅσο πρέπει.
Γιὰ ποιὸν λόγο τὰ εἶπα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ μὴν λέτε ὅτι «ἐσὺ ἐπειδὴ δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἐπειδὴ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ πόνο πού αἰσθάνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐπιτίμηση τοῦ ἱερέα, μὲ μεγαλύτερη τόλμη προξενεῖς σὲ ἐμᾶς (στὴν ψυχὴ μας) πληγή». Πρῶτος ὅμως αἰσθάνομαι ἐγὼ τὸν πόνο, διότι καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ὑπόκειμαι στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὶς πράξεις μας» (Σοφία Σειράχ, 8, 5) καὶ «ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά;» (Παροιμίες Σολομῶντος, 20, 9). Συνέχεια
Τό ἅγιο Βάπτισμα
Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
«Ὅσοι βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3:27).
Πόσο μεγάλη ἀλήθεια μᾶς ἐπισημαίνει μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος!
Οἱ βαπτισμένοι χριστιανοὶ δὲν φοροῦν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του, ἀλλὰ εἶναι ντυμένοι τὸν καινούριο ἄνθρωπο. Ντύθηκαν τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, ποὺ ζεῖ τώρα μέσα στὶς καρδιές τους. Καὶ ἡ λέξη “ντύθηκαν” δὲν ἀναφέρεται σὲ κάποια ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ στολή, ἀλλὰ σὲ κάτι βαθύτερο, σὲ κάτι οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφαίρετο.
Μὲ τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴ βάπτισή μας ντυνόμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ γινόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, οἰκητήρια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ναοὶ τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι καὶ τέλειοι, Θεοὶ κατὰ χάριν. Ὥστε λοιπὸν ρίξαμε ἀπὸ πάνω μας τὴ φθορὰ καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀφθαρσία. Ξεντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ ντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς χάριτος. Διώξαμε τὸ θάνατο καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀθανασία…
Συλλογιστήκαμε ὅμως καὶ τὶς μεγάλες ὑποχρεώσεις, πού, μὲ τὸ βάπτισμά μας, ἀναλάβαμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὀφείλουμε νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μας;
Ὅτι ἔχουμε χρέος νὰ συνταυτίσουμε τὸ δικό μας θέλημα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ὅτι πρέπει, σὰν παιδιὰ δικά Του, νὰ μένουμε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;
Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς μας;
Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Τὸν λατρεύουμε καὶ νὰ λαχταροῦμε τὴν ἕνωση μαζί Του γιὰ πάντα;
Σκεφτήκαμε, ἄραγε, ὅτι ἡ καρδιά μας πρέπει νά ‘ναι πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὥστε αὐτὴ νὰ ξεχύνεται καὶ στὸν πλησίον μας;
Ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε ἅγιοι καὶ τέλειοι καὶ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν;
Γιὰ ὁλ’ αὐτὰ ἔχουμε χρέος ν’ ἀγωνιστοῦμε, ὥστε νὰ μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι στὸ κάλεσμα ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἀποδοκιμαστοῦμε…
Ναί, ἀδελφοί μου, ἂς παλέψουμε μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση γιὰ νὰ νικήσουμε. Συνέχεια
Γιά τό ἅγιο Βάπτισμα
Ὁσ. Μάρκου τοῦ Ἐρημίτη
«Ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ρωτοῦν γιά τό Ἅγιο Βάπτισμα»
Πολλοί λένε ὅτι τό Βάπτισμα ἐξαλείφει τελείως τήν ἁμαρτία. Καί αὐτό τό ἰσχυρίζονται γιατί βασίζονται στήν Ἁγία Γραφή πού λέει: «Λουσθεῖτε καί καθαρισθεῖτε (Ἠσ. ι, 16) καί «λουσθήκατε, ἁγιασθήκατε» (Α´ Κορ. 6, 11). Ἀναφέρουν ἐπίσης καί πολλά παρόμοια χωρία γιά νά ἐπιβεβαιώσουν αὐτή τή θέση τους.
Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι ἡ προπατορική ἁμαρτία καθαρίζεται μέ πολλούς ἀγῶνες. Καί αὐτοί ἐπίσης προσκομίζουν μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού λέει: «Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε ἁμαρτία τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος» (Β´ Κορ. 7, 1). Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας τήν ἐντοπίζουν μέσα τους.
Ἐμεῖς λοιπόν τώρα τί θά ποῦμε πάνω σ᾿ ὅλα αὐτά καί σέ ποιούς ἀπό τούς δύο πρέπει νά πιστέψουμε;
Ἀπάντηση (1η)
Ἀρχικά πρέπει νά παραμένουμε πιστοί στό Ἀποστολικό κήρυγμα καί νά εἴμαστε σταθεροί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού ἔχουμε κάνει (κατά τό Βάπτισμα). Νά μήν θέλουμε νά ἐκπειράσουμε τόν Θεό, μέ διάφορες ὑποθέσεις καί ἑρμηνεῖες δικές μας, δοκιμάζοντας ἔτσι τή δύναμή Του. Οὔτε πάλι νά σκύβουμε ἑκούσια τόν αὐχένα στό ζυγό τῆς δουλείας, ἀλλά νά κρατᾶμε τήν ἐλευθερία μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες, ἀνάλογα μέ τό μέτρο πού τίς τηροῦμε, μᾶς ὁδηγοῦν ἀντίστοιχα σέ ὅλη τήν ἀλήθεια. Πρέπει νά γνωρίζουμε ξεκάθαρα ὅτι κατά τό μέτρο πού παραβαίνουμε τίς ἐντολές κατά τό ἴδιο μέτρο καί κυριαρχούμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἐπειδή μειώσαμε τή σημασία τοῦ κηρύγματος καί ἀσχολούμαστε μέ ἀναλύσεις καί ἔρευνες περισσότερο, παρά μέ τήν ὑποχρέωσή μας νά ὑπακούουμε στό λόγο τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί ἀποβαίνει εἰς μάτην ἡ πίστη μας καί γι᾿ αὐτό εἴμαστε βουτηγμένοι στίς ἁμαρτίες μας.
Ἐρώτηση (2η)
Ἐμεῖς δέν θεωροῦμε ὅτι τό κήρυγμα εἶναι χωρίς σημασία, ἀλλά ἀναζητᾶμε τήν ἀλήθεια.
Ἀπάντηση (2η)
Ἐφόσον λοιπόν τό κήρυγμα εἶναι γνήσιο, ἄς τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές καί τότε θά δοῦμε, θά μᾶς κυβερνάει ἀκόμα ἡ ἁμαρτία;
Τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τέλειο, ἀλλά δέν ἁγιάζει ὅποιον δέν τηρεῖ τίς ἐντολές. Ἄς μήν δίνουμε πίστη λοιπόν σέ ἀνθρώπινους συλλογισμούς, ἀλλά καλύτερα νά ἐμπιστευόμαστε τήν Ἁγία Γραφή, γιατί: «Σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ὁ Χριστός πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας» (Α´ κορ. 15, 3) καί ὅτι «μέ τό Βάπτισμα μπήκαμε στόν τάφο μαζί μέ τόν Χριστό» (Ρωμ. 6, 4). Ἐπίσης λέει: «Ἐκεῖνος πού πέθανε ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ρωμ. 6, 7), καί ἀκόμα ὅτι «ἡ ἁμαρτία μας δέν θά μᾶς ἐξουσιάσει» (Ρωμ. 6, 14). Δέν θά μᾶς ἐξουσιάσει βέβαια, ἄν ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως δέν τηροῦμε τίς ἐντολές, εἴμαστε ἄπιστοι καί ὑποτελεῖς στήν ἁμαρτία.
Πίστη δέν εἶναι μονάχα τό νά βαπτιστοῦμε στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Ἐφ. 2, 6) ὅτι, μέ τό Βάπτισμα ἔχουμε ταφεῖ μέ τρόπο μυστικό μαζί Του, ὅτι ἐπίσης μᾶς ἔχει ἀναστήσει μέ τήν δική Του Ἀνάσταση καί ὅτι μᾶς ἔχει καθίσει στόν ἐπουράνιο θρόνο μαζί Του. Μᾶς ἔχει ὅμως δώσει καί ἐντολές ὥστε, ἄν τίς ἐφαρμόσουμε νά φτάσουμε στήν τελειότητα, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει ἤδη δοθεῖ ὡς δυνατότητα. Ἄν ὅμως δέν τίς ἐφαρμόσουμε θά δείξουμε ὁλοφάνερα ὅτι, μέ τή θέλησή μας ἁμαρτάνουμε. Ἄν ὑποστηρίζουμε ὅτι μέ τά καλά ἔργα μποροῦμε νά ἐξαλείψουμε τήν ἁμαρτία, τότε ὁ Κύριος «πέθανε χωρίς λόγο» καί ὅλα ὅσα μέχρι τώρα ἔχουμε πεῖ εἶναι ἀνυπόστατα (Γαλ. 2, 21). Καί πάλι, ἄν δέν μᾶς ἀπαλλάσσει τελείως ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία τό Βάπτισμα, ἀλλά ἡ τελειότητα εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα, τότε καί ὁ νόμος τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας εἶναι γιά ἐκείνους πού ἰσχυρίζονται αὐτά, μάταιος. Καί ὅλος ὁ νόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει πλέον καταπατηθεῖ. Συνέχεια
ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζάντονσκ
«Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. 16, 16).
Αὐτόν τό λόγο τόν εἶπε ὁ Σωτήρας μας, γιά νά μᾶς ἐνισχύσει καί νά μᾶς παρηγορήσει. Τί πιό παρήγορο γιά τήν πιστή καί βαπτισμένη ψυχή ἀπ’ αὐτά τά λόγια, πού ὑπόσχονται αἰώνια σωτηρία;
Δόξα τῷ Θεῷ ἀγαπητοί χριστιανοί, πού κι ἐμεῖς πιστεύουμε στό Εὐαγγέλιο καί φωτιστήκαμε μέ τό ἅγιο Βάπτισμα. Ἀξίζει γι’ αὐτό νά δοῦμε τή δύναμή Του, νά ἐξετάσουμε τί ἤμασταν πρίν βαπτιστοῦμε καί τί γίναμε μετά τό Βάπτισμα, κι ἔτσι νά λάβουμε μεγάλη παρηγοριά.
Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα λυτρωθήκαμε ἀπ’ ὅλα τά δεινά καί λάβαμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τήν πραγματική μακαριότητα.
Πρίν βαπτιστοῦμε ἤμασταν πολύ μακριά ἀπό τόν Θεό· μέ τό Βάπτισμα Τόν πλησιάσαμε.
Πρίν βαπτιστοῦμε ἤμασταν ἐχθροί του Θεοῦ· μέ τό Βάπτισμα συμφιλιωθήκαμε μαζί Του κι Ἐκεῖνος μ’ ἐμᾶς.
Πρίν ἀπό τό Βάπτισμα ἤμασταν «τέκνα ὀργῆς»· ἀλλά μέ τό Βάπτισμα γίναμε σκεύη Θείου ἐλέους.
Πρίν ἀπό τό Βάπτισμα ἤμασταν τά σκοτεινά παιδιά τοῦ διαβόλου· μετά γίναμε φωτεινά παιδιά τοῦ Θεοῦ.
Πρίν βαπτιστοῦμε ἤμασταν ἀχρεῖοι ἀπό τίς ἁμαρτίες· μέ τό Βάπτισμα πλυθήκαμε, φωτιστήκαμε καί δικαιωθήκαμε.
Πρίν ἀπό τό Βάπτισμα ἤμασταν «ἀπολωλότες»· μετά γίναμε «σεσωσμένοι».
Πρίν τό Βάπτισμα ἦταν κλειστές γιά μᾶς οἱ πόρτες πρός τήν αἰώνια ζωή καί τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν· μετά ἄνοιξαν καί εἰσέρχονται ἐλεύθερα ὅσοι φύλαξαν τή χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Αὐτές καί πολλές ἄλλες Θεῖες εὐλογίες παίρνουμε μέ τό Βάπτισμα. Καί τίς παίρνουμε χωρίς νά τό ἀξίζουμε, ἀπό μόνη τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ –γιατί τί μπορεῖ ν’ ἀξίζει ὁ «ἀπολωλώς»; Δόξα στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δόξα στή φιλανθρωπία Του, δόξα στήν εὐσπλαχνία Του, δόξα στίς χάριτές Του! «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος» (ψαλμ. 112, 2).
Ὅλο αὐτό τό πλούσιο ἔλεος τοῦ Θεοῦ τό ἔχει πληρώσει γιά μᾶς ὁ μονογενής Του Υἱός, ὁ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός· τό πλήρωσε μέ τό πολύτιμο αἷμα Του καί τό θάνατό Του. Συνέχεια
Γιατί βαπτιζόμαστε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Ἀνδρέα Θεοδώρου
Γιὰ ν’ ἀποβάλουμε τὸ χιτώνα τῆς φθορᾶς καὶ νὰ ντυθοῦμε τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸ χιτώνα τῆς φθορᾶς μᾶς ἔντυσε μὲ τὴν παράβασή του ὁ Προπάτορας, ποὺ μᾶς κληροδότησε μία φύση χαλασμένη, στὴν ὁποία μπαίνουμε ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ φυσική μας γέννηση. Ἡ φύση αὐτὴ τῆς φθορᾶς ἐμποδίζει τὴν εἴσοδο στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀφανισθεῖ καὶ αὐτὸ πετυχαίνεται στὸ ἱερὸ Βάπτισμα (Ἰωάν. 3,3). Παράλληλα πρέπει νὰ ντυθοῦμε τὸν Χριστὸ («Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε Χριστὸν ἐνεδύσασθε» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας), νὰ ἀναγεννηθοῦμε, νὰ γίνουμε μία νέα πνευματικὴ ὕπαρξη καὶ ζωή.
Τὸ Βάπτισμα, λοιπόν, εἶναι ἡ τελετὴ ἐκείνη ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, βαπτιζόμενος σὲ ἁγιασμένο νερὸ μὲ τριττὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, ἀφ ‘ ἑνὸς μὲν ἀποβάλλει τὴν παλαιὰ φύση τῆς ἁμαρτίας (τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀναγεννᾶται σὲ μία καινούργια ἔνθεη ὕπαρξη, φυτεμένη στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Βάπτισμα εἶναι κορυφαῖο Μυστήριο. Ὀνομάζεται «κυριακό», γιατί στὴ Γραφὴ ὑπάρχει ρητὴ πληροφόρηση γιὰ τὴν ἄμεση σύστασή του ἀπὸ τὸν Κύριο (Ματθ. 28,19). Διά τοῦ βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος φυτεύεται μυστικὰ στὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐπίσημα μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα συμμετοχῆς του καὶ στὰ ὑπόλοιπα ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια.
Ἀφοῦ διὰ τοῦ Βαπτίσματος καταργεῖται τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, γιατί ἐξακολουθεῖ νὰ ἁμαρτάνει μετὰ ταῦτα ὁ ἄνθρωπος;
Δύσκολο τὸ ἐρώτημα. Φυσικὰ καὶ μετὰ τὴν ἐκρίζωση τῆς ἁμαρτίας διὰ τοῦ Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι λογικὸς καὶ ἐλεύθερος. Ὅπως δὲ ὁ πρωτόπλαστος, ἂν καὶ πλασθεῖς καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅμως ἔπεσε σ’ αὐτὴ κάνοντας κατάχρηση τῆς λογικῆς του ἐλευθερίας, ἔτσι κι ὁ βαπτισθείς, καίτοι ὁλοκάθαρος μετὰ τὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας, μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσει ὡς προσωπικότητα λογικὴ καὶ ἐλεύθερη. Βέβαια ἐδῶ δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ τὴ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἔγκειται σὲ κάθε λογικὴ φύση, ἀλλὰ περὶ ροπῆς πρὸς τὴν ἁμαρτία, περὶ φρονήματος σαρκικοῦ ( concupiscentia = ἐπιθυμητικό), ποὺ εἶναι ἀπορίας ἄξιο τό πῶς παραμένει, μία καὶ ἡ ρίζα του (ἡ φθαρμένη φύση) ἔχει καταργηθεῖ ἀπὸ τὸ βαπτισθέντα. Πραγματικὰ ἔχουμε δογματικὸ πρόβλημα. Συνέχεια
Τό ἅγιο Χρῖσμα
Ἀνδρέα Θεοδώρου
Σὲ τί ἀποσκοπεῖ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος;
Σφραγίζει μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὴ νέα πνευματικὴ ζωὴ ποὺ γεννήθηκε διὰ τοῦ Βαπτίσματος, βοηθώντας τὸ βαπτισθέντα ν’ ἀναχθεῖ σὲ βίο θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο.
Τὸ Μυστήριο, ποὺ μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς στὴν ἁγία Γραφή, γινόταν στὴν ἀρχὴ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων στὶς κεφαλὲς τῶν βαπτισθέντων γιὰ τὴ χορήγηση τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. 8, 17). Μὲ τὸ πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καὶ καθόσον αὔξανε σημαντικὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστευόντων, δημιουργήθηκε κάποιο πρακτικὸ πρόβλημα· τὰ χέρια τῶν Ἀποστόλων δὲν ἐπαρκοῦσαν πλέον γιὰ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου. Ἦταν λίγοι. Ἔτσι πολὺ νωρὶς ἀντικαταστάθηκε ἡ ἐπίθεση τῶν χειρῶν μὲ τὴν τέλεση τοῦ Χρίσματος, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος χρίει σταυροειδῶς τὸ μέτωπο καὶ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ βαπτισθέντος μὲ ἅγιο Μύρο (μίγμα ἐλαίου μὲ ἄλλες σαράντα ἀρωματώδεις οὐσίες, οἱ ὁποῖες συμβολίζουν τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος), ἐκφωνουμένης σὲ κάθε χρίση τῆς εὐχῆς «σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου. Ἀμήν».
Τὸ χρίσμα δὲν εἶναι συμπλήρωμα τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Εἶναι ἰδιαίτερο αὐτοτελὲς Μυστήριο, τὸ ὁποῖο γίνεται ἐν συνέχεια πρὸς τὸ Βάπτισμα. Ἐκεῖ εἶναι ἡ φυσιολογική του τοποθέτηση.
Εἶναι σωστὴ ἡ μετάθεση τελέσεως τὸν χρίσματος ἀρκετὸ χρόνο μετὰ τὸ βάπτισμα;
Τὴ μετάθεση αὐτὴ κάνουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Τὸ σκεπτικό τους εἶναι: ἀφοῦ τὸ ἱερὸ Μυστήριο ἔχει σκοπὸ νὰ βοηθήσει τὸ βαπτισθέντα στὸν προσωπικό του ἀγώνα καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ ζήσει βίο ἐνάρετο ἀνάλογο μὲ τὴν ὑψηλὴ κλήση τοῦ Βαπτίσματος, τὸ νήπιο, ποὺ ἔχει ἄωρη ἀκόμη προσωπικότητα καὶ δὲν ἔχει ἀναπτυγμένες τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικές του δυνάμεις, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναλάβει ἕνα τέτοιο μεγάλο καὶ δύσκολο ἀγώνα; Γι’ αὐτὸ καὶ μεταθέτουν τὴν τέλεση τοῦ χρίσματος στὸ δωδέκατο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ παιδιοῦ καὶ ἐν ἀνάγκη στὸ ἕβδομο.
Τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ ἔχει φυσικὰ κάποια λογικὴ βάση. Ἀλίμονο ὅμως ἂν τὰ δόγματα τῆς πίστεως τὰ ἐξετάζουμε στὴ βάση μόνο τῆς λογικῆς. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅταν τελοῦσε τὸ Χρίσμα συνειμμένως μὲ τὸ Βάπτισμα, ἀσφαλῶς γνώριζε τί ἔκανε. Ἡ πρακτική της Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μεταγενέστερος νεωτερισμὸς (ΙΓ’ αἰώνας).
Κατὰ τὴ λογικὴ ὅμως αὐτὴ ἔπρεπε νὰ μετατίθεται καὶ ὁ νηπιοβαπτισμός, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν κάνει ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ μόρφωση τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τοῦ λίκνου, ἂν μὴ καὶ νωρίτερα. Γιατί, λοιπόν, νὰ στερήσουμε τὰ νήπια ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τῆς χρισματικῆς χάριτος; Συνέχεια
Τὸ ἅγιο Εὐχέλαιο
Ἀνδρέα Θεοδώρου
Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου;
Τὸν καθορίζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: «Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ» (5,14-15).
Σύμφωνα μὲ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο σκοπὸς τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου εἶναι πρωταρχικὰ καὶ κύρια ἡ ἴαση τῆς σωματικῆς νόσου ποὺ κατατρύχει τὸν πιστό. Εἶναι κανεὶς ἄρρωστος ἀπό σᾶς; ἐρωτᾶ. Ἂν εἶναι, ἂς προσκαλέσει τοὺς πρεσβυτέρους (περισσότεροι τοῦ ἑνὸς) στὸ σπίτι του, καὶ ἂς προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ γι’ αὐτόν, ἀφοῦ τὸν ἀλείψουν μὲ ἁγιασμένο ἔλαιο. Ἡ ἐπάλειψη συνοδεύεται ἀπὸ τὴν εὐχή: «Πάτερ Ἅγιε, ἰατρὲ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καὶ ἐκ θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καὶ τὸν δοῦλον σου (τόνδε), ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτὸν σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀσθενείας, καὶ ζωοποίησον αὐτὸν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ σου…» (Μικρὸν Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1992, σελ. 194)
Ἀφοῦ γίνει αὐτό, ἡ προσευχὴ τῆς πίστεως θὰ κάνει καλὰ τὸν ἄρρωστο, κι ἂν ἔχει κάνει ἁμαρτίες θὰ τοῦ τὶς συγχωρήσει ὁ Θεός.
Στὸ ἱερὸ αὐτὸ Μυστήριο ἔχουμε ἀρκετὲς δογματικὲς δυσκολίες. Ἂν καὶ εἶναι Μυστήριο πού, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, δρᾶ ἐξ ἀνάγκης, ἐν τούτοις δὲν διαπιστώνουμε πάντοτε αὐτὸ στὴν πράξη. Ἐνῶ δηλαδὴ στὰ ἄλλα μυστήρια ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος εἶναι μυστικὴ καὶ ἀθέατη (στὸ Βάπτισμα δὲν βλέπουμε πὼς ἡ Χάρη καθαρίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, στὴ μετάνοια πὼς ἀποκαθίσταται ἡ δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κ.λπ.), στὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τὸ ἀποτέλεσμα καθορίζεται ὡς ἐξωτερικὸ καὶ ὁρατό: θὰ γίνει καλὰ ὁ ἄνθρωπος, θὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὴν κλίνη τῆς ἀρρώστιας του, θὰ περπατήσει (ἴσως ὄχι ἀμέσως) κ.λπ. Αὐτὸ ὅμως συνήθως δὲν διαπιστώνεται. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι πιστοί, ὅταν ἀρρωστήσουν, ἐπισκέπτονται τοὺς γιατροὺς καὶ τὶς κλινικὲς καὶ ὄχι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ναούς. Ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσφεύγουν στὴ βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γιατί νὰ μὴν παρέχεται πάντοτε ἡ σωματικὴ ἴαση τῶν ἀσθενούντων; Μήπως φταίει ἡ ἔλλειψη πίστεως τοῦ ἀσθενοῦντος ἢ τῶν οἰκείων του; Πολὺ πιθανό. Ἄλλωστε, συστήνοντας ὁ Κύριος τὸ Εὐχέλαιο δὲν ἀποσκοποῦσε στὴ διαρκῆ ἀποτροπὴ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. ‘
Ἴσως νὰ μὴ χορηγεῖ τὴν ἴαση, γιατί ἡ παράταση τῆς ἀσθένειας στὸ συγκεκριμένο ἀσθενῆ ἔχει σωτήρια γι’ αὐτὸν ἀποτελέσματα, ὅπως μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ ὁ θάνατος. Τὰ πράγματα ὅμως αὐτὰ γνωρίζει μονάχα ὁ Θεός. Εἶναι, λοιπόν, ἀνενεργὲς τὸ ἱερὸ Μυστήριο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἐνεργεῖ ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ ἅγιος Θεὸς καὶ ὅταν φυσικὰ συντρέχουν οἱ κατάλληλες ὑποκειμενικὲς συνθῆκες (κυρίως ἡ πίστη: «ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώζει τὸν κάμνοντα»). Συνέχεια
Τὸ Βάπτισμα ὡς ἀπαρχὴ μίας νέας ἐν ἀληθεία,
π. Ἀθανασίου Γιέφτιτς
…Τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος δὲν ἐπιφέρει αὐτομάτως μία ἀλλαγή. Χωρὶς τὴν ζῶσα πίστη τοῦ χριστιανοῦ καὶ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή του στὴν νέα χριστιανικὴ ὕπαρξη καὶ ζωή, γίνεται ἀνενεργό. Τὸ Βάπτισμα τοποθετεῖται σὲ ἕνα γενικό, εὐρύτερο πλαίσιο σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σχέση τούτη βασίζεται σὲ μία ἐλεύθερη συνεργία, σὲ μία σύμπραξη καὶ συμβίωση, ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται τὸ κάλεσμα «ἐν ἐλευθερίᾳ, ἐν ἀγάπῃ καὶ συνεργίᾳ καὶ συμβιώσει».
Μὲ τὸ Βάπτισμα, εἰσέρχεται κανεὶς στὸν στρατὸ τοῦ Χριστοῦ (ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ἕνας στρατιώτης, ὡστόσο, χρειάζεται νὰ ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι πραγματικὰ ἀγωνιστής, παίχτης, ἐργάτης μὲ ζῆλο, ἐνεργὸς συμμέτοχος στὴν νέα πραγματικότητα. Ἂς φανταστοῦμε, ἕνα παίχτη ποὺ ἔρχεται νὰ παίξει σὲ μία μεγάλη ὁμάδα. Ἂν δὲν προπονεῖται, ἂν δὲν εἶναι δραστήριος, παραμένει στὴν ὁμάδα ἁπλῶς ὡς μέλος της. Γιὰ νὰ παραμείνει σὲ καλὴ φυσικὴ κατάσταση καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικός, χρειάζεται συνεχῆ προπόνηση, χρειάζεται ἄσκηση.
Στὸ Βάπτισμα, διαβάζεται περικοπῆ ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Ρωμαίους. Ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἐγειρόμενοι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας «νεκροὺς μὲν τῇ ἁμαρτία, ζώντας δὲ τῷ Θεῷ, περιπατοῦντες ἐv καινότητι ζωῆς». Αὐτὸ εἶναι τὸ δυναμικὸ καθῆκον τῆς κατὰ Χριστὸν ὑπάρξεως καὶ ζωῆς μας. Τούτη εἶναι ἡ περιοχὴ τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεώς μας, δηλαδὴ ἡ ἐνεργοποίηση, ἐξάσκηση, λειτουργία τῶν ἀνακαινισμένων δυνάμεων καὶ ἐνεργειῶν τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεώς μας, ποὺ ἐνδυναμώνονται ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κάνοντας πράξη τὴν πιστότητα στὸν «Ἀμνὸ» τοῦ Θεοῦ, ζοῦμε μὲ ἕνα νέο τρόπο, «αἵροντας τὸν σταυρὸ» καὶ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό. Ζοῦμε μία ζωὴ ποὺ προσφέρεται στὸν κόπο τῆς ἀγάπης καὶ δίνει καθημερινὰ μαρτυρία περὶ τῆς καινότητας τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. Εἶναι προσκύνηση τοῦ Θεοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» ὅταν «περιπατοῦμε ἐν ἀληθείᾳ», καὶ ἐφαρμόζουμε τὴν ἀλήθεια. Ἡ ζωὴ τοῦ βαπτισμένου εἶναι λειτουργία ὅλης της ζωῆς –ἡ ἀρχικὴ μάλιστα, σημασία τῆς λέξης λειτουργία, ἦταν τούτη: κάνω ἔργο τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἱκανότητες ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς πρὸς ὄφελος ὅλων, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Συνέχεια
Ἡ Θεία Εὐχαριστία
Metropolitan Anthony Bloom
Ὅταν ὁ Κύριος συνέστησε τόν Μυστικό Δεῖπνο, αὐτό τό μυστήριο τῆς πίστης μας πού ἀποκαλοῦμε Θεία Λειτουργία, ἤ Θε Εὐχαριστία, συγκέντρωσε γύρω Του τούς Μαθητές Του, καί αὐτούς πού ἀργότερα θά πίστευαν μέχρι θανάτου, καί ἐκεῖνον πού ἦταν ἤδη ἕτοιμος νά προδώσει τόν διδάσκαλο. Καί τόν ἀντιμετώπισε μαζί μέ τούς ἄλλους, μέ τήν ὑπέροχη θεϊκή ἀγάπη, γιατί τό νὰ εἶσαι ἀποδεκτός στό τραπέζι ἑνός ἀνθρώπου, σημαίνει ὅτι αὐτός, ὁ οἰκοδεσπότης, θεωρεῖ ἴσους του, συντρόφους μέ τήν παλιά ἔννοια τῆς λέξης, αὐτούς πού ἰσότιμα θά κόψουν τόν ἄρτο μαζί του, θα μοιραστοῦν τήν οὐσία τῆς ζωῆς. Ἴσοι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἴσοι μέ τόν Θεό, μέσα ἀπ’ τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς- αὐτή εἶναι μιά ὄψη τοῦ ἐκπληκτικοῦ γεγονότος πού λέγεται Μυστικός Δεῖπνος.
Ἀλλά ἔχουμε δώσει ἐπίσης κι ἕνα ἄλλο ὄνομα, τήν ὀνομάζουμε Θεία Εὐχαριστία, ἀπό τή λέξη πού σημαίνει ταὐτόχρονα καί “δῶρο” καὶ “εὐχαριστία” . Πράγματι, μποροῦμε νά δοῦμε τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σάν τό μεγαλύτερο δῶρο πού ὁ Κύριος μᾶς δωρίζει· συντροφιά καί ἰσοτιμία, νὰ γίνουμε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Καί μὲ τήν ἀπίστευτη κι ἀνεξιχνίαστη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό τό ψωμί (ἄρτος), δέν εἶναι πλέον μόνο ψωμί κι αὐτό τό κρασί, δεν εἶναι μόνο κρασί, ἀλλά ἔχουν πράγματι μεταβληθεῖ σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Δωρεοδότη, γινόμαστε ἀρχικά καί ὅλο καί περισσότερο μέτοχοι τῆς Θείας φύσεως, Υἱοί μὲ υἱοθεσία, θεοί μέ μετοχή, ἔτσι ὥστε μαζί με τόν Ἕναν πού εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἡ ἀπόλυτη ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης Χριστός γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντιοχείας. Καί πέρα ἀπ’ αὐτό, ψηλότερα, βαθύτερα κι ἀπ’ αὐτό, σ’ αὐτή τήν κοινωνία τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς μὲ τόν μόνο γεννηθέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, γινόμαστε πράγματι σέ σχέση μέ τόν Θεό, τά μόνα γεννημένα παιδιά του.
Αὐτό εἶναι τό δῶρο, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαριστία; Τί μποροῦμε νά προσφέρουμε στόν Κύριο; Τὸ ψωμί καί τὸ κρασί, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον· τίς ζωές μας; Δέν εἶναι δικές Του; Μᾶς κάλεσε νά βγοῦμε ἀπ’ τό μηδέν. Μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, μᾶς προίκισε μ’ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε. Τί λοιπόν μποροῦμε νά δώσουμε, πού εἶναι πράγματι δικό μας; Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει ὅτι ὁ Θεός ἔχει κάνει τά πάντα, ἄφησε μόνο ἕνα: Δέν ὑποχρεώνει οὔτε τό μικρότερο πλάσμα Του νά τόν ἀγαπᾶ, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Αὐτό εἶναι τό μόνο δῶρο πού μποροῦμε να τοῦ προσφέρουμε: Τό δῶρο μιᾶς πιστῆς καρδιᾶς. Συνέχεια