Τό κάθ ὁμοίωσιν ὡς ἐπίκεντρό της ζωῆς μας
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ» δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;
Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.
Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ καθένας μᾶς ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μᾶς εἶναι ἀτελεύτητο μαρτύριο.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία. Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό τόν Κύριο ν’ ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’ ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».
Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!
Στό ΄Ἅγιον Ὅρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μου εἶπε κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή Θεία ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό προσευχόμενος γι’ αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος. Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε τέτοια στάση.
Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.
Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα. Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.
Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος, δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι», μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».
Προσωπική Γεθσημανή: Ἡ καρδιά τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος, Γρηγοριάτης
Ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας μου στό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας, ἀλλά περισσότερο τώρα πού βρίσκομαι στό τέρμα τῆς ἐπίγειας παρουσίας μου, μέ ἀπασχολοῦσε καί μέ ἀπασχολεῖ τό βασικό αὐτοκριτικό ἐρώτημα: ποιό εἶναι τό αἴτιο πού κάνει ἰσχνή καί, καμιά φορά, ἀνύπαρκτη τήν ἱκανότητα τῶν χριστιανῶν νά εἴμαστε «φῶς», «ἁλάτι» καί «ζύμη», γιά τήν κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί δραστηριοποιούμαστε, ὅπως ζητεῖ ἀπό τόν καθένα μας –καί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς τούς ἱερωμένους- ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός;
Τήν ἀπάντηση σέ αὐτό τό τόσο σημαντικό ἐρώτημα τήν πῆρα ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τῆς αὐτοπροαίρετης πορείας τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου μας πρός τήν Σταυροαναστάσιμη Θυσία τῆς Θεανδρικῆς Ὑπόστασής Του, ὅπως ἔχει ἀποτυπωθῆ στά ἱερά Εὐαγγέλια.
Ἡ Ἄκρα Ταπείνωση ἤ Κένωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου ἔχει βέβαια τήν ἀφετηρία Της στήν ἀπόφαση καί πραγμάτωση τῆς ἐνανθρώπησής Του. Τά ἐπί μέρους ὅμως στάδια αὐτῆς τῆς «ἐνανθρώπησης», μέχρι τό στάδιο τῆς δραματικῆς βραδυᾶς στή Γεθσημανή, χαρακτηρίζονται ἀπό μυστικότητα καί Μυστήριο, ἀπό ἀφανῆ Κένωση, προσομοίωση τῆς ἐνηλικίωσής Του πρός τά στάδια ἐνηλικίσωσης τῶν κοινῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, σέ κάποιες γνωστές σέ μᾶς περιστάσεις, χαρακτηρίζονται καί ἀπό σταδιακή καί κλιμακωτή ἀποκάλυψη τῆς θεανδρικῆς Ὑπόστασης καί Ἀποστολῆς Του, πού προκαλοῦσε τότε, προκαλεῖ ὅμως καί τώρα, ὄχι μόνο θετικές, ἀλλά καί ἀρνητικές ἀντιδράσεις, ἐκ μέρους διαφόρων, κυρίως θρησκευτικῶν καί κοινωνικῶν παραγόντων. Προαγγέλλεται ἡ ἐνανθρώπηση ἀπό προφῆτες, σέ Ἰουδαίους καί, σέ ἐθνικούς, ἐμφανίζονται πρόσωπα πού φανερώνουν κοινό φρόνημα καί προσδοκία τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀναμενόμενου Σωτήρα.
Ἐνσαρκώνεται ὁ Θεός Λόγος, κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, κυοφορεῖται, τίκτεται ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου, υἱοθετεῖται ὑπό τοῦ Ἰωσήφ, περιτέμνεται, φυγαδεύεται στήν Αἴγυπτο, νηπιάζει, μερικῶς καί δυσνοήτως, ὡς δωδεκαετής ἀποσπᾶται ἀπό τούς «γονεῖς»Του καί διαλέγεται μετά τῶν ἡγετῶν τοῦ ἱερατικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἀποκαλύπτων συνεσκιασμένως τήν Θεανδρικότητα τῆς ὑπόστασής Του καί τήν Ἀποστολή Του, ἐπιστρέφει στήν οἰκογενειακή ἑστία, «ὑποτασσόμενος τοῖς γονεῦσιν αὐτοῦ»[1], βοηθός τοῦ θετοῦ πατρός Του. Μέχρι τή δημόσια ἐμφάνισή Του καί τήν ἀρχή τῆς ἀξιοθαύμαστης καί φιλάνθρωπης διδακτικῆς καί θαυματουργικῆς δράσης Του, δέν ἔχουμε ἄλλες αὐθεντικές μαρτυρίες αὐτῆς τῆς ἀδιανόητης Κένωσής του.
Ὅσοι ἀπό μᾶς δέν ἔχουμε διδαχθεῖ ἐπαρκῶς θεολογικά, διά νά κατανοήσουμε τά ὅσα ὑπονοῶ μέ τή διατύπωση «νηπιάζει μερικῶς καί δυσνοήτως» εἶναι σκόπιμο νά λάβουν κάποια θεολογική καθοδήγηση πάνω στό θέμα τῆς Θεανδρικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνέχεια
Θεολογικὴ προσέγγιση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων
Μαντζαρίδης Γεώργιος
Ὁ ὅρος διαπροσωπικὲς σχέσεις χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ στὸν χῶρο τῆς Ψυχιατρικῆς καὶ τῆς Κοινωνικῆς ψυχολογίας, ἀλλὰ σύντομα καθιερώθηκε στὸν εὐρύτερο ἀκαδημαϊκὸ χῶρο καὶ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη. Εἰδικότερα μάλιστα ἡ χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στὴν θεολογικὴ ἐπιστήμη διευκόλυνε τὸν διάλογό της μὲ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἐνῶ ταυτόχρονα προσέδωσε σὲ αὐτὸν εὐρύτερο καὶ βαθύτερο περιεχόμενο.
Ὡς διαπροσωπικὲς χαρακτηρίζονται οἱ σχέσεις ποὺ πραγματοποιοῦνται μεταξὺ δύο ἢ περισσοτέρων προσώπων. Ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τὴν ἔρευνα τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι πρωτίστως ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία. Μὲ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀσχολεῖται βέβαια καὶ ἡ Κοινωνιολογία. Ἐνῶ ὅμως ἡ Κοινωνιολογία ὡς μὴ ἀξιολογικὴ ἐπιστήμη βλέπει στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις μόνο τοὺς κοινωνικοὺς ρόλους, χωρὶς νὰ ὑπεισέρχεται στὴν ψυχολογικὴ διάστασή τους, ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία προχωρεῖ στὴν διερεύνηση τῆς διαστάσεως αὐτῆς, ποὺ προσελκύει καὶ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον της. Ἔτσι, ἂν σὲ κάποια κοινωνικὴ ὁμάδα ὅλα λειτουργοῦν ἁρμονικά, ἡ Κοινωνιολογία θὰ διαπιστώσει σωστὴ λειτουργία τῶν ρόλων της. Ἂν ὅμως ἡ ἁρμονία αὐτὴ ὀφείλεται σὲ ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν μελῶν της ἢ σὲ κάποια ἄλλη αἰτία, θὰ τὸ διερευνήσει ἡ Κοινωνικὴ ψυχολογία.
Ἡ ἀνάπτυξη διαπροσωπικῶν σχέσεων δὲν ἀποτελεῖ συμβατικὸ ἢ δευτερογενὲς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν φύση του κοινωνικὸ ὄν, ἀναπτύσσει αὐθόρμητα διαπροσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ ἔρχεται σὲ κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν ἀτομικότητα ἢ τὴν ὑποκειμενικότητα, ποὺ ἦταν συνήθης στὴν νεωτερικότητα, ἀδικοῦσε καὶ παρερμήνευε ὄχι μόνο τὴν κοινωνικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁριζόντια κοινωνικότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς θρησκευτικότητα. Ὄχι μόνο οἱ συνειδητὰ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι παρουσιάζονται ὡς θρησκευτικῶς ψυχροὶ ἢ ἀδιάφοροι ἔχουν πάντοτε κάποιο εἶδος θρησκευτικότητας, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς προσήλωση σὲ κάποια ἰδεολογία ἢ σὲ κάποια «προσωπικὴ» φιλοσοφία, ἢ ἀκόμα ὡς πίστη σὲ διάφορες προλήψεις καὶ προκαταλήψεις. Τὰ θρησκευτικὰ ὅμως αὐτὰ ὑποκατάστατα δημιουργοῦν συνήθως προβληματικὲς καταστάσεις καὶ φαλκιδεύουν τὴν κατακόρυφη κοινωνικότητα, ποὺ διευρύνει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.
ΣυνέχειαΠῶς πρέπει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅποιος ζεῖ μέσα στὸν κόσμο
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ,.
Ψυχὴ ὅλων τῶν ἀσκήσεων, ποὺ γίνονται γιὰ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ προσοχή. Δίχως προσοχή, ὅλες αὐτὲς οἱ ἀσκήσεις εἶναι ἄκαρπες, νεκρές. Ὅποιος ποθεῖ τὴ σωτηρία του, πρέπει νὰ μάθει νὰ προσέχει ἄγρυπνα τὸν ἑαυτό του, εἴτε ζεῖ στὴ μόνωση εἴτε ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό, ὅποτε καμιὰ φορᾶ, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, παρασύρεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες.
Ἂν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γίνει τὸ ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς, τότε πιὸ εὔκολα θὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο στὴν ἡσυχία τοῦ κελιοῦ μᾶς ὅσο καὶ μέσα στὸ θόρυβο ποὺ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ.
Στὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς πολὺ συμβάλλει ἡ συνετὴ μετρίαση τῆς τροφῆς, ποὺ μειώνει τὴ θέρμη τοῦ αἵματος. Ἡ αὔξηση αὐτῆς τῆς θέρμης ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀπὸ τὴν ἔντονη σωματικὴ δραστηριότητα, ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς, ἀπὸ τὸ μεθύσι τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ ἄλλες αἰτίες προκαλεῖ πολλοὺς λογισμοὺς καὶ φαντασιώσεις, δηλαδὴ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι πατέρες σ’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ τοῦ συστήνουν πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴ μετρημένη, διακριτικὴ καὶ διαρκῆ ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφές.
Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνο -πρόκειται γιὰ μία προεικόνιση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ περιμένει ὅλους τους ἀνθρώπους- νὰ κατευθύνεις τὶς σκέψεις σου στὸ Θεό. Νὰ προσφέρεις σὰν θυσία σ’ Ἐκεῖνον τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ σου, ὅταν αὐτὸς δὲν ἔχει ἀκόμα προσλάβει καμιὰ μάταιη ἐντύπωση.
Συνέχεια“Τί ποιήσω…”
Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.
Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.
Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.
Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα. Συνέχεια
Οἱ χριστιανοὶ μέσα στὸν κόσμο
Παναγιώτη Νέλλα
Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν διαφυλάττει καὶ νὰ τὸν καλλιεργεῖ, «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Ἡ διαφύλαξη κλείνει μέσα της ὡς πρωταρχικὸ στοιχεῖο τὸ σεβασμό. Σεβόμαστε τὸν κόσμο ὅταν παίρνουμε στὰ σοβαρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τέτοιος ἔχει ἕνα σκοπὸ καὶ εἶναι προικισμένος μὲ ἕνα δυναμισμό. Κάθε δημιούργημα ἔχει ἕνα σκοπό, ποὺ προϋπάρχει ἀπὸ αὐτό. Ὁ σκοπὸς βρίσκεται στὴ βούληση τοῦ δημιουργοῦ καὶ φυτεύεται μέσα στὸ δημιούργημα, συνοδεύοντάς το σταθερὰ στὴν ὁποιαδήποτε πορεία του· τὸ τέλος – σκοπὸς ἐνυπάρχει ἀπὸ τὴν ἀφετηρία ὡς ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἀξία κάθε δημιουργήματος. Ἐὰν τὸ δημιούργημα παραμένει μέσα στὸν ἄξονα ποὺ ὁρίζει ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος του, εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ φύση του, λειτουργεῖ ὁρθά, εἶναι καλὸ καὶ ἀγαθοποιό· ἐὰν ὄχι, καταντάει κακὸ καὶ ἀρνητικό. […] Ἀλλὰ ἡ διαφύλαξη τοῦ κόσμου εἶναι ἐπίσης σεβασμὸς καὶ διαφύλαξη τοῦ δυναμισμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς προίκισε τὸν κόσμο, συμμόρφωση πρὸς αὐτὸ τὸ δυναμισμὸ καὶ πρὸς τὴ λειτουργικότητά του. Ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους δημιουργοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁ Θεός. Οἱ ἀνθρώπινες δημιουργίες, ὅσο ἀτελεῖς ἢ τέλειες κι ἂν εἶναι, εἶναι ἀπηρτισμένες, κλειστές, δὲν τὶς χαρακτηρίζει ἡ ἀνάπτυξη. Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, βλέποντας τὸν ἀτελὴ χαρακτήρα ἑνὸς δημιουργήματός του, δημιουργεῖ ἕνα ἄλλο τελειότερο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι ἁπηρτισμένο καθ’ ἑαυτό. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ διαφορετικά. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ γεννᾶται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ βάπτισμα, ἐνεργοποιεῖται μὲ τὸ χρίσμα, τρέφεται μὲ τὴ Θ. Εὐχαριστία, ἑδραιώνεται μὲ τὴν ἄσκηση, καλλιεργεῖται μὲ τὴν προσευχή. […] Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς δημιουργίες τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενός. Ἔτσι τὰ δημιουργήματά Του ἔχουν πραγματικὴ ὕπαρξη καὶ πραγματικὸ δυναμισμὸ ποὺ τοὺς τὰ δίνει τὸ ὅτι, ὡς κτίσματα ἐκ τοῦ μηδενός, στηρίζονται ὄχι στὸν ἑαυτό τους –ἀφοῦ ὁ ἑαυτός τους, ἡ φύση τους ἀπὸ μόνη της εἶναι τρεπτὴ καὶ φθαρτή, χάσκει διαρκῶς ἀπὸ κάτω καὶ μέσα της ἕνας κυριολεκτικὸς ὀντολογικὸς ἀφανισμός, δηλαδὴ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὰ κτίσματα προῆλθαν– ἀλλὰ στὴν πανσθενουργό, πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια ἀρχῆς καὶ τέλους, τροπῆς ἢ ἀλλοίωσης, ἁπολύτως σταθερὴ καὶ πλήρη (σὲ ἀπόλυτη ἐπίσης ἔννοια) ἀγάπης βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως βλέπουμε στὰ ἀνοδικὰ ἐπίπεδα τῆς διηγήσεως τῆς Γενέσεως, ἔχει φυτευθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴ δημιουργία Του ἐξ ἀρχῆς ἕνας δυναμισμός, ποὺ κάνει ὥστε κάθε συγκεκριμένη πραγματικότητα νὰ κλείνει μέσα της τὸ σκοπό, τὴ δυνατότητα –ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴ δύναμη– νὰ ἀνοιχθεῖ σὲ μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, νὰ αὐτοξεπερασθεῖ χωρὶς νὰ καταστραφεῖ, τείνοντας νὰ ὑψωθεῖ σ’ ἕνα ἐπίπεδο πιὸ εὐρὺ καὶ πιὸ πλῆρες. […] Ὁ δυναμισμὸς τῆς ἀνόργανης ὕλης εἶναι ἡ ἐνέργεια. […] Ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀξιοποιώντας τὸ φυτεμένο ἁπὸ τὴν ἀρχὴ μέσα στὴν ὕλη δυναμισμό, πραγματοποίησε τὸ σκοπὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὴν ὕλη καί, δημιουργώντας τὴ ζωή, ὕψωσε τὴν ὕλη σὲ ὕλη ζῶσα, τῆς ὁποίας ὁ δυναμισμὸς δὲν εἶναι πιὰ ἡ ὑλικὴ ἐνέργεια ἀλλὰ ἡ ζωή. Ὁ δυναμισμὸς αὐτὸς τὸν ὁποῖο χάρισε ὁ Θεὸς στὴ ζωή, ὁργανώνοντας προοδευτικὰ καὶ μὲ τάξη («οὐκ αὐτομάτῳ τινὶ συντυχίᾳ, κατά τινα ἄτακτον καὶ τυχαίαν φοράν» κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, «ἀλλ’ ὡς ἡ ἀναγκαία τῆς φύσεως τάξις ἐπιζητεῖ»), τὴν ὕλη σὲ ὀργανισμοὺς διαρκῶς πιὸ σύνθετους, πλούσιους καὶ τέλειους, ὁδήγησε τὴν κτίση σὲ ἕνα ἑπίπεδο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ δημιουργὸ Λόγο καὶ τὸ ἀληθινὰ ζωοποιὸ Πνεῦμα –τὰ δύο δημιουργικὰ χέρια τοῦ Πατέρα, κατὰ τὸν ἅγιο Εἱρηναῖο– ὕψωσε τὴ ζῶσα ὕλη σὲ ἕνα νέο ἐπίπεδο, ριζικὰ διαφορετικό, δημιούργησε τὴ λογική, ἐλεύθερη καὶ προσωπικὴ ζωή. Σφραγίζοντας μὲ τὸ «χαρακτήρα» τοῦ προσωπικοῦ Λόγου του τὴ ζωντανὴ ὕλη καὶ χαρίζοντάς της τὴ δική του ζωὴ μὲ τὸ ἐμφύσημα τῆς πνοῆς τοῦ πνεύματός Του, τὴν ὕψωσε σὲ εἰκόνα Του. Ἔτσι, ὁ δυναμισμὸς ποὺ ὠθεῖ στὸ ἑξῆς τὴν κτίση δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ ὑλικὴ ἐνέργεια ἢ ἡ βιολογικὴ ζωή, ἁλλὰ πρωταρχικὰ ἡ ἐλεύθερη, λογικὴ καὶ ἐνσυνείδητη ἁγάπη τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων. […] Οἱ χριστιανοὶ μέσα στὸν κόσμο Τοῦ Παναγιώτη Νέλλα 7 Ὁ κτιστὸς δυναμισμὸς τοῦ κόσμου, ὑψωμένος μέσα στὸν ἄνθρωπο σὲ ἐνσυνείδητη ἐλεύθερη καὶ ἀγαπητικὴ πράξη, εἶχε κληθεῖ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὶς θεοποιητικὲς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ Θεία Οἰκονομία. Τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ δὲν πραγματοποίησε ὁ Ἀδάμ, τὸ ἔφερε σὲ πέρας ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός. Μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἔγινε Θεάνθρωπος καὶ ἡ κτίση σῶμα τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλησία. Ἁλλὰ ὁ κόσμος δὲν ἔγινε ἀκόμη ὁλόκληρος Ἐκκλησία. […] Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν μετέτρεψε διὰ μιᾶς τὸν κόσμο σὲ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ἔβαλε τέρμα στὴν ἱστορία, εἶναι ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἐκτίμησης ποὺ τρέφει πρὸς τὴ δημιουργία του. […] Ὁ Θεὸς, μέσα στὸ ἄμετρο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας του, μετέτρεψε ὅ,τι ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας σὲ εὐλογία καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο μιὰ νέα εὐκαιρία. Εἶναι ἡ μεγάλη καὶ θαυμαστὴ πραγματικότητα τῶν δερματίνων χιτώνων, τῆς νέας καταστάσεως μέσα στὴν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση χάρη στὴ φιλεύσπλαχνη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. […] Εἶναι μιὰ κατάσταση ἐνδιάμεση, στὴν ὁποία ὁ ἀρχικὸς δυναμισμὸς τῆς κτίσεως, ἂν καὶ ἀποπροσανατολισμένος καὶ παραμορφωμένος, συνεχίζει νὰ λειτουργεῖ· ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου συνεχίζει νὰ διαδραματίζει ἀποφασιστικὸ ρόλο· ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς τελευταίας τὸ κακὸ εἶναι τραγικὰ ἐνεργό· ἐνῷ ὁ Θεὸς δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ παρεμβαίνει καλώντας καὶ καθοδηγώντας τὸν κόσμο, κυρίως τὸν περιούσιο λαό Του, παρενέβη δὲ ἀποφασιστικὰ καὶ τελεσίδικα μὲ τὴ σάρκωσή Του, προσλαμβάνοντας τὰ ἀδιάβλητα πάθη, τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, ὅλη τὴ νέα ἀνθρώπινη κατάσταση παρεκτὸς τῆς ἁμαρτίας, καὶ κάνοντας τὸ πρόσλημμα σῶμα Του, μεταμορφώνοντάς το σὲ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τὸ πρόσλημμα δὲν εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔθεσε τέρμα στὴν ἱστορία. Ἔφερε τὰ ἔσχατα μέσα στὴν ἱστορία, χωρὶς νὰ τὴν καταργήσει. Δημιούργησε μιὰ καινὴ κατάσταση, ἀπείρως ἀνώτερη ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἐνδιάμεση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προπτωτική, χωρὶς νὰ καταργήσει τὴν κατάσταση τῶν δερματίνων χιτώνων. Γι’ αὐτό, ὅταν μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος κάνει κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, κατευθύνοντας καὶ ἐνισχύοντας μὲ τὶς ἐλεύθερες πράξεις του τὸ δυναμισμὸ τῆς κτίσεως, δημιουργεῖ τὸ κακό, τὴν ἀδικία, τὴν καταπίεση, τὸν πόλεμο καὶ ὅλες τὶς ἄλλες, καὶ ἐνίοτε πολὺ τραγικότερες, μορφὲς καὶ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν πάλι ἔχει ἀγαθὴ συνείδηση καὶ κάνει ἀγαθὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, δημιουργεῖ τὶς λεγόμενες ἀνθρώπινες ἀξίες, τὴ φιλοσοφία, τὴν ἐπιστήμη, τὴν τέχνη, τὸν πολιτισμό, ὅλους αὐτοὺς τοὺς θετικοὺς καὶ ἄξιους τοῦ ἀνθρώπινου (μέσα στὸν παρόντα κόσμο) βίου δερμάτινους χιτῶνες. Ὅλες αὐτὲς οἱ πραγματικότητες συνιστοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ ἀναπτύσσεται, […] καὶ μετὰ τὴν ἐνσάρκωση. […] Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει παρὰ ἡ βιολογικὴ ἢ «ψυχικὴ» ζωή, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Παῦλος. Δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνας δυναμισμὸς καὶ μία ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀποπροσανατολισμένη καὶ διαρκῶς ἀτελής. Ἀλλὰ εἶναι ἐξ ἴσου ἀληθινό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς οἰκοδομὴ πνευματική, δὲν μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ μέσα στὴν ἱστορία παρὰ συγκεντρώνοντας, ἀνακεφαλαιώνοντας καὶ μεταμορφώνοντας αὐτὸ τὸ δυναμισμό. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄκτιστη. Ἀλλὰ τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία, τὸ συγκεκριμένο σῶμα της, ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ κτιστὸ ὑλικὸ τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἡ ἄκτιστη ζωὴ ἀνασυγκροτεῖ, ζωοποιεῖ καὶ διευρύνει μέχρι τὸ ἄπειρο, δηλαδὴ θεώνει τὸ κτιστό. Ἀλλὰ μὲ κανένα τρόπο δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ἱστορία. Τὸ ἀντίθετο ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν αἵρεση. Τὸ κτιστὸ γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ βαπτισθεῖ, δηλαδὴ νὰ πεθάνει ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ζήσει μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκτίστου. […] Συνέχεια
Οἱ Δέκα Ἐντολές (Ἔξοδος Κ´, 1-18)
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
1. Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
Ἕνας Κύριος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται (μὲ τρία πρόσωπα, δηλ.) σὰν Πατέρας καὶ σὰν Υἱὸς καὶ σὰν Ἅγιο Πνεῦμα. Σὰν Πατέρας μὲν ἀγέννητος, σὰν Υἱὸς δὲ γεννητὸς (μέν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ πάλι) χωρὶς ἀρχή, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, καὶ χωρὶς νὰ πάθει καμμία ἀλλοίωση, σὰν Λόγος (τοῦ Θεοῦ Πατρός). Αὐτὸς δὲ ὀνομάζεται Χριστός, γιατὶ ἔχρισε (δηλ. ἁγίασε) μὲ τὸ νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸ δικό μας (ἀνθρώπινο) εἶδος. Καὶ σὰν Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ καὶ Αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι γιατὶ γεννήθηκε ἀπ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ γιατὶ Αὐτὸς Τὸ στέλνει.
Αὐτὸς μόνο εἶναι Θεός. Καὶ μάλιστα ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ ἕνας Κύριος, ποὺ ἐμφανίζεται μὲ τρεῖς ὑποστάσεις. (Εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς ὁ Θεὸς αὐτός, ποὺ) δὲν διαιρεῖται κατὰ τὴν φύση, τὴ θέληση, τὴν σκέψη, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια, καὶ ὅλα γενικῶς τὰ γνωρίσματα τῆς Θεότητας.
Αὐτὸν (λοιπὸν τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό) μόνο θὰ (πρέπει νὰ) λατρεύσεις μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ ἔχει ὁ νοῦς σου, καὶ μὲ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου καὶ μὲ ὅλη τὴν πληρότητα τῆς δυνάμεώς σου. Καὶ ὅλα ὅσα (ὁ Θεός σου) λέει καὶ ἐντέλλεται, (θὰ πρέπει) νὰ εἶναι πάντοτε νωπὰ μέσα στὴν καρδιά σου, ὥστε νὰ ἐφαρμόζεις καὶ νὰ ἐντρυφᾶς μέσα σὲ αὐτὰ καὶ νὰ ὁμιλεῖς μὲ βάση αὐτὰ (σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς σου, δηλαδή) καὶ ὅταν κάθεσαι (κάπου καὶ δὲν μετακινεῖσαι), καὶ ὅταν βαδίζεις (γιὰ νὰ πᾶς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο), καὶ ὅταν εἶσαι πεσμάνος στὸ κρεββάτι, κι ὅταν εἶσαι ὄρθιος.
Καὶ (θὰ πρέπει ἀκόμα) νὰ ἐνθυμεῖσαι πάντοτε (δηλαδὴ ἀδιαλείπτως καὶ χωρὶς διακοπὴ) τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ φοβᾶσαι (μὲ τὸν Ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ), καὶ νὰ μὴν λησμονήσεις ποτὲ οὔτε Αὐτὸν οὔτε τὶς ἐντολές Του. Γιατὶ (μόνο) ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει τὴν δύναμη (ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη) γιὰ νὰ ἐφαρμόζεις (στὴν ζωή σου) τὸ (ἅγιο) θέλημά Του. Γιατὶ (ὁ Θεός, ποὺ δὲν ἔχει κανενὸς τὴν ἀνάγκη) τίποτε ἄλλο δὲν σοῦ ζητεῖ παρὰ μόνον νὰ Τὸν φοβᾶσαι καὶ νὰ Τὸν ἀγαπᾶς (γιατὶ Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συμβαδίζει μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν) καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὸν δρόμο Του ποὺ Αὐτὸς θέλει (πράγμα ποὺ εἶναι ἡ φυσικὴ συνέπεια τῶν ἄλλων). Αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ καύχημά σου καὶ Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ Θεός σου. Συνέχεια
Τὸ ὄνομα Χριστιανὸς
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης
Ἂς ἐξετάσουμε, λοιπόν, πρῶτα ποιὰ εἶναι ἡ σημασία τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὀνομασία του. Βέβαια οἱ σοφότεροι ἀπὸ μένα, θὰ βροῦν κάποιο νόημα ὑψηλότερο καὶ πιὸ περιεκτικό, ἀνάλογο ἀσφαλῶς μὲ τὸ ὕψος τοῦ ὀνόματος. Ὅσα δὲ ἐγὼ μπορῶ νὰ πῶ γιὰ τὸ ὄνομα αὐτό, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται καὶ τά: Χριστιανὸς καὶ Χριστιανισμός), ἐὰν τὸ ἐξηγήσουμε μὲ λέξεις πιὸ ἁπλὲς καὶ γνωστές, θὰ βροῦμε ὅτι σημαίνει τὸ βασιλιὰ ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὑποδηλώνει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, χρησιμοποιώντας μὲ ἕνα ἰδιότυπο τρόπο παρόμοια λέξη.
Ὅμως, καθὼς μᾶς βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλήσει κανείς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν κατανοήσει, ἐπειδὴ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε νοητὴ ἔννοια. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἀναγκαστικά, οἱ θεοφόροι προφῆτες καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χρησιμοποιοῦν πολλὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς χειραγωγοῦν πρὸς τὴν κατανόηση (ὅσο αὐτή εἶναι δυνατὴ στὸν ἄνθρωπο) τῆς ἄφθαρτης φύσης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μᾶς ὁδηγοῦν ἀπὸ τὴ μία ἔννοια στὴν ἄλλη, ἀπὸ κεῖνες ποὺ ἀποδίδονται στὸν Θεό. Καὶ τὴ μὲν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ὅλη τὴ δημιουργία ἐκφράζουν, χρησιμοποιώντας τὸ βασιλικὸ ὄνομα, τὴ δὲ ἀπαλλαγή ἀπὸ κάθε πάθος καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάδε κακία ὀνομάζουν μὲ τὰ διάφορα ὀνόματα τῆς ἀρετῆς, ποὺ χρησιμοποιοῦν.
Ἂς προσθέσουμε δὲ καὶ τοῦτο: Τὸ ὅτι δηλ. κάθε ἀρετὴ καὶ λέγεται καὶ ἐννοεῖται μὲ τὴν καλύτερη σημασία. Κατὰ συνέπεια εἶναι τὸ ἴδιο, ὅταν λέγουν, γιὰ τὸν Χριστὸν ὅτι καὶ λέγεται καὶ εἶναι τὰ πάντα: καὶ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ δύναμη καὶ ἀλήθεια, ἀγαθότητα καὶ ζωὴ καὶ σωτηρία καὶ ἀφθαρσία καὶ ἀμετάβλητος καὶ ἀναλλοίωτος. Μὲ παρόμοιες ἐπίσης λέξεις δηλώνεται καὶ κάθε ἄλλη ὑψηλὴ ἔννοια.
Ἐάν, λοιπόν, στὸ ὄνομα Χριστὸς περικλείεται ἡ περίληψη κάθε ὑψηλῆς ἔννοιας‒ γιατί μέσα στὴν ψηλότερη ἔννοια περιέχονται καὶ οἱ καλύτερες, ποὺ ἐννοοῦμε, ἐπειδὴ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐξυπακούεται, ὅταν κάνουμε χρήση τοῦ ὄρου Βασιλεία‒ ἴσως, μὲ μία ἀνάλογη ἑρμηνεία τοῦ ὄρου χριστιανισμός, μπορέσουμε νὰ τὸν κατανοήσουμε καὶ αὐτόν. Ἐὰν δηλ. ἐμεῖς πού, μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, συναπτόμαστε μὲ Αὐτόν, παίρνουμε μαζὶ μὲ τὸ ἀνώτερο ὄνομα, τὸ Χριστός, καὶ τὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύεται ἡ ἄφθαρτη θεϊκὴ φύση, τότε γίνεται φανερό, πὼς εἶναι ἀναγκαιότατο καὶ ὅσες ἔννοιες ἀποδίδονται μὲ τὸ ὄνομα Χριστὸς στὴν ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε φθορὰ θεία φύση, νὰ ἀποδίδονται κατὰ συνέπεια καὶ σέ μᾶς, ποὺ ἔχουμε τὸ ἴδιο ὄνομα. Συνέχεια
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΙΑ
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ·
Κεφάλαιο 1· Πρώτη συνάντηση μέ τόν ἀββά ᾿Ιωσήφ.
AΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῾Ο πολυσέβαστος ἀββάς ᾿Ιωσήφ, τοῦ ὁποίου τίς διδαχές καί τίς ὑποθῆκες θά ἀναπτύξω εὐθύς ἀμέσως, ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς Γέροντες πού ἀνέφερα σέ κάποια ἄλλη «Συνομιλία».
῾Ο ἀββάς ᾿Ιωσήφ ἦταν ἀπόγονος ἐπιφανοῦς οἰκογένειας καί διακεκριμένος πολίτης τῆς πόλεως Θμούεως, τῆς γενέτειράς του, στήν Αἴγυπτο. ῏Ηταν ἄριστα ἐκπαιδευμένος καί κατεῖχε ἐκτός ἀπό τήν μητρική του γλώσσα καί τήν ἑλληνική. Τή γνώριζε μάλιστα τόσο καλά, ὥστε ὅταν συνομιλοῦσε μαζί μας, ἀλλά καί μέ κάθε ἄλλο ξένο πού ἀγνοοῦσε τήν κοπτική γλώσσα, μποροῦσε νά τή χειρισθεῖ ἄνετα καί νά ἐκφρασθεῖ σ᾿ αὐτή μέ πολλή ἀκρίβεια. Γι᾿ αὐτό δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά ζητάει, ὅπως οἱ ἄλλοι μοναχοί, τή βοήθεια κάποιου μεταφραστῆ.
῾Ο Γέροντας ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τόν πόθο πού εἴχαμε γιά νά ἀκούσουμε τίς διδαχές του καί ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα στήν ἐπιθυμία μας. Τό πρῶτο πού ζήτησε νά μάθει ἦταν ἄν εἴμασταν ἀδέλφια. Τοῦ ἀπαντήσαμε πώς, ναί, πράγματι ἤμασταν ἀδέλφια, ἀλλά ὄχι «κατά σάρκα», ἀλλά «κατά πνεῦμα» καί ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς μας ἤμασταν ἀχώριστοι φίλοι καί εἴχαμε μαζί ἐπιχειρήσει αὐτό τό μακρύ ταξίδι. Σκοπός μας, τοῦ εἴπαμε, εἶναι νά προοδεύσουμε πνευματικά καί νά ἐνταχθοῦμε στό στρατό τοῦ ἐπουράνιου Βασιλιᾶ, στή μοναχική δηλαδή τάξη πού ἀσκεῖται στήν ἔρημο παρά σ᾿ ἐκείνη τῶν κοινοβίων. Τότε ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε·
Κεφάλαιο 2· Λόγος τοῦ Γέροντα γιά τίς παροδικές φιλικές σχέσεις.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· ῾Υπάρχουν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πολλά εἴδη φιλίας καί δεσμῶν.
Πολλούς τούς ἔκανε ἀρχικά γνώριμους μιά ἁπλή συνάντηση καί ἀπό τότε ἀνέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις. Κάποιοι ἄλλοι συνδέθηκαν ἀνταλλάσσοντας ἀγαθά ἤ κάνοντας κάποια ἀγοραπωλησία. ῎Αλλοι δέθηκαν μέ στενή φιλία, ἐξαιτίας τῆς ὁμοιότητας καί τῶν κοινῶν χαρακτηρολογικῶν στοιχείων πού ὑπῆρχαν μεταξύ τους. Μερικοί, γιά παράδειγμα, δημιούργησαν ἐμπορικές σχέσεις ἤ γνωρίσθηκαν σέ κάποια συντεχνία ἤ ἀκόμα καί στίς σπουδές τους. Αὐτή ἡ συνύρπαξη ἤ ἡ συνεργασία μπορεῖ νά φέρει καί στίς δύο πλευρές τόση ψυχική ἐγγύτητα καί ζεστασιά, ὥστε νά κάνει νά μαλακώσουν ἀκόμη καί οἱ πιό σκληρές καρδιές. Πολλές φορές ἀκόμα καί οἱ ληστές, πού ζοῦν σάν τ᾿ ἀγρίμια μέσα στά βουνά καί στά δάση καί βρίσκουν εὐχαρίστηση ὅταν χύνεται ἀνθρώπινο αἷμα, ἀφοσιώνονται καί ἀγαποῦν τούς συνεργούς τους στά ἐγκλήματα. Συνέχεια
Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
Ἁγίου Ἱερωνύμου
– Γιατί εἶσαι χριστιανός;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Βου
– Γιατί πιστεύω στόν Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ Αου
– Ἀπάντησες σάν ἀγράμματος καί λιγόμυαλος. Ἐγώ δέν σέ ρωτῶ γιατί ὀνομάζεσαι χριστιανός, ἀλλά γιατί ἔγινες χριστιανός. Ἄν σέ εἶχα ρωτήσει γιατί ὀνομάζεσαι χριστιανός, τότε θά ἦταν σωστή ἡ ἀπάντηση πού μοῦ ἔδωσες «γιατί πιστεύω στόν Χριστό». Ἐγώ ὅμως σέ ρωτάω, ποιός εἶναι ὁ λόγος πού σέ ἔκανε νά γίνεις χριστιανός.
Ἡ ἐρώτησή μου βέβαια, μοιάζει νά εἶναι ἁπλή καί χωρίς ἰδιαίτερη σημασία, ἀλλ’ ὅμως λίγοι εἶναι αὐτοί πού, ὅταν τούς ρωτήσουν πάνω σ’ αὐτό τό θέμα, δίνουν καί τή σωστή ἀπάντηση.
Ἄν πάλι ἀπαντήσει κανείς, ἄν τοῦ γίνει αὐτή ἡ ἐρώτηση, ὅτι ὁ Θεός θέλησε νά γίνω χριστιανός, οὔτε κι αὐτός θά ἔχει ἀπαντήσει σωστά.
Ἄν πεῖ ἐπίσης ὅτι ἐγώ θέλησα νά εἶμαι χριστιανός, πάλι δέν θά ἔχει δώσει τή σωστή ἀπάντηση.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Βου
– Ὁ Θεός θέλησε νά γίνω χριστιανός καί ἐγώ εἶχα τήν προαίρεση νά θέλω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
ΕΡΩΤΗΣΗ Αου
– Μέ τή θέλησή σου ἔχεις γίνει χριστιανός ἤ χωρίς νά τό θέλεις;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Βου
– Ἄν πῶ μέ τή θέλησή μου, ψέματα λέω. Κι ἄν πάλι πῶ χωρίς τή θέλησή μου καί πάλι δέν λέω τήν ἀλήθεια. Γιατί τότε πού ἔγινα χριστιανός εἴμουνα νήπιο κι ἔτσι οὔτε τή συγκατάθεσή μου ἔδωσα, ἀλλ’ οὔτε καί ἀρνήθηκα. Συνέχεια
Τὸ χριστιανικὸ ἦθος
Ἅγ. Φώτιος ὁ Μέγας
Ὅτι βέβαια πρέπει νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ λατρεύoyμε εἰλικρινῶς τὸν Θεό καὶ νὰ τρέφουμε στοργὴ καὶ φιλία πρὸς τοὺς ὁμοφύλους μας,(30) αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔμφυτη στοὺς ἀνθρώπους γνῶσι· ἡ δὲ βούλησις, ἐπειδὴ δὲν συμβαδίζει μὲ τὴν γνῶσι ἐπέβαλε ν’ ἀναγραφῆ ἡ κοινὴ γνώμη σὲ θεσπίσματα καὶ νόμους. Ὅτι δὲ ὁ εἰλικρινὴς ἔρως τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ στοργὴ καὶ τελεία ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου ἔχουν μέσα τους τὶς ἐνέργειες τῶν ἄλλων ἐντολῶν, αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ κατανοηθῆ καὶ ἀπὸ μόνο του, τὸ παριστάνει ὅμως καὶ ὁ δεσποτικὸς λόγος μὲ ταῦτα τὰ λόγια· «σ’ αὐτὲς τὶς δυὸ ἐντολὲς κρέμονται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες».(31)
Πράγματι δέ, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει στὴν καρδιά του τὸν θεῖο ἔρωτα κι’ ἀγαπᾶ καὶ φιλεῖ τὸν συνάνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, θ’ ἀγαπήση κατ’ ἐξοχὴν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ θὰ τοὺς ἀξιώση τῆς πρώτης μετὰ τὸν Θεὸ τιμῆς· ὄχι μόνο τὰ χέρια θὰ φύλαξη ἀπὸ αἵματα καὶ φόνους ἐμφυλίους καθαρά, ἀλλὰ καὶ τὴ γλώσσα καὶ τοὺς λογισμοὺς θὰ συγκράτηση ἀπὸ τέτοια σκὲψι· αὐτὸς ἐπίσης δὲν θὰ κλέψη, διότι δὲν ἐφάνηκε κανένας νὰ κλέβη αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ σὰν τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν διαφυλάττει· ἀλλὰ οὔτε ξένους γάμους θὰ διασπάση· οὔτε θὰ δώση ὅρκο ἐπίορκο· οὔτε θὰ φέρη ψευδομαρτυρία κατὰ τοῦ συνανθρώπου του· καὶ γενικὰ δὲν θὰ ἀρχίση πρῶτος ἀδικοπραγίες ἐπιχειρώντας νὰ κτυπήση ἢ νὰ προπηλακίση ἢ καθιστάμενος τυραννικὸς ἐραστὴς τῶν ὑπαρχόντων τοῦ συνανθρώπου.(32)
Ὅποιος διαπράττει κάτι ἀπὸ αὐτὰ αὐτομάτως καταστρέφει καὶ τὰ δύο, καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου, τὸν δεύτερο ἐπιβουλευόμενος καὶ περιβάλλοντάς τον μὲ κακά, τὸν πρῶτο καθιστώντας τὸν εὐτελῆ καὶ περιφρονώντας τον. Σὲ ποιὲς πικρὲς τιμωρίες φέρει τὸν ἑαυτὸ του ἀπαραιτήτως, αὐτὸ εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους. Διότι, ἂν ὁ περιφρονητὴς τῶν ἀνθρωπίνων προσταγμάτων καὶ τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας δὲν διαφεύγει τὴν καταδίκη, ἀλλὰ κινδυνεύει καὶ στὴν ἴδια τὴ ζωὴ του πολλὲς φορές, ποιὰ καταδίκη δὲν πρόκειται νὰ ὑποστῆ ἐκεῖνος ποὺ ἀτιμάζει καὶ ἐξουθενώνει τὸν δεσπότη τοῦ σύμπαντος καὶ βασιλέα καὶ δημιουργὸ διὰ τῆς ὕβρεως καὶ ἐπιβουλῆς πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἐκεῖνος ποὺ ἐμπαίζει καὶ χλευάζει τοὺς νόμους του;
Γι’ αὐτὸ πρέπει μὲ κάθε τρόπο καὶ κάθε προσοχή, μαζὶ μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀμώμητη θρησκεία μας, νὰ διαφυλάττουμε καὶ τοῦτες τὶς ἐντολές· διότι χωρὶς αὐτὲς δὲν εἶναι καθόλου δυνατὸ κανεὶς οὔτε τῆς μερίδος τῶν πιστῶν καὶ φιλόθεων νὰ γίνη μέλος οὔτε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ν’ ἀξιωθῆ. Συνέχεια
Ἡ ὑπομονή καί ἡ ἀνυπομονησία
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος
Ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ γῆ πού γονιμοποιεῖται ἀπό τή βροχή τῆς Θείας Χάριτος.
Ἡ ὑπομονή εἶναι συμπυκνωμένη Θεία Ἐνέργεια στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ στέγη τῶν κοινοβιατῶν πού θέλουν νά εἶναι «μωροί διά Χριστόν».
Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι ἀποτυχία, ἀλλά πηγάζει ἀπό τό βίωμα τῆς ἐν Χριστῷ εὐστοχίας καί ἐπιτυχίας.
Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι καρπός δειλίας· εἶναι ἀνάπτυξις καί καλλιέργεια γενναιοφροσύνης.
Ἡ ὑπομονή μαρτυρεῖ τήν ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή ἐκείνου πού τήν ἔχει.
Ἡ ὑπομονή φανερώνει τήν ἐρωτική προσκόλλησι στή «ζωή τοῦ Σταυροῦ».
Ἡ ὑπομονή κυοφορεῖ οὐράνια χαρίσματα, εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἀσφάλεια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καλοῦ.
Ἡ ὑπομονή δίνει τό χρῖσμα τοῦ «ἀπείρου» στίς μικρές ἀρετές τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ἡ ὑπομονή κάμνει ἔγκυρη τήν ἐπαγγελία τῶν μεγάλων καί «θεολογικῶν» ἀρετῶν τῆς Πίστεως, τῆς Ἐλπίδος καί τῆς Ἀγάπης·
Ὑπομονή χωρίς πίστι εἶναι πλοῖο ἔξω ἀπό τή θάλασσα
Ὑπομονή χωρίς ἐλπίδα εἶναι πλοῖο χωρίς προορισμό ταξιδίου
Ὑπομονή χωρίς ἀγάπη εἶναι πλοῖο χωρίς πλήρωμα καί καπετάνιο
Ἡ ὑπομονή ἔχει γλῶσσα τή σιωπή καί χρησιμεύει γιά τροφή της.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ἐχθρός τῆς προσωποληψίας καί τῆς ἐκλεκτικότητος.
Ἡ ὑπομονή εἶναι προϋπόθεσις τῆς ὀρθῆς διακρίσεως προσώπων καί πραγμάτων.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ὑπαρξιακή ἄρνησις τοῦ ἐγωϊσμοῦ.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ θρόνος τῆς ταπεινώσεως καί τό ἅρμα τῆς εἰρήνης.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ σπόγγος πού ἐσπόγγισε τούς θρόμβους τοῦ Ἰησοῦ στόν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ.
Ἡ ὑπομονή εἶναι ὁ ταξιθέτης μας στή χώρα τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Ἡ ὑπομονή εἶναι τό χαλί-διάδρομος πάνω στό ὁποῖο βηματίζει ἡ Ἁγία Τριάδα γιά νά εἰσέλθει στήν ψυχή μας.
Διδάσκαλος τῆς ὑπομονῆς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνῶ τῆς ἀνυπομονησίας ὁ σατανᾶς. Συνέχεια
Ὁ Χρόνος τῆς ζωῆς μας
Ἁγ.Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ
Ὁ Χριστιανὸς θὰ πρέπει νὰ θυμᾶται κάθε μέρα καὶ πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσει ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ θάνατο. Ἀκόμη σὲ κάποιο στάδιο τῆς πνευματικῆς ἀνόδου του θὰ πρέπει νὰ ἀποκτήσει ἀδιάλειπτη μνήμη θανάτου.
Ὁ νοῦς μας ἔχει τόσο πολὺ ἀμαυρωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση, ὥστε ἂν δὲν βιάσουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο, μπορεῖ ἐντελῶς νὰ τὸν ξεχάσει. Ὅταν ξεχάσουμε τὸ θάνατο, τότε ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε στὴ γῆ σὰν νὰ εἴμαστε ἀθάνατοι καὶ ξοδεύουμε ὅλη μας τὴν ἐνεργητικότητα στὸν κόσμο χωρὶς καθόλου νὰ ἀπασχολεῖ τὸν ἑαυτό μας οὔτε ἡ φοβερὴ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ τύχη μας στὴν αἰωνιότητα. Τότε χωρὶς ντροπὴ πεισματικὰ καταπατοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Τότε διαπράττουμε τὶς χειρότερες ἁμαρτίες καὶ ἐγκαταλείπουμε ὄχι μόνο τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὶς τακτὲς προσευχές. Ἀρχίζουμε μάλιστα νὰ περιφρονοῦμε αὐτὴ τὴν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἐργασία σὰν νὰ ἦταν μία δραστηριότητα μικρῆς σημασίας ποὺ δὲν πολυχρειάζεται. Ξεχνώντας τὸ φυσικὸ θάνατο, πεθαίνουμε ἕνα πνευματικὸ θάνατο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτὸς ποὺ θυμᾶται συχνὰ τὸ σωματικὸ θάνατο, ἀνασταίνεται ἐκ νεκρῶν ψυχικά. Ζεῖ στὴ γῆ σὰν ἕνας ξένος σ’ ἕνα πανδοχεῖο ἢ σὰν φυλακισμένος στὸ κελλί του ποὺ συνεχῶς περιμένει τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸν φωνάξουν γιὰ δίκη ἢ ἐκτέλεση. Μπροστὰ στὰ μάτια του οἱ πόρτες τῆς αἰωνιότητας εἶναι πάντα ἀνοικτές. Συνεχῶς κοιτάζει σ’ ἐκείνη τὴν κατεύθυνση μὲ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ σκέψη. Εἶναι ἀδιάκοπα ἀπασχολημένος μὲ τὸ νὰ σκέφτεται τί θὰ τὸν δικαιώσει μπροστὰ στὴ φοβερὴ κρίση τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιὰ θὰ εἶναι τότε ἡ καταδικαστικὴ γι’ αὐτὸν ἀπόφαση. Αὐτὴ ἡ καταδίκη θὰ ἀποφασίσει τὴν τύχη ἑνὸς προσώπου γιὰ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα. Καμιὰ γήινη ὀμορφιὰ καμιὰ γήινη ἀπόλαυση δὲν ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ ἢ τὴν ἀγάπη του. Δὲν κατακρίνει κανένα διότι θυμᾶται πὼς στὴν τελικὴ Κρίση τοῦ Θεοῦ μία τέτοια κρίση θὰ μεταβιβαστεῖ πάνω του. Συγχωρεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα οὕτως ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ πάρει συγχώρεση καὶ νὰ κληρονομήσει σωτηρία.
Εἶναι μ’ ὅλους ταπεινὸς καὶ μ’ ὅλους εὐσπλαχνικὸς οὕτως ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἐλεηθεῖ καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτός. Καλωσορίζει καὶ ἀγκαλιάζει μὲ χαρὰ κάθε ἀνησυχία σὰν ἐπίγειο ἀντίτιμο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του ποὺ τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τοῦ νὰ τὸ πληρώσει στὴν αἰωνιότητα. Ἂν τοῦ ἔλθει ἡ σκέψη νὰ εἶναι περήφανος γιὰ τὴν ἀρετή του, ἡ μνήμη θανάτου ἔρχεται ἀμέσως ἐνάντια σ’ αὐτή τὴ σκέψη του, ντροπιάζει καὶ ξεσκεπάζει τὴν ἀνοησία καὶ διώχνει τὴ σκέψη αὐτὴ μακριά. Συνέχεια
Ἡ φυσιολογία τῆς ἠθικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Γεωργίου Μαντζαρίδη
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τονίζει ἐξαρχῆς στὸ «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιoν» του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, δὲν περιορίζεται μέσα στὸν ὁρατὸ κόσμο οὔτε ἀποτελεῖ μικρόκοσμο -ὅπως ἔλεγαν ὁ φυσικὸς Δημόκριτος καὶ ἄλλοι φιλόσοφοι. Ἀντίθετα εἶναι ἕνας μέγας κόσμος ἢ μεγάκοσμος, γιατί διαθέτει δυνάμεις καὶ ἰδιότητες ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ ἦταν ἐξαρχῆς προικισμένος μὲ ὅλα τὰ θεία χαρίσματα καὶ κλήθηκε νὰ λάβει τὴν ἐνυπόστατη χάρη τῆς θεώσεως καὶ νὰ καταστεῖ κατὰ χάρη θεός…
Ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία ἐμπόδισε, ἀλλὰ δὲν ματαίωσε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἔγινε τελικὰ δυνατὴ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός, ποὺ προσέλαβε καὶ θέωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐξουσία νὰ γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παρέχει τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν τελείωση κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνῶ ὅμως ὁ βαπτιζόμενος παίρνει αὐτὴν τὴ χάρη, δὲν τὴν ἀξιοποιεῖ, ἀλλὰ τὴν καλύπτει μὲ τὰ πάθη του, τὴν ἀγνοεῖ, ἢ καὶ τὴν ἀρνεῖται τελείως, ἀκόμα καὶ ὅταν βλέπει νὰ ἐνεργεῖ αὐτὴ σὲ ἄλλους. Ἐξετάζοντας τὰ αἴτια τοῦ φαινομένου αὐτοῦ ὁ ὅσιος Νικόδημος προχωρεῖ σὲ ἐνδιαφέρουσες καὶ διεισδυτικὲς ἀναλύσεις. Οἱ ἀναλύσεις αὐτὲς φανερώνουν τὶς πατερικὲς ἡσυχαστικὲς βάσεις, ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος τὴν ἠθική του διδασκαλία.
Τὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀνυψώνεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ἡ ψυχὴ ἢ ἀκριβέστερα ὁ νοῦς του· «ψυχὴ γὰρ καθαρθεῖσα νοῦς ὅλη ἐστι», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος παραπέμποντας στὸν ὅσιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμοποιώντας τὰ αἰσθητήρια, ἀνέρχεται ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς στὰ νοητά. Οἱ λόγοι τῶν ὄντων καὶ τῶν Γραφῶν προσφέρονται ὡς μέσα γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ περιορίζονται καὶ προσηλώνονται στὰ αἰσθητά, δὲν ἐνεργοῦν κατὰ φύση, γιατί μεταχειρίζονται τὰ μέσα ὡς σκοποὺς καὶ τοποθετοῦν τὰ δημιουργήματα στὴ θέση τοῦ Δημιουργοῦ. Συνέχεια
Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας
Φώτης Κόντογλου
Βαθειὰ μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικά τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβὰ χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τῆς τέχνης, πολυέλαια καὶ πολύφωτα, νὰ φυλάξουνε στὰ ντουλάπια τὰ καλὰ τὰ ροῦχα τους, τὰ δικά τους καὶ τῶν παιδιῶν τους, νὰ στολίσουνε τὶς κάμαρες μ’ ἕνα σωρὸ ἀγαπημένα πράγματα, ποὺ τὰ ξεσκονίζουνε μὲ προσοχὴ μὴν τύχει καὶ πάθουνε τίποτα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, μ’ ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ’ ὅλη τὴν ψυχή τους στὸ νὰ κάνουνε τὴν κατοικία τοὺς εὐχάριστη, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους.
Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.
Στὴ συνοικία ποὺ κάθουμαι, τὸ κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρὸν ἢ μεγαλύτερον. Καμμιὰ φορὰ κάνω ἕναν μικρὸν περίπατο κι ἐκεῖ ποὺ σιγοπερπατῶ, κυττάζω τὰ διάφορα σπίτια. Τὸ καθένα ἔχει τὴ φυσιογνωμία του. Τὰ περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μὲ ἔμορφα χρώματα, μὲ καλοκαμωμένες πόρτες καὶ παράθυρα, μὲ ἀερικὲς βεράντες, κι ἂν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπὸ μέσα, σὲ κάποια ἀπ’ αὐτά, κανένα συμπαθητικὸ ἔπιπλο, καμμιὰ παλιὰ βιβλιοθήκη, δύο τρία κάντρα καλά, ποὺ ἀνάμεσά τους βρίσκεται καὶ καμμιὰ προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακὴ ἱστορία, πὼς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦνε, αὐτοὶ ποὺ φτιάξανε ἐκείνη τὴ ζεστὴ φωλιὰ μὲ τὰ καθέκαστά της, ποὺ τ’ ἀγαπήσανε πολύ, μὰ ποὺ μ’ ὅλη τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ τοὺς δίνανε, ἦρθε μία μέρα ποὺ τ’ ἀφήσανε καὶ φύγανε βιαστικά, δίχως νὰ κυττάξουνε πίσω τους. Συνέχεια
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεανθρώπου καὶ ὁ μηδενισμὸς τοῦ ἀνθρώπου»
π.Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
Τὸ ὅλο πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: νὰ εὑρεθεῖ ἐν τῷ Χριστῷ καὶ νὰ μὴ ἐκπέσει Αὐτοῦ, ἢ ἀφοῦ ἐξέπεσε (ὁ Ἀδὰμ καὶ ἐμεῖς) νὰ εὑρεθεῖ καὶ πάλι ἐν Αὐτῷ ὡς Θεῷ του καὶ ἀνθρώπῳ του, διότι ὁ Λόγος Χριστὸς διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, διὰ νὰ τὸν ἐνώσει μεθ’ Ἑαυτοῦ, νὰ τὸν «ἐνυποστήσει» ἐν Ἐαυτῷ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καὶ ἔτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν πληρότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν θεώσει, δηλαδὴ μὲ μία λέξη νὰ τὸν θε-ανθρωποποιήσει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, δημιουργηθεὶς ἔβλεπε τὸν Θεὸ καὶ εἶχε κοινωνία μαζί Του, καὶ ἔπρεπε ἐν συνεχείᾳ ἐλευθέρως καὶ ἀγαπητικῶς νὰ φθάσει ἐν τῷ Θεῷ Λόγω στὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴ θέωσή του. Διότι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ὁ σκοπὸς ὁλόκληρης τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ θέωση εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θέωση δὲ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὴ καὶ κατορθωτὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ, δυναμικὴ εἰκὼν τοῦ Ὁποίου εἶναι δημιουργικῶς ἐναποτεθειμένη στὸν ἄνθρωπο καὶ βάσει αὐτῆς καὶ μόνο πραγματοποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του.
Ἡ πρὸς θέωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ δεδομένη δυνατότης καὶ δυναμικότης τῆς θεώσεως δὲν εἶναι ἕνας «εὐσεβὴς πόθος» τοῦ «θρησκευτικοῦ» ἀνθρώπου, ἀλλὰ μία ἀνθρωπολογικὴ (=χριστολογική, θεανθρώπινη) ἀλήθεια, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν ταύτη τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ διάβολος, ἦλθε καὶ εἶπε στοὺς πρώτους ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ θὰ γίνουν καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ «θεοί», αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο ψεῦδος. Ἕνα ψεῦδος ὅμως προϋποθέτει πάντοτε μία ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ ψεῦδος αὐτὸ τυγχάνει ἡ κατάχρηση, ἢ διαστρέβλωση, ἢ «λήθη», ἢ ἀναίρεση, ἢ στέρηση. Συνέχεια
Ἡ Σιωπή
Ἀρχιμ. π. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἡ σιωπήεἶναι ἡ πιό γόνιμη μήτρα γιά τή ζωή τοῦ Πνεύματος.
Τό νά σιωπᾶς μέ γνώση σημαίνει ὅτι ἔχεις δουλέψει πολύ στόν ἑαυτό σου.
Τό νά σιωπᾶς ὅταν εἶσαι ἄδειος, εἶναι φρόνηση· τό νά σιωπᾶς ὅμως ὅταν εἶσαι γεμάτος, εἶναι ἁγιότης.
Ἕνα λεπτό σιγῆς τοῦ σοφοῦ ἀντιρροπεῖ πρός χιλιάδες ὧρες μωρολογίας δοκησισόφων.
Ἡ σιωπή πού γεμίζει μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ γεννᾶ τούς πιό σωστούς διαλόγους.
Ἡ σιωπή πού εἶναι γεμάτη ἀπό ἐμπαθῆ ἀναβρασμό τῆς ψυχῆς, γίνεται πρόδρομος σατανικῆς κυριαρχίας.
Ἡ ἀσκητική σιωπή – προσπάθεια γεμάτη πόνο καί κόπο – μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μετρατρέπεται ἀπό ἐπίπονα δεσμά σέ φτεροῦγες ἀνατάσεως καί σέ στρωμνή ἀναπαύσεως.
Ἡ σιωπή τοῦ μοχθηροῦ ἀρχίζει μέ εὐγένεια καί τελειώνει μέ δολοφονική ἐνέργεια.
Ἡ σιωπή πού ἐπικαλύπτει ἐμπάθεια ὁμοιάζει πρός ἁγιόμορφο πόρνη.
Τό νά σιωπᾶς ἀπό ἀμέλεια ἤ τεμπελιά δείχνει ὅτι ἔχεις συνθηκολογήσει μέ τόν διάβολο.
Τό νά σιωπᾶς ἀπό ἀπογοήτευση φανερώνει τήν αἰχμαλωσία σου σέ σατανοκίνητες σκέψεις.
Τό νά σιωπᾶς ὅταν μπορεῖς νά πεῖς πολλά δέν εἶναι δειλία ἀλλά γενναιότητα.
Τό νά σιωπᾶς «ὅταν δέν ἔχεις τί νά πεῖς» εἶναι ἀγαθόμορφη δειλία.
Τό νά σιωπᾶς μπροστά στούς «Πιλάτους» φανερώνει διάθεση Χριστομιμήτου ζωῆς.
Τό νά σιωπᾶς γιατί «εἶσαι νεκρός γιά τόν κόσμο» σημαίνει ὅτι προγεύθηκες τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τό νά σιωπᾶς, τέλος, ὅταν ὁ σταυρός εἶναι στούς ὤμους σου ἤ ὅταν σύ εἶσαι πάνω στό «σταυρό», αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχεις ἤδη εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Πῶς πρέπει νά συμπεριφερόμαστε κατά τήν ἐνασχόληση μέ τά καθημερινά μας ἔργα
Στάρετς Σάββας, ὁ Παρηγορητής,
Ἀποσπάσματα ἀπό τό ἡμερολόγιο
Τά καθημερινά ἔργα εἶναι πάρα πολλά καί διακρίνονται ἀνάλογα μέ τίς συνθῆκες μέσα στίς ὁποῖες ζοῦμε καί τίς θέσεις πού κατέχουμε.
Ὅλα τά καθημερινά μας ἔργα πού δέν ἐναντιώνονται στόν ἠθικό νόμο τά ὁποῖα ὀφείλουμε νά κάνουμε πρέπει νά τά θεωροῦμε ὡς ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔργα πού μᾶς τά ἔχει ἐμπιστευθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, διότι ὁ Θεός, ὡς Βασιλεύς πάσης τῆς γῆς (Ψαλμ.46,8) ἐγκαθίδρυσε διάφορες νόμιμες θέσεις καί καταστάσεις καί Αὐτός, καί ὄχι ἐμεῖς, ἐπέτρεψε καί ἐπιτρέπει σέ μᾶς νά στεκόμαστε σ’ αὐτές τίς θέσεις καί τίς συνθῆκες στίς ὁποῖες βρισκόμαστε.
Χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἤ χωρίς τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ, ἀπολύτως τίποτα δέν γίνεται. Ἔτσι, ὁποιαδήποτε ἔργα κάνεις, ὅλα κάνε τα σάν νά τά κάνεις γιά τόν ἴδιο τό Θεό καί θά λάβεις τό βραβεῖο σου ἀπό τόν Θεό.
Ὅποιος ἐργάζεται ὄχι γιά τόν Θεό, τό ἔργο του εἶναι πολύ ἀξιολύπητο, γιατί τό βραβεῖο του θά τό λάβει ὄχι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά εἴτε ἀπό τόν ἑαυτό του εἴτε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά ἀπό τόν ἑαυτό σου τί εἴδους βραβεῖο θά λάβεις; Γήινο, προσωρινό, τιποτένιο.
Κάνοντας ὅλα τά ἔργα σου γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο καί Θεό, κάνε τά ὁπωσδήποτε ἔτσι, ὅπως πρέπει νά κάνεις τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέσα ἀπό τήν ψυχή σου, μέ πλήρη προθυμία καί εὐχαρίστηση, προσεκτικά, χωρίς καθυστέρηση καί ἀμέλεια, μέ καθαρή συνείδηση γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τό ἔργον τοῦ Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερεμ. 48, 10 ).
Ἐάν τά ἔργα σου προχωροῦν μέ ἐπιτυχία, μήν ὑπερηφανεύεσαι γι’ αὐτά καί πρό πάντων μήν ἐπιγράφεις τήν ἐπιτυχία σου στίς ἰδιαίτερες δυνατότητές σου καί τήν πεῖρα σου, διότι ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές του: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω.15, 5).
Ἄν τό ἔργο μέ τό ὁποῖο πρέπει νά ἀσχολεῖσαι εἶναι δύσκολο, δυσάρεστο, ταπεινό, ἀσήμαντο, δέν στρώνει, καθυστερεῖ, ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη ὑπομονή, ἤ σέ ὁδηγεῖ στή μελαγχολία, τότε μή μικροψυχεῖς, μήν τεμπελιάζεις, μήν ἀγανακτεῖς, μήν καταλαμβάνεσαι ἀπό θυμό, ἀνυπομονησία, γογγυσμό κ.λπ., ἀλλά ζωντάνεψε καί πάρε δύναμη μέ τή σκέψη ὅτι αὐτές οἱ ἐργασίες οἱ ὁποῖες σέ στενοχωροῦν τόσο, πού εἶναι τόσο δυσάρεστες καί σέ πικραίνουν, δέν διαρκοῦν αἰώνια. Ὅλα αὐτά τελειώνουν μέ τήν ἐπίγεια ζωή μας καί τότε ὁ Κύριος «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ. 2, 6) . Συνέχεια
Ὁ ἄνθρωπος κατὰ Παπαδιαμάντη καὶ Ντοστογιέφσκυ
π.Ἀθανάσιος Γιέφτιτς
Μόλις εἶχε τελειώσει ὁ Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ εἶχε καταρρεύσει ἡ Γερμανία, ἐνῷ οἱ Μπολσεβίκοι στὴν Ρωσσία εἶχαν νικήσει, ὁ γερμανὸς (λογοτέχνης) Χέρμαν Ἔσσε ἔγραφε, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κείμενά του (1919), γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ περίπου τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν Δύσι. Οἱ ἥρωές του, οἱ Καραμαζώφ, εἶναι ἀνατολικοὶ τύποι, πολὺ ἐπικίνδυνοι, σκοτεινοί, μὲ ἀσιατικὸ βάθος καὶ ἀποτελοῦν ἄμεσο κίνδυνο γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο». Αὐτὴ ἡ πόλωση, «Ἀνατολικοὶ – Δυτικοί», ποὺ ἔβλεπε τότε ὁ Ἔσσε, τὴν ἔχουν λίγο-πολὺ καὶ σήμερα οἱ περισσότεροι, ποὺ γράφουν γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους λαούς…
Εἶναι, ὅμως, τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας ὅτι ὁ Χ. Ἔσσε, ἀφοῦ πέρασε καὶ ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πάλι οἱ Γερμανοὶ ἠττήθησαν στὰ Βαλκάνια, ἔγινε βουδδιστής, δηλαδὴ ἄκρως Ἀνατολικός. Καὶ διερωτᾶται κανείς, μήπως οἱ λεγόμενοι Δυτικοὶ εἶναι πιὸ κοντὰ στοὺς ἄπω Ἀνατολίτες, παρὰ σὲ μᾶς ἐδῶ τοὺς κοντινοὺς Βαλκάνιους. Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ποὺ δὲν εἴμαστε Δυτικοί, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ Ἀνατολικοί του Ἔσσε· δὲν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι τοῦ Ἔσσε, ἀλλ᾿ ἀκόμη λιγότερο Ἀσιάτες του.
Οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν κατατάσσονται στὰ σχήματα αὐτά, οὔτε ἐξηγοῦνται ἀπὸ αὐτά: «Ἀνατολὴ-Δύσι, Εὐρώπη-Ἀσία, Ἀνατολικοί-Δυτικοί». Ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ πατρίδα τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δική μας, εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Μεσογειακὴ λεκάνη μὲ τὰ περίχωρά της, ὅπου περιλαμβάνονται ἡ χερσόνησος τοῦ Αἴμου, τὰ Βαλκάνια (ἀλλὰ καὶ ἡ Ρωσσία), ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Μεσοποταμία, ἡ Αἴγυπτος, ἡ Β. Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ν. Ἰταλία, δηλαδὴ ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός, καὶ ὅπου γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν παράδοσή της τὴν ζωντανή.
Τὰ πρόσωπα, ποὺ βρίσκουμε στὰ ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν μπαίνουν καὶ δὲν ἐξηγοῦνται στὰ πλαίσια αὐτά: «Ἀνατολή-Δύσι», οὔτε στὴν πόλωσι αὐτήν: «Εὐρώπη-Βαλκάνια». Ὄχι πώς δὲν εἶναι καὶ Ἀνατολικοὶ καὶ Δυτικοί, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται σ᾿ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὅπως δὲν ἐξαντλούμεθα ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸ νὰ χωριζώμαστε σὲ Εὐρωπαίους καὶ Βαλκάνιους… Συνέχεια