Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Στήν Κιβωτό

Ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

untitled (9)Πῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός; Στὸ βασικὸ αὐτὸ ἐρώτημα ἂς μὴν προσπαθήσουμε ν’ ἀπαντήσουμε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, γιατί ὁ ἄπιστος δὲν θὰ τὸ παραδεχθεῖ. Ἂν τοῦ ποῦμε ὅτι ἀνέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, ἔδιωξε δαιμόνια, οὔτε τότε θὰ συμφωνήσει. Ἂν τοῦ ποῦμε ὅτι ὑποσχέθηκε ἀνάσταση νεκρῶν, βασιλεία οὐρανῶν καὶ ἀνέκφραστα ἀγαθά, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ συμφωνήσει, ἀλλὰ καὶ θὰ γελάσει.

Πῶς λοιπὸν θὰ τὸν ὁδηγήσουμε στὴν πίστη, καὶ μάλιστα ὅταν δὲν εἶναι πνευματικὰ καλλιεργημένος; Ἀσφαλῶς μὲ τὸ νὰ στηριχθοῦμε σὲ ἀλήθειες, ποὺ κι ἐμεῖς καὶ αὐτὸς παραδεχόμαστε χωρὶς καμιὰ ἀντίρρηση καὶ ἀμφιβολία.

Σὲ ποιὸ λοιπὸν σημεῖο συμφωνοῦμε μαζί του ἀπόλυτα; Στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς φύτεψε τὴν Ἐκκλησία. Ἀπ’ αὐτὸ θὰ φανερώσουμε τὴ δύναμη καὶ θ’ ἀποδείξουμε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο ἔργο ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη μέσα σὲ τόσο σύντομο χρονικὸ διάστημα. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ προσκαλεῖ στὴν ἀνώτερη ζωὴ ἀνθρώπους μὲ κακὲς συνήθειες, δούλους τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως, ὁ Κύριος κατόρθωσε νὰ ἐλευθερώσει ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνο ἐμᾶς, μὰ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Κι αὐτὸ τὸ κατόρθωσε χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει ὅπλα, χωρὶς νὰ ξοδέψει χρήματα, χωρὶς νὰ κινητοποιήσει στρατούς, χωρὶς νὰ προκαλέσει πολέμους. Τὸ κατόρθωσε ξεκινώντας μὲ δώδεκα μόνο μαθητές, ποὺ ἦταν ἄσημοι, ἀμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, ἄοπλοι…

Μὲ τέτοιους ἀνθρώπους κατόρθωσε νὰ πείσει τὰ ἔθνη νὰ σκέφτονται σωστά, ὄχι μόνο γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα. Μπόρεσε νὰ καταργήσει προγονικοὺς νόμους, νὰ ξεριζώσει ἀρχαῖες συνήθειες καὶ νὰ φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν’ ἀποσπάσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν εὔκολο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δύσκολο. Καὶ ὅλ’ αὐτὰ τὰ κατόρθωσε, ἐνῶ ὅλοι Τὸν πολεμοῦσαν, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε ὑπομείνει ἐξευτελιστικὴ σταύρωση καὶ ταπεινωτικὸ θάνατο! Συνέχεια

Ἡ Ἐκκλησία

Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων

images-stories-photogallery-toixografies-santa_fe-DIVINE_LITURGY_DETAIL_1-web-370x300[1]ΚΓ´ . ῾Η ᾿Εκκλησία λοιπόν, ὀνομάζεται «Καθολική», ἐπειδή προορίζεται νά περιλάβει στούς κόλπους της κάθε ἄνθρωπο ἀπό ὅλη τήν οἰκουμένη, πού ἁπλώνεται ἀπό τή μιά ὡς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς. Καί ἀκόμα ἐπειδή διδάσκει τήν ὅλη χριστιανική ἀλήθεια, χωρίς νά παραλείπει τό παραμικρό ἀπό τίς δογματικές ἀλήθειες πού πρέπει νά γνωρίζει ὁ κάθε χριστιανός, σχετικά μέ ὅσα εἶναι ὁρατά καί ἀόρατα, ἐπουράνια καί ἐπίγεια. ᾿Ακόμα τήν ὀνομάζουμε «Καθολική»14, γιατί φέρνει στήν εὐσεβή ζωή ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἄρχοντες καί ὑπήκοους, γραμματισμένους καί ἀγράμματους. Καί ἐπιπλέον γιατί γιατρεύει καί θεραπεύει κάθε εἶδος ἁμαρτίας πού ἔχει διαπραχθεῖ μέ τήν ψυχή ἤ μέ τό σῶμα. Τέλος, τήν ὀνομάζουμε «Καθολική», γιατί περικλείει μέσα της ὅλες τίς ἀρετές πού ἐκφράζονται μέ τά ἔργα, μέ τά λόγια καί γενικά μέ κάθε εἴδους χαρίσματα πνευματικά.

 ΚΔ´ . «᾿Εκκλησία» ὀνομάζεται γιατί, ὅπως δηλώνει καί ἡ λέξη, συγκαλεῖ σέ μία σύναξη ὅλους τούς ἀνθρώπους, καθώς ὁ Κύριος λέει στό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ: ῞Ολους τούς ᾿Ισραηλίτες πού ἔχουν ὑποχρέωση καί δικαίωμα γιά τά κοινά «ἐκκλησίασον», δηλαδή συγκέντρωσέ τους μπροστά στίς θύρες τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου (Λευιτ. 8, 3). Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι τό «ἐκκλησίασον» ἀναφέρεται πρώτη φορά σ᾿ αὐτό τό σημεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅταν ὁ Κύριος καθιστοῦσε τόν ᾿Ααρών ἀρχιερέα. Στό βιβλίο ἐπίσης τοῦ Δευτερονομίου λέει ὁ Θεός στό Μωυσῆ: «᾿Εκκλησίασον», δηλαδή συγκέντρωσε «ἐνώπιόν μου τό λαό καί ἄς ἀκούσουν τούς λόγους μου, γιά νά μάθουν νά μέ σέβονται καί νά μέ φοβοῦνται» (Δευτ. 4, 10). ῾Η λέξη «᾿Εκκλησία» ἀναφέρεται πάλι, ὅταν γίνεται λόγος γιά τίς πλάκες τοῦ Νόμου: «Πάνω σ᾿ αὐτές ἦταν γραμμένο καθετί πού εἶπε σ᾿ ἐσᾶς ὁ Κύριος, πάνω στό ὄρος Σινᾶ, μέσα ἀπό τό θεϊκό πῦρ, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας» (Δευτ. 9, 10). Σάν νά ἤθελε μέ αὐτό τό «κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐκκλησίας» νά πεῖ πιό καθαρά «κατά τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός σᾶς κάλεσε καί σᾶς σύναξε». ῾Ο Ψαλμωδός ἐπίσης λέει· «Θά προσευχηθῶ ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς μου, Κύριε, μέσα σέ μεγάλη ἐκκλησία, ἀνάμεσα σέ πολύ πυκνό πλῆθος λαοῦ, θά Σέ ὑμνήσω» (Ψαλμ. 34, 18).

 ΚΕ´ . Πρωτύτερα λοιπόν ἔψαλε ὁ Ψαλμωδός: «Μέσα στήν ἐκκλησία νά δοξολογεῖτε τόν Θεό, τόν Κύριο, ὅλοι σεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ» (Ψαλμ. 67, 27). ᾿Αφοῦ ὅμως οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἔχασαν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τῆς κακόβουλης στάσης τους ἐνάντια στόν Σωτήρα Χριστό, ὁ Σωτήρας ἵδρυσε δεύτερη ᾿Εκκλησία, τή χριστιανική, ἡ ὁποία συγκροτεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού ἀνήκουν σέ διάφορα ἄλλα ἔθνη, ἐκτός τοῦ ᾿Ισραήλ15. Γι᾿ αὐτήν τήν ᾿Εκκλησία εἶπε ὁ Κύριος στόν ἀπόστολο Πέτρο· «Πάνω σ᾿ αὐτήν τήν Πέτρα θά οἰκοδομήσω τήν ᾿Εκκλησία μου καί δέν θά τήν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ῞Αδη» (Ματθ. 16, 18). Συνέχεια

Ἡ καθαρότης τῆς Ὀρθοδοξίας

Φώτιος ὁ Μέγας
Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα

Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνήσια ὁμολογία τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν· αὐτὴ εἶναι ἡ θεόσοφη μυσταγωγία τῆς ἄχραντης καὶ ἀληθινῆς θρησκείας μας καὶ τῶν σεπτῶν μυστηρίων της· ἔχοντας φρόνημα, πίστι καὶ διαγωγὴ σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ἕως τὴν δύσι τοῦ βίου, βαδίζομε γρήγορα πρὸς τὴν ἀνατολὴ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, γιὰ ν’ ἀπολαύσωμε δυνατώτερα καὶ τελειότερα τὴν ἀπὸ ἐκεῖ ἐρχόμενη ἀνέσπερη αὐγὴ καὶ λαμπρότητα.

Αὐτὴν ταιριάζει ν’ ἀποδέχεται καὶ νὰ τιμᾶ καὶ ἡ θεοφρούρητη σύνεσίς σας, ποὺ ἤδη ἀτενίζει πρὸς τὴν ἰδική μας θρησκευτικὴ κληρονομιά, μὲ εἰλικρινῆ διάθεσι, εὐθύτητα γνώσεως καὶ ἀδίστακτη πίστι, καὶ νὰ μὴ ἀποκλίνη ἀπ’ αὐτὴν οὔτε στὸ ἐλάχιστο οὔτε πρὸς τὰ δεξιὰ οὔτε πρὸς τ’ ἀριστερά· διότι τοῦτο εἶναι τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο εἶναι τὸ δίδαγμα τῶν πατέρων, τοῦτο εἶναι τὸ φρόνημα, τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.

Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἐσὺ ὁ ἴδιος πρέπει νὰ φρονῆς καὶ νὰ πιστεύης κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ νὰ καθοδηγῆς στὸ ἲδιο φρόνημα τῆς ἀληθείας καὶ τοὺς ὑπηκόους σου καὶ νὰ τοὺς καταρτίζης στὴν ἴδια πίστι, καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ θεωρῆς πολυτιμότερο ἀπὸ τέτοια σπουδὴ καὶ ἐπιμέλεια. Διότι τοῦ ἀληθινοῦ ἄρχοντος καθῆκον εἶναι νὰ μὴ φροντίζη μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία, ἀλλὰ ν’ ἀξιώνη παρόμοιας προνοίας καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἀνατεθῆ, νὰ τὸν χειραγωγῆ καὶ νὰ τὸν προσκαλῆ στὴν ἴδια τελειότητα τῆς θεογνωσίας. Μὴ λοιπὸν κάμης νὰ διαψευσθοῦν οἱ ἐλπίδες μας, τὶς ὁποῖες ἐπέτρεψε νὰ σχηματίσωμε ἡ πρὸς τὰ καλὰ ροπὴ καὶ προσοχή σου, μήτε νὰ καταστήσης ματαίους τοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες, ποὺ μὲ χαρὰ ἀναλάβαμε χάριν τῆς σωτηρίας σας, μήτε νὰ δεχθῆς ὅτι ἄρχισες μὲν μὲ προθυμία νὰ δέχεσαι τοῦ θείου κηρύγματος τοὺς λόγους, μετέβαλες δὲ τὴν προθυμία σὲ ραθυμία· ἀλλὰ διατήρει ἀνεξάλειπτη τὴν χαρὰ κι εὐφροσύνη μου γιὰ σένα, παρέχοντας ὅμοιο μὲ τὴν ἀρχὴ τὸ τέλος, σύμφωνο τὸν βίο μὲ τὴν πίστι, καὶ τὴν ἐξουσία σου νὰ φαίνεται καὶ νὰ ὀνομάζεται κοινὸ ἀγαθό τοῦ γένους καὶ τῆς πατρίδος. Συνέχεια

Θεμελίωση καὶ προοπτική τῆς χριστιανικῆς ζωῆς

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

img050=Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ θεμελιώνεται στὰ μυστήρια. Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μαγικὲς τελετὲς ποὺ ἀλλάζουν μηχανικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ζωή του, ἀλλὰ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνακαινίζουν τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴν συγκατάθεση καὶ συνεργασία του. Τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κτιστὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποία μεταδίδεται ἡ ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία, τὰ βασικὰ αὐτὰ μυστήρια μὲ τὰ ὁποῖα εἰσάγεται καὶ διατηρεῖται ὁ ἄνθρωπος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, θεμελιώνουν ἕνα νέο τρόπο ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια δηλώνει τὴν ἑκούσια αὐτοδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ συμμορφώσει τὴν ζωὴ του κατὰ τὸ πρότυπο καὶ τὸ θέλημά του. Ἡ αὐτοδέσμευση αὐτή, ποὺ ἐκδηλώνεται σὲ ἡθικὸ ἐπίπεδο, προσλαμβάνει ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἐσχατολογικὴ προοπτική. Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται καὶ εἰσάγεται σὲ μία καινούργια προοπτικὴ ζωῆς. Καλεῖται νὰ περιπατήσει «ἐν καινότητι ζωῆς», γιὰ νὰ ἀφομοιώσει ὡς πρόσωπο τὴν νέα ὀντολογία, στὴν ὁποία τὸν μυσταγωγοῦν τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας· νὰ μείνει ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ καταστεῖ κοινωνὸς τῆς ζωῆς του μετέχοντας στὴν ταπείνωσή του καὶ προσβλέποντας στὴν ἔνδοξη φανέρωσή του.

Ἡ παραμονὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελεῖ παθητικὴ κατάσταση ἀλλὰ δυναμικὴ διαδικασία. Δὲν πραγματοποιεῖται μόνο μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του· καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μένει «ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς ἐν αὐτῷ».

Ἡ ἕνωση ὅμως μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγεῖ σὲ ρήξη μὲ τὸν κόσμο. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν συνήθη ζωὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φαίνεται παράδοξη καὶ εἶναι γενικὰ ἀντίθετη πρὸς αὐτήν. Ἡ προσχώρηση στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ συντονίζει τὴν ζωή του μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, στὸ σῶμα τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Χωρὶς τὸν συντονισμὸ αὐτὸν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ παραμονὴ στὸ σῶμα του. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε κοινὴ θέληση μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχουμε κοινὸ αἷμα, γιὰ νὰ μὴ ἐμφανιζόμαστε σὲ ἄλλα ἑνωμένοι καὶ σὲ ἄλλα χωρισμένοι. Ὅσο ὁ Χριστιανὸς δὲν συντονίζεται μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, παραμένει φίλος του κόσμου. Συνέχεια

Γιὰ τὴν Κατήχηση

 Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἐπιστολὴ σὲ ἕναν ἐκπαιδευτικὸ

imagesCAHLNFDHἘξοργίζεσθε μὲ μερικοὺς συναδέλφους σας οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν εὐμενῶς τὴν Κατήχηση στὰ σχολεῖα. Καὶ ἔχετε δίκιο. H ὀργὴ σας εἶναι ὀργὴ δικαίου καὶ τέτοια ὀργὴ ἔχει ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὠφελεῖ ὅμως μονάχα νὰ ὀργιζόμαστε, ἀλλὰ καὶ νὰ πείθουμε. Χρειάζεται ἀκόμη, νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ ἐκείνους πού ἀπὸ ἀνοησία ἐξεγείρονται ἐνάντια στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ στὰ σχολεῖα. Νὰ τοὺς ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὰ μάτια καὶ νὰ δοῦν ὅτι πριονίζουν τὸ κλαδὶ πάνω στὸ ὅποιο κάθονται. Γιατί πραγματικά, ὅλη ἡ διαπαιδαγώγηση τῆς χριστιανικῆς νεολαίας βασίζεται στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ μᾶς ἦταν ἔτσι γιὰ χίλια χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ βαπτιστήκαμε, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ στὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος. Τέτοια ἀγωγή, κατὰ τὸ παρελθόν, δὲν μᾶς ἔκανε νὰ ντρεπόμαστε καὶ οὔτε θὰ μᾶς κάνει καὶ στὸ μέλλον. Αὐτὸ μᾶς ἔδωσε πρωτοκλασάτους ἄνδρες, πού εἶναι στολίδια τῆς ἱστορίας μας, ὅπως τὰ ἄστρα εἶναι στολίδια στὸ οὐράνιο στερέωμα. Καὶ μάλιστα τεράστιο ἀριθμὸ τέτοιων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἀστέρων στὸ στερέωμα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Μὰ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε ν’ ἀποτελεῖ τὸ σκοπὸ τῆς ἀγωγῆς ἀπὸ τὸ νὰ δώσει ἀνθρώπους, σωστοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ ἐπιστήμη τῆς ἀγωγῆς, σὲ μᾶς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τούς βαπτισμένους λαούς, πρέπει ἀπαραίτητα νὰ ἁρμόζει μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἂν ἡ ἀγωγή, ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε δὲν χάνεται μὲν ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ χάνεται ἡ ἀγωγὴ καὶ οἱ σωστοὶ ἄνθρωποι. Ἂν πάλι ἡ ἀγωγὴ χαθεῖ στὸ σχολεῖο, τότε τὸ σχολεῖο γίνεται ἐπικίνδυνο γιὰ ἀνθρώπους καὶ λαούς. Γιατί, ἄνθρωπος μορφωμένος καὶ δίχως χαρακτήρα, εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἀγράμματος καὶ ἀνάγωγος. Αὐτὸς εἶναι ἀνάγωγος λόγω ἀδυναμίας, ἐνῶ ὁ πρῶτος κατὰ πεποίθηση.

Διάσπαση στὴν πίστη ἑνὸς ἀνθρώπου, προκαλεῖ ἀναπόφευκτα καὶ διάσπαση στὸ χαρακτήρα. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τόσο ἡ βιβλικὴ ἱστορία ὅσο καὶ γενικότερα ἡ ἱστορία τῶν βαπτισμένων λαῶν. Τοὺς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραὴλ πού ἐξέπιπταν ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ ἠθικὴ πτώση. Γιατί καθὼς τὸ ποτάμι εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴν πηγὴ καὶ τὸ φῶς μὲ τὸν ἥλιο, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἠθικὴ ζωὴ μὲ τὴν πίστη. Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς (Ἰω. 14, 6), εἶπε ὁ Χριστός, ἐγὼ εἰμὶ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν (Ἰω. 4, 11), ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Ἰω. 8, 12). Ποῦ θὰ ὁδηγήσουμε τὰ παιδιὰ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ὁδὸ παρὰ στὴν καταστροφή; Μὲ τί θὰ ποτίσουμε τὶς διψασμένες ψυχὲς τους ἔξω ἀπὸ τοῦτο τὸ Ζῶν Ὕδωρ; Μὲ τὰ θολωμένα λασπόνερα πού πίνουν καὶ τὰ ζωντανά; Μὲ τί θὰ τὰ φωτίσουμε πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ Φῶς;…. Συνέχεια

Ζωή στήν Εκκλησία

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης 

Ζωὴ σὲ ἀδιάλειπτη ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Πόσο ἀπαραίτητο εἶναι ν’ ἀνήκει ὁ ἄνθρωπος στὴ Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀνήκουμε στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, Κεφαλὴ τῆς ὁποίας εἶναι ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὁ ἄρχοντας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ βασιλεία Του, πού μάχεται μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες καὶ τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Συνθέτουν κι αὐτὰ ἕνα ὀργανωμένο βασίλειο καὶ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο μ’ ἕναν ἰδιαίτερα ἒμπειρο, πανοῦργο, καλογυμνασμένο καὶ πανίσχυρο στρατό, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσουν ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ροπές του.

Στὸν πόλεμο αὐτὸν κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν’ ἀγωνιστεῖ ἀπὸ μόνος του. Οἱ μεγάλες, μὴ ὀρθόδοξες κοινότητες, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα χωρὶς τὴν Κεφαλὴ -τὸν Χριστό. Δὲν μποροῦν νὰ νικήσουν αὐτοὺς τοὺς παμπόνηρους καὶ ἄγρυπνους ἐχθροὺς πού εἶναι πανεπιστήμονες στὸν πόλεμο αὐτόν.

ΟἹ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ διαθέτουν τὴν ἀπαραίτητη καὶ πανίσχυρη βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔχουν ὡς συμμάχους τοὺς ἁγίους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού κατατρόπωσαν τοὺς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μὲ τὴ δύναμη τῆς χάρης Του, ἔχουν τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους, ἀλλά καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος βοηθὸς στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ὁρατῶν καὶ ἀόρατων ἐχθρῶν. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀνήκουμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ καθολικοὶ ἐπινόησαν καινούργια κεφαλὴ καὶ ὑποβίβασαν τὴν ἀληθινὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό. Οἱ λουθηρανοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπομακρύνθηκαν κι ἒμειναν ἀκέφαλοι. Τὸ ἴδιο κι Οἱ ἀγγλικανοί. Δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία σ’ αὐτούς. Ὁ δεσμὸς μὲ τὴν Κεφαλὴ ἒσπασε. Δὲν ἒχουν βοήθεια ἄνωθεν. Ἔτσι ὁ Βελίαρ τοὺς πολεμᾶ μ’ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ τὴν πανουργία του καὶ τοὺς κρατάει σφιχτὰ στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπώλεια. Πλήθη μεγάλα ὁδηγοῦνται στὴ διαφθορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο. Συνέχεια

Πρός Κορινθίους β’ Ἐπιστολή

Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης

Πρός Κορινθίους β’ Ἐπιστολή

δελφοί, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι μικρὴ ἡ πίστη μας γιὰ τὴ σωτηρία μας. Διότι, ἐὰν εἶναι μικρὴ ἡ πίστη μας γι’ αὐτό, θὰ ἐλπίζουμε μικρὰ καὶ νὰ λάβουμε. Καὶ ὅσοι ἀκοῦνε ὅτι ἁμαρτάνουμε γιὰ μικροπράγματα, δὲν γνωρίζουν ἀπὸ πού ἔχουμε κληθεῖ καὶ ἀπὸ Ποιὸν καὶ στὴ θέση τίνων, καὶ πόσα πάθη ὑπέφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιά μᾶς. Ποιὰ λοιπὸν ἀνταμοιβὴ θὰ Τοῦ δώσουμε ἐμεῖς; ἤ ποιὸ καρπὸ ἀντάξιο μ’ αὐτὸ πού ἔδωσε Ἐκεῖνος σέ μᾶς; καὶ πόσα ἀγαθὰ τοῦ ὀφείλουμε ἐμεῖς; Μᾶς χάρισε τὸ φῶς, μᾶς ὀνόμασε υἱοὺς ὡς Πατέρας, μᾶς ἔσωσε ἐνῶ χανόμασταν. Ποιὸν λοιπὸν ἔπαινο θὰ τοῦ δώσουμε ἤ μισθὸ ὡς ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὰ πού λάβαμε; Ἐνῶ ἤμασταν τυφλοὶ στὴ διάνοια, προσκυνώντας πέτρες καὶ ξύλα καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο καὶ χαλκό, ἔργα ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ ζωὴ μας ὅλη δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρὰ θάνατος, καὶ ἐνῶ ἤμασταν περιτριγυρισμένοι ἀπὸ σκοτάδι καὶ τὰ μάτια μας ἦταν γεμάτα ἀπὸ τόσο μεγάλη συσκότιση, ξαναβρήκαμε τὸ φῶς μας, ἀποβάλλοντας τὸ σύννεφο ἐκεῖνο πού μᾶς περιτριγύριζε, μὲ τὴ δική Του θέληση. Διότι μᾶς ἐλέησε καὶ ἐπειδὴ μᾶς λυπήθηκε, μᾶς ἔσωσε, βλέποντας σὲ μᾶς μεγάλη πλάνη καὶ ἀφανισμό, χωρὶς νὰ ἔχουμε καμμιὰ ἐλπίδα σωτηρίας, παρὰ μόνο τὴ δική του. Μᾶς κάλεσε χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καὶ θέλησε νὰ ἔρθουμε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία. «Δοκίμασε λοιπὸν εὐφροσύνη, γυναίκα στείρα πού δὲν γεννᾶς, ξέσπασε καὶ φώναξε δυνατά, σὺ πού δὲν ἔχεις πόνους τοκετοῦ διότι τὰ παιδιὰ τῆς ἔρημης εἶναι περισσότερα ἀπὸ ἐκείνης πού ἔχει τὸν ἄνδρα». Μὲ αὐτὸ πού εἶπε, «δοκίμασε εὐφροσύνη, στείρα πού δὲν γεννᾶς», ἐμᾶς ἐννοοῦσε˙ διότι ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν στείρα προτοῦ τῆς δοθοῦν παιδιά. Καὶ αὐτὸ πού εἶπε, «φώναξε δυνατά, σὺ πού δὲν ἔχεις πόνους τοκετοῦ», σημαίνει τὸ ἑξῆς· νὰ ἀπευθύνουμε δηλαδὴ τὶς προσευχὲς μας ἁπλά στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴ τὶς παραλείπουμε, ὅπως ἐκεῖνες πού κοιλοπονοῦν, ἀπὸ κακία. Καὶ αὐτὸ πού εἶπε, «διότι εἶναι περισσότερα τὰ παιδιὰ τῆς ἔρημης, ἀπὸ ἐκείνης πού ἔχει τὸν ἄνδρα», τὸ εἶπε ἐπειδὴ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὁ λαός μας ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ τώρα πού πιστέψαμε γίναμε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους πού νόμιζαν ὅτι ἔχουν τὸν Θεό.

Ἀλλά καὶ ἄλλος λόγος λέει˙ «δὲν ἦρθα νὰ καλέσω δίκαιους, ἀλλά ἁμαρτωλούς». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σώζουμε αὐτοὺς πού χάνονται. Διότι αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ ἄξιο θαυμασμοῦ, ὄχι δηλαδή, νὰ στηρίζεις αὐτούς πού στέκονται, ἀλλά αὐτούς πού πέφτουν. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ σώσει αὐτούς πού χάνονται, καὶ ἔσωσε πολλοὺς μὲ τὸ νὰ ἔρθει καὶ νὰ καλέσει ἐμᾶς πού ἤμασταν ἤδη χαμένοι. Εἶναι λοιπὸν πολὺ μεγάλη ἡ ἐλεημοσύνη πού ἔκανε σὲ μᾶς˙ πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἐμεῖς πού εἴμαστε ζωντανοὶ δὲν θυσιὰζουμε πλέον σὲ νεκροὺς θεοὺς καὶ οὔτε τοὺς προσκυνοῦμε, ἀλλά γνωρίσαμε μέσω αὐτοῦ τὸν Πατέρα τῆς ἀλήθειας· καὶ ποιὰ εἶναι ἡ γνώση πού ἔχουμε γι’ Αὐτόν, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἀρνιόμαστε Αὐτὸν μέσω τοῦ ὁποίου γνωρίσαμε Ἐκεῖνον; Ἐπίσης καὶ αὐτὸς λέει· «αὐτὸς πού θὰ μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κι ἐγώ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου». Αὐτὸς λοιπὸν  θα εἶναι ὁ μισθός μας, ἄν ὁμολογήσουμε Ἐκεῖνον διὰ τοῦ Ὁποίου σωθήκαμε. Καὶ μὲ τί τὸν ὁμολογοῦμε; Μὲ τὸ νὰ κάνουμε αὐτὰ πού λέει, μὲ τὸ νὰ μὴ παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς του καὶ νὰ μὴ τὸν τιμᾶμε μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλά μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ ὅλη τὴ διάνοιά μας. Γιατί λέει στὸν Ἠσαΐα˙ «Αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη του, ἐνῶ ἡ καρδιὰ τους βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ μένα». Συνέχεια

Ἡ σχέση μέ τόν Θεό

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,

Εἶναι δύσκολο νὰ διδάξεις ἕναν ἀμαθῆ ποὺ ἤδη ἔγινε δάσκαλος στοὺς ἄλλους!»

Ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖς νὰ ξεφύγεις

Ἐὰν ξεφεύγεις ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ σὲ κυνηγήσει, ἀλλὰ θὰ σὲ περιμένει.

Σὲ ὅποιο δρόμο βαδίζεις, θὰ συναντήσεις τὸν Θεό. Ὅμως, ἐὰν δὲν ἀναγνωρίσεις τὸν Θεὸ κατὰ τὴ συνάντηση, τὸ ταξίδι σου θ’ ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελπισία, σὰν τὸ ταξίδι πρὸς τὸ νεκροταφεῖο.

Σὲ ὅποια πόρτα νὰ χτυπήσεις, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀνοίξει. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἀνοίξει, καμία πόρτα δὲν θὰ ἀνοίξει.

Τὸ γνώρισμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἔχει ὡς πρώτη μεγαλειώδη ἐπίπτωση, τὴν ὑπερδύναμη τῆς ζωῆς ἐπάνω στὸ θάνατο. Μὴ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ ἔχει ὡς πρώτη φοβερὴ ἐπίπτωση,τὴν ὑπερδύναμη τοῦ θανάτου ἐπάνω στὴ ζωή. Στὴ πρώτη περίπτωση μποροῦμε νὰ ποῦμε: ὅλη αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ζωῆς διὰ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου θὰ τελειώσει μ’ ἕνα μεγαλειῶδες πῦρ τῆς ζωῆς, στὸ ὁποῖο ὁ θάνατος θὰ καεῖ. Στὴ δεύτερη περίπτωση μποροῦμε νὰ ποῦμε: ὅλη αὐτὴ ἡ βία τοῦ θανάτου ἐπάνω ἀπὸ τὶς ἀδύναμες σπίθες τῆς ζωῆς θὰ τελειώσουν μ’ ἕνα ἀκίνητο σκοτάδι καὶ σιωπή, στὰ ὁποῖα ὁ θάνατος αἰώνια θὰ ξεκουράζεται.

Ἐὰν σβήσεις τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ σύμπαν, θὰ ἔχεις σβήσει τὴ διαφορὰ μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ θὰ ἔχεις παραδοθεῖ στὸ θάνατο· αὐτὴ εἶναι τελικὴ καταστροφὴ τοῦ «ὅλου» καὶ τῶν «ὅλων» ἀπὸ τὴν μία ἀκτὴ ἕως τὴν ἄλλη ἀκτὴ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.

Μάταια φεύγεις ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖς νὰ κρυφτεῖς. Αὐτός, ὄντως, δὲν θὰ σὲ κυνηγᾶ, ἀλλὰ θὰ σὲ περιμένει. Ὅμως, δὲν θὰ σὲ περιμένει μόνο στὴ θέση ὅπου ἐσὺ τὸν ἄφησες, θὰ σὲ περιμένει σ’ ὅλες τὶς γραμμὲς καὶ τὶς γωνιὲς τοῦ κόσμου.

Εὐκολότερα θὰ προτρέξεις κάτω ἀπ’ τὸ φεγγάρι παρὰ ἀπ’ τὸν Θεό. Ὄντως, εὐκολότερα θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὸν ἀέρα, παρὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Συνέχεια

Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές

                      π. Βασίλειος  Καλλιακμάνης

 Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2

 Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.

 2. Πνευματικὴ πατρότητα

 Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου…πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

 Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἰ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γι’ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς διὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμαἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοιαἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία6. Συνέχεια

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΤΡΙΑΣ

Κάλλιστος Γουέαρ, Ἐπίσκοπος Διοκλείας

Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι. (Προσευχὴ τοῦ ἁγ. Ἰωαννικίου)

Ἄναρχε ἄκτιστε Τριάς, ἀμέριστε Μονάς, ἡ τρία οὖσα καὶ ἕν Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, εἷς ὁ Θεός, προσδέχου τὸν ὕμνον, ἐκ τῶν πηλίνων γλωσσῶν, ὡς ἐκ στομάτων φλογερῶν. (Ἀπὸ τὸ Τριώδιο)

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΓΑΠΗ

 «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»: ἔτσι βεβαιώνουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ «Πιστεύω». Ἀλλ’ ἀμέσως μετὰ συνεχίζουμε γιὰ νὰ ποῦμε πολὺ περισσότερ’ ἀπ’ αὐτό. Πιστεύω, συνεχίζουμε, σ’ ἕνα Θεὸ ποὺ εἶναι ταυτόχρονα τρεῖς, Πατέρας, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ πραγματικὴ διαφοροποίηση ἀλλὰ καὶ ἀληθινὴ ἑνότητα. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶναι μόνο μία μονάδα ἀλλὰ μία ἕνωση, ὄχι μόνο ἑνότητα ἀλλὰ καὶ κοινότητα.

Ὑπάρχει μέσα στὸν Θεὸ κάτι ἀνάλογο πρὸς τὴν «κοινωνία». Δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο μόνο του, ποὺ ἀγαπάει μόνο τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι μία μονάδα ποὺ αὐτοπεριέχεται ἢ «Ὁ Ἕνας». Εἶναι ἑνότητα τριῶν: τρία ἴσα πρόσωπα, ποὺ τὸ καθένα κατοικεῖ μέσα στ’ ἄλλα δύο μὲ τὴ δύναμη μίας ἀέναης κίνησης ἀμοιβαίας ἀγάπης. Amo ergo sum, «Ἀγαπῶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχω»: ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος τῆς Kathleen Raine μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν ἕνα ὑπόδειγμα γιὰ τὸν Θεὸ -τὴν Ἁγία Τριάδα. Κάτι ποὺ ὁ Shakespeare λέει σχετικὰ μὲ τὴν ἀγάπη δύο ἀνθρώπων θὰ μποροῦσε ν’ ἀποδοθεῖ ἐπίσης καὶ στὴ θεϊκὴ ἀγάπη τῶν αἰωνίων Τριῶν:

Ἔτσι ἀγαποῦσαν, σὰν ἡ ἀγάπη μέσα στὸ ζευγάρι νὰ μὴν εἶχε παρὰ στὸ ἕνα τὴν οὐσία˙ οἱ δυό τους διαφορετικοί, ἀδιαίρετοι ὡστόσο ὁ ἀριθμὸς ἦταν νεκρὸς ἐκεῖ, μέσ’ στὴν ἀγάπη!

Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς Ὁδοῦ εἶναι: ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουμε μέρος αὐτῆς τῆς Τριαδικῆς περιχώρησης, συνεπαρμένοι τελείως μέσα στὸν κύκλο τῆς ἀγάπης ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν Θεό. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα του, τὴ νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλα.» (Ἰωάν. 17,21).

Γιατί νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τρία; Δὲν εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πιστεύουμε ἁπλὰ στὴ θεϊκὴ ἑνότητα, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μωαμεθανοί; Φυσικὰ εἶναι εὐκολότερο. Τὸ τριαδικὸ δόγμα βρίσκεται μπροστὰ μας σὰν μία πρόκληση, σὰν ἕνα «πρόβλημα» στὴν κυριολεξία: εἶναι, μὲ τὰ λόγια του Vladimir Lossky, «ἕνας σταυρὸς γιὰ τοὺς τρόπους τῆς ἀνθρώπινης σκέψης», καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς μία ριζικὴ πράξη μετάνοιας -ὄχι μόνο μία χειρονομία τυπικῆς συγκατάθεσης, ἀλλὰ μία ἀληθινὴ ἀλλαγὴ νοῦ καὶ καρδιᾶς. Συνέχεια

Ἡ Ἀληθινὴ Θεολογία

Κόντογλου Φώτης

 Εἴπαμε πώς, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ὄχι μοναχὰ δὲν διαβάζουμε, ἀλλὰ κἄν δὲν ξέρουμε ἂν ὑπάρχουνε οἱ μυστικοὶ Πατέρες ποὺ φωτίσανε τὴν Ὀρθοδοξία. Γιὰ τοὺς θεολόγους ἡ Ὀρθοδοξία κατάντησε μιὰ κούφια λέξη, ἀφοῦ ἡ μυστικὴ οὐσία της τοὺς εἶναι ἄγνωστη, ὅπως κι’ ἡ παράδοσή τους. Οἱ δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τὰ φῶτα ἀπὸ τὴ Δύση, γιατί ἐκεῖ ἡ θεολογία ἔχει γίνει ἐπιστήμη, κ’ ἡ ματαιοδοξία τους κολακεύεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἡ πίστη, γι’ αὐτούς, δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία. Θὰ μοῦ πῆτε, “θεολογία χωρὶς πίστη, γίνεται;” Μὰ κ’ ἐγὼ σᾶς ρωτῶ, μὲ τὴν ἴδια ἀπορία, “γίνεται θεολογία χωρὶς πίστη;”

Ὡστόσο, στὶς Δυτικὲς χῶρες καὶ στὴν Ἀμερική, πολὺς κόσμος ἔχει στραφεῖ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴ δίψα τῆς ἀληθείας. Στὴν Ἑλλάδα, μοναχὰ λιγοστοὶ ἄνθρωποι καὶ κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τὰ βιβλία τῶν Πατέρων, ἐκτός τοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ τοὺς παίρνουνε οἱ θεολόγοι γιὰ ρήτορας καὶ γιὰ φιλολόγους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Τὰ βιβλία τῶν μυστικῶν Πατέρων δὲν ξανατυπώνουνται πιὰ καὶ καταντήσανε σπάνια. Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστῶν θεολόγων, χωρὶς καμμιὰ οὐσία, ποὺ φανερώνουνε μοναχὰ τὴν ἀπίστευτη γύμνια ἐκείνων ποὺ τὰ γράφουνε. Μοναχὰ τώρα τελευταῖα ἄρχισε νὰ τυπώνει ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία τὴν Πατρολογία τοῦ Migne. Μὰ κι’ αὐτὴ ἡ ἔκδοση εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους, κι’ ὄχι γιὰ τοὺς πιστούς, ἀφοῦ εἶναι τυπωμένη στὴν ἀρχαία γλῶσσα.

Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό, ἡ ἔκδοση τῆς Πατρολογίας δὲν ἔχει καμμιὰ βαθύτερη δικαίωση, μὲ τὸ δυτικὸ χαρακτῆρα ποὺ ἔχει ἡ γενικὴ μόρφωση τῶν θεολόγων μας, ποὺ δὲν ἔχουνε καμμιὰ βαθύτερη γνώση τῆς οὐσίας τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε καὶ τῆς παράδοσής μας. Ἔτσι κι’ αὐτὴ ἡ ἔκδοση καταντᾶ ἕνα γεγονὸς χωρὶς βαθύτερη σημασία, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ κατάλληλο ὀρθόδοξο χῶμα γιὰ νὰ ριζοβολήσει. Συνέχεια

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

Anthony Bloom

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

 Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Συνέχεια

Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου

Metropolitan Anthony Bloom

d-1Ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μαζί μας μέσα σὲ ἐπίμονη προσευχή, πάντα ὁδηγεῖ στὴ σιωπή. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ξεχωρίζουμε δύο εἰδῶν σιωπές. Τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἐσωτερικὴ σιωπή: Πρῶτα ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, συχνὰ πιὸ δυσβάσταχτη καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνησή Του -ἡ σιωπὴ τῆς ἀπουσίας γιὰ τὴν ὁποία ἤδη μιλήσαμε. Ὕστερα, ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου, πιὸ βαθιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, καὶ σὲ πιὸ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ κάθε λόγο. Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ στὶς προσευχὲς μας μπορεῖ νὰ διαρκέσει πολὺ λίγο ἢ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς διαρκεῖ μιὰ αἰωνιότητα. Ὁ Χριστὸς ἔμεινε σιωπηλὸς στὶς προσευχὲς τῆς Χαναναίας καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε νὰ συγκεντρώσει ὅλη τὴν πίστη της, ὅλη τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη καὶ νὰ τὶς προσφέρει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει νὰ ἐπεκτείνει τὰ προνόμια τοῦ Βασιλείου Του καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ λαό… Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ τὴν προκάλεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ, νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος της.

Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μᾶς μὲ πιὸ σύντομη ἤ πιὸ παρατεταμένη σιωπή, γιὰ νὰ προκαλέσει τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ βαθύτερη σχέση μαζί Του ἀπ’ ὅ,τι θὰ ‘ταν δυνατὸ ἂν τὰ πράγματα μᾶς ἔρχονταν ὅπως τὰ θέλαμε. Καμιὰ φορά, ὅμως, ἡ σιωπὴ μᾶς φαίνεται ἀπελπιστικὰ τελεσίδικη.

Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Alfred de Vigny: «Ἐάν, ὅπως διαβάζουμε, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου στὸν ἁγιασμένο κῆπο ἔκλαψε χωρὶς νὰ εἰσακουστεῖ. Κι ἂν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεὸς σὰ νὰ ‘μαστε νεκροί, ἁρμόζει ἡ καταφρόνια μας στὴν ἄδικη θεϊκὴ ἀπουσία καὶ μὲ σιωπὴ ν’ ἀπαντήσουμε στὴ σιωπή.

Μιὰ ὅμοια ἀντιμετώπιση δὲν ἀποκομίζουν πολλοὶ χριστιανοὶ διαβάζοντας τὴ διήγηση τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆς; Αὐτὴ ἡ σιωπὴ εἶναι πρόβλημα γιὰ μᾶς ποὺ πρέπει νὰ τὸ λύσουμε -τὸ πρόβλημα μιᾶς προσευχῆς ποὺ μένει φανερὰ ἀναπάντητη. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ μόνη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ δὲν εἰσακούεται εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ. Ἀξίζει νὰ τὸ θυμόμαστε αὐτὸ διότι πολὺ συχνὰ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλοντας νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν τιμή Του, λέμε πὼς ἡ πίστη μας δὲν ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε νὰ ἀπαντηθεῖ μὲ θαῦμα. Ὅταν πάλι ἡ πίστη μας ὑστερεῖ, λέμε πὼς ἴσως ὁ Θεὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀπαντήσει εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία. Τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ μένει ἀναπάντητη; Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι δίχως ἄλλο τέλεια, οὔτε μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι ὁ Πατέρας Του θὰ μποροῦσε νὰ στείλει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων προκειμένου νὰ Τὸν σώσει. Συνέχεια

Τρεῖς δεῖχτες

Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ

 Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἕνας πού ἀγαπᾶμε, ὁ προσωπικός μας φίλος. Δέν χρειάζεται ν’ ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ φίλου. Ὁ Θεός, λέει ὁ Olivier Clement, «δέν εἶναι ἐξωτερική μαρτυρία, ἀλλά τό μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Ἄν πιστεύουμε στόν Θεό, εἶναι γιατί τόν γνωρίζουμε ἄμεσα ἀπό τή δική μας ἐμπειρία καί ὄχι ἀπό λογικές ἀποδείξεις. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐδῶ μία διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐμπειρία» καί στίς «ἐμπειρίες». Ἄμεση ἐμπειρία μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς νά συνοδεύεται ἀναγκαστικά ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες. Ὑπάρχουν πράγματι πολλοί πού ἔφτασαν νά πιστέψουν στόν Θεό ἀπό κάποια φωνή ἤ ἀπό κάποιο ὅραμα, σάν κι αὐτό πού δέχθηκε ὁ ἀπ. Παῦλος στό δρόμο γιά τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 1-9).

 Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί ἄλλοι πού ποτέ δέν ἔχουν περάσει ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀλλά μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι, σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους καί στό σύνολό της, αἰσθάνονται μία ὁλοκληρωτική ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μία πεποίθηση πού ὑφίσταται σ’ ἕνα ἐπίπεδο πιό στέρεο ἀπ’ ὅλες τίς ἀμφιβολίες τους. Ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά δώσουν μαρτυρία γιά μίαν ὁρισμένη θέση ἤ στιγμή, ὅπως μπόρεσε ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος, ὁ Pascal ἤ ὁ Wesley, μποροῦν νά ἰσχυριστοῦν μ’ ἐμπιστοσύνη: Ξέρω τόν Θεό προσωπικά.

 Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή Θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μία ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ’ ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν’ ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα. Συνέχεια