Μαθητεύοντας στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς (Ἰωάν. 17, 1-13)
Πρωτ. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση
α) Στή βιβλική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τή νεότερη θεολογική σκέψη, δέν ἀπαντοῦν συγκεκριμένοι ὁρισμοί γιά τήν Ἐκκλησία. Κι αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεανθρώπινη κοινωνία, ἔχει μυστηριακό χαρακτήρα καί ὁποιοσδήποτε ὁρισμός ἀδυνατεῖ νά περιγράψει τή μυστηριακή καί ἁγιοπνευματική της διάσταση. Κάθε ὁρισμός περιορίζει τά πράγματα. Ὅμως, παρόλα αὐτά, ὑπάρχουν συμβολικές ἐκφράσεις πού ἀποδίδουν τήν εἰκόνα της. Ὁρισμένες ἀπό αὐτές εἶναι: «Σῶμα Χριστοῦ», «ἄμπελος», «κιβωτός», «ναῦς», «λατρεύουσα κοινότητα», «κοινωνία θεώσεως» καί ἄλλες.
β) Στούς νεότερους χρόνους καί τή σύγχρονη κοινωνία ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται σχεδόν ἀποκλειστικά μέ τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν θεσμική νομιμοποίηση καί συνδέονται μεταξύ τους μέ κάποιο γραφειοκρατικό ἱστό. Ἀλλά χωρίς τήν παρουσία τοῦ πληρώματος, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν βαπτισμένων καί χαριτωμένων μελῶν, ἡ παρουσία τῶν κληρικῶν μένει μετέωρη. Ἡ Ἐκκλησία ὡς κλῆρος καί λαός συνδέεται ἀδιάσπαστα μέ τόν Χριστό καί στούς κόλπους της διασώζεται ἡ ὀρθή διδασκαλία γιά τό πρόσωπό Του. Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 17, 1-13), πού ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, ὁ Κύριος εὔχεται γιά τήν ἑνότητα τοῦ πρώτου πυρήνα τῆς Ἐκκλησίας, πού συνιστοῦσαν οἱ μαθητές Του. Ἡ ἑνότητα εἶναι αἴτημα κάθε ἐποχῆς.
γ) Κέντρο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα, δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Σ’ αὐτήν ἀποκαλύπτεται ὁλόκληρο τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί παρουσιάζεται μέ τύπους, εἰκόνες καί λόγο ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Θεία Γέννηση, τή Βάπτιση, τήν Ὑπαπαντή, τό Σταυρό, τήν κάθοδο στόν Ἅδη, τήν Ἀνάσταση καί τή σωτήρια Ἀνάληψη. Δηλαδή, τήν ἡμέρα πού ὁλοκληρώνεται τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας καί ἑνώνεται ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό, μέσω τῆς θεωθείσας σάρκας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα ἡ Θεία Εὐχαριστία μᾶς εἰσάγει στήν αἰώνια ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Συνέχεια
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Κατά τήν ἑβδόμη ἀπό τοῦ Πάσχα Κυριακή ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν μνήμη τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγάλη αὐτή Σύνοδος συνεκλήθη, ὡς γνωστόν, ἀπό τόν πρῶτο χριστιανό αὐτοκράτορα, τόν Κωνσταντῖνο, στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τόν Μάϊο τοῦ ἔτους 325, κατεδίκασε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου καί ἀνεκήρυξε τόν Χριστό Θεό, ὁμοούσιο πρός τόν Πατέρα. Στίς 29 Μαΐου βρίσκομε σέ πολλά χειρόγραφα νά σημειώνεται ἡ μνήμη τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης των κατά τήν παροῦσα Κυριακή ὀφείλεται, ὅπως εἶναι φανερό, στό γνωστό καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις ἔθος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, νά μεταθέτῃ σέ Κυριακές τίς μνῆμες τῶν μεγάλων ἁγίων. Ἡ ἑβδόμη ἀπό τοῦ Πάσχα Κυριακή δέν εἶχε ἰδιαίτερο ἑορτολογικό θέμα καί προτιμήθηκε ὡς ἡ καταλληλοτέρα καί ἡ πλησιεστέρα πρός τήν μνήμη τῶν Πατέρων γιά νά μεταφερθῇ σ᾽ αὐτήν ὁ ἑορτασμός των.
Τήν Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων θά ἀκούσωμε μαζί μέ τήν συνήθη ἀναστάσιμο ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς νά συμπλέκωνται τροπάρια μεθέορτα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού ἑωρτάσαμε, ἀλλά καί προεόρτια τῆς ἑορτῆς πού θά πανηγυρίσωμε μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες, τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς. Ἔτσι Ἀνάστασις, Ἀνάληψις, Πεντηκοστή καί Πατέρες ἀπό κοινοῦ θά ὑμνηθοῦν αὐτήν τήν ἐνδιάμεσα τῶν μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν Κυριακή. Παρ᾽ ὅλα τά ἐκ πρώτης ὄψεως ἀσυμβίβαστα αὐτά ἑορτολογικά θέματα, δέν λείπει ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας αὐτῆς μία σχετική ἁρμονία, πού τήν συνθέτουν ἀκριβῶς οἱ διαφορές καί οἱ ἀντιθέσεις τῶν ἐπί μέρους θεμάτων. Ἄν μάλιστα τήν τοποθετήσωμε στό ὅλο πλαίσιο τοῦ Πεντηκοσταρίου θά διακρίνωμε μέ πόση νηφαλία κρίσι καθωρίσθη ἡ διαδοχή αὐτή τῶν ἑορτῶν ἀπό τούς συντάκτας τοῦ ἑορτολογίου μας. Χάρις, πράγματι, στά θέματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ δημιουργία ἑνός μεταβατικοῦ σταθμοῦ μεταξύ τῶν μεγάλων ἑορτῶν πού ἑωρτάσαμε καί ἐκείνης πού ἐπίκειται. Συνέχεια
ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».
1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα. Διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).
Ναί, λέγει. ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον. Διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς. Μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας.διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου». Συνέχεια
ΣΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΩΘΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς
Τὰ λεγόμενα ἑωθινὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ὅλα ἑωθινά. Ἑωθινὰ λέγονται αὐτὰ πού ἔχουν συντελεσθῆ κατὰ τὴν ἕω, δηλαδὴ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας. Ἡ μετὰ τὴν ἀνάστασι ὅμως ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ ἐπιβεβαίωσί της, τὴν ὁποία διακηρύσσουν τὰ ἑωθινὰ εὐαγγέλια, δὲν συντελέσθηκε μόνο κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ ἀκόμη. Παραδείγματος χάριν ὅταν ὁ Κύριος πλησίασε τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα, καθὼς πήγαιναν στὴν Ἐμμαοὺς καὶ βάδισε μαζί τους, δὲν ἦταν πρωΐ· ὅταν δὲ ἔφθασαν στὸ χωριὸ τοῦ προορισμοῦ τους «καὶ αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι ἤθελε νὰ βαδίση παραπέρα», ἐκεῖνοι τὸν παρεκάλεσαν πιεστικὰ λέγοντας «μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει τὸ βράδυ κι ἡ ἡμέρα γύρισε»(Λουκ. 24, 28). Ὅταν δὲ μετὰ τὴν κλάσι καὶ διανομὴ τοῦ ἄρτου ἀπὸ αὐτὸν, τὸν ἀνεγνώρισαν, αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ ἐμπρός τους, αὐτοί δὲ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ διηγοῦνταν στοὺς ἄλλους μαθητές τὰ συμβάντα στὸ δρόμο· ἐνῶ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους, ὁπότε ὁπωσδήποτε ἦλθε ἡμέρα ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἑσπέρα.
Ἄλλοτε πάλι συνωμιλοῦσε μὲ τὸν Πέτρο μετὰ τὸ γεῦμα καὶ τὸν καθιστοῦσε ποιμένα μας, τῶν λογικῶν προβάτων του. Πραγματικὰ λέγει, ὅταν γευμάτισαν, ρωτᾶ τὸν Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾶς;». Ἀφοῦ δὲ αὐτὸς ἀπάντησε καταφατικά, λέγει «βόσκε τὰ ἀρνιά μου, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν.21, 15 ἑξ.).
Πῶς λοιπὸν καὶ αὐτὰ εἶναι ἑωθινὰ κι’ ἔτσι ὀνομάζονται, ἀφοῦ δὲν ἐπιτελέσθηκαν τὸ πρωΐ; Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καθὼς εἶναι ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος, ἀφοῦ δὲν ἔχει μεταβολὴ ἤ σκιὰ μετατροπῆς, εἶναι καὶ ἀτελεύτητος καὶ ἄδυτος, ἀστράπτοντας φῶς ἀληθινὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ ποιητικὸ ἀνέσπερης ἡμέρας, στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους βρίσκονται καὶ τὰ πνεύματα τῶν δικαίων. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου οἱ δίκαιοι θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὰ σώματά τους, ἀφοῦ εἶναι κληρονόμοι τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ τῆς πραγματικῆς ἡμέρας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἡμέρα, ἀφοῦ εἶναι ἀνέσπερη καὶ ἀδιάκοπη, δὲν ἔχει οὔτε εἶχε ὄρθρο, ὅπως δὲν ἔχει οὔτε ἀρχή. Συνέχεια
Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.
Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κόρ. στ’ 16).
Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ ‘χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Συνέχεια
Κυριακή πρὶν τὴν Πεντηκοστή
Metropolitan Anthony Bloom
Ἔχουμε ἀκούσει στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πώς, καθὼς ἡ Ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς πλησίαζε, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἀρχίσει τὸ ταξίδι του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα για νὰ βρεθεῖ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα εἶχαν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπό ὅλους αὐτούς, ἦταν ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν παρών στὸ ὑπερῶο ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει μιὰ τέλεια, μιὰ πραγματικὴ μεταστροφὴ στὴν καρδιά, στὸ νοῦ, στὴ ζωὴ καὶ τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἀπάντηση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσοίωσής του σ’ Ἐκεῖνον ποὺ λάτρεψε ἄν καὶ δὲν Τὸν εἶχε γνωρίσει.
Καὶ ἐμεῖς πορευόμαστε πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· θὰ ἑορτάσουμε τὸ γεγονὸς τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Ὅταν ὁ Παῦλος ἦταν καθ’ ὁδόν, ἀναλογιζόταν τὶ τοῦ εἶχε συμβεῖ στὸ μοναχικὸ του ταξίδι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ στὴ Δαμασκὸ καὶ τὴν Δωρεὰ τοῦ Πνεύματος ποὺ εἶχε λάβει μέσῳ τοῦ Ἀνανία.
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε τὶ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Μᾶς ἔδωσε ὀντότητα καὶ ἐνεφύσησε τὴ ζωὴ μέσα μας, ὄχι μόνο τὴν σωματική, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔκανε συγγενεῖς μὲ Αὐτόν, συγγενεῖς μὲ τὴν δική Του ζωή. Μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσουμε, Αὐτὸν τὸν Ζωντανὸ Θεό, καὶ νὰ συναντήσουμε, στὸ Εὐαγγέλιο και στὴ ζωή, τὸν Μονογενῆ Υιό Του, τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ συνάντηση αὐτὴ συμβαίνει, στὸ Βάπτισμα, στὸ Ἅγιο Χρῖσμα, στὴν Κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν μυστηριώδη, σιωπηλὴ κοινωνία τῆς προσευχῆς, στὶς στιγμὲς ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦρθε κοντά μας, ἄν καὶ δὲν Τὸν σκεφτόμασταν· μᾶς ἔχει δώσει τόσα πολλά.
Ἄς συλλογιστοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει δώσει, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μας ἄν ὄντως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος μαθητής: ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, τὸ νὰ πεθάνει εἶναι ὄφελος γιατὶ ὅσο ζεῖ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ εἶναι τὰ πάντα γιὰ τὴν ζωή του, ὄχι μόνο στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ στὴν αἰωνιότητα. Ὡστόσο λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι προετοιμασμένος νὰ ζήσει καὶ ὄχι νὰ πεθάνει γιατὶ ἡ παρουσία του στὴ γῆ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἄλλους. Συνέχεια