Οκτώβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Τοῦ Τυφλοῦ

Τοῦ Τυφλοῦ

bb[1]Στήν ἕκτη Κυριακή παρουσιάζεται καί πάλι ὁ Χριστός ὡς τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ φωτοδότης, αὐτός πού χαρίζει τό αἰσθητό, ἀλλά καί τό πνευματικό φῶς τῆς θεογνωσίας στόν ἐκ γενετῆς τυφλό τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς (Ἰω. 9, 1-38). Εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, πού καταυγάζει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὅπως ὡραῖα ψάλλει τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ:

«Δικαιοσύνης ἥλιε νοητέ, Χριστέ ὁ Θεός, ὁ τόν ἐν μήτρας τοῦ φωτός ἐστερημένον διά τῆς σῆς ἀχράντου προσψαύσεωςφωτίσας κατ᾽ ἄμφω καί ἡμῶν τά ὄμματα τῶν ψυχῶν αὐγάσας, υἱούς ἡμέρας δεῖξον, ἵνα πίστει βοῶμέν σοι· πολλή σου καί ἄφατος ἡ εἰς ἡμᾶς εὐσπλαγχνία, φιλάνθρωπε, δόξα σοι».

Μεταξύ τῶν τριῶν αὐτῶν περικοπῶν καί τῶν τριῶν αὐτῶν ἑορτῶν τῶν μέσων Κυριακῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου ὑπάρχει κάποια ἐσωτερική σχέσις, γι᾽ αὐτό καί εἰδικά ἐκλέγονται γιά τίς ἡμέρες αὐτές. Πιθανόν εἶναι ἐκείνη πού ὑπαινίσσεται τό συναξάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ, τό ὅτι τά θαύματα πού ἑορτάζομε διεπράχθησαν «ἐξ ὑγροῦ». Πράγματι τό πρῶτο, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου, γίνεται στήν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά. Στήν δευτέρα περίπτωσι ἡ συνάντησις τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Σαμαρείτιδα γίνεται κοντά στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ στήν Σαμάρεια. Ὁ Κύριος ζητεῖ νά πιῇ ὕδωρ καί ὑπόσχεται νά δώσῃ στήν Σαμαρείτιδα τό ὕδωρ τό ζῶν, τό «ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον».

Καί τό τρίτο θαῦμα γίνεται μέ τό πτύσμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ τυφλός στέλνεται γιά νά νιφθῇ στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, «καί νιψάμενος ἀνέβλεψε». Ἡ συσχέτισις τῶν περικοπῶν αὐτῶν πρός τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, πού ἑορτάζομε στήν 25η ἡμέρα ἀπό τό Πάσχα, εἶναι προφανής. Σ᾽ αὐτήν ὁ Κύριος ἐγκωμιάζεται ὡς διδάσκαλος, ὡς ἔχων τό ὕδωρ τό ζῶν, πού ποτίζει τήν διψῶσα ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΝ (Ἰω. 9, 1-5)

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 

mm-1«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»

1.«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50,6).

 Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν. Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9,32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν.

 Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5,14). Συνέχεια

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΝ

ΑΓΙΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ

tyflouΜόλις ἀκούσαμε τὸν «υἱὸ τῆς βροντῆς», τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ ἁλιέα καὶ χειροτέχνη τὸν ἔκαμε συγγραφέα καὶ κήρυκα Θείων ὄντως καὶ ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νὰ μᾶς ἐκθέτει τὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τὴν πολλὴ καὶ ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία καθωδηγοῦσε τὸν ἀπειθῆ καὶ δύστροπο ἑβραϊκὸ λαὸ στὴ θεογνωσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας· τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν νομικὴ παράδοση στὴ Χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλά ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν ἔρημο πρὸς τὴν πλούσια καὶ εὔφορη γῆ.

Ἀλλὰ, ἂν καὶ φανέρωνε ποικιλοτρόπως καὶ τὴν δικὴ του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει προαιώνια καὶ βρίσκεται πάντοτε σὲ συνάφεια μὲ τὸν Πατέρα, καὶ φώναζε μὲ σαφήνεια στὰ ὦτα τῶν κωφῶν: «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι», ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δὲν παρεδέχθηκαν, ἔλεγξαν μὲ κάποια ἐπιστημονικὴ ἀντίρρηση· ἀλλὰ ἀντὶ γιά λόγια πῆραν πέτρες καὶ ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σταυρό, γύμναζαν τὰ φονικά τους χέρια γιὰ τὴ δολοφονία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πάντοτε προέκρινε τὴν μακροθυμία ἐμπρὸς στὸν ὑβριστὴ καὶ βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ὀχλαγωγία τους· ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ταπεινό, ἀλλὰ θεϊκό· στάθηκε μεταξύ τους, τόσο κοντὰ ὥστε νὰ τὸν φθάνουν μὲ τὰ χέρια τους, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔβλεπαν, καὶ ἐνῶ ἄγγιζε τοὺς ἐξοργισμένους, δὲν φαινόταν.

Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μὲ τὴν προαίρεση, χωρὶς ὅμως νὰ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐκτονώσουν τὴν ὀργή τους· ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄπειρους κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν φοβίσουν καὶ διώξουν τὸ κυνήγι παράκαιρα καὶ ἔτσι τὸ ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σὲ κάποιο δάσος καὶ διαφύγει κρυφά, περιπλανιῶνται χωρὶς λόγο στὴν κοιλάδα περιφέροντας τὰ δίκτυα ἄσκοπα, τραβώντας μαζί τους καὶ τὰ σκυλιὰ χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ κατὰ τὰ ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δὲν λησμόνησα πὼς εἶμαι δοῦλος καὶ ὀφείλω νὰ ἐξεγερθῶ κατὰ τῶν ὑβριστῶν ὑποστηρίζοντας τὸν Δεσπότη μου. Συνέχεια

Θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦν

Ἀρχιμ. Εὐσεβείου Βίττη 

Ἡ δυνατότητα τοῦ ὁρᾶν, τοῦ βλέπειν, ἡ θέαση τῶν ἀντικειμένων γύρω μας καὶ πρὸ πάντων τῶν συνανθρώπων μας, ἀποτελεῖ μία ἀπ’ τὶς πιὸ μεγάλες καὶ ὄμορφες δυνατότητες ἐπικοινωνίας. Ὅταν τὸ βλέμμα συναντᾶ τὸ βλέμμα, βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἀποφασιστικὴ στιγμὴ ἐπικοινωνίας, ἐφ’ ὅσον φυσικὰ προϋπάρχουν καὶ οἱ ψυχολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ δίνουν στὸ βλέμμα τὸ ἰδιαίτερο βάθος καὶ τὴ δυνατότητα διεισδύσεως. Τὸ ἕνα βλέμμα βυθίζεται μέσα στὸ ἄλλο μὲ τρόπο ἀνεξήγητο, μυστικό. Ὁ καθένας γίνεται ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρὸς καὶ θεωρούμενος.

Τὸ βλέμμα προχωρεῖ βαθειὰ μέσα ἀπ’ τὴ ζωντανὴ θυρίδα τῶν ματιῶν. Ὅλη ἡ ψυχὴ γίνεται ματιὰ καὶ εἰσδύει στὴν ἄλλη ματιὰ ὅλη δὶ’ ὅλης. Ὁσοσδήποτε λόγος κι ἂν γίνει γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ βλέμματος δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει σ’ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τὴ σημασία τῆς ἐνέργειας «τοῦ θεωρεῖν».

Ἡ θέαση, «τὸ θεωρεῖν», ἔπαιξε πρωταρχικὴ σημασία στὴ σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρξε ἀντικείμενο θέας τῶν πρώτων μαθητῶν του. Τὸν εἶδαν, τὸν θεώρησαν. Καὶ μετὰ τὸν γνώρισαν καὶ προχώρησαν στὴ βαθύτερη καὶ μυστικότερη θεωρία του. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶναι πολὺ σαφής: «Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· –καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· –ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰωάν. Α΄ 1-3).

Ἡ θέαση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ σὰν ἀνθρώπου καὶ αἰσθητὰ ψηλαφητοῦ ἦταν ἀναγκαία, γιατί χωρὶς αὐτὴν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ξεφύγει ἡ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ ἀπ’ τὸ συγκεκριμένο καὶ τὸ ὁρισμένο στὸ ἀόριστο καὶ ἀπροσδιόριστο, ἢ καλύτερα σ’ ἕνα θολὸ καὶ σκοτεινὸ μυστικισμό, ὅπου χάνονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸ ἀληθινὸ καὶ στὸ πλασματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπιμένει: «Καὶ ἠμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 14). Εἶναι ὅμως φανερὸ πὼς ἡ θέαση τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι μία ἁπλὴ λειτουργία τῆς ὁράσεως. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρὸς» (Ἰωάν. α΄, 14). Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε σάρξ, χωρὶς νὰ παύσει ὅμως νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν. Κάθε τί ποὺ γίνεται κάτι ἄλλο ἀποκτώντας τὶς ἰδιότητες ἐκείνου τοῦ ἄλλου, παύει νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν προηγουμένως. Εἶναι κάτι καινούργιο πιά. Συνέχεια