ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Κατά ἕνα παλαιό λειτουργικό ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ἑπομένη τῶν μεγάλων ἑορτῶν τελεῖται ἡ «Σύναξις», πανηγυρική δηλαδή συνάθροισις τῶν πιστῶν, πρός τιμήν τῶν ἱερῶν προσώπων, πού διεδραμάτισαν ἕνα σπουδαῖο ρόλο στό ἑορτασθέν γεγονός. Ἔτσι τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζομε τήν Σύναξι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν μετά τά Χριστούγεννα Κυριακή τήν μνήμη Δαυίδ τοῦ βασιλέως, Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος καί Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων τήν Σύναξι τοῦ Προδρόμου. Τήν ἑπομένη τῆς Ὑπαπαντῆς τήν Σύναξι τοῦ δικαίου Συμεών τοῦ θεοδόχου καί τῆς προφήτιδος Ἄννης. Τήν ἑπομένη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τήν Σύναξι τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ κλπ.
Στό ἴδιο προφανῶς αἴτιο ὀφείλεται καί ὁ ἑορτασμός τήν δευτέρα Κυριακή μετά τοῦ Πάσχα δύο ὁμάδων προσώπων πού ὑπηρέτησαν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑνός δηλαδή τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τοῦ Νικοδήμου, πού ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πού ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα καί πρῶτες ἄκουσαν τό εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως καί πρῶτες εἶδαν τόν ἀναστάντα Κύριο.
Σύμφωνα λοιπόν πρός τά ἀνωτέρω ἡ σύναξις πρός τιμήν τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων θά ἔπρεπε νά ἑορτάζεται τήν ἑπομένη τοῦ Πάσχα, τήν Δευτέρα δηλαδή τῆς Διακαινησίμου. Ἀλλ᾽ ὅλη ἐκείνη ἡ ἑβδομάς, ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό Σάββατο, κατείχετο ἀπό τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐλογίζετο» ὡς μία πασχάλιος ἡμέρα. Ἡ μετά τό Πάσχα πάλι Κυριακή λόγῳ τοῦ γεγονότος πού συνέβη κατ᾽ αὐτήν, τῆς ἐμφανίσεως δηλαδή τοῦ ἀναστάντος στόν Θωμᾶ καί στούς μαθητάς, ἦταν ἤδη κατειλημμένη ἀπό τόν ἑορτασμό τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ. Ὁ ἑορτασμός του διήρκεσε ὅλη τήν ἐπακολουθοῦσα ἑβδομάδα καί ἡ πρώτη μετά τό Πάσχα ἐλευθέρα ἡμέρα γιά τήν τοποθέτησι τῆς «Συνάξεως» ἔμενε ἡ δευτέρα μετά τό Πάσχα Κυριακή. Συνέχεια
ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.
Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.
Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Συνέχεια
Στίς Μυροφόρες καί στή θεόσωμο ταφή τοῦ Κυρίου
Ἁγ. Γρηγορίου Πατριάρχου Ἀντιοχείας
Ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, ἀπό δική του πρωτοβουλία, χωρίς νά ἀναγκασθεῖ ἀπό κάποιον ‒ἀφοῦ ἀνέβηκε στό Σταυρό, καί ἁπλώνοντας τά χέρια, ἀποκατέστησε τή δικαιοσύνη ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως, καί ἀφοῦ ἔτσι κατετρόπωσε ὅλες τίς ἀόρατες καί πονηρές δυνάμεις μέ τό Πάθος στό ὁποῖο ὑπέβαλε τό σῶμα του‒ θέλησε νά γευθεῖ ἡ ἁγία του σάρκα τήν τριήμερη νέκρωση γιά χάρη ὅλης τῆς φύσεως, ὥστε νά χαρίσει διά μέσου αὐτῆς στό νεκρωμένο γένος τήν ἀθανασία. Καί μάλιστα, ἀφοῦ ἔγειρε τήν ἁγία κεφαλή του, διέταξε σάν δοῦλο τό θάνατο νά προσέλθει στή σάρκα.
Ἔφθασε ἀμέσως ὡς δοῦλος ὁ θάνατος, ὑπηρετώντας τό δεσποτικό πρόσταγμα, καί κράτησε τό σῶμα, πού τοῦ δόθηκε ἄδεια νά λάβει. Ὅταν δέ κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο τό σῶμα ἐκεῖνο, τό φοβερό γιά τά Χερουβίμ καί φρικτό γιά τά Σεραφίμ, ὅπως θέλησε ὁ Κύριος τοῦ σώματος, ἔτρεξε ἡ ψυχή τοῦ Σωτήρα νά εὐαγγελισθεῖ στίς ψυχές τήν ἀπολύτρωσή τους.
Ἡ δέ Θεότης του ἔμενε καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, διότι δέν χωρίσθηκε κατ’ οὐδένα τόπο καί τρόπο ἡ θεότητα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα μετά τήν ἕνωσή τους. Ἀλλά καί στούς οὐρανούς ἦταν καί στόν τάφο παρευρίσκετο, χωρίς νά ἐπηρεασθεῖ καθόλου, διατηρώντας ἄφθαρτη τήν περιβολήν της.
Μετά τή φρικτή αὐτή οἰκονομία, κάποιος εὐγενής καί πλούσιος ἄνδρας, ὁ Ἰωσήφ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί εἶχε γίνει μαθητής τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀποδίδοντας στό διδάσκαλό του, τό τελευταῖο χρέος μετά τήν τελευτή του, παρουσιάσθηκε στόν Πιλάτο παρακαλώντας τον καί λέγοντας: Γιά ἕνα νεκρό κάμω αὐτή τήν παράκληση, συκοφαντημένο ἀπό τούς ἐχθρούς καί, στόν καιρό τοῦ πάθους, ἐγκαταλελειμμένο ἀπό τούς φίλους.
Γιά ἕνα νεκρό ἱκετεύω, πού δέν ἔχει ἀποκτήσει οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσήμι οὔτε στρατιῶτες οὔτε συμμάχους οὔτε σωματοφύλακες, παρά μόνο μιά φτωχή μητέρα, ἡ ὁποία πλούτισε μέ τόν τοκετό της. Γιά ἕνα νεκρό πρεσβεύω πού πέθανε μέ τήν θέλησή του. Ἐπειδή, ἄν δέν ἤθελε, δέν θά εἶχε πεθάνει. Συνέχεια
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
Σχόλιο στήν Ἀποστολική Περικοπή-ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´στίχ. 1-7
“῝Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς·”
Τό κύριο εὐαγγέλιο καί ἡ σκέψη καί ἡ ἀλήθεια· ὁ Θεός Λόγος ἐνσαρκώθηκε, ὥστε κι ἐμεῖς νά συσσαρκωθοῦμε μαζί Του· Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νά μᾶς θεώσει· Αὐτός -Ζωή αἰώνια- ἐμφανίστηκε στή γῆ, ὥστε νά ἔχουμε κοινωνία μαζί Του, ζώντας μαζί Του. «Περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» εἶναι τό θέμα αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Λές καί θέλει ὁ ἅγιος Θεολόγος νά μᾶς δώσει νέα ἐξήγηση τῆς κύριας χαρμόσυνης ἀγγελίας τοῦ Εὐαγγελίου του· «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (᾿Ιωάν. α´, 14).
῾Ο Θεός Λόγος, πού εἶναι Αἰώνια Ζωή, πέρασε σέ μᾶς· «ὃ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς» δηλαδή τό Αἰώνιο κατέβηκε στή γῆ, ἔγινε σάρκα, ἔγινε ἡ δική μας γήινη πραγματικότητα, ἔγινε προσιτό στά αἰσθητήριά μας, στή γνώση μας καί στίς αἰσθήσεις μας· κι αὐτό εἶναι «ὃ ἀκηκόαμεν»· ἀκούσαμε τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ Λόγου· εἶναι ἐκεῖνο «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν»· εἴδαμε Θεό σέ σῶμα, Θεό στόν κόσμο, τόν Θεό ἀνάμεσά μας· εἶναι ἐκεῖνο «ὃ ἐθεασάμεθα»· ἔχουμε δεῖ, ἔχουμε παρατηρήσει τόν Θεό στόν ἄνθρωπο· εἶναι ἐκεῖνο πού «αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»· ἄγγιξαν τό σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόσο πρίν ἀπό τόν σταυρικό του θάνατο, ὅσο καί μετά τήν ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς. «᾿Ακούσαμε, εἴδαμε, παρατηρήσαμε, ψηλαφήσαμε» -τό Λόγο τῆς ζωῆς, τό Θεό τῆς ζωῆς. ῾Ο Θεός Λόγος ἔγινε ἡ δική μας πιό προσιτή πραγματικότητα· κι ἐμεῖς αὐτό τό ἐπαληθεύουμε μέ τόν πιό ὀφθαλμοφανῆ, τόν πλέον πειραματικό τρόπο.
῾Η μέθοδος εἶναι καθαρά πειραματική, δοκιμαστική. «῾Ο Λόγος τῆς ζωῆς» εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ Λογική τῆς ζωῆς, ἡ Σοφία τῆς ζωῆς, ἡ Λέξη τῆς ζωῆς. ῞Εως Αὐτόν -ἡ ζωή ἦταν ἄλογος, ἀνόητη· ἕως Αὐτόν- ἡ ζωή ἦταν ἀ-λογική, καί γι’ αὐτό μή λογική, σ’ αὐτήν δέν ὑπῆρχε κάποια στοιχειώδης λογική, ὅλα -χάος, τά πάντα- «πανηγύρι μάταιο»· ἕως Αὐτόν -Λόγο τῆς ζωῆς- ἡ ζωή ἦταν ἄλαλη καί ἄφωνη, δέν ἤξερε νά μιλᾶ, νά πεῖ, νά ἐκφράσει, νά ἐκφέρει τόν ἑαυτόν της, τό μυστήριό της, τό βάσανό της, τόν πόνο της, τή χαρά της. Μέ Αὐτόν, ἡ ζωή τά προσλαμβάνει ὅλα αὐτά· ἡ ζωή ἄρχισε νά μιλᾶ, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε· ἡ ζωή πῆρε νόημα, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε· ἡ ζωή ἔγινε σοφή, ἐφόσον ἐλλογοποιήθηκε. ᾿Ενῶ ἡ ζωή εἶχε γίνει ἄλογος, μή λογική -χωρίς νόημα, χωρίς στόχο, ἀνόητη- μέ τήν ἁμαρτία καί λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Συνέχεια
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων
Ἅγιος Λουκᾶς Κριμαίας
Στὰ τριάμιση τελευταῖα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν Αὐτὸς κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς δικαιοσύνης καὶ ἔκανε ἀμέτρητα θαύματα, μαζί Του βρίσκονταν συνεχῶς οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Οἱ ἀπόστολοι τοὺς ὁποίους ὁ Ἴδιος διάλεξε ἦταν περισσότεροι ἀπὸ τὶς μυροφόρες. Καὶ μόνο τοὺς ἀποστόλους ἔστελνε ὁ Κύριος νὰ κηρύττουν τὸ Εὐαγγέλιο. Μόνο στοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ διώχνουν τὰ δαιμόνια καὶ νὰ θεραπεύουν τοὺς ἀσθενεῖς. Οἱ μυροφόρες, ἂν καὶ δὲν τὶς ἀγαποῦσε ὁ Κύριος λιγότερο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, δὲν ἔλαβαν ἀπ’ Αὐτὸν τέτοια χαρίσματα.
Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε ποιοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς κρατοῦσε ἄλλη στάση ἀπέναντι στοὺς ἄνδρες καὶ ἄλλη ἀπέναντι στὶς γυναῖκες, τὰ δύο αὐτὰ φύλα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν μποροῦμε βέβαια νὰ δώσουμε μία ὁλοκληρωμένη ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Μποροῦμε ὅμως, μὲ βάση ὄχι τὴ δική μας λογικὴ ἀλλὰ τὴν ἁγία Γραφὴ, νὰ βροῦμε κάποια στοιχεῖα ποὺ θὰ βοηθήσουν τὴ σκέψη μας νὰ πάρει σωστὴ κατεύθυνση.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε, ἂν μποροῦσαν ἢ ὄχι οἱ γυναῖκες μὲ τὶς ἀσθενεῖς δυνάμεις τους νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου, τῶν διωγμῶν καὶ τῶν βασάνων ποὺ ὑπέφεραν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχουν γι’ αὐτὸ τὸ θέμα πολλὲς μαρτυρίες καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στοὺς βίους τῶν ἀποστόλων. Ἂς ἀκούσουμε τί λέει ὁ Πρωτοκορυφαῖος καὶ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὑπέστη γιὰ τὸ ὄνομά Του κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου: «Ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὀδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημία, κινδύνοις ἐν θαλάσση, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι» (Β’ Κόρ. 11, 24-27). Συνέχεια
Ὁμιλία στὸ Δ΄ Ἐωθινινὸ Εὐαγγέλιο
Θεοφάνους Κεραμέως
«Οἱ Μυροφόρες κηρύττουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἑρμηνεία τῶν διαφορῶν τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν».
Ἐπειδὴ σήμερα πρόκειται νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ ζωοπάροχο ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε —σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἠσαΐα— τὶς γυναῖκες πού ἔρχονται ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ κενοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ καὶ κηρύσσουν ὅσα ἔχουν δεῖ. Αὐτὲς εἶναι οἱ μυροφόρες γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή. Ὅταν πλέον ὁ φθόνος τῶν μισόθεων Ἰουδαίων καταλάγιασε καὶ αὐτὸς πού φθονοῦσαν ἀναπαυόταν σωματικῶς στὸν τάφο, τότε ἀκριβῶς ἐκεῖνος εἶχε ἀναστηθεῖ, ἀφοῦ μὲ τὴ θεϊκή του ἐξουσία ἀπογύμνωσε τὸν ἅδη.
«Οἱ διαφορετικές ἐπισκέψεις τῶν ἱερῶν γυναικῶν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ,
Ἑρμηνεία τῶν διαφορῶν τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν».
«Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας,ἀπό τά βαθιὰ χαράματα, ἔρχονται (οἱ γυναῖκες) στὸν τάφο φέρνοντας τὰ ἀρώματα πού εἶχαν ἑτοιμάσει» (Λουκ.κδ’, 1-4). Εἶναι ἄλλη αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἱερῶν Γυναικῶν, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνες γιὰ τὶς ὁποῖες ἔγραψαν ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅπως μπορεῖ κάποιος νὰ συμπεράνει ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ ἀπὸ τὸ πρόσωπο. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ Ἰωάννης μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ Μαγδαληνὴ ἦρθε μόνη στὸν τάφο τὸ πρωί, χωρὶς νὰ ἔχει μαζί της τὰ μῦρα, ἀλλὰ θέλοντας, ὅπως φαίνεται, νὰ αἰσθανθεῖ κάποια ἀνακούφιση ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συμφορᾶς μὲ τὴ θέα τοῦ τάφου.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἴδια ἡ Μαγδαληνὴ μαζὶ μὲ τὴ Μαρία τοῦ Ἰακώβου ἦρθαν στὸν τάφο πολὺ ἀργά τὴ νύχτα τοῦ Σαββάτου, χωρὶς νὰ πεῖ ὅτι εἶχαν μαζὶ τους ἀρώματα, ἀλλά μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κοιτάξουντὸν τάφο. Διότι ἡ ψυχὴ νιώθει κάποια ἀνακούφιση ἀπὸ τὸ βάρος τῆς λύπης πού πλεονάζει, ὅταν βλέπει αὐτοῦ πού ποθεῖ τὸ τελευταῖο σημεῖο, τὸν τάφο. Ταυτόχρονα ἡ λύπη διαλύεται στὴ θέα τοῦ τάφου καὶ συνθλίβεται μὲ τὰ δάκρυα, ὅπως ἡ ὁμίχλη τοῦ νέφους. Συνέχεια
Μή μου ἅπτου (Ἰωάν. κ´ 17)
Ἀρχιμ.Ἀντώνιος Ρωμαῖος
Τά σκηνικά πού πλαισιώνουν, ὡς πρόσωπα καί καταστάσεις, τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή (Ἰωάν. κ´ 17), μᾶς ὠθοῦν σέ πλούσια βιώματα ἀναγόμενα στή βαθύτερη σχέση μας μέ τόν Χριστόν. Σέ βιώματα ἐσώτερης πνευματικῆς καί μυστικῆς ζωῆς, ἀλλά καί βαθύτερου λατρευτικοῦ ἤθους.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, στή δεδομένη χωροχρονική τομή, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σύμβολο κάθε ἀνθρώπου «ἐκκλησιασμένου» σέ ἐπίπεδο ψυχικό, πού εὐτύχησε νά ἔχει πολυάριθμες, θερμές καί «καρποφόρες» σχέσεις μέ τόν Κύριο μέσα στήν ἐκκλησία Του, πού ὅμως μέσα στήν πορεία τῶν σχέσεών του πρός Αὐτόν κάποτε χάνει τήν «ἐπαφή» (ὁ Χριστός Σταυρώθηκε καί Ἐνταφιάστηκε) καί τή θρησκευτική «συναλλαγή», καί βλέπει ὅτι δέν κερδίζει τίποτε!
Τότε παραπαίει μεταξύ ἐλπίδας καί ἀποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, ὅλα τά αἰσθήματα λατρείας καί ἀφοσίωσης στό μή βλεπόμενο πιά πρόσωπό Του. Ἐξακολουθεῖ καί «πηγαίνει στήν Ἐκκλησία» Του, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία παρέμενε στό «κενό» πιά μνημεῖο Του, ἐπιθυμώντας μίαν ἀναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης μέ τόν Χριστόν, ἀκούοντας τά κηρύγματα τοῦ Θείου λόγου, ἀναστρεφόμενος τούς ἁγίους καί τούς πιστούς, ὅπως ἡ Μαγδαληνή Μαρία τούς ἀγγέλους πλησίον τοῦ κενοῦ μνημείου.
Βοηθεῖται, μέ μιά τέτοια προσπάθεια, νά ζήσει τό πένθος του γιά τή «χαμένη σχέση» καί νά τό ἐκφράσει (Γύναι τί κλαίεις, τίνα ζητεῖς; Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου τοῦ τάφου καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν). Τότε ἀκριβῶς, πού θρηνεῖται ἡ ἄγνοια καί μεγεθύνεται ὁ σπαραγμός γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, ὁ Ἰησοῦς κρίνει ὅτι μπορεῖ, μέ μιά ἄμεση ἀλλά ὄχι καί χειροπιαστή μέθοδο, νά προκαλέσει μιά διαλογική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ δώσει τήν δυνατότητα ἀνανέωσης τῆς «ἐπαφῆς», στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσε κατά τό παρελθόν (μή μου ἅπτου), ἀλλά προκαλώντας τον νά κοινωνήσει, τήν ἀλήθεια τῆς ἀνάστασής Του μέ τούς ἄλλους, τού φοβισμένους καί προβληματισμένους Μαθητές Του, καί περιμένοντας τήν ἀνάβασή Του σέ νέο πνευματικό – τουλάχιστον πνευματικώτερο – ἐπίπεδο, στό «Ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς» μέ τήν κάθοδο τοῦ Παρακλήκου Πνεύματος, ὅπου θά κατανοήσει τούς λόγους «πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Συνέχεια
Ἀληθινή καί όχι ψεύτικη χαρά
Τοῦ Φώτη Κόντογλου
“Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ᾿ εἶναι ταπεινός, πρᾶος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει:… «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰ γελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21).
Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20).
Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές· μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ιστ´ 25). Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10).
Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16).
«Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Ζ΄16)
Μέτρο τῆς πιστότητας-῾Η στιγμή τῆς ἥττας
METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Αὐτοί πού ἑορτάζουν σήμερα ἦσαν φίλοι καί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σπάνια τούς φέρνουμε στόν νοῦ μας, ἐπειδή πολύ λίγο ἀναφέρονται στίς Γραφές. Καθένας τους ὅμως θά μποροῦσε νά γίνει ἕνα μάθημα γιά μᾶς.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾿Αριμαθαίας ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος πού ἄκουγε τόν Χριστό μέ ἀνοιχτό μυαλό, δέν δεσμεύτηκε ὅμως ποτέ. Δέν δεσμεύθηκε οὔτε ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας μορφωμένος καί μέλος τοῦ Συνεδρίου. Παρακολουθοῦσε τόν Χριστό, Τοῦ ἔθετε ἐρωτήματα, ἤθελε νά καταλάβει, ἤθελε νά βεβαιωθεῖ. Κανείς ὅμως ἀπό τούς δύο δέν δεσμεύθηκε ὅτι θά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, κανείς ἀπ’ τούς δύο δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του μαθητή Του.
῾Ωστόσο ὅμως, τή στιγμή πού ὁ Χριστός στά μάτια ὅλων ἦταν ὁ ἡττημένος, τότε πού ἡ νίκη ἦταν μέ τό μέρος τῶν ἐχθρῶν Του, ὅταν ἦταν νεκρός καί ἐπρόκειτο νά ταφεῖ, τότε ἦρθε στήν ἐπιφάνεια ἡ ἀφοσίωση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων πού ἀπό τό στόμα Του εἶχαν ἀκούσει ρήματα Ζωῆς. ᾿Αποκαθήλωσαν λοιπόν τό σῶμα Του μαζί μέ τή Θεοτόκο γιά νά τό ἐνταφιάσουν. Μέ τόλμη προσῆλθαν στόν Πόντιο Πιλάτο καί ζήτησαν τήν ἄδεια νά πάρουν τό σῶμα ὥστε νά τό ἐνταφιάσουν μέ τήν προσήκουσα τιμή. Στήν πορεία τῆς ζωῆς Του, Τόν ἄκουγαν μέ διστακτικό ἀλλά ἀνοιχτό μυαλό. Μέ τόν θάνατό Του, ἦρθε στό προσκήνιο ἡ πιστότητά τους. Καί βλέποντας τόν πόνο τῆς Μητέρας Του καί τοῦ ᾿Ιωάννη, δέν τούς ἔμεινε καμιά ἀμφιβολία· Πρέπει νά πάρουν θέση· πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθοῦν νά πεταχτεῖ περιφρονημένος Αὐτός πού στάθηκε δάσκαλος, ὁδηγός καί φίλος τους;
῎Εχουμε καί τήν ἄλλη ὁμάδα, αὐτή τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό καί φρόντιζαν γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές Του καί τῶν μαθητῶν Του. ῞Οταν ὁ Χριστός σταυρώθηκε, ὅλοι οἱ ἀπόστολοι σκορπίστηκαν, ἐκτός ἀπό τόν ᾿Ιωάννη καί ἀπό αὐτές τίς γυναῖκες. ῾Η ἀφοσίωση πού τίς κρατοῦσε κοντά Του δέν εἶχε νά κάνει μέ τή διανοητική βεβαιότητά τους γι’ Αὐτόν· μᾶλλον ἔκλεινε μέσα της κάτι ἀπό τά λόγια τῶν μαθητῶν πού πορεύονταν πρός ᾿Εμμαούς· «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ;» (Λουκ. 24, 32). Συνέχεια