Προσέγγιση τοῦ Κυρίου μὲ τίμια πάλη καὶ περίλυπη ἀγάπη
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
«Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[1]
Ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, οἱ μαθητὲς «ἦσαν συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»[2]. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβλέψει ὅτι ὁ φόβος δὲν ἦταν τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τοὺς συγκέντρωσε. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν λιγότερο ἐκτεθειμένοι ἂν εἶχαν παραμείνει διασκορπισμένοι. Μᾶλλον συναντήθηκαν, διότι ἡ καρδιὰ ὅλων τους φλεγόταν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸν Διδάσκαλο, ποὺ δροῦσε ὡς καταλύτης ἑνότητας. Εἶχαν γίνει μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοὺς γι’ Αὐτὸν Τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ ἐντός τους. Ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς αὐτῆς τῆς φοβισμένης ἀγάπης καὶ κόλλησε σὲ αὐτοὺς τὴ δική Του ἀγάπη. Τοὺς φανερώθηκε καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του.
Ἀπὸ τὶς ἀναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἔλαβαν χώρα, ὅταν ὁ Κύριος διέβλεπε στὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν Του τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τῆς περίλυπης ἀγάπης. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε «λίαν πρωὶ» στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προσκομίσει τὰ μύρα κατώδυνου πόθου της καὶ νὰ ἀποτίσει στὸν Κύριο τιμὲς ποὺ ἔπρεπαν σὲ νεκρό. Δὲν γνώριζε γιὰ τὴν Ἀνάσταση, ἐντούτοις ὁ Χριστὸς παρέμενε ζωντανὸς στὴν καρδιά της, λόγω τῆς θερμῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Εὐεργέτη της, Αὐτὸν ποὺ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία ἑπτὰ δαιμόνων. Ὁ Ἀναστάς Κύριος ποὺ «καρδίας πάντων γινώσκει»[3], ἕνωσε τὸ πνεῦμα Του στὸ πνεῦμα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ τῆς ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ «ἐξαλείψη πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς»[4] καὶ νὰ τῆς μεταδώσει, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴ χαρὰ τὴν «ἀναφαίρετη»[5].
Οἱ μαθητὲς πρὶν τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ζοῦσαν σὲ ἁγία ἀτμόσφαιρα συνεχοῦς ἐκστάσεως, ἐκπλήξεως καὶ ἐξάρσεως χαρᾶς. Θεωροῦσαν, ἄλλοτε λιγότερο καὶ ἄλλοτε περισσότερο ἐναργῶς, «τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[6]. Γίνονταν διαρκῶς μάρτυρες, ἀφενὸς τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων καὶ θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος, καὶ ἀφετέρου τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τὸν εὐφημοῦσαν καὶ προσέβλεπαν σὲ Αὐτὸν ὡς τὸν ποθούμενο Μεσσία. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους εἶχε δοθεῖ «ἐξουσία πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν»[7]. Ἀπὸ τὴ δοξασμένη χαρὰ καταποντίστηκαν σὲ ἄβυσσο θλίψεως. Ὅσο ἀτέρμονη ἦταν ἡ ἀγαλλίαση ποὺ τοὺς διακατεῖχε «ἐφ’ ὅσον χρόνον μετ’ αὐτῶν ἦν ὁ νυμφίος»[8] καὶ ὅσο ἄφθαρτη ἦταν ἡ παρηγοριὰ ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν καρδιά τους στὴν παρουσία Του, τόσο ἀπύθμενη ἦταν ἡ θλίψη τοὺς τώρα, ποὺ ὁ Κύριος εἶχε θανατωθεῖ «πρὸς ὥραν». Ὡστόσο, τὴν ἐνέργεια τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας, τὴ μετέτρεψαν σὲ ἐνέργεια προσευχῆς καὶ τὴ λύπη ποὺ κατέκλυζε τὴν καρδιὰ τους τὴν ἐξέχυσαν ὡς χείμαρρο ἱκεσίας ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Παράκλητος Κύριος «εἰσήκουσε τὸν στεναγμὸν αὐτῶν»[9] καὶ ἀπάντησε στὴν προσευχή τους μὲ τὴν παρουσία Του. Εἰσῆλθε ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴ δική Του εἰρήνη, τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»[10], «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι»[11], καὶ νὰ μετατρέψει τὴ λύπη τους σὲ χαρά, διότι κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ θεικὴ παρουσία ἀλλοιώνει ριζικὰ τὸν ἄνθρωπο. Φωτίζει τὸν νοῦ καὶ γαληνεύει τὴν καρδιά. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, ἔστω καὶ ἂν πλησιάζει ὡς προβατόσχημος λύκος, μεταδίδει ταραχή.
Ὁ ἴδιος πνευματικὸς νόμος ποὺ ἴσχυε τότε γιὰ τοὺς μαθητές, ἰσχύει μέχρι σήμερα στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο καὶ νὰ φέρει στὴν καρδιὰ τοῦ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἂν δὲν αἰσθανθεῖ πρῶτα στὰ βάθη τοῦ εἶναι του τὴν ὀδύνη τῶν παθημάτων καὶ τὴ θλίψη τῆς Σταυρώσεως. Ἕνα εἶδος σταυρώσεως γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι ἡ συνειδητοποήση τῆς πενίας του, ἡ θεωρία τῆς βδελυρότητάς του. Ἂν ὁ πιστὸς φέρει πάντοτε περίλυπη ἀγάπη στὴν καρδιά του γιὰ τὰ ὑστερήματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀποδώσει σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ καὶ Σωτήρα ὅπως ὁ Χριστὸς ἄξια εὐχαριστία, τότε σίγουρα δὲν θὰ παραβλέψει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική του λύπη. Θὰ φανερώσει στὸν δοῦλο του τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του, μὲ ἕνα τρόπο πνευματικό. Θὰ ἐμφανίσει δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, ἀοράτως, ἀλλὰ αἰσθητῶς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Μαθητὲς «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον»[12]. Ἡ χαρὰ τους ὅμως δὲν ἦταν ψυχολογική, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ ἀνύψωσε τὸ πνεῦμα τους στὸν Οὐρανό. Τοὺς ἐνέπλησε μὲ τὴν εἰρήνη Του, μὲ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή Του, καθὼς «ἐνεφύσησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»[13]. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πράξη τοῦ Κυρίου φέρνει στὸ νοῦ τὴ μεγαλειώδη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν «ἐπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»[14]. Ὅπως τότε ὁ Θεὸς μὲ τὴν πνοὴ Του μετέδωσε ζωὴ στὸ «κατ’ εἰκόναν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» κτίσμα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Χριστὸς ἐμφυσώντας στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν, τοὺς ἀναδημιούργησε καὶ τοὺς μετέδωσε τὸ Πνεῦμα τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου.
Μὲ τὸν λόγο, «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» ἐγκαινιάσθηκε καινούργια δημιουργία. Ἡ πνοὴ ποὺ τοὺς μετέδωσε ἦταν φορέας τῆς προκαταρκτικῆς δόσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ θεράπευε καὶ θὰ δυνάμωνε τὴ φύση τους, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ βαστάσει τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς θείας ἀγάπης. Διότι, ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει τίποτε τὸ Οὐράνιο. «Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος»[15]. Οἱ Μαθητὲς κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἔλαβαν τὸ χρίσμα τῆς χάριτος. Οἱ καρδιὲς τους δέχθηκαν τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος[16], ποὺ θὰ τὶς ἀνάπλαθε στὶς ἀποστολικὲς καρδιές, οἱ ὁποῖες θὰ «σαγήνευαν τὴν οἰκουμένην»[17]. Τὸ «μικρὸ ποίμνιο»[18], τὸ συνηγμένο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», μεταμορφώθηκε στὴν κρυμμένη ζύμη, ποὺ ἔμελλε νὰ ζυμώσει ὅλο το φύραμα, ὅλο τὸν κόσμο στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων.
Ὁ ἀπόστολος Θωμὰς ὑπέπεσε σὲ πειρασμό, ὄντας χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κίνδυνο τῆς αἰώνιας ἀπώλειας, ἐκφράζοντας λόγους δυσπιστίας καὶ ἀμφιβολίας. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ὀργίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο ἂν ἐπιδείξει ἀπιστία, φθάνει νὰ εἶναι εἰλικρινής. Ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια το πείραμά του, νὰ γευθεῖ καὶ νὰ δεῖ «ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος»[19] καὶ ἔτσι ἐλεύθερα νὰ Τοῦ παραδοθεῖ, ἀσπαζόμενος τὸ θέλημά Του ὡς τὸν μοναδικὸ νόμο τῆς ὑπάρξεώς του, ἔστω καὶ ἂν ἀντιτίθεται στὸν ψυχισμό του.
Στὴ ζωὴ κάθε πιστοῦ θὰ ἔλθει στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ παλέψει μὲ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ὑπάρχει τίμια πάλη καὶ πάλη ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει ἐπιθυμία γιὰ μεγαλύτερο πλήρωμα γνώσεως καὶ νοσηρὴ ἀμφιβολία. Ἡ τίμια πάλη, ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα τῆς ἀκράδαντης πίστεως καὶ στὴ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ τὴ χλιαρὴ πίστη[20]. Ὁ ἄνθρωπος θέλει καὶ παλεύει νὰ μάθει, ὥστε νὰ δεχθεῖ πληροφορία στὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τίμιας καὶ νόθου πάλης ἔγκειται στὴν προαίρεση τοῦ πιστοῦ. Φανερώνεται μὲ τὴ στάση ποὺ θὰ υἱοθετήσει, ὅταν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια, κατὰ πόσο δηλαδὴ θὰ παραδοθεῖ, ὅπως ὁ Θωμᾶς, στὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ζωντας στὸ ἑξῆς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι»[21]. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι στὴν πάλη τους μὲ τὸν Θεὸ χάρηκαν ὅταν ἡττήθηκαν καὶ γνώρισαν τὴν ἀδικία τοὺς μπροστὰ στὴν ἄμωμη ἀγάπη Του.
Ὁ Θωμᾶς δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἄμεση διαβεβαίωση τῶν ἄλλων Ἀποστόλων γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀπαίτησε νὰ βάλει τὸ δάχτυλό του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν χείρα αὐτοῦ εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου»[22]. Πράγματι, ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε χάριν τῆς σωτηρίας του καὶ τοῦ ἔδειξε τοὺς τύπους τῶν ἥλων καὶ τὴν πλευρά Του, κατακλείοντας μὲ τὴν παραίνεση: «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστὸς»[23].Τότε ζωοποιήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Θωμᾶ, καὶ ἀκλόνητη πλέον, ὁμολόγησε τὸν Ἀναστάντα Κύριο. Ἡ πρόσληψη τῆς χάριτος, ποὺ ἀναζωογονεῖ τὴν καρδιά, ἐνισχύει τὴν πίστη καὶ μεταβιβάζει «ἐκ σκότους εἰς τὸ θαυμαστὸν Αὐτοῦ φῶς»[24], συνιστᾶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ πίστη ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὅραση πνευματική, ποὺ διαρκῶς ἐνορᾶ καὶ μνημονεύει τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δίνει ὑπόσταση στὰ μὴ βλεπόμενα, στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθά της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ[25]. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν ἐκστατικὴ ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, ἡ ἀπόκριση τοῦ Κυρίου ἦταν «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[26].
Εἶναι βεβαίως, μακάριο καὶ τρισμακάριο νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀλλὰ ἴσως εἶναι μακαριότερο, ὅταν ὁ πιστὸς βρίσκεται διαρκῶς στὴν παρουσία Του καὶ Τὸν βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως ζωντανὸ στὴν καρδιά του. Τέτοιου εἴδους ὅραση εἶναι ἀσφαλὲς τεκμήριο τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς πίστεως, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, εἶναι «σωτηρία ψυχῶν»[27]. Ὁ μέγας αὐτὸς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μιλάει μὲ πειθὼ γιὰ τὴν «ἀνεκλάλητη καὶ δεδοξασμένη χαρὰ» μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀγάλλονται ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ Τὸν ἔχουν γνωρίσει κατὰ σάρκα, καὶ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν αἰσθητὰ[28]. Συνέχεια
Ἀπιστία καὶ θεία συγκατάβαση
π.Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Ἡ θεία συγκατάβαση ὡς συνέχεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κένωσης δὲν περιορίζεται στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ταφή. Συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ ἀναστάς Κύριος δὲν ἦλθε νὰ ἐπιβάλει βιαίως τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε τοὺς ὑποχρὲσε νὰ τὸ ἀσπασθοῦν ἀπροϋπόθετα. Ἀποδέχεται καὶ ὡς δοξασμένος Κύριος νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας. Ἀναγνωρίζει στὸν Θωμᾶ τὴ λογικὴ ἀδυναμία νὰ πιστέψει καὶ συγκαταβαίνει γιὰ μία ἀκόμη φορά στὴν ἀνθρώπινη ἀμφισβήτηση.
β) Ἂς δοῦμε ὅμως συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (Ἰωάν. 20.19-29). Μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς σκορπίστηκαν καὶ φόβος κατέλαβε τὶς ψυχές τους. Ὁ διδάσκαλός τους εἶχε θανατωθεῖ μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο. Καὶ οἱ ἴδιοι κινδύνευαν ἀπὸ τὴ μήνη τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Συγχρόνως μὲ δυσπιστία ἄκουγαν τὶς διαβεβαιώσεις τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο.
γ) Κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς τὸ ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς ἦταν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», καὶ παρότι οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, παρουσιάστηκε ὁ Κύριος καὶ τοὺς λέγει: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τούς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του. Οἱ μαθητὲς χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια φὺσηξε στὰ πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἐὰν συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες κάποιου τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες». Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τὸν Κύριο». Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου σὲ αὐτὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω».
δ) Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν πάλι οἱ μαθητὲς συναγμένοι στὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Χριστός, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στὸ μέσον καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κοίταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
ε) Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση στοὺς μαθητὲς ἐκτός του Θωμᾶ, ἀναγινώσκεται σὲ διάφορες γλῶσσες στὸν ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης τοῦ Πάσχα. Ὅταν κάποιος ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ καρδιὰ του γεύεται τὴ σταυροαναστάσιμη ἐμπειρία αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν ἐκφράσει καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. Ἔτσι τὸ φῶς τῆς λαμπρῆς ἐκχέεται καὶ σὲ ἄλλους λαούς, φυλὲς καὶ γλῶσσες. Τηρεῖται, ἔστω συμβολικὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια καθιστᾶ ἀναγκαία τὴ μαρτυρία της πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς προαίρεσης. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία περιλαμβάνεται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ στὰ τουρκικὰ καὶ ἀπαγγέλλονταν ἐμμελῶς στὰ μέρη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου προφανῶς ἔρχονταν καὶ τὸ ἄκουγαν Τοῦρκοι ἀλλὰ καὶ κρυπτοχριστιανοί. Συνέχεια
ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΘΩΜΑ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἔρχομαι νά καταβάλλω χωρίς ἄλλο τήν ὀφειλή μου. Γιατί κι ἄν εἶμαι φτωχός ὅμως θέλω νά ἀποσπάσω βίαια τήν εὐγνωμοσύνη σας. ῎Εδωσα τήν ὑπόσχεση νά σᾶς φανερώσω τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καί τώρα ἔρχομαι νά τήν ἐκπληρώσω. Τίς πρῶτες ὀφειλές πρῶτα βιάζομαι νά ἐξοφλῶ, γιά νά μή μέ πνίξουν οἱ τόκοι πού μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καί σεῖς στήν καταβολή τοῦ χρέους μου καί ἱκετέψετε τό Θωμᾶ, νά βάλη στά χείλη μου τό ἅγιο χέρι του, πού ἄγγιξε τήν πλευρά τοῦ Κυρίου, νά νευρώση τή γλῶσσα μου, γιά νά σᾶς ἐξηγήση ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγώ παίρνοντας θάρρος ἀπό τίς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καί μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τήν πρώτη του ἀπιστία καί τήν ὕστερη ὁμολογία, πού εἶναι τῆς ᾿Εκκλησίας κρηπῖδα καί θεμέλιο.
῞Οταν μπῆκε ὁ Χριστός στούς μαθητάς του, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καί βγῆκε πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. ῏Ηταν κι αὐτό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νά προξενήση περισσότερη ἀσφάλεια καί βεβαιότητα. Γιατί ἄν ἦταν μαζί ὁ Θωμᾶς, δέ θά εἶχε βέβαια ἀμφιβολία. κι ἄν δέν εἶχε ἀμφιβολία, δέν θά ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή.καί ἄν δέν ζητοῦσε, δέ θά ψηλαφοῦσε.ἄν ὅμως δέν ψηλαφοῦσε, δέ θά ὡμολογοῦσε τόν Κύριο καί Θεό κι ἄν δέν ὡμολογοῦσε Κύριο καί Θεό, τό Χριστό, δέ θά εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νά τόν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. ῞Ωστε μέ τήν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρός τήν ἀλήθεια καί ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τήν πίστη μας. ῎Ελεγαν λοιπόν οἱ μαθηταί στό Θωμᾶ ὅταν ἦρθε.
῎Εχουμε δεῖ τόν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου.ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια.καί βρήκαμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων νά λάμπη μέσα στά πράγματα. ῎Εχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.σέ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μέ τά μάτια μας τήν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτόν πού ἀναστήθηκε. Τόν ἀκούσαμε νά μᾶς λέη “εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς”, κι ἀλλάξαμε τό σκοτισμό τῆς λύπης σέ γαλήνια χαρά.
Εἴδαμε τά χέρια του πού δέχτηκαν τίς αἰχμές τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τά χέρια πού κατηγοροῦν τή λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τά χέρια πού ὕφαναν τήν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καί τήν πλευρά πού κραυγάζει καθαρώτερα ἀπό κάθε κήρυκα τήν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τήν ἴδια τήν πλευρά, πού οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καί οἱ πιστοί σέβονται καί οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καί τή θεϊκή πνοή ἀπό τό θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα πού σκορπίζει κάθε χάρη. ῾Ο ἐξουσιαστής ἔδωσε καί σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νά συγχωροῦμε τά σφάλματα. ᾿Αποκτήσαμε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τούς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. ῎Αν ἀφήσετε τίς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται.ἄν μερικῶν τίς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειά χαρά πήραμε ἀπ᾿ τό Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Συνέχεια
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Ἰωάννου Φουντούλη
Ὁ πανηγυρισμός τοῦ Πάσχα συνεχίζεται καθ᾽ ὅλην τήν ἑβδομάδα πού τό ἀκολουθεῖ, τήν Διακαινήσιμο, τήν νέα ἑβδομάδα. Ὅλη αὐτή λογίζεται ὡς μία πασχάλιος ἡμέρα, κατά τήν ὁποία «αὐτήν τήν ζωηφόρον ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», κατά τό συναξάριο. Καί ἡ ἑβδομάς κατακλείεται μέ τήν ὀγδόη ἡμέρα, τήν Νέα Κυριακή, τήν ἄλλως λεγομένη Κυριακή τοῦ Θωμᾶ ἤ τοῦ Ἀντίπασχα.
Αὐτή εἶναι ὁ τύπος τῆς ὀγδόης ἡμέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «ὅτι εἰς εἰκόνα τάττεται τῆς ἀπεράντου ἐκείνης ἡμέρας, τῆς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ἥτις καί πρώτη καί μία ἔσται πάντως, μή νυκτί διακοπτομένη», κατά τό συναξάριο.
Δέν εἶναι ὅμως ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ ἐξεικόνισμα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἁπλῶς καί μόνο γιατί εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τοῦ Πάσχα. Ἀλλά καί γιατί εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μέσον τοῦ κύκλου τῶν ἕνδεκα μαθητῶν, τῆς διαπιστώσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἄρσεως κάθε ἀμφιβολίας, τῆς προσωπικῆς κοινωνίας καί τῆς ψηλαφήσεως τοῦ ἀναστάντος. Ἀκριβῶς δέ ἡ παρουσία αὐτή καί ἡ ψηλάφησις εἶναι τύπος τῆς αἰωνίου παρουσίας τοῦ Χριστοῦ κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ἐν τῷ μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του. Τότε τίποτε δέν θά ἐμποδίσῃ τήν ποθητή θέα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, καί τήν προσωπική κοινωνία μέ Αὐτόν. Τότε τά φράγματα τῆς δυσπιστίας θά πέσουν καί μαζί μέ τόν Θωμᾶ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά ὁμολογῇ τήν σωτήριο ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20, 28).
Ἀπό τήν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς σταχυολογοῦμε τό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β΄ἤχου. Ἀναφέρεται στήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν κατά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα στό ὑπερῷο τῆς Σιών. Ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε καί μέ δυσπιστία ἐκφράζεται γιά τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Θέλει γιά νά βεβαιωθῇ νά ἴδῃ μέ τά ἴδια του τά μάτια τόν Κύριο. Νά ἴδῃ τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔρρευσε τό αἷμα καί τό ὕδωρ, ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος. Νά ἴδῃ τήν πληγή, ἀπό τήν ὁποία ἰάθη ἡ μεγάλη πληγή, ὁ ἄνθρωπος. Νά ἴδῃ ὅτι ὁ ἀναστάς δέν εἶναι πνεῦμα, φάντασμα, ἀλλά ἄνθρωπος μέ σάρκα καί ὀστᾶ. Καί αὐτόν τόν ἀναστάντα Κύριο, πού πάτησε τόν θάνατο καί πληροφόρησε τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς Του στόν δύσπιστο Θωμᾶ δοξολογεῖ ὁ ποιητής τοῦ ὕμνου.
«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἐπέστης, Χριστέ, πρός τούς μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ᾽ αὐτῶν.Ἔλεγε γάρ· Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν δεσπότην· ἴδω τήν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα· ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος· ἴδω πῶς οὐκ ἦν ὡς πνεῦμα, ἀλλά σάρξ καί ὀστέα. Ὁ τόν θάνατον πατήσας καί Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα σοι». Συνέχεια
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Ἀρχιμ. Αντώνιος Ρωμαῖος
Ἡ σημερινὴ Κυριακή μᾶς παρουσιάζει μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρές, τὶς πιὸ βαθειὲς καὶ τὶς πιὸ ἑλκυστικὲς θὰ λέγαμε εἰκόνες τὶς ὁποῖες μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Κύριός μας μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ κύρια πρόσωπα αὐτῆς τῆς σκηνῆς εἶναι ὁ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ὁ Κύριος ἔχει νικήσει τὸν θάνατο, ἔχει πλέον καταργήσει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἰσχύν τοῦ σατανᾶ, τελεσιδίκως, ἔχει χαρίσει, δυνάμει, τὴν σωτηρία σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, εἰσέρχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», −μὲ αὐτή τὴν πράξη διακηρύσσει τὴν παντοδυναμία Του καὶ τὴν κυριότητά του ἐπάνω στὸν κόσμο− εἰσέρχεται, κάνει διάλογο, χαρίζει τὴν εἰρήνη Του στοὺς ‘Ἀποστόλους καὶ μὲ πολλὴ ἁπλότητα, σὰν ἕνα μικρὸ παιδάκι, τοὺς δείχνει τὰ χέρια Του καὶ τὴν πλευρά Του. Λείπει ὁ Θωμᾶς. Κιʼ ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν πληροφοροῦν καὶ τοῦ λέγουν «ὅτι ἔχουμε δεῖ καὶ ἔχουμε συναντήσει τὸν Ἰησοῦν, εἶναι Ἀναστημένος» ἐκεῖνος δυσπιστεῖ.
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλοὺς τρόπους ἔχει ἐπαινέσει αὐτή τὴν δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ. Ποιὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς; Ποιὸν παρουσιάζει ἐκείνη τὴ στιγμή; Παρουσιάζει ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουμε ἀκόμα ταυτίσει τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε γιὰ τὸν Χριστό, μαθαίνουμε γιὰ τὸν Χριστό, κάποτε θεωροῦμε πολὺ ὡραῖα αὐτὰ πού μαθαίνουμε, κάποτε ὁραματιζόμαστε καὶ φανταζόμαστε αὐτὸ τὸ Πρόσωπο πανίσχυρο καὶ παντοδύναμο νὰ μᾶς ἱκανοποιεῖ ὅλες τὶς ἀνάγκες, ἴσως ὅλες τὶς φιλοδοξίες, ἀλλά συγχρόνως δὲν Τὸν ἔχουμε κοντά μας, δὲν τὸν βλέπουμε ὁρατό, ἁπτό, ὅπως ὅταν ἔλειπε ὁ Θωμᾶς δὲν Τὸν εἶδε καὶ ἐκεῖνος καὶ δυσπιστοῦσε. Γι’ αὐτὸ κιʼ ἐμεῖς παρ’ ὅλη τὴν μερικὴ γνωριμία πού μπορεῖ νὰ ἔχουμε μὲ τὸν Χριστὸν βρισκόμαστε σὲ μιὰ παρόμοια κατάσταση.
Μᾶς ἐκπροσωπεῖ ὁ Θωμᾶς σ’ αὐτή τὴ σκηνή. Ὁ Θωμᾶς λέγει στοὺς ἄλλους ὅτι «ἂν δὲν βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰςτὸν τύπον τῶν ἥλων δὲν σᾶς πιστεύω». Κιʼ ἐμεῖς πολλὲς φορές, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι τόσοι αἰῶνες πού ἔχουν περάσει καὶ ὁ Κύριος διακηρύσσει «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», ἐμεῖς θέλουμε νὰ γνωρίζουμε, νὰ δοῦμε γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Καὶ θέλουμε ἀποδείξεις. Καὶ τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς πάντοτε μικραίνει τὸν ἑαυτό Του μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ δίνει ἀποδείξεις. Δίνει ἀποδείξεις ἀσάλευτες, ἀτράνταχτες· καὶ αὐτὸ ἔκανε καὶ στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ βάλε τὴν χεῖραν σου εἰς τὴν πλευράν μου».
Ἕνας ὕμνος στὸν Ὄρθρο, ἴσως τὸν ἀκούσατε, λέγει: «φέρε τὴν χεῖραν σου καὶ ἐρεύνα, ἐρεύνα, ὅτι αὐτὸς Ἐγὼ εἰμί, ὁ διὰ σὲ Παθητός». Δὲν φοβᾶται ὁ Ἰησοῦς τὴν ἔρευνα. Δὲν φοβᾶται νὰ σμικρυνθεῖ μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη περιέργεια καὶ τὴν ἀνθρώπινη δυσπιστία Εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων καὶ γιʼ αὐτό δὲν φοβᾶται νὰ γίνει μικρότερος κιʼ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ εἴμαστε μικροί, θέλουμε πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε μεγάλοι στοὺς ἀνθρώπους, σοβαροὶ καὶ σπουδαῖοι. Συνέχεια
Ἡ Πρώτη Κυριακή μετά τό Πάσχα
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς προσφέρει μιὰ μεγαλειώδη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ ἀπόδειξη πού πιστοποιεῖται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλά καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιάδων ἄλλων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἴσαμε σήμερα.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. (Ἰωάν. κ’19).
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἡ ἑπόμενη τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρεται: «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου… λίαν πρωΐ τῆς μίας σαββάτων» (Μάρκ. ιστ’ 1-2). Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυριακή, τότε πού ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργά τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας λοιπόν, οἱ μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ σ’ ἕνα σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὅλοι μαζί, ἐκτός ἀπὸ τὸν Θωμά.
Ὅλα εἶχαν γίνει σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία: «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ διασκορπιστοῦν στοὺς πέντε ἀνέμους. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ περιμένουν τὶς ἐξελίξεις καὶ νὰ στηρίξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν κλειδώσει τὴν πόρτα. Ἀναμφίβολα ὅλοι τους εἶχαν ζωντανὴ στὴ μνήμη τὴν προφητεία τοῦ Διδασκάλου τους, ὅταν τοὺς προειδοποιοῦσε πώς θὰ τοὺς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ τοὺς μαστιγώσουν στὶς συναγωγὲς (βλ. Ματθ. ι 17). Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεχάσουν τὰ φοβερὰ λόγια Του: «ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῶ» (Ἰωάν. ιστ’ 2).
Ὁ φόβος τῶν ἀποστόλων αὐτὲς τὶς μέρες, ὅταν μπροστὰ στὰ μάτια τους συντελέστηκαν τόσα παράλογα ἐγκλήματα ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου τους, ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ κατανοητός. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περίμεναν ἀπό τούς αἱμοδιψεῖς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ γνώριζαν ἤδη πόσο ἀδίστακτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀναμάρτητου καὶ παντοδύναμου Χριστοῦ, τοῦ θαυματουργοῦ; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν τάφο τοὺς εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανένα κακό. Θὰ τοὺς ἐνίσχυε νὰ μὴν προδώσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦν στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς προτοῦ τὸν δοῦν ζωντανὸ καὶ δοξασμένο. Συνέχεια
῾Η δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές
METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ᾿Αποστόλου Θωμᾶ. Πολύ συχνά τόν θεωροῦμε δύσπιστο καί ὄντως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε τό μήνυμα τῶν ᾿Αποστόλων, ὅταν τοῦ εἶπαν: «῾Εωράκαμεν τόν Κύριον». Τόν εἴδαμε ζωντανό! ῾Ο Θωμᾶς ὅμως δέν παρέμεινε δύσπιστος σέ ὅλη του τή ζωή οὔτε ἄπιστος πρός τό πλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ.
Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν οἱ ᾿Απόστολοι καί ὁ Κύριος ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ Χριστός εἶπε: «῎Ας ἐπιστρέψουμε στήν ῾Ιερουσαλήμ». Οἱ ἄλλοι εἶπαν: «Μά οἱ ᾿Ιουδαῖοι σέ ἀναζητοῦν γιά νά σοῦ κάνουν κακό. Γιατί πρέπει νά ἐπιστρέψουμε;». Καί μόνον ὁ ᾿Απόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: «῎Ας πᾶμε μαζί Του καί ἄς πεθάνουμε μαζί μ’ Αὐτόν» (᾿Ιωάν. 11, 1-44). ῏Ηταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νά εἶναι μαθητής Του στά λόγια, ὄχι μόνο νά Τόν ἀκολουθεῖ ὅπως ἀκολουθεῖ κανείς ἕνα δάσκαλο, ἀλλά καί νά πεθάνει μαζί Του, ὅπως πεθαίνει κανείς μέ ἕνα φίλο ἤ καί γιά χάρη ἑνός φίλου, ἄν χρειαστεῖ.
῎Ας θυμόμαστε λοιπόν τό μεγαλεῖο του, τήν πιστότητα καί τήν ἀκεραιότητά του. Τί συνέβη ὅμως ὅταν, μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ᾿Απόστολοι εἶπαν στόν Θωμᾶ πού ἦταν ἀπών ἀπό τή συντροφιά τους, ὅτι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο Χριστό; Γιατί δέν δέχθηκε τή μαρτυρία τους; Γιατί τήν ἀμφισβήτησε; Γιατί εἶπε ὅτι ἤθελε χειροπιαστές, ἁπτές ἀποδείξεις; ᾿Επειδή κοιτάζοντάς τους, τούς εἶδε μέν χαρούμενους γι’ αὐτό πού εἶχε συμβεῖ, χαρούμενους πού ὁ Χριστός δέν ἦταν νεκρός, πού ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός, χαρούμενους πού ἡ νίκη εἶχε κερδηθεῖ, ἀλλά δέν εἶδε καμία διαφορά σ’ αὐτούς, καμία ἀλλοίωση… ῏Ηταν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μόνο πού ἦταν χαρούμενοι καί ὄχι φοβισμένοι.
Καί ὁ Θωμᾶς εἶπε: «῎Αν δέν τό δῶ, ἄν δέν πιστοποιήσω τήν ᾿Ανάσταση, δέν μπορῶ νά σᾶς πιστέψω». Μά τό ἴδιο δέν θά ἔλεγε καί σέ μᾶς καθένας πού θά μᾶς συναντοῦσε; Πρίν ἀπό λίγες μέρες διακηρύξαμε τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ πάθος, μέ εἰλικρίνεια, μέ βεβαιότητα. Πιστεύουμε σ’ Αὐτήν μέ ὅλο μας τό εἶναι· ὅταν ὅμως συναντοῦμε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι μας, στόν δρόμο, στή δουλειά, ὁπουδήποτε, ἄραγε λένε ὅταν μᾶς βλέπουν· Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Τί τούς ἔχει συμβεῖ; Οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο, ἀλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν εἶχε γίνει μέρος τῆς δικῆς τους ἐμπειρίας. Δέν εἶχαν περάσει ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή. Συνέχεια