Μάρτιος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

Τέχνη καί Παράδοση

Οἱ δικές μας γιορτὲς

 

Φώτης Κόντογλου

Τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κι ἄλλες γιορτές, γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι καθόλου γιορτὲς καὶ χαρούμενες μέρες, ἀλλὰ μέρες ποὺ φέρνουνε θλίψη καὶ δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι πικραμένοι ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς, τοὺς χαροκαμένους, τοὺς ἀρρώστους, οἱ περισσότερο, πικραμένοι, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς στενεύει ἡ ἀνάγκη νὰ γίνουνε τοῦτες τὶς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ μὴ δίνουνε σημασία στὴ δική τους εὐτυχία, μὰ γίνουνται ζητιάνοι γιὰ νὰ δώσουνε τὴ χαρὰ στὰ παιδιά τους καὶ στ’ ἄλλα πρόσωπα ποὺ κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπὸ τὸ παράπονό τους κι’ αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι μάρτυρες, ποὺ καταπίνουνε τὴν πίκρα τοὺς μέρα νύχτα, σὰν τὸ πικροβότανο.

Ἴσα-ἴσα αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες ποὺ θὰ ’πρεπε νὰ σμίξουνε πιὸ κοντὰ οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτὲς τὶς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, χωρίζουνται σὲ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τό ʼνα στ’ ἄλλο, σχεδὸν ἐχθρικά. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κι οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατὰ τὶς γιορτές. Κανένα γεφύρι δὲν ἑνώνει τὶς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ τὶς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σὲ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι ὅσοι ἔχουνε τὸν τρόπο τοὺς κάνουνε, ἀλλοίμονο! τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά τους στοὺς λιμασμένους. Κι’ αὐτὸ γίνεται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στὸ παχνί! Γιὰ τὴν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δὲν γιορτάζουνε οἱ φτωχοὶ σὰν καὶ Κεῖνον, μὰ γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, ποὺ παίρνουνε γιὰ ἀφορμὴ τὴν πτώχεια του γιὰ νὰ δείξουνε τὰ πλούτη τους.

Μὰ ἄραγε, ἀνάμεσα σὲ δυστυχισμένους μπορεῖ νὰ νοιώση κανένας εὐτυχισμένον τὸν ἑαυτό του; Συνέχεια

Ἡ Βασιλόπιτa στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.

293635-βασιλόπιταΑ[1]

Ἡ ἱστορία τῆς βασιλόπιτας, εἶναι μία ἱστορία ποὺ συνέβηκε πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια, πρὶν ἀπὸ 1500 χρόνια περίπου, στὴν πόλη Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν δεσπότης τῆς Καισαρείας.

Κάποια μέρα ὅμως, ἕνας ἀχόρταγος στρατηγὸς, τύραννος τῆς περιοχῆς, ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς πόλης τῆς Καισαρείας, ἀλλιῶς θὰ πολιορκοῦσε τὴν πόλη γιὰ νὰ τὴν κατακτήσει καὶ νὰ τὴ λεηλατήσει.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁλόκληρη τὴ νύχτα προσευχόταν νὰ σώσει ὁ Θεὸς τὴν πόλη. Ξημέρωσε ἡ νέα μέρα καὶ ὁ στρατηγὸς ἀποφασισμένος μὲ τὸ στρατὸ του περικύκλωσε ἀμέσως τὴν Καισάρεια. Μπῆκε μὲ τὴν ἀκολουθία του καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Δεσπότη, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸ ναὸ καὶ προσευχόταν. Μὲ θράσος καὶ θυμὸ ὁ ἀδίστακτος στρατηγὸς ἀπαίτησε τὸ χρυσάφι τῆς πόλης καθὼς καὶ ὅτι ἄλλο πολύτιμο ὑπῆρχε στὴν πόλη.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπάντησε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης του δὲν εἶχαν τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ πείνα καὶ φτώχεια, δὲν εἶχαν νὰ δώσουν τίποτε ἀξιόλογο στὸν ἅρπαγα στρατηγό. Ὁ στρατηγὸς μὲ τὸ ποὺ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια θύμωσε ἀκόμα περισσότερο καὶ ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖ τὸν Μέγα Βασίλειο ὅτι θὰ τὸν ἐξορίσει πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα του ἢ κι ἀκόμη μπορεῖ νὰ τὸν σκοτώσει.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Καισαρείας ἀγαποῦσαν πολὺ τὸ Δεσπότη τους καὶ θέλησαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπὸν ἀπὸ τὰ σπίτια τους ὅτι χρυσαφικὰ εἶχαν καὶ τοῦ τὰ πρόσφεραν, ὥστε δίνοντας τὰ στὸ σκληρὸ στρατηγὸ νὰ σωθοῦν. Στὸ μεταξὺ ὁ ἀνυπόμονος στρατηγὸς κόντευε νὰ σκάσει ἀπὸ τὸ κακό του. Διέταξε ἀμέσως τὸ στρατό του νὰ ἐπιτεθεῖ στὸ φτωχὸ λαὸ τῆς πόλης.

Ὁ Δεσπότης, ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἤθελε νὰ προστατέψει τὴν πόλη του προσευχήθηκε καὶ μετὰ παρουσίασε στὸ στρατηγὸ ὅτι χρυσαφικὰ εἶχε μαζέψει μέσα σὲ ἕνα σεντούκι. Τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ὁ στρατηγὸς πῆγε νὰ ἀνοίξει τὸ σεντούκι καὶ νὰ ἁρπάξει τοὺς θησαυρούς, μὲ τὸ ποὺ ἀκούμπησε τὰ χέρια τοῦ πάνω στὰ χρυσαφικὰ ἔγινε τὸ θαῦμα!

‘Όλοι οἱ συγκεντρωμένοι εἶδαν μία λάμψη καὶ ἀμέσως μετὰ ἕναν λαμπρὸ καβαλάρη νὰ ὁρμάει μὲ τὸ στρατὸ τοῦ ἐπάνω στὸν σκληρὸ στρατηγὸ καὶ τοὺς δικούς του. Σὲ ἐλάχιστο χρόνο ὁ κακὸς στρατηγὸς καὶ οἱ δικοί του ἀφανίστηκαν. Ὁ λαμπρὸς καβαλάρης ἦταν ὁ Ἅγιος Μερκούριος καὶ στρατιῶτες τοῦ οἱ ἄγγελοι.

Ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη τῆς Καισαρείας.

Τότε ὅμως, ὁ δεσπότης της, ὁ Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση! Θὰ ἔπρεπε νὰ μοιράσει τὰ χρυσαφικὰ στοὺς κατοίκους τῆς πόλης καὶ ἡ μοιρασιὰ νὰ εἶναι δίκαιη, δηλαδὴ νὰ πάρει ὁ καθένας ὅ,τι ἦταν δικό του. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο.

Προσευχήθηκε λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Θεὸς τὸν φώτισε τί νὰ κάνει.

Κάλεσε τοὺς διακόνους καὶ τοὺς βοηθούς του καὶ τοὺς εἶπε νὰ ζυμώσουν ψωμάκια, ὅπου μέσα στὸ καθένα ψωμάκι θὰ ἔβαζαν καὶ λίγα χρυσαφικά.

Ὅταν αὐτὰ ἑτοιμάστηκαν, τὰ μοίρασε σὰν εὐλογία στοὺς κατοίκους τῆς πόλης τῆς Καισαρείας.

Στὴν ἀρχὴ ὅλοι παραξενεύτηκαν, μὰ ἡ ἔκπληξή τους ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερη ὅταν κάθε οἰκογένεια ἔκοβε τὸ ψωμάκι αὐτὸ κι ἔβρισκε μέσα τὰ χρυσαφικά της.

Ἦταν λοιπὸν ἕνα ξεχωριστὸ ψωμάκι, ἡ βασιλόπιτα. Ἔφερνε στοὺς ἀνθρώπους χαρὰ κι εὐλογία μαζί. Ἀπὸ τότε φτιάχνουμε κι ἐμεῖς τὴ βασιλόπιτα μὲ τὸ φλουρὶ μέσα, τὴν πρώτη μέρα τοῦ χρόνου, τὴ μέρα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

Ἡ Πασχαλινή Λαμπάδα

«Πασχαλινή Λαμπάδα εἶναι ἔθιμο πού ἔχει σχέση μέ τήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας νά τελεῖ τό Βάπτισμα τῶν νέων μελῶν Της τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως.

Πράγματι, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία τελοῦσε τό Βάπτισμα τῶν φωτιζομένων τέκνων Της τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως. Μέ τήν ἔναρξη τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας γινόταν ἡ τελετή τοῦ ἀνάματος τῶν λαμπάδων, τό πλῆθος τῶν ὁποίων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «ἔκανε τή μυστική διανυκτέρευση τῶν πιστῶν πιό φωτεινή κι ἀπό τήν πιό φωτόλουστη ἡμέρα» (ΒΕΠΕΣ 24, 182).

 Ὁ Ναός ἦταν κατάφωτος ἀπό τούς πολυελαίους καί τά πολυπληθή κηροπήγια. Κάθε πιστός ἐπίσης εἶχε τή δική του λαμπάδα. Ὅλοι γιόρταζαν τή διπλή Λαμπρή: Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τόσων ψυχῶν, πού θ᾿ ἄφηναν ὁριστικά τήν πλάνη καί θά προσχωροῦσαν στήν Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶχαν ἐπίσης κάτι νά θυμηθοῦν, ἴσως τή δική τους ἤ κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου, γενέθλια ἡμέρα στήν «καινή» ζωή.

Οἱ Φωτιζόμενοι, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τους ἀναχωροῦσαν μαζί με τόν Ἐπίσκοπο, τούς ἱερεῖς, τίς διακόνισσες καί τούς ἀναδόχους τους, γιά τό Βαπτιστήριο, ἐνῶ οἱ Πιστοί παρέμεναν στό Ναό προσευχόμενοι.

 Ἀπό τήν ὅλη αὐτή μυσταγωγία καί πανήγυρη τῆς εἰσόδου τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία, σήμερα ἔχει δυστυχῶς ἀπομείνει μόνο τό ἔθιμο τῆς λευκῆς ἀναστάσιμης λαμπάδας, τῆς ὁποίας ἡ χρήση —ἀφοῦ τό Βάπτισμα τῶν νηπίων πέρασε στό χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τῆς οἰκογένειάς τους— πῆρε συμβολικό χαρακτήρα.

( ἰδέ καί «ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ, Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων»: Ἔκδοσις«Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα  

 

Ἡ Εὐλογία τῆς Κατάλυσης τοῦ Πάσχα

Τό στάδιο τῆς τῆς νηστείας τῶν πενήντα ἡμερῶν ἔχει πλέον ὁλοκληρωθεῖ. Ὁ χριστιανός πού εἶχε στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀναλάβει τόν ἀγώνα κατά τῶν παθῶν, ἔχει ἤδη χρησιμοποιήσει, κατά δύναμιν, τό ὅπλο τῆς ἐγκρατείας, ὑπακούοντας στόν Ὑμνωδό πού τόν καλοῦσε λέγοντας:

«..μή ζηλώσωμεν τούς ἐχθρούς τοῦ Δεσποτικοῦ Σταυροῦ, θεοποιοῦντες τήν γαστέρα· ἀλλ’ ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

(Ἁπόστιχον Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Πέμπτης Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν).

 Τώρα νικητής κι αὐτός καί ἡνίοχος τῶν ὀρέξεων τῆς σαρκός προσκομίζει «τά τῆς ἐγκρατείας νηστεύματα» –ὅ,τι δηλαδή εἶχε μέχρι τότε νηστεύσει μέ πολύ ἀγώνα– ὡς δῶρα εὐχαριστίας στό Ναό καί, πρίν καταλύσει, ζητάει κατά κάποιο τρόπο, τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Καί Ἐκεῖνος, ὁ Μεγάλος Δωρητής, Ἔνδοξος, Νικητής καί Ἀναστημένος, θά τά χαρίσει πάλι χιλιοευλογημένα στά παιδιά Του, πού, λαμπροντυμένα καί λαμπροφοροῦντα, θά τά φέρουν, στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, γιά νά εὐλογηθοῦν. Τότε ὁ ἱερέας θά διαβάσει τήν Εὐχή πού λέει:

Untitled-2

                                                                                                               Εὐχὴ

  Εἰς τὸ Εὐλογῆσαι Τυρὸν καὶ Ὠά.

         

“Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν,

ὁ κτίστης καὶ δημιουργὸς τῶν ἁπάντων,

εὐλόγησον τὸ Γάλα τὸ πεπηγός,

σὺν αὐτῷ δὲ καὶ τὰ Ὠά.

Ἡμᾶς δὲ συντήρησον ἐν τῇ χρηστότητί σου,

ὅπως οἱ μεταλαμβάνοντες αὐτῶν,

τῶν σῶν ἀφθονοπαρόχων δωρεῶν,

ἐμπλησθῶμεν καὶ τῆς ἀνεκλαλήτου σου ἀγαθότητος. 

Ὅτι σὸν τὸ κράτος, καὶ σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία,

καὶ ἡ δύναμις, καὶ ἡ δόξα,

τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.”

Προσευχή κατά τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Δόξα Σοι ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (ἐκ γ´)

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου. Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Κύριε ἐλέησον ιβ’ Δόξα… Καὶ νῦν…

Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ, Χριστῷ τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαὶ με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιων, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Εἶτα ψάλλομεν τό ἑπόμενο Τροπάριο τῆς Θεοτόκου μετὰ τοῦ στίχου: Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Ἦχος πλ. δ’.

Παναγία Θεοτόκε Παρθένε, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον, καὶ συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν αἴτησαι, ἐν τῷ ψάλλειν ἡμᾶς τῶν Ἀγγέλων τὸν ὕμνον. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος,ἐλέησον ἡμᾶς (ἐκ γ’). Δόξα. Καὶ νῦν… Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς.

ΕΥΧΗ

Κύριε, ὁ κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. Σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια ἔργα, ἃ οὔτε ἔννοια καταλαβέσθαι δύναται, οὔτε λόγος ἑρμηνεῦσαι ἰσχύει. Δοξάζομέν σε καὶ ἐν ταπεινῷ συνειδότι προσκυνοῦμέν σε τὸν παντοκράτορα καὶ παντοδύναμον, τὸν μετασκευάζοντα πάντα μόνῳ τῷ βούλεσθαι, τὸν ἐν ἀπόροις πόρους εὑρίσκοντα ἀῤῥήτῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ σοφίᾳ.

Σύ, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐξ οὗ τῆς ἀχράντου καὶ παμπλούτου παλάμης τῶν προκειμένων ὑλικῶν τὴν παροχὴν ἐκομισάμεθα, ἐπάκουσον τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ ἐπίσκεψε τὸ ἄλευρον τοῦτο καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὴν ζύμην καὶ ἁγίασον αὐτά, ὥστε γενέσθαι φύραμα νέον πρὸς παρασκευὴν ἄρτου προσφόρου εἰς προσκομιδὴν κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφορὰν τῆς Θείας Λειτουργίας.

Χάρισε δὲ ἀντάμειψιν ἡμῖν, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν, συντηρῶν ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου, ὅπως τῶν σῶν ἀφθονοπαρόχων δωρεῶν ἐμπλησθῶμεν καὶ τῆς ἀνεκλαλήτου σου ἀγαθότητος, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου, Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων καὶ πασῶν σου τῶν ἁγίων. Ὅτι σὺ εἶ ὀ δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ σὸν ἐστὶν τὸ ἐλεεῖν καὶ σώζειν ἡμᾶς καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν

 

Τὸ πρόσφορο

Γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ πρόσφορο. Ἀπὸ τὸ πρόσφορο ὁ ἱερεὺς θὰ βγάλει, κατά τήν Προσκομιδή, τὸ μέρος ἐκεῖνο πού θὰ γίνει τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸν «Ἀμνό», ἀλλὰ καὶ τὶς μερίδες τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν δικῶν μας ὀνομάτων (ζώντων καὶ κεκοιμημένων), πού θὰ μνημονευθοῦν.

Γιά νά γίνει ὅμως τὸ πρόσφορὸ μας εὐπρόσδεκτο καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο, πρέπει νά ἔχουμε καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος μὲ νηστεία, προσευχή καὶ ἐγκράτεια. Δέν μποροῦμε νά ζυμώνουμε πρόσφορα καί νά τά πηγαίνουμε νά λειτουργηθοῦν καί οἱ ἴδιοι νά μένουμε ἀμέτοχοι τοῦ Μυστηρίου, ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Αὐτός πού ζυμώνει, ὀφείλει νά φροντίσει καὶ γιά τή δική του σωματικὴ καὶ ψυχικὴ προετοιμασία. Δηλαδὴ νά ἔχει χριστιανικό βίο.

Πρίν ἀρχίσει τό ζύμωμα νά προσεύχεται, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά εὐλογήσει τό ἔργο του (στό τέλος τοῦ κειμένου ἐπισυνάπτουμε ἕνα τύπο προσευχῆς γιά τόν ζυμωτή). Κατά τή διάρκεια ἐπίσης τοῦ ζυμώματος, ἀσκεῖ ἰδιαίτερα, τὴν προσευχή (λέγοντας τούς χαιρετισμοὺς στήν Παναγία ἢ παρακλήσεις, ἢ τὴν Εὐχὴ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νά συνοδεύουν τὴν παρασκευὴ τοῦ προσφόρου, πού πρόκειται νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τὸν πιὸ ἱερὸ σκοπό, νά γίνει Σῶμα Χριστοῦ.

Ἰδιαίτερα ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε τήν προετοιμασία τοῦ χώρου, στόν ὁποῖο θὰ παρασκευάσουμε τὸ πρόσφορο. Φροντίζουμε, δηλαδή, νά εἶναι πάντα καθαρός καί τακτοποιημένος. Ἀνάβουμε καντήλι ἢ κερὶ καὶ θυμιατὸ. Ἐπίσης, τὰ σκεύη πού θὰ χρησιμοποιήσουμε γιά τὸ σκοπὸ αὐτό, νά εἶναι καθαρὰ καὶ νά ἐξυπηρετοῦν μόνο τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου καὶ καμιὰ ἄλλη οἰκιακὴ ἀνάγκη. Τὸ ἀλεύρι νά εἶναι ἀρίστης ποιότητος, εἰδικὰ ξεχωρισμένο γιά τά πρόσφορα.

Ἡ διαδικασία παρασκευῆς τοῦ προσφόρου

Ἀποβραδὺς κοσκινίζουμε τὸ ἀλεύρι, πού θὰ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ μέγεθος τοῦ προσφόρου μας. Καλὸ εἶναι τὸ σκληρὸ (κίτρινο), ἢ 1/4 ἄσπρο καὶ 3/4 κίτρινο. Γιά ἕνα πρόσφορο χρειάζεται 700 γραμ. ἀλεύρι· (ἄν εἶναι λίγο μεγαλύτερο τό πρόσφορό μας, ἀκόμα καλύτερα. Ὁ ἱερέας θά βγάλει περισσότερο Ἀντίδωρο). Κατόπιν, ἀναπιάνουμε τὸ προζύμι: Ἔχουμε κρατημένο ἀπὸ προηγούμενο ζύμωμα λίγο προζύμι, τὸ ὁποῖο διατηροῦμε σὲ μέρος δροσερὸ ἢ στό ψυγεῖο, ὅταν ὁ καιρὸς εἶναι ζεστός. Ζεσταίνουμε λίγο νερό, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά γίνει χλιαρό. Τὸ δοκιμάζουμε καὶ μὲ τὸ χέρι μας. Δέν πρέπει νά εἶναι καφτό, γιατὶ θὰ καεῖ τὸ προζύμι καὶ δέν θὰ γίνει. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χλιαρὸ νερὸ λιώνουμε τελείως τὸ προζύμι νά γίνη χυλός.

Τέλος, προσθέτουμε ἀλεύρι, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔχουμε κοσκινίσει γιά τὸ ζύμωμα, ὥστε νά γίνει μία ζύμη πολὺ-πολὺ μαλακή. Σταυρώνουμε μὲ τὸ χέρι μας τὸ προζύμι, τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ μὲ κουβέρτα γιά νά μὴν κρυώσει, καὶ τὸ ἀφήνουμε σὲ χῶρο ζεστό, γιά νά γίνει . Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν ζυμώσουμε, θά ἀνάψουμε κανδήλι ἤ κερί καί θὰ θυμιάσουμε τὸ χῶρο μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή.

Ἐνῶ δὲ τὰ χέρια θὰ δουλεύουν, τὸ στόμα καὶ ὁ νοῦς θὰ προσεύχονται, κατά δύναμη. Κατόπιν, ῥίχνουμε μέσα σὲ λεκάνη τὸ ἀλεύρι, ἀφοῦ κρατήσουμε προηγουμένως λίγο, γιά τὴν περίπτωση πού θὰ μᾶς χρειασθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ζυμώματος. Στό κέντρο τοῦ ἀλευριοῦ κάνουμε μία μικρὴ γουβίτσα καὶ ῥίχνουμε μέσα τὸ προζύμι, τὸ ἀνάλογο ἁλάτι (ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ) καὶ λίγο νερὸ, μόλις χλιαρό.

Ἀρχίζουμε μετά νά ζυμώνουμε πρῶτα πολὺ καλὰ μὲ τὶς γροθιὲς μας, μὲ δύναμη καὶ γρήγορο ῥυθμὸ περίπου 20΄. Δοκιμάζουμε τή ζύμη μας κόβοντάς την μὲ ἕνα μαχαίρι. Ἂν ἔχει μέσα φουσκάλες, δηλ. ἀέρα, θεωρεῖται καλὰ ζυμωμένη. Οἱ φουσκάλες ὅμως αὐτὲς πρέπει νά φύγουν στή συνέχεια μὲ πολὺ καλὸ πλάσιμο, ἔτσι ὥστε, ὅταν κόψουμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο,μετὰ τὸ πλάσιμο, τή ζύμη νά μὴν ὑπάρχει μέσα της οὔτε ἡ παραμικρὴ φουσκάλα. Κι αὐτὸ γιατὶ, ἀργότερα, ὅταν τὸ πρόσφορο ζεσταθεῖ στό φοῦρνο, ὁ ἀέρας θὰ προσπαθήσει νά βγεῖ ἐπάνω καὶ θὰ χαλάσει τή σφραγίδα.

 Ἡ ζύμη πρέπει νά εἶναι σκληρή: νά μπαίνη μέσα τὸ δάχτυλο καὶ νά μὴν κολάει. Ἂν γίνει μαλακή, προσθέτουμε λίγο ἀλεύρι, ἀπὸ αὐτὸ πού κρατήσαμε. Ἂν γίνει ὑπερβολικὰ σκληρή, βρέχουμε τὰ χέρια μας σὲ χλιαρὸ νερὸ καὶ ξαναζυμώνουμε, ὥσπου νά πετύχουμε τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ, νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο.

Τὸ πλάσιμο

Πλάθουμε τὴν ζύμη πολὺ καλὰ σὲ καθαρή καὶ λεία ἐπιφάνεια, καὶ μὲ δύναμη τὴν τρίβουμε, ὥστε νά πέσει καὶ νά μὴν μείνει μέσα της ἀέρας . Ἔτσι τὴν ἀναμοχλεύουμε διαρκῶς καὶ, κυλώντας την καὶ τρίβοντάς την, μέχρι νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νά γίνουν σὲ 10΄. Ὅταν τελειώσει τὸ πλάσιμο, χαράζουμε τὸ ζυμάρι μὲ ἕνα μαχαίρι σταυροειδῶς. Ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ σταυροῦ πού σχηματίστηκε, κρατᾶμε ἕνα μικρὸ κομμάτι, πού θὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ὡς προζύμι στό ἑπόμενο ζύμωμα.

Μετὰ ξαναδουλεύουμε τή ζύμη παρὰ πολὺ καλά, στρογγυλεύοντάς την σὰν μπάλα καὶ τὴν γυρίζουμε ἀπὸ τὴν ὄψη. Κατόπιν, παίρνουμε ἕνα ταψάκι διαμέτρου 18-20 ἑκ. τὸ ζεσταίνουμε καὶ τὸ ἀλείφουμε μὲ καθαρὸ κερὶ στόν πάτο καὶ στήν γύρω ὄρθια ἐπιφάνεια. Τὰ κάνουμε αὐτά, γιά νά μὴν κολάει μετὰ τὸ πρόσφορο. Τό κερί μπορεῖ νά παραμείνει καί γιά τό ἑπόμενο πρόσφορο (περίπου τρεῖς φορές μπορεῖ, ἄν τό ταψί εἶναι καλά κερωμένο καί δέν πλυθεῖ, νά δητηρήσει τήν ἀντικολλητική του δυνατότητα.

Δέν χρησιμοποιοῦμε ποτέ λάδι, βούτυρο κτλ. στή βάση τοῦ ταψιοῦ, γιατί αὐτό καίγεται καί μυρίζει τό πρόσφορο.

Τὸ σφράγισμα

Τοποθετοῦμε στό κέντρο τοῦ ταψιοῦ τὸ πρόσφορο, μὲ τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια πρὸς τὰ πάνω. Παίρνουμε τή σφραγῖδα, σταυρώνουμε μὲ αὐτή τὸ πρόσφορο, καὶ μετὰ τήν πατᾶμε μὲ δύναμη, νά μπεῖ πολύ βαθιὰ μέσα στό ζυμάρι. Τήν τραβοῦμε πρὸς τὰ πάνω μὲ προσοχὴ καὶ ἂν τυχὸν μείνουν ζυμαράκια πάνω της, τὰ καθαρίζουμε μὲ ἐπιμέλεια. Γιατί ἄν αὐτά παραμείνουν θά ξεραθοῦν καί τὸ ἑπόμενο πρόσφορο πού θὰ ζυμωθεῖ μετά ἀπό μέρες, δέν θὰ σφραγισθεῖ καλά.

Σὲ περίπτωση πού ζυμωθοῦν δύο πρόσφορα, μέχρι νά πλάσουμε τὸ δεύτερο, ἐκεῖνο πού ἔχει πλασθεῖ πρῶτο πρέπει νά μείνει σκεπασμένο μὲ πετσέτα καὶ νάϋλον ἀπὸ πάνω, γιά νά μὴν πιάσει τὸ ζυμάρι κρούστα. Τὸ ἴδιο καὶ στό σφράγισμα, μέχρι νά σφραγισθεῖ καὶ τὸ δεύτερο πρόσφορο, τὸ πρῶτο πού ἔχει ἤδη σφραγισθεῖ μένει σκεπασμένο.

Τὸ φούσκωμα

Ἀφοῦ, λοιπόν, σφραγίσουμε τὸ πρόσφορο, σκεπάζουμε τὸ ταψάκι μὲ μία μεγαλύτερη καί βαθιά λεκάνη, καὶ ἀπὸ πάνω τοποθετοῦμε μία καθαρή πετσέτα καὶ μία ζεστή κουβέρτα. Τό ἀφήνουμε μετά νά γίνει 1 ½ ὥρα ἢ καὶ περισσότερο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή καὶ.τή θερμοκρασία πού ἔχει ὁ χῶρος. Καταλαβαίνουμε δέ, ὅτι ἔγινε, ἄν, πατώντας το μὲ τὸ δάχτυλο, σχηματίζεται στὸ ζυμάρι μία βούλα, καὶ ἀμέσως, σὰν ἐλαστικό, τὸ ζυμάρι ἐπανέρχεται στή θέση του ἢ μόλις τὸ πρόσφορο πάει νά σκάσει. Ἐπίσης θεωρεῖται γινομένο ὅταν ἔχει διπλασιασθεῖ περίπου ὁ ὄγκος του. (Χρειάζεται προσοχὴ γιά νά μὴν παραγίνη ἡ ζύμη καί ξυνίσει).

Τρυπᾶμε στή συνέχεια μετά τὸ πρόσφορο μὲ ἕνα μακρύ καί λεπτό ξυλάκι, φροντίζοντας αὐτό νά φθάσει βαθιὰ μέχρι τὸ ταψί, ὥστε νά μπορεῖ νά βγαίνει ὅλος ὁ ἀέρας. Προσοχὴ νά μὴν τρυπήσουμε κοντὰ στόν Ἀμνό, ἀλλὰ ἔξω, γύρω ἀπό τή σφραγίδα, στίς ἄκρες τοῦ σταυροῦ.

Τὸ ψήσιμο

Ἔχουμε νωρίτερα ἀνάψει τὸ φοῦρνο στούς 250° (ἀνάλογα, βέβαια, μὲ τὸν φοῦρνο), ὥστε νά εἶναι ἤδη καυτὸς στήν κανονικὴ του θερμοκρασία, καὶ βάζουμε μέσα τὸ πρόσφορο καὶ τὸ ἀφήνουμε σ’ αὐτὴ τή θερμοκρασία 15΄- 20΄ (μπορεῖ ἕως καὶ 35΄, θά τό παρακολουθοῦμε) νά ῥοδίσει πολὺ ἐλαφρά. Τὸ σκεπάζουμε μὲ χαρτοπετσέτα ἢ ἀλουμινόχαρτο, ἄν χρειασθεῖ, κατεβάζουμε τὸ φοῦρνο στούς 200° ἢ καὶ στοὺς 1800, γιά 40΄ ἢ καὶ 45΄ καὶ τὸ παρακολουθοῦμε.

 Ἀφοῦ περάσει περίπου 1 ½ ὥρα, ἀπὸ τή στιγμή πού βάλαμε τὸ πρόσφορο μέσα, κλείνουμε τὸ φοῦρνο καὶ βγάζουμε τὸ πρόσφορο, τὸ τοποθετοῦμε σὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ σκεπάζουμε μὲ κουβέρτα, ἕως ὅτου κρυώσει καλὰ (χρειάζεται πολλὲς ὧρες γιά νά κρυώσει καλά). Γιά νά ψηθεῖ καλά τὸ πρόσφορο χρειάζεται συνολικά περίπου 1 ½ ὥρα. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι τό πρόσφορό μας ἔχει ψηθεῖ καλά, ἄν δέν εἶναι βαρύ καί, ἄν κτυπώντας το ἀπό κάτω, ἀκούγεται σάν νά εἶναι μέσα κούφιο.

 Τό πρόσφορο πρέπει νά εἶναι ζυμωμένο τουλάχιστον 24 ὧρες πρίν ἀπό τήν Προσκομιδή, γιατί ἄν εἶναι πολύ μαλακό, ὁ ἱερεύς δυσκολεύεται κατά τή μνημόνευση νά βγάλει τίς μερίδες

Συνέχεια