ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΣΤΗ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
1.-. Σήμερα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς βρίσκεται πάνω στὸ σταυρὸ καὶ ἐμεῖς ἑορτάζουμε, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὁ σταυρὸς εἶναι ἑορτὴ καὶ πανήγυρη πνευματική. Γιατί προηγουμένως ὁ σταυρὸς ἦταν ἡ λέξη ποὺ σήμαινε καταδίκη, τώρα ὅμως ἔγινε ἀντικείμενο τιμῆς. Προηγουμένως ἦταν σύμβολο καταδίκης, τώρα ὅμως εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας. Γιατί αὐτὸς ὁ σταυρὸς μᾶς προξένησε ἄπειρα ἀγαθά, αὐτὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτὸς μᾶς φώτισε ἐνῶ ζούσαμε μέσα στὸ σκοτάδι, αὐτὸς μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ εἴχαμε γίνει ἐχθροί του, αὐτὸς μᾶς ἔκανε φίλους του, ἐνῶ εἴχαμε ἀποξενωθεῖ ἀπ’ Αὐτόν, αὐτὸς μᾶς ἔφερε κοντὰ στὸν Θεό, ἐνῶ ἤμαστε μακριά Του.
Αὐτὸς ἐξαφάνισε τὴν ἔχθρα, αὐτὸς ἐξασφάλισε τὴν εἰρήνη, αὐτὸς ἔγινε γιὰ μᾶς θησαυροφυλάκιο ἀπείρων ἀγαθῶν. Ἐξαιτίας του δὲν περιπλανιόμαστε πιὰ στὶς ἐρήμους, γιατί γνωρίσαμε τὸν ἀληθινὸ δρόμο. Δὲν ζοῦμε πιὰ ἔξω ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιατί βρήκαμε τὴν εἴσοδό της.
Δὲν φοβόμαστε πιὰ τὰ πυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου, γιατί εἴδαμε τὴν πηγή. Χάρη σ’ αὐτὸν δὲν βρισκόμαστε πιὰ σὲ χηρεία, γιατί ἀποκτήσαμε τὸ Νυμφίο. Δὲν φοβόμαστε τὸ λύκο, γιατί ἔχουμε τὸν καλὸ Ποιμένα. Γιατί λέγει ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμένας ὁ καλὸς»1.
Χάρη σ’ αὐτὸν δὲν τρέμουμε τὸν τύραννο, γιατί εἴμαστε κοντὰ στὸν Βασιλιά. Γι’ αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ τιμοῦμε τὸ σταυρό. Ἔτσι παράγγειλε καὶ ὁ Παῦλος νὰ ἑορτάζουμε τὸ σταυρό. Διότι λέγει: «Ἂς ἑορτάζουμε ὄχι μὲ τὴν παλιὰ ζύμη, ἀλλὰ μὲ ἄζυμα εἰλικρίνειας καὶ ἀλήθειας»2. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρόσθεσε τὴν αἰτία, συνέχισε; «Γιατί τὸ Πάσχα τὸ δικό μας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας»3.
Βλέπεις γιατί παραγγέλλει νὰ ἑορτάζουμε τὸν σταυρό; Γιατί ἐπάνω στὸν σταυρὸ θυσιάσθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ὅπου γίνεται θυσία, ἐκεῖ ἐξαφανίζονται τὰ ἁμαρτήματα, ἐκεῖ γίνεται συμφιλίωση μὲ τὸν Κύριο, ἐκεῖ γίνεται ἑορτὴ καὶ χαρά. «Τὸ Πάσχα, τὸ δικό μας εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ θυσιάσθηκε γιά μας». Καὶ πές μου, ποῦ θυσιάσθηκε; Πάνω σὲ σταυρὸ ποὺ στήθηκε ψηλά. Εἶναι καινούριο τὸ θυσιαστήριο αὐτῆς τῆς θυσίας, ἐπειδὴ καὶ ἡ θυσία εἶναι καινούρια καὶ ἀξιοθαύμαστη. Γιατί ὁ Ἴδιος ἦταν καὶ θύμα καὶ ἱερέας. Θύμα, κατὰ τὸ σῶμα Του, καὶ Ἱερέας, κατὰ τὴν πνευματική του φύση. Ὁ Ἴδιος καὶ πρόσφερε τὴ θυσία καὶ προσφερόταν σωματικά.
Ἄκουσε λοιπὸν πῶς μᾶς φανέρωσε ὁ Παῦλος αὐτὰ τὰ δύο. «Κάθε ἀρχιερέας», λέγει, «ξεχωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γίνεται ἀρχιερέας γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔχει καὶ ὁ Χριστὸς κάτι ποὺ νὰ τὸ προσφέρει σὰν θυσία. Καὶ πρόσφερε αὐτὸς τὸν ἑαυτὸ του»4. Καὶ ἀλλοῦ λέγει, ὅτι «Ὁ Χριστὸς ποὺ θυσιάσθηκε μία φορὰ γιὰ νὰ βαστάξει πάνω του τὶς ἁμαρτίες τῶν πολλῶν, θὰ φανεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν περιμένουν γιὰ νὰ τοὺς σώσει»5. Νά, στὴ μία περίπτωση θυσιάσθηκε, ἐνῶ στὴν ἄλλη θυσίασε τὸν Ἑαυτό του. Εἶδες πὼς ἔγινε καὶ θύμα καὶ Ἱερέας, καὶ πῶς ὁ σταυρὸς ἦταν θυσιαστήριο; Συνέχεια
Στόν Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος· «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1).
Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).
Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι.
Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.
Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Συνέχεια
Οἱ πέντε πληγές
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)
Μοῦ γράφεις ὅτι ἄκουσες ἀπό ἡλικιωμένες γυναῖκες κάποιο παραμύθι γιά τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ, καί ρωτᾶς ποῦ βρέθηκε αὐτό τό παραμύθι;
Διαβάστε τήν Καινή Διαθήκη! Μήν ντροπιάζεστε μπροστά στόν οὐρανό καί τή γῆ μέ τή ἄγνοια τῆς πίστης σας! Ἀφῆστε στήν ἄκρη ὅλες τίς ἄλλες σπουδές καί ἀναγνώσματα μέχρι νά μάθετε πρῶτα αὐτό πού εἶναι τό πιό σημαντικό καί πιό σωτήριο. Πρῶτα ἔρχεται ἡ ἐπιστήμη περί πίστεως καί κατόπιν οἱ ὑπόλοιπες σπουδές.
Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι λόγια ἀλλά φοβερή πραγματικότητα. Γί αὐτό εἶναι καλύτερα νά τίς γνωρίζουμε καί ἀπό τά λόγια. Δύο πληγές στά χέρια, δύο πληγές στά πόδια καί μία στά πλευρά. Ὅλες ἀπό μαῦρο σίδερο καί ἀκόμα περισσότερο ἀπό τήν κατάμαυρη ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Τρυπημένα τά χέρια πού εὐλόγησαν. Τρυπημένα τά πόδια πού περπάτησαν καί ὁδήγησαν στή μόνη ὀρθή ὁδό. Τρυπημένο στό στῆθος, ἀπό τό ὁποῖο ξεχυνόταν πύρινη οὐράνια ἀγάπη στά παγωμένα ἀνθρώπινα στήθη.
Ἐπέτρεψε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά Τοῦ τρυπήσουν τά χέρια ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν πολλῶν χεριῶν –δάση χεριῶν– τά ὁποία φόνευσαν, ἔκλεψαν, ἔκαψαν, ἅρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Καί νά τοῦ τρυπήσουν τά πόδια γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν ποδιῶν –δάση ποδιῶν– πού περπάτησαν στό κακό, σύλησαν τήν ἀθωότητα, καταπάτησαν τό δίκαιο, μόλυναν τά ἱερά καί πάτησαν τήν καλοσύνη. Καί τοῦ τρύπησαν τό στῆθος ἐξαιτίας πολλῶν πετρωμένων καρδιῶν –νταμάρια καρδιῶν– στίς ὁποῖες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία καί κάθε ἀσέβεια καί οἱ ἱερόσυλοι λογισμοί καί οἱ κτηνώδεις ἐπιθυμίες καί στίς ὁποῖες μέσα ἀπό ὅλους τοὺς αἰῶνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια ἀδελφοῦ ἐναντίον ἀδελφοῦ, γείτονα ἐναντίον γείτονα, ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Τά χέρια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά θεραπευθοῦν τοῦ καθενός τά χέρια ἀπό τά ἁμαρτωλά ἔργα. Τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν καθενός τά πόδια ἀπό τούς ἁμαρτωλούς δρόμους. Τό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκε γιά νά πλυθεῖ κάθε καρδιά ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί σκέψεις.
Ὅταν ὁ ἀπαίσιος Κρόμβελ, δικτάτορας τῆς Ἀγγλίας, ἄρχισε νά ἁρπάζει τήν περιουσία τῶν μονῶν καί ἔκλεινε τά μοναστήρια, ἔγινε σέ ὁλόκληρη τήν ἀγγλική χώρα μία θορυβώδης λιτανεία ἀπό μερικές χιλιάδες ἀνθρώπινες ψυχές σέ ἔνδειξη τῆς λαϊκῆς ἀποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι μέ τήν ἐπιγραφή στίς σημαῖες: «Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ» καί ἔψελναν ὕμνους ἐκκλησιαστικούς καί τελοῦσαν λειτουργίες πρός τόν Θεό στούς ἀγρούς. Φοβήθηκε ὁ ἀπαίσιος δικτάτορας πολύ καί περισσότερο φοβήθηκε ἐκεῖνες τίς σημαῖες παρά ὁτιδήποτε ἄλλο καί μείωσε τήν βιαιοπραγία του.
Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ ἄς σοῦ μάθουν, νά φροντίζεις τίς πέντε αἰσθήσεις σου γιά τόν ζῶντα Θεό. Συνέχεια
Ἀτενίζοντας τὸν Σωτῆρα στό Σταυρό
Tοῦ Ἀρχιμ. Lev Gillet
Κύριε, στέκομαι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ σου μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα σου, μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο μαθητή, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ σοῦ ἔμειναν πιστές.
Τολμῶ νὰ ὑψώσω τὰ μάτια μου σὲ σένα καὶ ν᾽ ἀτενίσω τὴ θυσία σου. Σ᾽ αὐτὸ τὸ ἀντίκρισμα μαθαίνω ὅ,τι δὲν κατόρθωσα νὰ μάθω οὔτε καὶ μέσα στὰ κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὰ πόδια σου εἶναι καρφωμένα στὸ ξύλο. ῾Ο σταυρός σου εἶναι τὸ πατητήρι ὅπου πατήθηκε τὸ ἀληθινὸ σταφύλι.
Ἐνῷ μπορεῖς, δὲν θέλεις νὰ φύγεις. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάντηση ποὺ μοῦ ὅρισες μὲ περιμένεις. Καρφωμένος στὸ σταυρὸ ὑποτάσσεις τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὴ τὴν ἀναμονή μου.
Μπορεῖ νὰ μὴν ἔλθω. Μὰ σὺ εἶσαι ἐκεῖ καὶ μένεις ἐκεῖ ὅπου ἀφέθηκες νὰ σὲ καρφώσουν.
Τὰ χέρια σου εἶναι ἁπλωμένα. Ἀνοίγουν γιὰ νὰ καλέσουν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν θέλουν νὰ κλείσουν. Τὰ καρφιὰ τὰ κρατοῦν σ᾽ αὐτὴ τὴ στάση ποὺ προκαλεῖ καὶ ἀγκαλιάζει. Μοῦ λένε σιωπηλά: «῎Ελα».
Τὸ κεφάλι εἶναι γειρμένο. Τὸ γέρνεις σὲ μιὰ κίνηση ποὺ προσκαλεῖ. Ἀποδέχθηκες καὶ συγκεφαλαίωσες τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς τὴ δικὴ σου ὡς Υἱοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κλίνεις τὸ κεφάλι σὰν δεῖγμα ὑποταγῆς σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη τῶν Τριῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ταυτόχρονα τὸ κεφάλι εἶναι γειρμένο πρὸς αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ μπροστά σου. Πρὸς αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγάπησαν καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ φώναξαν «σταύρωσον αὐτόν».
Εἶναι γυρμένο πρὸς αὐτοὺς ποὺ πονοῦν καὶ πορεύονται στενάζοντες, πρὸς ἐκείνους ποὺ ἀναζητοῦν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν.
Τὰ μάτια σου τώρα ἔχουν κλείσει. Μέσα στὸ ἴδιο ἐσωτερικὸ ὅραμα βλέπουν τὸν Πατέρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Πρὸς τὰ δὺο αὐτὰ ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης σου κατευθύνεται τώρα ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή σου.
Τὸ αἷμα κυλάει ἀπ᾽ τὸ μέτωπό σου, ἀπ᾽ τὰ χέρια σου, ἀπ᾽ τὸ μαστιγωμένο σῶμα σου. Κυλάει ἀργὰ σὲ κόκκινα ρυάκια. Θὰ τρέξει ἐπίσης κι ἀπ᾽ τὴν τρυπημένη πλευρά σου, σὰν νὰ εἶχε διαρραγεῖ ἡ καρδιά σου κάτω ἀπ᾽ τὴν πίεση τῆς ὀδυνωμένης ἀγάπης σου.
Τὸ ποτήρι χύνεται σὲ σπονδή.
Ὁ ἀκάνθινος στέφανος πληγώνει τὸ κεφάλι σου. Τοποθετημένα κυκλικὰ αὐτὰ τὰ ἀγκάθια μοιάζουν μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τὶς συγκεντρωμένες καὶ τοποθετημένες τὴ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη προκειμένου νὰ φορτωθοῦν ἐπάνω σου. ῞Ολες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων δεμένες μαζί.
Μὰ γύρω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι αὐτὸ βλέπω ἀκτῖνες φωτός. ῞Ενας χρυσὸς φωτοστέφανος τυλίγει τὸ μέτωπό σου τὸ ματωμένο. Αὐτὴ ἡ λάμψη δίνει τὸ νόημά της στὴν ἀτελῆ εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Διότι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι Κύριος καὶ Λυτρωτής. Συνέχεια
Υμνολογία Μεγάλης Πέμπτης
«Σήμερον τῷ σταυρῷ προσήλωσαν Ἰουδαῖοι τόν Κύριον, τόν διατεμόντα τήν θάλασσαν ῥάβδῳ καί διαγαγόντα αὐτούς ἐν ἐρήμῳ. Σήμερον τῇ λόγχῃ τήν πλευράν αὐτοῦ ἐκέντησαν, τοῦ πληγαῖς μαστίξαντος ὑπέρ αὐτῶν τήν Αἴγυπτον, καί χολήν ἐπότισαν τόν μάννα τροφήν αὐτοῖς ὀμβρήσαντα».
Σήμερα οἱ Ἰουδαῖοι κάρφωσαν στό σταυρό τόν Κύριο, πού διαχώρησε τή θάλασσα (τήν Ἐρυθρά) μέ ράβδο καί διαπέρασε αὐτούς στήν ἔρημο. Σήμερα τρύπησαν μέ λόγχη τήν πλευρά ἐκείνου, πού γιά χάρη τους μαστίγωσε μέ συμφορές τήν Αἴγυπτο καί πότισαν μέ χολή αὐτόν πού τούς ἔβρεξε σάν τροφή τό μάννα ἀπό τόν οὐρανό.
Συνέχεια ἀντιθέσεων. Σήμερα, τήν ἀποφράδα ἡμέρα τοῦ Πάθους, ἔγιναν ἀλλόκοτα πράγματα. Οἱ Ἑβραῖοι, ἀπό μίσος καί ἐμπάθεια, κάρφωσαν στό σταυρό, σάν ἕναν ἐπονείδιστο κακοῦργο, ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος παλιά, μέ τό ραβδί τοῦ ὑπηρέτη του, ἔκοψε στά δύο τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί τούς πέρασε ἀβλαβεῖς στήν ἔρημο, σώζοντάς τους ἀπό τήν φονική διάθεση τῶν Αἰγυπτίων. Σήμερα κέντησαν τήν πλευρά μέ λόγχη ἐκείνου, πού παλιότερα χτύπησε ἄγρια μέ πληγές τή χώρα τῆς Αἰγύπτου, πού δυνάστευε ἄγρια τόν ὑπόδουλο λαό, καί πότισαν μέ χολή (κατά τή σταύρωση) τόν ἴδιο προστάτη καί Θεό τους, ὁ ὁποῖος μέ τό μάννα τούς ἔθρεψε στήν ἔρημο!
«Κύριε, ἐπί τό πάθος τό ἑκούσιον παραγενόμενος, ἐβόας τοῖς μαθηταῖς σου· Κἄν μίαν ὥραν οὐκ ἰσχύσατε ἀγρυπνῆσαι μετ᾽ ἐμοῦ, πῶς ἐπηγγείλασθε ἀποθνῄσκειν δι᾽ ἐμέ; Κἄν τόν Ἰούδαν θεάσασθε, πῶς οὐ καθεύδει, ἀλλά σπουδάζει προδοῦναί με τοῖς παρανόμοις∙ Ἐγείρεσθε, προσεύξασθε, μή τίς με ἀρνήσηται βλέπων με ἐν τῷ σταυρῷ. Μακρόθυμε δόξα σοι».
Κύριε, ὅταν ἔφθασες στό ἑκούσιο πάθος σου, φώναξες στούς μαθητές σου: Ἀφοῦ δέν μπορέσατε μιά ὥρα ν᾽ ἀγρυπνήσετε μαζί μου, πῶς ὑποσχεθήκατε νά πεθάνετε γιά μένα; Τουλάχιστον κοιτάξτε τόν Ἰούδα πώς δέν κοιμᾶται, ἀλλ᾽ ἐνεργεῖ γρήγορα νά μέ προδώσει στούς παρανόμους. Σηκωθεῖτε καί προσευχηθεῖτε, κανένας νά μή μέ ἀρνηθεῖ, βλέποντάς με ἐπάνω στό σταυρό. Μακρόθυμε, δόξα σοι.
Οἱ μαθητές, πρίν ἀπό τό σωτήριο πάθος, δέν ἦταν τέλειοι. Κουβαλοῦσαν τή νωθρή φύση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀδύνατη καί ἐπικλινή πρός τήν ἁμαρτία. Τή φύση αὐτή τή γνώριζε ὁ Χριστός καί προσπαθοῦσε νά τήν παιδαγωγήσει σέ ἑτοιμότητα ἐνόψη τοῦ πάθους, καί ἀργότερα στό ὑψηλό ἀποστολικό του ἔργο, στό ὁποῖο τήν κάλεσε. Συνέχεια
Για τοὺς χιτῶνες τοῦ Κυρίου
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Μὲ ῥωτᾶς, σεβαστὴ ἀδελφή, γιά τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος ὁ Κύριος κατά τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τή Μεγάλη Παρασκευή. Γιατὶ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χρῶμα; Γιατὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χρῶμα; Καὶ γιατὶ οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα;
Ὅλα ὅσα συνέβησαν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στούς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις πού χρήζουν ἑρμηνείας. Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες ἀνήκει σ’ αὐτὴν τή δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.
Ὁ Πορφυρὸς χιτῶνας εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στόν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του “οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου” (Ἰωά. 18, 36) αὐτὸ φάνηκε στό ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ῥωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας. Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτῶνα ‒δηλαδή μὲ τὸν πιὸ εὐτελῆ πού μποροῦσαν νά βροῦν‒ γιά νά τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς. Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.
Ὁ βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἐν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου. Ἐγὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του. Συνέχεια
Τὸ θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς
Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς
«Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. 3, 18).
Ἀντίθετα στὴ ζωὴ ἐν Χριστῷ στέκει ἡ ζωὴ χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ ἐνάντια στὸν Χριστό. Αὐτὴ ζοῦν οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Χριστοῦ, «οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ». Μποροῦν καὶ ὑπάρχουν τέτοιοι; Μὰ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θάνατο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τὴν κόλαση. Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ «δύναμη τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ ἀνθρώπινη δύναμη καὶ ἀνθρώπινη δόξα. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμέλιο τῆς νέας ζωῆς, τῆς αἰώνιας ζωῆς, θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων, θεμέλιο τῶν Μαρτύρων, θεμέλιο τῶν Ὁμολογητῶν, θεμέλιο τοῦ ἀσκητισμοῦ, θεμέλιο τῆς ἁγιοσύνης, μὲ μία λέξη, θεμέλιο ὅλου τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς θεοποίησης. Ναί, εἶναι «ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ», μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι νικοῦν ὅλους τοὺς θανάτους, ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλα τὰ κακά. Καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐνάντιοι στὸ σταυρό, τοῦτο εἶναι πράγματι ἀξιοθρήνητο.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος κλαίγοντας μιλάει περὶ τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρωτίστως ἐχθροὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ σκοτώνουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι μ’ ἕνα θάνατο ἀλλὰ μ’ ἑκατοντάδες, καὶ ρίχνουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι σὲ μία κόλαση ἀλλὰ σὲ χιλιάδες. Ὀφθαλμοφανῶς, ἐκεῖνοι εἶναι ἐχθροὶ τῆς ἀθανασίας τους, τοῦ παραδείσου τους, τῆς σωτηρίας τους, τοῦ θεϊκοῦ τους προορισμοῦ, καὶ μ’ αὐτὸ εἶναι ἐχθροὶ καὶ τῆς σωτηρίας ἀλλήλων καὶ τῆς ἀθανασίας ἀλλήλων, ἀφοῦ μποροῦν νὰ τοὺς σκανδαλίσουν καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τοὺς σπρώξουν στὸν γκρεμὸ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Συνέχεια
Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου
Ἅγ. Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός
Mτφρ. π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον
Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν, «Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ υἱὸς καὶ θεός μου»
Προοίμιον
Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε. Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε: «Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
Οἶκοι
α´
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα, «Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελέεις; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ, κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς; συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».
Οἶκοι
α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε: «Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις; Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ, καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης; Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω; Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης, Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες, ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου». Συνέχεια
Οἱ ἑπτὰ φράσεις τοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρό.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Θέλετε νὰ µάθετε τὴ σηµασία ἐκείνων τῶν ἑπτὰ φράσεων τὶς ὁποῖες εἶπε ὁ Κύριος πάνω στὸν σταυρό. Δὲν εἶναι σαφεῖς;
Πρώτη φράση: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὸ ἔλεός του ἀπέναντι στοὺς ἐκτελεστές Του, τῶν ὁποίων ἡ µοχθηρία δὲν ὑποχώρησε οὔτε ὅταν ὑπέφερε στὸν σταυρό. Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι βροντοφώναξε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου τοῦ Γολγοθᾶ µία ἀποδεδειγµένη ἀλλά ποτὲ καλὰ συνειδητοποιηµένη ἀλήθεια, δηλαδὴ ὅτι αὐτοὶ ποὺ πράττουν τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν. Σκοτώνοντας τὸν Δίκαιο στὴν πραγµατικότητα σκοτώνουν τὸν ἑαυτό τους καὶ ταυτόχρονα δοξάζουν τὸν Δίκαιο. Καταπατώντας τὸν νόµο τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπουν τὴ µυλόπετρα, ἡ ὁποία ἀόρατα κατεβαίνει πρὸς αὐτοὺς γιὰ νὰ τοὺς συνθλίψει. Ἐµπαίζοντας τὸν Θεὸ δὲν βλέπουν τὰ πρόσωπά τους νὰ µεταµορφώνονται σὲ θηριώδη ρύγχη. Διαποτισµένοι ἀπὸ τὸ κακὸ ποτὲ δὲν ξέρουν τί κάνουν.
Δεύτερη φράση: «Ἀµὴν λέγω σοι, σήµερον µετ’ ἐµοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43). Αὐτὸς ὁ λόγος ἀπευθύνεται στὸν µετανιωµένο ληστὴ στὸν σταυρό. Πολὺ παρήγορος λόγος γιὰ τοὺς ἁµαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον τὴν τελευταία στιγµὴ µετανοοῦν. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτα µεγάλο. Ὁ Κύριος ἐκπληρώνει τὴν ἀποστολὴ Του ἀκόµα καὶ στὸν σταυρό. Ἕως τὴν τελευταία του πνοὴ ὁ Κύριος σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν καὶ τὴν παραµικρὴ ἐπιθυµία νὰ σωθοῦν.
Τρίτη φράση: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰωάν. 19, 26). Ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος στὴν Ἁγία Μητέρα Του ποὺ στεκόταν κάτω ἀπὸ τὸν σταυρὸ µὲ τὴν ψυχὴ σταυρωµένη. Καὶ στὸν ἀπόστολο Ἰωάννη λέγει: «Ἰδοὺ ἡ µήτηρ σου» (Ἰωάν. 19, 27). Αὐτὸς ὁ λόγος δείχνει τὴ φροντίδα, ποὺ ὁ καθένας χρωστᾶ στοὺς γονεῖς του. Γιὰ δές, Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους: «Τίµα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν µητέρα σου» (Ἐξ. 20, 12) ἐκπληρώνει τὴν ἐντολὴ Του τὴν ὕστατη στιγµή. Συνέχεια
Τροπάρια τῶν Μακαρισμῶν Ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς
«Ἡ ζωηφόρος σου πλευρά, ὡς ἐξ Ἐδέμ πηγή ἀναβλύζουσα, τήν Ἐκκλησίαν σου, Χριστέ, ὡς λογικόν ποτίζει παράδεισον, ἐντεῦθεν μερίζουσα, ὡς εἰς ἀρχάς, εἰς τέσσαρα Εὐαγγέλια, τόν κόσμον ἀρδεύουσα, τήν κτίσιν εὐφραίνουσα καί τά ἔθνη πιστῶς διδάσκουσα προσκυνεῖν τήν βασιλείαν σου».
Ἡ ζωηπάροχή σου πλευρά, Χριστέ, σάν πηγή πού ἀνέβλυζε ἀπό τήν Ἐδέμ, ποτίζει τήν Ἐκκλησία σου, πού μοιάζει μέ λογικό Παράδεισο μοιράζοντας, ὅπως ἡ πηγή ἐκείνη, μοίραζε σέ τέσσερις ἀρχές (ποταμούς), αὐτή σέ τέσσερα Εὐαγγέλια, πού ποτίζουν (μέ τή σοφία τούς) τόν κόσμο, εὐφραίνουν τήν κτίση, καί διδάσκουν τά ἔθνη νά προσκυνοῦν μέ πίστη τή Βασιλεία σου.
Μιά ὡραία ἀναλογία ἐξαίρεται ἐδῶ μεταξύ τῆς πηγῆς τῆς Ἐδέμ καί τῆς κεντηθείσας πλευρᾶς τοῦ Ἰησοῦ στό σταυρό. Στήν παλαιά Ἐδέμ ὑπῆρχε πηγή, ἡ ὁποία πότιζε τόν Παράδεισο καί στή συνέχεια χωριζόταν σέ τέσσερις «ἀρχές» (δηλαδή ποταμούς). Ὅπως, λοιπόν, ἐκεῖ ἀνέβλυζε πηγή ζωογονούσα τόν Παράδεισο, ἔτσι καί στό σταυρό, ἄνοιξε πηγή πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τήν κεντηθείσα πλευρά τοῦ Κυρίου. Ἀπό τήν πηγή αὐτή προῆλθε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται στό κέντρο τοῦ νέου πνευματικοῦ Παραδείσου. Καί ἀπό τήν ὁποία χωρίζονται σάν «ἀρχές» τά τέσσερα Εὐαγγέλια, πού ποτίζουν τόν κόσμο μέ τά νάματα τῆς θείας ἀλήθειας, φαιδρύνουν καί δροσίζουν ὁλόκληρη τήν κτίση καί διδάσκουν τά ἔθνη νά προσκυνοῦν πιστῶς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν πλευρά, λοιπόν, τοῦ Κυρίου δημιουργήθηκε ἡ Ἐκκλησία, ὁ νέος λογικός Παράδεισος, πού μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρδεύει «ἅπασα τήν κτίσιν πρός ζωογονίαν». Συνέχεια
Τροπάριο καί Μακαρισμοί Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς
Τό Τροπάριον
«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».
Ὅταν οἱ ἔνδοξοι μαθητές κατά τή διάρκεια τοῦ νιπτήρα λάμβαναν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ δυσσεβής Ἰούδας, καταληφθείς ἀπό τή φοβερή νόσο τῆς φιλαργυρίας, γέμιζε ἀπό τό σκοτάδι τῆς παρανομίας. Ἔτσι, σκοτισμένος, παρέδιδε σέ ἄνομους κριτές (νά δικαστεῖς) ἐσένα, τό δίκαιο Κριτή. Βλέπε, ἐσύ πού ἀγαπᾶς τά χρήματα, αὐτόν πού γιά χάρη τους, χρησιμοποίησε τήν ἀγχόνη (κρεμάστηκε)· ἀπόφευγε τήν ἀχόρταγη ψυχή, πού τόλμησε τέτοια πράγματα στό Διδάσκαλο. Σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού εἶσαι πρός ὅλους ἀγαθός, δόξα σοι.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἰούδα κατέχει κεντρική θέση στήν ἱστόρηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἤδη ἡ ὑμνογραφία τῶν προηγούμενων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδας ἀσχολήθηκε ἀρκετά μέ τόν προδότη μαθητή. Τό τροπάριο ἐπανέρχεται στό ἴδιο θέμα, τόσο περισσότερο ὅσο ἡ προδοσία ἦταν ἐπί θύραις.
Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη. Τό ἑσπέρας ὁ Χριστός θέλησε μέ τούς μαθητές του νά φάγει τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του, στό ὁποῖο θά συνιστοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ μαθητές ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι σέ ὑπερῶο δωμάτιο στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιά τό πασχάλιο δεῖπνο. Μαζί τους ἦταν καί ὁ Ἰούδας.
Ἐνῶ ὅμως οἱ ἕντεκα μαθητές στίς κρίσιμες ἐκεῖνες ὧρες φωτίζονταν ἀπό τήν ἀκτινοβολία τοῦ θείου Διδασκάλου καί ὁ νοῦς τους ἀνοιγόταν στή Χάρη γιά νά δεχτεῖ τίς φωταύγειες τοῦ σωστικοῦ μυστηρίου, ὁ Ἰούδας ἦταν παραδομένος στό σκοτάδι τοῦ αἰώνιου θανάτου. Ἀσυγκίνητος στό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του ἀπουσίαζε ἀπό τήν οὐράνια μυσταγωγία, ἔτρεχε μακριά, πολύ μακριά, ἔφτανε στά ἔγκατα τοῦ ἅδη, στό ζοφερό σκοτάδι τῆς κολάσεως. Ἦταν κολλημένος στούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, πού ἤθελαν νά τόν θανατώσουν, καί σχεδίαζε νά τούς παραδώσει τόν ἐλευθερωτή τοῦ κόσμου. Μελετοῦσε τήν προδοσία!
Τρομερό τό κατάντημα τοῦ προδότη μαθητῆ! Ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου ἐπισύρει τήν προσοχή τοῦ ἀνθρώπου· Βλέπε, λέγει, ἐσύ πού ἀγαπᾶς εἴτε τό πολύτιμο μέταλλο, εἴτε τά χάρτινα τραπεζογραμμάτια, ἐσύ πού περιορίζεις τήν ψυχή καί τή ζωή σου στά χρήματα καί κάνεις τά πάντα γιά νά τά ἀποκτήσεις, ὁ ἀνάλγητος δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ὁ δεινός φιλάργυρος, βλέπε ἐκεῖνον, πού γιά τήν ἀγάπη τῶν χρημάτων βρῆκε θάνατο φρικτό καί ἐπώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ἕνα ἀφιλόξενο δέντρο! Ἀπόφευγε, φωνάζει, τήν ἀκόρεστη ψυχή, πού γιά τά χρήματα τόλμησε νά φτάσει στήν προδοσία τοῦ Διδασκάλου! Συνέχεια
Ἀντίφωνα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης
Ἀντίφωνον Θ΄
«Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια τήν τιμήν τοῦ τετιμημένου, ὅν ἐτιμήσαντο ἀπό υἱῶν Ἰσραήλ. Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής· διά τοῦτο γρηγορεῖτε!»
Τοποθέτησαν τά τριάκοντα ἀργύρια σάν ἀντίτιμο τοῦ ἀνεκτίμητου (Κυρίου), τοῦ ὁποίου τήν τιμή καθώρισαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ. Ἐσεῖς νά μένετε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεσθε, γιά νά μήν μπεῖτε σέ πειρασμό· διότι ἡ μέν ψυχή εἶναι πρόθυμη, ἡ σάρκα ὅμως εἶναι ἀδύνατη καί εὔκολα μπορεῖ νά ὑποκύψει. Γιά τοῦτο νά ἐπαγρυπνεῖτε.
Τό ἀντίφωνο ἐπανέρχεται στήν ἀνάγκη ἐπαγρυπνήσεως καί προσευχῆς. Εἶναι τά δύο μεγάλα ὅπλα, τά ὁποῖα καθορίζουν τή νίκη τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα κατά τοῦ διαβόλου καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ὅμως καί δυνάμεις στηρίξεως τοῦ συνεκτικοῦ ἱστοῦ τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως, ρυθμιστικές τῆς διαπάλης ὅπου ὑπάρχει, μεταξύ σώματος καί ψυχῆς. Καί ἡ μέν ψυχή ἀγαπᾶ τά θεῖα καί τά ἐπουράνια καί εἶναι πρόθυμη νά παλέψει γιά τή σωτηρία της. Ἡ σάρκα ὅμως, δηλαδή ἡ ὑλική φύση, εἶναι ἀσθενής, εὐκόλως ὑποκύπτουσα στά πάθη καί τήν ἁμαρτία. Γιά τοῦτο οἱ πιστοί πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἄγρυπνοι, νά ἀντικρούουν τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά προσεύχονται στό Θεό νά τούς ἐνδυναμώνει στόν πνευματικό ἀγώνα τους. Ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή βρίσκονται στήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς. Χωρίς αὐτές κανένας πνευματικός ἀγώνας δέν κερδίζεται.
«Ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος· σύ δέ, Κύριε, ἀνάστησόν με, καί ἀνταποδώσω αὐτοῖς».
Μοῦ ἔδωσαν (λέγει ὁ Χριστός) ἀντί φαγητοῦ χολή καί, ὅταν διψοῦσα, μέ πότισαν ξύδι· σύ δέ, Κύριε, ἀνάστησέ με (ἀπό τόν τάφο) καί θ᾽ ἀνταποδώσω σ᾽ αὐτούς (σύμφωνα μέ τά ἀπάνθρωπα ἔργα τους).
Ἡ κακουργία τῶν σταυρωτῶν ἦταν εἰδεχθής καί ἀποτρόπαιος. Στό στόμα, πού γέμισε τήν Παλαιστίνη μέ τή θεσπέσια διδασκαλία του, στό μεγάλο θαυματοποιό, πού γέμισε στήν ἔρημο τά πεινασμένα στομάχια χιλιάδων λαοῦ, ὅταν πείνασε τοῦ ἔδωσαν ἀντί φαγητοῦ χολή· καί ὅταν δίψασε, τοῦ ἔδωσαν νά πιεῖ ξύδι. Σύ Κύριε ὅμως, λέγει ὁ Χριστός στόν οὐράνιο Πατέρα του, μέ κάποιον τόνο «ἐκδικητικότητας», ἀνάστησέ με ἀπό τόν τάφο καί, σάν δίκαιος κριτής, θά ἀνταποδώσω σ᾽ αὐτούς σύμφωνα μέ τά ἄνομα ἔργα τους. Ἡ δίκαιη τιμωρία εἶναι πάντοτε ἡ κατάληξη τῆς παρανομίας. Συνέχεια