Προσωπική Γεθσημανή: Ἡ καρδιά τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος, Γρηγοριάτης
Ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας μου στό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας, ἀλλά περισσότερο τώρα πού βρίσκομαι στό τέρμα τῆς ἐπίγειας παρουσίας μου, μέ ἀπασχολοῦσε καί μέ ἀπασχολεῖ τό βασικό αὐτοκριτικό ἐρώτημα: ποιό εἶναι τό αἴτιο πού κάνει ἰσχνή καί, καμιά φορά, ἀνύπαρκτη τήν ἱκανότητα τῶν χριστιανῶν νά εἴμαστε «φῶς», «ἁλάτι» καί «ζύμη», γιά τήν κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί δραστηριοποιούμαστε, ὅπως ζητεῖ ἀπό τόν καθένα μας –καί μάλιστα ἀπό ἐμᾶς τούς ἱερωμένους- ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός;
Τήν ἀπάντηση σέ αὐτό τό τόσο σημαντικό ἐρώτημα τήν πῆρα ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τῆς αὐτοπροαίρετης πορείας τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου μας πρός τήν Σταυροαναστάσιμη Θυσία τῆς Θεανδρικῆς Ὑπόστασής Του, ὅπως ἔχει ἀποτυπωθῆ στά ἱερά Εὐαγγέλια.
Ἡ Ἄκρα Ταπείνωση ἤ Κένωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου ἔχει βέβαια τήν ἀφετηρία Της στήν ἀπόφαση καί πραγμάτωση τῆς ἐνανθρώπησής Του. Τά ἐπί μέρους ὅμως στάδια αὐτῆς τῆς «ἐνανθρώπησης», μέχρι τό στάδιο τῆς δραματικῆς βραδυᾶς στή Γεθσημανή, χαρακτηρίζονται ἀπό μυστικότητα καί Μυστήριο, ἀπό ἀφανῆ Κένωση, προσομοίωση τῆς ἐνηλικίωσής Του πρός τά στάδια ἐνηλικίσωσης τῶν κοινῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, σέ κάποιες γνωστές σέ μᾶς περιστάσεις, χαρακτηρίζονται καί ἀπό σταδιακή καί κλιμακωτή ἀποκάλυψη τῆς θεανδρικῆς Ὑπόστασης καί Ἀποστολῆς Του, πού προκαλοῦσε τότε, προκαλεῖ ὅμως καί τώρα, ὄχι μόνο θετικές, ἀλλά καί ἀρνητικές ἀντιδράσεις, ἐκ μέρους διαφόρων, κυρίως θρησκευτικῶν καί κοινωνικῶν παραγόντων. Προαγγέλλεται ἡ ἐνανθρώπηση ἀπό προφῆτες, σέ Ἰουδαίους καί, σέ ἐθνικούς, ἐμφανίζονται πρόσωπα πού φανερώνουν κοινό φρόνημα καί προσδοκία τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀναμενόμενου Σωτήρα.
Ἐνσαρκώνεται ὁ Θεός Λόγος, κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, κυοφορεῖται, τίκτεται ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου, υἱοθετεῖται ὑπό τοῦ Ἰωσήφ, περιτέμνεται, φυγαδεύεται στήν Αἴγυπτο, νηπιάζει, μερικῶς καί δυσνοήτως, ὡς δωδεκαετής ἀποσπᾶται ἀπό τούς «γονεῖς»Του καί διαλέγεται μετά τῶν ἡγετῶν τοῦ ἱερατικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἀποκαλύπτων συνεσκιασμένως τήν Θεανδρικότητα τῆς ὑπόστασής Του καί τήν Ἀποστολή Του, ἐπιστρέφει στήν οἰκογενειακή ἑστία, «ὑποτασσόμενος τοῖς γονεῦσιν αὐτοῦ»[1], βοηθός τοῦ θετοῦ πατρός Του. Μέχρι τή δημόσια ἐμφάνισή Του καί τήν ἀρχή τῆς ἀξιοθαύμαστης καί φιλάνθρωπης διδακτικῆς καί θαυματουργικῆς δράσης Του, δέν ἔχουμε ἄλλες αὐθεντικές μαρτυρίες αὐτῆς τῆς ἀδιανόητης Κένωσής του.
Ὅσοι ἀπό μᾶς δέν ἔχουμε διδαχθεῖ ἐπαρκῶς θεολογικά, διά νά κατανοήσουμε τά ὅσα ὑπονοῶ μέ τή διατύπωση «νηπιάζει μερικῶς καί δυσνοήτως» εἶναι σκόπιμο νά λάβουν κάποια θεολογική καθοδήγηση πάνω στό θέμα τῆς Θεανδρικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνέχεια
ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
1. – Πραγματικά δέν ἔχω τί νά πῶ γιά τή σημερινή πανήγυρη. Διότι ἡ μέν πανήγυρη παρακινεῖ τή γλώσσα μου στό νά κατηγορήσω τόν Ἰούδα, ἐνῶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτήρα μου τήν γυρίζει πίσω. Καί εἶμαι κυριευμένος ἀπό αὐτά τά δύο, ἀπό μίσος ἐναντίον τοῦ προδότη, καί ἀγάπη γιά τόν Κύριο. Τό μίσος ὅμως τό νικάει ἡ ἀγάπη, διότι εἶναι μεγαλύτερη καί δυνατότερη. Γι᾽ αὐτό, ἀφήνοντας κατά μέρος τόν προδότη, ἐξυμνῶ τόν εὐεργέτη, ὄχι ὅσο εἶναι ἄξιος, ἀλλ᾽ ὅσον ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μου νά Τόν ἐξυμνήσω.
Πῶς ἄφησε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στή γῆ; Πῶς Ἐκεῖνος πού γεμίζει ὁλόκληρη τήν κτίση, ἦρθε πρός ἐμένα, καί ἔγινε γιά χάρη μου ἄνθρωπος σάν καί μένα; Πῶς πῆρε μαθητή Του ἐκεῖνον πού γνώριζε ὅτι θά γίνει προδότης καί ἔδωσε ἐντολή στόν ἐχθρό Του νά Τόν ἀκολουθεῖ σάν φίλος; Πῶς δέν Τόν ἐνδιέφερε ἡ προδοσία, ἀλλά φρόντιζε γιά τή σωτηρία ἐκείνου πού θά Τόν πρόδιδε; Διότι, λέγει, «Ὅταν βράδυασε καθόταν ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς δώδεκα μαθητές Του καί, ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει» (Ματθ. 26, 20-21). Προεῖπε τήν προδοσία γιά νά ἐμποδίσει τό παρανόμημα.
Τήν προεῖπε χωρίς ν᾽ ἀναφέρει τό πρόσωπο τοῦ προδότη, ἀλλά δέν μπόρεσε αὐτό ν᾽ ἀποτρέψει τήν παρανομία τοῦ μαθητῆ, αὐτή πού ἀγνοοῦσαν ἐκεῖνοι πού κάθονταν στό ἴδιο τραπέζι. Ποιός εἶδε τέτοια φιλανθρωπία κυρίου; Καί προδίνεται καί ἀγαπᾶ τόν προδότη. Ποιός περιφρονεῖται καί δείχνει εὐσπλαχνία; Ποιός πουλιέται καί κάθεται στό ἴδιο τραπέζι μέ τόν κακό ἔμπορο, δείχνοντας ὅλη τή φροντίδα του πρός ἐκεῖνον πού τόν ἐπιβουλεύεται;
«Καί ἐνῶ ἔτρωγαν αὐτοί, εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ παραδώσει». Σάν ἄνθρωπος ἔτρωγε καί σάν Θεός μιλοῦσε γιά τό μέλλον. Γιά χάρη μου κάμνει ἐκεῖνα πού ταιριάζουν στήν φύση μου. Ἐπειδή ὅλοι οἱ μαθητές ταράχθηκαν μέ τά λόγια αὐτά καί δέχονταν τούς φοβερούς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς τους καί μετέτρεψαν τήν ὥρα τοῦ δείπνου σέ ὥρα λύπης, λέγοντας ὁ καθένας, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 22), θέλοντας μέ τά λόγια τῆς ἐρωτήσεως, νά βροῦν τήν ἡσυχία ἀπό τήν κακή ὑπόνοια.
Καθησυχάζοντας ὁ Σωτήρ τίς ψυχές ἐκείνων πού ἦταν ἄδικα ταραγμένοι, φανερώνει μέ τήν ἀπάντηση τόν ἀγνοούμενο: «ἐκεῖνος πού βούτηξε», λέγει, «μαζί μου τό χέρι του στό πιάτο, αὐτός θά μέ παραδώσει. Καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου βέβαια πηγαίνει ὅπως εἶναι γραμμένο γι᾽ αὐτόν, ἀλλοίμονο ὅμως στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ἀπό τόν ὁποῖο παραδίνεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου·θά ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐάν δέν εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26, 23-24).
Βοηθάει ἐκεῖνον πού δέν λυπήθηκε τήν ψυχή του. Ἐπέμενε νά δείχνει τό ἐνδιαφέρον γιά ἐκεῖνον πού ἀπό παλιά ἀδιαφόρησε γιά τόν ἑαυτό του, δίνοντας καί σ᾽ ἐκεῖνον τήν εὐκαιρία γιά μετάνοια, καί καθησυχάζοντας τήν ἀγωνία τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν. Ὅμως καθόλου καλύτερος δέν ἔγινε μέ ὅλα αὐτά ὁ προδότης.
Ἔπρεπε δηλαδή αὐτός μετά ἀπό τά φοβερά ἐκεῖνα λόγια νά φύγει ἀμέσως ἀπό τό δεῖπνο. Ἔπρεπε νά ζητήσει τή μεσολάβηση τῶν Μαθητῶν. Ἔπρεπε νά γονατίσει καί ν᾽ ἀγκαλιάσει τά γόνατα τοῦ Σωτήρα καί νά Τόν παρακαλέσει μ᾽ αὐτά περίπου τά λόγια: «ἁμάρτησα, φιλάνθρωπε, ἁμάρτησα, παρανόμησα, πωλώντας γιά λίγο τίμημα τόν ἀτίμητο μαργαρίτη. Παρανόμησα παραδίνοντας γιά λίγα χρήματα τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο. Συγχώρησε ἐμένα τόν ἔμπορο τῆς ζημίας καί τῆς ἀπώλειας. Συγχώρησέ με πού ὁ λογισμός μου κυριεύθηκε ἀπό τόν χρυσό. Συγχώρησέ με πού ἐξαπατήθηκα πολύ ἐλεεινά ἀπό τούς Φαρισαίους». Τίποτε ἀπό τά λόγια αὐτά δέν εἶπε οὔτε σκέφθηκε. Ἀντίθετα μέ σκληρή φωνή φανέρωνε τή θρασύτητα τῆς ψυχῆς του λέγοντας: «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. 26, 25). Συνέχεια
Ὢ παγκάκιστη ἀμέλεια!
Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Σκέψου, ἀγαπητέ, τὴν αἰτία τῆς ἀρνήσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ ὁποία φαίνεται φανερὴ σ’ αὐτὰ τὰ τρία· στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον ἀκολουθοῦσε τὸν διδάσκαλό του· στὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ στὰ ἀποτελέσματα ποὺ τοῦ προξένησε ἡ ἀμέλεια. Ὁ τρόπος ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε ἦταν ἀπὸ μακριά· «Ὁ Πέτρος τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ» (Ματθ. 26, 58} ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Πέτρος κυριευόταν ἀπὸ μία χλιαρότητα καὶ ἀμέλεια καὶ οὔτε ἐντελῶς ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν διδάσκαλό του, οὔτε τελείως νὰ τὸν ἀκολουθεῖ, ἀλλὰ ἤθελε στὴν περίπτωση αὐτὴ καὶ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι μαθητής του καὶ νὰ μὴ κινδυνεύσει γιὰ τὸν διδάσκαλό του.
Πάλι, τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ Πέτρου, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἦταν νὰ πάει νὰ πεθάνει μαζί του, ἀλλὰ κάποια περιέργεια, γιὰ νὰ κάνει μία θεωρία, ὄχι σὰν δικός του μαθητής, ἀλλὰ σὰν ἕνας ξένος περιηγητὴς καὶ νὰ δεῖ τὸ τέλος τοῦ τόσο μεγάλου ἔργου. «Καὶ ὅταν μπῆκε μέσα κάθισε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, γιὰ νὰ δεῖ τὸ τέλος» (Ματθ. 26,58).
Ἀκολούθησε τὸν Ἰησοῦ καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ μπῆκε στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως ὄχι γιὰ νὰ δεῖ τὸ τέλος καὶ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλά, ἂν τύχαινε, νὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό του· καὶ αὐτὸ συνέβαινε, ἐπειδὴ δὲν ἦταν χλιαρὴ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ποὺ οὔτε γιὰ ὥρα δὲν δεχόταν νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πῆγε μόνος του νὰ βάλει μέσα τὸν Πέτρο, ἀλλὰ εἶπε στὴ θυρωρὸ καὶ ἐκείνη τὸν ἔβαλε μέσα, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος: «Βγῆκε τότε ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς στὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπε στὴ θυρωρὸ καὶ ἔβαλε τὸν Πέτρο μέσα» (Ἰω. 18, 16). Συνέχεια
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος
π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Δύο βασικὰ γεγονότα χαρακτηρίζουν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Πέμπτης: ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τῶν δύο αὐτῶν γεγονότων εἶναι ἡ ἀγάπη . Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος εἶναι ἡ ἐσχατολογικὴ ἀποκάλυψη τῆς σωτηριώδους ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀγάπης ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς σωτηρίας. Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὁ θάνατος καὶ ἡ αὐτοκαταστροφὴ ὀφείλονται ἐπίσης στὴν ἀγάπη ·ἀλλὰ σὲ μία ἀγάπη καταστροφική, μία ἀγάπη ποὺ διαιρεῖ, διαλύει καὶ ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἀγάπη κυριαρχεῖ. Ἀκριβῶς ἐδῶ βρίσκεται τὸ μυστήριο τούτης τῆς μοναδικῆς ἡμέρας, τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες της, ὅπου τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη εἶναι παράξενα ἀναμειγμένα, μᾶς προκαλοῦν σὲ μία ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται ὁ τελικὸς προορισμὸς τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς.
«Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἰδώς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα… ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς…» (Ἰω. 13, 1). Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ μυστικοῦ Δείπνου θὰ πρέπει νὰ τὸν δοῦμε σὰν τέλος τῆς μεγαλειώδους ἐνέργειας τῆς Θείας Ἀγάπης, ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τώρα ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Α΄ Ἰω. 4, 8). Καὶ τὸ πρῶτο δῶρο τῆς Ἀγάπης ἦταν ἡ ζωὴ . Τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς ἦταν ἡ κοινωνία. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει, νὰ συμμετέχει στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἔτσι ὁ κόσμος ἦταν θεία ἀγάπη ποὺ ἔγινε τροφή, ἔγινε Σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὄντας ζωντανός, δηλαδὴ συμμετέχοντας στὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, νὰ βρεῖ νόημα στὸν Θεό, νὰ βρεῖ σ’ Αὐτὸν τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Κοινωνία μὲ τὸν κόσμο – τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – ἦταν πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν τροφή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας τὴν σῶμα του καὶ ζωή του, πρόσφερε ὁλόκληρο τὸν κόσμο στὸν Θεὸ μεταμορφώνοντάς τον σὲ ζωὴ «ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ μεταμόρφωσε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ἦταν ὁ Παράδεισος . Ἡ ζωὴ στὸν παράδεισο ἦταν, πραγματικά, εὐχαριστιακὴ. Μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Θεό, ὅλη ἡ δημιουργία ἐπρόκειτο νὰ ἁγιαστεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ σ’ ἕνα μυστήριο τῆς Θείας Παρουσίας καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου. Συνέχεια
Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην
π. Ἀνανίας Κουστένης
Προοίμιον Ι
Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.
Προοίμιον ΙΙ
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.
Οἶκοι
α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
Οἶκοι
α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά. Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή. Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν, πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου. Συνέχεια
Ὁ προδότης Ἰούδας
Ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος
Ἐπιστολή στόν σιδερὰ Ῥαντοσάββα Ι., γιά τὸν προδότη Ἰούδα
Ῥωτᾶς: «Θὰ συγχωρηθεῖ, ἄραγε, στόν Ἰούδα ἡ ἁμαρτία τῆς προδοσίας τοῦ Διδασκάλου καὶ Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ;». Δὲν γνωρίζω γιά ποιό λόγο σὲ ἐνδιαφέρει κάτι τέτοιο. Γιά μᾶς ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη μέριμνα αὐτό, τὸ νά μὴν προδώσουμε ἐμεῖς τὸν Χριστὸ μὲ τίς ἀνομίες μας. Καὶ ἀκόμα πιὸ σημαντικό· τό πῶς νά σώσουμε τίς ψυχὲς μας. Γιατὶ δές, τὸ ῥολόι τῆς ζωῆς μας μετράει γοργὰ τὶς μέρες καὶ τὶς ὦρες ὑπενθυμίζοντάς μας τὴν ἐπικείμενη ἔξοδο ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. Ὅλοι ἐμεῖς θὰ βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ αἰώνιου Κριτή, ὁ Ὁποῖος θὰ ἐκφέρει τὴ δίκαιη Κρίση Του γιά ὅλα ἐκεῖνα πού πράξαμε στή ζωὴ μας, ἐνώπιον ὅλων τῶν οὐρανίων ἀνθρώπων.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν σὲ δίκη, σκέφτεται ὁ καθένας τὰ δικὰ του ἁμαρτήματα καὶ τὶς ἀδικίες καὶ τὸ πῶς θὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτὸ του ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ. Κανεὶς δέν ἔχει τὸ χρόνο καὶ τὴν ἐπιθυμία νά σκεφτεῖ γιά τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, μήτε καὶ νά μπεῖ στά μυστικὰ τοῦ νοῦ τοῦ δικαστή πού θὰ κρίνει. Ποιός γνωρίζει τὸ πῶς θὰ κρίνει ὁ αἰώνιος Κριτὴς ἐμένα καὶ ἐσένα; Σίγουρο εἶναι μονάχα ἕνα, ὅτι θὰ μᾶς κρίνει κατὰ τὸ δίκαιο καὶ ὄχι ἄδικα, ἐνῶ ἐμεῖς θὰ θέλαμε περισσότερο νά μᾶς κρίνει ὄχι κατὰ τὸ δίκαιο ἀλλὰ μὲ ἔλεος. Μάταια ὅμως. Ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε νά κρίνει δίκαια.
Γι’ αὐτὸ μᾶς καταλαμβάνει φόβος καὶ τρόμος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγώ, δέν ἐπιθυμῶ οὔτε γιά σένα, οὔτε γιά μένα καὶ γιά κανένα στόν κόσμο, νά βρεθεῖ σὲ κείνη τὴν πλευρά πού θὰ βρίσκεται ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Ἐπειδὴ ὁ Ἰούδας, εἶναι προδότης. Εἶναι προδότης καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του. Πρόδωσε τὸν Χριστό, τοὺς Ἀποστόλους, τὸν ἑαυτὸ του τὸν ἴδιο ὡς ἄνθρωπο. Πρόδωσε τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους στούς Ἰουδαίους καὶ τὸν ἑαυτὸ του στό διάβολο. Γιατὶ εἶναι γραμμένο: «τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ἰω. 13, 27). Εἶναι δύσκολο νά μετρήσει κανεὶς ὅλο τὸ βάθος τοῦ κακοῦ πού κατέλαβε τὸν Ἰούδα. Ἦταν ἄπιστος καὶ ἀχόρταγος, κλέφτης καὶ φιλάργυρος, φίλαυτος καὶ προδότης·τέλος, ἀπελπισμένος καὶ αὐτόχειρας.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πολλὲς φορὲς τὸν προειδοποίησε νά ἀφήσει τὸν κακὸ του δρόμο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμεινε ἀμετανόητος. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔδειχνε ἀπέναντί του, τὴν ἴδια φροντίδα καὶ ἀγάπη καθὼς καὶ στούς ὑπολοίπους μαθητὲς, ἀλλὰ ἐκεῖνος στήν ἀγάπη ἀπαντοῦσε μὲ μῖσος. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γονάτισε καὶ τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια, λίγο πρὶν τὴν προδοσία καὶ ἀπὸ τὸ χέρι Του, τοῦ πρόσφερε τεμάχιο ἄρτου βουτηγμένο στο ἁλάτι. Μὲ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, ἐμεῖς ὑποδεχόμαστε τοὺς ὑψηλοὺς καλεσμένους. Ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Κύριος θέλησε νά ἀνυψώσει τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἰούδα, γι’ αὐτὸ τοῦ προσέφερε ἄρτο καὶ ἁλάτι. Τὸν χαιρέτησε μὲ ἄρτο καὶ ἁλάτι, ἀκριβῶς πρὶν τὴν προδοσία. Ὁ Ἰούδας, πῆρε μὲ τὸ χέρι του τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τὰ πῆρε μὲ τὸ χέρι μὰ τὰ ἀπέῤῥιψε στήν καρδιά του μὲ περιφρόνηση. Ὁ θνητὸς ἄνθρωπος, ἀπέῤῥιψε τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀθανάτου!
Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε πλήρως, καὶ μετὰ τὸ ψωμί, τότε εἰσῆλθε σ’ ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς (Ἰω. 13, 27). Ἀπὸ ἐκείνη τή στιγμή ὁ Ἰούδας, πρώην μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ πρώην ἄνθρωπος, διεγράφη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἀνθρώπων καὶ καταγράφηκε στίς τάξεις τῶν πνευμάτων τῆς κολάσεως. Ἐσὺ τώρα, πειράζεις τὸν Θεὸ καὶ ῥωτᾶς ἂν ὁ Θεὸς θελήσει νά συγχωρήσει τὰ πνεύματα τῆς κολάσεως καὶ νά τὰ σώσει. Δοκιμάζεις τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἔκαναν καὶ οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζοντας τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στό Γολγοθᾶ, λέγοντας: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ» (Μτ. 27, 40). Συνέχεια
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ἁγίου Ἰγνατίου Brianchaninov
Δύο ἀγαπημένοι μαθητές ζήτησαν ἀπό τόν Κύριο θρόνους δόξης
– Αὐτός τούς ἔδωσε τό Ποτήριό Του (Μτ. κ΄, 23).
Τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ὀδύνες.
Σέ ὅσους τό πίνουν ἐδῶ στή γῆ, τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ ὑπόσχεται μετοχή στή Βασιλεία τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ· προετοιμάζει γι’ αὐτούς τίς καθέδρες τῆς ἐπουράνιας αἰώνιας δόξης.
Στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ , δέν μπορεῖ κανείς οὔτε νά παραπονεθεῖ γι’ αὐτό, οὔτε νά τό ἀπορρίψει· γιατί Αὐτός πού μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά τό γευτοῦμε, πρῶτος ὁ Ἴδιος τό ἤπιε.
Ὦ, δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ! Σκότωσες τούς προγόνους μας στόν Παράδεισο, τούς ἐξαπάτησες μέ τήν πλάνη τῆς σαρκικῆς ἀπόλαυσης καί τήν πλάνη τῆς λογικῆς.
Ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής τῶν πεπτωκότων, ἔφερε τό Ποτήριο τῆς σωτηρίας σ’ αὐτόν τόν κόσμο, στούς πεπτωκότες καί ἐξόριστους ἀπό τόν Παράδεισο. Ἡ πίκρα αὐτοῦ τοῦ Ποτηρίου καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό τήν ἀπαγορευμένη, καταστροφική καί ἁμαρτωλή ἀπόλαυση · μέσω τῆς ταπείνωσης πού ρέει ἀπ’ αὐτό μέ ἀφθονία, νεκρώνεται ἡ ἔπαρση ἀπό τή γνώση σέ σαρκικό ἐπίπεδο. Γι’ αὐτόν πού πίνει ἀπό τό Ποτήριο μέ πίστη καί ὑπομονή, ἡ αἰώνιος ζωή, πού ἔχασε δοκιμάζοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐπανακτᾶται.
«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»(Ψ. 115, 4)
Ὁ χριστιανός ἀποδέχεται τό Ποτήριο ὅταν ὑπομένει τίς ἐπίγειες δοκιμασίες μέ πνεῦμα ταπείνωσης, ὅπως διδάσκεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔβγαλε τό μαχαίρι του γιά νά ὐπερασπιστεῖ τόν Θεάνθρωπο, πού ἦταν περικυκλωμένος ἀπό τόν ὄχλο· ἀλλά ὁ πρᾶος Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: «βάλε τήν μάχαιραν εἰς τήν θήκην· τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μή πίω αὐτό;» (Ἰω. ιη΄ 11)
Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν σέ περικυκλώνουν συμφορές, θά πρέπει νά παρακαλεῖς καί νά ἐνισχύεις τήν ψυχή σου λέγοντας : «Τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μή πίω αὐτό ; »
Οἱ Φαρισαῖοι σκέπτονται μοχθηρά, ὁ ‘Ιούδας προδίδει, ὁ Πιλᾶτος διατάσσει τήν παράνομη θανάτωση, οἱ στρατιῶτες τῆς ἐξουσίας ἐκτελοῦν τήν ἐντολή του. Μέσω τῶν ἄνομων πράξεών τους ὅλοι αὐτοί ἑτοίμασαν τή δική τους ἀληθινή καταδίκη. Μήν ἑτοιμάζεις γιά τον ἑαυτό σου τήν ἴδια καταδίκη, ὄντας μνησίκακος, ζητώντας καί σχεδιάζοντας ἐκδίκηση, ἀγανακτώντας μέ τούς ἐχθρούς Του.
Ὁ ἐπουράνιος Πατήρ εἶναι παντοδύναμος καί παντογνώστης: βλέπει τήν ὀδύνη σου καί ἄν τό ἔβρισκε ἀπαραίτητο καί συμφέρον νά ἀποσύρει τό Ποτήριο ἀπό σένα, σίγουρα θά τό ἔκανε.
Ὁ Κύριος – ὅπως οἱ Γραφές καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυροῦν –συχνά ἐπέτρεψε θλίψεις στούς ἀγαπημένους Του καί συχνά ἀπέτρεψε θλίψεις ἀπό αὐτούς, σύμφωνα μέ τούς ἀκατάληπτους δρόμους τῆς Θείας Προνοίας.
Ὅταν ἔρχεσαι ἀντιμέτωπος μέ τό Ποτήριο, ἀπόστρεψε τό βλέμμα σου ἀπό τούς ἀνθρώπους πού σοῦ τό δίνουν·σήκωσε τά ματια σου στόν Οὐρανό καί πές : «Τό Ποτήριον ὅ δέδωκέ μοι ὁ Πατήρ, οὐ μη πίω αὐτό;»
«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι». Δέν μπορῶ νά ἀρνηθῶ τό Ποτήριο, τήν ὑπόσχεση τοῦ ἐπουρανίου καί αἰωνίου ἀγαθοῦ. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μοῦ διδάσκει τήν ὑπομονή ὅταν λέει : «… διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πρ. ιδ΄ 22). Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθεῖ τό Ποτήριο πού εἶναι ὁ τρόπος νά κερδίσεις τήν Βασιλεία καί νά αὐξηθεῖς μέσα σ’ αὐτήν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι – τή δωρεά τοῦ Θεοῦ.
Τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγας Παῦλος γράφει πρός τούς Φιλιππησίους, «ὅτι ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ, οὐ μόνο τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α’, 29).
Λαμβάνεις τό Ποτήριο τό ὁποῖο φαινομενικά προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινα χέρια. Τί σέ νοιάζει ἐσένα ἄν αὐτός πού σοῦ τό δίνει ἐνεργεῖ δίκαια ἤ ἄδικα ; Ὡς ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἔγνοια σου εἶναι νά φέρεσαι ἐνάρετα· νά λάβεις τό Ποτήριο μέ εὐγνωμοσύνη πρός τό Θεό καί μέ ζωντανή πίστη καί γενναῖα νά τό πιεῖς ὡς τόν πάτο. Συνέχεια
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ-Κοντάκιο-Στιχηρά Αἴνων
«Ὑπέρ τήν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα· ἀλλά σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος τούς ἀρχάντους σου πόδας, ὅπως μοι τήν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης, παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με».
Ἀγαθέ Κύριε, ἄν καί ἁμάρτησα πιό πολύ ἀπό τήν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχή δακρύων μετανοίας ἀλλά πέφτω στά πόδια σου, σιωπηλά δεόμενος καί ἀσπαζόμενος τά ὁλοκάθαρα πόδια σου, νά μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτήρα μου: Λύτρωσέ με ἀπό τόν ἠθικό βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καί σῶσε με.
Ὁ πιστός στό Κοντάκιο παραβάλλει τόν ἑαυτό του πρός τήν πόρνη γυναίκα, πού ἄλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο. Ἡ γυναίκα πληγωμένη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στρέφεται μετανιωμένη στόν Κύριο καί ἐκφράζει τή μεγάλη ἀγάπη, πού ἄρχισε νά φεγγίζει στή σκοτισμένη της ψυχή, μέ τρόπο ἄκρως συγκινητικό· μύρισε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἐκδήλωση τῆς μεγάλης τρυφερότητας πού ἔτρεφε στό Σωτήρα της, κλαίοντας συγχρόνως καί βρέχοντας μέ τά δάκρυά της τά ἄχραντα πόδια του. Ἐνῶ αὐτός (ὁ πιστός) ἄν καί πολύ ἁμαρτωλότερος, οὔτε ἕνα δάκρυ δέν ἔχυσε, ἐκφραστικό τῆς μετάνοιας τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι λιγοστός μπροστά στό πλάσμα ἐκεῖνο, πού τράπηκε ξαφνικά στήν ἀγάπηση Ἐκείνου!
Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά σωπαίνει καί νά προσεύχεται. Στή σιγή τῆς ψυχῆς του νά νιώθει τόν ἄπειρο Θεό του. Τί χρειάζονται τάχα τά λόγια στό ἀχανές μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας, πού ὅλα τά περιλαμβάνει καί ὅλα τά γνωρίζει; Ὡς ἄνθρωπος ὅμως δέν μπορεῖ παρά νά ἐκφράζεται. Δέν ἔχει ἄλλη δυνατότητα. Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μόνο δέ θά ὑπάρξει ἀνάγκη προσευχῆς. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ μάκαρες δέν προσεύχονται στό Θεό. Τόν ζοῦν καί τόν δοξάζουν. Ἡ προσευχή εἶναι ἀναφορά, πού προϋποθέτει ἀπόσταση. Εἶναι σχῆμα τοῦ κόσμου καί τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι βίωση, ἕνωση, ἀνάχυση πνευματική, ἄυλη ἀμεσότητα. Ἐκεῖ δέν προσευχόμαστε, ἀγαπᾶμε.
Ὁ πιστός, λοιπόν, πέφτει νοερά στά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου καί τά ἀσπάζεται μέ πόθο, ζητῶντας ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί κράζοντας: Ἀπό τό βόρβορο τῶν ἔργων μου λύτρωσέ με, Κύριε. Συνέχεια
Τά Καθίσματα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης
«Ὁ λίμνας καί πηγάς καί θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας καί ὑψῶν ἡμᾶς ἀπό βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος».
Αὐτός πού δημιούργησε τίς λίμνες, τίς πηγές καί τίς θάλασσες, θέλοντας νά μᾶς διδάξει τήν τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τό λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τά πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπό ὑπερβολική εὐσπλαχνία, καί ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπό τά βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἡ ταπείνωση εἶναι θεϊκή ἀρετή· γι᾽ αὐτό κι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί μακαρίζει τούς ταπεινούς. Ἀντίθετα ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κακία σατανική, τήν ὁποία ἀποστρέφεται ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Βεβαίως ἡ ταπείνωση ἔχει τήν ἀξία της μόνο στό πλέγμα τῆς ἁμαρτωλότητας τῶν ἀνθρώπων. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία, ἡ ταπείνωση δέ θά εἶχε νόημα. Εἶναι φαινόμενο μεταπτωτικό, πού πλήττει θανάσιμα τήν ἁμαρτία.
Ἡ ταπείνωση ξεκίνησε ἀπό τήν οἰκονομική Τριάδα. Ὅταν τό πλάσμα ἁμάρτησε, ὁ Θεός, ὡς εὔσπλαχνος Πατέρας, θέλησε νά τό σώσει. Ὄχι βέβαια μέ μιά τελεσίδικη ἀπόφασή του, γιατί αὐτό θά ἦταν ἀνάρμοστο στή δικαιοσύνη, τό ἦθος καί τήν ἀρετή τοῦ Θεοῦ, καί θά συνέτριβε παράλληλα καί τήν οὐσία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς λογικοῦ καί ἐλεύθερου δημιουργήματος. Ἔπρεπε ὁ ἴδιος νά συναντήσει στή γῆ τόν παραπλανηθέντα ἄνθρωπο καί νά τόν ἐλευθερώσει πραγματικά ἀπό τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτό ἔκανε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τή διαδικασία αὐτή ἀποκαλοῦμε «κένωση» τοῦ Λόγου. Μέ αὐτή ὁ Λόγος ταπεινώθηκε. Ἄφησε τήν ἐνδοτριαδική δόξα του (χωρίς νά τή χάσει φυσικά) καί μπῆκε σέ μιά νέα κατάσταση ζωῆς, τήν ὁποία χαρακτήριζαν ἡ φτώχεια καί ἡ ταπείνωση, ὁ πόνος καί ἡ ὀδύνη, καί ἡ ὁποία ἀποκορυφώθηκε στόν ἄδοξο θάνατο ἐπί σταυροῦ.
Ἡ ἐπίγεια ζωή τοῦ θεανθρώπου ἦταν ἡ ζωή ἑνός ταπεινωμένου ἀνθρώπου. Ἀπέφευγε τίς ἐπιδείξεις καί τήν ἀποδοχή τῶν ἀνθρώπων, δέν εἶχε δικό του σπίτι νά μείνει, ἔζησε σάν ἕνας φτωχός μαραγκός καί συναναστρεφόταν μέ τούς φτωχούς ἀνθρώπους, τούς ταπεινούς, τούς ἀνθρώπους τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας. Θέλοντας δέ νά δείξει τή μεγάλη ἀξία τῆς ταπεινοφροσύνης, λίγο πρό τοῦ πάθους του ἔνιψε τούς πόδας τῶν μαθητῶν του.
Τό τροπάριο μᾶς τονίζει μέ λιτό καί μεγαλόπρεπο λόγο, ὅτι ὁ Κύριος, ὁ ποιητής τῶν θαλάσσιων συστημάτων, ὁ παντοδύναμος Θεός, θέλοντας νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι ὁ ἄριστος τρόπος νά πλησιάσει κανείς τό Θεό καί νά νικήσει τήν ἁμαρτία, ζώστηκε τό λέντιο καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν του, ταπεινούμενος ἀπό ὑπερβολική καλοσύνη καί θέλοντας νά μᾶς σηκώσει ἀπό τά βάραθρα τῆς κακίας καί νά μᾶς ἀνυψώσει στό φωτεινό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Συνέχεια
Ἀντίφωνα Μ.Τετάρτης
(Ἰωάν.18, 1-28)
Ἀντίφωνον Δ’
«Σήμερον ὁ Ἰούδας καταλιμπάνει τόν Διδάσκαλον καί παραλαμβάνει τόν διάβολον· τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας, ἐκπίπτει τοῦ φωτός ὁ ἐσκοτισμένος∙ πῶς γάρ ἠδύνατο βλέπειν ὁ τόν φωστῆρα πωλήσας τριάκοντα ἀργυρίων; ἀλλ᾽ ἡμῖν ἀνέτειλεν ὁ παθών ὑπέρ τοῦ κόσμου∙ πρός ὅν βοήσωμεν∙ Ὁ παθών καί συμπαθῶν ἀνθρώποις, δόξα σοι».
Σήμερα ὁ Ἰούδας ἐγκαταλείπει τό Διδάσκαλο καί παίρνει σάν φίλο τό διάβολο· τυφλώνεται (ἡ ψυχή του) ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας, ξεπέφτει ἀπό τό φῶς ὁ σκοτισμένος νοῦς του· διότι, πῶς μποροῦσε νά βλέπει (ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του) αὐτός, πού πούλησε τον Ἥλιο (τό Χριστό) ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων; Γιά μᾶς ὅμως ἀνέτειλε αὐτός πού ἔπαθε ὑπέρ τοῦ κόσμου, πρός τόν ὁποῖο ἄς φωνάξουμε δυνατά: Δόξα ἀνήκει σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού ἔπαθες καί τρέφεις συμπάθεια στούς ἀνθρώπους.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς. Τό πάθος, ὡς στίγμα τῆς ἁμαρτίας, τυφλώνει τά πνευματικά αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή διακρίνει τά πράγματα, νά μή βλέπει τήν ἀλήθεια καί ὅ,τι πραγματικά τόν συμφέρει καί νά φέρεται ἀλόγιστα πρός τήν καταστροφή. Εἶναι πήρωση τοῦ πνεύματος, νόσος πρός θάνατο. Τήν κατάσταση αὐτή στήν πιό ὠμή της ἔκφραση, τή βλέπουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἰούδα. Ἐγκατέλειψε τόν Διδάσκαλο, πού μέ τόση στοργή τόν δέχτηκε στόν ὅμιλο τῶν μαθητῶν, καί προσχώρησε στό διάβολο, τόν ἐφευρέτη τῆς κακίας. Τυφλωμένος ἀπό τήν φιλαργυρία, τήν ἀνίερη ἀγάπη πρός τό χρῆμα, ἀποκόπηκε ἀπό τό φῶς, παρέμεινε σκοτισμένος.
Ἀλήθεια, πῶς μποροῦσε νά βλέπει αὐτός, πού μίσησε τό φῶς καί τό πούλησε βάναυσα γιά τριάντα εὐτελή ἀργύρια; Ναί, ὁ Ἰούδας μέ τή φιλαργυρία του νέκρωσε τά πνευματικά του αἰσθητήρια, ντυμένος τήν ἀπελπισία τοῦ θανάτου. Σέ μᾶς ὅμως, ἀνέτειλε τό σωτήριο φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς συμπαθεῖ γιά τήν κατάντια μας καί ἔπαθε γιά τήν σωτηρία μας. Σ᾽ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα!
«Τήν φιλαδελφίαν κτησώμεθα, ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, καί μή τό ἀσυμπαθές πρός τούς πλησίον ἡμῶν, ἵνα μή ὡς ὁ δοῦλος κατακριθῶμεν ὁ ἀνελεήμων διά τά δηνάρια, καί ὡς ὁ Ἰούδας μεταμεληθέντες μηδέν ὠφελήσωμεν».
Ἄς ἀποκτήσουμε, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τή φιλαδελφία καί ὄχι τήν ἀσπλαχνία πρός τούς πλησίον μας, γιά νά μήν κατακριθοῦμε, ὅπως ὁ δοῦλος (τῆς παραβολῆς) γιά τά δηνάρια· καί ἀφοῦ μεταμεληθοῦμε, ὅπως ὁ Ἰούδας, σέ τίποτα νά ὠφεληθοῦμε.
Ἡ περίπτωση τοῦ κακοῦ δούλου τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος γιά ἕνα μηδαμινό ποσό (ἑκατό δηναρίων) κακοποίησε τό σύνδουλό του, πάει χέρι χέρι μέ τήν περίπτωση τοῦ Ἰούδα. Καί στίς δύο περιπτώσεις στό παρασκήνιο εἶναι ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ ἴδια ἐκδήλωση σκληρότητας καί ἀπανθρωπιᾶς. Στήν παραβολή ὁ δοῦλος πνίγει τό σύνδουλο γιά λίγα χρήματα, τόν ρίχνει στή φυλακή καί βάναυσα τόν κακοποιεῖ. Ὁ Ἰούδας γιά λίγα ἀργύρια παραδίδει στό θάνατο τό Διδάσκαλό του καί φτύνει ἄνανδρα στόν κύκλο τῶν μαθητῶν. Συνέχεια