Εἰσοδικὸν στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος ἡγεῖται τοῦ χοροῦ τῶν ἑορταζόντων στὸ μέγιστο καὶ παγκοσμίων διαστάσεων γεγονὸς τῆς θείας συγκατάβασης, τῆς πορείας τοῦ Κυρίου πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος. Στὸ πρόσωπό του βρίσκουν ἐφαρμογὴ τὰ εὐαγγελικὰ μηνύματα τῆς συμφιλίωσης καὶ τῆς συγχωρητικότητας, τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς καρδιακῆς καθαρότητας. Μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ μὴν ἄκουσε τὸ γλυκόηχο ἄγγελμα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς· μπορεῖ νὰ μὴν γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸ ἱλαρὸν πρόσωπο τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐμπνέει τὴ διακονία, τὴ θυσία καὶ τὴν τιμιότητα· μπορεῖ νὰ ἔζησε ἑκατοντάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀναδειχθεῖ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐαγγελιστὴς πρὶν τὸ εὐαγγέλιο, σώφρων σὲ καιροὺς ἀφροσύνης, ὑπάκουος μαθητὴς πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διδασκάλου.
β) Ὁ Ἰωσὴφ ἀποτελεῖ τύπο, προτύπωση καὶ προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. «Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα», ἀναφέρει ὁ συγγραφέας τῆς Γένεσης (39, 6), ποὺ ἀναδείχθηκε σπουδαία φυσιογνωμία, στὴν ὁποία συνδυάσθηκε ἄριστα τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ ψυχικοῦ κόσμου. Σκεπτόμενος τὸν Ἰωσήφ, ὁ νοῦς ἀνάγεται στὸν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι «τῷ κάλλει ὡραῖος παρὰ πάντας ἀνθρώπους», ποὺ προσκαλεῖ σὲ ἑστίαση πνευματικὴ κάθε διψασμένη καὶ πεινασμένη ψυχή. Καὶ πράγματι, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀποτελεῖ συμπόσιο πνευματικό, στὸ ὁποῖο ἔχουν κληθεῖ νὰ μετάσχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· χορταίνουν ὅμως ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἐδέσματα, ὅσοι ἔχουν «ἔνδυμα γάμου», δάκρυα μετανοίας καὶ φόβο Θεοῦ.
γ) Ὅπως ὁ Χριστός, «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄Πέτρ. 2, 22), ἔτσι κι ὁ Ἰωσήφ, στάθηκε τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Θεὸ τῶν πατέρων του ἀλλὰ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Κι ἐνῶ οἱ πειρασμοὶ τῆς φιληδονίας καὶ τῆς ἐκδίκησης στὴν περίπτωσή του ἦταν ἰδιαίτερα ἀπειλητικοί, ἐκεῖνος κοσμούμενος μὲ σωφροσύνη οὔτε τὴν τιμὴ τοῦ κυρίου του προσέβαλε οὔτε τὰ ἀδέλφια του ποὺ τὸν πούλησαν σκλάβο ἐκδικήθηκε. Καὶ μπορεῖ ἡ Αἰγύπτια σύζυγος τοῦ ἀρχιμάγειρα τοῦ Φαραὼ Πετεφρῆ νὰ εἶδε τὸν Ἰωσὴφ ὡς σκεῦος ἡδονῆς, ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐνέδωσε στὸ πάθος. Μὲ ἀμετάτρεπτη γνώμη «ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γυμνὸς οὐκ ἠσχύνετο, ὡς ὁ πρωτόπλαστος πρὸ τῆς παρακοῆς».
δ) Ἡ τιμιότητα ὅμως πληρώθηκε ἀκριβά, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἀντίθετα, ὅπως γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος, ἔγινε ἀφορμὴ «μὲ τὴν ἐπίλυσιν τῶν ὀνειράτων, ὁπού ἐκεῖ εἰς τὴν φυλακὴν τινῶν βασιλικῶν καταδίκων ἔκαμε, τὸν ἐβγάνουν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ εἰς τὸν βασιλέα παρρησιάζεται καὶ κύριος πάσης γῆς Αἰγύπτου γίνεται». Ὁ Ἰωσὴφ παρὰ τὶς ἀντίξοες ἐξωτερικὲς συνθῆκες ἀκολούθησε πιστὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴ φωνὴ τῆς ἁγνῆς του συνείδησης. Διότι, ἐνῶ τὰ ἀδέλφια του τὸν πούλησαν, κινούμενα ἀπὸ φθόνο ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα τους πρὸς αὐτόν, ἐκεῖνος ὄχι μόνο τὰ δέχθηκε καὶ τὰ στήριξε στὴν ἀδυναμία τους, ὡς «Ἄρχων γῆς Αἰγύπτου», ἀλλὰ θεώρησε καὶ τὴν πώλησή του στοὺς Ἰσμαηλίτες ὡς θέλημα Θεοῦ! Συνέχεια
Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
1. Μέ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα. Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). Ὁ βασιλιάς τῆς δόξας, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε.
Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό “πολυμερῶς καί πολυτρόπως” καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.
Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;»
Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. 15, 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του; Συνέχεια
Ἡ συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου
Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής
Ποιὰ εἶναι ἡ συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου πού, φαινομενικὰ, ξεράθηκε παράλογα; Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀκρότατη πείνα πού ζητοῦσε καρπὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα; Καὶ τί σημαίνει, γιὰ ἕνα ἀναίσθητο πράγμα, ἡ κατάρα; (Μάρκ. 11, 12-14, Ματθ. 21, 18)
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Ὁ Θεὸς Λόγος ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, παιδαγώγησε πρῶτα τὴ φύση μας μὲ τὸ νόμο ποὺ περιέχει σωματικότερη λατρεία. Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἀπὸ τυπικὰ προκαλύμματα, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ τῆς εἶχε προκληθεῖ σέ σχέση μέ τὰ ἀρχέτυπα Θεία πράγματα. Ὅταν λοιπόν, γεννήθηκε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος καί προσέλαβε ἑκούσια σάρκα ‒ἡ ὁποία εἶχε νοερή καὶ λογικὴ ψυχή‒ καί ὡς Λόγος μετέφερε τὴ φύση μας στὴν ἄυλη, γνωστική, πνευματικὴ λατρεία, δὲν ἤθελε ‒ἐφόσον πλέον φάνηκε στὴ ζωὴ ἡ ἀλήθεια‒ νὰ ἐξουσιάζει τόν κόσμο τό σκοτάδι, ποὺ τύπος του ἦταν ἡ συκιά.
Γι’ αὐτὸ, λέει, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ Βηθανία στὰ Ἱεροσόλυμα, (Ματθ. 21,18· Μάρκ. 11, 11ἑ.) δηλαδὴ, μετὰ τὴν τυπικὴ καὶ σκιώδη καὶ ποὺ ἦταν κρυμμένη μέσα στὸ νόμο παρουσία Του, ἐρχόμενος ξανὰ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ σάρκα ‒γιατί ἔτσι πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ τὸ ἐπιστρέφοντας‒ εἶδε στὸ δρόμο μία συκιὰ ποὺ εἶχε μόνο φύλλα, (Ματθ. 21,18· Μὰρκ 11,13) ποὺ ὑπῆρχε στὴ σκιὰ καὶ στοὺς τύπους, δηλαδὴ τὴ σωματικὴ λατρεία τοῦ νόμου κατὰ τὴν ἄστατη καὶ παροδικὴ παράδοση ‒ἐπειδὴ ἦταν δίπλα στὸ δρόμο‒ τὴ λατρεία τῶν τύπων μόνο καὶ τῶν θεσμῶν ποὺ περνοῦν. Συνέχεια
ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Ἀπόστιχα ἰδιόμελα.
«Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον καί ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κομιείτω δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν· ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείτω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου πιστός τῷ ἀμυήτῳ καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσομεν καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν· αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».
Ἐλᾶτε, πιστοί, νά δουλέψουμε πρόθυμα στό Δεσπότη· διότι μοιράζει ἀπό ἀγαθότητα τόν πλοῦτο στούς δούλους, καί ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας ἄς παρουσιάσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά, ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει (στό σύνολο) ὑπηρεσίες λαμπρές· ὁ πιστός ἄς μεταδίδει τό θεῖο λόγο σ᾽ αὐτόν πού τόν ἀγνοεῖ καί ὁ ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν ὑλικό πλοῦτο του στούς φτωχούς. Διότι ἔτσι, ὡς πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τή δεσποτική θεία χαρά. Αὐτή ἀξίωσέ μας ν᾽ ἀποκτήσουμε, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ καλλιέργεια τῶν ταλάντων πού δίνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, γίνεται κατά πολλούς τρόπους ἀνάλογα μέ τήν προθυμία, τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες καί τίς δυνατότητες πού διαθέτουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι δέν εἴμαστε τό ἴδιο. Ὁ καθένας μας φέρει τή δική του ἀτομικότητα, τό δικό του χαρακτήρα, τίς δικές του δεξιοτεχνίες καί τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές συνθῆκες, στίς ὁποῖες βρίσκεται καί λειτουργεῖ. Συνέχεια
Ἀπό τήν Μ.Δευτέρα μέχρι καί τήν Μ.Τετάρτη
Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν
Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες, ἔχουν, μέσα στὸ λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν καθοριστικὸ σκοπό. Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική του Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Συχνὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας. Τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ τραπέζι… Καὶ ὑστέρα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν κανονική μας ζωή.
Ἀλλὰ ἄραγε καταλαβαίνουμε πὼς ὅταν ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε: «περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό, τότε ἡ «κανονικὴ ζωὴ» σταμάτησε; Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει «κανονικὴ ζωὴ» γιατί ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι». Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε τὴν «κανονικὴ» ζωή τους. Καὶ ἦταν πραγματικὰ ἕνας τέλεια «κανονικὸς» κόσμος αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή… Μὲ τὸ θάνατο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ «κανονικὸς» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ» ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ λέγαμε ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνώμαλη φύση τους, ἡ ἀνικανότητά τους νὰ δεχθοῦν τὸ Φῶς· ἀποκαλύφθηκε ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ κακοῦ μέσα τους. «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. 12, 31).
Τὸ Πάσχα σημαίνει τὸ τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου». Μὲ τὸν Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε αὐτὸ τὸ τέλος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει ἑκατοντάδες αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὴ φύση τοῦ χρόνου τὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν «ἔσχατο καιρό». «Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 31).
Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Ἡ γιορτὴ τῆς Διάβασης (Πάσχα) ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ ἐτήσια ἀνάμνηση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τους τῆς σωτηρίας σὰν πέρασμα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦταν ἐπίσης ἡ προσδοκία τῆς τελικῆς διάβασης στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ Πάσχα, ἔγινε τὸ Πέρασμα. Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴν τελικὴ διάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ἀπὸ τοῦτο τὸν «παλαιὸ κόσμο» στὸν «καινὸ κόσμο», στὸν «καινὸ χρόνο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια