Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Τῶν Βαΐων

ΤΟ ΩΣΑΝΝΑ… ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 12, 1-18) 3.

Πρωτ. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη

Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση

α) Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα καί ὁδεύουμε βαθμηδόν πρός τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία μέ πολλούς τρόπους μᾶς μυσταγωγεῖ στό μυστήριο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εἰσάγοντάς μας στή Μεγάλη Ἑβδομάδα. Λόγος βιβλικός καί πατερικός, εἰκόνα ἀναγωγική, ποίηση λυρική, ὕμνος κατανυκτικός, μέλος ἐναρμόνιο, χρωματικό καί διατονικό, ὕφος συσταλτικό καί διασταλτικό, συμβολισμοί καί παραβολές γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνεστῶσα καί τήν ἀναμενόμενη, ἐμπλουτίζουν τή λατρεία μας.

β) Καί στό κέντρο τῆς ἱερῆς σύναξης ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά εἰσέρχεται μέ ἐπευφημίες σήμερα στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά δέ θά ἀρνηθεῖ σέ λίγες ἡμέρες τή χλεύη καί θά ὁδεύσει ἑκουσίως πρός τό πάθος. Χρειάζεται ὅμως καί ἡ δική μας μικρή συμβολή, ὥστε νά μήν παρέλθει καί ὁ φετινός γιορτασμός σάν ἕνα καλό ἔθιμο, χωρίς γεύση καί ἐμπειρία πνευματική. Καί εὔλογα τίθεται τό ἐρώτημα: Τί γιορτάζουμε σήμερα; Διότι φαινομενικά ἔχουμε μία θριαμβευτική εἴσοδο στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων ἑνός ἐπικείμενου βασιλιά, ὁ ὁποῖος ποτέ δέ θά ἐνθρονισθεῖ. Ἤ μάλλον ὁ θρόνος πού τόν περιμένει, εἶναι ὁ Σταυρός.

γ) Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή (Ἰωάν. 12, 1- 18) περιγράφεται ἀφενός ἡ ἄλειψη τοῦ Κυρίου μέ ἀκριβό μύρο ἀπό τή Μαρία, ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, καί ἡ πανηγυρική εἴσοδός Του στά Ἱεροσόλυμα. Πράγματι, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μεγάλωνε, ἐνῶ παράλληλα ἐνισχυόταν ὁ φθόνος τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων κατά τοῦ Ἰησοῦ. Τό ξέσπασμα τοῦ λαοῦ κορυφώνεται ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό ἑβραϊκό Πάσχα. Ὁ Χριστός εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα καί πολλοί ἄνθρωποι, ὅταν κατάλαβαν τήν παρουσία του, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημέος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ!». Συνέχεια

“ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ”

  Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Σέ καιρό εὐνοίας σέ ἐπήκουσα καί σέ ἡμέρα σωτηρίας σ’ ἐβοήθησα», εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 49, 8). Καλό λοιπόν εἶναι νά εἰπῶ σήμερα τό ἀποστολικό ἐκεῖνο πρός τήν ἀγάπη σας: «Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού ἡμέρα σωτηρίας ἄς ἀπορρίψωμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἄς ἐκτελέσουμε τά ἔργα τοῦ φωτός, ἄς περπατήσουμε μέ σεμνότητα, σάν σέ ἡμέρα» (Β΄ Κορ. 6, 2· Ρωμ. 13, 12). Διότι προσεγγίζει ἡ ἀνάμνησις τῶν σωτηριωδῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί τό νέο καί μέγα καί πνευματικό Πάσχα, τό βραβεῖο τῆς ἀπαθείας, τό προοίμιο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί τό προκηρύσσει ὁ Λάζαρος πού ἐπανῆλθε ἀπό τά βάραθρα τοῦ Ἅδη, -ἀφοῦ, μέ μόνο τόν λόγο καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τήν ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τήν τέταρτη ἡμέρα- καί προανυμνοῦν παιδιά ἄκακα καί πλήθη λαοῦ, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Θείου Πνεύματος, Αὐτόν πού λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο, πού ἀνεβάζει τίς ψυχές ἀπό τόν Ἅδη καί πού χαρίζει ἀΐδια ζωή στήν ψυχή καί στό σῶμα.

Ἄν λοιπόν κανείς θέλη ν’ ἀγαπᾶ τή ζωή, νά ἰδῆ ἀγαθές ἡμέρες, ἄς φυλάττη τήν γλῶσσα του ἀπό κακό καί τά χείλη του ἄς μή προφέρουν δόλο ἄς ἐκκλίνη ἀπό τό κακό καί ἄς πράττη τό ἀγαθό (Α΄ Πέτρ. 3, 10 ε. Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καί ἡ ἀσωτία κακό εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀδικία κακό εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ θρασύτης καί ἡ ὑπερηφάνεια.

Ἄς ἀποφύγη λοιπόν ὁ καθένας τέτοια κακά καί ἄς ἐπιτελεῖ τά ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις.

 Ἄς ἐπιτελοῦμε λοιπόν αὐτά, γιά νά μεταλάβουμε ἀξίως τοῦ θυσιασθέντος γιά χάρι μας Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ· καί ἄς λάβουμε ἀπό Αὐτόν τόν ἀρραβῶνα τῆς ἀφθαρσίας γιά νά τόν φυλάξουμε κοντά μας σ’ ἐπιβεβαίωσι τῆς  ὑπεσχημένης πρός ἐμᾶς κληρονομίας στούς οὐρανούς.

Ἀλλά εἶναι μήπως δυσκατόρθωτο τό ἀγαθό καί οἱ ἀρετές εἶναι δυσκολώτερες ἀπό τίς κακίες; Ἐγώ πάντως δέν τό βλέπω διότι περισσότερους πόνους ὑφίσταται ἀπό ἐδῶ ὁ μέθυσος καί ὁ ἀκρατής ἀπό τόν ἐγκρατή, ὁ ἀκόλαστος ἀπό τόν σώφρονα, ὁ ἀγωνιζόμενος νά πλουτήση ἀπό τόν ζῶντα μέ αὐτάρκεια, αὐτός πού ἐπιζητεῖ ν’ ἀποκτήση δόξα ἀπό τόν διάγοντα σέ ἀφάνεια ἀλλ’ ἐπειδή, λόγω τῆς ἡδυπάθειάς μας, οἱ ἀρετές μᾶς φαίνονται δυσκολώτερες, ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας διότι ὁ Κύριος λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί οἱ βιασταί τήν ἁρπάζουν» (Ματθ.11,12).

Χρειαζόμαστε λοιπόν ὅλοι προσπάθεια καί προσοχή, ἔνδοξοι καί ἄδοξοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πλούσιοι καί πτωχοί, ὥστε ν’ ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας τά πονηρά αὐτά πάθη καί ἀντί αὐτῶν νά εἰσαγάγωμε σ’ αὐτήν ὅλη τή σειρά τῶν ἀρετῶν. Συνέχεια

OΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΑ ΒΑΪΑ

  Ἁγίου Ἐπιφανίου , ἐπισκόπου Κύπρου

Χαῖρε μέ ἀσυγκράτητη χαρά, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά. Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.

Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἔρχεται ὁ Χριστός καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἀναγαλλιάστε οὐρανοί. Ὑμνῆστε Ἄγγελοι. Εὐφρανθῆτε τά βουνά. Σκιρτῆστε λόφοι. Παφλάστε ποταμοί. Ὁ λαός τῆς Σιών χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες χαρῆτε. Ψάλλετε Ἱερεῖς, προφῆτες ἐλᾶτε πρῶτοι, εὐαγγελιστῆτε μαθηταί, ὑποδεχθῆτε λαοί. Τρέξτε μαζί καί οἱ γέροντες, χορέψετε μητέρες καί τά νήπια τραγουδῆστε. Φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές μαζευτῆτε.

Κάθε πλάσμα, κάθε ὕπαρξη, κάθε τάξη, κάθε τι πού ἀναπνέει, ὅλη ἡ γῆ, κάθε ἀξίωμα, ὅλες οἱ ἡλικίες, ὅλες οἱ ἀρχές τῶν ἐθνῶν, ὅλες οἱ βασιλεῖες, ἄς ὑποδεχθοῦν βασιλικά τό βασιλιά τῶν βασιλέων, δεσποτικά τῶν δεσποτῶν τό Δεσπότη. Ἄς προσκυνήσωμε, ἄς τραγουδήσωμε θεϊκά τραγούδια στό Θεό τῶν Θεῶν, στόν αἰώνιο νυμφίο θεϊκούς νυφιάτικους χορούς, ἄς χορέψωμε. Χαρούμενοι ἄς ἀνάψωμε τίς χαρωπές λαμπάδες μας, τούς χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας, ὅπως ταιριάζει γιά νά τιμήσουμε τόν Θεό, ἄς ἀλλάξωμε. Ἄς ἑτοιμάσωμε ὄμορφα τούς δρόμους τῆς ζωῆς, τά βαΐα τῆς νίκης ἄς κρατήσωμε γιά τό νικητή τοῦ θανάτου. Καί ἄς σείσωμε τούς βλαστούς τῆς ἐλιᾶς στό βλαστό τῆς Μαρίας. Ἀγγελικά ἄς ὑμνήσουμε τό Θεό τῶν Ἀγγέλων. Ἄς κραυγάσωμε μαζί μέ τά παιδιά, ὅπως πρέπει στό Θεό. Μαζί μέ τό πλῆθος καί ἐμεῖς τήν κραυγή τοῦ πλήθους ἄς ποῦμε: «Ὡσαννά, στόν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Συνέχεια

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

imagesCANV1ID0«Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ φοινικιᾶς, καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη νὰ τὸν προϋπαντήσουν, καὶ κραύγαζαν: «Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. ιβ, 12-13). Τὴν ἑπόμενη μέρα τοῦ δείπνου τῆς Βηθανίας, ὁ Κύριος ξεκίνησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν πόλη ποὺ θανάτωσε τοὺς προφῆτες.

Ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν τόπος ὅπου κατοικοῦσαν μόνο οἱ στενόμυαλοι φαρισαῖοι, οἱ ἀλαζόνες γραμματεῖς καὶ οἱ θεομίσητοι ἀρχιερεῖς. Ἦταν καὶ μία μυρμηγκοφωλιὰ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν ἕνας τεράστιος τόπος ὅπου μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη προσκυνητές, καθὼς καὶ ἀφοσιωμένοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶχε τόσους κατοίκους ὅσους περίπου καὶ ἡ Ρώμη, ποὺ τότε ἦταν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρωνόταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸν Θεό. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχαν τὴν ἀντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶδαν τὸν ἀπὸ πολλοῦ ἀναμενόμενο Βασιλιὰ τοῦ Οἴκου Δαβίδ. Ἔτσι, σὰν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, oι ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Μερικοὶ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους στὸ δρόμο μπροστά Του, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὶς φοινικιὲς καὶ μ’ αὐτὰ στόλιζαν τὸ δρόμο. Ὅλοι τους ἔκραζαν μὲ χαρά: «Δόξα στὸν Υἱὸ τοῦ Δαβίδ· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ».

Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε κάποιο θαῦμα ποὺ θ’ ἄλλαζε τὴν ἀφόρητη κατάστασή τους. Κι αὐτὸ παρὰ τὴ σιδερένια γροθιὰ τῆς Ρώμης ποὺ τοὺς δυνάστευε καὶ σὲ πεῖσμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς μικροψυχίας τῶν πρεσβυτέρων. Ἔνιωθαν πὼς ἡ πηγὴ τοῦ θαύματος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἐπιφύλαξαν τέτοια ὑποδοχή. Τὸ πῶς θ’ ἀντιδροῦσε ὁ ἴδιος στὴν θεμελιακὴ αὐτὴ μεταβολὴ τῆς ροῆς τῶν γεγονότων, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἤξερε. Εἶχαν μάθει νὰ περιμένουν ἕναν μόνο ἀποτελεσματικὸ τρόπο. Κι αὐτὸς ἦταν ἡ βοήθεια κάποιου βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ, ποὺ θὰ βασίλευε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν ἔτσι τὸν Ἰησοῦ σὰν βασιλιὰ καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Πίστεψαν πὼς τώρα θὰ βασιλέψει στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θ’ ἀντισταθεῖ τόσο στὴ Ρώμη ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία τῆς Ἱερουσαλὴμ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Συνέχεια

Ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν ἑορτὴν τῶν Βαΐων καὶ εἰς τὸν πῶλον

Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀλεξανδρείας

dafnh[1]Ἑορτάζουμε σήμερα οἱ πιστοὶ ἐπίσκεψι βασιλικὴ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα θεοπρεπῶς. Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα, ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἂς ὑψώσωμε τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ σβύσωμε τὸ πνεῦμα, ἂς ἀνάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ἂς ἀνανεώσωμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ἂς βαστάσωμε νικηφόρως τὰ βαΐα καὶ ἂς βοήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον, ἂς ὑμνήσωμε ὅπως τὰ παιδιά, μαζί τους: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἰδοὺ ὅτι ἦλθεν, ἰδοὺ ἐφανερώθη, ἰδοὺ ἔφθασε. Πάλιν εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, πάλι σταυρὸς ἑτοιμάζεται, πάλι σχίζεται τὸ χειρόγραφό του Ἀδάμ, πάλιν ὁ Παράδεισος ἀνοίγεται, πάλι γίνεται ἔνοικός του ὁ ληστής, πάλιν ἡ ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ πονηρὰ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν οἱ δαίμονες αἰσχύνονται, πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι μαίνονται, πάλιν οἱ πιστοὶ διασώζονται.

Ὅλα συμμετέχουν στὴν ἑορτή, ὅλα ὑμνοῦν τὸν Δεσπότη, οἱ οὐρανοὶ εὐφραίνονται, τὰ ὅρη ἀγάλλονται. Ποταμοὶ κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν μας νὰ πραγματοποιοῦνται· τὰ ὅρη ἀλαλάξετε, νήπια ὑμνήσετε, μαθηταὶ κηρύξετε, ἱερεῖς λαλήσετε, ἔθνη συναχθῆτε· τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια, κάθε ἡλικία καὶ ἀξίωμα.

Διότι ἔρχεται ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήση· ἐφανερώθη γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήση ὅλους, γιὰ νὰ χαρίση σὲ ὅλους τὴν ἀγαλλίασι. Ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ «ἐπὶ τῆς γῆς ὄφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μὲ τοὺς χρεωφειλέτες ὁ πληρωτής, μὲ τοὺς ἀσώτους ἡ σωτηρία, μὲ τοὺς καταδίκους ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἡ ἐλπίς, μὲ τοὺς κατακειμένους ἡ ἀνάστασις, μὲ τοὺς ἀγνώμονες ὁ ἐλεήμων, μὲ τοὺς δραπέτες ὁ δίκαιος, μὲ τοὺς ὑπευθύνους ὁ ἀνεύθυνος, μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς ἀχαρίστους αὐτὸς ποὺ πάντα χαρίζει ἀφθόνως.

Συνέχεια

Πῶς δεῖ τιμᾶν τά Ἅγια Πάθη

Ἡλία Μηνιάτη

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».’Ἱωάνν. ιβ’ 13)

Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Ἰησοῦν Χριστόν νά ἐμβαίνῃ μέ τόσην τιμήν, μέ τόσην δοξολογίαν, μέ τόσον θρίαμβον μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, ἠμπορῶ νά λογιάσω μέ δίκαιον λόγον, πώς ἀπό τόν φθόνον καί μῖσος τῶν ἀρχιερέων, τῶν πρεσβυτέρων καί γραμματέων δέν ἔχει πλέον νά φοβῆται κανένα κακόν.

Ὦ πόλις ἁγία, ὄντως πόλις τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ! «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ» εἰς τούς περασμένους αἰῶνας, δεδοξασμένα θέλουσι λαληθῇ περί σοῦ καί εἰς τούς αἰῶνας τούς μέλλοντας, διά τήν εὐχαριστίαν καί ἀγάπην, ὅπου δείχνεις πρός τόν θεῖον σου εὐεργέτην! Εὐγνώμονες παῖδες Ἑβραίων, ἐπαινῶ τήν ἀγαθήν σας διάθεσιν· ἐσεῖς τώρα πιάνετε κλάδους ἐλαιῶν καί βαΐα φοινίκων, σύμβολα νίκης, μέ τά ὁποῖα προαπαντᾶτε, ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τόν θαυματουργόν τοῦτον υἱόν Δαυΐδ· δείχνετε μίαν καρδίαν πώς εἶσθε ἕτοιμοι νά πιάσετε καί τά ὅπλα, διά νά τόν φυλάξετε κάθε καιρόν ἀπό τῶν ἐχθρῶν του τά μηχανήματα.

Ἰησοῦ μου, ἐδῶ μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ ἐσύ πλέον δέν φοβεῖσαι· οὗτος δι᾽ ἐσέ εἶναι τόπος καταφυγῆς· καί ἄν ἐσείσθη ὅλη ἡ πόλις διά τήν εἴσοδόν σου, θέλει σεισθῇ πάλιν ὅλη ἡ πόλις διά τήν φύλαξίν σου. Γραμματεῖς, πρεσβύτεροι καί ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, εἰς μάτην κοπιάζετε· τί συμβουλεύεσθε εἰς τά συνέδρια; τί μελετᾶτε εἰς τάς συναγωγάς, ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμίαν δύναμιν νά κακοποιήσετε τοῦτον τόν Ναζωραῖον, τόν ὁποῖον ἕνας ἀναρίθμητος λαός ὑποδέχεται μέ τόσην πανήγυριν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».

Μά τί λέγω ἐγώ; ὦ ἀκατάστατοι διαλογισμοί τῶν ἀνθρώπων! ὤ ψευδής ἐπίδειξις τῆς μιαιφόνου πόλεως! ὤ προσωρινή περιποίησις τοῦ ἀχαρίστου λαοῦ! ἡ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅπου σήμερον εἶναι θέατρον τόσον λαμπρᾶς ἑορτῆς, εἰς ὀλίγας ἡμέρας θέλει γένει θέατρον τῆς φρικτῆς τραγῳδίας. Αὐτή, ὅπου τόν δέχεται ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θέλει τόν προσηλώσει εἰς ἕνα ξύλον, ὡς ἕνα κατάδικον· αὐτός ὁ λαός, ὅπου τώρα σείει τά βαΐα, θέλει πελεκήσει τόν Σταυρόν· αὐτός, αὐτός ὅπου τώρα φωνάζει τό: Ὡσαννά, θέλει φωνάζει τό σταυρωθήτω. Καί λοιπόν σήμερον τόση τιμή εἰς ὀλίγας ἡμέρας τόση καταφρόνησις; αὐτοί οἱ ἴδιοι, ὅπου τώρα τόν προσκυνοῦσαν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, ὅπου τόν σταυρώνουσι; ναί.

Τοῦτο ἔπαθε τότε ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἑβραίους καί τοῦτο τό ἴδιον παθαίνει τώρα ἀπό τούς Χριστιανούς, ὅπου ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις μέ τά λόγια τόν προσκυνοῦσι, μέ τά ἔργα τόν σταυρώνουσι· μέ τήν ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν «Ὡσαννά», μέ τήν ἐσωτερικήν διάθεσιν «σταυρωθήτω». Τοῦτο θέλει εἶσθαι τῆς σημερινῆς διδαχῆς ἡ ὑπόθεσις, ἤγουν: μέ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοί νά τιμῶσι τά πάθη τοῦ Χριστοῦ εἰς ταύτας τάς ἁγίας ἡμέρας. Συνέχεια

ΟΙ ΛΙΘΟΙ ΚΕΚΡΑΞΟΝΤΑΙ

 Ἁγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ὅταν ὁ Χριστός ἐπῆγε γιά τελευταία φορά στά Ἱεροσόλυμα, ὁ λαός βγῆκε σέ προϋπάντησή του. Ἀναρίθμητα μάτια Τόν κοίταζαν. Καί ἀμέτρητα στόματα ἐφώναζαν μέ ἐνθουσιασμό: Ὡσαννά Υἱέ Δαβίδ! Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος… Ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ!

Μά αὐτό ἔκαμε τούς Φαρισαίους καί πρασίνισαν ἀπό τό κακό τους! Καί εἶπαν στό λαό, νά μήν κραυγάζει! Ἀπάντησε ἤρεμα ὁ Χριστός: «Ἄν αὐτοί σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Καί τώρα, εἴκοσι αἰῶνες μετά, μέ ἐρωτᾶς: Πῶς εἶναι δυνατόν νά φωνάξουν οἱ πέτρες; Σοῦ ἀπαντῶ: Μέ πολλούς τρόπους.

Πρῶτος τρόπος: Πέντε μέρες μετά τήν εἴσοδό Του στά Ἱεροσόλυμα, οἱ Ἑβραῖοι σιώπασαν, καί οἱ πέτρες φώναξαν: Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ! Ὅταν αὐτός τή Μεγάλη Πέμπτη ἦταν ἐπάνω στό Σταυρό «ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν». Αὐτό τό σχίσιμο εἶναι ἡ φωνή τῶν λίθων! Μπορεῖ νά ὑπάρξει γλῶσσα πιό δυνατή καί πιό φοβερή ἀπ᾿ αὐτήν;

Δεύτερος τρόπος: Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν, οἱ εἰδωλολάτρες φώναζαν “Ὡσαννά”! Οἱ Ἑβραῖοι ἔβλεπαν τούς εἰδωλολάτρες σάν νεκρές πέτρες! Ὅταν λοιπόν οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν γιά τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀπόστολοι τούς ἐκήρυξαν καί τούς ἐβάπτισαν. Καί αὐτοί ἀπό τότε ἔγιναν λίθοι ζῶντες, ζωντανές πέτρες! Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «καί αὐτοί ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός» (Α´ Πέτρ. 2, 5)! Καί νά τώρα, ζωντανές πέτρες, τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, δοξάζουν τόν Κύριο. Ἐνῶ ἀντίθετα οἱ Ἑβραῖοι πετρωμένοι σιωποῦν.

 Τρίτος τρόπος: Οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν, μά ἐφώναζαν οἱ λίθοι τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ἀκόμη καί σήμερα μᾶς φωνάζουν: Δέν θά μείνει “λίθος ἐπί λίθον”! Τό καύχημα καί ἡ δόξα τῶν Ἑβραίων, ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, σήμερα δέν ὑπάρχει. Μόνο ἕνας τοῖχος ἔχει ἀπομείνει. Γιά νά πηγαίνουν ἐκεῖ οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες τῶν Ἑβραίων, νά χτυποῦν τά κεφάλια τους! Καί ὀνομάζεται μέχρι σήμερα “τό τεῖχος τῶν δακρύων”! Ἀπόμειναν οἱ πέτρες αὐτές, γιά νά φωνάζουν!

Τέταρτος τρόπος: Οἱ Ἑβραῖοι πρό πολλοῦ σιωπαίνουν γιά τό Χριστό. Οὔτε χαίρονται. Οὔτε ἑορτάζουν. Οὔτε φωνάζουν Ὡσαννά! Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά καταστραφῆ ὁ μοναδικός ναός τους καί νά σταματήσουν οἱ θυσίες! Ἀλλά 100.000 ναοί πέτρινοι χτίσθηκαν ἀπό τότε! Καί δοξολογοῦν ἀνά τήν οἰκουμένη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λοιπόν, οἱ λίθινοι ναοί κραυγάζουν! Καί οἱ Ἑβραῖοι σιωποῦν.

Πέμπτος τρόπος: Μέχρι τώρα βέβαια δέν φώναξαν οἱ πέτρες! Μά θά φωνάξουν κι᾿ αὐτές, πρίν νά ἔλθει τό τέλος τοῦ κόσμου! Πρίν ἀπό τή δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου! Καί τί εἶπε γιά τή συντέλεια; Ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ πεσοῦνται! Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀπό πέτρα; Ναί. Μά μέ τή γλῶσσα τους, μέ τόν τρόπο τους, θά φωνάξουν! Συνέχεια

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος

  Φώτη Κόντογλου

Vaiforos[1]Ἐκεῖνος πού ἔχει θρόνο τὸν οὐρανὸ καὶ ὑποπόδιο τή γῆ, ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Λόγος του ὁ συναΐδιος, σήμερα ταπεινώθηκε καὶ ἦρθε στή Βηθανία ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πολέμαρχοι τοῦ κόσμου, σὰν τελειώνανε τὸν πόλεμο καὶ βάζανε κάτω τοὺς ὀχτροὺς τους, γυρίζανε δοξασμένοι καὶ καθίζανε ἀπάνω σὲ χρυσὰ ἁμάξια γιά νά μποῦνε στήν πολιτεία τους.

Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μὲ λογῆς-λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ νικημένο ἔθνος.

Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν τοῦ λιονταριοῦ πού ξέσκισε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο.

Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ πολέμαρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δέν μποροῦσε νά τὸν ἀντικρύσει μάτι δίχως νά χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτός πού τὸ κρατοῦσε. Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξια, μὲ λουριὰ χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους.

Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ῥίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.

Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ γυναῖκες κι ὁποῖοι ἤτανε ἄῤῥωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοί πού πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω. Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθῶα μωρὰ στήν ἀγκαλιὰ τους, γρηές πού βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ ἀρνία πού τὰ πάνε στόν μακελάρη. Συνέχεια

Εἰς τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων

Ἁγίου Λουκᾶ Κριμαίας

dafnh[1]Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν γεμάτη κόσμο ποὺ ἦλθε ἀπὸ παντοῦ γιὰ νὰ γιορτάσει τὴ μεγάλη γιορτὴ τοῦ Πάσχα. Ὅλη ἡ πόλη μιλοῦσε γιὰ τὸν μεγάλο προφήτη καὶ θαυματουργὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ὁ ὁποῖος μόλις τώρα ἔκανε τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἀμέτρητα θαύματά Του, ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, πού τέσσερεις ὁλόκληρες ἡμέρες βρισκόταν στὸν τάφο. Τὸν περίμεναν νὰ ἔλθει στὴν πόλη καὶ προετοιμάζονταν γιὰ τὴ θερμὴ ὑποδοχή Του. Αὐτός, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, δὲν περπατοῦσε πεζός, ὅπως πάντα, ἀλλά, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ Βηθσφαγῆ, ἀνέβηκε σ’ ἕνα γαϊδουροπούλαρο, ὥστε νὰ πληρωθεῖ ἔτσι ὅ,τι εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιὼν κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σώζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (Ζαχ. θ´ 9). Οἱ ἀπόστολοι ἔβαλαν πάνω στὸ γαϊδούρι καὶ τὸ πουλάρι του τὰ ροῦχα τους, ἐνῶ ὁ λαὸς πῆρε κλαδιὰ φοινίκων καὶ ἔστρωνε τὰ ροῦχα του στὸν δρόμο, στὰ πόδια τῶν ζώων, κραυγάζοντας μὲ μεγάλη χαρά: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».Οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἄκουγαν μὲ τρόμο τὶς κραυγὲς αὐτές, ποὺ προανάγγελλαν τὴν πτώση τῆς πνευματικῆς τους ἐξουσίας στὸν λαό.

Ἂς στρέψουμε καὶ ἐμεῖς τώρα τὸ βλέμμα μας καὶ ἂς δοῦμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τὴ στιγμὴ αὐτή. Μὲ ἔκπληξη θὰ δοῦμε ὅτι δὲν χαίρεται τὴν πανηγυρικὴ αὐτὴ ὑποδοχή. Ἀντίθετα σκύβει τὸ κεφάλι Του καὶ κλαίει μὲ λυγμούς.

Ὤ, Κύριέ μας! Γιατί κλαῖς τώρα, ὅταν ὅλος ὁ λαὸς χαίρεται; Τὸ ἤξερε μόνο Αὐτὸς ὁ Παντογνώστης. Δὲν ἔκλαιγε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του ἀλλὰ γιὰ τὸν λαό Του. Γιὰ τὸ ὅτι δὲν πίστεψε στὸν Μεσσία Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦλθε γι’ αὐτόν, γιὰ τὸ ὅτι σκότωνε τοὺς προφῆτες ποὺ ἔστελνε σ’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὸ ὅτι πέντε μέρες μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποδοχὴ ὡς Βασιλιά, θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ Τὸν σταυρώσει! γιὰ τὸ ὅτι γιά ὅλα αὐτά, θὰ βροῦν τὸν λαὸ αὐτὸ πολλὰ δεινά.

Ἄραγε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Βασιλιὰς ὅλου τοῦ κόσμου, διεκδικοῦσε τὴν ἐξουσία καὶ προσδοκοῦσε νὰ γίνει βασιλιὰς τοῦ μικροῦ αὐτοῦ καὶ σκληροτράχηλου λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος δὲν γνώρισε καὶ δὲν δέχθηκε τὸν Μεσσία του καὶ τώρα ἑτοιμαζόταν νὰ Τὸν παραδώσει στὸ φρικτὸ καὶ βασανιστικότατο σταυρικὸ θάνατο; Ὅλες οἱ ἅγιες ἐπουράνιες ἀσώματες δυνάμεις θὰ θρηνοῦσαν κατὰ τὴν πανηγυρική Του εἴσοδο στὴν Ἱερουσαλήμ, ἂν ἤξεραν γιὰ τὸν φρικτὸ σταυρὸ ποὺ Τοῦ ἑτοιμαζόταν στὸν Γολγοθά.

Μόνο γιὰ τοὺς σύγχρονούς Του Ἑβραίους ἔκλαιγε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός; Ἀσφαλῶς ὄχι! Αὐτὸς ὁ Παντογνώστης ἤξερε ἀκόμα καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε ἐμεῖς στὶς ἡμέρες μας. Ἤξερε ὅτι μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων τὸ ἀνθρώπινο γένος ὅλο καὶ περισσότερο θὰ Τὸν ξεχνοῦσε, ὅτι θὰ Τὸν βλασφημοῦσε καὶ θὰ ἔβριζε τὸ ἅγιο ὄνομά Του. Τὸ ἤξερε, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν θὰ ἔλθει γιὰ δεύτερη φορά, πιθανῶς, δὲν θὰ βρεῖ τὴν πίστη πάνω στὴ γῆ.

Πρέπει νὰ κλαῖμε καὶ ἐμεῖς ποὺ τόσο συχνὰ ξεχνᾶμε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰδιαίτερα αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας!» (Ἑβρ. ι´ 29). Καὶ τόσο πολλοί, καὶ σὲ ποιὸ τρομερὸ βαθμό, ὑπάρχουν μεταξὺ μας τέτοιοι κακότυχοι ἀδελφοί μας!

Σῶσε τους, Κύριε!

Σῶσε τους, Κύριε!

Σῶσε τους, Κύριε! Ἀμήν.

Από το βιβλίο ”Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας,

Λόγοι καὶ ὁμιλίες» τ. Α´ Εκδ.”Ορθόδοξος κυψέλη”