Σεπτέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Ε’ Νηστειῶν

Ἡ Ὁσία Μαρία καὶ ἡ ἀπάθεια

π. Βασίλειος Καλλιακμάνης

mary_of_egypt2[1]α) Τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τιμᾶται ἡ Ὁσία Μαρία Αἰγυπτία, ἡ ὁποία κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὴν 1η Ἀπριλίου.

Τὸ διδακτικότατο καὶ θαυμαστὸ βίο της, ποὺ ἔγινε προσφιλὲς ἀνάγνωσμα ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν χριστιανῶν, διέσωσε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Καὶ προβάλλεται ἡ ὁσία Μαρία ὡς πρότυπο ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτος καρπὸς ἀσκήσεως.

Ἐκεῖνος ποὺ εἰσέρχεται στὸ στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα μὲ φιλοτιμία, ἰσχυρὴ βούληση καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια γιὰ τὸν πρότερο ἔκλυτο καὶ βορβορώδη βίο δέχεται πλούσια τὴ θεία χάρη. Φθάνει στὴ χαρισματικὴ ἀπάθεια.

β) Γράφεται στὸ Συναξαριστή: «Ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ζήσασα δὲ πρότερον μὲ ἀκολασίαν, χρόνους δεκαεπτά, ὕστερον ἔδωκε τὸν ἑαυτόν της ἡ μακαρία εἰς ἄσκησιν καὶ ἀρετήν… Καὶ τόσον πολλὰ ὑψώθη διὰ μέσου της ἀπαθείας, ὥστε ὁπού ἐπεριπάτει ἐπάνω εἰς τὰ νερὰ καὶ τοὺς ποταμούς, χωρὶς νὰ καταβυθίζεται…

Εἰς τὴν ἔρημον ἔζησεν ἡ τρισολβία χρόνους τεσσαρακονταεπτά, χωρὶς νὰ ἰδῆ ἄνθρωπον, μόνον δὲ τὸν Θεὸν εἶχε θεατήν της. Καὶ τόσον ἠγωνίσθη, ὥστε… ἀπόκτησε μίαν ζωὴν ἐπὶ γῆς, ἀγγελικὴν τε καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον».

γ) Ἡ ἀπάθεια στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία εἶναι φυσικὸς καρπὸς νήψης καὶ ἄσκησης. Ὁ ἀπαθὴς βιώνει τὴν κατὰ Θεὸν νηπιότητα· καθίσταται ἀτάραχος καὶ ἄφοβος, ἀφοῦ ἐνδυναμώνεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Συχνὰ δὲν αἰσθάνεται τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο ἢ τὴν ἀνάπαυση. Ὁ νοῦς του εἶναι στραμμένος στὸν Θεὸ (Ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός). Ὁ ἀπαθὴς δουλαγωγεῖ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἄσκηση, ἐνῶ ταυτόχρονα κόπτει τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ ἐγκολπώνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

δ) Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες ἡ ἀπάθεια δὲ νοεῖται ὡς ἀπόλυτη ψυχικὴ ἀταραξία, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί, οὔτε ὡς νέκρωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς. Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ γίνεται δυσκίνητη πρὸς τὴν κακία, διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής. Ὅμως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ Χριστιανοῦ παρουσιάζει ὁρισμένες διαβαθμίσεις.

ε) Διακρίνονται τέσσερα εἴδη ἀπάθειας: Ἡ πρώτη βιώνεται ἀπὸ τοὺς ἀρχάριους ὡς τέλεια ἀποχὴ ἀπὸ ἐμπαθεῖς πράξεις. Ἡ δεύτερη ὡς ὁλοκληρωτικὴ ἀποβολὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν ἀπὸ τὴ διάνοια. Τὸ τρίτο εἶδος ἀφορᾶ τὴν παντελῆ ἀκινησία τῆς ἐπιθυμίας πρὸς τὰ πάθη. Τέλος ὅσοι μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ θεωρία κατέστησαν τὸν ἑαυτὸν τους διαφανῆ καθρέπτη τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἀμόλυντο νοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ψιλὴ φαντασία τῶν παθῶν.

στ) Τὰ παραπάνω στάδια φαίνεται ὅτι πέρασε καὶ ἡ ὁσία Μαρία, ἡ ὁποία, ὅταν δέχθηκε τὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, πλήρης χάριτος ἄφησε τὸν ἐπίγειο βίο καὶ εἰσῆλθε στὰ σκηνώματα τῆς ἄρρητης δόξας τοῦ Θεοῦ. Τὸ εὔλογο ἐρώτημα ὅμως ποὺ προκύπτει εἶναι: Μήπως ὁ «ἀναχωρητικὸς» τρόπος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς δημιουργεῖ ἀδρανεῖς καὶ ἄνευρες προσωπικότητες, πού δὲ βοηθοῦν στὴν πρόοδο τῆς κοινωνίας; Ἔστω κι ἂν ἀπαντήσει κάποιος ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀσκητικῆς ποὺ ἀκολούθησε ἡ Ὁσία Μαρία δὲν ἀφορᾶ ὅλους τούς χριστιανοὺς ἀλλὰ ἐλάχιστους, τὸ ἐρώτημα παραμένει.

ζ) Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ μπορεῖ νὰ δώσει ἡ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Ἡ ἐσωτερικὴ ἡσυχία, ἡ νήψη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἄσκηση δὲν ἀπομακρύνουν τοπικὰ ἀλλὰ τροπικὰ τὸ χριστιανὸ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καταδαμάσει τὰ ἐνστικτώδη πάθη, ἔχει ἐλέγξει τὸ θυμικό του καὶ διαθέτει καθαρὴ καρδιὰ μπορεῖ πιὸ ἄνετα νὰ ἐπωμισθεῖ θεσμικὲς εὐθύνες καὶ νὰ προσφέρει σημαντικὸ ἔργο στὴν κοινωνία. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ ἱεράρχες καὶ πατριάρχες ἔχοντας φθάσει στὴν νηπτικὴ ἀπάθεια ἀσκοῦσαν ἐπιτυχῶς σπουδαῖο ποιμαντικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο. Ἔτσι τιμήθηκαν ὡς ἅγιοι, προηγούμενοι στὴ μνημόνευση ἄλλων ἁγίων καὶ ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Κυριακή Ε΄ τῶν Νηστειῶν (Μάρκ. ι΄ 32-45)

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Μάρκον, ὁμιλία ΞΕ΄ α΄.

imagesCA8N3Z1DὍταν ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας. «Ὅποιος μπορεῖ νὰ καταναοήση, ἄς κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης· «Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς· «Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν αἰώνια».

Τότε φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη, καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται πάλι στὸ πάθος του. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ γίνη αὐτό, ἦταν  φυσικὸ νὰ τὸ ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν  ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε ἀπ’ αὐτό.  Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό.  Καλά, καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς; θὰ ρωτοῦσε   κανείς. Εἰπώθηκαν ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸση σαφήνεια.  Κατεδαφίσετε, εἶπε, αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ὑψώσω πάλι. Κι ἀλλοῦ· Σημάδι ζητεῖ αὐτὴ ἡ γενιὰ καὶ σημάδι δὲ θὰ τῆς δοθῆ, παρὰ τὸ σημάδι τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ ἄλλη φορά· λίγο ἀκόμα διάστημα θὰ εἶμαι μαζί σας· ἔπειτα θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲ θὰ μὲ βρῆτε. Συνέχεια

Εἰς τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

ὅπου γίνεται καὶ λόγος περὶ ἐλεημοσύνης

imagesCABG5Z731. Ὑπάρχουν μερικὰ θαλάσσια μέρη ποὺ τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Ὅσοι λοιπὸν πλέουν σʼ αὐτὰ τὰ μέρη κρεμοῦν κώδωνες στὰ πλευρὰ τῶν πλοίων, ὥστε τὰ θηρία τρομαγμένα ἀπὸ τὸν ἦχο τους νὰ φεύγουν. Καὶ τοῦ δικοῦ μας βίου ἡ θάλασσα τρέφει πολλὰ καὶ φοβερώτερα θηρία, τὰ πονηρὰ πάθη δηλαδὴ καὶ τοὺς ἐφόρους τῶν παθῶν δαίμονες ποὺ εἶναι πονηρότεροι.

Ἐπιπλέει σʼ αὐτὴ τὴ θάλασσα σὰν πλοῖο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κι ἀντὶ γιὰ κώδωνες ἔχει τοὺς πνευματικοὺς διδασκάλους, ὥστε μὲ τὸν ἱερὸ ἦχο τῆς διδασκαλίας τούτων νʼ ἀπομακρύνη τὰ νοητὰ θηρία. Αὐτὸ προφανῶς προτυπώνοντας ἡ στολὴ τοῦ Ἀαρών, εἶχε εὔηχους κώδωνες ραμμένους στὰ ἄκρα της καὶ σύμφωνα μὲ τὰ θέσμια ἔπρεπε νʼ ἀκούεται ὁ ἦχος τους, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Ἀαρών.

2. Ἐμεῖς δέ, μεταφέροντας καλῶς τὸ γράμμα στὸ πνεῦμα, ἂς ἠχήσουμε τώρα σὲ σᾶς πνευματικά, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, ὁπότε ἐπιτίθενται ἀγρίως φανερὰ καὶ ἀφανῆ θηρία· φανερὰ μὲν ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καὶ τὰ παρόμοια, ἄλλα δὲ ἀφανῶς ἐνεδρεύοντα, ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ ὑπόκρισις. Ὁ ἴδιος δὲ ἦχος εἶναι καὶ φυγαδευτήριο τῶν τοιούτων θηρίων καὶ φυλακτήριο τῶν ἀσκούντων τὴ νηστεία.

3. Εἶναι λοιπὸν ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀκρασία ἀντίθετα μεταξύ τους, ὅπως ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἡ νηστεία εἶναι ἐντολὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι συνομήλικη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ἀδὰμ κατὰ τὴν ἀρχὴ στὸν παράδεισο, γιὰ διαφύλαξι τῆς ζωῆς καὶ τῆς θείας χάριτος ποὺ εἶχε δοθῆ σʼ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ δὲ ἀκρασία εἶναι συμβουλὴ γιὰ τὸν θάνατο σώματος καὶ ψυχῆς, ποὺ ἐδόθηκε δολίως ἀπὸ τὸν Διάβολο στὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς Εὔας γιὰ ἔκπτωσι τῆς ζωῆς καὶ ἀπαλλοτρίωσί της ἀπὸ τὸν Θεὸ θείας χάριτος· διότι ὁ Θεὸς θάνατο δὲν ἐδημιούργησε οὔτε εὐχαριστεῖται μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ζώντων. Ποιὸς ἄνθρωπος λοιπὸν θέλει νὰ εὕρη ζωὴ καὶ χάρι στὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν Θεό; Ἂς ἀποφύγη τὴν θανατηφόρο ἀκρασία κι ἂς προστρέξη στὴ θεοποιὸ νηστεία καὶ ἐγκράτεια, γιὰ νὰ ἐπανέλθη χαρούμενος στὸν παράδεισο. Συνέχεια

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

 

Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ  πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ  καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».

Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο. Συνέχεια

Ἐξήγηση τῆς Ζ΄ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου

Ἀνδρέα Θεοδώρου

Icon from Pefkis Workshop of Byzantine Icons«Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα· ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλὴν ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος καὶ Θεός, εὐλογητὸς εἶ».

Οἱ θεόφρονες (Τρεῖς Παῖδες) δὲν θέλησαν νὰ λατρεύσουν τὰ κτίσματα ἀντὶ τοῦ Κτίσαντος· ἀλλὰ ἀψηφίσαντες μὲ ἀνδρεία τὴν ἀπειλὴ τοῦ τυράννου, μὲ χαρὰ ἔψαλλαν· Ὑπερύμνητε Πατέρα, Κύριε καὶ Θεέ, εἶσαι εὐλογημένος.

Ὁ ποιητὴς ἀνατρέχει στὴν Π. Διαθήκη γιὰ νὰ συναντήσει ἐκεῖ τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδες καὶ νὰ δείξει τὴ δύναμη τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ κατακόβει καὶ συντρίβει τὴν εἰδωλικὴ μανία ἐκείνων ποὺ εἰδωλοποιοῦν τὸν ἑαυτό τους, καταφρονώντας καὶ βρίζοντας τὸν ἅγιο Θεό. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἰσραηλίτες νέοι, ὁ Σεδράχ, ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Μισαὴλ καὶ Ἀζαρίας), ἦσαν οἱ μόνοι ποὺ δὲν γονάτισαν σὲ μία δεδομένη στιγμὴ νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τὴ χρυσή τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Εἶχαν παραβεῖ τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου, πιστεύοντας καὶ λατρεύοντας τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεὸ τῶν Πατέρων τους. Ὁ ὑπερφίαλος βασιλιᾶς γέμισε ἀπὸ θυμὸ γιὰ τὴν αὐθάδεια τῶν Νέων. Καὶ θέλησε νὰ ἐφαρμόσει τὸ νόμο ποὺ ὁ ἴδιος ἔφτιαξε, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον κάθε ἕνας ποὺ θὰ παρέβαινε τὴν προσταγή του νὰ τὸν λατρεύσει ὡς Θεό, ἀρνούμενος νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα του, νὰ ρίχνεται σὲ πυρωμένο καμίνι ζωντανός. Οἱ Παῖδες ρίχτηκαν «στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς τὴν καιομένη». Ὁ ἀνόητος βασιλιᾶς εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸ κάνει. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πετύχει ἦταν νὰ βλάψει τὴ ζωὴ τῶν εὐσεβῶν Νέων. Ἡ φωτιὰ ἄναβε, ἀνέβαινε πέρα ἀπὸ τὸ στόμιο τῆς καμίνου· τὰ παιδιὰ ὅμως μέσα δὲν κατακαίονταν. Ἡ φωτιὰ δὲν τὰ ἔβλαπτε. Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε στὸ καμίνι καὶ μετέτρεπε τὴ φλόγα του σὲ πνεῦμα δροσιᾶς, σὲ δροσερὴ αὔρα, ἡ ὁποία δρόσιζε τοὺς γενναίους ἀθλητές, ποὺ πλημμυρισμένοι ἀπὸ χαρὰ ἔψαλλαν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν ὑπερύμνητο καὶ εὐλογημένο Θεὸ τῶν Πατέρων τους. Τὸ θαῦμα ἦταν συντριπτικὸ γιὰ τὸν ἀνόητο ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἀναγνώρισε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ. Συνέχεια

Ἡ ὁδὸς τῆς Σταύρωσης

Metr.Anthony Bloom

Μαρία ΑιγυπτίαἙβδομάδα μ’ ἑβδομάδα νοιώθουμε ὅτι πλησιάζουμε ὁλοένα τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μᾶς φαίνεται ὅτι κινούμαστε γρήγορα, ἀπὸ Κυριακὴ πρὸς Κυριακή, πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ κάθε φόβος, κάθε φρίκη θὰ χαθεῖ.

Κι ὅμως τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ὅτι πρὶν φτάσουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, πρέπει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Του, νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Σταύρωσης. «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν σταυρώσουν, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθεῖ». Ὅλοι ξέρουμε ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ ἔχουμε πότε ἀναρωτηθεῖ πῶς γύρισαν οἱ μαθητές Του στὴν Ἱερουσαλήμ, ξέροντας ὅτι ἡ Σταύρωση ἦταν κοντά; Κινοῦνταν φοβισμένοι. Δὲν εἶχαν ὡριμάσει τόσο, ὥστε νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὴν ζωή τους θὰ ἔδιναν γιὰ νὰ διαδοθεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Κινοῦνταν μὲ φόβο. Ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε νὰ γυρίσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βάζοντας τὴν ζωή Του σὲ κίνδυνο, ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν: «ἂς μὴν πᾶμε..», καὶ μόνον ἕνας μαθητής, ὁ Θωμᾶς, εἶπε: «Ὄχι. Ἂς πᾶμε μαζί Του, κι ἂς πεθάνουμε μαζί Του».

Ὁ μαθητὴς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνόητα πιστεύω, ὀνομάσαμε Ἄπιστο: ὁ μόνος ποὺ δὲν ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει τὴν ἐμπιστοσύνη του, τὴν πίστη, τὴν ζωή του, τὸ αἷμα του, χωρὶς βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ του ἦταν ἀνεπιφύλακτα δοσμένη στὸν Χριστό. Πόσο ὑπέροχο νὰ εἶναι κάποιος ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος! Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς δὲν θὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Χριστό. Θὰ βαδίσουν μαζί Του πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ἔχουμε σήμερα ἀκόμα τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ζοῦσε μιὰ τραγωδία πρὶν συναντήσει τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἦταν ἁμαρτωλή. Ἦταν πόρνη. Δὲν πίστευε στὸν Θεό, οὔτε μὲ τὴν ψυχή, οὔτε μὲ τὸ σῶμα. Δὲν εἶχε σεβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει δημιουργήσει, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ψυχή. Κι ὅμως ἦρθε, μὲ τραγικὸ τρόπο, ἀντιμέτωπη μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ ἡ εἴσοδος στὸν Ναὸ ἐκτὸς ἂν ἀπέρριπτε τὸ κακὸ καὶ διάλεγε τὴν ἁγνότητα, τὴν μετάνοια, τὴν νέα ζωή.

Ἂς συλλογιστοῦμε τοὺς μαθητὲς ποὺ σχεδὸν ἱκέτεψαν τὸν Χριστὸ νὰ μὴν ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἦταν μιὰ πόλη ὅπου ὅλοι οἱ προφῆτες εἶχαν πεθάνει, δὲν ἤθελαν νὰ πεθάνει ὁ Χριστός, καὶ φοβόντουσαν. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε πόσο τοὺς μοιάζουμε. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε εἰλικρινὰ σήμερα  κατά πόσο μοιάζουμε ἢ ὄχι στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία· τὴν Μαρία ποὺ εἶχε ζήσει τὴν ζωὴ της σύμφωνα μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, παρασυρόμενη ἀπ’ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς· καὶ μία μέρα συνειδητοποίησε ὅτι στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια

Ἀπό τόν κανόνα τοῦ Άκαθίστου Ὕμνου – Ὠδή θ’

 

Ἅπας γηγενής σκιρτάτῳ τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δέ ἀύλων Νόων φύσις γεραίρουσα τήν ἱεράν πανήγυριν τῆς Θεομήτορος καί βοάτω: Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.

Ὅλος ὁ πληθυσμός τῆς γῆς φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἄς σκιρτᾶ ἀπό χαρά· ἄς πανηγυρίζουν τά τάγματα τῶν ἀσωμάτων, πνευματικῶν ἀγγέλων, ἐγκωμιάζοντας τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί ἄς ἀναφωνοῦν σ᾽ αὐτήν: «Μακάρι νά χαίρεις, εὐλογημένη ἀπ᾽ ὅλους, Θεοτόκε ἁγνή, ἀειπάρθενε».

Ἵνα σοι πιστοί τό «χαῖρε» κραυγάζωμεν, οἱ διά σοῦ τῆς χαρᾶς μέτοχοι γενόμενοι τῆς ἀιδίου, ρύσαι ἡμᾶς πειρασμοῦ, βαρβαρικῆς ἁλώσεως καί πάσης ἄλλης πληγῆς διά πλῆθος, Κόρη, παραπτώσεων ἐπιούσης βροτοῖς ἁμαρτάνουσιν.

Γιά νά φωνάζουμε δυνατά μέ πίστη σέ σένα τό «Χαῖρε», οἱ ὁποῖοι μέ σένα γίναμε μέτοχοι τῆς αἰώνιας χαρᾶς, σέ παρακαλοῦμε, Κόρη, νά μᾶς προφυλάξεις ἀπό τόν πειρασμό, ἀπό βαρβαρική ἅλωση καί ἀπό κάθε ἄλλη συμφορά, ἡ ὁποία ἐπέρχεται στούς ἀνθρώπους, πού ἁμαρτάνουν, ἀπό τίς πολλές παραβάσεις τους.

Ὥφθης φωτισμός ἡμῶν καί βεβαίωσις· ὅθεν βοῶμέν σοι: Χαῖρε, ἄστρον ἄδυτον εἰσάγον κόσμῳ τόν μέγαν Ἥλιον χαῖρε, Ἐδέμ ἀνοίξασα τήν κεκλεισμένην, Ἁγνή· χαῖρε, στῦλε  πύρινε, εἰσάγουσα εἰς τήν ἄνω ζωήν τό ἀνθρώπινον.

Σέ εἴδαμε σάν φωτισμό μας καί σιγουριά μας. Γι᾽ αὐτό σοῦ φωνάζουμε δυνατά: Χαῖρε, ἀστέρι πού δέν δύεις, πού εἰσάγεις στόν κόσμο τόν μεγάλο ἥλιο, τόν Χριστό· χαῖρε, Ἁγνή, πού ἄνοιξες τόν κλεισμένο παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Χαῖρε, πύρινη στήλη, πού ὁδηγεῖς τούς ἀνθρώπους στήν οὐράνια ζωή.

Στῶμεν εὐλαβῶς ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἡμῶν καί ἐκβοήσωμεν: Χαῖρε, κόσμου Δέσποινα χαίρε, Μαρία, Κυρία πάντων ἡμῶν· χαῖρε, ἡ μόνη ἄμωμος ἐν γυναιξί καί καλή· χαῖρε, σκεῦος μύρον τό ἀκένωτον ἐπί σέ κενωθέν εἰσδεξάμενον.

Ἄς σταθοῦμε μέ εὐλάβεια στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μας καί ἄς φωνάξουμε δυνατά: «Χαῖρε, Δέσποινα τοῦ κόσμου, χαῖρε, Μαρία, Κυρία ὅλων μας, χαῖρε, ἡ μόνη ἀνάμεσα στίς γυναῖκες ἄψογη καί ἐκλεκτή. Χαῖρε, θεῖο σκεῦος, πού δέχτηκες μέσα σου τό ἀκένωτο μύρο, τόν Χριστό, πού ἄδειασε πάνω σου.

Ἡ περιστερά ἡ τόν ἐλεήμονα ἀποκυήσασα, χαῖρε, Ἀειπάρθενε Ὁσίων πάντων, χαῖρε, τό καύχημα, τῶν Ἀθλητῶν στεφάνωμα χαῖρε, ἁπάντων τε τῶν Δικαίων θεῖον ἐγκαλλώπισμα καί ἡμῶν τῶν πιστῶν τό διάσωσμα. 

Χαῖρε, Ἀειπάρθενε, ἡ περιστερά πού γέννησες τόν φιλεύσπλαχνο Θεό· χαῖρε τό καύχημα ὅλων τῶν ὁσίων καί τό στεφάνωμα τῶν ἀθλητῶν (μαρτύρων)· χαῖρε, τό θεῖο κόσμημα ὅλων τῶν δικαίων καί ἡ σωτηρία γιά μᾶς τούς πιστούς.  Συνέχεια

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή.

  Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ

 Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.

Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.

Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. Ἐσὺ καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.

Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου; Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;

Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι  πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ  εἶναι  πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;

Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός  εἶναι  πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός  εἶναι  φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Συνέχεια

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἀδελφοί καί Πατέρες Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα.

Γι’ αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν· καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.

Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.

Πράγματι, πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας. Συνέχεια

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ E΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 Ἅγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς

Ἰδού ἡ πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Κυριακή [πού σφραγίζει τήν ἑβδομάδα] τῶν μεγάλων ἀγρυπνιῶν καί τῶν μεγάλων ἀσκήσεων, τήν ἑβδομάδα τῶν μεγάλων θρήνων καί ἀναστεναγμῶν, ἡ Κυριακή τῆς πιό μεγάλης μεταξύ τῶν ἁγίων γυναικῶν Ἁγίας, τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας…

Σαράντα ἑπτά χρόνια ἔκανε στήν ἔρημο, καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε ἐκεῖνο πού σπάνια δίνει σέ κάποιον ἀπό τούς Ἁγίους. Χρόνια ὁλόκληρα δέν γεύθηκε ψωμί καί νερό. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4). Ὁ Κύριος τήν ἔτρεφε μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο καί τήν ὡδηγοῦσε στήν ἐρημητική ζωή, στούς ἐρημητικούς της ἀγῶνες. Καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα; Ἡ Ἁγία μετέτρεψε τήν κόλασί της σέ παράδεισο!

Νίκησε τόν διάβολο καί ἀνέβηκε ψηλά στόν Θεό! Πῶς, μέ τί; Μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή, μέ νηστεία καί προσευχή! Διότι ἡ νηστεία, ἡ νηστεία μαζί μέ τήν προσευχή, εἶναι δύναμις πού νικᾶ τά πάντα. Ἕνας θαυμάσιος ὕμνος τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς λέγει: «ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Μέ τήν νηστεία μᾶς ἔδειξε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου… Δέν ὑπάρχει ἄλλο ὅπλο, δέν ὑπάρχει ἄλλο μέσον. Νηστεία! Ἰδού τό μέσον γιά νά νικήσῃς τόν διάβολο, τόν κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία.

Τί θεία δύναμις ἡ νηστεία! Νηστεία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου. Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει σταυρός, ἡ νίκη εἶναι σίγουρη. Τό σῶμα τῆς πρώην πόρνης τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Μαρίας, μέ τήν ἁμαρτία παραδόθηκε στήν δουλεία τοῦ διαβόλου. Ἀλλά ὅταν ἀγκάλιασε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πῆρε αὐτό τό ὅπλο στά χέρια της, νίκησε τόν διάβολο.

Νηστεία εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀντικρύσῃ καί νά καταλάβῃ πραγματικά τόν ἑαυτό του, νά ἰδῇ τόν ἑαυτό του. Βλέπει τότε ὅτι κάθε ἁμαρτία στήν ψυχή του εἶναι ὁ τάφος του, ὁ τάφος, ὁ θάνατός του. Καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ψυχή του δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά μετατρέπῃ σέ πτώματα ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν ψυχή: τούς λογισμούς της, τά συναισθήματά της καί τίς διαθέσεις της· σειρά ἀπό τάφους. Καί τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή ἀπό τήν ψυχή: «Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με».

Αὐτή εἶναι ἡ κραυγή μας κατά τήν ἁγία αὐτή ἑβδομάδα: Κύριε, προτοῦ χαθῶ τελείως, σῶσε με. Ἔτσι προσευχηθήκαμε αὐτή τήν ἑβδομάδα στόν Κύριο, τέτοιες προσευχητικές ἀναβοήσεις μᾶς παρέδωσε στόν Μεγάλο Κανόνα του ὁ μεγάλος ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας Κρήτης. «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Αὐτή ἡ κραυγή μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, ὅλους ὅσους ἔχουμε ἁμαρτίες. Ποιός δέν ἔχει ἁμαρτίες; Συνέχεια

Η κλειστή πόρτα τῆς ψυχῆς μας

     Metr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Ι. Καθώς ἡ πορεία μας στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό δόξης εἰς δόξαν, γιά νά φθάσουμε βῆμα βῆμα νά ἀντικρύσουμε τήν ὑπέρτατη δόξα τῆς ᾿Εσταυρωμένης Θείας ᾿Αγάπης, τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τιμοῦμε σήμερα τή μνήμη τῆς ῾Οσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

῾Η ῾Οσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἦταν μία ἁμαρτωλή, μία γυναίκα τῆς ὁποίας ἡ ἁμαρτωλότητα ἦταν γνωστή σέ ὅλους καί ὄχι μόνο στόν Θεό· ἴσως τή μικρότερη ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλότητας νά τήν εἶχε ἡ ἴδια, καθώς ἡ ἁμαρτία ἦταν ἡ ζωή της. Καί ὅμως, θέλησε κάποια μέρα νά προσκυνήσει τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου σέ μία ἐκκλησία.

Τό ὑπέρτατο κάλλος τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἔφθασε στήν καρδιά της καί τήν ἄγγιξε. ῞Οταν ὅμως ἔφθασε στήν πύλη τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης, μιά δύναμη τήν ἐμπόδιζε νά διαβεῖ τό κατώφλι. ῾Ο Τελώνης δέν εἶχε ἐμποδιστεῖ νά σταθεῖ ἐκεῖ, ἐπειδή ἡ καρδιά του ἦταν συντετριμμένη· ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία δέν εἶχε συντετριμμένη καρδιά καί ἡ εἴσοδος στόν Ναό ἦταν ἀπαγορευμένη γι’ αὐτήν.

 Στεκόταν λοιπόν ἐκεῖ καί ἔνιωθε ὅτι ἡ κατάστασή της ἦταν ἀσύμβατη μέ τήν ἁγιότητα τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς Θεοτόκου, πού εἶναι ὅ,τι ἱερότερο ὑπάρχει στή γῆ καί στόν οὐρανό. ῾Η ἐμπειρία αὐτή τή συγκλόνισε τόσο βαθιά, ὥστε ἐγκατέλειψε ὅλα αὐτά πού ἦταν ταυτισμένα μέ τήν ὕπαρξή της, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο καί μέ μία ἄσκηση πού τά λειτουργικά μας βιβλία χαρακτηρίζουν ὡς «ἀκραία» ἀγωνίστηκε νά νικήσει τή σάρκα της, τήν ψυχή της, τίς ἀναμνήσεις της· ὅ,τι ἦταν ἁμαρτία, ἀλλά καί καθετί πού θά μποροῦσε νά τήν ὁδηγήσει μακριά ἀπό τόν Θεό. Καί ξέρουμε τώρα πόσο ἔνδοξη ὑπῆρξε ἡ ζωή της, τί ἄνθρωπος ἔγινε.

Τί μάθημα δίνει σ’ ἐμᾶς; Πόσες φορές ἔχει συμβεῖ νά χτυπήσουμε καί ἐμεῖς τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἐπιχείρησε καί ἡ Μαρία νά μπεῖ στόν χῶρο τῆς Παρουσίας Του; Πόσες φορές προσπαθήσαμε νά προσευχηθοῦμε, νά Τόν πλησιάσουμε ἐν σιωπῇ; Πόσες φορές λαχταρήσαμε τόν Θεό καί πόσες φορές νιώσαμε ὅτι ἀνάμεσα στήν προσευχή μας καί σ’ Αὐτόν, ἀνάμεσα στή σιωπή μας καί σ’ Αὐτόν, ἀνάμεσα στή λαχτάρα μας καί σ’ Αὐτόν ὑπῆρχε ἕνα ἐμπόδιο πού δέν μπορούσαμε νά ὑπερπηδήσουμε; Φωνάξαμε, προσευχηθήκαμε σ’ ἕναν ἄδειο οὐρανό, στραφήκαμε πρός τίς εἰκόνες, κι αὐτές ἔμειναν σιωπηλές. Τό μόνο πού συναντούσαμε ἦταν ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, μιά ἀπουσία τόσο τρομακτική, ὄχι μόνον ἐπειδή δέν μπορούσαμε νά Τόν πλησιάσουμε, ἀλλά γιατί συνειδητοποιούσαμε ὅτι ἄν δέν Τόν πλησιάσουμε, ἡ ψυχή μας κείτεται ἄχρηστη, μέσα μας βασιλεύει τό κενό, ἕνα κενό πού ἄν συνεχιστεῖ, ἄν γίνει ἡ μόνιμη κατάστασή μας, θά σημάνει κάτι παραπάνω ἀπ’ τόν θάνατο· θά σημάνει τόν ἀπόλυτο χωρισμό. ᾿Αλλά καί πόσες φορές ἔχει χτυπήσει ὁ Θεός τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας! Συνέχεια