Φεβρουάριος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
232425262728  

Μετάνοια – Ἐξομολόγηση

Τό Ἦθος τῆς Ἐξομολογήσεως

 

Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζαχάρου

Ὁ Θεός ἔκτισε καταρχάς τόν ἄνθρωπο, στεφανώνοντάς τον μέ δόξα καί τιμή. Χάρισε σέ αὐτόν τήν ἄρρητη θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὥστε νά γνωρίζει τόν Δημιουργό Του, νά Τόν μιμεῖται καί νά αὐξάνει σέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη πρός Αὐτόν. Καί ἐνῶ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα ἤσαν γυμνοί, ἔφεραν ἄφθαρτη πνευματική περιβολή “καί οὐκ ἠσχύνοντο” (Γέν. 2,25).

Μέ τήν πτώση ὅμως στό ἁμάρτημα τῆς ἀχαριστίας καί τῆς παρακοῆς, ἄν καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἕρπει στή γῆ ὅπως ὁ ὄφις, ὠστόσο ἐφθάρη ὁ νοῦς του καί ἔγινε ἀνίκανος νά κατοπτεύει τα “μή βλεπόμενα” καί τά “αἰώνια” (Β’ Κορ. 4,18). Ντροπιάσθηκε τό κατ’ εἰκόνα πλάσμα, γιατί βυθίσθηκε στήν ἄβυσσο τῶν “βλεπομένων” καί τῶν “πρόσκαιρων” (Β’ Κορ. 4,18) καί ἔγινε τό μεγαλύτερο τραῦμα τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Τότε οἱ πρωτόπλαστοι “ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἤσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα” (Γέν. 3,7). Δηλαδή, φόρεσαν χιτώνα αἰσχύνης καί “ἐκρύβησαν… ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεού” (Γέν. 3,8). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε καί ἔχασε τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ.

Τελικά, γιά νά μή ματαιωθεῖ ἡ προαιώνια πρόθεση τοῦ Θεοῦ γιά τό λογικό ποίημα τῶν χειρῶν Του, ὁ Κύριος, ἀπό ἄφατη εὐσπλαγχνία καί ἀνεξιχνίαστη σοφία, ἐπινόησε τρόπο σωτηρίας. Ἦλθε ταπεινά ὡς ἀνθρωπος καί πῆρε πάνω Του τή δική μας αἰσχύνη καί μέ τήν ἀνάστασή Του μᾶς ἐνέδυσε πάλι μέ τό ἅγιο καί ἄμωμο ἱμάτιο τῆς δόξης Του, πού δέν ἔχει πλέον “σπίλον ἤ ρυτίδα” (Ἔφεσ. 5,27). Δέν ἄφησε σέ μᾶς οὔτε ἴχνος αἰσχύνης, γιατί, ὅλοι “οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων Αὐτόν ἐπέσον ἐπ’ Αὐτόν”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή (Ρωμ. 15,3). Ὁ Χριστός, ἐπιθυμώντας τή θεραπεία καί σωτηρία μας, δέν λογάριασε τόν Ἑαυτό Του. Ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας” (Ἔβρ. 12,2). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός, ὑπομένοντας τήν αἰσχύνη τοῦ σταυροῦ, ἐξάλειψε τή δική μας αἰσχύνη καί μᾶς ἔσωσε. Χάραξε τήν ταπεινή ὁδό Του πάνω στή γῆ, ὥστε ὅποιος τήν ἀκολουθήσει νά θεραπεύεται ὁλοτελῶς. Ὁ ἴδιος βεβαίως ὁ Κύριος καλεῖ σέ μετάνοια ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί τούς “κακῶς ἔχοντας” (Ματθ. 9,12). Ἀλλά ἡ μετάνοια πρός θεραπεία καί σωτηρία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν αἰσχύνη.

Ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς ἰατρός καί θεραπευτῆς τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί ἐμεῖς δεχόμαστε τή θεραπεία Του κατ’ ἐξοχήν στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Γιά ποιόν ὅμως λόγο δίνεται ἡ θεραπευτική χάρη τοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν ὁποία χάρη ὁ πιστός νικᾶ τά πάθη καί τήν ἁμαρτία; Γιά δύο λόγους, νομίζω, χάρη στούς ὁποίους γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθινός καί τοποθετεῖται στήν ὁδό τοῦ Κυρίου.

Πρῶτον, κάνουμε ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.

Ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι “ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος, ἵνα ἁφῆ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίση ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας” (Α΄Ἰωάν. 1,8-9).

Ὅταν λοιπόν ἐξομολογούμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογοῦμε κυρίως τή μεγάλη καί παγκόσμια ἀλήθεια τῆς πτώσεως ὅλου τοῦ γένους τοῦ Ἀδάμ. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἄν ὑπάρχει μιά περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀλάθητος καί μάλιστα ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου, εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Τότε πράγματι γίνεται ἀληθινός. Ὅταν ὅμως ἀληθεύει, ἑλκύει τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, τό ὁποῖο φέρει τόν πιστό σέ βαθιά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτώχειας καί στή συνέχεια τόν ὁδηγεῖ σέ μετάνοια. Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει ταυτόχρονα τή θεραπεία καί τή δικαίωση. Συνέχεια

«Θάνατος ποιμανεῖ αὐτούς» ( Ψαλμ. μη΄, 15 )

Ἀρχιμ. Αντωνίου Ρωμαίου

264294_451224044916464_1500174510_n[1]«Αὐτούς θά τούς ποιμάνει ὁ θάνατος», λέει ὁ Ψαλμωδός. Σύμφωνα μέ τά βιβλικά δεδομένα, δέν πρόκειται ἐδῶ γιά εἰρωνεία στήν ἔκφραση, ἀλλά γιά διαγνωστική προαγγελία.

Ἤδη, στό Δευτερονόμιο τῆς Πεντατεύχου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρουσιάζεται ὁ Θεός νά κάνει αὐτή τή διαγνωστική προαγγελία μέ τά λόγια: «᾿Ιδοὺ ἐγώ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν καί τὴν κατάραν· τὴν εὐλογίαν, ἐὰν ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσας ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί τὴν κατάραν, ἐὰν μὴ ἀκούσητε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅσα ἐγώ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, καί πλανηθῆτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, πορευθέντες· λατρεύειν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ οἴδατε» [1].

Στήν ἱστορική διαδρομή του, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ἔχει ἐπιβεβαιώσει, κατά ἐναλλασσόμενες περιόδους, τήν ἀναντίρρητη πραγματικότητα καί τῶν δύο φάσεων τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό.

Σέ κάθε χρονική περίοδο, πού σεβόταν τόν Θεό καί ἐφήρμοζε τίς ἐντολές Του, μεγαλουργοῦσε, εὐημεροῦσε καί ἀντιμετώπιζε τούς ἐχθρούς του νικηφόρα. Στίς χρονικές περιόδους, πού παρασυρόταν ἀπό γειτνιάζοντα ἔθνη καί ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν θεοκρατική πίστη καί κοσμοβιοθεωρία του, σέ σημεῖο, πού ἐγκατέλειπε καί τόν μονοθεϊσμό καί τήν παραδεδομένη λατρεία, ἔχανε τήν ἐθνική κυριαρχία του. Ὑποδουλωνόταν τότε σέ ἄλλους λαούς καί στρεφόταν στόν παγανισμό, στήν δεισιδαίμονα εἰδωλολατρία καί στήν ὑποκουλτούρα τῶν ἀκαλλιέργητων φυλῶν.

Σέ αὐτές τίς περιόδους τῆς παρακμῆς, ὁ Θεός δέν ἄφηνε τό λαό Του ἀβοήθητο. Προνοοῦσε γιά τήν παρουσία ἰσχυρῶν προσώπων, ἱκανῶν νά τόν ἐπαναφέρουν στήν παραδεδομένη πίστη καί λατρεία, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὑπῆρξαν οἱ προφῆτες.

Μία τέτοια προσωπικότητα, ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ἔκαμε τότε μία δυνατή παρέμβαση, λέγοντας: «Καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα[2]».

Καλεῖ ὁ Θεός, μέ τόν Προφήτη Ἠσαΐα, τούς ἀποστατημένους Ἰσραηλῖτες σέ διάλογο καί, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, τούς λέει: «Λοιπόν, ἐλᾶτε, κι ἂς κριθοῦμε μεταξύ μας, λέει ὁ Κύριος. Θέλω νά κάνω διάλογο μαζί σας. Γιατί μέ ἀποφεύγετε; Μήπως μέ φοβόσαστε, γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔχετε κάνει; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες σας κόκκινες σάν τό αἷμα; Μά θά μποροῦσαν νά γίνουν λευκές, σάν τό χιόνι. Ἔχουν τό χρῶμα τῆς πορφύρας; μά θά μποροῦσαν νά λευκανθοῦν, σάν καθάριο μαλλί». Συνέχεια

Λόγος περὶ μετανοίας

Ἄγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

imagesCAHLNFDHΜετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω. Αὐτὰ ἦσαν τὰ πρῶτα λόγια τοῦ κηρύγματος τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ τὰ ἴδια λόγια λέγει καὶ σ’ ἐμᾶς μέχρι σήμερα, μέσω τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν ἐπληθύνθη περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχὴ ἡ ἁμαρτία στὸν κόσμο, κατῆλθε ἐδῶ στὴν γῆ μας ὁ Παντοδύναμος Ἰατρός. Κατῆλθε στὸν τόπον αὐτὸ τῆς ἐξορίας, στὸν τόπο τῶν βασάνων καὶ τῶν παθῶν μας, ποὺ εἶναι μία πρόγευσις τῶν αἰωνίων βασάνων τῆς κολάσεως, καὶ εὐαγγελίζεται τὴν λύτρωση, τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἴαση σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρὶς ἐξαίρεση, λέγοντας «μετανοεῖτε».

Ἡ δύναμις τῆς μετανοίας εἶναι θεμελιωμένη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰατρὸς εἶναι πανίσχυρος, καὶ ἡ ἴασις ποὺ Ἐκεῖνος χαρίζει εἶναι παντοδύναμος.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅταν ἐκήρυσσε ἐδῶ στὴν γῆ ὁ Κύριος, καλοῦσε σὲ θεραπεία ὅλους ὅσοι ἦσαν ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ δὲν θεωροῦσε καμμία ἁμαρτία ὡς ἀθεράπευτη. Καὶ τώρα, ἐπίσης, συνεχίζει νὰ καλὴ ὅλους, καὶ ὑπόσχεται, καὶ χαρίζει πράγματι τὴν ἄφεση γιὰ κάθε ἁμαρτία καὶ τὴν ἴαση γιὰ κάθε ἁμαρτωλὴ ἀσθένεια. Συνέχεια

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

 Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἄθωνίτης

Ἡ ψυχή μου Σ’ ἐγνώρισε, Κύριε, καί γράφω στό λαό Σου γιά τά ἐλέη Σου.

Μή θλίβεστε, λαοί, πού εἶναι δύσκολη ἡ ζωή. Ἀγωνίζεστε μόνον ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί ζητᾶτε βοήθεια ἀπό τόν Κύριο κι Αὐτός θά σᾶς χαρίσει ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμο, γιατί εἶναι σπλαχνικός καί μᾶς ἀγαπᾶ.

Ὤ λαοί, ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά γνωρίσετε τόν Κύριο καί νά δῆτε τό ἔλεος καί τή δόξα Του. Εἶμαι ἑβδομήντα δύο ἐτῶν καί ἐπλησίασα τόν θάνατο καί γράφω γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος νά τό γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὤ καί νά μποροῦσα νά σᾶς ἀνέβαζα σ’ ἕνα ψηλό βουνό, γιά νά μπορέσετε νά δῆτε ἀπό τό ὕψος τῆς κορυφῆς τό πράο καί σπλαχνικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί νά γεμίσουν ἀγαλλίαση οἱ καρδιές σας.

‘Αλήθεια σᾶς λέω: Δέν ξέρω νά χω κανένα καλό κι ἔχω πολλές ἁμαρτίες. Ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅμως ἐξάλειψε τίς ἁμαρτίες μου καί ξέρω πώς σ’ ὅσους παλαίβουν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας ὁ Κύριος τούς χαρίζει ὄχι μόνον τήν ἄφεση, ἀλλά καί τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία δίνει χαρά στήν ψυχή καί τήν γεμίζει μέ βαθειά καί γλυκειά εἰρήνη.

Ὤ Κύριε, Ἐσύ ἀγαπᾶς τά πλάσματά Σου. Καί ποιός θά μποροῦσε νά κατανοήσει τήν ἀγάπη Σου ἤ νά γευθεῖ τή γλυκύτητά της, ἄν δέν τόν διδάξεις Σύ ὁ Ἴδιος μέ τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα;

Σέ παρακαλῶ λοιπόν, Κύριε, ν’ ἀποστείλεις στόν κόσμο Σου τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά γνωρίσουν ὅλοι τήν ἀγάπη Σου. Ζέστανε τίς θλιμμένες καρδιές τῶν ἀνθρώπων, γιά νά δοξάζουν μέ χαρά τό ἔλεός Σου. Συνέχεια

Γιά τήν Ἐξομολόγηση

Ἁγίου ΚΟΣΜΑ τοῦ Αἰτωλοῦ

Ἐδῶ ὁποῦ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μά ἔλαβα καί μίαν λύπην μεγάλην.

Χαράν μεγάλην ἔλαβα βλέποντας τήν καλήν σας γνώμην, τήν καλήν σας μετάνοιαν, λύπην ἔλαβα στοχαζόμενος τήν ἀναξιότητά μου, πώς δέν ἔχω καιρόν νά σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρός ἕνα, νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονό του ὁ καθένας, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός.

Θέλω καί ἀγαπῶ, ἀμά δέν ἠμπορῶ, παιδιά μου. Καθώς ἕνας πατέρας εἶναι ἄρρωστος, πηγαίνει τό παιδί του νά τό παρηγορήση, ἐκεῖνος μήν μπορώντας τό διώχνει, μά πῶς τό διώχνει; Μέ τήν καρδίαν καμμένην. Θέλει νά τό παρηγορήση, μά δέν ἠμπορεῖ. Πατέρας ἀνάξιος εἶμαι ἐγώ. Πνευματικά παιδιά μου εἴσαστε ἡ εὐγενεία σας.

Τώρα ἔρχεται ἕνας νά ἐξομολογηθῆ εἰς τοῦ λόγου μου νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονόν του, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Ἐγώ μήν ἠμπορώντας τόν διώχνω, μά πῶς τόν διώχνω; Τόν διώχνω καί καίεται ἡ καρδία μου καθώς ὁ πατέρας μέ τό παιδί του. Τί νά σᾶς κάμω; Μά πάλιν, νά μήν ὑστερηθῆτε παντελῶς, σᾶς λέγω ἐγώ παραμικρόν.

Ὅταν θέλετε νά ἰατρεύσετε τήν ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάνομέ τε ἕνα παζάρι; Ἀπό τόν καιρόν ὁποῦ ἐγεννηθήκετε ἕως τώρα ὅσα ἁμαρτήματα ἐκάμετε νά τά πάρω ὅλα εἰς τόν λαιμόν μου καί ἡ εὐγενεία σας νά μοῦ πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ νά ἀσηκώσετε τέσσαρες τρίχες ἀπό αὐτά τά γένεια καί νά σᾶς πάρω ἐγώ ὅλα σας τά ἁμαρτήματα; Καί τί νά τά κάμω;

Ὡστόσον ἔχω μίαν καταβόθρα καί τά ρίχνω ὅλα μέσα ὡσάν χωνευτήρι. Ποία εἶναι ἡ καταβόθρα; Εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ μας. Πρώτη τρίχα εἶναι ὅταν θέλετε νά ἐξομολογᾶσθε τό πρῶτον θεμέλιον εἶναι αὐτό ὁποῦ εἴπαμε, νά συγχωρᾶτε τόν ἐχθρόν σας. Τό κάμνετε;

 ‒ Τό κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐπήρετε τήν πρώτην τρίχα. Δευτέρα τρίχα εἶναι νά εὑρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ἐνάρετον, εὐλαβῆ νά ἐξομολογᾶσθε. Καί νά ἐξομολογᾶσαι καί νά εἰπῆς ὅλα σου τά ἁμαρτήματα. Συνέχεια

Λόγος γιά τή ΜΕΤΑΝΟΙΑ

 

 Τοῦ Ὁσίου πατέρα μας ΕΦΡΑΙΜ τοῦ Σύρου

 Ἄς μήν κυριευόμαστε λοιπόν ἀπό ἐκεῖνο τό φόβο πού ἔχει σχέση μέ τά πράγματα καί τίς καταστάσεις τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Νά μήν φοβόμαστε δηλαδή ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος (Α’Ιωάν. 4, 18). Γιατί ποιός ἀνθρώπινος φόβος μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τό θεῖο φόβο; Καί ποιά φθαρτή ἀνθρώπινη δόξα μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν μεγαλωσύνη, τήν ἀνέκφραστη δύναμη καί τήν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ;

Ἐπειδή ὅμως μᾶς παρασύρουν τά γήινα πράγματα, δέν μποροῦμε, μέ τή δύναμη τῆς πίστης καί τό φωτισμό τῆς γνώσης, νά προσηλώσουμε τό νοῦ μας στά ἀόρατα.

Ἄν λοιπόν, ἔστω καί μόνο ἀπό τή θέα τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ὁδηγούμαστε στήν κατανόηση τῆς ἀνέκφραστης δύναμης τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ, ἄς σταθοῦμε ἐνώπιόν Του μέ δέος καί ἄπειρο σεβασμό.

Ἄν κάποιος θελήσει νά μετακινήσει ἕνα βράχο, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος εἶναι βασιλιάς, δέν θά μπορέσει νά τό κάνει μέ ἄλλον τρόπο, παρά μονάχα ἄν χρησιμοποιήσει διάφορους μοχλούς καί σχοινιά. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά κάνει τή γῆ νά τρέμει καί μόνο μέ τό βλέμμα Του (πρβλ.Ψαλμ. 103, 32). Δέν ἀπορεῖ ὁ νοῦς σου;

Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί μόνο νά κάνει τά βουνά νά τρέμουν κι ἄλλα βαριά πράγματα νά σαλεύουν! ‘Εκεῖνος θέλει καί εὐδοκεῖ καί στηρίζει τά σύμπαντα μέ τό λόγο Του! Δέν σέ ἐντυπωσιάζει πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς καί ὁ ἦχος τῆς βροντῆς;

Αὐτά εἶναι τόσο ἐκπληκτικά ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ζαρώνουν ἀπό τό φόβο τους, ἀλλά καί τά θηρία καί τά κτήνη καί τά ὄρνεα καί τά ὑδρόβια πουλιά.

Ὅσα ὅμως κι ἄν ποῦμε, δέν θά καταφέρουμε νά παρουσιάσουμε τό μέγεθος αὐτοῦ τοῦ θέματος. Συνέχεια

Μετανοῶ

Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Γιὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἁμαρτίες

μετανοῶ ἐνώπιόν Σου, Παντελεήμων.

Νὰ τὸ σπέρμα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν βρίσκεται στὸ αἷμα μου.

Μὲ τὴν προσπάθειά μου καὶ τὸ Ἔλεός Σου συμπνίγω

τὸν κακὸ αὐτὸ σπόρο μέρα καὶ νύχτα.

Γιὰ νὰ μὴ βλαστάνουν τὰ ζιζάνια, ἀλλὰ τὸ καθαρὸ στάρι

στὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου.

Μετανοῶ γιὰ ὅλους τούς μεριμνώντας, ποὺ σκοντάφτουν

κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν καὶ δὲν ξέρουν νὰ ἀποθέσουν

τὶς μέριμνές τους ἐπάνω σὲ Σένα. Γιὰ τὸν ἀδύνατο ἄνθρωπο

ἀβάσταχτη εἶναι καὶ ἡ πιὸ μικρὴ μέριμνα, ἐνῶ γιὰ Σένα

καὶ ἕνα βουνὸ μεριμνῶν εἶναι σὰν μιὰ μπάλα χιονιοῦ

πεταμένη στὴν κάμινο τοῦ πυρός.

Μετανοῶ γιὰ ὅλους τούς ἀρρώστους, γιατί ἡ ἀρρώστια

εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν μὲ τὴν μετάνοια καθαριστεῖ

ἡ ψυχή, τότε ἡ ἀρρώστια ἐξαφανίζεται μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία,

καὶ εἰσέρχεσαι στὴν ψυχὴ Ἐσύ, Αἰώνια Ὑγεία μου.

Μετανοῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους, ποὺ μὲ τὴν ἀπιστία τους

σωρεύουν τὶς ἀνήσυχες φροντίδες τους καὶ τὶς ἀρρώστιες

ἐπάνω τους καὶ ἐπάνω στοὺς φίλους τους.

Μετανοῶ γιὰ ὅλους τους θεοβλασφήμους, ποὺ βλασφημοῦν Ἐσένα,

μὴ ξέροντας ὅτι βλασφημοῦν τὸν Οἰκοδεσπότη,

πού τοὺς ντύνει καὶ τοὺς τρέφει.

Μετανοῶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρωποκτόνους ποὺ σκοτώνουν

τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ φυλάξουν τὴ δική τους.

Συγχώρεσέ τους Παντελεήμων, γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν.

Γιατί δὲν ξέρουν ὅτι δὲν ὑπάρχουν στὸ Σύμπαν δύο ζωές, ἀλλὰ μία,

καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἕνας.

Καὶ κόβουν τὸ μισό τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ φυλάξουν τὸ ἄλλο μισό.

Ἄχ, πόσο εἶναι νεκροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀποκόψει

τὸ μισό της καρδιᾶς!

Μετανοῶ γιὰ τοὺς ψευδόρκους, διότι ἀλήθεια,

καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀνθρωποκτόνοι, αὐτόχειρες.

Γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀδελφούς τους

καὶ συσσωρεύουν ἄχρηστο πλοῦτο, κλαίω καὶ ἀναστενάζω,

γιατί ἔθαψαν τὴν ψυχή τους καὶ δὲν ἔχουν

μὲ τί νὰ παρουσιαστοῦν ἐνώπιόν Σου.

Γιὰ ὅλους τούς ὑπερηφάνους καὶ ἀλαζόνας κλαίω καὶ ἀναστενάζω,

γιατί εἶναι ἐνώπιόν Σου σὰν ζητιάνοι μὲ ἄδειο σακκούλι.

Γιὰ ὅλους τούς μέθυσους καὶ λαίμαργους κλαίω καὶ ἀναστενάζω,

διότι κατήντησαν δοῦλοι τῶν δούλων τους.

Γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ χαλᾶνε τοὺς γάμους, μετανοῶ,

γιατί πρόδωσαν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο

τοὺς ἐξέλεξε γιὰ νὰ κτίζει διὰ μέσου αὐτῶν τὴν νέα ζωή,

ἐνῶ αὐτοί, τὴν διακονία τῆς ζωῆς,

μετέβαλαν σὲ καταστροφὴ τῆς ζωῆς.

Γιὰ ὅλα τὰ ψεύτικα χείλη, γιὰ ὅλα τὰ θολὰ μάτια,

γιὰ ὅλες τὶς σκληρὲς καρδιές, γιὰ ὅλες τὶς ἀχόρταγες κοιλιές,

γιὰ ὅλα τὰ σκοτεινὰ μυαλά, γιὰ ὅλες τὶς κακὲς θελήσεις,

γιὰ ὅλους τούς ἄσχημους λογισμούς, γιὰ ὅλες

τὶς ψυχοφθόρες ἐνθυμήσεις, μετανοῶ καὶ ἀναστενάζω.

Μετανοῶ, Κύριε, γιὰ τοὺς πολυλογοῦντας,

γιατί τὸ πολύτιμο δῶρο Σου,

τὸ δῶρο τοῦ λόγου, μετέβαλαν σὲ φθηνὴ ἄμμο.

Μετανοῶ, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ καταστρέφουν

τὴν ἑστία τοῦ γείτονα καὶ τὴν εἰρήνη του,

γιατί ἔτσι μάζεψαν στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸ λαὸ τὴν κατάρα.

Μετανοῶ, γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ

ὡς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, γιατί ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι στὸ αἷμα μου.

Γιατί ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν Ἀδάμ, καὶ ὁ Ἀδὰμ μέσα μου.

Γιὰ ὅλους τούς μεγάλους καὶ μικρούς, ποὺ δὲν τρέμουν

μπροστὰ στὴν φοβερὰ παρουσία Σου, κλαίω καὶ κραυγάζω·

Δέσποτα Πολυέλεε, ἐλέησον καὶ σῶσον με.

                                     

Ποιὸν δὲν εἰρωνεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι;

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Γιὰ τὴν ἐξομολόγηση Θὰ ἤθελες νὰ μάθης ἂν ἡ ἐξομολόγηση εἶναι τόσο ἀπαραίτητη; Παλαιότερα πήγαινες πιὸ συχνὰ στὴν ἐξομολόγηση μὰ σταμάτησες ἐπειδὴ κάποιος σὲ εἰρωνεύτηκε γι’ αὐτό. Δὲν ἔπρεπε νὰ διακόψεις. Ποιὸν δὲν εἰρωνεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι; Ξέρεις τί εἶπε ὁ διορατικότερος ὅλων: οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε (Λουκ. 6, 25). Μοῦ γράφεις ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τέχνη σου ἔχεις καὶ ἕνα ἀμπέλι, πού σοῦ δίνει καλὴ παραγωγή, ἐπειδὴ τὸ καλλιεργεῖς πολύ. Ἂν κάποιος ἐγκατέλειπε τὸ ἀμπέλι του καὶ εἰρωνευόταν ἐσένα ποὺ φροντίζεις μὲ ἐπιμέλεια τὸ δικό σου, μήπως θὰ σήκωνες τὰ χέρια σου ἀπὸ τ’ ἀμπέλι καὶ θὰ σταματοῦσες νὰ τὸ καλλιεργεῖς; Σίγουρα, δὲν θὰ τὸ ἔκανες αὐτό.

Πῶς μπορεῖς λοιπὸν νὰ ταλαντεύεσαι ἀναφορικὰ μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου ἡ ὁποία εἶναι σημαντικότερη ἀπ’ ὅλα τ’ ἀμπέλια τοῦ κόσμου; Ἐπειδὴ ὅταν πεθάνεις, τὴν ψυχή σου θὰ τὴν πάρεις ἐνῶ τὸ ἀμπέλι θὰ τὸ ἀφήσεις. Ἀπ’ ὅλες τὶς καλλιέργειες, ἡ σημαντικότερη εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀπ’ ὅλους τοὺς κόπους ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταβάλλει πάνω στὴ γῆ, ὁ κόπος γιὰ τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ πιὸ συνετός. Γιὰ τοῦτο, γύρνα στὴν προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω ἀπὸ τὴν ψυχή σου καὶ ξεκίνα πάλι νὰ ἐξομολογῆσαι….

Οἱ ἁμαρτίες θεριεύουν καὶ πολλαπλασιάζονται μέσα στὴ μυστικότητα. Μόλις ὅμως βγοῦν στὸ φῶς, ξηραίνονται καὶ πεθαίνουν. Μὴν πεῖς: δὲν ἔχω ἁμαρτίες! Διάβασε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ δίκαιος στὸ Ψαλτήρι: ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου (Ψαλ. 50, 7). Μὴν πεῖς πάλι: ἐγὼ ἐξομολογοῦμαι τὶς ἁμαρτίες μου στὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐξομολογοῦμαι σὲ ἀνθρώπους. Ποιὸς ἦταν περισσότερο δίκαιος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Καὶ ὁ Παῦλος αὐτός, εἶχε μία ἁμαρτία πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολική του κλήση ὡς Σαῦλος καὶ τὴν ἁμαρτία του αὐτὴ τὴν ἐξομολογήθηκε δημόσια, ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ πολλὲς καὶ ὄχι μονάχα μπροστὰ σὲ πιστοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ εἰδωλολάτρες. Γράφει στοὺς βαπτισμένους Γαλάτες: ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφὴν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῶ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτὴν (Γαλ. 1, 13). Τὸ ἴδιο ἀποκαλύπτει καὶ μπροστὰ στὸν ἀβάπτιστο βασιλιὰ Ἀγρίπα. Συνέχεια

Ὁ σκοπός τῆς ἐξομολογήσεως

__1_~2 (2)

Ἀνδρέα Θεοδώρου

Σὲ τί ἀποβλέπει τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως;

Γιὰ νὰ λουσθεῖ ἡ ψυχὴ πνευματικὰ καὶ νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας.

Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοήσει πρῶτα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ συντριβεῖ ἡ καρδιά του γιὰ ὅ,τι προσέβαλε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ λάβει ἀπόφαση νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη καὶ τὶς κακές του συνήθειες, νὰ μισήσει τὴ σαγήνη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ νεκρώσει τὴν ψυχή του, καὶ κατόπιν νὰ προσέλθει στὸν πνευματικὸ λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐξομολογηθεῖ σ’ αὐτὸν μὲ φόβο Θεοῦ καὶ εἰλικρίνεια τὰ ἁμαρτήματα ποὺ πιέζουν τὴ συνείδησή του. Ὁ πνευματικός, διαπιστώνοντας εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ προθυμία ἀλλαγῆς βίου, συγχωρεῖ τὸν ἐξομολογηθέντα, διαβάζοντάς του εἰδικὴ συγχωρητικὴ εὐχή.

Τὴν ἐξουσία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν ἔχει ὁ ἱερέας ὡς λειτουργός τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἐφοδίασε ὁ Χριστὸς μὲ τὴ δύναμη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» ἁμαρτίες ἐπὶ τῆς γῆς: «Ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. 20, 23). Μὲ τὴ συγχώρησή του ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται τελείως ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας λουσμένος στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνακτᾶ τὴ δικαίωσή του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχασε διὰ τῶν θανάσιμων ἁμαρτημάτων του. Τὸ μυστήριο μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθεῖ πολλὲς φορές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἑκάστοτε πνευματικὲς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς. Δικαίως δὲ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς δεύτερο βάπτισμα, ἐπειδὴ λούζει, καθαρίζει τὴν ψυχή.

Δὲν ἀρκεῖ μονάχα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἀπ’ εὐθείας ἐξομολόγηση στὸν Θεό; Γιατί τάχα νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ στὸν ἱερέα;

Τὸ ἐρώτημα εἶναι κάπως πονηρό. Καὶ φυσικὰ πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Θεὸ («Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», Κυριακὴ προσευχή, Ματθ. 6, 12). Αὐτὸ εἶναι βασικὸ χρέος μας. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἵδρυσε εἰδικὸ πρὸς τοῦτο μυστήριο καὶ τὸ παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία του, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει ὅποιος-ὅποιος, ἀλλὰ μονάχα ὁ ἱερέας, ὡς ἐντολοδόχος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας καὶ γιατρὸς πνευματικὸς τῶν ψυχῶν. Ὅπως ὁ φυσικὸς γιατρὸς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θεραπεύσει τὴ νόσο, πρέπει νὰ ἐξετάσει προσεκτικὰ τὸν ἀσθενῆ, νὰ κάνει διάγνωση τῆς νόσου του καὶ κατόπιν νὰ προχωρήσει στὴ θεραπεία της, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς πατὴρ πρέπει νὰ διαγνώσει τὴ φύση τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ μετανοοῦντος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ θεραπεύσει τὴν πάσχουσα καὶ ἀλγοῦσα ψυχή. Ἂν δὲν γίνει προσωπικὴ ἐξομολόγηση, πῶς θὰ κάνει τὴ δουλειὰ του ὁ ἱερέας; Ἄλλωστε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ στὰ προηγούμενα εἴπαμε, δὲν εἶναι μαγικὲς τελετές, ἀλλὰ κινοῦνται στὸν ἐλεύθερο διαπροσωπικὸ χῶρο. Ὁ ἀσθενὴς πρέπει νὰ ἐπισκεφθεῖ προσωπικὰ τὸ γιατρὸ τῆς ψυχῆς του.

Αὐτὸ ἔταξε ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ ἀπαιτοῦν οἱ ἀνάγκες τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Μήπως ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, διαπιστώνοντας τὰ ἁμαρτήματα αὐτά, προφασίζεται «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»; Ἀποφεύγει τὸν ἱερέα, γιατί ντρέπεται νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του; Συνέχεια

Περί τῆς Ὁσίας ΤΑΪΣΙΑΣ, τῆς πρότερον πόρνης

 

“Ἐκ τοῦ ρύπου σμηχθεῖσα τῆς ἀσωτίας φαιδρά πρόσεισι τῷ Θεῷ Ταϊσία.”

 Ἡ μακαριωτάτη Ταϊσία ἦτο καλή εἰς τήν ὄψιν, χαριεστάτη καί πολύ ὡραία, ὅτε δέ ἦτο δέκα ἑπτά περίπου χρόνων, λαβοῦσα ταύτην ἡ μήτηρ της, ἡ ὁποία ἀπό μικράν τήν ἐξώθει εἰς τό κακόν, τήν ὡδήγησεν εἰς τόν τόπον τῆς ἀπωλείας, ἤτοι εἰς τόπον πορνείας. Ἐπειδή δέ ἦτο ὡραία, διέδραμε πανταχοῦ ἡ φήμη τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου της, ὡς φλόγα δέ κατέκαιεν ἡ μανία τῆς ἀγάπης της τάς καρδίας τῶν ἐραστῶν της. Πλεῖστοι δέ ἄλλοι ἀκούοντες τά περί τοῦ κάλλους της, ἐπώλουν πάντα τά ὑπάρχοντά των, προκειμένου νά ἀπολαύσουν τῆς ἀγάπης της.

Ἀκούσας ὁ ἀββᾶς Σεραπίων περί αὐτῆς, προσηυχήθη πρός τόν Θεόν ὑπέρ αὐτῆς λέγων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, οὕτω καί νῦν ἐμφύτευσον τόν φόβον σου εἰς τήν καρδίαν αὐτῆς, διά νά ἐπιστρέψῃ, μετανοήσῃ καί σωθῇ». Μετά ταῦτα ἐφόρεσε ροῦχα κοσμικά, ἔλαβε μεθ᾽ ἑαυτοῦ ἕν νόμισμα καί ἀπῆλθε πρός αὐτήν, ὡς δῆθεν στρατιώτης. Ἐλθών δέ εἰς τόν τόπον εἰς τόν ὁποῖον διέμενεν, ἔδωκεν εἰς αὐτήν τό νόμισμα, τό ὁποῖον λαβοῦσα μετά χαρᾶς ἡ Ταϊσία εἶπε πρός αὐτόν: «Ἄς εἰσέλθωμεν εἰς τόν κοιτῶνα μου». Λέγει δέ καί ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων· «ἄς εἰσέλθωμεν». Εἰσελθών δέ ὁ ὅσιος βλέπει κλίνην ἐστρωμένην ὑψηλοτάτην, ἀνελθοῦσα δέ ἡ κόρη εἰς τήν κλίνην ἐκάλει καί τόν γέροντα νά ἀνέλθῃ εἰς αὐτήν. Ὁ δέ Γέρων εἶπεν εἰς αὐτήν· «δέν ὑπάρχει ἕτερον κελλίον ἐνταῦθα;» Λέγει του ἡ κόρη· «ὑπάρχει». Λέγει πρός αὐτήν ὁ Γέρων «Ἄς ὑπάγωμεν νά καθίσωμεν ὀλίγον ἐκεῖ». Λέγει ἡ Ταϊσία: «Ἐφ᾽ ὅσον οὐδείς ἄνθρωπος βλέπει ἡμᾶς εἰς τόν τόπον τοῦτον, καλόν εἶναι νά συνομιλήσωμεν καί νά ποιήσωμεν ἐδῶ τήν ἐπιθυμίαν μας, διότι ὅπου καί ἄν ἀπέλθωμεν βλέπει ἡμᾶς ὁ Θεός».

Ἀκούσας ὁ Γέρων τό λόγον τοῦτον εἶπε πρός αὐτήν: «Γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει Θεός καί κρίσις καί ἀνταπόδοσις καί Βασιλεία καί Κόλασις»; Λέγει ἐκείνη· «Ναί, γνωρίζω». Τῆς ἀπεκρίθη ὁ Γέρων: «Ἐφ᾽ ὅσον λοιπόν γνωρίζεις, διατί καταστρέφεις τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων»; Ταῦτα καί ἄλλα πολλά εὑρών τήν εὐκαιρίαν νά τῆς ἀναπτύξῃ ὁ Γέρων, τῆς ἔδειξεν ὕστερον καί τό μοναχικόν Σχῆμα, τό ὁποῖον ἐφόρει ἐσωτερικῶς, ἀποκαλύψας εἰς αὐτήν καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν ἦλθεν εἰς τό κελλί της. Συνέχεια

Ἡ μετάνοια ὡς ἀγάπη

π.Βασίλειος Θερμός

Ὁ τίτλος μπορεῖ κάπως νὰ παραξένεψε ἢ νὰ ἄφησε πολλὰ ἐρωτηματικά. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν μετάνοια καὶ ἔχουμε διαβάσει πολλά. Ἐπίσης ἔχουμε ἀκούσει καὶ διαβάσει πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη. Δύο πολὺ σπουδαῖες ἔννοιες, δύο πολὺ σπουδαῖες πραγματικότητες τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Πῶς αὐτὲς οἱ δύο ἔννοιες μποροῦν νὰ συνυπάρξουν μέσα σὲ ἕνα τίτλο καὶ μάλιστα κατὰ τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ὥστε ὑπονοεῖ σχεδόν, ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ ταυτόσημες; Ἡ μετάνοια, ἰδωμένη ὡς ἀγάπη, ἐξεταζομένη ὡς ἀγάπη. Ἡ μετάνοια ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης. Ἡ μετάνοια μὲ περιεχόμενο τὴν ἀγάπη. Αὐτὲς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι παραλλαγὲς ἐπεξηγηματικές του τίτλου αὐτοῦ.

Τὰ αὐτονόητα καὶ τὰ στερεότυπα τὰ ὁποῖα ἔχουμε ὁ καθένας γιὰ τὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες δὲν μοιάζουν νὰ συγκλίνουν. Λέμε μετάνοια καὶ ἔχουμε στὸ μυαλό μας τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας, τὴν συντριβή, τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας, τὰ ἔργα τῆς μετανοίας καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχουμε διαβάσει καὶ ἔχουμε ἀκούσει. Λέμε ἀγάπη, καὶ μᾶς ἔρχονται στὸ νοῦ ἡ θυσία, ἡ προσφορά, ἡ ἱλαρότητα, ἡ φιλάνθρωπη διάθεση, ἡ περιχώρηση τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Πῶς αὐτὰ τὰ δύο διαφορετικὰ στερεότυπα, οἱ τόσο διαφορετικὲς εἰκόνες εἶναι δυνατὸν νὰ συγκλίνουν καὶ ὑπὸ τὴν μορφή, ἐπαναλαμβάνω, σχεδὸν τῆς ταυτίσεως;

Θὰ προσπαθήσω νὰ στηρίξω αὐτὴ τὴ ὑπόθεση, ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἀγάπη βρίσκονται πάρα πολὺ κοντὰ καὶ σχεδὸν ταυτίζονται καὶ ὅτι ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς μετάνοιας, αὐτὴ εἶναι ἡ κεντρικὴ ἰδέα ἡ ἀποψινή. Θὰ προσπαθήσω νὰ τὴ στηρίξω μέσα ἀπὸ τρεῖς δρόμους, μέσα ἀπὸ τρία βασικὰ ἐπιχειρήματα ποὺ θὰ ἀναπτύξω στὴν ἀγάπη σας καὶ στὴν ὑπομονή σας.

Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα εἶναι ἐμπειρικό. Δηλαδὴ ἡ ἐμπειρία μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦν παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ἀγαποῦν. Ἔτσι παρατηροῦμε, ὅτι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἔντονα τὸν ἄλλον, μποροῦν νὰ μετανοήσουν καὶ ἔντονα καὶ ριζικά. Ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δυσκολεύονται νὰ ἀγαπήσουν καὶ εἶναι κάπως σφιχτοὶ καὶ ἐπιφυλακτικοὶ καὶ ψυχροὶ καὶ κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, δυσκολεύονται καὶ νὰ μετανοήσουν. Συνέχεια