Οἱ πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ
Οἱ τρεῖς πειρασμοὶ τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔρημο ἐκφράζουν καὶ τοὺς μεγάλους καί αἰωνίους πειρασμοὺς τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου στήν προσωπικὴ του ζωή. Ὁ διάβολος μετὰ τὴν ἔντονη ἀποπομπὴ του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, “ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ”, ἐγκατέλειψε βέβαια τὴν κατὰ μέτωπο ἀντιπαράθεσή του, ἀλλ’ εἰσῆλθε σὲ μία νέα τακτική, πιὸ δόλια καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη, ἐκείνης τῆς “διαβολῆς” καὶ τοῦ κρυφοῦ πολέμου. Ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, “Ὁ Διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ” (Λουκ. 4, 13), δηλαδὴ ὡσότου ἔρθει καὶ πάλι ἡ ὥρα ἡ δικὴ του, τοῦ σκότους καὶ τῆς καταστροφῆς, γιά νά ξαναχτυπήσει καὶ νά συντρίψει τὸν Ἰησοῦ μέ τὸν σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο.
Ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου βρίσκονται στό σκοτάδι (Λουκ. 22, 53). Ἔτσι καὶ στό μέλλον, ὅσο θὰ αὐξάνει γύρω μας τὸ κακὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θὰ δοκιμάζονται σκληρά, αὐτὸ θὰ εἶναι μία ἔνδειξη τῆς ἔξαρσης τῆς λογικῆς τοῦ σκότους καὶ τῶν μεθοδειῶν τοῦ Πονηροῦ. Τὴν ὥρα τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι κανεὶς ἕτοιμος νά δεχθεῖ κάθε εἴδους πειρασμὸ καὶ κάθε σατανικὴ ἐπιθετικότητα.
Οἱ δοκιμασίες τῶν πιστῶν ἔχουν, ἀσφαλῶς, πέραν ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ σημασία τὴν καθαρὰ, δηλαδὴ, ἱστορικὴ πλευρά. Ἀλλ’ ἔχουν καὶ ἐσχατολογικὸ νόημα, ἀφοῦ παρουσιάζουν καὶ ἕνα σαφῆ χαρακτῆρα ἀποκαλυπτικό. Ὁ μεγάλος ἱστορικὸς καὶ σωτηριολογικὸς ἀγῶνας πού διαξάγεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο τοῦ παρόντος, ὑπόκειται συχνὰ σὲ σκληρὴ δοκιμασία. Καὶ αὐτὸ ἀποκαλύπτει, πώς ὁ πραγματικὸς ὑπαίτιος καὶ ὁ κύριος αὐτουργὸς τῆς ἀντίδρασης πρὸς καθετὶ τὸ καλό, καθὼς καὶ γιά τὶς σκληρὲς δοκιμασίες τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ πειραστὴς διάβολος. Οἱ δοκιμασίες αὐτὲς τῆς Ἐκκλησίας ξεσκεπάζουν τίς μεθόδους τοῦ Πονηροῦ, μέ τίς ὁποῖες οὐσιαστικὰ προσπαθεῖ νά παρασύρει τοὺς πιστοὺς πρὸς τήν δική του ἐξουσία καὶ νά τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν κύριο καὶ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωση. Οἱ δοκιμασίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν σημαίνουν, ἀκόμη, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα συνεχίζει νά πορεύεται τὴν ἱστορικὴ ἔρημό της στό παρόν, τὴν ὁποία ζεῖ ἔντονα τώρα ὅπως καὶ τότε καὶ ἡ ὁποία φανερώνει τὴν τραγικὴ πραγματικότητα τῆς κυριαρχίας τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους στόν παρόντα αἰῶνα.
Ὁ Ἰησοῦς συχνὰ παρουσιάζεται στά ἱερὰ κείμενα νά χρησιμοποιεῖ τὴν ἔρημο ὡς τὸν πιὸ κατάλληλο τόπο προσευχῆς (Μάρκ. 1, 35) καὶ ὡς ἕνα ἀγαπημένο καταφύγιο γιά ν’ ἀποσύρεται καὶ ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ θορυβοῦντα πλήθη καὶ ἀπό τίς ἀνίερες ἐπευφημίες τους (Ματθ. 10, 13· Μάρκ. 1,45· 6, 31· Λουκ. 4, 42). Ἡ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀναχώρησης ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῆς δραστηριότητας, ἐκφράζεται ἐδῶ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Ὁ Ἰησοῦς βλέπουμε ὅτι ἀνύψωσε τήν σιωπή καὶ τὴν ἀναχώρηση, συνδυασμένα καὶ τὰ δύο αὐτά μέ τὴν προσευχή, σὲ βασικὴ λειτουργία τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸν Ἰησοῦ τὸν συναντᾶμε πολλὲς φορὲς νά ἀναχωρεῖ καὶ νά προσεύχεται “κατὰ μόνας” (Λουκ. 9, 18) ἢ “κατ’ ἰδίαν” (Ματθ. 14, 23). Καὶ δέν ἦταν μόνο σὲ ὧρες ἀνάπαυλας καὶ ἡσυχίας ἀλλὰ καὶ σὲ ὧρες ἔντασης, δουλειᾶς καὶ δραστηριότητας (Μαρκ. 1, 35-36). Πιστεύομε πώς ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱεραποστόλικῆς δραστηριότητάς του ποτέ δέν κατεχόταν ἀπὸ ἄγχος καὶ δέν ἐξεβίαζε τίς ὑπάρχουσες συνθῆκες καί τίς καταστάσεις. Ἦταν πάντα ἤρεμος καὶ στίς πιὸ ἔντονες στιγμὲς καὶ τὸν χαρακτήριζε βαθιὰ γνώση καὶ διάκριση τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ δέν ἦταν στοιχεῖο κάποιου μονοτισμοῦ ἢ κάποιας ἀναχωρητικῆς τάσης του, ἀλλὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη ἀνανέωσης κι ἐμπλουτισμοῦ. Τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι βέβαιο ὅτι δέν διακρινόταν ἀπὸ κάποια ἀκρατή δραστηριότητα. Τήν σοβαρότητα τῆς ἀποστολῆς του τὴν διακρίνουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἄμεσο συσχετισμό της μέ τὴν προσευχή. Ὁ Ἰησοῦς τὰ πάντα τὰ ἀναφέρει στόν Θεὸ Πατέρα.
Γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι τίποτε τὸ σοβαρὸ δέν γίνεται σὲ μία συνεχή διάχυση καὶ μία διαρκή καὶ ἀνίερη ἐξωστρέφεια. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ συσχετίσθηκαν ἄμεσα μέ τὴν ἔρημο καὶ τὴν ἀναχώρηση, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγρήγορση. Ἐκεῖ, στούς χώρους τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ὁ Ἰησοῦς καλοῦσε καὶ καλεῖ πάντοτε τοὺς μαθητὲς του καὶ τοὺς πιστοὺς του νά τὸν ἀκολουθήσουν, μιμούμενοι τὸ παράδειγμά του, γιά μία γόνιμη πνευματικότητα καὶ οὐσιαστικὰ καρποφόρα δημιουργικότητα.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κατανοοῦμε, γιατὶ ἡ “ἔρημος” θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ὡς “τύπος” ζωῆς καὶ “χῶρος” οὐσιαστικῆς δραστηριότητος. Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἅγιοί της ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐκεῖ μπόρεσαν νά κατανοήσουν καὶ νά βιώσουν κατ’ οὐσιαστικὸ τρόπο τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Δέν εἶναι περίεργο ἑπομένως, πού στήν συνέχεια καὶ ἡ Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία εἶδε καὶ ἔκανε τὴν “ἔρημο” ὡς τὸν πιὸ εὔφορο χῶρο, ἐκεῖ ὅπου βλάστησαν τὰ πλέον ἄξια τέκνα της καὶ ἐκεῖ ἀνθοφοροῦν τὰ πιὸ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς πνευματικότητας καὶ ἁγιότητας. Μεγάλοι Πατέρες, Ἅγιοι καὶ Ὅσιοι, Μάρτυρες καὶ ἀληθινοὶ ἐκφραστὲς τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, συνδέονται ἄμεσα μέ τὰ βιώματα καί τίς ἐμπειρίες τῆς ἐρήμου. Αὐτοὶ εἶναί πού διαμόρφωσαν καὶ διαμορφώνουν στήν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸν ἔντονο ἀσκητικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Πνευματικότητας.
Τὸ νόημα τῶν πειρασμῶν τοῦ Ἰησοῦ
Τὸ κύριο ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ ἔχει ἀπασχολήσει τοὺς ἐρμηνευτὲς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἱστορικοὺς τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὡς πρὸς τὴν φύση τῶν πειρασμῶν τοῦ Ἰησοῦ. Μερικοὶ ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψη, ὅτι οἱ σχετικὲς διηγήσεις τῶν πειρασμῶν στά Εὐαγγέλια ἔχουν καθαρὰ συμβολικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα καὶ στοχεύουν κυρίως στό νά δώσουν ἕναν «τύπο» ἀντιμετώπισης τῶν πειρασμῶν καὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας στήν προσωπικὴ τους ζωή. Χωρίς, ἀσφαλῶς, ν’ ἀποκλείεται ὁ διδακτικὸς καὶ παραμυθητικὸς χαρακτῆρας τῶν πειρασμῶν αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει ἡ ἄποψη αὐτὴ νά μὴν ἀνταποκρίνεται στήν βιβλικὴ πραγματικότητα, διότι παραθεωρεῖ ἢ παραβλέπει τὴν ἱστορικὴ βάση καὶ τὴν χριστόλογικὴ σημασία τοῦ γεγονότος.
Οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις, νομίζουμε, ὅτι ἐπιμένουν ἰδιαίτερα στήν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἀξιοπιστία τῶν πειρασμῶν, καὶ αὐτὸ δέν πρέπει νά ἀποσιωπᾶται ἀπὸ τὴν ἔρευνα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, χωρὶς νά παραθεωρεῖται καθόλου ἐδῶ καὶ ἡ θεία του φύση, φαίνεται ὅτι δοκιμάσθηκε καὶ πειράσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὸν χαιρέκακο διάβολο, ὅπως συμβαίνει μέ τὸν κάθε ἀνθρωπο στήν ἐπίγεια ζωὴ του. Μποροῦμε νά ποῦμε, μάλιστα, ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, κατὰ τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν, «πειράζεται» ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὡς «νέος Ἀδὰμ» εἶναι γενάρχης ἑνὸς γένους ἀνθρώπων, καὶ κατ’ ἐπέκταση μέ τήν νίκη τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ πειραστοῦ κατατροπώνεται ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους. Εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιά τὴν κατανόηση καὶ ἡ «ἐκκλησιολογικὴ» αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς νίκης τοῦ Ἰησοῦ πάνω στούς πειρασμούς.
Ἡ διηγήση τῶν πειρασμῶν στό κείμενο τοῦ Ματθαίου εἶναι περισσότερο ἐκφραστικὴ καὶ ἐκτεταμένη ἀπὸ αὐτὲς τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν. Ὁ πειρασμὸς παρουσιάζεται ἐδῶ τριπλὸς καὶ φαίνεται ν’ ἀγγίζει τίς βασικότερες ἀνάγκες καὶ λειτουργίες τῆς ὑπάρξης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὴν βιολογική, τὴν πνευματικὴ κι ἐκείνην τοῦ τελικοῦ σκοποῦ καὶ προορισμοῦ τῆς ζωῆς, εἴτε στήν παροῦσα εἴτε καὶ στήν μέλλουσα φάση. Ἔχουμε ἔκφραση καὶ ἐκδήλωση τοῦ πειρασμοῦ κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακὰ ἐξελικτικό, ἀπὸ τὰ ἁπλούστερα καὶ τὰ καθημερινὰ θέματα πρὸς τὰ βασικότερα καὶ οὐσιωδέστερα προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης, ἀπὸ τὸν καθημερινὸ ἄρτο ὡς τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς αὐτογνωσίας καὶ αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ πειραστὴς διάβολος ὁδηγεῖ τὸν Ἰησοῦ μπροστὰ σ’ ἐκεῖνες τίς καταστάσεις, ποὺ κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ εἶχαν κάποτε ὑποκύψει, μὲ τὴν ἐλπίδα κι αὐτὴ τήν φορά νά πετύχει νίκη γιά ν’ ἀνατρέψει τοὺς σκοποὺς μιᾶς νέας δημιουργικῆς καὶ σωτηριολογικῆς κίνησης τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας. Τώρα, ὅμως, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἐκπρόσωπος τῆς νέας ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ θὰ κατατροπώσει μέσα στήν ἔρημο τὸν Πειραστή. Καὶ μάλιστα ἡ νίκη θὰ πραγματοποιηθεῖ στό ἴδιο τὸ βασίλειο τοῦ διαβόλου, γιατὶ ἡ ἔρημος εἶναι μία συμβολική εἰκόνα τῆς ἐρημίας πού φέρνει μέ τὴν παρουσία του. Νά γιατὶ ἡ ἔκθεση τῶν πειρασμῶν ἔχει ὡς σκοπὸ νά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ τὸ θεολογικὸ τους νόημα. Ἡ δοκιμασία καὶ οἱ πειρασμοί, σὰν «ἕνα ἀναγκαῖο» πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ πρὸς τήν συνειδητοποίηση τῆς πνευματικῆς μας σχέσης μέ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας, ἔχουν τελικὰ κάποιο βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο νόημα.
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς εἶναι ἐκεῖνος τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας, ὁ καθημερινὸς βιολογικὸς πειρασμός, ποὺ συνιστᾶ τὸ σύνολο τῶν προβλημάτων καὶ θεμάτων τοῦ βίου. Ἡ καθημερινὴ ἀνάγκη, ποὺ καταλήγει νά παίρνει κυριαρχικὴ μορφὴ στήν ζωὴ καὶ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἐκφράζεται μέ τὸν πειρασμὸ τῆς πείνας καὶ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μεγάλος πειρασμὸς στόν παρόντα αἰῶνα. Ἡ οἰκονομία, ποὺ τίθεται πολλὲς φορὲς ὡς ἡ βάση ἀλλὰ καὶ ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιτεύξεων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ πολιτισμοῦ, ἐπιβάλλεται κυριαρχικὰ ἐπὶ ὅλων τῶν ἐνδιαφερόντων τῆς ζωῆς. Τὸ ἱερὸ κείμενό μας λέει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε. Καὶ προσελθὼν ὁ πειράζων εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 2-3).
Ὁ πρῶτος αὐτὸς πειρασμός, ἴσως μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀκόμη καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ποὺ ὅλη ἡ ζωὴ μας καὶ ὁ πολιτισμὸς μας ἔχουν μοναδικὸ σχεδὸν σκοπὸ καὶ στόχο τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν οἰκονομία, μὲ αἰτιολογία τὴν καλύψη τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ οἰκονομικὴ κυριαρχία καί ἡ ἐκμετάλλευση ὅλων τῶν πραγμάτων, ἡ καθημερινὴ εὐδαιμονία καὶ ὁ ἀνώδυνος πλουτισμός, εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ συνήθη ἰδανικὰ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Σύνθημα ὅλων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀνθρώπων χωρὶς κανένα πνευματικὸ προβληματισμὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες εἶναι, εἰ δυνατόν, ὄχι μόνο «οἱ λίθοι οὗτοι» ἀλλὰ τὰ πάντα γύρω μας νά γίνουν οἰκονομικὴ ἰσχὺς καὶ δύναμη. Ὁ πειρασμὸς δέν ἐπικεντρώνεται στόν καθημέρινὸ καὶ «ἐπιούσιο ἄρτο», ἀλλά μέ πρόσχημα τὴν καθημερινότητα στρέφεται στήν οἰκονομικὴ κυριαρχία καὶ ἀσφάλεια, στήν συσσώρευση τοῦ χρήματος πού εἶναι πραγματικὸς «μαμμωνᾶς».
Ἡ ζωή, ὅμως, δέν εἶναι μόνο βιολογικὲς καὶ καθημερινὲς ἀνάγκες. Ἡ ὑπάρξη τοῦ ἀνθρώπου δέν καταξιώνεται στήν εὐκαιριακὴ εὐδαιμονία καὶ εὐμάρεια, καθὼς καὶ στήν συσσώρευση ἀγαθῶν. Ἡ ὑποστάση μας, ἂς τὸ ποῦμε, δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ καὶ νά περιορισθεῖ μόνο στό σωματικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς ἐκτείνεται καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, πρὸς τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνο ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4, 4), μπόρεσε νά προσδιορίσει γιά πάντα τὴν ἑνότητα τῶν δύο αὐτῶν πραγματικοτήτων καὶ νά σηματοδοτήσει τὴν ἀνάγκη μιᾶς τελικῆς στροφῆς καὶ ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά σωτηρία πρὸς τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς ἐδῶ μέ τήν στάση πού κράτησε ὁ Ἰησοῦς ἔναντι τοῦ πρώτου πειρασμοῦ, δέν παραθεωροῦνται οἱ οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ δέν ἀπολυτοποιοῦνται, ὅπως προσπάθησε νά τὶς παρουσιάσει ὁ διάβολος. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνο». Πού σημαίνει, προτεραιότητα στά πνευματικά, στὸ «λόγο» καὶ στά «ῥήματα τοῦ Θεοῦ», καὶ μετὰ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ «σωματικὰ» καὶ γήινα, θὰ πάρουν νόημα καὶ ἀξία. Ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλα αὐτὰ δέν τίθεται μπροστὰ σὲ κάποιο τραγικὸ δίλλημα ἐπιλογῆς: ἢ τὰ ὑλικὰ καὶ ἀνθρώπινα ἢ τὰ πνευματικὰ καὶ θεῖα. Γιατὶ δέν πρόκειται γιά δύο ἀντίθετους καὶ ἐχθρικοὺς κόσμους. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά πραγματώσει στήν ζωὴ του ἁρμονικὰ καὶ διαλεκτικὰ τήν μεγάλη σύνθεση τῶν δύο καὶ τὴν σωστὴ ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων πού τὰ ἐκφράζουν. Καὶ αὐτὸ δέν σημαίνει ἀσφαλῶς, παραθεώρηση ἢ ὑποβάθμιση τοὺς ἑνὸς κόσμου καὶ ὑπερεκτίμηση τοῦ ἄλλου. Ἡ βιβλικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων βρίσκεται ἀκριβῶς στήν ἑνότητα τῶν δύο, τοῦ σωματικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου, τοῦ χρονικοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου.
Δύο, ἀκόμη, στοιχεῖα εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέροντα ἀπὸ τὸν πρῶτο πειρασμό. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ χρήση ἁγιογραφικῶν ἐκφράσεων ἀπὸ τὸν πειραστή, ποὺ παρατηρεῖται καὶ στούς δύο ἄλλους πειρασμούς, καὶ τὸν δεύτερο ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ῥῆμα», γιά νά ἐκφρασθεῖ στό σύνολό του ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος παρουσιάζεται ἐδῶ μέ ἔνδυμα προβάτου, ὡς σεβόμενος βαθύτατα τίς Γραφές, γιά νά ἐξαπατήσει καὶ νά πετύχει τοὺς σκοποὺς του. Ἐμφανίζεται, μάλιστα, ὡς ἐνδιαφερόμενος γιά τὴν «ἀποκάλυψη» τῆς ἀληθείας καὶ ζητεῖ ἀποδείξεις γι’ αὐτήν, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ψεύτης καὶ «πατὴρ τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. 8, 44).
Μὲ τὸν ὅρο «ῥῆμα» δέν ὑπονοοεῖται μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ διδακτικὸ καὶ κηρυγματικό στοιχεῖο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸ σύνολο τῆς Θείας οἰκονομίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στήν τάση ἀληθοφάνειας τοῦ διαβόλου καὶ στήν διάθεσὴ του νά φέρει σύγχυση στόν ἄνθρωπο μὲ τὴν διαστρέβλωση τῶν πραγμάτων, ὁ Ἰησοῦς φανερώνει τὴν ἀλήθεια καὶ ἀντιπαραθέτει στίς μεθοδεῖες του τὸ σύνολο τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται διὰ μέσου τῶν αἰώνων γιά τήν σωτηρίᾳ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴν ἀλήθεια καὶ σώζεται μόνο ὅταν διαλέγεται μέ τὸν Θεὸ καὶ κοινωνεῖ μαζὶ του καὶ ἀπορρίπτει κάθε διάλογο μὲ τὸν πλάνο διάβολο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἔδωσε «τύπο» ζωῆς γιά ὅλους μας, ὅταν μέ τὴν ἀπάντησή του στόν πρῶτο πειρασμὸ ἀρνήθηκε κάθε διάλογο μὲ τὸν πειραστή.
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς τοῦ Ιησοῦ
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς εἶναι πνευματικότερος καὶ γι’ αὐτὸ δυσκολότερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. Πρόκειται γιά τὸν πειρασμὸ τῆς συνειδητοποίησης τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νά κοινωνεῖ μέ τὸν Θεὸ καὶ τὴν διάθεσὴ του νά «ἐλέγξει» αὐτὴ τήν σχέση, ὥστε νά τὴν χρησιμοποιεῖ κατά τίς προθέσεις του καὶ τὰ ἐγκόσμια συμφέροντά του. Πρόκειται γιά τὸν πειρασμό, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, τῶν «ἐμπόρων τοῦ πνεύματος», ἕναντι τοῦ πειρασμοῦ τῶν «ἐμπόρων τοῦ χρήματος» τῆς προηγουμένης περίπτωσης. Ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους πού θέλουν νά «ἐκμεταλλευτοῦν» κάθε πνευματικὴ ἀξία καὶ νά χρησιμοποιήσουν πρὸς ὄφελός τους κάθε πνευματικὴ θέση καὶ ἐξουσία πού κατέχουν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δεύτερος πειρασμὸς διαδραματίζεται σὲ ἱερὸ χῶρο, ὅπου συνήθως βρίσκονται αὐτοὶ οἱ «ἐκμεταλλευτὲς» τοῦ πνεύματος καὶ ὅπου δέν θὰ ὑποψιαζόταν κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συνήθως εἶναι περισσότερο ἀνοιχτὸς στά πνευματικὰ θέματα, παρουσιάζεται συγχρόνως εὐάλωτος καὶ στούς πνευματικοὺς διαλογισμούς. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς στόν δεύτερο αὐτὸ πειρασμό. Ὁ Νίτσε κάποτε κατηγόρησε, καὶ δυστυχῶς χωρὶς νά ἔχει ἄδικο, τοὺς «πνευματικοὺς» ἀνθρώπους, ὅτι εἶναι ἱκανοὶ νά θυσιάσουν «μερικὰ κιλὰ ἀπὸ τήν σάρκα τους» ἀρκεῖ νά κερδίσουν καὶ νά ἐμπορευθοῦν πρὸς ὄφελός τους τὸ πνεῦμα καὶ ἔτσι νά κυριαρχήσουν καὶ νά ἐπιβληθοῦν «πνευματικὰ» στούς ἄλλους.
Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο καὶ στήν περίπτωση τοῦ δευτέρου πειρασμοῦ εἶναι ἰδιαίτερα ἐκφραστικό: «παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ, καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσι σέ, μήποτε προκόψης πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 5-6).
Ὁ Ἰησοῦς μέ τὸν πειρασμὸ αὐτὸν τοποθετεῖται πρὸ τοῦ προβλήματος τῆς πνευματικῆς ταυτοτητάς του: «εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Καὶ προσκαλλεῖται ἀπὸ τὸν πειραστή νά «ἐλέγξει» αὐτὴ τήν σχέση του μέ τὸν Θεὸ Πατέρα: «βάλε σεαυτὸν κάτω». Γιά νά βεβαιωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἂν ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι πιστὸς στίς «ὑποχρεώσεις» του πρὸς τὸν Υἱὸ του καὶ ἂν πράγματι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ πρέπει νά ἐξακριβωθεῖ ἐμπράγματα καὶ ν’ ἀποδειχθεῖ πρὸς τοὺς ἄλλους. Τίθεται, ἑπομένως, θέμα κάποιου «ἐλέγχου» καὶ κάποιας «ἐπίδειξης» τῆς Θείας φύσης του καὶ τῆς μεσσιανικῆς ἀποστολῆς του, καὶ μάλιστα δημόσια καὶ διὰ «σημείων». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη μιᾶς τέτοιας ἐπιβεβαίωσης καὶ δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος πνευματικὸς πειρασμὸς τους.
Ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ ἧττα στόν πειρασμὸ αὐτὸ θὰ σήμαινε γιά τὸν Ἰησοῦ ἀμφισβήτηση τῆς ἐσωτερικῆς του αὐτοσυνειδησίας ὡς «υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» καὶ κατ’ ἐπέκταση κλονισμὸ τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἀνθρώπων στό πρόσωπό του καὶ στήν ἀποστολὴ του. Θὰ εἴχαμε τότε μετάθεση τοῦ μεσσιανικοῦ προβλήματος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς αὐτογνωσίας καὶ μαρτυρίας τοῦ Ἰησοῦ στό ἐπίπεδο τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιβεβαίωσης καὶ ἱστορικῆς «ἀπόδειξης». Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ ἡ ὑποχθόνια σατανικότητα τοῦ πειρασμοῦ, γιά ἐξωτερικὲς «τεχνικὲς» ἐπιβεβαιώσεις κάθε πνευματικῆς κλήσης καὶ πνευματικῆς ἀποστολῆς. Ἡ «ἀνάγκη» ἐκμετάλλευσης τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸν Θεὸ μᾶς θυμίζει αὐτό πού συνήθως συμβαίνει καί μέ τοὺς διαφόρους μάγους καὶ μάντεις, οἱ ὁποῖοι «χρησιμοποιοῦν» τήν θρησκεία καὶ ἐκμεταλλεύονται κάθε τάση τοῦ ἀνθρώπου γιά διερεύνηση καὶ «ἔλεγχο» τοῦ μέλλοντος.
Αὐτὸς ὁ δεύτερος πειρασμὸς τῆς ἐρήμου, τῆς πνευματικῆς αὐτοβεβαίωσης καὶ πνευματικῆς αὐταρκείας, συνήθως ἀνεξαρτοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους του, τὸν κάνει αὐτόνομο καὶ ὑπερόπτη. Ὅπως ὁ πειρασμὸς τῆς οἰκονομικῆς ἀσφαλείας, ἔτσι καὶ πειρασμὸς τῆς πνευματικῆς αὐταρκείας, στρέφουν οὐσιαστικὰ τὸν ἀνθρωπο κατὰ τῆς σχέσης του μέ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κατάλαβε τὸ βαθυτερο νόημα τοῦ πειρασμοῦ, τὸν ἀπορρίπτει μέ βδελυγμία: «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. 4, 7).
Ἡ σχέση τοῦ Ἰησοῦ μέ τὸν Θεὸ Πατέρα δέν ἐπιδέχεται οὔτε διερμηνεῖς οὔτε καὶ ἐπιβεβαιώσεις ἐξωτερικές. Στηρίζεται στήν προσωπικὴ γνώση καὶ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι, δηλαδὴ, θέμα αὐτογνωσίας καὶ αὐτοσυνειδησίας του. Ἡ προσπάθεια ἀμφισβήτησης καὶ διασάλευσης τῆς σχέσης τοῦ Ἰησοῦ ὡς Υἱοῦ μέ τὸν Πατέρα εἶναι ἔργο τοῦ δαίμονα καὶ σημαίνει πάντοτε γιά τοὺς ἀνθρώπους παρέμβαση στήν πίστη τους κάποιου πνευματικοῦ πειρασμοῦ. Αὐτὸ πρέπει νά τὸ ἔχει κατὰ νοῦν ὁ κόσμος, ὅταν καὶ ἀπὸ ὁπουδήποτε παρακινεῖται σὲ ἀμφισβήτηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Θείας ἀποστολῆς του.
Ὁ τρίτος πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ
Τέλος ὁ τρίτος πειρασμὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση ὅλων τῶν πειρασμῶν καὶ ἀποσκοπεῖ στήν καθολικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ δέλεαρ τῆς ἐξουσίας. Ἔτσι, ὁ πειρατὴς διάβολος προσπαθεῖ ν’ ἀποπροσανατολίσει καὶ αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ σωτηριολογικὴ του ἀποστολή, ἐμβάλλοντας τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀκράτου ἱστορικοῦ καὶ κοινωνικοῦ μεσσιανισμοῦ. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ πειραστὴς κατ’ ἀρχὴν δέν προσπαθεῖ ν’ ἀποτρέψει τὸν Ἰησοῦ νά γίνει Μεσσίας, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νά θέσει ὑπὸ ἔλεγχο τὴν ἀποστολὴ του μέσα στόν κόσμο κάτω ἀπὸ τὴν δικὴ του ἐξουσία καὶ τήν δική του κυριαρχία: “Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν· καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα σοὶ πάντα δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσης μοι”(Ματθ. 4, 8-9). Ἐδῶ, πράγματι, ἀνακεφαλαιώνεται ὁ πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναμης καὶ ἀναβαθμίζεται ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά θέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία του “πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν”, ὡς κυριαρχικὴ ἔφεση στήν διαμόρφωση τοῦ ἤθους καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του.
Ἀντιλαμβάνεται πολὺ καλὰ κανεὶς ἐδῶ τὸ “δαιμονικὸν” τοῦ πράγματος καὶ τήν δόλια σατανικότητα τῆς πρότασης. Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὡς Χριστὸς θὰ δεχόταν τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν πρόταση τοῦ πειρασμοῦ καὶ θὰ συμμαχοῦσε μέ τὸν ἀντίχριστο διάβολο, τότε θὰ εἴχαμε ἀσφαλῶς τὴν πιὸ σκοτεινὴ καὶ τρομακτικὴ συμμαχία. Ὁ ἐγκοσμιοκρατικὸς μεσσιανισμὸς δέν θὰ ἦταν πλέον ἕνας ἁπλὸς πειρασμός, ἀλλὰ θὰ ἐπιβαλλόταν σὰν ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ σύστημα ζωῆς μέ ὅλες τίς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις. Ὁ Ἰησοῦς δέν θὰ ἦταν ὁ λυτρωτὴς Χριστὸς ἀλλ’ ὁ ἐξουσιαστὴς Μέσσίας, καὶ ἡ κυριαρχικὴ του ἐξουσία θ’ ἀντικαθιστοῦσε τήν δύναμη καὶ τὴν τυραννία τῶν βασιλέων καὶ ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου μέ μεθοδεῖες δαιμονικές. Ἡ δύναμη, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δόξα θὰ ἦσαν οἱ πλέον κυρίαρχες ἀξίες τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἀντίχριστος θὰ προβάλλονταν ὡς οἱ δύο ὄψεις “τοῦ ἰδίου νομίσματος” καὶ ὡς οἱ ἐκφραστὲς τῆς ἰδίας ἐξουσίας καὶ τῆς ἰδίας ἱστορικῆς πραγματικότητας.
Τότε θὰ ὑπῆρχε τὸ παραδοξο τῆς μὴ διάκρισης μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας, μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ δουλείας. Σύγχυση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, καλοῦ καὶ κακοῦ, θείου καὶ δαιμονικοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διὰ μέσου τῆς ἀνίερης αὐτῆς συμμαχίας δέν θὰ ὁδηγεῖτο ἀσφαλῶς στόν σταυρὸ καὶ στό μαρτύριο ἀλλὰ στήν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ στήν ἀπατηλὴ δόξα. Ὅλες οἱ ἀρχὲς καί οἱ ἐξουσίες τοῦ παρόντος κόσμου, οἱ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ καὶ τὰ σκοτεινὰ πνεύματα, θὰ ἐτίθεντο στήν διαθεση τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ νέου κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ θὰ συνέβαινε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ὁ πειραστὴς διάβολος, δηλαδὴ ἡ κυριαρχία τῆς δικῆς του ἐξουσίας. Ὅλα αὐτά μέ μόνο μία προϋπόθεση καὶ δέσμευση: ” Ἐὰν πεσὼν προσκυνήσης μοι”. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἀλλοτρίωσής πού πάντα ἐπιδιώκει ὁ πειραστὴς καὶ τὴν μεθόδευσε μέ τὸν τρίτο πειρασμό, θὰ ἦταν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, θὰ λέγαμε, ὅτι ὁ πειραστὴς δέν θὰ ἀποτρέψει ποτὲ καὶ κανέναν ἀπὸ ὁποιαδήποτε “πνευματικὴ” ἐπιδίωξη καὶ κοινωνικὴ “ἀποστολή”. Δέν θὰ ἀποθαρρύνει ποτὲ τοὺς ἀνθρώπους νά ἐπιθυμοῦν καὶ νά ἐπιδιώκουν ν’ ἀνέλθουν τίς βαθμίδες οἱασδήποτε ἱεραρχικῆς κλίμακας, ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν πλέον ἱερῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιωμάτων. Ἡ μόνη του ἐπιδίωξη εἶναι, ὅλοι αὐτοὶ νά ἐκφράζουν, “κατὰ τὴν ἐνάσκηση τῶν καθηκόντων τους”, τὸ δικὸ του πνεῦμα καὶ τήν δική του ἐξουσία. Κατὰ δὲ τὴν ἀνέλιξη καὶ ἐξέλιξή τους νά προτιμοῦν τὴν δύναμη καὶ τὴν προστασία τοῦ Καίσαρα καὶ ὄχι τίς πνευματικὲς ἀξίες. Ἡ προτίμηση τῆς πτωχείας καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ βίου καὶ ἡ συνέπεια πρὸς κάποιες πνευματικὲς ἀρχὲς εἶναι μωρία γιά τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ “σώφρων λογικὴ” τοῦ πειραστῆ. Καὶ δυστυχῶς ἡ ἱστορία μας φανερώνει, ὅτι ἡ “λογικὴ” αὐτὴ θέλγει καὶ προτιμᾶται ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν καὶ προτιμοῦν “τά τοῦ Καίσαρος” παρὰ “τά τοῦ Χριστοῦ” καὶ θέτουν τὸ ἔργο τους καὶ τὴν “ἀποστολὴ” τους ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πειραστὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς, ὅμως, στήν ἔρημο μέ τήν μοναδική ἐκείνη ἀπάντηση πρὸς τὸν πειραστή, “ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις” (Ματθ. 4, 10), ἔδωσε παράδειγμα αἰώνιο πρὸς μίμηση γιά τοὺς πιστοὺς του ὅλων τῶν αἰώνων. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπάντηση ξεκάθαρη καὶ τελική. Μία ἀπάντηση πού ἔφερε τήν μεγάλη σύγκρουση καὶ τήν μεγάλη ῥήξη. Ἀπὸ τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὁποιαδήποτε σχέση μεταξὺ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ δαιμονίου. Χριστὸς καὶ Ἀντίχριστος βρίσκονται σὲ δύο διαφορετικὰ στρατόπεδα καὶ ἐκφράζουν δύο διαφορετικοὺς κόσμους. Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ “οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου” καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τήν λογική του στόν παρόντα αἰῶνα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ λίγο, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς μὴ ὑποταγῆς του στήν “λογικὴ” τοῦ πειραστῆ, θὰ ὁδηγηθεῖ μέ πονηρὲς μεθοδεύσεις στόν σταυρὸ καὶ στόν θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, συντασσομένη πρὸς τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου της, θὰ διώκεται καὶ θὰ σταυρώνεται καὶ αὐτή, κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία τῆς πιστότητάς της. Τὸ ψέμα καὶ ἡ ἀδικία θὰ εἶναι πλέον στό μέλλον τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ καί μοναδικὸ τέχνασμα τοῦ διαβόλου, γιά νά ἐπιβάλλει τὴν ἐξουσία του στόν κόσμο καὶ νά παρασύρει πρὸς τὸ μέρος του ἀνθρώπους σὲ ὅλες τίς ἐποχές. Μία μέθοδος, ποὺ καί μέ τὸ δέλεαρ τῆς ἐξουσίας, ἀποδείχθηκε πολὺ ἀποτελεσματική. Ἡ ἱστορία μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει καθημερινά.
Γεώργιος Πατρῶνος
Ἐκδόσεις “ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ”
Βιβλία γιά ὅλους