Ἡ Ἑορτὴ τοῦ Πάσχα-Ἱστορικές, θεολογικὲς καὶ λειτιουργικὲς ἐπισημάνσεις
Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
Οἱ ρίζες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα βρίσκονται στὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση καὶ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ὁ ἐνιαύσιος ἀμνὸς τῆς Ἐξόδου προτυπώνει τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ πού θυσιάζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ στὸ μυστικὸ Δεῖπνο γίνεται πασχάλιος βρώση καὶ πόση τῶν πιστών. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Πάσχα καὶ ἡ σχετικὴ βιβλικὴ ἑορτή συνδυάζει πλέον «καινὸν καί παλαιόν… φθαρτὸν καὶ ἄφθαρτον… παλαιὸν μὲν κατὰ τὸν νόμον, καινὸν δὲ κατὰ τὸν λόγον… φθαρτὸν διὰ τὴν τοῦ προβάτου σφαγήν, ἄφθαρτον διὰ τὴν τοῦ Κυρίου ζωὴν».
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Πάσχα, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τὸ ἑόρταζαν κάθε φορά πού τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία, τὴ μία τῶν σαββὰτων, τὴν Κυριακὴ δηλαδή, ὡς ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὴν ἐτήσια ἀνάμνηση τοῦ Πάσχα ἀρχικὰ ὑπῆρχε ἕνας προβληματισμὸς ἂν θὰ πρέπει νὰ ἑορτάζεται. Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο τοῦ δεύτερου αἰώνα, τὴν «Ἐπιστολὴ τῶν ‘Ἀποστόλων», ἔργο Μικρασιατικῆς προέλευσης, τὸ Πάσχα αὐτήν τὴν ἐποχή προσέλαβε τὸ χαρακτήρα τῆς ἐτήσιας ἑορτῆς ταυτιζόμενο ὅμως μὲ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου.
Κατὰ τὰ Ἰουδαϊκὰ πρότυπα οἱ πιστοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἑόρταζαν τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γι’ αὐτό καὶ ἔλαβαν τὴν προσωνυμία τεσσαρεσκαιδεκατίτες. Ἀντιθέτως οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, πού πρῶτος διέκρινε τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα ἀπὸ τὸ Νομικό, συνέδεσαν τὸ Πάσχα ὄχι μόνο μὲ τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Προτίμησαν δὲ τὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ του μετὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γιὰ νὰ μὴν θυμίζει τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα.
Ἡ πρώτη Κυριακὴ «μετὰ τὴν πανσὲληνον τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας» ἐπελέγη ὡς ἡ πλέον πρόσφορος γιὰ τὴν ἐν λόγω ἑορτή. Στὴν ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό εἰρήνευση τῶν Ἐκκλησιῶν συνέβαλαν ἀρχικὰ οἱ Πολύκαρπος Σμύρνης καὶ Εἰρηναῖος Λυώνος. Τὴν τελικὴ λύση τὴν ἔδωσε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325), ἡ ὁποία μὲ βάση τὸ Ἀλεξανδρινὸ ἡμερολόγιο, καθόρισε νὰ ἑορτάζεται τὸ Πάσχα «τὴν Κυριακὴν ἥτις ἕπεται τῆς πρώτης πανσελήνου τοῦ ἔαρος». Κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογὴ αὐτή ἦταν ἡ ἀποσύνδεση τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα ἀπὸ τὸ Ἰουδαϊκό. Συνέχεια
ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΠΑΣΧΑ
π. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 1, 1-17)
Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση
α) Ὁ Σταυρός ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση, ἡ Μεγάλη Παρασκευή κυοφορεῖ τή λαμπροφόρο Κυριακή τοῦ Πάσχα. Τή λύπη, τήν ἀθυμία καί τήν ἀπόγνωση διαδέχεται ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τῆς Ἀναστάσεως. Χωρίς τό Σταυρό δέ νοεῖται Ἀνάσταση καί χωρίς Ἀνάσταση δέν ἔχει νόημα ὁ Σταυρός. Γι’ αὐτό καί τό ὀρθόδοξο Πάσχα εἶναι σταυροαναστάσιμο. Καί κάθε ἄνθρωπος μετέχει ὁλόσωμα καί ὁλόψυχα στή μεγάλη ἑορτή τῆς πίστης καί τῆς συνάντησης μέ τόν Ἀναστημένο Κύριο. Ἡ συμπόρευση καί ἡ συσταύρωση μέ Αὐτόν τόν καθιστᾶ μέτοχο τοῦ θείου φωτός καί τόν φέρνει σέ πραγματική κοινωνία μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς.
β) Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, στή σημερινή περικοπή (Ἰωάν. 1, 1-17), ἀναφέρει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Προσέλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί σκήνωσε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, φανερώνοντας ἔτσι τή θεϊκή Του δόξα. Εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο. Γιά νά ἀναγνωρίσει ὅμως ὁ ἄνθρωπος τή θεϊκή παρουσία, χρειάζεται καταρχήν νά ἔχει οἰκειωθεῖ τό θεῖο φῶς διά τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁπότε ἡ ἔνταξη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, καί ἡ μέθεξη τῶν ἱερῶν μυστηρίων τόν καθιστοῦν δεκτικό τοῦ θείου φωτισμοῦ.
γ) Παράλληλα, ἀπαιτεῖται καί ἡ διαρκής ἀνθρώπινη συναίνεση καί προσπάθεια μέσω τῆς ἄσκησης. «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως», ψάλλει ὁ ἱερός Ὑμνωδός. Σέ αὐτό συμβάλλει καί ἡ νηστεία, ἡ μετάνοια, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐσωτερική συντριβή ἀλλά καί ἡ ἔμπρακτη ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Ὁρισμένοι βλέπουν τόν Χριστό μόνο ὡς Θεό, ἐνῶ ἄλλοι τόν βλέπουν μόνο ὡς ἄνθρωπο. Οἱ πρῶτοι τόν τοποθετοῦν τόσο ψηλά πού δέν τόν φτάνουν. Οἱ δεύτεροι τόν ἀπογυμνώνουν ἀπό τή θεότητα, στερώντας οὐσιαστικά ἀπό τόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά γίνει θεός κατά χάριν καί νά ὑπερβεῖ τή φθορά καί τό θάνατο.
δ) Ὁ Χριστός ὅμως ὡς Θεάνθρωπος ἀνοίγει τήν ὁδό τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου καί γίνεται «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Τήν πορεία αὐτή μπορεῖ νά ἀκολουθήσει καί ὁ χριστιανός. Σταυρώνει τά πάθη του γιά νά συναναστηθεῖ μέ τόν Χριστό. Πεθαίνει διά τῆς μετανοίας καί τῶν δακρύων γιά τή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί γεύεται ἀπό τήν παρούσα ζωή τά ἀγαθά τῆς Ἀνάστασης. Τηρεῖ φιλότιμα τίς θεῖες ἐντολές καί οἰκειώνεται τίς ἀρετές, πού τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο: «Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9).
ε) Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἐκχέεται πλουσιοπάροχα στόν κόσμο. Ἀπαιτοῦνται ὅμως καθαρά αἰσθητήρια καί καθαροί ὀφθαλμοί, γιά νά ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τήν ἐνέργεια τοῦ ἀναστάσιμου φωτός. Συχνά ἡ πνευματική τύφλωση ἐμποδίζει αὐτή τήν κοινωνία. Ἀλλά αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες ὅλοι αἰσθάνονται, ἔστω ἀμυδρά, μιά ἀχτίδα τοῦ θείου φωτός νά φωτίζει τό νοῦ καί τήν καρδιά τους. Στήν ὀρθόδοξη ἀνατολική παράδοση, παρά τήν ἀλλοτρίωση, διασώζονται ἀκόμη καί λαϊκά ἔθιμα πού δηλώνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν λησμονήσει παντελῶς τό φῶς τῆς βαπτίσεώς τους. Ἡ λαμπάδα, ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός, τό κοινό τραπέζι, τό κόκκινο μαντήλι τῆς Μ. Πέμπτης, ὁ ἐν Χριστῷ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης, ἡ ἐπίσκεψη στά μνήματα κ.ἄ., εἶναι ὁρισμένα ἀπό αὐτά. Συνέχεια
Ἡ Κυριακή του Πάσχα
Fr.Lev Gillet
«Αὔτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων!…» ψάλλουμε στὴν ὀγδόη ὠδὴ τοῦ πασχαλιάτικου Ὄρθρου.
Ἡ Κυριακή του Πάσχα ὀνομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Θὰ ἦταν θεολογικὰ ἀνακριβὲς νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι, κατὰ τρόπο ἀπόλυτο, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Εἶναι βέβαια σπουδαιότερη ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἢ τὰ Θεοφάνεια, δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι λιγότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση. Ὡστόσο οἱ Πασχάλιες πανηγύρεις -καὶ ἐδῶ πρέπει στὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα νὰ συνδέσουμε καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ- δίνουν στὸ Μυστήριο τῶν Χριστουγέννων τὸ πλήρωμα τοῦ περιεχομένου τους καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἀναγκαῖο προοίμιο τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὸ Πάσχα εἶναι λοιπὸν τὸ κέντρο, ἡ καρδιὰ καὶ ὁ πυρήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ἐξαρτᾶται ὅλος ὁ λειτουργικὸς κύκλος, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴ καθορίζονται ὅλες οἱ κινητὲς γιορτὲς τοῦ ἡμερολογίου.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται μὲ κάθε ἐπισημότητα κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μία ἀκολουθία ποὺ τελεῖται εἴτε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ πολὺ νωρίς, εἴτε κατὰ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Πρὶν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία ὁ κεντημένος «Ἐπιτάφιος», ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω στὸ ἀνθοστόλιστο κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, μεταφέρεται στὸ ἱερὸ καὶ τοποθετεῖται στὴν Ἁγία Τράπεζα. Μετὰ ἀπὸ τὸν κανόνα μὲ τὶς ἐννέα Ὠδὲς ποὺ ψάλλονται καὶ ἀπόψε, ὁ προεξάρχων ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας ἐμφανίζεται στὴν Ὡραία Πύλη. Κρατᾶ ἕνα ἀναμμένο κερί, ἐνῶ ὁ χορὸς ψάλλει τό, «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν» .
Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς μας πίστης ὡς μυστήριο τοῦ Φωτός. Ἐκεῖνο τὸ Φῶς, τοῦ ὁποίου τὴ γέννηση ὑπέδειξε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, ἔλαμψε ἀνάμεσά μας μὲ μία λάμψη διαρκῶς αὐξανόμενη· τὸ σκότος τοῦ Γολγοθᾶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ σβήσει. Ξαναφέγγει τώρα ἀνάμεσά μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναμμένα κεριὰ ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους οἱ πιστοὶ μαρτυροῦν τὸν θρίαμβό Του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δηλώνεται ἡ βαθιὰ πνευματικὴ σημασία τοῦ Πάσχα. Ἡ σωματικὴ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς χωρὶς σημασία, ἂν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν καταύγαζε ταυτοχρόνως καὶ τὸ ἐσωτερικό μας. Δὲν μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε ἐπάξια τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂν μέσα στὴν ψυχή μας τὸ φῶς ποὺ ἔφερε ὁ Σωτήρας μας δὲν νικήσει ἐντελῶς τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Συνέχεια