Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἁγίου Λαζάρου,
π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Τὸ προοίμιο τοῦ Σταυροῦ.
«Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἑβδομάδα τὸ σόν πάθος, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε …» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ στιχηροῦ στὸν ἑσπερινό τῆς Παρασκευῆς, πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, τελειώνει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πιὰ στὴν «Ἁγία Ἑβδομάδα», στὴν περίοδο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Περίοδος ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Τὰ γεγονότα τῆς διπλῆς γιορτῆς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναφέρονται στὰ λειτουργικὰ κείμενα σὰν «προοίμιο τοῦ Σταυροῦ». Ἔτσι, γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὰ τὰ γεγονότα, θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μέσα στὰ πλαίσια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.
Τὸ κοινὸ ἀπολυτίκιο τῶν δύο αὐτῶν ἡμερῶν: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός…» μᾶς βεβαιώνει, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι μία ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, γίνεται ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία μας μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ λάμπουν ὄχι μόνο στὸ τέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχή της. Τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ φωτίζουν αὐτὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀποκαλύπτουν τὸ βαθὺ καὶ τελικὸ νόημά του.
Ὅλοι ὅσοι εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τὸν ἰδιότυπο, σχεδὸν παράδοξο, χαρακτήρα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου. Εἶναι, θὰ λέγαμε, Κυριακὴ καὶ ὄχι Σάββατο, δηλαδὴ ἔχουμε μέσα στὸ Σάββατο ἀναστάσιμη ἀκολουθία. Ξέρουμε ὅτι τὸ Σάββατο εἶναι βασικὰ ἀφιερωμένο στοὺς τεθνεῶτες καὶ ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται στὴ μνήμη τους. Ὅμως τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι διαφορετικό. Ἡ χαρὰ ποὺ διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς ἡμέρας τονίζει ἕνα κεντρικὸ θέμα: τὴν ἐπερχόμενη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη.
Ἅδης εἶναι ὁ βιβλικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ θάνατο μὲ τὴν παγκόσμια δύναμή του, ποὺ μὲ τὰ ἀδιαπέραστα σκότη καὶ τὴ φθορὰ καταπίνει κάθε ζωὴ καὶ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ «θάνατος ἀρχίζει νὰ τρέμει». Ἀκριβῶς ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ἡ ἀποφασιστικὴ μονομαχία ἀνάμεσα στὴ Ζωὴ καὶ τὸ Θάνατο καὶ μᾶς προσφέρει τὸ κλειδὶ γιὰ μία πλήρη κατανόηση τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου τοῦ Πάσχα. Συνέχεια
Ὁ Ἅγιος Λάζαρος στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία
π. Σταμάτης Σκλήρης
Στὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου ψάλλουμε:
«Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δοξολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Ἀνάσταση τοῦ ἐδῶ τιμωμένου Ἁγίου Λαζάρου. Καὶ ταυτόχρονα φανερώνει μὲ αὐτὰ τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεώς του καὶ τῆς ἑορτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποὺ σχετίζεται μὲ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι μόνο ἕνα γεγονὸς τῆς ζωῆς τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ καὶ προτύπωση τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως ὁλοκλήρου τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Τὴν ἴδια ὅμως ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεολογικὴ ποίηση καὶ τὴν δοξολογικὴ μουσική της, τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐκφράζει καὶ μὲ μίαν ἄλλη γλώσσα, μὲ τὴν ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ πώς, μὲ ποιοὺς τρόπους, ἡ ζωγραφικὴ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὸν τιμώμενο καὶ στὸ παρὸν συμπόσιο Ἅγιο Λάζαρο θὰ ἀποτελέσει τὸ θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μας.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἔχει ἀφιερώσει στὸν Ἅγιο Λάζαρο δύο εἰκονογραφικὰ θέματα. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἰδιαίτερη προσωπικὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ὡς ἱεράρχου. Θὰ περιγράψουμε τὰ δύο αὐτὰ θέματα καὶ στὸ τέλος θὰ δοῦμε συνολικὰ τὴ θέση καὶ τὴ σημασία τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καὶ στὴ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως.
Α΄ Τὸ Εἰκονογραφικὸ θέμα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου»
Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι εὐαγγελικὸ καὶ ἱστορικό. Βασίζεται σὲ διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων (Ἰω. 11, 1–44), καὶ δὲν εἶναι κατ’ ἀρχὴν συμβολικὴ παράσταση. Ἀποτελεῖ ἀπεικόνιση γεγονότος ἱστορικοῦ ποὺ ἔλαβε χώραν σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο. Στὴ Βηθανία. στὸν τόπο ὅπου ἔμενε ὁ φίλος τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἀδελφές του λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Περιέχει, λοιπόν, ἡ εἰκόνα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου» συγκεκριμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
1) Τὰ τελούμενα συμβαίνουν ἔξω τῆς Βηθανίας, ἡ ὁποία φαίνεται στὸ βάθος.
2) Φαίνεται ὁ τάφος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἄνθρωποι ἀφαιροῦν τὴν πλάκα.
3) Ὁ Λάζαρος φαίνεται μέσα στὸ μνημεῖο ὄρθιος ἢ νὰ ἀνακάθεται, τυλιγμένος μὲ τὰ σάβανα.
4) Ἕνας εἰκονιζόμενος φέρνει τὸ μανίκι του στὴ μύτη γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δυσοσμία ποὺ ὅλοι περιμένουν ἀπὸ ἕναν τετραήμερο νεκρό.
5) Αὐτὸς ποὺ φέρει τὴν πλάκα τοῦ τάφου φαίνεται νὰ καταβάλλει μεγάλη μυϊκὴ δύναμη γιὰ νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῆς πέτρας.
6) Φίλοι, γείτονες καὶ μαθητὲς παρακολουθοῦν ἔκθαμβοι.
7) Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία προσκυνοῦν τὸν Κύριο καὶ τοῦ φιλοῦν τὰ πόδια μὲ εὐγνωμοσύνη.
8) Ὁ Ἰησοῦς εἶναι παρὼν καὶ ἀπευθύνει τὸ κάλεσμα πρὸς τὸν Λάζαρο εὐλογώντας τον μὲ τὸ δεξί του χέρι. Εἶναι τὸ κυριαρχοῦν στὴ σύνθεση πρόσωπο, τὸ ὁποῖο προσδίδει στὴν ζωγραφικὴ καὶ κάποιους ἄλλους χαρακτῆρες ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ ἀνάγουν τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ λίγο. Πάντως ἤδη σ’ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνος καταβάλλεται προσπάθεια νὰ φανεῖ πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι πηγὴ δυνάμεως καὶ ζωῆς. Συνέχεια
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου
Fr. Lev Gillet
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου κατέχει ξεχωριστὴ θέση στὸ λειτουργικὸ ἡμερολόγιο. Δὲν ἀνήκει στὶς σαράντα ἡμέρες τῆς μετάνοιας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οὔτε καὶ στὶς ὀδυνηρὲς ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδας, αὐτὲς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων συνθέτουν ἕνα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο τῶν γεμάτων πόνο ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν.
Δύο σημαντικὰ περιστατικὰ συνδέονται μὲ τὴ Βηθανία: ἐκεῖ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε ὁ Ἰησοῦς τὴν πορεία καὶ ἄνοδό Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι ἕνα γεγονὸς πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὰ μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ παίζει, ὡς πρὸς αὐτή, τὸ ρόλο μίας ἔμπρακτης προφητείας.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Λάζαρος μᾶς παρουσιάζεται στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀναστημένος, ὡς προάγγελος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, παραμονὲς τῶν Θεοφανείων, προανήγγειλε τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ αὐτὸ χαρακτήρα της, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔχει καὶ κάποιες δευτερεύουσες πτυχὲς τὶς ὁποῖες εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀναγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου:
«Λάζαρον τεθνεῶτα τετραήμερον ἀνέστησας ἐξ Ἅδου, Χριστέ, πρὸ τοῦ σοῦ θανάτου διασείσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος καὶ δι’ ἑνὸς προσφιλοῦς τὴν πάντων ἀνθρώπων προμηνύων ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίαν».
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν νεκρῶν. Μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας, τονώνοντας τὸ ἠθικό τῆς Μάρθας, μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας μία πολύτιμη διδασκαλία. Εἶπε στὴ Μάρθα: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου». Ἡ Μάρθα ἀπάντησε: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταπάντησε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή».
Ἡ πίστη τῆς Μάρθας ἦταν ἀνεπαρκὴς σὲ δύο σημεῖα. Προέβαλε στὸ μέλλον, καὶ μόνο στὸ μέλλον, τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί, δεύτερον, δὲν ἀντιλαμβανόταν αὐτὴ τὴν ἀνάσταση παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ ἕνα γενικὸ νόμο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τῆς δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα γεγονὸς ἤδη παρόν, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν προξενεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή.
Οἱ κεκοιμημένοι μας ζοῦν διὰ καὶ ἐν Χριστῷ. Ἡ ζωὴ τους συνδέεται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκδηλώνεται ἐν αὐτῇ. Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ ἕνα κεκοιμημένο ἀδελφό μας ποὺ ἀγαπούσαμε πολύ, δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ζωντανέψουμε στὴ φαντασία μας, ἀλλὰ θὰ ἔρθουμε σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ θὰ τὸν βροῦμε. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μία θαυμάσια ἐπεξήγηση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. Μᾶς δείχνει πῶς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώνονται χωρὶς νὰ συγχέονται: «Ἀνάστασις καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχων, Χριστέ, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου ἐπέστης, πιστούμενος ἡμῖν τὰς δύο οὐσίας σου». Ἀφενός, στὸν Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λυγίσει μπροστὰ στὴ συγκίνηση καὶ νὰ θλιβεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς φίλου: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι, ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν». Ἀφετέρου, ὁ Θεός, ἐν Χριστῷ, μπορεῖ νὰ διατάξει τὸν θάνατο ὡς ἔχων ἐξουσία: «Φωνὴ μεγάλη ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς…». Συνέχεια