Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ἱστορικὴ ἐξέλιξη
Γεωργίου Ἀντουράκη
Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ χριστιανικὴ συνείδηση εἶναι συνέχεια τοῦ γεγονότος τοῦ Σταυροῦ. Ὀρθῶς ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει ὅτι ὁ Χριστὸς «Σταυρὸν ὑπομείνας δι’ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν» (Πεντηκοστάριον). Ἔτσι, ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἡ Ἀνάσταση παραλληλίζεται ἤ καὶ συμβολίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως.
Μία τέτοια συμβολικὴ παράσταση τῆς Ἀναστάσεως συναντοῦμε σὲ σαρκοφάγους τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, οἱ ὁποῖες φυλάσσονται στὸ μουσεῖο Λατερανοῦ τῆς Ρώμης. Πρόκειται γιὰ δύο ἀπὸ τὶς λεγόμενες σαρκοφάγους τῶν «Παθῶν» τοῦ Χριστοῦ, στὶς ὁποῖες ἡ Ἀνάσταση ἀπεικονίζεται στὸ κέντρο κάθε εἰκόνας. Ἡ Ἀνάσταση τῶν ἐν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται μὲ τὸ λάβαρο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου: σταυρὸς στολισμένος μὲ δάφνινο στεφάνι -στὶς ἄκρες του ὁποίου παριστάνονται δύο πετεινοὶ- ποὺ περικλείει τὸ μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στὴ βάση ἀπεικονίζονται δύο κοιμώμενοι στρατιῶτες τῆς κουστωδίας πού εἶχαν τοποθετήσει στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ φοβόνταν τὴν κλοπὴ τοῦ θείου σώματος ἀπὸ τοὺς μαθητές, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔλεγαν μετὰ στὸ λαὸ ὅτι «ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Ματθ. 27, 64).
Ἕνας ἄλλος συμβολικὸς τρόπος ἀπεικονίσεως τῆς Ἀναστάσεως, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν, εἶναι ἡ παράσταση τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ, ὁ ὅποιος ἀποβάλλεται -σῶος καὶ ἀβλαβὴς- ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους. Βλέπε καὶ τὴ σχετικὴ διήγηση (Ἰωνᾶ α’ δ’), ἡ ὁποία διαβάζεται ὡς προφητεία στὸν Ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀκριβῶς ἕνεκα τῆς βαθιᾶς συμβολικότητάς της. Ὀρθῶς ὁ Ἰωνᾶς θεωρεῖται ὡς προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε τονίσει, ὅταν ἔλεγε στοὺς Φαρισαίους: «…ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἐσται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. 12, 40). Μετὰ δὲ τὴν τριήμερο ταφή, ὁ Χριστὸς ἀνέστη, ὅπως «καὶ ὁ Ἰωνᾶς ἐκβῆκεν ἀπὸ τὸ κῆτος τριήμερος» (ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἑορτοδρόμιον). Ἕνεκα τούτου, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς γράφει (στὸν εἱρμὸ τῆς ς’ ὠδῆς τοῦ περίφημου κανόνα τοῦ Πάσχα), τὰ ἑξῆς: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καὶ τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου» (Πεντηκοστάριον).
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι καὶ τὸ δίπτυχο ἀπὸ ἐλεφαντόδοντο στὸ Μουσεῖο τῆς Ραβέννας (ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα), ὅπου μὲ ἰδιαίτερη ζωντάνια ἀπεικονίζεται ὁ Ἰωνᾶς μὲ τὸ κῆτος. Γενικά, ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωνᾶ, πού συμβολίζει τὴ λύτρωση καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, εἶναι ἕνα ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ θέμα στὴ ζωγραφικὴ τῶν κατακομβῶν καὶ τῶν σαρκοφάγων.
Κατὰ τὸν 6ο αἰώνα, ἐμφανίστηκε -πρὸς λειτουργικὴ χρήση- ἕνας ἄλλος εἰκονογραφικὸς τύπος τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι γνωστὸς ὡς «Λίθος», ὅπου εἰκονίζονται οἱ Μυροφόρες στὸ «κενὸ μνημεῖο» ἡ καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτές. Στὸ γνωστὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ραμπουλᾶ (τέλη τοῦ 6ου αἰώνα), κάτω ἀπὸ τὴ Σταύρωση ἔχουν εἰκονιστεῖ δύο παραστάσεις μὲ θριαμβευτικὸ χαρακτήρα: οἱ Μυροφόρες μπροστὰ στὸ κενὸ μνημεῖο καὶ ὁ Χριστός, πού ἐμφανίζεται σ’ αὐτές, ντυμένος μὲ τὸ λευκὸ χιτώνα τῆς Ἀναστάσεως. Στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνθέσεως αὐτῆς, ὑπάρχει τὸ ἄδειο μνημεῖο καὶ οἱ κοιμώμενοι στρατιῶτες, ὁ δὲ Τάφος τοῦ Χριστοῦ ξεχωρίζει τὶς δύο παραστάσεις αὐτές. Συνέχεια
Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως
Χρήστου Γ. Γκότση
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες. Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μοῦ ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»). Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό.
Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη… Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως.
Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».
Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς της Ἀναγέννησης.
Ὑποστηρίχθηκε πῶς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης… σ. 357).
Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσά σε ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε Τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, Τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ Τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ Τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατά της γής», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι». Συνέχεια