Τελώνης καί Φαρισαῖος
Πόσο εὔκολο τρόπο διάλεξε γιά νά σωθεῖ ὁ Φαρισαῖος! Εὐκολότερο κι ἀπὸ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή! Ἀπ’ ὅλες τίς ἐντολές πού ἔδωσε ὁ Θεὸς στούς ἀνθρώπους, μέσω τοῦ Μωυςῆ, αὐτός διάλεξε τίς δύο εὐκολότερες. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν τηρεῖ καμιά. Ὁ Θεὸς δέν ἔδωσε τίς δύο αὐτὲς ἐντολὲς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νά νηστεύουν καὶ νά δίνουν τὸ δέκατο τῆς περιουσίας τους οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο πού δὲν χρειάζεται ὁ Θεός. Δέν ἔδωσε τίς ἐντολὲς αὐτὲς στούς ἀνθρώπους σὰν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ – ὅπως καί τίς ἄλλες ἐντολὲς- γιά νά καρποφορήσουν στήν ταπείνωση, στήν ὑπακοὴ στόν Θεό, στήν ἀγάπη γιά Ἐκεῖνον καὶ γιά τὸν ἀνθρωπο.
Μέ λίγα λόγια, τὶς ἐντολὲς ὁ Θεός τίς ἔδωσε γιά νά διεγείρουν, νά μαλακώσουν καὶ νά φωτίσουν τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.Ὁ Φαρισαῖος τηροῦσε τίς ἐντολὲς χωρὶς σκοπό. Νήστευε κι ἔδινε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας του, ἀλλὰ μισοῦσε τοὺς ἄλλους, τοὺς περιφρονοῦσε, στάθηκε μέ ἀλαζονεία μπροστὰ στόν Θεό. Παρέμεινε ἕνα ἄκαρπο δέντρο. Ὁ καρπὸς δέν ἔγκειται στήν νηστεία, ἀλλὰ στήν καρδία.Ὁ καρπὸς δέν προκύπτει ἀπὸ τήν συγκεκριμένη ἐντολὴ ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδία. Ὅλες οἱ ἐντολὲς κι ὅλοι οἱ νόμοι ὑπάρχουν γιά νά βελτιώνουν τὴν καρδία. Νά τήν θερμαίνουν, νά τήν φωτίζουν, νά τὴν ποτίζουν, νά τὴν περιχαρακώνουν, νά τήν σπέρνουν, νά τὴν καλλιεργοῦν. Κι ὅλ’ αὐτὰ μόνο καὶ μόνο γιά νά καρποφορήσει ὁ ἀγρὸς τῆς καρδίας, ν’ ἀνάπτυχθεῖ καὶ νά ὡριμάσει ὁ καρπός.
Ὅλα τὰ καλὰ ἔργα εἶναι μέσα, δέν εἶναι σκοπός· εἶναι ἡ μέθοδος, ὄχι ὁ καρπός. Σκοπός εἶναι ἡ καρδία πού φέρει τὸν καρπό.
Ὁ Φαρισαῖος μέ τὴν προσευχὴ του δέν πέτυχε τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Δέν ἀποκάλυψε τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ τὴν ἀσχήμια της. Δὲν φανέρωσε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Ὁ Χριστὸς θέλησε μέ τὴν παραβολὴ αὐτὴ νά μᾶς δείξει πώς, ὄχι μόνο ὁ συγκεκριμένος Φαρισαῖος, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Φαρισαίων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἤθελε νά ἐξουσιάζει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Θέλησε μέ τὴν παραβολὴ Του ὁ Κύριος νά μᾶς δείξει πώς ἡ διεστραμένη εὐσέβεια κι ὁ πλανεμένος φαρισαϊσμός ἀνήκουν καὶ σὲ μᾶς, σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι τίς μέρες μας. Δέν ὑπάρχουν σήμερα ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ πού προσεύχονται στόν Θεό μέ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Φαρισαῖος; Δέν εἶναι πολλοὶ αὐτοί πού ἀρχίζουν τὴν προσευχὴ τους μέ κατηγορίες καὶ μομφὲς κατὰ τοῦ πλησίον τους καὶ τελειώνουν μέ αὐτοεγκωμιασμούς; Δέν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι πού στέκονται μπροστὰ στόν Θεὸ ὡς δανειστὲς μπροστὰ στόν ὀφειλέτη τους; Δὲν λένε πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαίνω στήν ἐκκλησία, πληρώνω τοὺς φόρους μου, κάνω δωρεὲς στήν ἐκκλησία· δέν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς συκοφάντες, σὰν τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς μοιχούς. Αὐτοί μέ στενοχωροῦν. Ἐσύ, τὶ κάνεις, Θεέ μου; Γιατὶ δέν τοὺς ἀφανίζεις αὐτούς, γιατὶ δέν ἐπιβραβεύεις ἐμένα γιά ὅλ’ αὐτὰ πού κάνω γιά Σένα; Δὲν βλέπεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρδία μου, πόσο ὑγιὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;».
Πρέπει νά ξέρεις πώς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξιμος, «ὁ Θεὸς δέν μπορεῖ νά σὲ ἐξαπατήσει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖνον. Ὅλοι κάνουν τὸν σταυρὸ τους, μὰ δέν προσεύχονται ὅλοι». Ὁ Φαρισαῖος εἶναι «Ἀβραὰμ ὡς πρὸς τήν γενειάδα του, μὰ Χάμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιλοῦν οἱ Φαρισαῖοι. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς στέλνει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαντᾶ: «Δέν ἀναγνωρίζω τὴν περιγραφή πού κάνετε στόν ἑαυτὸ σας». Στήν τελικὴ κρίση θὰ τοὺς πεῖ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δέν σᾶς ξέρω. Ὁ Θεὸς δέν ἀναγνωρίζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀλλ’ ἀπό τίς καρδιὲς τους. Μέ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο πού δέν ἐκτιμᾶ τήν συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλλα της, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρποὺς της.
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
Περὶ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου
Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης
Τό περιεχόμενον τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. ιη’ 10-14) ἀποτελεῖ κάτι σὰν προγύμνασμα καὶ προετοιμασία γιʼ αὐτοὺς πού θέλουν νὰ πλησιάσουν τὴν ἱερὰ ταπείνωσι, πού περιέχεται σὲ ὅλες τὶς ἀρετές ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θεομίσητον ἀλαζονείαν, ἡ ὁποία ἀποτρέπει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε φιλόχριστη ἀρετή. Ποιός λοιπὸν δὲν θὰ ποθήση νὰ μιμηθῆ τὸν τελώνη καὶ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν μετάνοιά του καὶ δὲν θὰ ἀποστραφῆ τὴν ἔπαρσι τοῦ Φαρισαίου, ἀφοῦ ἡ μὲν ταπείνωσις συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, ἡ δὲ ἀλαζονεία μὲ τὸν ὑπερήφανο δαίμονα;
Ἡ ἀλαζονεία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία αὐτὴ πού ἔκανε τὸν πρῶτο ἀπό τούς ἀγγέλους, πού ὀνομαζόταν καὶ ἑωσφόρος, διάβολον. Αὐτὴ ἐξεδίωξε τὸν γενάρχη Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. «Καθεῖλε δυνὰστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς». «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Αὐτή καταδικάζει τὸν Φαραώ: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός». Αὐτή κατέβαλε τὸν Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρὶῳ Θεῷ σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»· καὶ «οὐ ποιήσεις οὐδέν ὁμοίωμα».
Ἂν καὶ τοῦ ἑνὸς ἡ ἀρρώστια ἐθεραπεύθη, ἐνῶ τοῦ ἄλλου τὸ πάθος κατήντησεν ἕξις. Ἀληθῶς, πυρετὸς εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια πού ἀδρανοποιεῖ τὴν εὐαισθησία τοῦ ἄρρωστου, ψυχασθένεια φοβερή ποὺ ἐρεθίζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς πτῶσιν, ὑδρωπικία εἶναι, γεμάτη ἀπὸ ὑγρὸ καὶ ἀέρα. «Τὶς γὰρ ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος Κυρίου; Ἀθῶος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβε ἐπὶ ματαὶῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Τοιαύτη ἦταν ἡ ματαιότης καὶ ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, ἡ ὁποία ἀφαιρώντας του καὶ τὴν τελευταία ἰκμάδα χάριτος, τὸν ἄφησε σὰν ξηραμένη γῆ. Ὁπωσδήποτε τὸ γνωρίζετε αὐτό καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν πεῖρα· ὁ ἀλαζών δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς τελειοποιητικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτό εἶναι ἄνυδρος καὶ ξηρός, ἀφοῦ τοῦ λείπει ἡ ζωτικὴ θερμότης καὶ ἡ ζωογόνος ὑγρασία. Σʼ αὐτόν, ὅπως στὸ ἀπογυμνωμένο δένδρο, φτιάχνει τὴν φωλιὰ τοῦ ὁ νυκτοκόρακας διάβολος. Συνέχεια
Φαρισαῖος καί Τελώνης
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
«…Ἔχεις ὅμως καί τρίτη ὁδό μετάνοιας. Κι ἀνέφερα πολλές ὁδούς μετάνοιας, γιά νά σοῦ κάνω μέ τήν ποικιλία τῶν ὁδῶν εὔκολη τή σωτηρία. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ τρίτη ὁδός; Ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἔχε ταπεινό φρόνημα καί ἐξάλειψες τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἔχεις καί γι᾽ αὐτήν ἀπόδειξη ἀπό τή θεία Γραφή, ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκᾶ 18, 10 ἐε. ). Ἀνέβηκαν, λέγει, ὁ Φαρισαῖος καί Τελώνης στό ναό νά προσευχηθοῦν καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν᾽ ἀπαριθμεῖ τίς ἀρετές του. Ἐγώ δέν εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλός ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτός ὁ Τελώνης. Ἄθλια καί ταλαίπωρη ψυχή, ὅλη τήν οἰκουμένη τήν καταδίκασες, γιατί λύπησες καί τόν πλησίον σου; Δέν σοῦ ἄρκεσε ἡ οἰκουμένη, κι ἔφτασες νά καταδικάσεις καί τόν Τελώνη; Ὅλους λοιπόν τούς κατηγόρησες καί δέν λυπήθηκες οὔτε τόν ἕνα αὐτόν ἄνθρωπο. «Δέν εἶμαι ἐγώ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτός ὁ Τελώνης: Νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα, δίνω τό δέκατο ἀπό τά ὑπάρχοντά μου στούς φτωχούς.»
Εἶπε λόγια ἀλαζονικά. Ἄθλιε ἄνθρωπε, καλά ὅλη τήν οἰκουμένη τήν καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες καί τόν πλησίον σου Τελώνη; Δέν χόρτασες μέ τήν κατηγορία τῆς οἰκουμένης, ἀλλά κατέκρινες κι ἐκεῖνον πού ἦταν μαζί σου;
Τί ἔκαμε λοιπόν ὁ Τελώνης; Ὅταν τ᾽ ἄκουσε αὐτά δέν εἶπε: «Σύ ποιός εἶσαι πού λές αὐτά ἐναντίον μου; Ἀπό πού γνωρίζεις τό βίο μου; Δέν ἔμεινες μαζί μου. Δέν ζήσαμε μαζί. Γιατί ὑπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιός εἶναι μάρτυρας τῶν δικῶν σου ἀγαθοεργιῶν; Γιατί παινεύεις τόν ἑαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στόν ἑαυτό σου;» Ὅμως τίποτε ἀπ’ αὐτά δέν εἶπε ὁ Τελώνης, ἀλλ᾽, ἀφοῦ ἔσκυψε, προσκύνησε καί εἶπε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλό», καί μέ τήν ταπεινοφροσύνη πού ἔδειξε ὁ Τελώνης δικαιώθηκε. Ἀντίθετα ὁ Φαρισαῖος κατέβηκε ἀπό τό ναό στερημένος τή δικαίωση, ἐνῶ ὁ Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τή δικαίωση.
Ἔτσι τά λόγια νίκησαν τά ἔργα. Γιατί ὁ ἕνας ἔχασε τή δικαίωση ἀπό τά ἔργα, ἐνῶ ὁ ἄλλος μέ τόν ταπεινό λόγο καί λογισμό πέτυχε τή δικαίωση. Ἄν καί βέβαια οὔτε ταπεινοφροσύνη ἦταν ἐκεῖνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κανείς, ἐνῶ εἶναι μεγάλος, ταπεινώνει τόν ἑαυτό του. Αὐτό πού εἶπε ὁ Τελώνης δέν ἦταν λόγος ταπεινοφροσύνης, ἀλλά ἦταν ἡ ἀλήθεια. Γιατί ἦταν ἀληθινά τά λόγια. Ἦταν πραγματικά ἁμαρτωλός. Συνέχεια
Κατανυκτική ἑρμηνεία τοῦ Μεγάλου Κανόνος
Ἰωάννης Λίνδιος, ἀρχιεπίσκοπος Μύρων, (†1796)
Ὠδ ή β΄
Τ ρ ο π ά ρ ι ο κδ΄(Μεγάλου Κανόνος)
Ἱλάσθητι, ὡς ὁ τελώνης βοῶ σοι, Σῶτερ, ἱλάσθητί μοι∙ οὐδείς γάρ τῶν ἐξ Ἀδάμ ὡς ἐγώ ἥμαρτέ σοι.
Σπλαχνίσου, Σοῦ φωνάζω σάν τόν τελώνη, Σωτήρα μου, σπλαχνίσου με! Γιατί κανένας ἀπ᾿ τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ δέν ἁμάρτησε ὅπως ἐγώ σ᾿ Ἐσένα.
Ὠφέλιμη διδαχή γιά τόν τελώνη καί τόν Φαρισαῖο
Τελώνης, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, λεγόταν ὁ ἐπιφορτισμένος μέ τήν εἴσπραξη τῶν φόρων ἀπό τό λαό γιά λογαριασμό τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν. Οἱ τελῶνες ἦταν συνήθως ἄδικοι καί ἅρπαγες, γι᾿αὐτό τοποθετοῦνταν στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τούς ἁμαρτωλούς καί τίς πόρνες. Ὁ τελώνης, ὡστόσο, τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς (Λουκ. 18,10-14), ἐπειδή ἔδειξε βαθειά ταπείνωση κι ἔκανε θερμή ἐξομολόγηση στό Θεό, χτυπώντας τό στῆθος του καί λέγοντας, ”Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τόν ἁμαρτωλό!”, πῆρε εὔκολα ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο ὅλων τῶν ἀνομημάτων του τήν ἄφεση. Ἀντίθετα, ὁ μεγάλαυχος Φαρισαῖος, μολονότι ἔδινε στό ναό τό δέκατο ἀπ᾿ὅλα τά εἰσοδήματά του, νήστευε, προσευχόταν, εἶχε κάθε ἀρετή, γιά τή μεγάλη του ἔπαρση καταδικάστηκε. Καί δίκαια. Γιατί;
Πρῶτα-πρῶτα, ἔπρεπε νά γνωρίζει πώς ἦταν ἄνθρωπος. Καί ὡς ἄνθρωπος, εἶχε ἀναπόφευκτα καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι κι ἄν μία μόνο μέρα ζοῦσε, ἦταν ἀδύνατο νά μήν ἁμαρτήσει μέ τά ἔργα ἤ μέ τά λόγια ἤ μέ τίς σκέψεις. Κάθε ἁμαρτία, καί ἡ πιό μικρή, ὡς ἀντίθεση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ ἀνταρσία ἐναντίον Του. Ἄς μήν ξεχνᾶμε πώς ὁ Ἑωσφόρος ἀπό τά ὕψη τ᾿οὐρανοῦ ξέπεσε στά καταχθόνια τοῦ ἅδη γιά ἕναν μονάχα ὑπερήφανο λογισμό, χωρίς νά ἔχει ἄλλες ἁμαρτίες, ὅπως ἐμεῖς.
Δεύτερον, ἔπρεπε νά σκεφτεῖ πώς ὅσα καλά εἶχε, ὅλα ἦταν τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ δῶρα καί χαρίσματα. Ὄφειλε, λοιπόν, νά δοξάζει γι᾿αὐτά τόν Πλάστη του μέ εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση, ὄχι νά τόν “εὐχαριστεῖ” μέ τόση αὐταρέσκεια, γιατί δέν ἦταν τάχα ἁμαρτωλός σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, κατακρίνοντας ἔτσι ὅλο τόν κόσμο καί ἁρπάζοντας μέ προκλητικότητα ἀπό τόν Κύριο τό ἀξίωμα τοῦ Κριτῆ τῆς οἰκουμένης.
Τρίτον, ἔπρεπε νά συλλογιστεῖ πώς ὁ Θεός δέν ἔχει καμιάν ἀνάγκη οὔτε τίς νηστεῖες καί τίς ἐλεημοσύνες μας οὔτε τίς προσευχές καί τίς ἀγρυπνίες μας οὔτε τίποτ᾿ἄλλο ἀπ᾿ὅσα μᾶς ζητάει νά κάνουμε. Αὐτά τά ὅρισε γιά τή δική μας ὠφέλεια, προνοώντας γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Συνέχεια
ΟΙ ΠΤΩΧΟΙ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ναί, ἔτσι εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Μά αὐτό σύ τό μπερδεύεις. Συγχέεις τήν «πτωχεία τοῦ πνεύματος», πού ἐξυμνεῖ ὁ Χριστός, μέ τό φτωχό μυαλό.
Ἀλλά ὄχι! Δέν ἔχεις δίκιο.
Ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος εἶναι ὁ πιό ἅγιος λογισμός, πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος! Εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς πτωχείας μας μπρός στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ·ἡ συναίσθηση τῆς ρυπαρότητας μπροστά στήν καθαρότητα τοῦ Πλάστου· ἡ συναίσθηση τῆς μικρότητός μας μπροστά στήν ἀπέραντη δύναμη τοῦ Κυρίου.
Ὁ βασιλιᾶς Δαβίδ μιλώντας γιά τόν ἑαυτό του λέει: «Ἐγώ εἶμαι σκώληξ καί ὄχι ἄνθρωπος». Ἦταν διανοητικά καθυστερημένος ὁ βασιλιᾶς Δαβίδ; Κάθε ἄλλο! Ἦταν ἕνας ἀπό τούς πιό μεγαλοφυεῖς ἀνθρώπους!
Καί ὁ γιός του, ὁ σοφός Σολομών, λέγει: «Σέ σένα ἔχω τήν ἐλπίδα, Θεέ μου! Χωρίς ἐσένα οὔτε ἡ καρδιά μου ἀντέχει, οὔτε τό λογικό μου μέ σώζει!» Αὐτό σημαίνει πτώχεια τοῦ πνεύματος. Νά μή ἔχεις τήν ἐμπιστοσύνη σου στό θέλημά σου· ἀλλά στόν νόμο καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Μακάριος ἐκεῖνος πού θά ἐξομολογηθῆ μέ εἰλικρίνεια, καί θά εἰπεῖ: ἡ δύναμή μου εἶναι μηδαμινή. Τό μυαλό μου εἶναι ἀδύνατο. Ἡ θέλησή μου ἀσταθής. Κύριε, βοήθησέ με!
Πτωχεία τοῦ πνεύματος σημαίνει, νά λές αὐτό πού ἔλεγαν οἱ ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ Νεύτων: Αὐτά πού ἀγνοῶ, εἶναι πολύ περισσότερα ἀπό ἐκεῖνα πού ξέρω!
Πτωχεία τοῦ πνεύματος εἶναι, νά εἶσαι πλούσιος σάν τόν Ἰώβ, καί νά λές: «Γυμνός ἦλθα στόν κόσμο· καί γυμνός θά φύγω».
Μικρόμυαλο καί ἀνόητο νά θεωρεῖς ὄχι ἐκεῖνον, πού λέγει ὅτι οἱ γνώσεις του εἶναι περιωρισμένες, ἀλλά ἐκεῖνον πού κομπάζει γιά τίς γνώσεις του!
Ἀπό αὐτή τήν μεγάλη ἀνοησία, ἀπό τήν ἀνοησία νά κομπορρημονοῦμε, θέλει νά μᾶς γλυτώσει ὁ Χριστός.
Γι᾽ αὐτό μᾶς ἐδίδαξε ὅτι: Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι.
῾Ο τελώνης κι ὁ Φαρισαῖος
ARCH. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Σήμερα … ἀκούσαμε τήν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη (Λουκ. 18, 10-14). ῾Ο Τελώνης εἶχε ἐπίγνωση ὅτι ἦταν ἀνάξιος νά παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί νά γίνεται δεκτός στή συντροφιά ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ Θεός θά ἐπιδοκίμαζε. ῏Ηρθε μέχρι τή θύρα τοῦ Ναοῦ ἀλλά δέν μποροῦσε νά διαβεῖ τό κατώφλι, διότι γνώριζε ὅτι σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόν λερωμένο, τόν μολυσμένο καί βεβηλωμένο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπό τό αἷμα καί τό κακό σέ ὅλες του τίς μορφές, ὁ Ναός ἦταν χῶρος ἀφιερωμένος μόνο στόν Θεό. ῞Ολος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ Σατανᾶ κατά τούς πειρασμούς τοῦ Χριστοῦ, «ἐμοί παραδέδοται». ᾿Αλλά ὁ Ναός εἶναι ἕνας χῶρος τόν ὁποῖο ἄνθρωποι μέ πίστη -ἀδύναμοι ἀσφαλῶς, ἀλλά μέ πίστη στόν Θεό- ἀπέκοψαν ἀπό τό βασίλειο αὐτό τοῦ τρόμου γιά νά ἀποτελεῖ μία θέα τῆς θείας ὡραιότητας, κατοικητήριο τοῦ ῾Ενός πού δέν ἔχει «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ», σ’ ἕνα κόσμο πού ἐκλάπη ἀπό Αὐτόν καί ἔχει παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ ᾿Αντιδίκου.
Καθώς ὁ Τελώνης στεκόταν στό κατώφλι ἤξερε ὅτι ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, καί δέν εἶχε πρόσβαση στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ. ῾Ωστόσο, ἔνιωθε τή διαφορά, ἔνιωθε τρόμο γιά τόν ἑαυτό του καί μία λατρευτική στάση γεννιόταν μέσα του ἀπέναντι στόν θεϊκό αὐτό χῶρο. ῎Ετυπτε τό στῆθος του καί ζητοῦσε ἔλεος, ἐπειδή γιά τίποτε ἄλλο δέν μποροῦσε νά ἐλπίζει οὔτε σέ τίποτε ἄλλο νά ὑπολογίζει.
Καί ὁ Φαρισαῖος στεκόταν ἀκριβῶς στό μέσον τοῦ Ναοῦ· εἶχε μπεῖ καί εἶχε λάβει θέση ἐκεῖ ὡς κάποιος πού εἶχε κάθε δικαίωμα νά στέκεται στόν τόπο αὐτό. Γιατί; ῎Οχι ἐπειδή εἶχε καθαρή καρδιά, ἀλλά ἐπειδή εἶχε τηρήσει κάθε ἕναν ἀπό τούς τύπους πού εἶχε καθιερώσει ἡ Συναγωγή, ὅπως πολλοί ἀπό μᾶς τηροῦν τούς ἐξωτερικούς κανόνες τῆς ζωῆς, χωρίς αὐτοί νά διεισδύουν οὔτε κἄν μέσα ἀπό τό δέρμα μας, χωρίς νά φθάνουν στήν καρδιά μας, χωρίς νά ἀναμορφώνουν οὔτε νά νοηματοδοτοῦν τίς σκέψεις μας. Συνέχεια
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἐνῶ ζοῦσε στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, μέ διαβολική συμβουλή μετεστράφη, διεστράφη. Καί ἐνῶ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού θαύμαζε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό καί ὑπήκουε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί χαιρότανε τήν ὑποταγή του στόν Θεό, ἔγινε ἕνας ἄνθρωπος ἐγωκεντρικός, ἐγωϊστής. Ἤθελε τά πράγματα νά γίνουν κατά τό δικό του θέλημα, κατά τό συμφέρον του, ὅπως ἐκεῖνος βέβαια τό ἐννοοῦσε, ὄχι πλέον ὅπως τό ἐννοοῦσε ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε. .Ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ διαβόλου καί ἐπαναστάτησε κατά τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή θεώρησε ὅτι εἶναι πλέον συμφερότερο σέ αὐτόν νά ἀκούσει τήν ὁδηγία τοῦ διαβόλου παρά τήν ἐντολἠ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε καί ἐμεῖς ὅλοι οἱ πεσμένοι ἄνθρωποι κληρονομήσαμε ἕναν ἐγωκεντρισμό ἀδυσώπητο καί ἄκαμπτο, θά λέγαμε. Κι αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός ξεκινάει ἀπό τή γέννησή μας καί πολλές φορές, δυστυχῶς, μᾶς συνοδεύει μέχρι τόν τάφο. Συγκεντρωμένοι ἀπό τότε πού γεννιόμαστε στά ὑλικά ἀγαθά πού μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει ἡ Μάννα μας, ὅταν μᾶς ἔχει ἀκόμα στήν ἀγκαλιά της, βρέφη ὀλίγων ἡμερῶν, ἄν μᾶς δώσει γάλα ὅλα πᾶνε καλά, ἄν δέν μᾶς δώσει ἀρχίζουμε τά κλάματα· ἄν τήν ἔχουμε κοντά μας ὅλα πᾶνε καλά, ἄν φύγει ἀπό κοντά μας, αἰσθανόμαστε ἀνασφάλεια. Ἔτσι μπαίνουμε μέσα στή ζωή μ᾿ αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι συνυφασμένος μέ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ὅπως λένε οἱ ἐπιστήμονες, καί πολλές φορές τά μπερδεύουμε καί ὅ,τι θέλουμε νομίζουμε ὅτι εἶναι καί ἀπαραίτητο γιά τήν ὑπόστασή μας, γιά τή διατήρησή μας καί ἀλίμονο σέ ἐκεῖνον πού δέν θά θελήσει νά κάνει αὐτό πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο. Καί ἀνάλογα μέ τήν κοσμοθεωρία τῆς οἰκογενείας μας, ἀνάλογα μέ τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ἀνάλογα μέ τήν ἀγωγή πού ἔχουμε ὁ καθένας ἀπό τό σπιτικό μας, τήν οἰκογένειά μας, αὐτόν τόν ἐγωκεντρισμό τόν διατηροῦμε καί τόν διαμορφώνουμε ὅσο μποροῦμε πιό ὁλοκληρωμένο, πιό ἄτεγκτο, πιό σκληρό.
Δύο κατηγορίες θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν: Ἐκεῖνοι πού στηρίζουν ὅλα τους τά βιώματα, ὅλα τους τά αἰσθήματα γιά ὀντότητα καί γιά ὑπεροχή στό τί ἔχουν, τί ἀπολαμβάνουν, τί κάνουν, καί οἱ ἄλλοι πού συγκεντρώνουν τήν προσοχή τους στό τί εἶναι, πῶς τούς θεωρεῖ ὁ κόσμος, πόσο μεγάλοι, πόσο μικροί, πόσο μηδαμινοί καί πόσο ὑπέροχοι εἶναι.
Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, φαίνεται, ἦταν καί ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε στό Θεό μπροστά, ἔχοντας φωτογραφίσει, κατά τή γνώμη του, πολύ καλά τόν ἑαυτό του καί ἔλεγε ὅλα ἐκεῖνα τά ἐγκωμιαστικά, στηρίζοντας ἕνα αἴσθημα εὐεξίας, ἕνα βίωμα ὀντότητος καί ὑπεροχῆς ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τοῦ Τελώνου. Συνέχεια
Ἡ Αὐτοεκτίμηση ποὺ βλάπτει τὴ ψυχὴ
Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου
Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας. Ἡ πρόοδος στὴν πνευματικὴ ζωὴ διακρίνεται μὲ τὴν ὁλοένα καὶ περισσότερη συναίσθησι τῆς μηδαμινότητός μας. Ἐνῶ ὅσο αὐξάνει ἡ ἐκτίμησις τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ κάτι, τόσο βαδίζουμε στὴν καταστροφή. Ὁ ἐχθρὸς θὰ τὸ ἐκμεταλλευθῆ αὐτό. Θὰ πλησιάση καὶ θὰ ἐπιχειρήση νὰ πετάξη κανένα πετραδάκι στὸν δρόμο μας γιὰ νὰ σκοντάψουμε. Μία ψυχὴ ποὺ δίνει στὸν ἑαυτὸ της ἀξία, μοιάζει μὲ τὸν κόρακα τοῦ Αἰσώπου ποὺ ἀκούγοντας τὶς κολακεῖες τῆς ἀλεποῦς γιὰ τὴν «ὡραία» του φωνή, ἄνοιξε τὸ στόμα καὶ τοῦ ἔπεσε τὸ τυρί…
Πόσο χρήσιμο θὰ ʼταν νὰ βρισκόταν κάποιος νὰ σᾶς κατηγορῆ. Νὰ χαίρεσθε , ἂν ποτὲ συμβῆ αὐτό. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο νὰ σᾶς ἐπαινοῦν ὅλοι καὶ κανεὶς νὰ μὴν σᾶς λέει τὴν ἀλήθεια. Εἶναι νομίζετε δύσκολο νὰ πλανηθῆ ἢ νὰ σκοντάψη κανείς; Ἀπέχετε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ θεωρῆτε τὸν ἑαυτὸ σας ἅγιο καὶ ἄξιο νὰ συμβουλεύη τοὺς ἄλλους;.
Στὸ Κίεβο ἀσκήτευε κάποτε κάποιος μὲ πολλὴ νηστεία καὶ μόνωσι. Τὸν πολέμησε ὅμως ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἄλλα πάθη. Πῆγε λοιπὸν καὶ ἐξωμολογήθηκε τοὺς λογισμούς του στὸν μακαριστὸ στάρετς Παρθένιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα καὶ τὸν ἔστειλε στὴν ἀγορὰ λέγοντας: «Ἀγόρασε κρέας καὶ φάγε τὸ μπροστὰ στοὺς ἄλλους». Ὁ ἀσκητὴς ἀκολούθησε τὴν συμβουλὴ τοῦ στάρετς καὶ ὅλοι οἱ πειρασμοὶ τοῦ φύγανε. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες πολεμοῦσαν τὴν ὑπερηφάνεια. Συχνὰ νὰ ἐλέγχετε καὶ σεῖς τὸν ἑαυτό σας στὸ σημεῖο αὐτό. Γιατί δὲν εἶναι μικρὴ συμφορά… Λένε ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κλέφτης ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ σπίτι. Ἔρχεται συχνὰ σὲ συνεννόησι μὲ τοὺς ἐξωτερικοὺς κλέφτες , τούς ἀνοίγει πόρτες καὶ παράθυρα, κι ἐκεῖνοι μπαίνουν καὶ ἁρπάζουν κάθε θησαυρό.
Ἀγωνισθῆτε, ἐνῶ συναναστρέφεσθε μὲ ἄλλους καὶ φροντίζετε γιὰ τὶς βιοτικὲς ὑποθέσεις, συγχρόνως νὰ σκέπτεσθε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχετε τὴν συναίσθησι ὅτι βρίσκεται κοντά σας καὶ σᾶς κατευθύνει σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιό Του θέλημα. Ἔτσι δὲν θὰ διασπάσθε στὴν ἐσωτερική σας ἐργασία. Ἡ διάσπασις εἶναι ἡ πρώτη ἐπιτυχία τοῦ διαβόλου.Ἡ δεύτερη ἐπιτυχία του εἶναι ἡ προσκόλλησις τῆς καρδιᾶς σὲ κάτι τὸ γήινο καὶ ἡ αἰχμαλωσία τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν σκέψεων σ’ αὐτό. Αὐτὴ εἶναι χειρότερη ἐπιτυχία τοῦ ἐχθροῦ. Προσπαθῆστε ν’ ἀποδεσμεύεσθε ἀπὸ κάθε αἰχμαλωσία τῆς καρδιᾶς καὶ ἀπὸ κάθε διάσπασι τῆς ἐσωτερικῆς σας ἐργασίας. Ὁ τρόπος εἶναι ἕνας: Νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν συναίσθησι τῆς παρουσίας Του. Οἱ ὑπερβολὲς δὲν ὁδηγοῦν ποτὲ σὲ καλό. Τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ πεποίθησις δηλαδὴ ὅτι εἶμαι κάτι. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ οἴησις, ἡ συναίσθησις δηλαδὴ τοῦ ὅτι ὄχι ἁπλῶς εἶμαι κάτι, ἀλλὰ κάτι σπουδαῖο ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν οἴησι γεννιέται πλῆθος ὑπερήφανων λογισμῶν, βδελυκτῶν στὸν Θεό. Ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ βίωσι τῆς μηδαμινότητός μας μπορεῖ ἐδῶ νὰ βοηθήση. Συχνὰ ἂς φέρνουμε στὴν μνήμη μας σφάλματα τοῦ παρελθόντος καὶ ἂς κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας γιʼ αὐτά. Συνέχεια