Η ΕΞΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ-Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Ἡ λατρευτικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἱστορικὴ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογική, πρακτικὴ ἀλλὰ καὶ θεωρητική, ρεαλιστικὴ ἀλλὰ καὶ συμβολική. Ἡ συμβολικὴ γλώσσα ἔχει παιδαγωγικό, ἀναγωγικὸ καὶ μυσταγωγικὸ χαρακτήρα…
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ παρομοιάζεται στὴν ὑμνολογία τῆς ἐκκλησίας μὲ «στάδιο ἀρετῶν». Στὸ πνευματικὸ αὐτὸ στάδιο εἰσέρχεται ὁ φιλότιμος ἀγωνιστὴς ὁπλισμένος μὲ τὴν «πανοπλία τοῦ Σταυροῦ». Ἔτσι, ἀγωνιζόμενος σταθερὰ μὲ ἀκράδαντη πίστη, καρδιακὴ προσευχή, ἐλεημοσύνη καὶ νηστεία, ἀναμένει τὸ στεφάνι τῆς δόξας ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο.
β) Οἱ τρεῖς ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ εἶναι προπαρασκευαστικές, καθὼς ἀνοίγει τὸ Τριώδιο καὶ οἱ πιστοὶ μυσταγωγοῦνται στὴν τελωνικὴ προσευχή, στὸ ἦθος τῆς συντετριμμένης καρδίας, στὴν ἄνευ ὅρων μετάνοια καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα τὴν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω ἀναγγέλλεται ὅτι μέτρο κρίσεως τῶν ἀνθρώπων στὴν ἔσχατη κρίση θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔχει εὐρύτατο κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ὁ Κύριος ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς καταφρονεμένους, τοὺς ξένους, τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς γυμνούς του κόσμου τούτου. Κι ἐκεῖνος ποὺ συμπονάει καὶ φροντίζει γιὰ ὅλους αὐτούς, τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ περιποιεῖται καὶ «φιλεύει».
γ) Στὸ σημερινὸ Συναξάρι ἀναφέρεται: «Τὴ Κυριακή τῆς Τυροφάγου, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Ἡ ὑπενθύμιση τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων ἀλλὰ καὶ τῶν δεινῶν ποὺ ἐπακολούθησαν γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, λειτουργεῖ ἀφυπνιστικὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δείχνεται «ἐμπράκτως πόσον καλὸν καὶ ὠφέλιμον πράγμα εἶναι ἡ νηστεία εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, καὶ πάλιν ἐκ τοῦ ἐναντίου, πόσον κακὸν καὶ αἰσχρὸν εἶναι ἡ ἀδηφαγία». Ἡ νηστεία ὅμως τῶν τροφῶν δὲν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, εἶναι ὑπομνηστική τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη. Γι’ αὐτὸ ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει: «Ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Καὶ ἡ πραγματικὴ νηστεία ἀφορᾶ σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, ὅλες τὶς αἰσθήσεις καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς του, τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.
δ) Ἡ Κυριακή τῆς Τυρινῆς εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς Κυριακή τῆς συγχωρήσεως. Κλῆρος καὶ λαὸς συνηθίζουν μετὰ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ συγχωροῦνται, γιὰ νὰ εἰσέλθουν ἀπερίσπαστοι στὸ πνευματικὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ σὲ πολλὲς χριστιανικὲς οἰκογένειες. Διότι δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ λάβει μέρος στὸν ἀγώνα αὐτὸ μὲ προοπτικὴ τὴ νίκη, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ μνησικακία, τὴν ἔχθρα, τὸ μίσος, τὸ φθόνο καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πάθη ποὺ ὁδηγοῦν στὴ διατάραξη τῶν σχέσεων κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Συνέχεια
Σαρακοστὴ
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Στὶς Σαρακοστὲς καλὸ εἶναι νὰ γνωρίζεις μόνο ἐκκλησία καὶ σπίτι, τίποτ’ ἄλλο.
Φτάνεις, λοιπόν, στὸ σπίτι. Τί θὰ κάνεις ἐκεῖ; Θὰ ἀγωνιστεῖς μ’ ὅλη σου τὴ δύναμη νὰ διατηρήσεις τὴν προσήλωση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς στὸν Κύριο. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκκλησία, τρέξε στὸ δωμάτιό σου καὶ κάνε ἀρκετὲς μετάνοιες, ζητώντας εὐλαβικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ βοηθήσει, ὥστε νὰ ἀξιοποιήσεις τὸ χρόνο τῆς παραμονῆς σου στὸ σπίτι μὲ τρόπο ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή σου. Ὕστερα κάθησε καὶ ξεκουράσου γιὰ λίγο. Ἀλλὰ καὶ τότε μὴν ἀφήνεις τοὺς λογισμούς σου νὰ ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, ἐπαναλάμβανε νοερὰ τὴν εὐχή: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!”.
Ἀφοῦ ξεκουραστεῖς πρέπει ν’ ἀσχοληθεῖς μὲ κάτι, εἴτε προσευχὴ εἴτε ἐργόχειρο.
Τί ἐργόχειρο θὰ κάνεις δὲν ἔχει σημασία· ξέρεις ἤδη τί σοῦ ἀρέσει. Εἶναι, βλέπεις, ἀδύνατο νὰ ἀσχολεῖσαι ὅλη τὴν ὥρα μὲ πνευματικὰ πράγματα· χρειάζεται νὰ ἔχεις καὶ κάποιο εὐχάριστο ἐργόχειρο. Μ’ αὐτὸ θὰ καταπιάνεσαι, ὅταν ἡ ψυχή σου εἶναι κουρασμένη, ὅταν δὲν ἔχεις τὴ δύναμη νὰ διαβάσεις ἢ νὰ προσευχηθεῖς. Ἄν, βέβαια, οἱ πνευματικές σου ἐνασχολήσεις πηγαίνουν καλά, τὸ ἐργόχειρο δὲν εἶναι ἀπαραίτητο. Ἐκπληρώνει μόνο τὴν ἀνάγκη ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου, ποὺ ἀλλιῶς θὰ σπαταλιόταν σὲ ἀπραξία. Καὶ ἡ ἀπραξία εἶναι πάντα ὀλέθρια, πολὺ περισσότερο ὅμως στὸν καιρὸ τῆς νηστείας.
Πῶς πρέπει νὰ προσεύχεται κανεὶς στὸ σπίτι; Σωστὰ σκέφθηκες ὅτι τὴ Σαρακοστὴ ὀφείλουμε νὰ προσθέτουμε κάτι στὸν συνηθισμένο κανόνα προσευχῆς. Νομίζω, ὡστόσο, πὼς ἀντὶ νὰ διαβάζεις περισσότερες προσευχὲς ἀπὸ τὸ Προσευχητάρι, εἶναι καλύτερο ν’ αὐξήσεις τὴ διάρκεια τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας σου μὲ τὸν Κύριο. Κάθε μέρα, πρὶν ἀρχίσεις καὶ ἀφοῦ τελειώσεις τὴν ὀρθρινὴ καὶ βραδυνή ἀκολουθία, νὰ ἀπευθύνεσαι μὲ δικά σου λόγια στὸν Κύριο, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν φύλακα ἄγγελό σου, εὐχαριστώντας τους γιὰ τὴν προστασία τους καὶ παρακαλώντας τους γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν σου ἀναγκῶν. Ζήτα τους νὰ σὲ βοηθήσουν, ὥστε, πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ γνωρίσεις τὸν ἑαυτό σου, νὰ ἀποκτήσεις αὐτογνωσία καί, ὅταν τὴν ἀποκτήσεις, νὰ σοῦ χαρίσουν ζῆλο καὶ δύναμη, ὥστε νὰ θεραπεύσεις τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς σου. Ζήτα τους, ἀκόμα, νὰ γεμίσουν τὴν καρδιά σου μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συντριβῆς. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πιὸ εὐάρεστη στὸν Θεὸ θυσία. Συνέχεια
Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ
Metr. Anthony Bloom
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.
Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.
Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” – αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.
Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.
Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5. 25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε. Συνέχεια
Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία πρὸς τὸ Πάσχα !
π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν
Ὅταν κάποιος ξεκινάει γιὰ ἕνα ταξίδι θὰ πρέπει νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι ποὺ προορισμός του εἶναι τὸ Πάσχα, ἡ Ἑορτὴ Ἑορτῶν». Εἶναι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν «πλήρωση τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἀποκάλυψη». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβουμε αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, γιατὶ αὐτὴ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή μας.
Ἄραγε εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή, πολὺ πέρα ἀπὸ μία ἐτήσια ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε; Ὁ καθένας πού, ἔστω καὶ μία μόνο φορά, ἔζησε αὐτὴ τὴ νύχτα «τὴ σωτήριο, τὴ φωταυγὴ καὶ λαμπροφόρο», ποὺ γεύτηκε ἐκείνη τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.
Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ χαρὰ; Γιατί ψέλνουμε στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία: «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια»; Μὲ ποιά ἔννοια ἐορτάζομεν», καθὼς ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὸ κάνουμε «θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν…;»
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἡ νέα ζωὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια «ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου», προσφέρθηκε σὲ μᾶς, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴ μέρα ποὺ βαφτιστήκαμε, τὴ μέρα δηλαδὴ ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).
Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν γεγονὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἀκόμη γίνεται σὲ μᾶς. Γιατὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔλαβε τὸ δῶρο αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ζήσει διὰ μέσου της. Εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ ριζικὰ ἀλλάζει τὴ διάθεσή μας ἀπέναντι σὲ κάθε κατάσταση αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἐπιβεβαιώνουμε θριαμβευτικὰ τό: «νικήθηκε ὁ θάνατος». Συνέχεια
Μεγάλη Σαρακοστή: «Ἕνας τρόπος ζωῆς»
π. Αλέξανδρος Σμέμαν,
Μὲ τὴν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μὲ τή νηστεία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ σὲ τακτὰ διαστήματα δέν ἑξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἢ μᾶλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτελεσματικὰ καὶ νά ἔχουν νόημα, πρέπει να ὑποστηρίζονται καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδὴ, ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ νά μὴν ὁδηγεῖ σὲ μία «διασπασμένη» ὕπαρξη.
Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μία τέτοια ὑποστήριξη μὲ τὸν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, μὲ τή νομοθεσία, μὲ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανονισμούς, μὲ ὅλα δηλαδὴ ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός. Κατὰ τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλοκλήρη ἡ κοινωνία ὑποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ῥυθμὸ ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἄτομα-μέλη τῆς κοινωνίας τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Στή Ῥωσία, λόγου χάρη, δέν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νά ξεχάσει τή Σαρακοστή γιατὶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν διαφορετικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο· τὰ θέατρα ἔκλειναν καί, σὲ παλιότερους καιρούς, τὰ δικαστήρια ἀνέβαλλαν τή λειτουργία τους. Φυσικὰ, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ μόνα τους, εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἦταν δυνατὸ νά ἀναγκάσουν τὸν ἀνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ἢ σὲ μία πιὸ ζωντανὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅμως δημιουργοῦσαν μία ὁρισμένη ἀτμόσφαιρα – ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, ὅπου ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γινόταν εὐκολότερη.
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικὲς ὑπενθυμίσεις, τὰ σύμβολα, τὰ σημάδια. Φυσικὰ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν αὐτοσκοπός, καὶ ἔτσι ἀντὶ νά εἶναι ἁπλά μία ὑπενθύμιση, νά γίνουν γιά τὴν κοινὴ ἀντίληψη τὸ μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο τὸν ἔχουμε ἐπισημάνει παραπάνω, ὅταν μιλήσαμε γιά τὶς ἐξωτερικὲς συνήθειες καὶ τὰ πανηγύρια πού ἀντικαθιστοῦν τή γνήσια προσωπική προσπάθεια. Ἂν ὅμως καταλάβουμε σωστὰ αὐτές τίς συνήθειες, τότε θὰ γίνουν ὁ «κρίκος» πού συνδέει τὴν πνευματικὴ προσπάθεια μὲ τή ζωή.
Δέν ζοῦμε σὲ μία ὀρθόδοξη κοινωνία [Ὁ συγγραφέας, Ῥῶσος στήν καταγωγή, ζεῖ σήμερα στήν Ἀμερικὴ] καὶ φυσικὰ δέν εἶναι δυνατὸ νά δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ «κλίμα» τῆς Σαρακοστῆς σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό. Εἴτε εἶναι Σαρακοστὴ εἴτε ὄχι, ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει, ποὺ ἀποτελοῦμε καὶ μεῖς δικὸ του ἀναπόσπαστο κομμάτι, δέν ἀλλάζει. Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μία νέα προσπάθεια νά σκεφτοῦμε τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στό «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό». Συνέχεια