Ἀδαμιαῖος θρῆνος
π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
α) Στὴν ὑμνολογία τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου κυριαρχεῖ ὁ «ἀδαμιαῖος θρῆνος», ἀφοῦ «τῇ αὐτῇ ἡμέρα ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ».
Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, γνώριζε στὸν Παράδεισο τὴ γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὸ ἁμάρτημά του, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρὰ καὶ ὀδυρόταν μὲ βαθεῖς στεναγμούς, ἀναφέρει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης.
β) Σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικοπατερικὴ παράδοση ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση μετεῖχε στὴ θεία δόξα. Ἦταν προικισμένος μὲ τὸ διορατικὸ καὶ προφητικὸ χάρισμα. Θεωροῦσε ὁλόκληρη τὴ δημιουργία προφητικά. Ὀνομάτιζε τὰ ὄντα σύμφωνα μὲ τὶς ἰδιότητές τους. Μετεῖχε τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἀπώλεσε μὲ τὴν παρακοή. Ἔτσι βρέθηκε γυμνὸς καὶ γνώρισε τὴν ἀσχημοσύνη του. Κυριεύτηκε ἀπὸ τὸν κολαστικὸ φόβο καὶ τὸ φρόνημά του ἔγινε γεῶδες καὶ πονηρό.
γ) Ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοὴ εἶχε προειδοποιήσει γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά. Ἡ προειδοποίηση μοιάζει μὲ εἶδος ἀπειλῆς, διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ συνεχίζει λέγοντας ὅτι οἱ προπάτορες εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ἀποφύγουν τὴν πτώση μὲ τρεῖς τρόπους. Ἢ ἀγαπώντας τὸν Θεὸ ἢ γνωρίζοντάς Τον ἢ φοβούμενοι τὴν παντοδυναμία του. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς νεκροποιοῦ συμβολῆς τοῦ διαβόλου, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ λήθη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τέλος ἡ ἀπώλεια τοῦ θείου φόβου ὁδήγησαν στὴν παρακοή. Συνέχεια
Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς
Ἦχ. πλ. β’
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.»
Ἑρμηνεία
Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”
“Κυριακή της Συγχωρήσεως”
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
Ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι γεμάτη ἀπὸ χάρη γιατί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλη τὴ γῆ, κάνει ἕνα μεγάλο ἀγώνα γιὰ πνευματικὴ ἀνανέωση. Πρέπει νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ καὶ μεῖς, ὡς ταπεινὰ μέλη τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μπαίνουμε μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία τῆς χάριτος πού βασιλεύει μέσα στὴν Ἐκκλησία Του. Μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτελέσουμε τὸ ἔργο τῆς ἀνακαινίσεώς μας, τῆς ἀναγεννήσεώς μας τῆς πνευματικῆς. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν»(1), λέει ὁ Κύριος. Χρειαζόμαστε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία εἶναι γεμάτη αὐτή ἡ περίοδος, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ ζήσει πάλι ἡ καρδιά μας, καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσέγγισή μας στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀνανέωση τῆς ζωῆς μας μὲ τὴν αἴσθηση τῆς Παρουσίας Του μέσα στὴν καρδιά μας, εἶναι γιὰ μᾶς τὸ Πάσχα τὸ αἰώνιο.
Γιὰ ὅλα τὰ μεγάλα ποὺ θέλει νὰ κάνει μαζί μας ὁ Κύριος, γιὰ ὅλη τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ θέλει νὰ μᾶς θεωρεῖ Γιούς Του, βάζει ἕναν ὅρο στὴ ζωή μας. Αὐτὸν τὸν ὅρο τὸν ἐπαναλαμβάνουμε κάθε μέρα ὅταν λέμε τὴν Κυριακὴ Προσευχή, τὸ Πάτερ ἡμῶν: «καὶ ἄφες ἠμὶν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Γιὰ νὰ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ μᾶς δώσει τὴ χάρη Του, ὥστε νὰ βροῦμε τὴ βαθιὰ καρδιά μας καὶ νὰ ἐργαστοῦμε τὴ σωτηρία μας, μᾶς βάζει μόνο ἕνα ὅρο. Σὰν νὰ εἴμαστε ἴσοι λέει: «ἂν ἐσεῖς συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους θὰ συγχωρήσω καὶ ἐγὼ ἐσᾶς». Τί μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει ὁ Θεός! Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός, ὁ Παντοκάτωρ, ὁ Δημιουργός μας καὶ Σωτήρας μας, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε ταπεινὰ καὶ πεπτωκότα πλάσματα, ξεπεσμένοι ἄνθρωποι.
Γιὰ ν’ ἀνοίξει ἡ καρδιά μας στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ συγχωρήσουμε τοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ μὴν ὑπάρχει στὴν καρδιὰ μας ψυχρότητα γιὰ κανένα ἄνθρωπο. Ὁπωσδήποτε ὅταν φταίξουμε σὲ κάποιον πρέπει νὰ ζητήσουμε συγχώρεση. Αὐτὸ τὸ κάνουν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλά ἀπὸ μᾶς ποὺ θέλουμε νὰ εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ζητάει κάτι παραπάνω. Ὅταν, λέει ὁ Κύριος, ἐρχόμαστε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριό Του, στὸ ναό Του, γιὰ νὰ προσφέρουμε δῶρα στὸν Θεό, πρέπει νὰ εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ ὅλους. Καὶ ἂν κάποιος ἔχει κάτι ἐναντίον μας, δηλαδὴ ἂν κάποιος ἔχει μία ἐχθρότητα καὶ μία ψυχρότητα, πρὶν νὰ προσφέρουμε τὸ δῶρο μας πρέπει νὰ προσπαθήσουμε τουλάχιστον νὰ συμφιλιωθοῦμε μαζί του. Ἀκόμα καὶ ὅταν κάποιος, γιὰ κάποιο λόγο ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε, ἔχει μία ψυχρότητα ἀπέναντί μας, ἕνα παράπονο, πρέπει νὰ προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε τρόπους νὰ τὸν ἀναπαύσουμε. Κάνοντας αὐτὸ ἴσως συγκινήσουμε τὸν ἀδελφό μας. Θὰ μαλακώσει καὶ ἐκείνου ἡ καρδιά, θ’ ἀνοίξει γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θ’ ἀρχίσει καὶ ἡ δική του πνευματικὴ ἀναγέννηση. Τότε γίνεται αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Νὰ γίνουμε συνεργοὶ Του σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες ἔργο τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ἐντολές, ὅπως γιὰ παράδειγμα: «ἂν κάποιος σὲ ἀγγαρέψει ἕνα μίλι, πήγαινε δύο μίλια μαζί του», καὶ «ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει τὸν χιτώνα δώστου καὶ τὸ ἱμάτιο»(2). Ἂν κάνουμε ἔτσι, οἱ ἄλλοι ὁπωσδήποτε θὰ συγκινηθοῦν καί, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ἀνήκουμε στὸν Χριστό, ὅτι εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ (δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι εἴμαστε δικοί Του, μέλη τῆς Σαρκός Του), θὰ ζητήσουν καὶ αὐτοὶ νὰ γνωρίσουν ἕναν τόσο ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ πού μέσα στοὺς δούλους Τοῦ δείχνει τέτοια ἀρετή, τέτοια ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Συνέχεια
Περὶ μετανοίας καὶ περὶ ἐξορίας τοῦ Ἀδὰμ
Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «… πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστίν… Ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…». Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλιν ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τόν ἁγιασμόν, οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τόν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνωμε καὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μικρά, νὰ φθάσωμε προοδευτικῶς στὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν καθαρότητα, καὶ διότι ἀκόμη καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσωμε στὴν ζωὴν αὐτήν, οὐδέποτε θὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὰ ἀποκτήσωμε αὐτὰ σὲ τέλειον βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινῶς, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα συνεχῶς.
Αὐτὸ ἐφανέρωσε πάλιν ὁ ἴδιος λέγοντας, «Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὧ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τόν βόρβορο τῶν ἡδονῶν τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλην τὴν περιουσία του τὴν διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλην τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ πολυτέλειαν οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους φίλους του καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε πτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ζωήν του. Συνέχεια
Ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ
Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη
Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ.
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του.
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη.
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε:
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό».
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ:
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα:
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ:
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Συνέχεια
Ἡ ἀληθινὴ συγχώρησις
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Τὰ ἑξῆς παραγγέλνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους: «κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἂς μὴ διατηρεῖ στὴν καρδιά του κακία γιὰ τὸν ἀδελφό του» (Ζαχ. ζ´ 10) καὶ «κανεὶς ἂς μὴν συλλογίζεται τὴν κακία τοῦ ἄλλου» (Ζαχ. η´ 17). Δὲν λέει μόνο, συγχώρεσε τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ μὴν τὸ ἔχεις οὔτε στὴ σκέψη σου, μὴ τὸ συλλογίζεσαι, ἄφησε ὅλη τὴν ὀργή, ἐξαφάνισε τὴν πληγή.
Νομίζεις, βεβαίως, ὅτι μὲ τὴν ἐκδικητικότητα τιμωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔβλαψε. Γιατὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος σὰν ἄλλο δήμιο ἐγκατέστησες μέσα σου τὸ θυμὸ καὶ καταξεσκίζεις τὰ ἴδια σου τὰ σπλάχνα.Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις. Γιατὶ, ἐὰν θελήσεις, ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του εἴτε μὲ τὰ λόγια σου, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου, ἢ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ᾿ αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο.
Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐσὺ θέλεις. Σὲ σένα ἔδωσε μόνο τὴν ἐντολὴ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λύπησε.
Ἐμάλωσες μὲ κάποιον καὶ κρατᾶς μέσα σου κακία; Μὴν προσέλθεις στὴ Θεία Κοινωνία! Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρῶτα καὶ τότε νὰ ἔλθεις νὰ ἐγγίσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια! Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώσει μὲ τὸν Πατέρα, δὲν ἀρνήθηκε οὔτε νὰ σφαγιασθεῖ, οὔτε τὸ αἷμα Του νὰ χύσει. Καὶ σύ, γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, οὔτε μία λέξη δὲν καταδέχεσαι νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸ στόμα σου; Καὶ διστάζεις νὰ τρέξεις πρῶτος; Ἄκουσε τί λέει γιὰ ὅσους κρατοῦν τὴ στάση αὐτή: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου» (Ματθ. ε´ 23-24). Συνέχεια
Λόγος στον Ἐσπερινὸ τῆς συγχωρήσεως
Ἁγίου Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας
Πρέπει, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, νὰ ἔχουμε χαραγμένο στὴν καρδιά μας καὶ νά θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. » (Μτ. 6, 14-15).
Εἶναι πολὺ φοβερὰ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἂν δέν συγχωροῦμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας, τότε καὶ ὁ Χριστός, στή Φοβερὰ του Κρίση, θὰ μᾶς βάλει στά ἀριστερά του δέν θὰ μᾶς συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μας· διότι καὶ ἐμεῖς δέν ἀφήναμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας. Βλέπετε, γιατί, πραγματικὰ, εἶναι φρικτὸ πράγμα νά μὴν συγχωροῦμε τοὺς ἀνθρώπους.
Στούς βίους τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἀρκετὰ παραδείγματα ἀνθρώπων πού τιμωρήθηκαν ἐπειδὴ δέν ἤθελαν νά συγχωρήσουν. Ὁ ἱερομόναχος Τίτος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του ὅλη ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὑπάρχει παλιὰ ἔχθρα μεταξὺ τοῦ Τίτου καὶ τοῦ ἱεροδιακόνου Εὐάγριου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔφεραν τὸν Εὐάγριο νά συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Τίτο πρὶν αὐτός ἀποθάνει.
Ὁ μακάριος αὐτὸς, ὁ Τίτος σηκώθηκε στό κρεβάτι του, ἔσκυψε μπροστὰ στόν Εὐάγριο τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Ἀλλὰ ὁ σκληρόκαρδος Εὐάγριος τοῦ ἀπάντησε μὲ ἕναν τρομερὸ λόγο: «Δέν θὰ σὲ συγχωρήσω οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ οὔτε στή μέλλουσα». Μόλις τὸ εἶπε αὐτὸ ἔπεσε νεκρός, καὶ ὁ μακάριος Τίτος σηκώθηκε ὑγιὴς ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Διηγήθηκε, τότε, στούς ἀδελφοὺς ὅτι εἶδε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Οἱ δαίμονες ἤθελαν νά πάρουν τὴν ψυχὴ του, διότι εἶχε ἔχθρα μὲ τὸν Εὐάγριο, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι ἔκλαιγαν γι’ αὐτόν. Μόλις ὅμως ὁ Εὐάγριος εἶπε τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο, ἕνας ἄγγελος μὲ τὸ φλογισμένο δόρυ του χτύπησε τὸν Εὐάγριο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως ἔπεσε νεκρός. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πῆρε τὸ χέρι τοῦ Τίτου, τὸν θεράπευσε καὶ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του.
Γνωρίζουμε καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὸ βίο τοῦ μάρτυρα Νικηφόρου. Ὕπῆρχε ἔχθρα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Σαπρικίου, μὲ τὸν ὁποῖον κάποτε ἦταν πολὺ καλοί φίλοι. Ὅμως, ὅπως συχνὰ συμβαίνει, ὁ διάβολος μὲ τίς πανουργίες του κατέστρεψε αὐτὴ τή φιλία. Ἦταν καιρὸς πού γινόταν σφοδρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ μαρτύριο. Ὅταν πῆγαν νά τὸν ἐκτελέσουν ὁ Νικηφόρος τὸν ἀκολουθοῦσε, ἔπεφτε μπροστὰ του καὶ τὸν ἱκέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρησέ με». Ὁ Σαπρίκιος ὅμως δέν ἤθελε νά τὸν συγχωρήσει.
Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Σαπρίκιος ξαφνικὰ εἶπε: «Μὴν μὲ ἀποκεφαλίζετε. Ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό». Ἔτσι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ του καὶ χάθηκε ἡ ψυχὴ του. Τὴν θέση του πῆρε ὁ Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ τσεκούρι τοῦ δημίου, μαρτύρησε καὶ δοξάστηκε στούς Οὐρανούς. Τρομερό, πραγματικὰ, τρομερὸ γεγονός. Καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νά ταράξει αὐτοὺς πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὸν πλησίον τους.
Θυμηθεῖτε τὸν Κύριο πού συγχωροῦσε ὅλους: συγχώρησε τὸν ληστὴ πάνω στό Σταυρό, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, ποὺ ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ της. Ἂς θυμηθοῦν αὐτοί πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὴν παραβολὴ τοῦ κακοῦ δούλου πού ὁ βασιλιὰς τοῦ χάρισε τὸ πολὺ μεγάλο χρέος του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν βασιλιά, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του πού τοῦ ὄφειλε ἕνα μικρὸ ποσό. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔσφιγγε νά τὸν πνίξει, λέγοντάς του: «Ξόφλησέ μου τὸ χρέος». Συνέχεια
Ἰδιόμελον Α΄Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς
Ἤχος Δ΄
Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας, ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους, καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, ὅπως διαπλεύσαντες τὸ τῆς Νηστείας μέγα πέλαγος, εἰς τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν καταντήσωμεν, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σώζοντος τὰς ψυχάς ἡμῶν.
Ἑρμηνευτική Ἀπόδοση
Ἔλαμψε ἡ Χάρη Σου Κύριε, ἔλαμψε (ἡ Χάρη Σου) τό φῶς ἐκεῖνο, πού καταυγάζει τίς ψυχές μας. Νά, τώρα δά εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός, τώρα εἶναι ἡ ὥρα γιά μετάνοια. Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν τά σκοτεινά τῆς ἁμαρτίας ἔργαι ἄς ζωστοῦμε τά ὅπλα τοῦ (Εὐαγγελικοῦ) φωτός. Ἔτσι, ἀφοῦ διαπλεύσουμε τό ἀπέραντο πέλαγος τῆς (τεσσαρακονθήμερης) νηστείας, νά φτάσουμε (νά γιορτάσουμε) τήν τριήμερη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μόνου Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε
Ἁγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ὁδηγήσει στήν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μέ ἔχουν προσδέσει στή γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν λύσει ἀπό τή γῆ καί ἔχουν συντρίψει ὅλες τίς φιλοδοξίες μου στόν κόσμο.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ἀποξενώσει ἀπό τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καί μέ ἔκαναν ξένο καί ἀπισυσχετισμένον ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει πιό ἀσφαλές καταφύγιο ἀπό ἕνα ἄλλο πού ζῆ στήν ἡσυχία, ἔτσι κι ἐγώ. Καταδιωγμένος ἀπό τούς ἐχθρούς, ἔχω ἀνακαλύψει τό ἀσφαλέστερο καταφύγιο καί προφυλάσσομαι κάτω ἀπό «τή σκιά τῶν πτερύγων Σου», ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροί μποροῦν νά ἀπωλέσουν τήν ψυχήν μου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμα καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Αὐτοί μᾶλλον, παρά ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοί μαστίγωναν κάθε φορά πού ἐγώ δίσταζα νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου. Μέ βασάνιζαν, κάθε φορά πού ἐγώ προσπαθοῦσα νά ἀποφύγω τά βάσανα. Αὐτοί μέ ἐπέπληταν, κάθε φορά πού ἐγώ κολάκευα τόν ἑαυτόν μου. Αὐτοί μέ κτυποῦσαν κάθε φορά πού ἐγώ εἶχα παραφουσκώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε. ‘Ακόμη καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου δυνατό, αὐτοί μέ περιγέλασαν σάν νά εἴμουνα νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω ἄλλους, οἱ ἐχθροί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού ἔσπευδα νά πλουτίσω, αὐτοί μέ ἐμπόδισαν μέ σιδερένια χέρια. Κάθε φορά πού εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν πιά εἰρηνικά, αὐτοί ἄγρια μέ ξύπνησαν. Κάθε φορά πού προσπάθησα νά κτίσω ἑνα σπίτι γιά νά ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλά καί εἰρηνικά, αὐτοί τό κατεδάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω.
Στ’ ἀλήθεια, Κύριε, οἱ ἐχθροί μου μέ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπό τόν κόσμο καί ἅπλωσαν τά χέρια μου στό κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Εὐλογησέ τους καί πλήθυνέ τους!
Πλήθυνέ τους καί κάνε τους ἀκόμα πιό σκληρούς ἐναντίον μου!
Ὥστε ἡ καταφυγή μου σέ Σένα νά μήν ἔχει ἐπιστροφή. Νά διαλυθεῖ ἡ κάθε ἐλπίδα μου στούς ἀνθρώπους σάν ἱστός ἀράχνης. Ν’ ἀρχίσει ἀπόλυτη γαλήνη νά βασιλεύει στήν ψυχή μου. Νά γίνει ἡ καρδιά μου τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων ἀδελφῶν μου: τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας. Νά μπορέσω νά ἀποθηκεύσω ὅλους τούς θησαυρούς μου «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νά μπορέσω γιά πάντα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μέ περιέπλεξε στό θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροί μέ δίδαξαν νά μάθω αὐτό πού δύσκολα μαθαίνει κανείς, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐχθρούς στόν κόσμο, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του!…
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιά μένα νά πῶ ποιός μοῦ ἔκανε περισσότερο καλό καί ποιός περισσότερο κακό: Οἱ ἐχθροί ἤ οἱ φίλοι μου;
Γι’ αὐτό, εὐλόγησε Κύριε, καί τούς φίλους μου καί τούς ἐχθρούς μου…
῾Η ἐλευθερία τῆς συγνώμης
ARCH. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Καθώς προχωροῦμε ὅλο καί βαθύτερα στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μποροῦμε, μέ ὁλοένα αὐξανόμενη εὐγνωμοσύνη καί χαρά (μιά χαρά εἰρηνική καί θριαμβική μαζί) νά ἐπαναλάβουμε τά λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ· «Ζήσεται ἡ ψυχή μου καί αἰνέσει σε» (Ψαλμ. 118, 175)14.
Τήν πρώτη ἑβδομάδα εἴδαμε νά ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ὑποσχέσεις περί σωτηρίας πού δίδονται στήν Παλαιά Διαθήκη· ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ σωτηρία ἦρθε, ἔχουμε κάθε δυνατότητα νά ἐλπίζουμε. Κατόπιν, τή δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἴχαμε τήν περίλαμπρη διακήρυξη ὅλων τῶν ῾Αγίων τῆς Χριστιανοσύνης, ὅτι ὄχι μόνον ἦρθε καί κατοίκησε ἀνάμεσά μας ὁ Θεός, ἀλλά καί ἐξέχυσε πάνω μας, πάνω στήν ᾿Εκκλησία καί σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού εἶναι ἕτοιμη νά Τόν δεχθεῖ, τήν παρουσία, τό μεταμορφωτικό δῶρο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μᾶς κάνει σταδιακά νά μετέχουμε ὅλο καί βαθύτερα στόν Ζώντα Θεό, μέχρις ὅτου μιά μέρα γίνουμε κοινωνοί τῆς θείας Αὐτοῦ φύσεως.
Καί σήμερα, καθώς θά ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε νά συγχωρηθοῦμε, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀκυρωθεῖ τό κακό, τό ἑπόμενο βῆμα μας, ἀτενίζοντας τόν Τίμιο Σταυρό, θά μᾶς φέρει βαθύτερα στήν εὐγνωμοσύνη, βαθύτερα στή χαρά, βαθύτερα στή βεβαιότητα.
῾Υπάρχει μία περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου στήν ὁποία διαβάζουμε ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος μίλησε γιά τή σωτηρία καί τίς προϋποθέσεις της, ὁ Πέτρος Τοῦ εἶπε· «Καί τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;». Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε· «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ». ῏Ηρθε ὁ ῎Ιδιος, κατοίκησε στό ἀνθρώπινο πρόσωπό Του τό πλήρωμα τῆς θεότητας, καί ἔχει τή δύναμη νά συγχωρήσει, διότι μόνο τό θύμα μπορεῖ νά συγχωρήσει αὐτούς πού ἔφεραν τό κακό, τόν πόνο, τή δυστυχία καί τόν θάνατο στή ζωή του· κι Αὐτός ὑπῆρξε τό θύμα ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ, ὅλης τῆς σκληρότητας καί τῆς καταστροφικότητας τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Καί ὁ Χριστός ὄχι μόνον συγχωρεῖ τούς φονεῖς Του, ἀλλά λέει, «Πατέρα μου, συγχώρησέ τους, διότι δέν γνωρίζουν τί κάνουν». Προχωρεῖ ἀκόμη πιό πέρα, διότι εἶχε πεῖ πώς «῞Ο,τι κάνετε στούς ἐλάχιστους ἀδελφούς καί ἀδελφές μου, τό ἔχετε κάνει σ’ ἐμένα τόν ἴδιον»· ὄχι μόνο τό καλό ἀλλά καί τό κακό. Μέσα στή συμπάθειά Του καί τήν ἀλληλεγγύη Του πρός ἐμᾶς, ταυτίζεται μέ καθέναν πού ὑποφέρει· ὁ θάνατος, ὁ πόνος, ἡ ἀγωνία καθενός ἀπό μᾶς εἶναι καί δικά Του. ῞Οταν λοιπόν προσεύχεται μέ τά λόγια αὐτά, ἡ προσευχή Του δέν ἀναφέρεται μόνο στό δικό Του ὄνομα, ἀλλά στό ὄνομα ὅλων ἐκείνων πού γνώρισαν τό κακό ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας.
Δέν συγχωρεῖ ὅμως μόνον ὁ Χριστός· καθένας πού ὑπέφερε, σωματικά, ψυχικά ἤ πνευματικά, καλεῖται νά χαρίσει τήν ἐλευθερία σ’ ἐκείνους πού τόν ἔκαναν νά πονέσει.
Τώρα λοιπόν καταλαβαίνουμε γιατί ὁ Κύριος εἶπε, «Νά συγχωρεῖτε γιά νά συγχωρηθεῖτε». ᾿Επειδή τό θύμα καί ὁ θύτης εἶναι δεμένοι μέ τά δεσμά τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀμοιβαίας εὐθύνης. Μόνο τό θύμα μπορεῖ νά πεῖ, «Κύριε, συγχώρησέ τον, συγχώρησέ την», καί μόνον τότε ᾿Εκεῖνος μπορεῖ νά πεῖ «τόν συγχωρῶ».
Καταλαβαίνετε ὅμως τί εὐθύνη ἐναποθέτει στούς ὤμους τοῦ καθενός μας ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων; ᾿Αλλά καί τό βάθος, τό μεγαλειῶδες βάθος τῆς ἐλπίδας πού ἀνοίγεται γιά μᾶς, ὅταν σηκώνουμε τό βλέμμα στόν Σταυρό καί βλέπουμε ὅτι σέ ἀλληλεγγύη μέ τό ἀνθρώπινο γένος, ὁ Χριστός παίρνει ἐπάνω Του ὅλο τόν πόνο τοῦ κόσμου, καί ἀποδεχόμενος νά πεθάνει ἕναν ἀπίστευτα σκληρό θάνατο, λέει στό ὄνομα ὅλων ὅσοι ὑποφέρουν, «Ναί, ἐμεῖς τούς συγχωροῦμε»!
Αὐτό εἶναι ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τήν ἐλευθερία, ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τή στιγμή πού θά ἔρθουμε πρόσωπο πρός πρόσωπο μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού ἀγκαλιάζει καί ἐμᾶς, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί προσφέρει σέ ὅλους τήν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Συνέχεια
Ἡ ἀνάγκη τῆς συγγνώμης καί ἀνανεώσεως μέσα στήν Ἐκκλησία
π. Δημήτριος Στανιλοάε
Ὁ Κύριός μας συνέδεσε ἀναπόσπαστα τή συγχώρεση μας ἀπό τόν Θεό μέ τή συγχώρεση πού ὀφείλουμε νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους, πού μᾶς ἔβλαψαν. (Κυριακή προσευχή, Ματθ. στ’ , 12 καί ἡ παραβολή τῶν δύο ὀφειλετῶν, Ματθ. κη’, 21-35).
Στήν πραγματικότητα καί στίς περισσότερες περιπτώσεις τά ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ζητᾶμε τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἀδικίες πού κάναμε στούς ἄλλους. Ἑπομένως, ὀφείλουμε νά ζητᾶμε συγχώρεση ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά κι ἀπό κείνους πού πληγώθηκαν ἀπ᾽ αὐτά τά ἁμαρτήματα: ἀλλοιῶς ὁ Θεός δέν μᾶς συγχωρεῖ (Ματθ. ε’, 23-26). Πίσω ἀπό τούς ἀνθρώπους στούς ὁποίους κάναμε κακό, βρίσκουμε τόν Θεό κι ὅταν ἁμαρτήσουμε στόν Θεό, πάντοτε πίσω Του βλέπουμε τούς ἀνθρώπους.
Περιφρονώντας τόν Θεό, θραύουμε ἕνα ἠθικό ἐλατήριο στούς ἄλλους, δίνοντάς τους ἕνα κακό παράδειγμα. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν συμπεριφέρεται μέ λεπτότητα πρός τόν Θεό, δέν τήν ἔχει οὔτε πρός τούς ἀνθρώπους καί συμβάλλει στό νά μεγαλώνη ἡ ἀναισθησία τους ἀπέναντι στόν Θεό.
Ἐπίσης ὁ Θεός θέτει ὑπό ὅρους τή συγχώρεση πού δίνει γιά τά ἁμαρτήματα πρός τό πρόσωπό Του, ἀνάλογα μέ τό ἄν ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό τούς ὁμοίους μας.
Ἀλλά, ἄν γιά νά πάρουμε τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ἀνάγκη τή συγχώρηση τῶν ἄλλων κι ἐκεῖνοι ἔχουν ἀνάγκη τή δική μας συγγνώμη, γιά νά συγχωρεθοῦν ἀπό τόν Θεό.
Ἄρα γιά νά πάρουμε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό, πρέπει συνάμα νά συγχωρέσουμε καί τούς ἄλλους πού μᾶς πρόσβαλαν καί νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό κείνους πού ἀδικήσαμε. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο, εἶναι πολύ δύσκολα. Μᾶς εἶναι εὐκολώτερο νά ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, γιατί κατά κάποιο τρόπο μᾶς τό ἐπιβάλλει τό μεγαλεῖο του καί χωρίς θεωρητική δυσκολία ἀναγνωρίζουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπ᾽ Αὐτόν ‒ δέν μιλῶ γιά τούς ἄπιστους, ἀλλά γιά τούς πιστούς. Ἀντίθετα, εἶναι πολύ δύσκολο, ἀκόμα καί γιά τούς πιστούς, νά ἀποφύγουμε νά περιφρονήσουμε τούς ἀνθρώπους πού δέν μᾶς ἐπιβάλλονται μέ τό ὁρατό μεγαλεῖο τους.
Ἀκόμη, ἀνάμεσα στή συγχώρεση πού ὀφείλουμε νά δώσουμε στούς ἄλλους καί στήν ἀνάγκη νά ζητήσουμε συγχώρεση, ἡ δεύτερη στάση εἶναι ἡ δυσκολώτερη. Ὅταν μᾶς ζητᾶνε συγνώμη, οἱ ἄλλοι φαίνονται νά μπαίνουν σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο κατώτερο κι αὐτό ἀγγίζει τήν καρδιά μας, γιατί κολακεύει τήν ὑπερηφάνειά μας. Ὅταν ζητᾶμε συγγνώμη γιά τούς ἑαυτούς μας, ὑπονοεῖται ὅτι κατεβαίνουμε ἀπό τό βάθρο τῆς φαινομενικῆς μας ἀνωτερότητας ὅτι ἀναγνωρίζουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τούς ἄλλους.
Ἡ ἴδια ἀλαζονεία κρύβεται κάτω ἀπό τήν ἄρνησή μας νά συγχωρέσουμε καί τή δυσκολία μας νά ζητήσουμε συγγνώμη. Ἀλλά ὅταν συγχωροῦμε, δέν ἀρνούμεθα ἀναγκαστικά ὅλη τήν ὑπερηφάνειά μας, ἐνῶ ἄν προχωρήσουμε παραπέρα, ἄν ζητήσουμε συγγνώμη, ἔχουμε καταρρίψει τό τελευταῖο ὑπόλοιπο τῆς ὑπερηφάνειάς μας. Μόνο σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση ἡ καρδιά μας κινεῖται μέ εἰλικρίνεια καί καθαρότητα, χωρίς κανένα ἀμφίβολο κίνητρο.
Ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρήσεως ἤ τῆς αἰτήσεως γιά συγγνώμη, κρατάει σκληρή τήν ψυχή. Τό κακό πού μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος, ὅταν διατηρῆται μέσα στή συνείδησή μας, εἶναι μιά ἀκαθαρσία, πού παραμένει μέσα μας, μᾶς δηλητηριάζει συνέχεια κι ἐξαπλώνει τήν ἀηδιαστική ὀσμή της σ᾽ ὅλο τό εἶναι μας. Οἱ ἀναλαμπές ἤ τό σκοτάδι αὐτοῦ τοῦ δηλητηρίου, ἐνοχλοῦν τά μάτια μας καί δέν μποροῦμε ν᾽ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὁ ἄλλος δέν μπορεῖ ν᾽ ἀγαπήση ἐμᾶς. Συνέχεια
Κυριακή τῆς Τυρινῆς-Στιχηρόν Κατανυκτικόν
Ἦχος β΄
Τόν τῆς νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγῶνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες·ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν· νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι.
Ἑρμηνευτική ἀπόδοση
Ἄς ἀρχίσουμε τήν περίοδο τῆς νηστείας μέ χαρά, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες· ἄς ἁγνίσουμε τήν ψυχή, ἄς καθαρίσουμε τό σῶμα· καί ὅπως ἀκριβῶς νηστεύουμε ἀπό τίς τροφές, ἄς διώξουμε ἀπό μέσα μας καί ὅλα τά πάθη, ζώντας μέσα στήν τρυφή τῶν ἀρετῶν, τρυφή τήν ὁποία χαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα· τρέφοντας ἔτσι μέσα μας αὐτό τόν πόθο τῶν ἀρετῶν, ἄς δώσει ὁ Θεός ν’ ἀξιωθοῦμε ὅλοι, νά φθάσουμε στήν ἅγια ἡμέρα τοῦ πάνσεπτου Πάθους τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας, καί νά ἑρτάσουμε τό Ἅγιο Πάσχα, γεμᾶτοι πνευματική χαρά καί εὐφροσύνη.