Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Γνώση καί Μαρτυρία

Φυσικό καί γνωμικό θέλημα

Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος

imagesCAEYTFPHὉ Κύριος καί Θεός, ὁ Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μεταξύ τῶν σωτηριωδῶν ἀληθειῶν, τίς ὁποῖες ἐδίδαξε, εἶπε:

«Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται».[1] Ὁ ἄνθρωπος, χωρισμένος, θεληματικά, ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, θεωρεῖ, ὡς θησαυρό του, αὐτό πού τοῦ ὑπαγορεύει τό φυσικό του θέλημα, μέ τό ὁποῖο σχηματίζει ἕνα ὑποκειμενικό «εἴδωλο θησαυροῦ», βιαστικά καί ἀμελέτητα, χωρίς σύνεση καί περίσκεψη,

Στή συνέχεια τῶν βιωμάτων του, προσκολλάει τήν καρδιά του σέ αὐτό τόν εἰδωλικό θησαυρό καί, κατά συνέπεια, ἡ καρδιά του λειτουργεῖ, εἰδωλολατρικά. Κάθε εἴδωλο, δημιουργεῖται εἴτε μέ πρωτοβουλία τοῦ φυσικοῦ εἴτε μέ πρωτοβουλία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος.

Ἡ ὑπόσταση καί λειτουργία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ὅμως, ἕπεται τοῦ φρονήματος, τῆς γνώμης, πού σχηματίζεται καί εἶναι συνισταμένη τοῦ ὅλου πλαισίου τῶν παραγόντων καί τῶν συντελεστῶν πού δίνουν τήν ὀντότητα καί τήν λειτουργική ποιότητα στό κάθε πρόσωπο.

Ὁ Μέγας τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος, ὁ ἅγιος Παῦλος, στήν ἐπιστολή του πρός Ρωμαίους διδάσκει τά ἑξῆς βαρυσήμαντα: «καί μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον».

Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Παύλου, εἶναι καί χαρισματική καί ἐμπειρική. Ἔχει πλήρη συνείδηση, σφαιρική ἀντίληψη, καί γιά τό φυσικό καί γιά τό γνωμικό θέλημα κάθε ἀνθρώπου. Γνωρίζει πολύ καλά ὅτι δέν εἴμαστε τέλειοι, ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦμε τήν τελειότητα, καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀβούλητης ἀτέλειάς μας, δέν πρέπει νά θεωροῦμε τό γνωμικό μας θέλημα τέλειο, παγιωμένο καί στάσιμο, ἀλλά πάντοτε εὑρισκόμενο σέ κατάσταση συνεχοῦς ἀναμόρφωσης, ἡ ἐπιτυχία τῆς ὁποίας , ἐν πολλοῖς, ἐξαρτᾶται ἀπό τό ρυθμό λειτουργίας τῆς ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς ἐλευθερίας μας, ὡς ἀπαραίτητης προϋπόθεσης κατανόησης καί ἀποδοχῆς τοῦ θελήματος καί τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, πρίν ἀπό τήν ἄμεση κλήση του ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό, ἦταν φανατικά «συσχηματισμένος» μέ τό θρησκευτικό καί κοινωνικό του περιβάλλον καί, κατά συνέπεια, τό γνωμικό του θέλημα τόν ὁδηγοῦσε νά ἐγκληματεῖ κατά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Χριστιανῶν.

Δέν πρέπει νά διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὅτι αὐτό τό ἐγκληματικό γνωμικό θέλημά του, τό ἐπικύρωναν οἱ κοινωνικοί καί θρησκευτικοί παράγοντες τοῦ τότε «αἰῶνος». Ἐθεωρεῖτο ἄψογος ἐνῶ λειτουργοῦσε τήν ὑπαρξή του ἐγκληματικά! Σέ μιά ὅμοια κατάσταση, στίς μέρες μας καί κατά ἕνα μεγάλο ποσοστό τοῦ συνόλου πληθυσμοῦ τῆς Χώρας μας, βρίσκονται καί οἱ βαπτισμένοι στήν ἱερά Κολλυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας Χριστιανοί, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ἔχουν συσχηματιστεῖ τῷ αἰῶνι τούτῳ. Τό γνωμικό τους θέλημα, εἶναι ἀντίθετο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί βρίσκεται συσχηματισμένο μέ τά φρονήματα τῆς σύγχρονης ούμανιστικῆς καί ἡδονολατρικῆς κοινωνίας, τῆς παραπαιούσης μεταξύ ἀμοραλισμοῦ καί ἐγκληματικῆς διαστροφῆς.

 

Σημειώσεις

[1] Λουκ. 12, 34 καί Ματθ. 6, 21

Ἡ χαρὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη

Γεωργίου Π. Πατρώνου

25-9-300x224Ἡ βασικὴ αὐτὴ ἔννοια, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τελικὰ ὁ μεγάλος «δοτὴρ» καὶ χορηγός τῆς χαρᾶς στὸν ἄνθρωπο, βρίσκεται ἰδιαίτερα ἀναπτυγμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ μάλιστα σχετίζεται ἄμεσα ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ λατρεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ (Δευτ. 16, 14· Ψαλμ. 100, 2). Ἡ σύνδεση αὐτὴ τῆς χαρᾶς μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κάνει τὴ χαρὰ νὰ μὴ θεωρεῖται σὰν ἕνα ἁπλὸ ἐσωτερικὸ αἴσθημα ἀλλὰ σὰν ἕνα καθολικὸ γεγονὸς ποὺ δείχνει τὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν προσωπική του ἱστορία.

Οἱ σωτηριολογικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κύρια πηγὴ χαρᾶς γιὰ τὸν πιστὸ ἄνθρωπο. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς «κατασκηνώνει» μεταξὺ τῶν πιστῶν Του καὶ γίνεται «ἀσπίδα» τῶν δικαίων, φέρνει ἀσφαλῶς μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα εὐφροσύνη καὶ χαρὰ (Ψαλμ. 5, 11—12). Ὁ ψαλμωδὸς θὰ ἐκφράσει ἔντονα αὐτὴ τὴ σωτηριολογικὴ αἴσθηση καὶ ἐμπειρία· «… διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσια σου· εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (Ψαλμ. 9, 2-3) καὶ «προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ. Διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσα μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ἅδην» (Ψαλμ. 15, 8-10).

Ἔτσι βλέπουμε, ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἐμπειρία ἡ σωτηριολογικὴ καὶ ἡ ἔκφραση τῆς χαρᾶς εἶναι στενὰ συνδεδεμένα. Δείχνουν τὴ διάθεση τοῦ πιστοῦ καὶ δίκαιου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα του στὸ Θεό, εὐφραίνεται καὶ χαίρεται γιὰ τὶς σωτήριες ἐπεμβάσεις Του.

Αὐτὴ ὅμως ἡ αἴσθηση τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περισσότερο σὲ μία ἱστορικὴ καὶ κοινωνικὴ ἔννοια παρὰ πνευματικὴ καὶ ἐσωτερική, ὅπως τὴν κατανοοῦμε σήμερα ἐμεῖς. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Π. Διαθήκη εἶναι συνεπὴς στὴν ἱστορικὴ καὶ κοινωνική της προοπτική. Οἱ συγκεκριμένες ἱστορικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι πράγματι οἱ κύριες ἀφορμὲς τῆς χαρᾶς. Στὴν ἱστορικὴ μνήμη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ κυριαρχοῦν οἱ θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Γιαχβέ, καθόλο τὸ μῆκος τῆς ἱστορικῆς του πορείας ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς μεγάλης ἐξόδου του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἑξῆς. Ὅλα αὐτὰ δὲ τὰ γεγονότα ἔχουν γίνει πλέον στὴ ζωὴ τοῦ Ἰσραὴλ ἱερὲς τελετουργίες, ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις καὶ ἐκφράζουν τὴ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη τοῦ λαοῦ γιὰ τὶς σωτήριες ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, τῆς Σκηνοπηγίας, τῶν Νουμηνιῶν καὶ τοῦ Ἐξιλασμοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀποκορύφωση αὐτῆς τῆς χαρᾶς ποὺ ζεῖ ὁ λαὸς καὶ τὴν ἐκφράζει στὴν ἱστορία του μὲ λατρευτικὲς καὶ τελετουργικὲς πράξεις. Ἡ χαρὰ ποὺ ἐκφράζεται μέσα στὴ λατρεία δείχνει ἀσφαλῶς πολὺ ἔντονα τὴν ἰδιαίτερη θρησκευτικὴ σημασία της ποὺ ἔχει μέσα στὴν Π. Διαθήκη.

Συνέχεια

Ἡσυχαστικὴ Θεολογία

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

[1]Ὁ Ἡσυχασμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἐποχικὸ ἢ περιθωριακὸ φαινόμενο τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνιστᾶ κεντρικὸ ἄξονα τῆς μοναχικῆς παραδόσεώς της καὶ σφραγίζει διαχρονικὰ τὸ χαρακτήρα τῆς πνευματικῆς της ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς ἡσυχίας συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα καὶ ταραχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐπιστροφή του πρὸς τὸ Θεό.

Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι πλαδαρότητα ἢ ἀκινησία, ἀλλὰ ἀφύπνιση καὶ ἔντονη ἐνεργοποίηση στὸ ἐπίπεδό της πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι μία ἐσωτερικὴ ἀνασύνταξη καὶ ἐπανατοποθέτηση, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν περισυλλογή, τὴν αὐτοσυγκέντρωση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό, Καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴ φυγὴ στὴν ἔρημο, δὲν ἐκφράζει ἀποστροφὴ πρὸς τὸν κόσμο, ἀλλὰ προσήλωση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡσυχαστὴς ἀπομονώνεται στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χωρέσει μέσα τοῦ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ ἡσυχαστικὴ ὅμως ζωὴ μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ μέσα στὶς πόλεις, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κωνσταντῖνος ζοῦσε ἡσυχαστικὴ ζωὴ μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς συγκλητικὸς καὶ μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσήλωση στὸν κόσμο καὶ ἡ πλήρης ἀναφορὰ στὸ Θεό.

Προσήλωση

Κεντρικὴ θέση στὸν ἡσυχασμὸ ἔχει ἡ νοερὰ ἢ καρδιακὴ προσευχή, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐ¬λέησον μέ». Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τὴ συντομία τῆς βοηθάει στὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ στὴν ἀπερίσπαστη προσήλωση στὸ Θεό, Μὲ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψή της καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσευχὴ μεταφέρεται σταδιακὰ ἀπὸ τὰ χείλη στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Συνέχεια

Οἱ ἔννοιες τοῦ θεσμοῦ καὶ τοῦ χαρίσματος

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

22Οἱ ἔννοιες τοῦ θεσμοῦ καὶ τοῦ χαρίσματος διαφέρουν σημαντικὰ μεταξύ τους. Ὁ θεσμὸς γεννιέται πάντοτε μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Ὑπόκειται σὲ τοπικοὺς καὶ χρονικοὺς περιορισμοὺς καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτούς. Τὸ χάρισμα ἔχει ὑπερβατικὴ φύση καὶ προέλευση. Δὲν ὑπόκειται σὲ τοπικοὺς καὶ χρονικοὺς περιορισμοὺς καὶ μπορεῖ νὰ παραμένει ἀνεξάρτητο ἀπὸ αὐτούς. Μὲ τὴν φανέρωσή του ὅμως μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο τὸ χάρισμα προσεγγίζει τὸν θεσμὸ ἡ καὶ προσλαμβάνει τὸν θεσμὸ γιὰ τὴν ἱστορικὴ διατήρησή του. Παραταῦτα τὸ χάρισμα παραμένει τοπικὰ καὶ χρονικὰ ἀπεριόριστο, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἀχώρητο σὲ ὁποιονδήποτε θεσμό.

Ὁ Χριστὸς παρουσίασε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία· ἔφερε τὴν χάρη μέσα στὴν φύση, τὸ ἄκτιστο μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Ἡ χάρη αὐτὴ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο ὡς «θεσμός». Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι «κοινωνία τῆς θεώσεως». Τὰ δύο αὐτὰ φαίνονται ἀντιφατικά. Ἡ κοινωνία τῆς θεώσεως εἶναι ἀπὸ τὴν φύση τῆς χαρισματική, ἐνῶ ὁ θεσμὸς εἶναι κτιστὸ κατασκεύασμα. Ἡ χαρισματικὴ κοινωνία δὲν περιορίζεται σὲ θεσμούς. Ἀλλὰ ἡ διατήρησή της στὴν ἱστορία ἐπιβάλλει τὴν θεσμοποίησή της. Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ ἀνάγκη τῆς συνθέσεως θεσμοῦ καὶ χαρίσματος ἡ τῆς θεσμοποιήσεως τοῦ χαρίσματος.

Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ μέσα στὴν ἱστορία ὡς «χαρισματικὸς θεσμός»· ὡς θεσμοποιημένη χαρισματικὴ κοινωνία ἡ «κοινωνία τῆς θεώσεως». Ὁ θεσμὸς καὶ τὸ χάρισμα συνυπάρχουν ἐξαρχῆς στὴν Ἐκκλησία. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα λεπτό, καὶ ἀπαιτεῖ μεγάλη διάκριση καὶ λεπτοὺς χειρισμοὺς γιὰ τὴν σωστὴ προσέγγιση καὶ διαφύλαξή του. Καὶ τὸ χρέος τῶν πιστῶν, εἰδικότερα μάλιστα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι νὰ διατηροῦν τὴν ἰσορροπία μεταξὺ θεσμοῦ καὶ χαρίσματος, καὶ νὰ ἀποφεύγουν τὴν διολίσθηση πρὸς τὴν μία ἡ τὴν ἄλλη πλευρά, ὥστε νὰ διασφαλίζεται ἡ ἁρμονικὴ συλλειτουργία τους. Συνέχεια

Ἐμεῖς καὶ ἡ Ἀγάπη μας

 π. Εὐσέβιος Βίττης

Ἀγάπη γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ

pantocrator[1]Ἀγάπη καθαρὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τὴν ἀπαλλαγή της ἀπὸ κάθε ἐγωιστικὸ στοιχεῖο, χωρὶς τὴν προσδοκία ὁποιασδήποτε ὠφέλειας, ὑλικῆς ἢ πνευματικῆς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, ἔστω καὶ ἑνὸς «εὐχαριστῶ», ἔστω καὶ μὲ εἴσπραξη πικρίας ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἢ ἀκόμη καὶ προδοτικῆς συκοφαντίας γιατί αὐτὸ σημαίνει μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀγάπησε πρῶτος Αὐτὸς τὴν Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ὑπολογίση καθόλου τὸν ἑαυτὸ Του θυσιαζόμενος πρὸς χάριν της.

Μόνον ἡ ἀγάπη κατὰ μίμησιν καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε καὶ ὡς ἄνθρωπος πλήρως καὶ τελείως τὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ δέχθηκε τὴν πλήρη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο καὶ ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι μόνον ὡς Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πραγματικοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πρέπει νὰ μαθητεύουμε πάντα παρὰ τοὺς πόδας Του γιὰ νὰ μαθαίνουμε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ συνεπέστερα νὰ ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίση, ἀφοῦ τὸ ἔργο αὐτὸ θέλησε νὰ ἀσκῆται ἀδιάλειπτα καὶ πάντοτε καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α’ Κορ. ιγ’ 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α’ Ἰω. δ’ 8).

Ἀγάπη καὶ αὐτογνωσία

Ἀσφαλῶς, ὡς ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, νιώθουμε μέσα μας τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἀσφαλῶς μᾶς συγκινεῖ ἡ σκέψη νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἕνα ὅπως ὅλους μαζὶ καὶ ὅλους ὅπως τὸν ἕνα. Μεγάλος αὐτὸς ὁ πόθος, ἂν ὑπάρχη μέσα μας καὶ ἴσως εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἐπιδιωκτέο τέλος. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν πραγματικότητά μας, ποιοὶ ἀκριβῶς εἴμαστε, ποιὰ εἶναι ἡ φυσική μας κατάσταση, προτοῦ ἐπιχειρηθῆ ἡ ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσή μας στὸ καμίνι τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν ἴδιο καὶ διὰ μέσου Του γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας συνανθρώπους.

Συχνὰ μιλώντας γιὰ ἀγάπη λησμονοῦμε τὸ ἔδαφος, στὸ ὁποῖο αὐτὴ φυτρώνει. Γι’ αὐτὸ συμβαίνει ἐτοῦτο τὸ παράδοξο, ἐνῶ ὁ πόθος μας γιὰ ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μεγάλος, ὅμως ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ ἀναπτυχθῆ, ἡ καρδιά μας δηλαδή, ποὺ τὴν πλημμυρίζει αὐτὸς ὁ πόθος, συμβαίνει νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος γιὰ ἕνα τέτοιο οὐράνιο φυτό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, μπορεῖ νὰ «ὠδίνη ὅρος καὶ νὰ τίκτη μῦν», νὰ παρουσιάζεται δηλαδὴ μία πολὺ μεγάλη δυσαναλογία ἀνάμεσα σὲ αὐτό, ποὺ ποθοῦμε καὶ σὲ αὐτό, ποὺ θέλουμε νὰ πραγματοποιήσουμε. Πρώτιστο ἔργο μας μὲ ἄλλα λόγια εἶναι, προκειμένου νὰ ἐξασκήσουμε ἔργο ἀληθινὸ ἀγάπης, νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πνευματική μας ποιότητα, ποιοὶ δηλαδὴ εἴμαστε στὴν πραγματικότητα.

Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἔναντί του θὰ μᾶς πείση, ὅτι βασικὰ ἔχουμε μία σχεδὸν ἀκατανίκητη τάση νὰ ἀναζητοῦμε φανερὰ ἢ ὄχι, συνειδητὰ ἢ ὄχι, θεληματικὰ ἢ ὄχι, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας διὰ μέσου τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὴ δική μας συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ μία συγκινησιακὴ ἔκσταση, μία εὐχαρίστηση προσωπικὴ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης, πράγμα, ποὺ ἄλλοι θὰ ἐπεδίωκαν μὲ ἄλλα μέσα. Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ γενικὰ ἀγαποῦμε, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ εὐάρεστο συναίσθημα, ποὺ αὐτὴ δημιουργεῖ, καὶ αὐτὸ θέλουμε μόνο καὶ ὄχι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου; Καὶ μπορεῖ ἔτσι νὰ κάνουμε τὸ ἔργο τῆς ἀγάπης π.χ. μόνο γιὰ νὰ ἀκοῦμε εὐχαριστίες, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίζουν ὡς εὐεργέτες, γιὰ νὰ κάνουν λόγο γιά μᾶς, καὶ νὰ ἀποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις ἀγάπης καὶ κόπους καὶ θυσίες, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ἀναγνωρισθοῦν. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μάθουμε καὶ νὰ κάνουμε φρόνημά μας, πὼς τὸ κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ αὐτολησμοσύνη καὶ τὸ «μὴ ζητεῖν τὰ ἑαυτῆς». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε συνιστᾶ ὁ Κύριος τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά (μας) τί ποιεῖ ἡ δεξιά» μας καὶ τὴν ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη ἐπιμέλεια «ἐν τῷ κρυπτῷ» διενέργειά της. Συνέχεια

Ἡ Φαντασία

π. Εὐσέβιος Βίττης

IMG_0470Τί εἶναι ἡ φαντασία;

Στὴ διαδικασία ἡδονῆς-ὀδύνης σπουδαῖο ρόλο παίζει καὶ ἡ φαντασία. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἡ φαντασία εἶναι “νοῦ καὶ αἰσθήσεως μεθόριον”. Ἡ φαντασία εἶναι ψυχικὴ λειτουργία ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ νοῦ καὶ στὴν αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο “μορφώσεις”, ἐντυπώσεις, μέσα του. Οἱ ἐντυπώσεις αὐτὲς ὀφείλονται μὲν σὲ ὑλικὰ πράγματα καὶ σώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ οἱ αἰσθήσεις, ἀλλὰ δὲν εἶναι σώματα οἱ ἴδιες (οἱ ἐντυπώσεις), ἂν καὶ εἶναι σωματικές.

Οἱ ἐντυπώσεις προέρχονται οὐσιαστικὰ ὄχι ἀπὸ τὰ σώματα ἁπλῶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μορφὴ (τὸ “εἶδος”) ποὺ ἔχουν τὰ σώματα. Οἱ ἐντυπώσεις ὅμως αὐτὲς τῶν αἰσθήσεων στὴν ψυχὴ δὲν εἶναι οἱ μορφὲς τῶν σωμάτων καθʼ ἑαυτές, ἀλλὰ “ἐκτυπώματα αὐτῶν” καὶ “ἐκμαγεῖα”. Εἶναι, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε ἔτσι, μορφὲς μορφῶν ἢ εἰκόνες μορφῶν, “οἶὸν τινες εἰκόνες ἀχωρίστως χωριζόμεναι τῶν κατὰ τὰ σώματα εἰδῶν”.

Οἱ εἰκόνες τῆς μορφῆς τῶν σωμάτων ὑπάρχουν μὲν καθʼ ἐαυτὲς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι ἀδιάσπαστα καὶ ἀχώριστα ἑνωμένες μὲ τὶς μορφὲς ποὺ ἐξεικονίζουν γιατί ἀναφέρονται πάντα σʼ αὐτές. Γιὰ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ φαινομένου μᾶς βοηθάει τὸ πῶς βλέπουμε καὶ μάλιστα οἱ εἰκόνες ποὺ βλέπουμε στὸν καθρέφτη. Ἐκεῖ ἔχουμε μία κατʼ ἀντιστοιχία αἰσθητοποίηση αὐτῶν ποὺ συμβαίνουν στὴ διαδικασία ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ, γιατί ἔχουμε τὸ ἴδιο περίπου φαινόμενο. Συνέχεια

Θεολογικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ γνωσιολογία

 

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

hliovasilema[1]Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ θεολογία διακρίνει πάντοτε δύο εἴδη γνώσεως: τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν θεία. Ἡ κοσμικὴ γνώση κινεῖται στὸ ἐπίπεδό του κτιστοῦ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ ἄκτιστο, τὸ θεῖο. Ἡ θεία γνώση ἀναφέρεται στὸ ἐπίπεδό τοῦ ἀκτίστου, δηλαδὴ τοῦ θείου, καὶ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο τὸν κατὰ Θεὸν σκοπό του.

Ἡ κοσμικὴ ἐπιστήμη ἔχει ἐμπειρικὸ χαρακτήρα. Ἀντικειμενοποιεῖ τὸν κόσμο καὶ ἐπιδιώκει παντοῦ καὶ πάντοτε τὴν ἀντικειμενικότητα. Μολονότι στηρίζεται στὸ ὑποκείμενο καὶ πραγματοποιεῖ τὰ ἅλματά της μὲ προσωπικὲς ἐμπνεύσεις, ἀποφεύγει τὴν ὑποκειμενικότητα. Ὡς γνώση τρεπτῶν καὶ σχετικῶν πραγμάτων ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι τρεπτὴ καὶ σχετική. Ἀλλὰ καὶ ὡς προσπάθεια κατανοήσεως τοῦ πεπερασμένου κόσμου μὲ τὴν ἀπειρία τῶν διαστάσεων καὶ τῶν φαινομένων του, παραμένει πάντοτε πεπερασμένη καὶ ἀτέρμονη.

Ἡ θεία γνώση ἔχει προσωπικὸ χαρακτήρα. Δὲν κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀντικειμενοποιήσεων οὔτε γίνεται ἀντικειμενική. Ὁδηγεῖ βέβαια καὶ σὲ ἀντικειμενοποιήσεις, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν συνιστοῦν τὴν οὐσία της. Ἡ θεία γνώση εἶναι καρπὸς ὑπαρξιακῆς κοινωνίας, κοινωνίας ἀγάπης. Καὶ αὐτὴ ἔχει ἐμπειρικὸ χαρακτήρα. Ἡ ἐμπειρία της ὅμως δὲν κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς πνευματικῆς κοινωνίας. Ὡς κοινωνία καὶ ἐμπειρία τοῦ ἄπειρου καὶ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι ἄπειρη καὶ ὑπερβατική. Καὶ ἔχει τὰ γνωρίσματα αὐτὰ ὄχι ἐξαιτίας ἀβεβαιότητας ἡ σχετικότητας, ἀλλὰ ἐξαιτίας μεγέθους καὶ ἀπειρότητας. Συνέχεια

Μερικές ψυχολογικές ἐπισημάνσεις στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

 Παύλου Κυμίση

Καθηγητοῦ Ψυχιατρικῆς

Ἔγραφε ὁ μεγάλος Ρῶσος ὀρθόδοξος θεολόγος π.Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι στήν ἐποχή μας ὑπάρχει “πείνα θεολογίας“, τόσο μεταξύ τῶν κληρικῶν, ὅσο καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν. Αὐτή τήν πείνα ἔρχεται νά ἱκανοποιήσει αὐτό τό Συνέδριο…

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑποστηρίζοντας τούς ἡσυχαστές καί ἑρμηνεύοντας τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέκρουσε τόν φιλόσοφο Βαρλαάμ, πού ἦταν δεμένος στό ἅρμα τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ οὑμανισμοῦ. Ἐπηρεασμένος ἀπό τή φιλοσοφία τῆς Δύσης, πού εἶχε ἔντονα χρωματισθεῖ ἀπό τήν Πλατωνική σκέψη, προσπαθοῦσε νά γελοιοποιήσει τούς ἡσυχαστές, ἰσχυριζόμενος ὅτι οἱ ἐμπειρίες τους ἦταν ἀποτέλεσμα φαντασιώσεων ἤ ἁπλές ἐκδηλώσεις φυσικῶν κτιστῶν φαινομένων. Θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Βαρλααμισμός ἀποτελεῖ καί ἕνα σύγχρονο φαινόμενο, γι᾿ αὐτό καί ἡ παρουσίαση τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου σήμερα εἶναι ἐπίκαιρη, χρήσιμη καί καθοδηγητική.

Στήν ἐποχή μας γίνεται μιά ἔντονη προσπάθεια γιά διάλογο καί συνεργασία μεταξύ τῆς Θρησκείας καί τῆς ἐπιστήμης τῆς Ψυχολογίας. Ἡ σκέψη καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μποροῦν νά γίνουν ὁδηγοί, ἔτσι ὥστε ἕνας τέτοιος διάλογος νά μή δημιουργήσει περισσότερη σύγχυση, παρανοήσεις καί προβλήματα. Σ᾿ αὐτόν τό διάλογο χρειάζεται νά καθοριστοῦν σαφῶς τά ὅρια μεταξύ τῆς λογικῆς, τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης καί ἀπόδειξης, τῶν φυσικῶν φαινομένων, καί τῶν μεταφυσικῶν ἐμπειριῶν καί ἀποκαλύψεων. Ἡ ἐπιστήμη μελετᾶ φαινόμενα πού ἐλέγχονται ἀπό φυσικούς νόμους. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τά θαύματα, οἱ ἀποκαλύψεις παριστοῦν ὑπερβάσεις τῶν φυσικῶν νόμων.

Στό Δυτικό κόσμο ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας ἔχει καταντήσει μιά ἁπλή ἐπιλογή ἤ προτίμηση. Εἶναι κάτι ἀνάλογο μέ τήν ἐπίσκεψη στήν ὑπεραγορά (Super Market), ὅπου διαλέγεις ὅ,τι προτιμᾶς. Σέ μιά τελευταία σύναξη στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τόνισε ὅτι ὁ Δυτικός Σχολαστικισμός ἔχει ἐλαττώσει τίς θεϊκές ἀλήθειες σέ ἔννοιες. Ἔτσι ὁ Θεός γίνεται ἀντιληπτός σάν ἰδέα ἤ ἔννοια. Ἀλλά μέ αὐτήν τήν προσέγγιση ἡ Δύση χάνει τή δυνατότητά της γιά τή συμμετοχή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βλέπουμε στή Δύση νά γίνεται λόγος γιά μεταφυσικές ἐμπειρίες διαφόρων θρησκειῶν, πού συνδέονται μέ παραισθήσεις, ὑπνωτικά φαινόμενα ἤ φαντασιώσεις. Συνέχεια

Η Θεολογική έννοια του Ανθρώπινου Προσώπου

 

Βλαντιμίρ Λόσσκυ

Δέν ἔχω τὴν πρόθεση νὰ κάνω μιὰ ἔκθεση πάνω στὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ποὺ εἶχαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἢ μερικοὶ ἄλλοι χριστιανοὶ θεολόγοι. Ἀκόμα καὶ ἂν θέλαμε νὰ τὴν κάνουμε, θὰ ἔπρεπε νὰ διερωτηθοῦμε προηγουμένως κατὰ πόσο ἡ ἐπιθυμία μας, νὰ βροῦμε μιὰ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο στοὺς Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων, εἶναι θεμιτή. Δὲ θὰ ἦταν τοῦτο ἄραγε σὰ νὰ θέλαμε νὰ τοὺς ἀποδώσουμε συλλήψεις ποὺ ἴσως ἔμειναν ξένες πρὸς αὐτοὺς καὶ ποὺ ἐν τούτοις θὰ τοὺς ἀποδίδαμε, χωρὶς ν’ ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ποιὸ σημεῖο, μὲ τὸ τρόπο μας ποὺ συλλαμβάνουμε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἐξαρτόμαστε ἀπὸ μιὰ πολυσύνθετη φιλοσοφικὴ παράδοση, ἀπὸ μιὰ σκέψη ποὺ ἀκολούθησε πολὺ διαφορετικοὺς δρόμους ἀπὸ κεῖνον ποὺ θὰ δικαιοῦνταν νὰ ἐπικαλεσθῆ τὴν καθαρὴ θεολογικὴ παράδοση; Γιὰ ν’ ἀποφύγουμε αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀσυνείδητης σύγχυσης, γιὰ νὰ μὴ πλανηθοῦμε μὲ συνειδητοὺς ἀναχρονισμοὺς βάζοντας ἕνα Μπεργκσὸν μέσα στὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ἢ ἕνα Χέγκελ μέσα στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, θὰ ἀπόσχουμε γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ κάθε προσπάθεια νὰ ξαναβροῦμε διὰ μέσου τῶν κειμένων τὶς γραμμὲς μιᾶς διδασκαλίας (ἢ διδασκαλιῶν) ποὺ ἀναπτύχθηκε γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἔτσι ὅπως ἴσως μποροῦν νὰ ἔχουν παρουσιασθῆ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς χριστιανικῆς θεολογίας.

Προσωπικά, πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι, μέχρι σήμερα, δὲν συνάντησα αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὀνομάση ἐπεξεργασμένη διδασκαλία γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέσα στὴ πατερικὴ θεολογία, πλάι σὲ σαφέστατες διδασκαλίες πάνω στὰ θεῖα πρόσωπα ἢ τὶς θεῖες ὑποστάσεις. Ὑπάρχει ὅμως μιὰ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία ἐξ ἴσου ἀσφαλῶς στοὺς Πατέρες τῶν πρώτων ὀκτὼ αἰώνων, ὅπως ἀργότερα στὸ Βυζάντιο ἢ στὴ Δύση, καὶ εἶναι περιττὸ νὰ λέη κανεὶς ὅτι αὐτὲς οἱ διδασκαλίες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σαφῶς περσοναλιστικές. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνη διαφορετικὰ γιὰ μιὰ θεολογικὴ σκέψη θεμελιωμένη πάνω στὴν ἀποκάλυψη ἑνὸς ζῶντος καὶ προσωπικοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν». Συνέχεια

Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς σέ πνευματικό του παιδί

Ἕνας συνάδελφός σου σού ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς: “ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ!” Καί αἰσθάνεσαι σά νά σέ χτυπᾶ μέ μαστίγιο.
Κι ἐσύ ἀγωνιᾶς γιά τήν ψυχή του καί τή ζωή του. Καί καλά σκέφτεσαι.
Ἄν δέν ὑπάρχει ὁ Ζῶν κι ὁ Παντοδύναμος Θεός κι ἄν δέν εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό τό θάνατο, τότε ὁ θάνατος εἶναι ὁ μοναδικός κυρίαρχος.
Καί ἡ κάθε ζωντανή ὕπαρξη δέν εἶναι παρά ἕνα κλωτσοσκούφι τοῦ θανάτου. Ἕνα ποντικάκι στό στόμα τῆς γάτας.
Μία φορά, ἀντικρούοντας τόν, τοῦ εἶπες: “Ὁ Θεός ὑπάρχει. Γιά σένα δέν ὑπάρχει”. Καί δέν ἔσφαλες. Γιατί ἐκεῖνοι πού ἀποκόπτονται ἀπό τόν Αἰώνιο καί Ζωοδότη Κύριο ἐδῶ στήν γῆ, ἀποκόπτονται ἀπό τή ζωή τήν πραγματική. Καί ἔτσι οὔτε ἐδῶ, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά γευθοῦν τό μεγαλεῖο του Θεοῦ καί τῆς πλάσης Του. Καί καλύτερα νά μήν εἴχαμε γεννηθεῖ, παρά νά εἴμαστε ἀποκομμένοι ἀπό τόν Θεό. Συνέχεια

῾Η Μαγεία

Λόγος κατά τῶν μαγικῶν εἰδῶν. (Μαγεία, Μαντεία, Γοητεία, Φαρμακεία, Οἰωνοσκοπία, Ἀστρολογία, Φυλαχτά, Κλήδονες).

῾Οσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου

Προοίμιο

Ταιριάζει σέ ὅσα θά πῶ παρακάτω, νά δανεισθῶ τό θρηνητικό ἐκεῖνο ρητό τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία καί νά φωνάξω κι ἐγώ μέ ὀδύνη : “Ποιός θά βάλει στά μάτια μου πηγή δακρύων, γιά νά κλάψουν πικρά τό λαό τῶν Χριστιανῶν μέρα καί νύχτα;” Γιατί ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νά μήν τόν κλάψει, ὅταν σκεφθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νίκησε μέ τό σταυρικό Του θάνατο ὅλους τούς δαίμονες, οἱ Χριστιανοί τούς ἀναδεικνύουν πάλι νικητές καί τροπαιούχους μέ τίς διάφορες μαγεῖες τους; Καί ποιός μπορεῖ νά μή χύσει πικρά δάκρυα, ὅταν συλλογισθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀπάλλαξε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου τόν κόσμο καί τούς Χριστιανούς, αὐτοί, μέ τή μαγεία, τόν ξαναφέρνουν στόν κόσμο καί τόν ξανακάνουν τύραννό τους;

Εἶναι ἤ δέν εἶναι, λοιπόν, γιά κλάματα ἡ τωρινή κατάσταση τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ, μέ τά μαγικά καμώματα καί σατανικά τεχνάσματά τους, ἀναβιώνουν στήν οὐσία τή λατρεία τῶν δαιμόνων; Ἐνῶ δηλαδή φανερά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, κρυφά τόν ἀρνοῦνται καί λατρεύουν τόν διάβολο. Τό μεγαλύτερο μάλιστα κακό εἶναι τοῦτο : Μολονότι χρησιμοποιοῦν ἕνα σωρό μαγικά, οὔτε πού καταλαβαίνουν πώς ἀρνοῦνται ἔτσι τόν Θεό, καταφρονοῦν τόν Χριστό καί ἀγκαλιάζουν τόν διάβολο. Τί μεγάλη πλάνη! Κρυφή καί ἀπατηλή, ψυχώλεθρη καί θανατηφόρα!

Γί αὐτό, λοιπόν, ἀποφάσισα νά ἐλέγξω τήν πλάνη καί ν’ ἀποδείξω ὅτι οἱ Χριστιανοί οὔτε μάγοι πρέπει νά γίνονται οὔτε κανένα εἶδος μαγείας νά χρησιμοποιοῦν.

Τά εἴδη τῆς μαγείας εἶναι πολλά.

Ἀφοῦ ὁ διάβολος χωρίστηκε ἀπό τόν ἕνα Θεό, ἔπεσε στά πολλά κι ἔγινε “ποικίλος καί πολυμέριστος”. Ἔτσι καί τά εἴδη τῆς κακίας καί τῶν μαγικῶν, πού ἐπινόησε καί ἔσπειρε στούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, εἶναι ποικίλα, σχεδόν ἀναρίθμητα.

 

Καί νά τά βασικότερα εἴδη:

  1. 1. Ἡ καθαυτό μαγεία. Εἶναι, θά λέγαμε, μιά τέχνη, μέ τήν ὁποία καλοῦνται οἱ δαίμονες καί ἐρωτοῦνται καί ἀπαντοῦν, φανερώνοντας ἄλλοτε κρυμμένους θησαυρούς, ἄλλοτε ἑρμηνεῖες ὀνείρων καί ἄλλοτε ἄλλα ἀπόκρυφα. Ὅσοι ἀσκοῦν αὐτή τήν “τέχνη” ὀνομάζονται μάγοι, καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τάξεις δαιμόνων· οἱ ἐναέριοι, πού τούς θεωροῦν ἀγαθοποιούς· οἱ ἐπίγειοι, πού τούς θεωροῦν καί καλούς καί κακούς· καί οἱ κάτω ἀπό τή γῆ, πού τούς χαρακτηρίζουν ὡς κακοποιούς. Στήν πραγματικότητα, βέβαια, ὅλοι οἱ δαίμονες εἶναι κακοί καί κακοποιοί, ποτέ ἀγαθοποιοί.
  2. Ἡ μαντεία. Ἀσκεῖται ἀπό τούς μάντεις. Αυτοί ὑπηρετοῦν τούς δαίμονες, χρησιμοποιώντας τήν παλάμη τοῦ χεριοῦ τους ἤ κάποιες θυσίες ἤ ἀπατηλά ἔμπλαστρα ἤ ἄλλα παρόμοια μέσα. Οἱ μάντεις λένε ὅτι μποροῦν νά γνωρίσουν τό μέλλον.
  3. Ἡ γοητεία. Ἀσκεῖται ἀπό τούς γόητες. Ὀνομάζονται ἔτσι ἀπό τούς “γόους” (θρήνους), πού κάνουν στά μνήματα, ὄταν ἐπικαλουνται τούς δαίμονες καί τούς ζητοῦν νά βλάψουν ἕναν ἄνθρωπο – νά τόν παραλύσουν, νά τόν τυφλώσουν, νά τόν ἀρρωστήσουν γενικά. Αὐτοί, ἐπίσης, καμώνονται πώς βγάζουν καί νεκρούς ἀπό τόν Ἅδη! Στούς γόητες ἀνήκουν κι ἐκεῖνοι πού “βλέπουν” διάφορα φαντάσματα στούς τάφους καί ἀνοίγοντάς τους, καῖνε δῆθεν τούς βρυκόλακες! Μία κατηγορία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, πού λέγονται γητευτές, μαζί μέ τίς ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων ἀνακατεύουν ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί ὀνόματα ἁγίων, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου.
  4. Ἡ φαρμακεία. Οἱ φαρμακοί κατασκευάζουν κάποια “φαρμακερά” ποτά εἴτε γιά νά θανατώσουν κάποιον εἴτε γιά νά σκοτίσουν τό νοῦ του εἴτε γιά νά τόν ἑλκύσουν σέ σαρκικό ἔρωτα. Αὐτά, κατεξοχήν, χρησιμοποιοῦν οἱ γυναῖκες γιά νά “πλανέψουν” καί νά τραβήξουν τούς ἄνδρες πού θέλουν.
  5. Ἡ οἰωνοσκοπία. Οἱ οἰωνοσκόποι προλέγουν δῆθεν τά μέλλοντα ἀπό τόν τρόπο πού πετοῦν τά πουλιά, ἀπό τίς φωνές τῶν ζώων κ.λπ. Τέτοιοι, οὐσιαστικά, εἶναι καί οἱ προληπτικοί : Αὐτοί προσέχουν ποιούς θά συναντήσουν, ὅταν μάλιστα πρόκειται νά ταξιδέψουν ἤ νά ψαρέψουν ἤ, τέλος πάντων, νά κάνουν κάποια ἐργασία. Ἐπίσης πιστεύουν στή μοίρα, στήν τύχη (τό “ριζικό”, τό “γούρι”), σέ οἰωνούς, σέ ποδαρικά καί ὄνειρα. Θεωροῦν ἄλλες ἡμέρες καλές καί ἄλλες κακές, ὅπως λ.χ. τίς Τρίτες, καί φοβοῦνται ν’ ἀρχίσουν ὁτιδήποτε τίς “κακές” ἡμέρες.Τό ‘χοῦν “γρουσουζιά” νά δώσουν στούς γείτονες φῶς καί φωτιά. Προσκυνοῦν τό νέο φεγγάρι. Πιστεύουν σέ νεράιδες καί καλλικάντζαρους. Περιεργάζονται τίς φυσικές ἀντιδράσεις τοῦ σώματός τους καί λένε ὅτι τό τάδε θά τούς συμβεῖ, ἐπειδή λ.χ. τούς τρώει τό χέρι τους ἤ παίζει τό μάτι τους ἤ βουίζει τ’ αὐτί τους κ.ο.κ. Όταν θεμελιώνουν σπίτι ἤ ἀρχίζουν τή ναυπήγηση πλοίου, σφάζουν στά θεμέλια ἤ στήν καρίνα ἕναν πετεινό ἤ πρόβατο ἤ ἄλλο ζῶο, προσφέροντας ἔτσι θυσία στόν διάβολο.
  6. Ἡ ἀστρολογία. ΟἹ ἀστρολόγοι λένε ὅτι οἱ κατά προαίρεση ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων ὁρίζονται ἀπό τήν κίνηση τῶν ἄστρων. Στ’ ἀστέρια ἀποδίδουν τίς ὁρμές τῆς ψυχῆς καί στούς σχηματισμούς τους τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτά, καί μέ τή συνέργεια τῶν δαιμόνων, μαντεύουν δῆθεν τό μέλλον, ἀντιμετωπίζοντας ἔτσι τ’ ἀστέρια σάν ἰδιότυπους “θεούς”.
  7. Τά φυλαχτά. Τά χρησιμοποιοῦν οἱ φυλαχτάρηδες, τυλίγοντας σ’ αὐτά μεταξωτή κλωστή καί γράφοντας ὀνόματα δαιμονικά. Πολλοί τά κρεμᾶνε ἀπό τνό λαιμό ἤ τό χέρι τους γιά νά τούς φυλᾶνε ἀπό τό κακό. Ὅμοιοι μ’ αὐτούς εἶναι κι ἐκεῖνοι πού φτύνουν στόν κόρφο τους, γιά νά ἐμποδίσουν τάχα μέ τό φτύσιμο τή βασκανία.
  8. Οἱ κλήδονες. Μέ τούς κλήδονες προσπαθουν νά “μαντέψουν” δῆθεν τό μέλλον καί τό “ριζικό” κάθε ἀνθρώπου μέ διάφορους λόγους, κλήσεις καί ἄλλα παρόμοια. Κλήδονες γίνονται μέχρι σήμερα σέ πολλούς τόπους, καί μάλιστα στά νησιά, στό Γενέσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου (24 Ἰουνίου). Συνήθως συνδυάζονται καί μέ φωτιές, πού τίς ἀνάβουν οἱ ἄνθρωποι μπροστά στά μαγαζιά τους καί τίς περνᾶνε ἀπό πάνω.

Αὐτά εἶναι τά κυριότερα εἴδη τῆς μαγείας. Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά. Τά περισσότερα ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή καί σέ κανόνες ἱερῶν Συνόδων, (κυρίως τῆς ΣΤ΄Οἰκουμενικῆς).

Γιατί ὁ Θεός ἀπαγορεύει τά μαγικά;

Καιρός εἶναι τώρα νά ποῦμε, πώς εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο νά γίνονται ἀπό τούς Χριστιανούς ὅλ’ αὐτά τά εἴδη τῶν μαγικῶν. Γιατί ἄν αὐτά ἀπαγορεύονται στούς Ἑβραίους, πού ἦταν πνευματικά νήπιοι, πόσο μᾶλλον ἀπαγορεύονται στούς Χριστιανούς, τά τέκνα τῆς ἀλήθειας καί τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου;

Στό Δευτερονόμιο ὁ Θεός πρόσταζε τούς Ἑβραίους·: “Νά μή βρεθεῖ σέ σένα (Ἰσραήλ) κανένας, πού νά μαντεύει μαντεῖες, πού νά προβλέπει τά μέλλοντα μέ φωνές (κλήδονες) καί παρατηρήσεις σημείων (οἰωνῶν)·μάγος, πού ν’ ἀσχολεῖται μέ ἐπαοιδία·ἐγγαστρίμυθος καί τερατοσκόπος, πού νά καλεῖ τούς νεκρούς” (Δευτ. 18:10).

Στό Λευϊτικό, μάλιστα, προσθέτει νά μήν πλησιάζει κανένας ἐκείνους πού κάνουν αὐτά τά πράγματα, γιά νά μή μολυνθεῖ: “Νά μήν προσκολληθεῖτε (σέ μάγους) καί μολυνθεῖτε ἀπ αὐτούς · ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος καί Θεός σας!” (Λευϊτ. 19:26, 31).

Ὁ Θεός ἀπαγορεύει τά μαγικά, ἐπειδή ὁδηγοῦν τόσο ἐκείνους πού τά χρησιμοποιοῦν, ὅσο καί ἐκείνους πού τά ζητοῦν, στήν προσκύνηση καί τή λατρεία τῶν δαιμόνων. Γι’ αὐτό καί ἀποτελοῦν θανάσιμη ἁμαρτία. Ἀπό τήν ἄλλη, πάλι, τά μαγικά δέν μποροῦν νά προσφέρουν καμιά ὠφέλεια.

”Οἱ μαντεῖες καί οἱ οἰωνισμοί καί τά ὄνειρα εἶναι μάταια“, λέει ἡ Γραφή (Σειράχ 34:5).

Γι’ αὐτό τόν λόγο οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δίνουν ἐντολή στούς Χριστιανούς νά μή χρησιμοποιοῦν κανενός εἴδους μαγικά·

”οὐ μαγεύσεις, οὐ φαρμακεύσεις” (Διαταγ. 7,3)·

”φεύγετε…..ἐπαοιδᾶς,κλήδονας, μαντείας, καθαρισμούς, οἰωνισμούς, ὀρνιθοσκοπίας, νεκρομαντείας, ἐπιφωνήσεις” (δ.π. 2,62)

Σκεφθεῖτε, Χριστιανοί, πώς ὅταν λάβατε τό ἅγιο Βάπτισμα, σᾶς ρώτησε ὁ ἱερέας – ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: “Ἀποτάσση τῷ σατανᾶ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάση τῇ λατρεία αὐτοῦ καί πάση τῇ πομπή αὐτοῦ;”. Καί ὁ καθένας ἀπό σᾶς, μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου του, ἀπάντησε: “Ἀποτάσσομαι”. Ὄχι μόνο τόν σατανᾶ, ἀλλά καί ὅλα τά ἔργα του καί τή λατρεία του καί τήν πομπή του. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ σατανᾶ;

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ἀπαντάει, πώς εἶναι οἱ μαντεῖες, οἱ φαρμακεῖες καί ὅλα τά ἄλλα εἴδη τῶν μαγικῶν, πού ἀπαριθμήσαμε.

Καί ποιά εἶναι ἡ πομπή του; Ὁ ἱερός Χρυσοστομος λέει, πώς εἶναι τά θέατρα, οἱ ἱπποδρομίες, οἱ κλήδονες καί κάθε ἁμαρτία.

Δέν καταλαβαίνετε λοιπόν, ἀδελφοί, πώς γιά ἐκείνη τήν ὁμολογία καί ὑπόσχεσή σας τήν ὥρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, θά σᾶς ζητηθεῖ λόγος τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Δέν ξέρετε ὅτι πρέπει νά τηρήσετε ἀπόλυτα τή συμφωνία, πού κάνατε μέ τό Θεό; Πῶς ἀφήνετε τόν Χριστό καί πηγαίνετε στούς μάγους καί τίς μάγισσες, δηλαδή στόν ἴδιο τόν διάβολο;

Αὐτός ὁ λόγος “ἀποτάσσομαί σοι, σατανᾶ, καί πάση τῇ λατρεία σου καί πάση τῇ πομπή σου”, ἅς εἶναι πάντα στό στόμα σας καί στόν νοῦ σας, σάν χαλινάρι καί ἐμπόδιο ἀπό κάθε εἶδος μαγείας. Αὐτός ὁ λόγος θά σᾶς κάνει νά μή φοβάστε τά “κακά συναπαντήματα”(!) τῶν ἀνθρώπων, οὔτε κρωγμούς καί πετάγματα πουλιῶν καί ἄλλα παρόμοια, ὅταν βγαίνετε ἀπό τό σπίτι σας. Αὐτός ὁ λόγος, συνδυασμένος μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, θά σᾶς κάνει νά μή φοβάστε οὔτε τόν διάβολο μέ ὅλη του τή δαιμονική παράταξη. Μόνο μήν παύετε νά τόν ἐπαναλαμβάνετε παντοῦ καί πάντοτε, ὅπως συμβουλεύει ἡ χρυσόλαλη γλώσσα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου: “Παρακαλῶ νά μένετε καθαροί ἀπό τήν ἀπάτη τῆς μαγείας, ἔχοντας σάν στήριγμα αὐτό τόν λόγο. Καί ὅπως δέν θά πηγαίνατε ποτέ στήν ἀγορά χωρίς ροῦχα ἤ παπούτσια, ἔτσι νά μήν πηγαίνετε πουθενά καί χωρίς νά λέτε, ξεκινώντας, τή φράση: “Ἀποτάσσομαί σοι, σατανᾶ, καί τῇ πομπή σου καί τῇ λατρεία σου, καί συντάσσομαί σοι, Χριστέ“. Ποτέ μή βγεῖς ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου χωρίς τά παραπάνω λόγια. Γιατί εἶναι τό στήριγμά σου, τό ὅπλο σου, τό ἄπαρτο κάστρο πού σέ περιτειχίζει. Παράλληλα σφραγίσου καί μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι, ὄχι μόνο ἄνθρωπος, μά οὔτε κι αὐτός ὁ διάβολος δέν θά μπορέσει νά σέ βλάψει, βλέποντάς σε παντοῦ μ’ αὐτή τήν πανοπλία“. 

Γιατί οἱ Χριστιανοί ἔπεσαν στά μαγικά.

Ἡ αἰτία πού οἱ σημερινοί Χριστιανοί ἔπεσαν στά ἔργα τοῦ διαβόλου, καί μάλιστα στά μαγικά, εἶναι τό ὅτι δέν συλλογίζονται τίς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες πού ἔδωσαν στόν Χριστό ὅταν βαπτίσθηκαν, ἀλλά τίς ξέχασαν καί τίς ἔσβησαν τελείως ἀπό τή μνήμη τους καί τήν καρδιά τους. Γι’ αὐτό καί πραγματοποιοῦνται σ’ αὐτούς τά λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος: “Ὅταν τό ἀκάθαρτο πνεῦμα (τό δαιμόνιο) βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, περιδιαβαίνει σέ τόπους ἄνυδρους ζητώντας ἀνάπαυση, μά δέν βρίσκει. (Γιατί ἀνάπαυση βρίσκει μόνο ὅταν κυριεύει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ κάνει κακό). Τότε λέει: “Ἅς γυρίσω πάλι στό σπιτάκι μού (δηλαδή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου), ἀπ’ ὅπου ἔφυγα”. Κι ὅταν ἔρθει, βρίσκει τό σπίτι ἀφύλαχτο, σκουπισμένο, στολισμένο, ἕτοιμο. (Βρίσκει δηλαδή τόν ἄνθρωπο ἀμέριμνο καί διατεθειμένο νά τόν δεχθεῖ πάλι). Τότε πηγαίνει, φέρνει κι ἄλλα ἑπτά δαιμόνια, πονηρότερα μάλιστα, μπαίνει μαζί τους στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί κατοικεῖ ἐκεῖ μόνιμα πιά. Ἔτσι ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τελικά χειρότερη ἄπ ὅ,τι ἦταν πρίν (κι ἀπό τό Βάπτισμα!).” (Ματθ. 12:43-45).

Ὅσοι λοιπόν Χριστιανοί ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά, διώχνουν ἀπό τίς καρδιές τους τή θεία χάρη, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί βάζουν μέσα τους τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, τό δαιμόνιο. Μέ τή δαιμονική ἐνέργεια τότε, κάνουν κάθε τί σατανικό καί περίεργο.

Πῶς μποροῦν, ἑπομένως, ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά, νά εἶναι ἤ νά λέγονται Χριστιανοί; Χριστιανοί καί μάγοι; Χριστιανοί καί δαιμονολάτρες; Ἀνήκουστο! Ἀδύνατο! Πῶς νά συμφωνήσουν τό φῶς μέ τό σκοτάδι, τά τέκνα τοῦ Θεοῦ μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου;… Μάταια λένε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι Χριστιανοί. Μέ τά λόγια μόνο εἶναι Χριστιανοί, μά μέ τά ἔργα τούς προδότες τοῦ Χριστοῦ, ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες καί σατανολάτρες.

Οἱ δαίμονες δέν θεραπεύουν ἀλλά θανατώνουν. Ἀλλά τί προφασίζονται μερικοί Χριστιανοί; Ἐμεῖς, λένε, καταφεύγουμε στούς μάγους (δηλαδή στούς δαίμονες!) ἐπειδή

α) βρίσκουμε γιατρειά στίς ἀρρώστιες μας,

β) μαθαίνουμε τό μέλλον καί ἄλλα κρυφά πράγματα,

γ) φοβόμαστε τούς δαίμονες καί θέλουμε, διαμέσου τῆς μαγείας, νά τούς ἐξευμενίσουμε.

Ἀπαντοῦμε λοιπόν σ’ αὐτά:

α) Μόνο ὁ Θεός θεραπεύει ἀληθινά.

Ἀνόητε ἄνθρωπε, καταφεύγεις στούς μάγους γιά νά γιατρευτεῖς; Καί πιστεύεις, πώς ὁ διάβολος θά γιατρέψει πραγματικά τήν ἀρρώστια σου; Ἐκεῖνος “ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς” (Ἰω. 8:44), καί θανάτωσε ὅλο το γένος τῶν ἀνθρώπων. Πῶς τώρα θά γίνει γιατρός σου; Δέν εἶδες, πού οἱ δαίμονες δέν μπόρεσαν νά γιατρέψουν οὔτε τούς δικούς τους μάγους ἀπό τίς πληγές πού τούς προξένησε ὁ Μωϋσῆς στήν Αἴγυπτο; (Ἐξόδ. 9:11). Καί τώρα θά κάνουν καλά ἐσένα; Καί ἄν οἱ δαίμονες δέν λυποῦνται τήν ψυχή σου, πῶς θά λυπηθοῦν τό σῶμα σου; Ἀστεία πράγματα! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα γλυκύτερο γιά τόν διάβολο ἀπό τό νά τυραννάει τόν ἄνθρωπο μέ κάθε τρόπο. Εὐκολότερο εἶναι νά δώσει κρύο ἡ φωτιά καί φλόγα τό χιόνι, παρά νά γιατρέψει ὁ διάβολος πραγματικά. Οὔτε μπορεῖ οὔτε θέλει οὔτε ξέρει πῶς νά γιατρεύει. Ἀλλά κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι καί μπορεῖ καί θέλει καί ξέρει, ὅμως ἄν δέν τοῦ ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα.

Πίστεψε λοιπόν, ἀδελφέ, ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀληθινός γιατρός ψυχῶν καί σωμάτων. Οἱ μάγοι καί οἱ δαίμονες γιατρεύουν ὄχι στ’ ἀλήθεια ἀλλά φανταστικά. Μά κι ἄν θελήσουν νά γιατρέψουν τό σῶμα σου μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, νά ξέρεις ὅτι τό γιατρεύουν μέ σκοπό νά θανατώσουν τήν ψυχή σου. Πῶς; Τραβώντας σε ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί πείθοντάς σε νά πιστεύεις σ’ ἐκείνους. Ποιά λοιπόν ἡ ὠφέλειά σου, ἄν ἐδῶ ἔχεις πρόσκαιρη ὑγεία, ἐκεῖ ὅμως κολαστεῖς αἰώνια; Νά χαθεῖ τέτοια ὑγεία! Νά χαθεῖ τέτοια ζωή!

Ὁ διάβολος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνας ψαράς πολύ πανοῦργος. Βάζει μικρό δόλωμα καί θέλει νά πιάσει μεγάλο ψάρι. Μέ χαρά σᾶς δίνει λίγη ὑγεία, μόνο καί μόνο γιά νά σᾶς στερήσει τόν παράδεισο, γιά νά σᾶς κολάσει αἰώνια!

Πῶς μπορεῖτε λοιπόν, γιά τό παραμικρό πρόβλημα, νά ἐγκαταλείπετε τόν γλυκύτατο Χριστό – τόν ποιητή, τόν λυτρωτή, τόν ἀληθινό γιατρό σας – καί νά πηγαίνετε στόν καταραμένο διάβολο – τόν φονιά καί τύραννό σας; Πῶς σᾶς κάνει καρδιά νά καταφρονεῖτε τόσους ἁγίους, πού εἶναι φίλοι καί εὐεργέτες καί θεραπευτές σας, καί νά καταφεύγετε στούς μάγους καί τούς δαίμονες, πού εἶναι οἱ πιό ἄσπονδοι ἐχθροί σας;

Μά πιστεύετε στ’ ἀλήθεια, πώς αὐτά πού κάνει μιά ἀλλοπαρμένη κακόγρια, μιά τσιγγάνα, μιά μάγισσα, δέν μπορεῖ νά τά κάνει καί ὁ Χριστός; Πιστεύετε πώς μέ τά κάρβουνα καί τά πέταλα καί τά διαβολικά φυλαχτά δέν ἔχουν ἴση τουλάχιστο δύναμη ὁ Σταυρός, ὁ ἁγιασμός καί τά ἄλλα σωτήρια ἰαματικά μέσα τῆς πίστεώς μας; Ἄχ, ἀχάριστα πλάσματα! Ἄχ, γενεά ἄπιστη καί σκληρόκαρδη! Πόσο δίκιο ἔχει ὁ Χριστός μας νά λυπᾶται καί νά φωνάζει παραπονετικά μαζί μέ τόν προφήτη Ἠσαία: “Ἄκουε, οὐρανέ, καί ἐνωτίζου, γῆ… υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ μέ ἠθέτησαν” (Ἡσ.1:2).

Γιά νά μή λυπᾶται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐξαιτίας σας, γιά νά μή φαίνεστε κι ἐσεῖς ἀχάριστοι στόν μεγάλο αὐτό Εὐεργέτη σας, σᾶς παρακαλῶ ἀδελφοί μου, μήν πηγαίνετε σέ μάγους καί μάγισσες καί τσιγγάνες. Κι ὅταν ἀρρωσταίνετε, νά προστρέχετε στόν Χριστό μέ ζωντανή πίστη καί νά ζητᾶτε ἀπ’ Αὐτόν τή γιατρειά σας. Γιατί Αὐτός εἶναι ὁ φιλόστοργος πατέρας σας. Κι ἄν σᾶς ἔδωσε τήν ἀρρώστια, σᾶς τήν ἔδωσε γιά νά δοκιμάσει τήν ὑπομονή σας, γιά νά σᾶς στεφανώσει περισσότερο καί γιά νά δεῖ ἄν τόν ἀγαπᾶτε γνήσια. Νά προστρέχετε ἀκόμα στήν Κυρία Θεοτόκο, πού θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς καί παρηγορεῖ τούς λυπημένους. Νά προστρέχετε, τέλος, στούς ἁγίους Πάντες καί νά τούς παρακαλεῖτε μέ θέρμη. Ἔτσι θά πετύχετε τήν ἀληθινή θεραπεία σας.

Κι ἄν ὅμως δέν βρεῖτε τήν πολυπόθητη ὑγεία, κι ἄν ὁ Θεός σᾶς ἀφήσει νά ταλαιπωρεῖστε, ἐπειδή αὐτό συμφέρει τήν ψυχή σας, καί πάλι πρέπει νά στέκεστε ἀνδρεῖοι καί στερεοί στήν πίστη. Χίλιες φορές νά προτιμήσετε τόν θάνατο, παρά νά καταφύγετε σέ μάγους καί ν’ ἀρνηθεῖτε ἔτσι τόν Χριστό.

β) Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τά ἀπόκρυφα.

Ὅσοι θέλουν νά μάθουν τό μέλλον ἤ διάφορα κρυφά πράγματα, ἅς γνωρίζουν, ὅτι μόνο ὁ Θεός ξέρει ὅλα τά ἀπόκρυφα καί μόνο ὁ Θεός προγνωρίζει τά μέλλοντα. Οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν κάποτε τά μυστικά αὐτά πράγματα, ὄχι ὅμως ἀπό μόνοι τους, ἀλλ’ ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μάγοι καί οἱ δαίμονες, πάντως, ἐπειδή εἶναι σκοτισμένοι καί δέν ἔχουν τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦν νά γνωρίζουν τίποτε κρυφό, οὔτε τί μέλλει νά συμβεῖ στόν κάθε ἄνθρωπο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος. Ἄν θέλει, κλίνει στό καλό · ἄν δέν θέλει τό καλό, κλίνει στό κακό. Ἄρα εἶναι ἄγνωστη ἡ ἐξέλιξη καί κατάληξή του. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός περιγελᾶ τή Βαβυλώνα, πού οἱ κάτοικοί της πίστευαν στούς ἀστρολόγους καί στούς δαίμονες, καί τῆς λέει: “Ἅς σέ σώσουν τώρα οἱ ἀστρολόγοι, ἄς προβλέψουν τί πρόκειται νά σοῦ συμβεῖ!” (Ἡσ. 47:13).

Προγνωρίζουν, βέβαια, πολλά οἱ δαίμονες, ἀλλά τά ἐξωτερικά καί φυσικά, συμπεραίνοντας τά γεγονότα ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως. Ὅπως, ἄλλωστε, καί πολλοί ἄνθρωποι σοφοί καί ἐπιστήμονες. Αὐτά ὅμως πού βρίσκονται στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καί ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεσή του, μόνο ὁ Θεός τά γνωρίζει μέ ἀκρίβεια. Ἐκεῖνοι συμπεραίνουν μερικά ἀπό τίς κινήσεις τοῦ σώματος καί τήν ἐξωτερική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, καί ὅσα φαίνονται νά προγνωρίζουν, τά γνωρίζουν σκοτεινά, ἀσαφῆ καί λοξά. Γι’ αὐτό καί οἱ χρησμοί τῶν μαντείων ἦταν διφορούμενοι, καί μποροῦσαν νά ἑρμηνευθοῦν καί ἔτσι καί ἀλλιῶς.

Ἄς ἔρθουν τώρα ἐδῶ οἱ Χριστιανοί, πού πηγαίνουν στούς μάντεις καί τίς μάντισσες εἴτε γιά νά τούς ποῦν τό μέλλον εἴτε γιά νά τούς ἐξηγήσουν τά ὄνειρα τους εἴτε γιά νά τούς φανερώσουν χαμένα πράγματα ἤ κρυμμένους θησαυρούς. Ἄς ἔρθουν, λέω, γιά νά τούς πῶ ὅ,τι εἶπε καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας κάποτε στόν Ἰσραήλ: Ἀνόητοι ἄνθρωποι, ὡς πότε θά κουτσαίνετε κι ἀπό τά δυό σας πόδια; Ὡς πότε θά πιστεύετε καί στόν Χριστό καί στούς μάντεις, δηλαδή τούς δαίμονες; Γιατί ἄν πιστεύετε πώς ὁ Χριστός, ὡς Θεός πού εἶναι, γνωρίζει τά πάντα καί τά φανερώνει σέ ὅσους Ἐκεῖνος θέλει, πῶς τρέχετε στούς μάντεις; Ἄν, ἀντίθετα, πιστεύετε πώς οἱ μάντεις ἔχουν τήν γνώση τῆς ἀλήθειας, πῶς προσκυνᾶτε τόν Χριστό καί ὀνομάζεστε μάταια Χριστιανοί; Δέν ξέρετε, πῶς δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε σέ δυό κυρίους;

Γιατί ὅμως, θά ρωτήσετε, κάποτε βγαίνουν ἀληθινά μερικά πράγματα, πού προλέγουν οἱ δαίμονες;

α) Ἐπειδή δέν πιστεύετε ἀκράδαντα στόν Κύριο καί μόνο, ἀλλά καί στούς δαίμονες. Ἔτσι, γιά τήν ἀπιστία σας, ὁ Θεός παραχωρεῖ νά γίνονται αὐτά πού ἐκεῖνοι προλέγουν.

β)Ἐπειδή, πηγαίνοντας στούς δαίμονες καί ζητώντας τήν βοήθειά τους, γίνεστε μόνοι σας δοῦλοι τοῦ διαβόλου, μπαίνετε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του. Ἔτσι, μπορεῖ πιά νά σᾶς κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄρα, ὅ,τι σᾶς πεῖ τό πραγματοποιεῖ κιόλας, ὅπως ἕνας κακοῦργος πού σκλαβώνει κάποιον ἄνθρωπο· ἄν τοῦ πεῖ ὅτι θά ζήσει, θά ζήσει· ἄν τοῦ πεῖ πώς θά πεθάνει, θά πεθάνει. Γιατί εἶναι στό χέρι τοῦ κακούργου νά κάνει εἴτε τό ἕνα εἴτε τό ἄλλο. Λέει σχετικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Ἅς ὑποθέσουμε, πώς ἕνα βασιλόπουλο ἐγκαταλείπει τό παλάτι του, πάει σέ τόπο ἔρημο καί μπαίνει θεληματικά κάτω ἀπό τήν ἐξουσία ἑνός λήσταρχου. Πές μου, μπορεῖ αὐτός ὁ λήσταρχος νά τοῦ πεῖ ἀπό πρίν μέ βεβαιότητα ἄν θά ζήσει ἤ θά πεθάνει; Καί βέβαια μπορεῖ! Ὄχι ὅμως ἐπειδή προεῖδε τό μέλλον, ἀλλ’ ἐπειδή, ἔχοντας γίνει κύριος τοῦ βασιλόπουλου, ἔχει τή δυνατότητα νά τοῦ κάνει ὅ,τι θέλει – εἴτε νά τό θανατώσει εἴτε νά τοῦ χαρίσει τή ζωή“.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, μήν πιστεύετε στήν πρόγνωση τῶν δαιμόνων, γιατί στήν πραγματικότητα δέν προγνωρίζουν τίποτα. Στόν Κύριο μόνο νά ἔχετε πίστη βαθιά, κι Ἐκεῖνος θά σᾶς φανερώσει ἐκεῖνα πού πρέπει νά γνωρίζετε.

γ) Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά φοβοῦνται τό διάβολο καί τούς δαίμονες.

Γιατί, Χριστιανοί μου, μέ τά διάφορα μαγικά κάνετε τά χατήρια τοῦ διαβόλου; Αὐτός δέν ἔχει ἐξουσία καί δύναμη νά προκαλέσει οὔτε τόν παραμικρό πειρασμό. Ἀφ’ ὅτου ὁ Χριστός σαρκώθηκε, ὁ διάβολος ἔχασε τήν τυραννική του ἐξουσία.  Ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος τοῦ συνέτριψε τήν κεφαλή κι ἄφησε μόνο τήν οὐρά του νά σαλεύει, ἔτσι, γιά νά γυμνάζονται καί νά στεφανώνονται οἱ πιστοί. Τώρα μόνο μέ ἀπάτες παγιδεύει τούς ἀνθρώπους στήν κακία καί ὄχι τυραννικά, ὅπως πρίν. Δηλαδή μόνο κακές σκέψεις μπορεῖ νά μᾶς βάζει, ἀλλ’ ἀπό τή δική μας θέληση ἐξαρτᾶται ἄν θά τίς δεχθοῦμε ἤ θά τίς διώξουμε. Κανένας πειρασμός, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο, ἄν δέν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Μάταια, λοιπόν, καλοπιάνετε τούς δαίμονες μέ τίς μαγεῖες, γιατί δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ.

Πῶς τιμωρεῖ ὁ Θεός τούς μάγους καί ὅσους προστρέχουν σ’ αὐτούς.

Μετά ἄπ ὅσα εἴπαμε, εἶναι εὐνόητο γιατί ὁ Θεός τιμωρεῖ αὐστηρά ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά ἤ τά χρησιμοποιοῦν.

Στήν Παλαιά Διαθήκη πρόσταζε νά θανατώνονται μέ λιθοβολισμό ὅσοι γίνονταν μάγοι, φαρμακοί κ.λπ. (Λευϊτ. 20:27). Ἀλλά καί πλήθη ὁλόκληρα ἀνθρώπων, πόλεις μεγάλες καί ἔνδοξες, παραδόθηκαν σέ πεῖνες καί σφαγές καί ἀφανισμούς ἐξαιτίας τῶν μαγικῶν, ὅπως ἡ Νινευί (Ναούμ 3:1), ἡ Βαβυλώνα (Ἡσ. 47:1-9), ἀκόμα καί ἡ Ἱερουσαλήμ ( Ἱερ. 14:14).

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπίσης ὁρίζει μεγάλες τιμωρίες (ἐπιτίμια).

Γιά παράδειγμα, ἡ ΣΤ΄Οἰκουμενική Συνοδος(ξα΄καν.) κανονίζει μέ ἑξάχρονη ἀποχή ἀπό τή θεία Κοινωνία, ὅσους καταφεύγουν σέ μάντεις, ὅσους “λένε τή μοίρα” καί ὅσους κάνουν γητέματα. Ἄν ἐπιμείνουν στά πονηρά τους ἔργα, τούς χωρίζει τελείως ἀπό τήν Ἐκκλησία.

Ἡ τοπική Σύνοδος τῆς Ἀγκύρας (κδ΄καν.) κανονίζει μέ πέντε χρόνια στέρηση τῆς θείας Κοινωνίας, ὅσους φέρνουν μάγους στά σπίτια τους, γιά νά βροῦν τά μάγια πού τούς ἔκαναν ἄλλοι.

Ὁ Μέγας Βασίλειος (ξε΄καν.) βάζει τούς γόητες καί φαρμακούς στήν ἴδια μοίρα μέ τούς φονιάδες, ἐπιτιμώντας τους μέ εἰκοσάχρονη ἀποχή ἀπό τή θεία Κοινωνία.

Πῶς νά φυλάγονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τά μαγικά.

Γιά νά φυλάγεσθε ἀπό τά μαγικά καί τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, νά ἔχετε ὅλοι – μικροί καί μεγάλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες – κρεμασμένο στό λαιμό σας τόν τίμιο Σταυρό. Τρέμουν οἱ δαίμονες τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ καί φεύγουν μακριά ὅταν τόν βλέπουν. Ἄλλωστε, ὅπως ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βοστρινό, πού εἶχε ἐξουσία κατά τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, τρία πράγματα φοβοῦνται περισσότερο: τόν Σταυρό, τό ἅγιο Βάπτισμα καί τή θεία Κοινωνία.

Νά ἔχετε ἐπίσης στό σπίτι σας, ἀλλά καί μαζί σας, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καί φυσικά νά τό μελετᾶτε. Σ’ ὅποιο σπίτι ὑπάρχει Εὐαγγέλιο δέν μπαίνει ὁ διάβολος.Τά ἀνδρόγυνα, γιά νά μή φοβοῦνται τό “δέσιμο”, πρίν παντρευτοῦν πρέπει νά ἐξομολογοῦνται, νά νηστεύουν τρεῖς ἡμέρες, νά συνδυάζουν τό μυστήριο τοῦ γάμου μέ τήν τέλεση θείας Λειτουργίας καί νά μεταλαμβάνουν ἔτσι τά ἄχραντα Μυστήρια. Προπαντός τά ἀνδρόγυνα νά ἔχουν πίστη στερεή καί ἀκλόνητη στόν Κύριο, κι Αὐτός θά διαλύσει τίς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων.

Ἄν, γιά τήν ὀλιγοπιστία μερικῶν Χριστιανῶν, οἱ δαίμονες παρουσιάζουν διάφορα φαντάσματα, εἴτε σέ τάφους εἴτε σέ σπίτια εἴτε ἀλλοῦ, νά καλεῖται ἱερέας, νά γίνεται ἁγιασμός καί νά ραντίζεται ὁ τόπος. Ἔτσι, μέ τή θεία Χάρη, διαλύεται κάθε δαιμονική ἐνέργεια.

Τέλος, ὅταν ἕνας Χριστιανός πρόκειται νά χτίσει σπίτι ἤ νά κατασκευάσει καΐκι κ.τ.ο., ἅς προσκαλεῖ ἕναν ἱερέα νά τοῦ κάνει ἁγιασμό καί νά διαβάσει τήν κατάλληλη γιά τήν περίσταση εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐπίλογος

Οἱ μάγοι, οἱ μάγισσες καί ὅσοι καταφεύγουν σ’ αὐτούς δέν ἔχουν θέση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Χάνουν τόν παράδεισο. Καί ποῦ στέλνονται; Ἀλίμονο! Στήν αἰώνια κόλαση μαζί μέ τούς ἄπιστους, τούς ἀσεβεῖς καί τούς εἰδωλολάτρες (Ἀποκ. 21:8). Νά πῶ καί κάτι φοβερότερο; Θά κολάζονται χειρότερα κι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Γιατί αὐτοί, ἔτσι γεννήθηκαν στήν ἀσέβεια, ἔτσι καί πέθαναν. Δέν βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος. Δέν πίστεψαν στόν Χριστό. Οἱ Χριστιανοί ὅμως, οἱ βαπτισμένοι, πού ἔγιναν παιδιά τοῦ Θεοῦ “κατά χάριν”, πού τράφηκαν μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, πῶς τόλμησαν κατόπιν καί τά καταφρόνησαν καί τ’ ἀρνήθηκαν καί καταπιάστηκαν μέ τά μαγικά;

Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, καί γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, φυλαχτεῖτε, ἀδελφοί μου, φυλαχτεῖτε ἀπό τή μαγεία. Καί πάλι σᾶς λέω, φυλαχτεῖτε! Μήν πηγαίνετε σέ μάγους καί μάγισσες. Σ’ ὅλες τίς περιστάσεις καί γιά ὅλες σας τίς ἀνάγκες νά προστρέχετε στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν προστασία τῆς Θεοτόκου καί στίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων. Ἔτσι καί ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς ἀνάγκες σας θά ἐλευθερωθεῖτε, καί ἀπό τήν αἰώνια κόλαση θά λυτρωθεῖτε, καί τήν οὐράνια βασιλεία θά κληρονομήσετε,“ἧς γένοιτο ἀξιωθῆναι πάντας ἡμᾶς χάριτι τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν”.

 

 

Τό νόημα τοῦ πόνου

Εἶναι εὔκολο κάποιος νά φιλοσοφεῖ ἤ νά θεολογεῖ γιά τόν πόνο. Ἀλλά εἶναι δύσκολο νά ἀντιμετωπίζει σωστά τόν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατό πόνο στή ζωή του.

Θεωρῶ πολύ τολμηρό νά μιλᾶ κανείς γιά τόν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δέν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τούς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, πού πονοῦν σωματικά ἤ ψυχολογικά ἤ πνευματικά.

Σωματικά πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό ἀρρώστειες, κακουχίες, πείνα.

Ψυχολογικά πονοῦν ἀπό κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καί μή ἀνταπόκριση στήν προσφερόμενη σέ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καί θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καί ἄλλα αἴτια.

Πνευματικά πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί ὅμως βλέπουν ὅτι μέ τίς ἁμαρτίες τους λυποῦν καί τόν Θεό καί προσβάλλουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο.

Πῶς μπῆκε ὁ πόνος στή ζωή μας;

Δέν μπῆκε ἀσφαλῶς κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ. Μπῆκε κατά παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐγωιστική παρακοή του ἔχασε τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, τόν Πλάστη του.

Ἀπό τήν ἄπονο κατάσταση τῆς θείας Βασιλείας, βρέθηκε σέ μία ἄλλη κατάσταση, στή ὁποία, ἀφοῦ δέν βασίλευε ἡ ἀληθινή Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωή φθαρμένη, συνυφασμένη μέ τόν θάνατο, τά πάθη καί τήν ἁμαρτία.

Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση, ὁ θάνατος κι ὁ πόνος φαινόταν νά ἔχουν ἕνα θετικό νόημα, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες, μέ τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐνέδυσε τούς πρωτόπλαστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά τούς παρηγορήσει στήν ἐξορία τους.

Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στό κακό, πού ἀλλιῶς θά ἦταν ἀθάνατο ἐπί τῆς γῆς.

Ὁ σωματικός πόνος εἰδοποιεῖ γιά τήν ἀσθένεια ὥστε, νά ὑπάρξει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροί γνωρίζουν πόσο εὐεργετικός εἶναι ὁ πόνος.

Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νά λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητός μας καί ἔτσι νά γνωρίσουμε τά πεπερασμένα μας ὅρια, γλυτώνοντας ἀπό κάθε μορφή αὐτοθεοποιήσεως.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ νά ἀναθεωρήσουμε τήν πορεία τῆς ζωῆς μας καί νά τήν ἐπαναπροσανατολίσουμε στό σωστό κέντρο της, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ νά λαμπικάρουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό ὥστε, νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, ὄχι γιατί μᾶς δίνει τά δῶρα του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακή εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλά γι’ Αὐτόν τόν ἴδιο.

Ἔτσι, ὁ πολυάθλος Ἰώβ, μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετώπισε τίς ἀσθένειες καί τίς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί ὄχι τόν Θεό γιά τά δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τόν Θεό τόσο δυνατά –ὅταν βρισκόταν ριγμένος πάνω στίς κοπριές, γεμάτος πληγές καί μέ σκοτωμένα τά δέκα παιδιά του– ὅσο δυνατά καί ὅταν εὐτυχοῦσε.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ ἀκόμη νά τοποθετηθοῦμε σωστά ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας, τούς ὁποίους πολλές φορές, ὅταν δέν πονᾶμε τούς καταφρονοῦμε, τούς ἀδικοῦμε, τούς κάνουμε νά πονοῦν μέ τήν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονή μέ τήν ὁποία ἀπομυζοῦμε τούς συνανθρώπους μας, γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι παράνομες ἡδονές μᾶς καταστρέφουν.

Πολλές φορές, ἄνθρωποι πού πόνεσαν δυνατά, βρῆκαν διά τοῦ πόνου τό ἀληθινό τους πρόσωπο, ξεπερνώντας τά προσωπεῖα καί γι’ αὐτό εὐχαρίστησαν τόν Θεό γιά τό δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καί ἄν αὐτό ἦταν μία ἀνίατος καί ὀδυνηρά ἀσθένεια. Συνέχεια

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀπό τήν ἄποψη τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί ἠθικῆς

Γεώργιος Μαντζαρίδης

Ἀπέναντι στά ὁριακά φαινόμενα τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται πρωτίστως συμβολικά. Καί ἡ μορφή τῆς συμβολικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς ἐκφράζει τήν οὐσιαστική στάση του ἀπέναντι στά ἀντίστοιχα φαινόμενα. Ἡ προτίμηση τῆς καύσεως ἤ τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν δέν ἐξαντλεῖται στό ἐπίπεδο τῆς λογικῆς ἤ τῆς γραφειοκρατίας, ἀλλά ἀνάγεται στό βάθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου· ἀνάγεται στή στάση του ἀπέναντι στό ὀξύτερο ὁριακό φαινόμενο τῆς ὑπάρξεώς του, στό θάνατο. Καί τό νόημα πού προσδίδει ὁ ἄνθρωπος στό θάνατο ἀποτυπώνεται στή μία ἤ τήν ἄλλη προτίμησή του.
Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τή σταθερή ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπειλεῖται μόνο, ἀλλά ἔχει καί συνείδηση τῆς ἀπειλῆς αὐτῆς. Ὁ θάνατος ἔρχεται νά διαλύσει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει τήν ἀγωνία τῆς διαλύσεως αὐτῆς μέσα στήν ἴδια τή ζωή του. Γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα πού διαμορφώνει γιά τό θάνατο καί τήν μεταθανάτια προοπτική προσδιορίζει ἀποφασιστικά τή στάση του ἀπέναντι στούς νεκρούς καί στό νεκρό ἑαυτό του.
Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, δέν ἀποτελεῖ δογματικό θέμα μέ τήν ἔννοια κάποιου δογματικοῦ ὅρου. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δέν θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή ταφή ἤ τήν καύση τους. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καί ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνδέονται στενά μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του. Συνέχεια