Ὁμιλία στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ
Metr. Anthony Bloom
Κάθε χρόνο πρὶν τὰ Χριστούγεννα, διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ χρόνια ἀναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει νὰ διαβάζουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα γιά μᾶς, ἐὰν δὲν σημαίνουν τίποτα; Καὶ τότε μοῦ ἔγινε αἰσθητὴ ἡ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ὀνόματα.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι, ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους προέρχεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλοι συγγενεῖς Του, καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς προκαλοῦν βαθιὰ συγκίνηση: ὁ Χριστὸς εἶναι αἷμα τους, ἀνήκει στὴν οἰκογένειά τους. Ὁ καθένας τους ὅταν σκέφτεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶναι παιδὶ τῆς οἰκογένειάς μας», καὶ γιὰ τὸν Χριστό, «καὶ Ἐκεῖνος εἶναι παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας, ἂν καὶ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀληθινὴ Θεικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας». Ἐπιπλέον, κάποια ὀνόματα ξεχωρίζουν: ὀνόματα Ἁγίων, ἡρώων τοῦ πνεύματος, καὶ ὀνόματα ἁμαρτωλῶν.
Ἀνάμεσά τους οἱ Ἅγιοι θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό,. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας: Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν- στὸν Θεό. Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.
Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.
Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι.
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τελευταῖο πράγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σκεφτεῖτε. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὀνόματα· γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, γιὰ ἄλλους δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ἀλλὰ ὅλοι ὑπῆρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὰν κι ἐμᾶς μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλπίδες, τοὺς κλυδωνισμοὺς στὸ θέλημα καὶ τοὺς δισταγμούς τους, μ’ ὅλη τὴν ἀρχικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο συχνὰ ἀμαυρώνεται κι ὅμως παραμένει φλογερὴ καὶ φωτεινή. Εἶναι ἀληθινὰ πρόσωπα καὶ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τὰ ὀνόματά τους νοιώθοντας, ὅτι, ναὶ-δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀλλὰ εἶστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικές, ἀνήκουν στὸν Θεό. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε, καὶ νὰ μάθουμε, μέσα στὴν συγκεκριμένη ζωὴ ποὺ ἔχουμε, κατὰ πόσον εἴμαστε ἀδύναμοι ἢ δυνατοὶ σὲ μία δεδομένη στιγμὴ καὶ ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δικοί Του.
Λοιπὸν ἂς σκεφτοῦμε τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔλθουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, ἂς τὴν δεχτοῦμε μὲ μιὰ λάμψη στὰ μάτια, μὲ μιὰ ζεστὴ καρδιά· αὐτὸ θὰ εἶναι δυνατὸ μονάχα στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ γίνεται ὁλοένα πιὸ ἀληθινὸς στὴ ζωή μας καὶ μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον, θ’ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνθρώπου εἶναι πρόσωπα ἀληθινά, ζωντανά, ποὺ ἀνήκουν σέ μᾶς καὶ στὸν Θεό. Ἀμήν.
«Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή Σου Χριστὲ»
ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
Τὸ γεγονὸς τῶν Χριστουγέννων εἶναι θαυμαστὸ καὶ τέλεια ἡ χάρη τῆς ἑορτῆς ποὺ σκέπασε τὴ γῆ. Ἡ ἀρετὴ τοῦ Χριστοῦ κάλυψε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία λαμπρύνεται ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ὑψίστου πάνω στὴ γῆ. Πανηγυρίζει φαιδρῶς τὴ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸν Μονογενῆ Του Υἱό, γιὰ νὰ μὴ χάνεται στὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας ὅποιος πιστεύει, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια [1].
Ὁ Θεὸς ἔγινε Ἄνθρωπος, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Κατέβηκε ὁ Ὕψιστος ἀπὸ τὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πτώση του. Πτώχευσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πλουτίσει ὁ ἐνδεὴς ἄνθρωπος. Τὰ Χριστούγεννα γιορτάζουμε τὴν καινὴ δημιουργία, τὴν «παλιγγενεσία» [2], τὴν ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Θεὸς γεννήθηκε καὶ ἔφερε τὴ χάρη πάνω στὴ γῆ, ἡ Ἐκκλησία, ὡς μητέρα τίκτουσα, ὠδινᾶται καὶ πάσχει μὲ τὸν πόθο νὰ γεννηθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ.
Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζουμε τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς εὐσεβείας, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» [3]. Συγχρόνως, ἐπίσης, πανηγυρίζουμε καὶ ἀκόμη ἕνα γεγονός, τὸ ὅτι δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους «χάρις ἀντὶ χάριτος» [4]. Δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πλέον τὴ δυνατότητα νὰ γεννηθοῦν ἐν Πνεύματι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀναγεννηθοῦν διὰ τῆς χάριτός Του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος, [5] ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Τοῦ Ἀμνοῦ, ποὺ ποιμαίνει τοὺς ποιμένας καὶ τοῦ Ποιμένος, ποὺ μέλλει νὰ συνάξει στὴ Βασιλεία Του ὅλους μαζί, ἀρνία καὶ ἐρίφια, λύκους καὶ πρόβατα.
Ἡ Γέννηση τοῦ μεγάλου Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος ἔγινε, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, στὴ Βηθλεέμ, [6] τὴν πόλη τῶν κατὰ σάρκα προγόνων Του. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἔνδοξη πόλη τοῦ Δαυίδ, τοῦ μεγάλου βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ. Ἐφόσον ὁ Χριστὸς ἦταν σπέρμα Ἀβραὰμ καὶ ἀπόγονός τοῦ προφητάνακτος Δαυίδ, ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ. Αὐτὸς ποὺ ἔμελλε νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων [7], ποὺ θὰ βασίλευε «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» ἔφθασε ἐκεῖ κατὰ τὴ σοφὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ «δόγμα» [8] τοῦ Καίσαρος. Γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ Αὐτὸς ποὺ ἔμελλε νὰ εἶναι ὁ Ἡγούμενος τοῦ Ἰσραὴλ [9]. Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ὁ Ἰσραήλ; Βεβαίως, ὑπάρχει, ὁ ἱστορικὸς λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὑπάρχει ὅμως καὶ ὁ πνευματικὸς Ἰσραήλ. Κατὰ τὴν Ἐβραϊκὴ γλώσσα «Ἰσραὴλ» σημαίνει, «νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν». Οἱ Χριστιανοί, δηλαδή, ποὺ προσβλέπουν στὸν Ἀόρατο Θεὸ διὰ τῆς πίστεως, εἶναι τὸ «ἅγιο ἔθνος» [10], ὁ ἅγιος Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ.
Μέγα καὶ παράδοξο θαῦμα, ὁ «Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» [11] ἦλθε στὴ Βηθλεὲμ καὶ δὲν εἶχε κατάλυμα ποὺ νὰ μείνει. Ὁ «Κύριος τῶν κυριευόντων» [12] ἦλθε στὴν προγονική Του πόλη ὡς πρόσφυγας. Οἱ πρόσφυγες μὲ τὴν οἰκτρὴ προσφυγιὰ τους ἔδωσαν πατριὰ σὲ Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ὀνομάζεται «κάθε πατριὰ ἐν Οὐρανῶ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος στοὺς Ἐφεσίους [13].
Ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τῆς ζωῆς τοῦ θείου Βρέφους διακρίνουμε τὸ ἄφατο μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀκατάληπτη καὶ ἀνεκδιήγητη ἡ μεγαλωσύνη Του, ἄπειρη καὶ ἀνεξιχνίαστη καὶ ἡ κατάβασή Του. Ἀδυνατοῦμε νὰ συλλάβουμε μὲ τὸ χοϊκὸ νοῦ μας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἰσχύουμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν κατάβασή Του· διότι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι Ἄπειρος στὴν πλούσια Θεότητά Του καὶ Τέλειος στὴν ἄμετρη κένωσή Του.
Τί συμπέρασμα, λοιπόν, μποροῦμε νὰ βγάλουμε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν ἐμπερίστατο καὶ τελείως ἀφανῆ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γεννιέται ὁ Ἰησοῦς; Ὅσοι ἔχουν αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦν [14], μάτια ποὺ βλέπουν [15] καὶ καρδιὲς ποὺ κατανοοῦν, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅσο ζοῦμε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, κατέχοντες αὐτόν, ἀπολαμβάνοντας αὐτόν, ἱκανοποιημένοι καὶ κορεσμένοι ἀπὸ αὐτόν, τόσο ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μορφωθεῖ στὶς καρδιές μας. Ὁ μάταιος αὐτὸς κόσμος ἀγωνίζεται νὰ ἀφήσει στὴν ψυχή μας τὶς ἐντυπώσεις του, παλεύει νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν νοῦ μας μὲ τὰ εἴδωλά του καὶ νὰ μᾶς κρατήσει κοντά του μὲ τὶς παρερχόμενες εἰκόνες, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐντυπώσει ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερα μέσα μας.
Ὁ κόσμος αὐτὸς ἐξάπτει τὶς ἐπιθυμίες τῶν παθῶν καὶ ὅταν αὐτὲς ἱκανοποιηθοῦν γεννοῦν ἄλλα μεγαλύτερα πάθη, δημιουργώντας στὴν καρδιὰ σύγχυση μεγάλη, τὴ Βαβυλώνα τῶν παθῶν. Ὁ Προφήτης ἔλεγε, «μακάριος ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιάσει καὶ θὰ συντρίψει τὰ νήπια τῆς Βαβυλῶνος πάνω στὴν πέτρα [16]. Μακάριος, δηλαδή, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ συντρίβει τὶς ἀπαρχὲς τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν πάνω στὴν πέτρα τῆς πίστεως. Συνέχεια
Ὁ πασχάλιος χαρακτήρας τῶν Χριστουγέννων
Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ
Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἁπλοί ἄνθρωποι χαρακτηρίζουν τά Χριστούγεννα ὡς Πάσχα. Δέν κάνουν κάποιο λάθος, ἀλλά ἐκφράζουν τό βαθύτερο νόημα τῆς χριστιανικῆς ἑορτῆς ἡ ὁποία ἑνώνει τά γεγονότα τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας καί ἀναδεικνύει τή χαρά γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ[1] καί μία κατά βάσιν εἶναι ἡ ἑορτή, τό γεγονός δηλαδή «τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως»[2]. Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου καί τό Πάσχα «πέρας τῆς οἰκονομίας ἐστί. Πῶς δ’ ἄν ἐγένετο τό πέρας, εἰ μή ἡ ἀρχή καθηγήσατο; Τί τίνος ἐστίν ἀρχηγικώτερον; Ἡ γέννησις δηλαδή τῆς κατά τό πάθος οἰκονομίας»[3]. Μέ ἁπλούστερα λόγια οἱ δύο πυλῶνες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, Χριστούγεννα καί Πάσχα (κινητό καί ἀκίνητο ἑορτολόγιο), εἶναι ἀλληλένδετοι, διότι ἐάν δέν ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός δέν θά ἀνίστατο. Ὁ Χριστός «εἶναι ὁ Λόγος-Δημιουργός διά τοῦ ὁποίου ἔγιναν τά πάντα καί εἶναι ὁ ἴδιος ἐπίσης πού ἔρχεται νά ἀναπλάσει τά πάντα στούς ἔσχατους καιρούς… Τά Χριστούγεννα στήν καρδιά τοῦ χειμώνα, εἶναι ἡ στιγμή ὅπου τό φῶς ἀρχίζει νά θριαμβεύει πάνω στό σκοτάδι, πράγμα πού συμβολίζει τήν ἐμφάνιση τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης. Ἀντίθετα τό Πάσχα, στήν ἐαρινή ἰσημερία σημαίνει τόν θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀναστάσεώς του»[4].
Τήν ὡς ἄνω ἀλήθεια τοῦ ἑνιαίου θεολογικά καί ἀνθρωπολογικά χαρακτήρα Χριστουγέννων καί Πάσχα βιώνει ἡ ὀρθοδόξως πιστεύουσα ψυχή καί καταγράφει τόσο ἡ πατερική, ὅσο καί ἡ λειτουργική-ὑμνολογική μας παράδοση. «Χριστούγεννα: Πάσχα, ἑορταζόμενο ἐπί τρεῖς ἡμέρες» σημειώνεται σέ σλαβωνικά Τυπικά[5]. Τά πατερικά κείμενα ἐπίσης προβάλλουν ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι τό μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος, σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Χριστοῦ εἶναι ἕνα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος π.χ. γράφει ὅτι πανηγυρίζουμε κατά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, δηλαδή τῶν Γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, διότι ἑορτάζουμε «ἐπιδημίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, ἵνα πρός Θεόν ἐνδημήσωμεν ἢ ἐπανέλθωμεν». Ἡ ἐπάνοδος ὅμως στό παλαιό κάλλος, ἡ ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μας προϋποθέτει καί τήν ἀπόθεση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τή συσταύρωση δηλαδή καί συνανάσταση μέ τό Χριστό· «Καί ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδάμ ἀπεθάνομεν, οὕτως ἐν Χριστῷ ζήσωμεν, Χριστῷ καί συγγεννώμενοι καί συσταυρούμενοι καί συνθαπτόμενοι καί συνανιστάμενοι»[6]. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ ὅτι τά σμύρνα πού δίδονται ἀπό τούς Ποιμένες στόν τεχθέντα Κύριο προσφέρονται «ὡς ἀνθρώπῳ εἰς ἐνταφιασμόν»[7]. Ὁ μαθητής δέ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου Πρόκλος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ «ἐν τῇ γαστρί τῆς Παρθένου τό ἴδιον αὑτοῦ σῶμα, ὡς οἶδεν, ἑαυτῷ διαπλάσας, αὐτός καί ἐν τρισίν ἡμέραις, τήν λύσιν τῆς ψυχῆς αὑτοῦ ἀπό τοῦ ἰδίου σώματος πάλιν ἑνώσας, τήν ἑαυτοῦ ἀνάστασιν ἔδειξε»[8].
Σέ λειτουργικό καθαρά ἐπίπεδο ἡ προεόρτιος καί μεθέορτος περίοδος τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς πρότυπο τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα πού εἶναι ἀρχαιότερη[9]. Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Μεγάλη Ἑβδομάδα, Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί ὕμνοι ἀνάλογοι μέ τήν ἑορτή αὐτή. Ἀπό τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) ψάλλονται οἱ καταβασίες τῶν Χριστουγέννων «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε» καί τό κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται…». Ἀπό τήν 20ήν Δεκεμβρίου ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Χριστουγέννων, ὁπότε καί οἱ πιστοί προετοιμάζονται ἐντατικότερα γιά νά ὑποδεχθοῦν «τό ἐν σπηλαίῳ μέγα μυστήριον»[10]. Οἱ Τριώδιοι δέ Κανόνες πού ψάλλονται στά Ἀπόδειπνα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν μιμοῦνται τά τριώδια τῶν Ὄρθρων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος πρό τοῦ Πάσχα· «Τῷ τήν ἄβατον· κυμαινομένην θάλασσαν…», «Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ, οἱ ὅσιοι τρεῖς Παῖδες μή πεισθέντες…» κ.λπ. Κατά τόν τύπον ἐπίσης τοῦ δοξαστικοῦ Τροπαρίου «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…» τῆς Θ΄ ὥρας τῆς Μ. Παρασκευῆς δημιουργήθηκε τό ἀντίστοιχο τροπάρο «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…» τῆς Θ΄ ὥρας κατά τήν παραμονή τῆς 25ης Δεκεμβρίου[11]. Συνέχεια
Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
α) Ἐὰν εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος θὰ εἶναι ἡ σιωπή, τότε ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μνήστωρ τῆς Παρθένου, εἶναι τύπος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Στὰ εὐαγγέλια δὲν διασώζεται κανένας λόγος του, δὲν ἀναφέρεται καμιὰ συνομιλία του. Περιγράφονται μόνο οἱ σκέψεις του καὶ οἱ ἐνέργειές του. Προσεγγίζει τὸ μυστήριο τῆς ἄφατης κένωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ δέος, περίσκεψη καὶ σιωπή. Κι ὅταν λογισμοὶ ἀμφιβολίας τὸν κατακλύζουν, κι ὅταν ἡ ταραχὴ τοῦ προξενεῖ ἀνυπόφορο ψυχικὸ πόνο, τότε μιλάει ὁ οὐρανός.
β) Ἀλλὰ ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ Ἰωσὴφ ἐπιλέχθηκε στὸ κατώφλι τοῦ γήρατός του νὰ γίνει προστάτης καὶ φύλαξ τῆς Παρθένου. Ὅμως στὴ διάρκεια τῆς μνηστείας, Ἐκείνη βρέθηκε ἔγκυος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ προκάλεσε ἀμφιβολίες καὶ τὴν θεώρησε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ΄Ὕμνου: «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη».
γ) Ἡ ταραχὴ αὐτὴ «μεταφράζεται» μὲ γλαφυρὸ καὶ δραματικὸ τρόπο ἀπὸ ἄλλο ὑμνωδό: «Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον· Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο, ὅ ἐν σοί τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι. Ἀντὶ τιμῆς, αἰσχύνην· ἀντ’ εὐφροσύνης, τὴν λύπην· ἀντὶ τοῦ ἐπαινεῖσθαι, τὸν ψόγον μοὶ προσήγαγες. Οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων· ὑπὸ γὰρ ἱερέων ἐκ τοῦ ναοῦ ὡς ἄμεμπτον Κυρίου σὲ παρέλαβον· καὶ τί τὸ ὁρώμενον;».
δ) Ὅμως παρὰ τοὺς λογισμούς, ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν εὐσεβὴς καὶ δίκαιος, δὲν θέλησε νὰ διαπομπεύσει τὴ Μαριάμ. Ἀποφάσισε νὰ διαλύσει τὸν ἀρραβώνα χωρὶς ἐπίσημη διαδικασία. Τότε ἀκριβῶς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰωσήφ, ἀπόγονέ τοῦ Δαβίδ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, γιατί τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γεννήσει γιό, καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, γιατί αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του» (Ματθ. 1, 20-21).
ε) Ὁ Ἰωσὴφ εἶναι μοναδικὸ πρόσωπο, διότι ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι τὴν αὐστηρότητα τοῦ νόμου. Χαρακτηρίστηκε δίκαιος, παρότι δὲν ἔμεινε προσκολλημένος στὸν παλαιὸ νόμο, τὸν ὁποῖο ὑπερέβη συνεργώντας στὸ ἔργο τῆς χάριτος. Ἔγινε διάκονος τῆς νέας διαθήκης, ὄχι τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. «Τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β’ Κορ. 3, 6). Ἐξάλλου, ἡ χριστιανικὴ δικαιοσύνη βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ὅρια ὁποιασδήποτε προσκόλλησης στὸ γράμμα τοῦ νόμου.
ΣυνέχειαὉ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος
Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ
Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.
Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».
Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.
Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.
ΣυνέχειαἩ πρώτη γέννηση τοῦ Χριστοῦ
Στέργιου Ν. Σάκκου
Ἡ θεία ἀποκάλυψη, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδει ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς τὴν ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μιλᾶ μόνο γιὰ μία γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ γιὰ τρεῖς γεννήσεις.
Γιὰ τὴν ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννησή του ἀπὸ τὸν Πατέρα,
γιὰ τὴν ἐν χρόνω ἐνανθρώπησή Του ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία,
καὶ γιὰ τὴν ἐν Πνεύματι ἁγίω γέννησή Του στὴ ζωὴ τῶν ἀναγεννημένων πιστῶν.
Κάθε γέννηση ἀποτελεῖ καὶ μία σπουδαία δογματικὴ ἀλήθεια, ποὺ δημιουργεῖ ἀνάλογες ἠθικὲς ὑποχρεώσεις σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ τὴν ἐγκολπωθεῖ. Ἔτσι ὁ πιστὸς μελετώντας τὶς τρεῖς γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ ἀφ’ ἑνὸς γνωρίζει καλύτερα τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ ἀφ’ ἕτερου μαθαίνει ἀκριβέστερα τὸ θέλημά του, ὥστε νὰ τὸ ἐφαρμόσει γιὰ τὴ σωτηρία του.
Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ
Ἐν ἀρχῇ ἧν ὁ Λόγος
1. Τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος
Ἡ πρώτη γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄχρονη καὶ ἀΐδια γέννησή Του ἀπὸ τὸ Πατέρα. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Υἱὸς Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶναι Υἱός, σημαίνει ὅτι γεννήθηκε καὶ ὅτι ἔχει Πατέρα. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα τρία πρόσωπα, ἀλλὰ ἕνας Θεός. Πῶς συμβαίνει αὐτό, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ ἐννοήσει ἀνθρώπινος νοῦς, ἀλλὰ οὔτε ὑπάρχει καὶ παράλληλο παράδειγμα στὴ φύση. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ πλησιάσουμε τὸ μυστήριο, χρησιμοποιοῦν τὰ παραδείγματα τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ νοῦ. Ὅπως ὁ ἥλιος γεννᾶ τὸ φῶς καὶ ἐκπορεύει τὴ θερμότητα, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα· ὅπως ὁ νοῦς γεννᾶ τὸ λόγο καὶ ἐκπορεύει τὴ σκέψη, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι καὶ τὰ τρία ἀξεχώριστα· ἔτσι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ἀλλὰ δὲν παύουν οὔτε στιγμὴ τὰ τρία πρόσωπα ν’ ἀποτελοῦν μία οὐσία καὶ μία φύση.
Ἐν τούτοις, κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνος, μποροῦμε εὔκολα νὰ καταλάβουμε γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνος. Ἡ κοινὴ λογικὴ βεβαιώνει ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος, ἔστω καὶ ἂν βρίσκεται στὸ ὡραιότερο μέρος, καὶ μὲ τὶς ἰδανικότερες συνθῆκες, ὅταν τοῦ λείπει ἡ συντροφιά. Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ φαντασθοῦμε ποτὲ τὸ μακάριο καὶ τέλειο Ὅν πού λέγεται Θεός, νὰ εἶναι μόνο; Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη νὰ ἀπολαμβάνει μόνος στοὺς ἄπειρους αἰῶνες ὅλα ὅσα ἡ πανσοφία καὶ ἡ παντοδυναμία Του προσφέρει; Τουλάχιστον ἀπὸ αὐτή τὴν ἄποψη τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος ἱκανοποιεῖ πλήρως τὸ λογικό μας. Κι ἂν δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὸ πῶς, μποροῦμε ὅμως νὰ τὸ παραδεχθοῦμε· «ἡ μονὰς ἐν τριάδι καὶ ἡ τριὰς ἐν μονάδι», κατὰ τὴν ἔκφραση ἀρχαίου διδασκάλου.
ΣυνέχειαΧριστούγεννα
Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου
Ἤθελα νά πῶ λίγα λόγια γιά τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Διότι ὁ κόσμος κάνει μεγάλη προσπάθεια νά ἐντυπώσει μέσα μας τίς δικές του μορφές, ἐνῶ ἡ ἐκκλησία μας ὀδύνει, πάσχει δηλαδή, νά μορφωθεῖ μέσα μας ὁ Χριστός. Καί ἐάν ἐξετάσουμε μερικά ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, θά κατανοήσουμε καί τό νόημα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.
Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ πού ἐξῆλθε ἀπό τήν παρθενική γῆ. Ἡ γυναίκα πού ἔγινε ἡ αἰτία τῆς κατάρας τώρα ἐκφέρει τήν δρόσον τῆς εὐλογίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ νέος Νῶε πού ὑπόσχεται νά μᾶς διαναπαύσει ἀπό τίς λύπες καί τά ἔργα τῶν χειρῶν μας. Εἶναι ὁ ἀγενεαλόγητος Μελχισεδέκ πού ἔρχεται νά κληρονομήσει βασιλείαν καί ἱερωσύνην αἰώνιον. Παρῆλθε ἐπιτέλους ἡ μακρά νύχτα τοῦ σκότους καί τό ἑωθινό φῶς εἰσχωρεῖ μέσα στό γνόφο τοῦ Παλαιοδιαθηκικοῦ ἱερείου, τοῦ ναοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, πού εἶναι στραμμένος περισσότερο στήν αἰώνια ἀνατολή, παρά στήν καθημερινότητα.
Σέ αὐτό τό γεγονός βλέπουμε οἱ ποιμένες νά ἔρχονται νά προσκυνήσουν τόν Ἀμνόν τόν ποιμαίνοντα τούς ποιμένας. Ἐκεῖνον τόν Ποιμένα πού μπορεῖ νά μαζέψει σέ ἕνα ποίμνιο τούς λύκους μέ τά πρόβατα καί τά λιοντάρια μέ τούς νεανίσκους.
Ἔτσι, εἶναι μεγάλη χαρά πού γεννᾶται ὁ Χριστός καί στό μέσον τῆς ἑορτῆς βλέπουμε τήν Ἐκκλησία μας νά ἔχει μιά χαρμολύπη.
Μιά χαρά ἀναμεμιγμένη μέ λύπη. Χαρά διότι «παιδίον ἐγεννήθη υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν ἠμίν» [1]. Ἐγεννήθη αὐτός ὁ υἱός πού μᾶς δόθηκε γιά τή σωτηρία μας καί αὐτή εἶναι ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ἔχει καί μιά λύπη, διότι ἀγωνίζεται ἡ Ἐκκλησία νά μορφωθεῖ στίς καρδιές μας ὁ Χριστός. Καί δέν πρέπει νά ἀντιπαρέλθουμε αὐτή τή λύπη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά νά ἐξετάσουμε τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς γεννήσεως, ὥστε νά μπορέσουμε νά τοποθετηθοῦμε ὅπως πρέπει καί νά μή χάσουμε τήν ὠφέλεια τοῦ γεγονότος.
ΣυνέχειαἩ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ,τό Μέγα Μυστήριο
Φώτης Κόντογλου
Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια. Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη.Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν…». Συνέχεια
Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Ἁγ. Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας
Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ.
Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά.
Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό.
Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος. Συνέχεια
Γιατί ὁ Θεὸς ῎Εγινε ῎Ανθρωπος; Τὸ ἐρώτημα τοῦ ᾿Ανσέλμου καὶ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας
Παναγιώτου Νέλλα
1. ῾Ιστορία καὶ σημασία τοῦ προβλήματος.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ «Cur Deus Homo?» τὸ ἔφερε στὸ ἄμεσο προσκήνιο τῶν θεολογικῶν συζητήσεων, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ῎Ανσελμος Καντερβουρίας τὸν ΙΑʹ αἰώνα, μὲ τὸ περίφημο ὁμώνυμο ἔργο του. ῾Η ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸ ἐρώτημα, γνωστὴ ἐπίσης, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. ῾Η θέση αὐτὴ ἦταν ἀπαραίτητη στὸ ὅλο ἀνσέλμειο σύστημα καὶ χρησιμοποιήθηκε ὡς στήριγμα τῆς δικανικῆς περὶ λυτρώσεως διδασκαλίας. ᾿Εκεῖνο ποὺ πρόσεξαν καὶ στὸ ὁποῖο ἀντέδρασαν ὀρθὰ οἱ ἀνατολικοὶ θεολόγοι, εἶναι ἡ περὶ ἱκανοποιήσεως δικανικὴ θεωρία. ᾿Αλλὰ δὲν δόθηκε ἀκόμη, στοὺς νεώτερους δικούς μας χρόνους, ἡ δέουσα προσοχὴ στὴν ἴδια τὴν ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος, στὴ θέση ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. ῾Η θέση αὐτὴ ἔχει περάσει χωρὶς συζήτηση καὶ στὴ δική μας νεώτερη θεολογία, τὸ κήρυγμα, τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή, μὲ βαρύτατες ὅπως θὰ γίνει φανερὸ στὴ συνέχεια συνέπειες. Συνέχεια
Γιατί ὁ Θεὸς῎Εγινε῎Ανθρωπος;
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ
«᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω» (᾿Αποκ. αʹ 8)
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως. ᾿Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίου στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν, τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στὴν πολεμική του κατὰ τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ, καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ Δʹ καὶ Εʹ αἰώνα. ≪᾿Εκεῖνο σώζεται ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό≫, λέγει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός1. Συνέχεια
Γιατί ὁ Θεὸς῎Εγινε῎Ανθρωπος;
Παναγιώτου Νέλλα
ΑΝΑΦΕΡΑΜΕ ἤδη ὅτι γιὰ τοὺς Εἰρηναῖο, ᾿Ωριγένη, ᾿Αθανάσιο, Γρηγόριο Νύσσης καὶ ἄλλους πατέρες, στοὺς ὁποίους περιλαμβάνονται Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητὴς καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὸ ᾿Αρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός.῞Ενα κείμενο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα δὲν ἐπιτρέπει, σχετικά, καμμιὰ ἀμφιβολία. Μοιάζει χαρακτηριστικὰ πρὸς τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ποὺ παραθέσαμε, καὶ ταυτόχρονα τὸ ἑρμηνεύει ἀποφασιστικά:≪Καὶ γὰρ διὰ τὸν καινὸν ἄνθρωπον ἀνθρώπου φύσις συνέστη τὸ ἐξ ἀρχῆς· καὶ νοῦς καὶ ἐπιθυμία πρὸς ἐκεῖνον κατεσκευάσθη· καὶ λογισμὸν ἐλάβομεν, ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκωμεν, ἐπιθυμίαν, ἵνα πρὸς ἐκεῖνον τρέχωμεν, μνήμην ἔσχομεν, ἵν᾿ ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεὶ καὶ δημιουργημένοις αὐτὸς ἀρχέτυπον ἦν. Οὐ γὰρ ὁ παλαιὸς τοῦ καινοῦ, ἀλλ᾿ ὁ νέος ᾿Αδὰμ τοῦ παλαιοῦ παράδειγμα≫1. Συνέχεια
῾Η Σωτηριολογικὴ Σημασίατῆς ᾿Ανθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ
᾿Ανδρέου Θεοδώρου
«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω. αʹ 14)
Η Σάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸ ἐπίκεντρο τῆς Πίστεώς μας. ῎Εγινε, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γαλ. δʹ 4), δηλαδὴ ὁ «καιρὸς», ποὺ ὅρισε ὁ Πατὴρ στὸ ἀπειρόσοφο σχέδιο τῆς «θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας» Του. Τότε ἔστειλεν ὁ Πατὴρ τὸν Υἱόν Του τὸ μονογενῆ στὸν κόσμο, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄν-θρωπο ἀπὸ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία.
῞Οτι ἡ θεία Σάρκωση ἀπέβλεπε στὰ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται ρητὰ καὶ στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας: «Τὸν δι᾿ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Μερικοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ γινόταν
οὕτως ἤ ἄλλως, καὶ σὲ περίπτωση ἀκόμα, ποὺ δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος. ῾Η θεωρία αὐτή, ποὺ εἶναι «θεολογούμενο», κάτι δηλαδή, ποὺ συζητιέται ἐλεύθερα στὴ θεολογία, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι σωστή. Συνέχεια
Τὰ δῶρα τῶν Μάγων
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν» (Ματθ. Β΄11).
Τρία δῶρα ἔφεραν στὸ νεογέννητο Βασιλιά. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν συμβόλισαν τὴν ἁγία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὸ ὄνομα τῆς Ὁποίας ἦρθε στὸν κόσμο τὸ παιδὶ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὴν τριπλή διακονία τοῦ Κυρίου: τὴ βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν προφητική, γιατί ὁ χρυσὸς συμβολίζει τὴν αὐτοκρατορική, τὸ λιβάνι τὴν ἱερατικὴ καὶ ἡ σμύρνα τὴν προφητικὴ ἢ τὴ θυσιαστική. Τὸ νεογέννητο βρέφος θὰ γινόταν ὁ Βασιλιᾶς τοῦ ἀθάνατου βασιλείου, ὁ ἀναμάρτητος ἱερέας καὶ προφήτης καί, ὅπως οἱ περισσότεροι προφῆτες πρὶν ἀπ’ Αὐτόν, θὰ θανατωνόταν.
Ὅλοι τὸ γνωρίζουν πὼς ὁ χρυσὸς μαρτυρεῖ κάποιον βασιλιὰ καὶ τὴ βασιλεία του. Ὅλοι γνωρίζουν πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ ἱερωσύνη καὶ προσευχή. Κι ἐπίσης ὅλοι γνωρίζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ πὼς τὸ λιβάνι μαρτυρεῖ τὴ θνητότητα. Ὁ Νικόδημος ἄλειψε τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μὲ μύρα (Ἰωάν. Ιθ΄ 39-40). Ἄλειφαν τὰ σώματα γιὰ νὰ τὰ διατηρήσουν κάπως περισσότερο ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ἔλαμψε σὰν χρυσός. Καὶ γέμισε ἀπὸ προσευχὲς καὶ θυμιάματα, ὅπως ἕνας ναός. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη γέμισε ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς διδασκαλίας Του.
Τὰ τρία δῶρα ὅμως συμβολίζουν ἐπίσης τὴν καρτερία καὶ τὸ ἀμετάβλητο. Ὁ χρυσὸς παραμένει χρυσός, τὸ λιβάνι παραμένει λιβάνι καὶ τὸ μύρο παραμένει μύρο. Κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲ χάνει τὴν ἰδιότητά του ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν. Μετὰ ἀπὸ χίλια χρόνια ὁ χρυσὸς ἐξακολουθεῖ νὰ λάμπει, τὸ λιβάνι νὰ καίει καὶ τὸ μύρο διατηρεῖ τὸ ἄρωμά του. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν ἄλλα πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ ἀντικείμενα στὴ γῆ ποὺ νὰ συμβολίζουν τόσο πιστὰ τὴν ἐπίγεια ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ δείχνουν πιὸ καθαρὰ καὶ ἐκφραστικὰ τὸν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ ἔργου Του στὴ γῆ, καθὼς καὶ ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸν κόσμο. Ἔφερε τὴν ἀλήθεια, τὴν προσευχή, τὴν ἀθανασία. Συνέχεια
Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο
Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς:
Κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ( Ἰωάν. 1, 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλυτέρα χαρμόσυνος ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐαγγέλιον», ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ οὐρανὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσαρες λέξεις: «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγελισμὸς δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Ἐδῶ εὑρίσκεται κάθε τί, τὸ ὁποῖον εἶναι αἰωνίως ἀναγκαῖον διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Μοναδικὸν χαρμόσυνον μήνυμα διὰ τὴν ὕλην εἰς ὅλας τὰς μορφάς της. Ἀπὸ τὴν πλέον σκληρὰν καὶ πυκνὴν ὕλην τοῦ ἀδάμαντος, μέχρι τὴν πλέον λεπτὴν καὶ ἀφανὴ τοῦ ἠλεκτρονίου καὶ φωτονίου. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεοσάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε ἡ σὰρξ νὰ εἶναι σάρξ. Μόνον ποὺ ἡ σὰρξ ἐν τῇ μυστικῇ ἀλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μὲ τὸν Θεὸν ζῇ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλας τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή. Μόνον ποὺ ἡ ψυχὴ περιπατεῖ εἰς τοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαροποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει καὶ τοῦτο: ὁ Λόγος ἔγινεν αἴσθησις, Θεο-αἴσθησις. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἂν καὶ ἔγινεν ἀνθρωπίνη αἴσθησις, ἐνῷ πάλιν ἡ αἴσθησις παραμένει ἀνθρωπίνη αἴσθησις. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ αἴσθησις ζῇ ὅλον τὸ θεῖον ἄπειρον ὡς ἰδικόν της. Συνέχεια
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Ἁγίου Φιλαρέττου Μόσχας
«Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»(Λουκ. 2, 13-14).
Σήμερα, χριστιανοί, σᾶς μιλοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι σᾶς ὑποδείχνουν τί πρέπει νὰ κάνετε γιὰ νὰ ὑπακούσετε σὲ αὐτό τὸ ἄγγελμα. Ποιὰ διδασκαλία μποροῦσε νὰ εἶναι καλύτερη καὶ τί ἄλλο μένει νὰ ἐπιθυμήσετε; Ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται καὶ λέει στοὺς ἀνθρώπους: «ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ εἶχαν παρὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ ἕνα αἰώνιο Ἀμὴν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καλὸ ἄγγελμα. Κι ὅμως, γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἀγγελιαφόρο, ἄλλοι ἄγγελοι συνάχθηκαν νὰ τὸν ἀκούσουν ἀχόρταγα. Καὶ ξαφνικά, δηλαδή μόλις πρόφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, σύμπασα ἡ οὐράνια στρατιὰ ἀνεβόησε: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία!» Καὶ τόσο δυνατὰ ἔψαλαν τὸ θεϊκὸ ὕμνο τους, ὥστε ἀντηχοῦσε ὄχι μόνο στὰ οὐράνια δώματα πού κατοικοῦσαν, ἀλλά ἀκόμη καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς. Γιατί; Ἀναμφίβολα γιὰ νὰ ἐνωθεῖ ἡ φωνὴ τῆς γῆς μὲ τὴν οὐράνια καὶ νὰ ἑνώσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ φωνή τους μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων.
Ἂς ὑπακούσουμε λοιπὸν στὸ ἀγγελικὸ ἄγγελμα. «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν». «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!». Ἀλλά ἤδη εἴσαστε ἐδῶ γιὰ νὰ ἑορτάσετε τὴ γέννηση τοῦ Σωτῆρος. Ὁ ὕμνος πού ἡ Ἐκκλησία διδάχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, δὲν ἀντηχεῖ μονάχα στοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ ἀλλά καὶ μέσα στὶς κατοικίες σας. Ὁ ἀγγελικὸς λόγος, ἂν καὶ προφέρθηκε πρὶν τόσους αἰῶνες, κατέδειξε σήμερα ὅλη του τὴ δύναμη. Τὸ γεγονός, ὅπως φαίνεται, ἦρθε νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἐκπλήρωση. Συνέχεια
Δόξα ἐν ὑψίστοις…
Στέργιου Σάκκου
Τὰ Χριστούγεννα ἔχουν πάνω τους τὴ γλύκα τῆς γιορτῆς ἑνὸς παιδιοῦ. Ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος γεννιέται ἀνάμεσά μας, ἕνα καινούργιο παιδὶ μᾶς χαμογελάει. Κι αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ξένο γιὰ κανένα μᾶς· εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ποὺ γεννιέται μὲ τὴ θεία τοῦ ὀμορφιά, ἀνώτερη κι ἀπὸ τὸ πρῶτο κάλλος του, μὲ τὴν ὡραιότερη μορφή του στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιορτάζοντας ὁ πιστὸς τὰ Χριστούγεννα ζεῖ κάθε φορά ἕνα μεγάλο μυστήριο· τὴ γέννηση τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας.
Αὐτὰ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου οὔτε κἄν λόγια. Σημαίνουν τὴν ἴδια τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου στὸ πιὸ βαθὺ καὶ οὐσιαστικό της μέρος, τὴν ἱστορία τῆς ψυχῆς του. Σημαίνουν τὴ λύση ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν δίπλα στὸ δρόμο τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸ παράδεισο, χάραξε γι’ αὐτὸν παράλληλα καὶ τὸ δρόμο τῆς λυτρώσεώς του.
Τὰ Χριστούγεννα οἱ δύο αὐτοὶ δρόμοι συναντῶνται κι ἀνοίγει φωτεινὸ γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ μονοπάτι τῆς νέας ζωῆς. Ἐδῶ, στὸ σταυροδρόμι τῶν Χριστουγέννων, μαθαίνουμε ἀπὸ ἀγγέλων χείλη ὅτι ἐπιτέλους φανερώθηκε στὴ γῆ μας ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου, καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ ἀνθρώπου·«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 14).
Μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό του στὸν ἄνθρωπο. Μπρὸς στὰ ἔκθαμβα μάτια μας ξεδίπλωσε τὰ μυστικά του, ἔδειξε τὸ πλάτος τῆς ἀγάπης του, τὸ βάθος τῆς σοφίας του, ἄφησε νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του· ὅσο μπορούσαμε. Ἡ φυσικὴ δημιουργία, ἀλλὰ κι ἡ ἱστορία τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ εἶχαν ἤδη μιλήσει γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θειότητά του, γιὰ τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο του. Ἀλλὰ ποτὲ πρὶν δὲν φάνηκε ἔτσι ἡ δόξα του, ὅπως στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, διότι ποτὲ πρὶν δὲν ἐκφράσθηκε ἔτσι ἡ ἀγάπη του. Συνέχεια
Ἡ νίκη τῆς Θείας ἀγάπης
Ι.Δ.Καραβιδόπουλου
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο κατὰ τρόπο ποὺ δείχνει, προκαταβολικά, τὴν τύχη τοῦ Μεσσία μέσα στὸν κόσμο: Ὁ νεογέννητος Χριστὸς μόλις εἰσέρχεται στὸν παρόντα κόσμο γνωρίζει τὴν καταδίωξη καὶ ἐχθρότητα ἐκ μέρους τῶν ἀρχόντων. Ἡ ἐχθρότητα αὐτὴ βρίσκει τὸν κύριο ἐκπρόσωπό της στὸ βασιλιὰ Ἡρώδη, ἡ θηριωδία τοῦ ὁποίου μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς τῆς ἐποχῆς. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ προανακρούεται ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του. Ἡ ὅλη πορεία του μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο θὰ εἶναι ἕνας σταυρὸς ἀγάπης καὶ θυσίας· ἕνας σταυρὸς στὸν ὁποῖο θὰ νικηθεῖ ὁριστικὰ ἡ δαιμονικὴ δύναμη γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως.
Ὅσο κι’ ἂν φαίνεται ὅτι οἱ κοσμικὲς σατανικὲς δυνάμεις κυριαρχοῦν πάνω στὴν ἀνθρωπότητα, ἡ ἐπικράτησή τους εἶναι φαινομενικὴ καὶ προσωρινὴ γιατί βασικὰ μέσα στὴν ἱστορία πραγματοποιεῖται τὸ σωτηριολογικὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει ἢ νὰ ματαιώσει. Ἡ θηριωδία τοῦ Ἡρώδη ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀπάνθρωπη σφαγὴ τῶν νηπίων στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ σταματήσει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ του τὸ ἔργο τοῦ νεογέννητου Μεσαία, ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ὅτι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ προστατεύει τὸ Θεῖο Βρέφος ἀπὸ τὴν ἀπειλητικὴ μανία τοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντα, τὸ ὅτι τὸ καθοδηγεῖ σὲ ἀσφαλὲς μέρος καὶ τὸ προειδοποιεῖ τελικὰ γιὰ τὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα του ἀποτελεῖ ἕνα στοιχεῖο αἰσιοδοξίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κινδύνων τῆς ζωῆς Συνέχεια
Ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης
Χρήστου Κ. Καρακόλη
Σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης συναντοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη. Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο ἢ γιὰ διαφορετικὰ μεταξύ τους πρόσωπα;
Ὑπάρχουν στὴ καινὴ Διαθήκη τρία πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔφεραν τὸ ὄνομα «Ἡρώδης»: ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας, ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καὶ ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας. Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸν πρῶτο καὶ ἱστορικὰ σημαντικότερο ἀπὸ τοὺς τρεῖς καὶ ἂς δοῦμε κατ’ ἀρχὰς ποιὲς ἱστορικὲς πληροφορίες διαθέτουμε σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο αὐτό.
Ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας ἦταν γιὸς τοῦ Ἰδουμαίου ἄρχοντα Ἀντιπάτρου ἢ Ἀντίπα, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία σημάδευσε τὴ δύση τῆς δυναστείας τῶν Ἀσμοναίων. Ποιοὶ ἦταν οἱ Ἀσμοναΐοι; Οἱ ἀπόγονοι τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν Μακκαβαίων, ποὺ ἐξεγέρθηκαν τὸ 165 π.Χ. ἐναντίον τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Συρίας μὲ στόχο τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Αὐτοὶ ἵδρυσαν μία δυναστεία, βασιλικὴ καὶ ἱερατική, ποὺ διήρκεσε περίπου ἑκατὸ χρόνια καὶ καταλύθηκε ἀπὸ τὸν Πομπήιο, τὸν περίφημο Ρωμαῖο στρατηγὸ ποὺ κυρίευσε τὸ βασίλειο τῆς Συρίας, στὸ ὁποῖο ὑπαγόταν καὶ ἡ Παλαιστίνη, καὶ κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 63 π.Χ.
Ὁ Ἀντιπατρὸς ἀναμίχθηκε στὶς ἐσωτερικὲς διαμάχες τῶν Ἀσμοναίων γιὰ τὴν ἐξουσία πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Πομπηίου. Τελικὰ ἔγινε ἀπὸ τὸν Καίσαρα Ρωμαῖος πολίτης καὶ διορίσθηκε ἐπίτροπος τῆς Ἰουδαίας. Στὴ συνέχεια τοποθέτησε τοὺς δύο γιούς του, τὸν Φασαὴλ καὶ τὸν Ἡρώδη, ὡς στρατηγοὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς Γαλιλαίας ἀντίστοιχα.
Ὅταν οἱ Πάρθοι τὸ 40 π.Χ. εἰσβάλλουν στὴν Παλαιστίνη, ὁ Φασαὴλ αἰχμαλωτίζεται καὶ θανατώνεται, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης διαφεύγει στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ πετυχαίνει νὰ ἀποσπάσει ἀπόφαση τῆς Συγκλήτου, μὲ τὴν ὁποία ἀνακηρύσσεται βασιλιὰς τῆς Ἰουδαίας, καὶ τίθεται ἐπικεφαλῆς στρατεύματος μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει καὶ κατορθώνει τελικὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Παρθους καὶ τὴν ἐνθρόνισή του ὡς βασιλέως τὸ 37 π.Χ. Συνέχεια
Ἐπὶ γῆς εἰρήνη.
Βασιλείου Π. Στογιάννου
Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν δημοσίευση ἄρθρων στὸν ἡμερήσιο καὶ περιοδικὸ τύπο, ποὺ ἀναφέρονται σὲ κάποια πτυχὴ τοῦ γεγονότος… Οἱ θεολογοῦντες ἀρθρογράφοι ἀντιλαμβάνονται τὴν ἑορτή συνήθως μονοδιάστατα: εἰρήνη εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ γαλήνη τοῦ χριστιανοῦ, ἡ διατήρηση τῆς ψυχικῆς του ἠρεμίας μέσα στὴν τρικυμία τοῦ βίου. Ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ γαλήνη ἀπηχεῖ μία καθαρὴ συνείδηση, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ της ἀντικατοπτρίζει μία στενὴ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη, λοιπόν, τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ παραμένει ἑδραῖος στοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ βίου χάρη στὴν πνευματικότητά του, εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσο καὶ ἂν ἀνταποκρίνεται ὅμως στὴν τάση τῆς ἐποχῆς καὶ στὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρεῖ κάποιο στήριγμα μέσα του, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ ἔξω κόσμου, κι ὅσο κι ἂν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν πνευματικότητά του σὲ μίαν ἐποχὴ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου στὸ σύνολό του. Ἑλκυστικὴ ἀνθρωπολογικὰ, εἶναι θεολογικὰ ἀστήρικτη καὶ ἐπικίνδυνη.
Στὸν ἀγγελικὸ ὕμνο ἡ εἰρήνη συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὰ προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα. Εἶναι μία κατάσταση ποὺ δίνει τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴ «δόξα ἐν ὑψίστοις» καὶ ἀποτελεῖ τὴ φανέρωση τῆς «εὐδοκίας ἐν ἀνθρώποις».
«Δόξα» εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του ποὺ δείχνει στὸν ἄνθρωπο τὴν παρουσία τοῦ Δημιουργοῦ μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία. Ἡ δόξα συνδέεται πάντα μὲ τὴν θεοφάνεια, τὴν θεοπτία τὴν ὥρα ποὺ ἀνοίγει ἕνα παραθύρι τοῦ οὐρανοῦ γιὰ νὰ φωτιστεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα ποὺ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο: δοξολογικὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ καὶ διακήρυξη τῆς κυριότητός Του. Συνέχεια