Απρίλιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
282930  

Υμνολογικά

Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα


Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(διασκευὴ ἀπὸ τὸ ἑορτοδρόμιο Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)

«… Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα»…

Φώτης Κόντογλου.

Ὠδὴ α´. .
Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν   Δεσπότης
Ὑγρὸν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι.
Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν
Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν
Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖ δοξάζομεν.
Ὁ Δεσπότης Θεὸς Λόγος ποὺ ἔσωσε τότε   θαυματουργικὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Φαραώ), μετατρέποντας   σὲ χέρσο τὸ κύμα τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, συγκατένευσε τώρα νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ   γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένο Κόρη, κάνοντας βατὸ σὲ ἐμᾶς τὸν δρόμο τοῦ Οὐρανοῦ. Ἂς   δοξάσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος.
Ἤνεγκε γαστήρ,   ἡγιασμένη Λόγον
Σαφῶς ἀφλέκτῳ, ζωγραφουμένη βάτῳ
Μιγέντα μορφῇ, τῇ βροτησίᾳ Θεὸν
Εὔας τάλαιναν, νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι
Λύοντα πικρᾶς· ὃν βροτοὶ δοξάζομεν
.
Ἡ ἁγιασμένη κοιλία τῆς Θεομήτορος, ποὺ   μὲ σαφήνεια προτυπώνεται ἀπὸ τὴν ἄφλεκτη βάτο, χώρεσε καὶ βάσταξε τὸν Λόγο   τοῦ Πατρός, ποὺ πῆρε ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ λύσει τὴν ταλαίπωρο κοιλία τῆς   Εὔας ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη κατάρα*. Αὐτὸν ἂς δοξάσουμε οἱ ἄνθρωποι.

*«Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν   στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γεν. γ´ 16).

Ἔδειξεν ἀστήρ, τὸν πρὸ   ἡλίου Λόγον
Ἐλθόντα παῦσαι, τὴν ἁμαρτίαν Μάγοις
Σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ
Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες
Ἶδον τὸν αὐτόν, καὶ βροτὸν καὶ Κύριον
.
Ἔδειξε καθαρὰ στοὺς Μάγους ὁ ἀστέρας τὸν   (ἄναρχο) Λόγο, ποὺ ὑπῆρξε πρὶν κι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε νὰ παύσει τὴν   ἁμαρτία. Σὲ Σένα τὸν φιλάνθρωπο, τυλιγμένο σὲ σπάργανα μέσα στὸ πενιχρὸ   σπήλαιο, ἀναγνώρισαν οἱ Μάγοι καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωπο, στὸ ἴδιο πρόσωπο.

Συνέχεια

Ὑμνολογικά Χριστουγέννων

 Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 

Ὠδή α´.

Ἦχος α´. ῾Ο Εἱρμός.

Χριστός γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστός ἐξ Οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς· ὑψώθητε. ῎Ασατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί· ὅτι δεδόξασται.

 ῾Ερμηνεία.

᾿Από ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν ἄρτους οἱ χρείαν ἔχοντες τούτων, πάρεξ ἀπό τόν ἀρτοπωλητήν; ἤ ἀπό ποῖον πρέπει νά λαμβάνουν οἶνον οἱ ἐστερημένοι τούτου, πάρεξ ἀπό τόν οἰνοπώλην; ἀλλά καί οἱ χρείαν ἔχοντες νομίσματος χρυσοῦ καί ἀργυροῦ, ἀπό ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν τοῦτο, εἰ μή ἀπό τόν ἀργυραμοιβόν; (σαράφην) Οὕτω παρομοίως καί οἱ θέλοντες νά πανηγυρίζουν καί νά ἐγκωμιάζουν τάς τοῦ Χριστοῦ ἑορτάς, ἀπό ποῖον ἄλλον πρέπει νά ζητοῦν λόγους πανηγυρικούς καί ἐγκώμια, πάρεξ ἀπό τόν τούτων πανηγυριστήν καί ἐγκωμιαστήν, τόν μέγαν λέγω ἐν Θεολογίᾳ Γρηγόριον;

Διότι οὗτος ὁ κατ᾿ ἐξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, ὄχι μόνον ἐστόλισε τάς Δεσποτικάς ἑορτάς μέ τούς ἰδικούς του λόγους καί τά ἐγκώμια, ἀλλ᾿ ἔδωκε ἄδειαν καί εἰς τούς μεταγενεστέρους νά κλέπτουν τά ἰδικά του λόγια καί ποιήματα μέ μίαν κλεψίαν ἐπαινετήν καί ἀκατηγόρητον· τήν ὁποίαν ὅποιος ἐργάζεται, ὄχι μόνον δέν ἐντρέπεται, ὡς οἱ κλέπται τῶν ἄλλων πραγμάτων, ἀλλ᾿ ἐξεναντίας μέ τήν κλεψίαν αὐτήν καλλωπίζεται. Τί λέγω; ὁ Γρηγόριος οὗτος νοῦς τῆς Θεολογίας δέν ἔδωκε μόνον ἄδειαν εἰς τούς μεταγενεστέρους νά κλέπτουν τούς ἰδικούς του λόγους, ἀλλά καί ἀκόμη τούς προσκαλεῖ μέ φιλαδελφίαν ἀνεκδιήγητον εἰς τό νά φάγουν ἀκόρεστα τόν νοητόν ἄρτον τῆς σοφίας του, τόν στηρίζοντα τήν ψυχήν, καί νά πίουν τόν γνωστικόν αὐτοῦ οἶνον, τόν εὐφραίνοντα τήν καρδίαν, φωνάζων μέ ὑψηλήν φωνήν τώρα μέν ἐκεῖνα τά τῆς Σοφίας «῎Ελθετε φάγετε τόν ἐμόν ἄρτον, καί πίετε οἶνον, ὅν κεκέρακα ὑμῖν» (Παρ. θ΄ 5)· τώρα δέ ἐκεῖνα τά τῆς Ἀισματιζούσης νύμφης «Φάγετε πλήσιοι, καί πίετε καί μεθύσθητε ἀδελφοί» (Ἀισμ. ε(1) καί ἄλλοτε ἐκεῖνα τά τοῦ ῾Ησαΐου «Οἱ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καί ὅσοι μή ἔχετε ἀργύριον βαδίσαντες ἀγοράσατε καί φάγετε ἄνευ ἀργυρίου καί τιμῆς οἶνον καί στέαρ» (῾Ησ. νε΄ 1).

Διά τοῦτο καί ὁ θεσπέσιος Κοσμᾶς, ὁ τῶν ῾Ιερῶν ἑορτῶν Ἀισματογράφος καί Μουσηγέτης, μέλλων νά πανηγυρίσῃ τά σωτήρια Γενέθλια τοῦ Κυρίου, αὐτολεξεί ἐδανείσθη ὅλον τόν παρόντα Εἱρμόν ἀπό τόν ρηθέντα μέγαν πανηγυριστήν καί ἐγκωμιαστήν τῶν ἑορτῶν Θεολόγον. Οὕτω γάρ ἐκεῖνος προοιμοιάζει ἐν τῷ εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν ἐγκωμίῳ αὐτοῦ· «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ». Συνέχεια

Ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

1. Τά γεγονότα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦσαν στό παρελθόν ἀντικείμενο ἀγωνιώδους στοχασμοῦ γιά τούς πατριάρχες, καί οἱ προφῆτες τά προφήτευαν, καί οἱ εὐσεβεῖς ἐπιθυμοῦσαν νά τά δοῦν, ἐπαληθεύτηκαν καί πραγματοποιήθηκαν σήμερα· ὁ Θεός –δηλαδή- παρουσιάστηκε στή γῆ μέ ἀνθρώπινο σῶμα καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους.

Ἄς χαιρόμαστε, λοιπόν, καί ἄς πανηγυρίζουμε μέ ἀγαλλίαση ἀγαπητοί μου. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωάννης (ὁ Πρόδρομος) πού βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀνασκίρτησε ὅταν ἡ Μαρία ἐπισκέφτηκε τήν Ἐλισάβετ, πολύ περισσότερο ἐμεῖς, πού εἴδαμε ὄχι τή Μαρία, ἀλλά τόν ἴδιο τό Σωτῆρα μας πού γεννήθηκε σήμερα, πρέπει νά σκιρτᾶμε καί νά πανηγυρίζουμε, νά νιώθουμε θαυμασμό καί κατάπληξη γιά τήν ἀσύλληπτη οἰκονομία (σχέδιο) τοῦ Θεοῦ πού ὑπερβαίνει κάθε (ἀνθρώπινο) λογισμό. Γιατί σκέψου, πόσο σπουδαῖο εἶναι νά βλέπεις τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπ᾿ τόν οὐρανό καί νά βαδίζει πάνω στή γῆ, καί ἀπό ἐκεῖ νά στέλνει τίς ἀκτίνες Του σέ ὅλα τά δημιουργήματα. Καί ἄν θά προκαλοῦσε ἔκπληξη σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού θά ἔβλεπαν νά συμβαίνει αὐτό μέ τόν αἰσθητό ἥλιο, σκέψου, σέ παρακαλῶ, καί συλλογίσου τώρα, πόσο μεγαλειῶδες εἶναι νά βλέπουμε τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νά ἀποστέλλει ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα Του τίς ἀκτίνες Του καί νά φωτίζει τίς ψυχές μας.

Ἀπό καιρό κι ἐγώ ἐπιθυμοῦσα νά μάθω γιά τήν ἡμέρα αὐτή (τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ). Και ὄχι νά τή μάθω μόνο ἐγώ, ἀλλά μαζί μέ πολλούς ἀνθρώπους. Καί εὐχόμουν πάντοτε νά εἶναι τόσο γεμάτος ὁ τόπος τῆς συγκεντρώσεως, ὅπως τόν βλέπουμε νά εἶναι αὐτή τή στιγμή. Ἡ ἐπιθυμία μου, λοιπόν, ἐκπληρώθηκε καί πραγματοποιήθηκε. Καί ἐνῶ δέν πέρασαν οὔτε δέκα χρόνια ἀπό τότε πού πληροφορηθήκαμε καί ἔγινε γνωστή σ᾿ ἐμᾶς ἡ ἡμέρα αὐτή, ὅμως ἔγινε μέ τό δικό σας ζῆλο τόσο σπουδαία, σάν νά μᾶς παραδόθηκε ἀπό τό Θεό πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Γιαυτό καί δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν τήν ὀνόμαζε καί νέα καί παλαιά μαζί. Νέα, γιατί πρίν ἀπό λίγο τή γνωρίσαμε, παλαιά καί ἀρχαία, γιατί ἔγινε γρήγορα συνομήλικη μέ τίς πιό παλαιές, κι ἔφτασε στήν ἴδια ἡλικία μ᾿ ἐκεῖνες. Ὅπως, δηλαδή, τά χυμώδη καί καρποφόρα φυτά ἀναπτύσσονται καί καρποφοροῦν σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα ἀπ᾿ τή στιγμή πού θά φυτευθοῦν, ἔτσι καί ἡ ἡμέρα (ἡ ἑορτή) αὐτή, πού ἦταν γνωστή στούς χριστιανούς τῆς Δύσης ἀπό παλαιά, καί σέ μᾶς ἔγινε γνωστή τώρα κι ὄχι πρίν ἀπό πολλά χρόνια, τόσο γρήγορα διαδόθηκε καί καρποφόρησε, ὅσο μπορεῖτε νά δεῖτε τώρα, πού γέμισε ὁ αὐλόγυρος καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό τό πλῆθος τῶν συγκεντρωθέντων. Τήν ἀμοιβή, λοιπόν, τήν ἀντάξια πρός τό μεγάλο ἐνδιαφέρον σας, νά τήν περιμένετε ἀπό τό Χριστό, πού σήμερα γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος θά σᾶς ἀμείψει ὁπωσδήποτε γιά τήν προθυμία σας αὐτή. Γιατί ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον σας γιά τούτη τήν (ἑόρτιο) ἡμέρα εἶναι πολύ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πού νιώθετε γιά τόν γεννηθέντα (Χριστό). Ἄν πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς οἱ συνάνθρωποί σας κάτι νά προσφέρουμε, θά προσφέρουμε ὅ,τι μποροῦμε, ἤ μᾶλλον ὅσα ἐπιτρέψει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ποῦμε γιά τή δική σας ὠφέλεια.

Τί ἐπιθυμεῖτε λοιπόν ν᾿ ἀκούσετε σήμερα; Μά τί ἄλλο παρά γιά τήν ἡμέρα αὐτή πού ἑορτάζουμε. Γιατί γνωρίζω καλά, ὅτι ἀκόμη καί σήμερα πολλοί λογομαχοῦν μεταξύ τους, καί ἄλλοι μέν κατακρίνουν, ἄλλοι δέ ὑποστηρίζουν τήν ἑορτή αὐτή. Καί γίνεται παντοῦ πολλή συζήτηση γιά τήν ἡμέρα αὐτή, καί ἄλλοι τήν κατηγοροῦν ὅτι εἶναι καινούρια καί πρόσφατη καί θεσπίστηκε τώρα τελευταῖα, ἐνῶ ἄλλοι τήν ὑπερασπίζονται ὅτι εἶναι παλαιά καί ἀρχαιότατη, ἀφοῦ ἤδη οἱ προφῆτες προφήτευσαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό πολλά χρόνια ἦταν γνωστή καί σπουδαία γιά ὅσους κατοικοῦν ἀπό τή Θράκη μέχρι τά Γάδειρα. Συνέχεια

Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…

 

Ἀθανασίου Βουρλῆ,

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνη, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Μὲ τὴν ἔναρξι τῆς Τεσσαρακοστῆς στὶς 15 Νοεμβρίου καὶ τὴν εὐφρόσυνη ψαλμωδία σὲ Α’ ἦχο τοῦ «Χριστὸς γεννᾶται…» ἀπὸ τὴν 21η Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει σταδιακά, ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ ὥστε νὰ ἑορτάσωμε, τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπαξίως, τὴν ἀναμενόμενη μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.

Ζώντας ἤδη αὐτὴ τὴν προχριστουγεννιάτικη λειτουργικὴ περίοδο, μᾶς δίδεται ἡ ἀφορμή καὶ ἡ εὐκαιρία γιὰ ἕνα ἐπίκαιρο θεολογικὸ σχολιασμὸ τοῦ περιεχομένου τοῦ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ προεξαγγελτικοῦ καὶ εἰσαγωγικοῦ -στὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων- ὕμνου τῆς προμετωπίδος τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἂς σημειωθῆ ὅτι αὐτὴ ἡ παιδαγωγικὴ ἀρχή τῆς προεξαγγελίας κάποιου γεγονότος δημιουργεῖ εὐχάριστα αἰσθήματα ὑπομονῆς, χαρᾶς κι ἐλπίδος καὶ δημιουργικὴ διάθεσι προετοιμασίας, προβληματισμοῦ καὶ περισυλλογῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχή αὐτὴ ἐφαρμόζεται πάντοτε ἀπό τούς Ὑμνωδοὺς καὶ Ὑμνογράφους στοὺς ὕμνους, κυρίως, τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν.

Τὸ ἀνωτέρω ὑμνολογικό κείμενο ἀνήκει στὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος τὸ εἶπε ὡς προοίμιο τῆς χριστουγεννιάτικης ὁμιλίας του (PG 36, 312-333). Ἀργότερα, ὁ μεγάλος ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Κοσμᾶς, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ -ξεναδελφὸς καὶ συνασκητὴς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ- τὸ μετέτρεψε σὲ «εἱρμὸ» τῆς Α’ Ὠδῆς τοῦ Α’ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων καὶ ψὰλλεται ἔκτοτε συνεχῶς γιὰ δώδεκα αἰῶνες. Συνέχεια

«Οὐρανοὶ ἀγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος»

   π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης      

α) Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ποὺ στὴν οὐσία ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμὸ τοῦ βιβλικοῦ μηνύματος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, μὲ ποιητικὸ καὶ γλαφυρὸ τρόπο περιγράφεται τὸ κάλλος τῆς κτίσεως καὶ ἡ συμμετοχή της σὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς Θείας ἐνανθρώπησης. Τὸ φυσικὸ περιβάλλον ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνάγει στὸ Δημιουργό. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18, 1), γράφει ὁ ψαλμωδός, ἐνῶ ὁ νομπελίστας ποιητὴς Ὀδυσσέας Ἐλύτης γράφει γιὰ τὸν «Ποιητὴ τῶν νεφῶν καὶ τῶν κυμάτων ποὺ κοιμᾶται μέσα μας» (Ἄξιόν Ἐστι, Τὰ πάθη, Ἀνάγνωσμα β΄, στ΄).

β) Ὅμως, γιὰ νὰ γίνει ἀναγωγὴ ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ κάλλος τῶν κτισμάτων στὸν «Ὡραῖον κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3), ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας στὸν Κτίστη καὶ Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, γιὰ νὰ ξυπνήσει ὁ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος ἄνθρωπος, χρειάζονται γυμνασμένες  πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ἐσωτερικὴ κάθαρση ἀπὸ τὸ ἐπαχθὲς βάρος καὶ τὴν ὁμίχλη τῶν φθοροποιῶν παθῶν. Ἔτσι ἡ ὑλικὴ δημιουργία, ποὺ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ τελειότερο πλάσμα του, μπορεῖ νὰ γίνει πηγὴ ἔμπνευσης. Οἱ ὑμνογράφοι ποὺ διαθέτουν καθαρὴ καρδιά, συνδέουν τὴν ὡραιότητα τῆς κτίσης μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ Κτίστη καὶ διδάσκουν τοὺς πιστούς.

γ) Κι ἐνῶ μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, «ἡ κτίση συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 22), μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος «τὰ σύμπαντα χαρᾶς πληροῦνται» (Τροπάριο τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς). Στὴν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων ἡ κτίση κατέχει οὐσιαστικὴ θέση. Οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι ἄλλοτε τὴν παρουσιάζουν νὰ προευτρεπίζεται, ἄλλοτε νὰ συγχορεύει, ἄλλοτε νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ  ἄλλοτε νὰ στέκεται ἐκστατικὴ μπροστὰ στὸ «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν ξένον μυστήριον» τῆς Θείας συγκατάβασης. 

δ) Οὐρανὸς καὶ γῆ, ἄστρα καὶ σπήλαιο, ἔρημος καὶ φάτνη, ὄρη καὶ δένδρα, ζῶα καὶ φυτὰ συμμετέχουν στὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς Θείας συγκατάβασης καὶ ὑπουργοῦν τὸ θαῦμα. «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι· οὐρανοὶ ἀγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τὰ ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στοὺς αἴνους τῆς ἑορτῆς καὶ καλεῖ σὲ θεία συνήχηση καὶ ἁρμονικὸ συνεορτασμὸ τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ οὐράνια, τὰ λογικὰ μὲ τὰ ἄλογα, τοὺς ἀγγέλους μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

ε) Ὁ Φώτης Κόντογλου ἀκολουθώντας τὴν θεσπέσια ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς, περιγράφει τὸ διάκοσμο τῆς εἰκόνας τῆς Γεννήσεως ὡς ἑξῆς: «Ὁ περίγυρος τῆς ἁγίας ταύτης εἰκόνος, μὲ τὰ καθέκαστά του εἶναι τερπνός, διὰ τὸ φαιδρὸν καὶ σωτήριον μυστήριον τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χρωματισμὸς τῶν βουνῶν εἶναι χαριέστατος καὶ γλυκός, μὲ ἐλαφρὰ ἰσκιώματα. Ἄγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καὶ ἄλλα, στολίζουν ταπεινά τούς βράχους, ὅπως τὰ βλέπει  κανένας εἰς τὰ εὐλογημένα βουνὰ τῆς πατρίδος μας» (Ἔκφρασις… σ. 158).

στ) Μέσα ἀπὸ μία ἀντιθετικὴ εἰκόνα διδάσκεται ἡ ἀξία τῆς ὑψοποιοῦ ταπείνωσης. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ Σπήλαιον, ἂλλ΄ οὐρανός σε πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα, τὸν Ἀστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ». Ὅπως ὁ Χριστὸς γεννιέται μυστικὰ στὸ ταπεινὸ σπήλαιο καὶ ὁ οὐρανὸς ἀναγγέλλει μὲ τὸ λαμπερὸ ἀστέρι σὲ ὅλους τὸν Σωτήρα, ἔτσι καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ἑκουσίως ταπεινώνεται γίνεται οὐράνιος ἄνθρωπος. Στὴν ἴδια γραμμὴ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ἑρμηνεύοντας τὸ «μυστήριο τῆς Θείας οἰκονομίας» ὁμιλεῖ γιὰ ὑψοποιὸ κένωση καὶ «Θεία πτωχεία», προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνέλθει πρὸς τὸν Θεό, πληρούμενος διὰ τῆς «αὐτοῦ θεότητος».

ζ) Στὸν ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων μέσα ἀπὸ ἕναν ὕμνο τοῦ Ἀνατολίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (5ος αἰώνας) παρουσιάζονται ὅλα τὰ κτίσματα νὰ προσκομίζουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ τὴν εὐχαριστία τους: «οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ γῆ τὸ σπήλαιον· ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον». Μέσω τῆς Παναγίας, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀνακαινίζεται ὁλόκληρη ἡ δημιουργία καὶ ἡ «κτίσις ἀγάλλεται».