Χριστιανός καί Σταυρός
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…
Εἰς Φιλιππησίους 13· ΕΠΕ 22,8-10
Ἐπιστολή 269 Πρός τήν σύζυγον τοῦ Ἀρινθαίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατό του.
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου
1 Ἐκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά εἶχα κάνει γιά τήν κατάστασή σου αὐτή, θά ἦταν νά ᾽χα ᾽ρθεῖ καί νά παραβρισκόμουνα στήν περίσταση πού σέ βρῆκε, ἔτσι καί ἐγώ θά εἶχα παρηγορηθεῖ καί τό καθῆκον μου ἀπέναντι στή εὐγενιά σου θά εἶχα ξεπληρώσει. Ἐπειδή ὅμως τό σῶμα μου δέν μπορεῖ πλέον νά μετακινηθεῖ μακριά, κατέφυγα στή γραπτή ἐπικοινωνία, γιά νά μή φανῶ ὅτι εἶμαι τελείως ἀδιάφορος πρός τά συμβάντα.
Ποιός δέν ἐστέναξε διά τόν ἄνδρα ἐκεῖνο; Καί ποιός ἔχει τόσο λίθινη καρδιά, ὥστε νά μή χύσει γιά αὐτόν θερμά δάκρυα; Ἐμένα βάρυνε περισσότερο ἡ ψυχή μου καί πόνεσα καθώς θυμήθηκα τήν ἰδιαίτερη τιμή πού δέχτηκα ἀπό αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί τήν προστασία πού ἔχει μέ χίλιους δυό τρόπους προσφέρει στήν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὅμως σκέφθηκα ὅτι, ἀφοῦ εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος καί ξεπλήρωσε τά καθήκοντα πού εἶχε σ᾽ αὐτή τή ζωή τόν πῆρε πίσω πάλι τήν κατάλληλη ὥρα, ὁ προνοητής Θεός, πού κατευθύνει τή ζωή μας.
Αὐτά εἶναι πού παρακαλῶ τή φρόνησή σου νά θυμᾶται, ὥστε νά διατηρήσει τή γαλήνη της καί, κατά τό δυνατόν, νά βαστάσει μέ ψυχραιμία τή συμφορά. Βεβαίως ὁ χρόνος εἶναι ἱκανός νά μαλάξει τήν καρδιά σου καί νά ἐπιτρέψει τήν ἐπικράτηση τῆς λογικῆς. Ἀλλ᾽ ἡ ὑπερβολική ἀγάπη σου πρός τόν ἄνδρα σου, καί ἡ πρός ὅλους καλωσύνη σου ἄλλωστε, μᾶς βάζει στήν ὑποψία μήπως παραδοθεῖς στήν ἀπελπισία, ἀφοῦ λόγω τῆς λεπτότητος τῶν συναισθημάτων σου δέχθηκες τόσο βαθιά πληγή τῆς λύπης. Συνέχεια
Ἐπιστολή 6: Πρός τήν σύζυγον τοῦ Νεκταρίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατο τοῦ παιδιοῦ της.
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου
1. Ἐσκόπευα νά σιωπήσω ἀπέναντι τῆς κοσμιότητός σου μέ τήν σκέψη ὅτι, μέ τήν ψυχή συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα μάτι πού πάσχει ἀπό φλεγμονή. Αὐτό, δηλαδή τό μάτι καί τό πιό ἁπαλό πράγμα νά τό ἐγγίσει ἐρεθίζεται. Ἔτσι αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή πού ἔχει τραυματιστεῖ ἀπό βαριά θλίψη, ὅταν πάει κανείς νά τῆς μιλήσει. Γιατί τά λόγια ὅσο καί ἄν εἶναι παρηγορητικά ὅταν λέγονται τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πάσχει καί ἀγωνιᾶ, τίς φαίνονται πολύ ἐνοχλητικά. Ἐπειδή ὅμως σκέφθηκα ὅτι τώρα ἔχω νά κάνω μέ Χριστιανή ἐκπαιδευμένη στά θεῖα ἀπό πολύ καιρό καί πεπειραμένη στά ἀνθρώπινα, ἐνόμισα ὅτι δέν θά ἦταν σωστό νά παραλείψω τό καθῆκον μου.
Γνωρίζω ποιά εἶναι τά σπλάγχνα τῶν μητέρων καί ἰδιαίτερα ὅταν θυμηθῶ τούς δικούς σου καλούς καί ἥμερους τρόπους πρός ὅλους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος γιά τή συμφορά πού σ᾽ ἔχει βρεῖ τώρα. Ἔχασες γιό, τόν ὁποῖο, ὅσον ζοῦσε, μακάριζαν ὅλες οἱ μητέρες καί εὔχονταν τέτοιοι νά εἶναι καί οἱ δικοί τους γιοί. Καί ὅταν πέθανε, ἔκλαψαν σάν νά εἶχε θάψει κάθε μία τόν δικό της. Ὁ θάνατος ἐκείνου ὑπῆρξε πλῆγμα στίς δύο πατρίδες (ἐννοεῖ καί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του), τήν δική μας καί τήν χώρα τῶν Κιλίκων. Μ᾽ ἐκεῖνον μαζί ἔπεσε καί τό μέγα καί ἔνδοξον γένος (σημ: Ἴσως τό πεθαμένο παιδί νά ἦταν μονάκριβο. Ἔτσι μέ τό θάνατό του ξεκληριζόταν ἡ γενιά τους), κατέρρευσε σάν νά μετακινήθηκε ἡ βάση του. Ὤ συναπάντημα πονηροῦ δαίμονος! Πόσο τρομερό κακό κατώρθωσες νά προκαλέσεις! Ὤ γῆ, πού ἀναγκάστηκες νά ὑποφέρεις ἕνα τέτοιο πάθος! Καί ὁ ἥλιος ἀσφαλῶς θά ἔφριττε, ἄν εἶχε αἴσθηση μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό σκυθρωπό θέαμα. Καί τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἄξιο νά ἐκφράζει ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀπελπισία τῆς ψυχῆς. Συνέχεια
Οἱ κυριότερες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου
Τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
1. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τήν καρδιά καί μ᾽ ὅλη σου τήν ψυχή καί μ᾽ ὅλο σου τό νοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).
Ἄν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).
Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι πού μ᾽ ἀγαπᾶ. Καί ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου καί θά τόν ἀγαπήσω κι ἐγώ καί θά φανερώσω μέσα του μυστικά τόν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).
Ὅποιος δέν μ᾽ ἀγαπᾶ, δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).
Ἀγαπᾶτε τό Χριστό, ἄν καί δέν τόν ἔχετε γνωρίσει (Α΄ Πέτρ. 1, 8).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Πατέρα, ἀγαπᾶ καί τόν Υἱό, πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα (Α′ Ἰω. 5, 1).
2. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του (τόν συνάνθρωπό του).
Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μέ τήν πρώτη, εἶναι τό ν᾽ ἀγαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).
Σᾶς δίνω μιά νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Ἰω. 13, 34). Συνέχεια
Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: Διδαχή Α’
«Εἰς ἥν δ’ ἄν πόλιν εἰσέλθετε λέγετε εἰρήνη τῇ πόλει ταύτῃ», λέγει ὁ Κύριος εἰς τό ἅγιον καί ἱερόν Εὐαγγέλιον.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυ κύτατος αὐθέντης καί δεσπότης, ὁ ποιητής τῶν ἀγγέλων καί πάσης νοητῆς καί αἰσθητῆς κτίσεως, παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπό τήν εὐσπλαγχνίαν του, ἀπό τήν πολλήν του ἀγαθότητα, ἀπό τήν πολλήν ἀγάπην ὁπού ἔχει εἰς τό γένος μας, σιμά εἰς τά ἄπειρα χαρίσματα ὁπού μᾶς ἐχάρισε καί μᾶς χαρίζει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν καί στιγμήν ἐκαταδέχθη καί ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί ἀπό τά καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς ἐκβάλη ἀπό τάς χεῖρας τοῦ Διαβόλου, νά μᾶς κάμη υἱούς καί κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νά χαιρώμασθε πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μήν καιώμασθε εἰς τήν Κόλασιν μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς καί τούς διαβόλους. Καί καθώς ἕνας ἄρχοντας ἔχει ἀμπέλια καί χωράφια καί βάνει ἐργάτας, ἔτσι καί ὁ Κύριος ὡσάν ἕνα ἀμπέλι ἔχει ὅλον τόν Κόσμον καί ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καί τούς ἔδωκε τήν χάριν του καί τήν εὐλογίαν του καί τούς ἔστειλεν εἰς ὅλον τόν κόσμον νά δι- δάξουν τούς ἀνθρώπους πώς, ἀνίσως καί θέλουν νά ζήσουν καί ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα καί μετά ταῦτα νά πηγαίνουν εἰς τόν Παράδεισον νά χαίρωνται πάντοτε, νά μετανοοῦν, νά πιστεύουν καί νά βαπτίζωνται εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά ἔχουνε τήν ἀγάπην εἰς τόν Θεόν καί εἰς τούς ἀδελφούς τους. Καί εἰς ὅποιαν χώραν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καί τούς δέχωνται οἱ ἄνθρωποι, τούς ἐπαρήγγειλεν ὁ Κύριος νά εὐλογοῦσι τήν χώραν ἐκείνην, εἰς ὅποιαν χώραν πάλιν πηγαίνουν καί δέν τούς δέχονται, τούς ἐπαρήγγειλεν ὁ Κύριος νά τινάζουν καί τά τσαρούχια τους καί νά φεύγουν. Συνέχεια
Εἰσαγωγὴ στὴ «Μυσταγωγία» τοῦ Ἁγ.Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε
Στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ μὲ μιὰ ὑψηλὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη, μιὰ μεγάλη σειρὰ ἀπὸ ὀντολογικὰ προβλήματα. Παρουσιάζοντας τὸ θεῖο σχέδιο ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, γιὰ νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν τελείωσή τους μέσα στὸ Θεό, ἑρμηνεύει τὶς πιὸ βασικὲς ἀπόψεις τῆς πραγματικότητας. Σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξηγεῖ κυρίως τοὺς θεολογικοὺς ὅρους καὶ τὸν ὀντολογικὸ χαρακτῆρα τῆς κίνησης τῶν πάντων πρὸς τὸ Θεό, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ οὔτε αὐτοὶ οἱ ὅροι, οὔτε ἡ πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάστηκαν στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» σὰ σύνολο συστηματικό.
Στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τὸν Υἱοῦ Θεοῦ» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει ἕνα ἀρκετὸ μέρος τοῦ ὑλικοῦ, ποὺ περιέχεται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», μὲ τὴ μορφὴ σύντομων ἀφορισμῶν. Ἀλλὰ οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο παρουσιάζεται τὸ ὑλικὸ σὲ πραγματικὴ καὶ λογικὴ συνέχεια.
Μιὰ μεγαλύτερη προσπάθεια νὰ παρουσιαστῆ ἡ πνευματικὴ ζωή, οἰκοδομημένη πάνω στὶς θεολογικὲς προϋποθέσεις, ποὺ ἐξηγοῦνται στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν», γίνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο στὸ ἔργο του «Εἰς τὴν Προσευχὴν τοῦ Πάτερ Ἡμῶν»’ πρὸς ἕνα φιλόχριστον Ἑρμηνεία Σύντομος», ἀλλὰ πιὸ πολὺ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον». Ἰδιαίτερα στὸ τελευταῖο τοῦτο ἔργο, ὁ ἅγιος Μάξιμος παρουσιάζει τὴ χριστιανικὴ πνευματικὴ ζωὴ σὰν ἕνα σύνολο ποὺ ὑψώνεται διαδοχικὰ ὥς τὴν τελειοποίησή του μέσα στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Ὅπως στὸ «Περὶ Διαφόρων Ἀποριῶν» καὶ στὰ «Κεφάλαια Σ’ περὶ Θεολογίας καὶ τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας», ὁ ἅγιος Μάξιμος βλέπει καὶ στὸ «Πρὸς Θαλάσσιον» αὐτὴ τὴν κίνηση σὰν φαινόμενο ἀτομικῆς ζωῆς καὶ σὰν οἰκουμενικὴ δυναμικὴ κίνηση, ποὺ ὁδηγεῖ ὅλο τὸν κόσμο σὲ ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Στὴ «Μυσταγωγία» ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐκθέτει συστηματικὰ αὐτὴ τὴν ἴδια ἐξύψωση τοῦ ἀτόμου καὶ τοῦ κόσμου πρὸς τὸ Θεό. Ὅμως σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ ἔργο, περιγράφει τὴν ἐξύψωση μὲ πολὺ πιὸ περιληπτικὸ καὶ συγκεντρωμένο τρόπο. Συνέχεια
Συστάσεις τοῦ νοῦ πρός τήν ψυχή
A.-. Ἄκουσε λογική ψυχή μου, ἐσύ πού γνωρίζεις τά βαθύτερα σημεῖα τοῦ εἶναι μου. Ἄκουσέ με, γιατί θέλω νά σοῦ μιλήσω, γιά κάποιο θέμα μυστικό καί (κοινοῦ ἐνδιαφέροντος) μά πού ἀπασχολεῖ γενικώτερα τούς ἀνθρώπους. Αὐτό πού κατάλαβα εἶναι ὅτι δέν θά καθαριστεῖς τελικά ἀπό τά πάθη ἀλλά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο θά ἀνακουφιστεῖς.
Ξέρω καλά ψυχή μου, ὅτι καί ἐγώ καί ἐσύ κινούμαστε «παρά φύσιν». Ξέρω ὅτι εἴμαστε πλανεμένοι ἀπό τήν ἄγνοια καί γι᾿ αὐτό κατηγοροῦμε τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, λέγοντας ὅτι ἡ κακία βρίσκεται ἔξω καί μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης μας, τή μιά τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ ἄλλοτε μᾶς φταίει ὁ σατανᾶς καί ἄλλοτε θεωροῦμε ὑπεύθυνους γιά ὅ,τι κακό μᾶς συμβαίνει τούς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνοντας αὐτό, πολεμᾶμε ἄλλους, πολεμᾶμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μας ὑπερασπίζει τήν ἄλλη καί εἶναι φίλος μας, τήν ἄλλη ὥρα, στήν καθημερινότητα γινόμαστε ἐχθροί μεταξύ μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι εὐεργετοῦμε τούς ἑαυτούς μας, τούς βασανίζουμε, φορτώνοντας πάνω μας δικαιώματα, κόπους καί ντροπές πού σέ τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσουν.
Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀγαποῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν πραγματικότητα μισοῦμε καί ἀποφεύγουμε τίς αἰτίες πού μᾶς προκαλοῦν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κατάλαβα λοιπόν πολύ καλά ὅτι δέν ἑλκόμαστε ἄδικα καί ἀναγκαστικά ἀπό κάποια ἄλλη ἐξουσία ἔξω ἀπό ἐμᾶς, οὔτε πρός τό καλό, οὔτε πρός τό κακό. Συνέχεια
Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: Ὁμιλία β΄
῾Ο βασιλιάς τοῦ σκότους πού μπῆκε μέσα στήν ψυχή, αὐτός ὁ πονηρός ἄρχοντας, ἀφοῦ αἰχμαλώτισε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀρχή, τήν κάλυψε καί τήν ἔνωσε μέ τή σκοτεινή του δύναμη. Συνέβη τότε πως γίνεται ταν θέλουν νά κάνουν κάποιον βασιλιά. Τόν ντύνουν βασιλικά ροῦχα, τοῦ φοροῦν ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά νύχια βασιλικά ροῦχα. ῎Ετσι ἔντυσε κι ὁ διάβολος τήν ψυχή καί ὁλόκληρη τήν ὑπόστασή της μέ τήν ἁμαρτία. ῎Ετσι τή μόλυνε ὁλόκληρη καί ὁλόκληρη τήν αἰχμαλώτισε στό βασίλειό του. Δέν ἄφησε οὔτε ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς πού νά μή τό κάνει δικό του, οὔτε τούς λογισμούς, οὔτε τό νοῦ, οὔτε τό σῶμα, ἀλλά τήν ἔντυσε μέ τήν στολή τοῦ βασιλείου τοῦ σκότους. Διότι, πως στό σῶμα ταν ἀσθενήσει δέν ὑποφέρει μόνο ἕνα μέρος ἤ ἕνα μέλος του, ἀλλ᾿ ὑποφέρει ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὁλόκληρη ἀρρώστησε καί πάσχει ἀπό τά πάθη τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας. ῎Εντυσε λοιπόν μέ τήν κακία του, δηλαδή μέ τήν ἁμαρτία ὁ πονηρός ὁλόκληρη τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασικό μέλος καί μέρος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἔτσι ἔγινε τό σῶμα παθητό καί φθαρτό. Διότι ὅταν ὁ ἀπόστολος λέει· “ἀποβάλετε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας τόν παλαιό ἄνθρωπο” (῎Εφεσ. 4,22) ἐννοεῖ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, καί τά μάτια μέ ἄλλα μάτια, τό κεφάλι μέ ἄλλο κεφάλι, τά αὐτιά μέ ἄλλα αὐτιά, τά χέρια μέ ἄλλα χέρια, τά πόδια μέ ἄλλα πόδια. Διότι ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, σῶμα καί ψυχή, τόν μόλυνε καί τόν ἔκανε κομάτια ὁ πονηρός.
῾Ολόκληρο τόν ἄνθρωπο τόν ἔντυσε μέ τήν ἁμαρτία καί τόν ἔκανε παλαιό καί βδελυρό ἄνθρωπο, ἀκάθαρτο καί θεομάχο, ἀνυπότακτο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά βλέπει πλέον ὁ ἄνθρωπος ὅπως θέλει, ἀλλά νά βλέπει πονηρά, καί νά ἀκούει πονηρά, καί τά πόδια του νά τρέχουν γιά νά κάνουν τό κακό, καί τά χέρια του νά δουλεύουν στήν παρανομία, καί ἡ ψυχή του νά λογίζεται πονηρά. Συνέχεια
Συμβουλὲς γιά τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐναρέτη ζωὴ
1. Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. Δέν εἶναι λογικοὶ ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νά διακρίνουν ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό εἶναι τὸ κακό. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυχοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νά λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι.
2. Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μία μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καὶ νά εἶναι ἀρεστὸς στόν Θεό, τὸν Κύριο τῶν ὅλων, καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νά ἀσκεῖ τὴν ψυχὴ του, πῶς νά γίνει ἀρεστὸς στόν Θεό, εὐχαριστώντας Τον -ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στή ζωή- γιά τὴν μεγάλη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὅλου τοῦ κόσμου. Γιατὶ εἶναι παράλογο, τό νά εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιά χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νά εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στόν Θεὸ γιά ὅσα φαίνονται σ’ ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νά μὴν ἀναγνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του. Γιατὶ ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στόν Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς. Συνέχεια
Κεφάλαια Περί Αγάπης
1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιά ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τήν κάνει νά μήν προτιμᾶ κανένα ἀπό τά ὄντα περισσότερο ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά φτάσει ν᾿ ἀποκτήσει σταθερά αὐτή τήν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σέ κάτι ἀπό τά γήινα.
2. Τήν ἀγάπη τή γεννᾶ ἡ ἀπάθεια·τήν ἀπάθεια τή γεννᾶ ἡ ἐλπίδα στόν Θεό· τήν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία. Αὐτές τίς γεννᾶ ἡ καθολική ἐγκράτεια· τήν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τό φόβο τοῦ Θεοῦ τόν γεννᾶ ἡ πίστη.
3. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβᾶται τήν κόλαση. Κι ἐκεῖνος πού φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη. Ἐκεῖνος πού ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν.
Ἐκεῖνος πού ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν, θά ἀποκτήσει τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό ἀπομακρύνει τό νοῦ ἀπό κάθε ἐμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί ὅταν χωριστεῖ ἀπό αὐτή ὁ νοῦς, θά ἀποκτήσει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
4. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματά Του προτιμᾶ τή γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.
5. Ἄν ὅλα τά ὄντα ἔγιναν ἀπό τόν Θεό καί γιά τόν Θεό, καί ὁ Θεός εἶναι καλύτερος ἀπό τά δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερο τά δημιουργήματα ἀπό τόν Θεό.
6. Ἐκεῖνος πού ἔχει προσηλωμένο τό νοῦ του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τά ὁρατά, καί τό σῶμα του ἀκόμη, σάν νά εἶναι ξένο. Συνέχεια
Λόγος περὶ τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος
Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Φιλήμονα τὸν ἀναχωρητή, ὅτι κλείστηκε σὲ μιά σπηλιὰ κοντὰ στὴ Λαύρα ποὺ λεγόταν τῶν Ῥωμίων, καὶ ἐκεῖ διεξήγαγε τὰ παλαίσματα τῆς ἀσκήσεως, ἐπαναλαμβάνοντας διαρκῶς στὴ διάνοιά του ἐκεῖνο πού, ὅπως λένε, ἀπηύθυνε στὸν ἑαυτὸ του ὁ μέγας Ἀρσένιος: «Φιλήμων, μὴν ξεχνᾶς γιὰ ποιὸ λόγο ἔφυγες ἀπὸ τὸν κόσμο». Ὑπέμενε λοιπὸν στὴ σπηλιὰ ἀρκετὸ καιρὸ καὶ ἐργαζόταν τὴν καλαθοπλεκτική.
Τὰ ζεμπίλια πού ἔραβε, τὰ ἔδινε στὸν οἰκονόμο του γιὰ νὰ παίρνει λιγοστὸ ψωμί, ἐπειδὴ δὲν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο παρὰ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν φρόντιζε διόλου γιὰ τή σάρκα του, ἀλλὰ ἀσχολούμενος πάντοτε μὲ τὴ θεωρία, λουζόταν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ, καθὼς ἀπὸ αὐτὸν γευόταν ἀνέκφραστα μυστήρια, ζοῦσε σὲ διαρκῆ εὐφροσύνη.
Πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή, περπατοῦσε μόνος καὶ συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτὸ του, μὴν ἐπιτρέποντας σὲ κανένα νὰ τὸν πλησιάσει, γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Μέσα στὴν ἐκκλησία στεκόταν σὲ μία γωνία μὲ τὸ πρόσωπο προσηλωμένο στὴ γῆ καὶ ἔχυνε πηγὲς δακρύων, ἔχοντας ἀδιάλειπτο τὸ πένθος καὶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μάλιστα τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, πάνω στὰ ἀχνάρια τοῦ ὁποίου φρόντιζε νὰ βαδίζει.
Ὅταν ἐμφανίστηκε αἵρεση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στά περίχωρα, ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Λαύρα ποὺ εἶναι κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Νικάνορος. Ἐκεῖ τὸν δέχτηκε ὁ θεοφιλέστατος Παυλίνος•τοῦ παραχώρησε ἰδιαίτερο κελί, ὅπου τὸν ἐγκατέστησε μὲ κάθε ἡσυχία. Ἐπὶ ἕνα χρόνο δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν συναντήσει, ἀλλ’ οὔτε καὶ αὐτὸς τὸν ἐνόχλησε καθόλου, παρὰ μόνο ὅταν τοῦ ἔδινε τὸ ἀπαραίτητο ψωμί. Συνέχεια