Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Κωσταντίνου Καλοκύρη
Εἰς τάς ἀπεικονίσεις τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ βλέπομεν τήν Θεοτόκον ἄλλοτε καθημένην πρό τῆς φάτνης, ἄλλοτε ἀνακεκλιμένην ἐπί κλίνης, ἄλλοτε γονυπετῆ, σπανιώτερον δέ θηλάζουσαν. Τόν πρῶτον τύπον ἔχομεν π. χ. εἰς τό ψηφιδωτόν τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ παρά τήν Λεβάδειαν (11ος αἰών) καί εἰς τάς τοιχογραφίας, ὡς τῆς ἁγίας Τριάδος Κρανιδίου (1245), εἰς τόν ναόν τοῦ Μουτουλλᾶ Κύπρου κ.ἀ. Ἡ Μήτηρ καθημένη ἥσυχος μέ ἤρεμον καί γαληνιαῖον πρόσωπον προσβλέπει τρυφερῶς τόν Υἱόν της. Διά τοῦ τύπου τούτου ἐκφράζεται ἐντονώτερον ἡ θεολογική ἰδέα τῆς ἀνωδύνου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπό τῆς Θεοτόκου. Χαρακτηριστικώτατα ἐπ᾿ αὐτοῦ γράφει ὁ Χορίκιος Γαζαῖος (6ος αἰών): «τήν γάρ φύσεως κρεῖττον ἀξιωθεῖσαν τεκεῖν ἔδει καί τῶν κατά φύσιν ὠδίνων ἀπηλλάχθαι». Ὁμοίως καί ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός (8ος αἰών) σημειώνει: «ὅτι ἀνωδύνως (τίκτεται ὁ Χριστός) ὑπέρ θεσμόν γεννήσεως· ἧς γάρ ἡδονή οὐ προηγήσατο, οὐδέ ὠδίν ἐπηκολούθησε, κατά τόν προφήτην τόν λέγοντα: πρίν ὠδίνησεν, ἔτεκεν…». Κατά τόν ἴδιον τρόπον ἐκφράζεται ὁ Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ ὑμνογραφία (ὡς π.χ «Ἐπί τῷ ξένῳ σου τόκῳ τάς ὠδίνας φυγοῦσα ὑπερφυῶς…».
Ὁ δεύτερος τύπος, μέ τήν ἀνακεκλιμένην ἤ ἡμιανακεκλιμένην ἐπί διαγωνίως τεθειμένης στρωμνῆς Θεομήτορα (τήν «πρός εὐνήν ἀναπίπτουσαν κόρην» κατά τόν ὡς ἄνω Χορίκιον), εἶναι ὁ πλέον διαδεδομένος εἰς τήν ὀρθόδοξον τέχνην. Ὡραίαν ἀπεικόνισιν εὑρίσκομεν π.χ. εἰς τόν κατά τόν 8ον-9ον αἰῶνα χρονολογούμενον ἐσμαλτωμένον σταυρόν τοῦ παρεκκλησίου Sancta Sanctorum τοῦ Λατερανοῦ, ἔπειτα εἰς τά γλυπτά, τά ψηφιδωτά, ὡς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καί Δαφνίου (11ος αἰών) εἰς τάς τοιχογραφίας, ὡς τῶν ἁγίων Ἀναργύρων καί τοῦ ἁγίου Στεφάνου Καστορίας (12ος αἰών), τῆς Περιβλέπτου τοῦ Μυστρᾶ (14ος αἰών) εἰς τό ψηφιδωτόν τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει μονῆς τῆς Χώρας καί εἰς τό μέγα πλῆθος τῶν φορητῶν εἰκόνων. Συνέχεια
Ἡ Γέννηση στὴν Ἁγιογραφία
Φώτη Κόντογλου
Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας κράτησε καὶ διατήρησε τὴν παράδοση τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης ἀμόλευτη, ὅπως κράτησε καὶ τὴν παράδοση τῆς ὑμνογραφίας, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Καὶ λέγοντας ἀμόλευτη, θέλω νὰ πῶ πὼς δὲν τὴν ἄφησε νὰ ξεπέσει ἀπὸ τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα της, ὥστε νὰ κάνει ἔργα σαρκικὰ καὶ κοσμικά, ὅπως ἔγινε στὴ δυτικὴ ἐκκλησία.
Ἡ λεγομένη Ἀναγέννηση στὴν Ἰταλία στάθηκε στ’ ἀληθινὰ ἡ ἀναγέννηση τῆς εἰδωλολατρίας, δηλαδὴ τῆς λατρείας τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν γνωρίζει τί εἶναι ἡ πνευματικὴ ὡραιότητα. Οἱ τεχνίτες ποὺ δουλέψανε κατὰ τὴν Ἀναγέννηση ἤτανε οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι χωρὶς θρησκευτικὸ αἴσθημα, χωρὶς πίστη, καὶ παίρνανε τὰ θρησκευτικὰ θέματα σὰν πρόφαση μοναχὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὴ μαστοριά τους στὴ φυσικότητα καὶ στὴ σαρκικὴ τέχνη. Κι’ οἱ ἴδιοι οἱ Ἰταλιάνοι τὸ παραδέχουνται αὐτὸ γιὰ τοὺς μεγάλους τεχνίτες τους, ἀφοῦ ἔχουνε γιὰ θαυματουργὲς εἰκόνες μονάχα τὶς παλιὲς βυζαντινὲς ποὺ βρεθήκανε στὸν τόπο τους, ἐνῶ θὰ γελάσουνε ἂν τοὺς πεῖ κανένας πὼς κάνανε εἰκόνες θαυματουργὲς (δηλαδὴ εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς προσκυνᾶ ὁ Χριστιανὸς) ὁ Ραφαέλος, ὁ Τισιάνος, ὁ Ἀντρέας ντὲ Σάρτο, ὁ Βερονέζης, ὁ Τιντορέττος κι’ οἱ ἄλλοι μαστόροι τῆς Ἀναγέννησης.
Λοιπόν, γιὰ νὰ μιλήσει κανένας σωστά, ἁγιογραφία, δηλαδὴ θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ μὲ πνευματικότητα, δὲν κάνανε στὴν Ἀναγέννηση, γιὰ τοῦτο καὶ τὰ ἔργα ποὺ φτιάξανε οἱ τότε τεχνίτες εἶναι θεατρικά, ἐπιδειχτικά, χωρὶς μυστικισμό, ἀντιπνευματικά, μὴν ἔχοντα καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία κράτησε τὴν ἀρχαία πνευματικὴ καθαρότητα ὡς τὰ τελευταία χρόνια. Ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς ἄρχισε νὰ ξεπέφτει αὐτὴ ἡ τέχνη ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ἁπλότητας καὶ νὰ θέλει νὰ κάνει καὶ στὶς δικές μας ἐκκλησίες ἔργα κούφια καὶ θεατρικά, γιατί ἡ ἀπιστία, ἡ ἐπίδειξη, κ’ ἡ μανία νὰ μοιάσουμε τοὺς ἄλλους στὸ κακό, μᾶς τύφλωσε ὁλότελα. Σὲ ὅσους δὲν ἔχουνε θρησκεία μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς ἀρέσουνε αὐτὰ τὰ σαρκικὰ καὶ ἀντιπνευματικὰ ἔργα, γιατί ἡ σάρκα θαυμάζει τὴ σάρκα καὶ δὲν θέλει νὰ βλέπει πνευματικὰ πράγματα, κι’ οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ νοιώσει. Τὸ ἀνάποδο γίνεται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ νοιώσανε τὴ γλυκύτητα τῆς πίστης· αὐτοὶ δὲν βρίσκουνε καμιὰ οὐσία στὰ ἔργα ποὺ γινήκανε καὶ γίνουνται γιὰ νὰ δείξουνε τὴ μάταιη μαστοριὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου ζωγράφου, ποὺ τὰ ἐξηγεῖ μία ματαιόδοξη δασκάλα ποὺ τὴ λένε «αἰσθητική». Συνέχεια
Ἡ εἰκόνα στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας (Περὶ τῶν Χριστουγέννων)
Leonid Ouspensky
Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τὴν βλέπουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι μπασμένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας φορτωμένη μὲ περιττὲς λεπτομέρειες. Ἡ σύνθεσή της τοὺς φαίνεται κάπως παιδαριώδης, ἄταχτη, περισσότερο ἁπλοϊκὴ παρὰ σοβαρή. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ ἀφέλεια κι αὐτὴ ἡ ἁπλοϊκότητα εἶναι κάτι πολὺ βαθύ, κάτι ποὺ μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν». Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ὅλη ἔννοια τῆς Ἑορτῆς. Μὲ τὰ χρώματα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν κι ἀκριβῶς μὲ τὴν ἁπλοϊκότητά της, εἶναι ἡ πιὸ χαρωπὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν(1).
Ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας φυλάει μ᾿ ἀκρίβεια τὸν καθιερωμένο τύπο τῆς Γεννήσεως, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ πλούσιος κι ὁ πιὸ πλήρης σε περιεχόμενο. Εἶναι δὲ ὁ ἀκόλουθος: Στὴν μέση, μπροστὰ ἀπὸ κάτι βουνὰ τὸ σπήλαιο ὅπου εἶναι ἀναπεσμένος ὁ Κύριός μας στὴν φάτνη, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ζῶα· πλάϊ, ἡ Παρθένος ἀναπεσμενη κι αὐτὴ σ᾿ ἕνα στρωσίδι· στὸ πάνω μέρος, οἱ Ἄγγελοι κι ὁ Ἀστήρ· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ σπηλαίου, οἱ Ποιμένες, ἀπὸ τὴν ἄλλην οἱ Μάγοι, ποὺ ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό. Κάτω, στὶς δυὸ ἄκρες, ἀπὸ ἐδῶ δυὸ γυναῖκες πλένουν τὸ Παιδίον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ καθισμένος ἀπέναντι σ᾿ ἕναν γέροντα ὄρθιο ποὺ κρατάει ἕνα ραβδί.
Ὡς πρὸς τὸ περιγραφικό της στοιχεῖο, ἡ εἰκόνα ἀντιστοιχεῖ στὸ κοντάκιον: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσιν. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Ἡ εἰκόνα προσθέτει καὶ τὶς δυὸ σκηνὲς ποὺ παριστάνονται στὶς κάτω ἄκρες της καὶ ποὺ δὲν τὶς ἑρμηνεύει τὸ κοντάκιον, ἀλλὰ εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν Παράδοση. Συνέχεια
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Νίκου Ζία
῾Η Γέννηση τοῦ Χριστοῦ γιορτάζεται ἀπό τήν ῾Αγία ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία δοξολογικά καί συνάμα κατανυκτικά. ῾Η ἡδυμελής ὑμνογραφία καί ἡ εἰρηνόχυτη εἰκονογραφία μέ θαυμαστό τρόπο ἐκφράζουν τό μέγα γεγονός. Μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ᾿Ορθόδοξος Χριστιανός ζεῖ τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως μέ τίς αἰσθήσεις του, πού μεταμορφώνονται γιά νά γίνουν μέσα ἐπικοινωνίας μέ τό ἄρρητο. Προσκυνώντας τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἀνταποκρίνεται στό κέλευσμα τῆς ψαλμωδίας «δεῦτε ἴδωμεν πιστοί» καί «βλέπει» μέ τά μάτια του τήν θεολογία τῆς σαρκώσεως αἰσθανόμενος τήν εὐφροσύνη τῆς θείας συγκαταβάσεως καί κενώσεως.
Τό πνευματικό μεγαλεῖο, τό μυστικό βάθος καί τό αἰσθητικό κάλλος τῆς ᾿Ορθοδόξου τέχνης συνεργοῦν στή μετοχή τοῦ πιστοῦ στό καλοάγγελτο γεγονός τῆς ἐνανθρώπησης.
Παραστάσεις μέ θέμα τή Γέννηση ἀπαντοῦν ἀπό τήν Παλαιοχριστιανική ἐποχή, ἀλλά ἡ εἰκόνα, μέ ὁλοκληρωμένο τόν εἰκονογραφικό τύπο, ἐμφανίζεται κυρίως στά χρόνια μετά τήν εἰκονομαχική ταραχή, στήν ἀκμή τῆς μεσοβυζαντινῆς περιόδου ἀκολουθώντας κατοπινά μιά πορεία μέ μικρές παραλλαγές ἀνάλογες μέ τίς γενικώτερες συνθῆκες τόπου καί ἐποχῆς.
Γύρω στόν 11ο αἰ. βρίσκουμε στά μεγάλα μνημειακά σύνολα τῶν ψηφιδωτῶν παραστάσεις τῆς Γεννήσεως πού συγκεντρώνουν ὅλα τά ἐπιμέρους εἰκονογραφικά στοιχεῖα. Τά ψηφιδωτά τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς τοῦ ῾Οσίου Λουκά (ἀρχές 11ου αἰ.) καί τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Δαφνιοῦ (τέλος 11ου αἰ.) εἶναι δύο χαρακτηριστικά καί προσιτά δείγματα, πού μποροῦν νά μάς δώσουν τήν αὐθεντική εἰκονογραφική σύνθεση.
Στό κέντρο τῆς εἰκόνας ὑψώνεται βουνό «βραχῶδες, ἀλλ᾿ εὔχαρι καί φωτεινόχρωμο». (Φ. Κόντογλου, ῎Εκφρασις τῆς ᾿Ορθοδόξου Εἰκονογραφίας, ἐκδ. οἶκος ᾿Αστήρ 1960 τόμ. Α΄, σελ. 156) μέ μιά μεγάλη σκοτεινόχρωμη σπηλιά. Μέσα στήν σπηλιά ἡ κτιστή – συχνά ἰσοδυναμικά – φάτνη μέ τόν σπαργανωμένο, ἀρτιγέννητο νήπιο Χριστό. Δίπλα ἡ Παναγία Μητέρα πάνω σέ στρῶμα κάθεται ἤ εἶναι μισοξαπλωμένη καί σέ μεταγενέστερους χρόνους γονατίζει.
Πίσω ἀπό τήν φάτνη προβάλλουν τά κεφάλια τους δυό ἀγαθά ζῶα, βόδι καί ὀνάριο. ῎Εξω ἀπό τό σπήλαιο στό ἕνα ἄκρο τῆς εἰκόνας κάθεται συλλογισμένος ὁ ᾿Ιωσήφ. Στό ἄλλο ἄκρο τό πρῶτο λουτρό τοῦ Βρέφους πού γίνεται μέ τήν βοήθεια δύο γυναικῶν· συχνά ἡ μία δοκιμάζει μέ τό χέρι της τή θερμοκρασία τοῦ νεροῦ. Συνέχεια