Ὁ Ἅδης τῆς πλεονεξίας
1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Δηλαδή, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι, και δοκιμάζουν την υπομονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φορές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται δοκιμαστήριο και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να μη χάσει τη δύναμή της η ψυχή στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, αλλά και να μην υπερηφανευθεί στις ευτυχείς καταστάσεις. Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πειρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής, σήκωσε με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρδιάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τόσο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα παλαίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός. Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Ένα απ’ αυτά είναι και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε. Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλούτη στα χέρια του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώμονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κόρος στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά. Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ενός ανθρώπου πλούσιου τα χωράφια είχαν μεγάλη σοδειά. Και αυτός έπεσε τότε σε αγχώδη συλλογή και έλεγε: Τί να κάνω; Πού να συγκεντρώσω και να αποθηκεύσω τα εισοδήματά μου;». Και, ύστερα από μεγάλο ταλανισμό και συλλογή, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματα και τα αγαθά μου». Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε; Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι ο Κύριος «βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους και ανατέλλει τον ζωογόνο ήλιο Του και για τους πονηρούς και για τους αγαθούς». Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τί έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Εριξε τις βροχές στη γη που καλλιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Εδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφορία. Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά. Διότι ο Θεός προσφέρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βοδιών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γεωργία. Τί στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ’ όλα αυτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κάθε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θά ‘τανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθόλου την εντολή που λέει: «Μην αρνηθείς να βοηθήσεις τον φτωχό»· και «το έλεος και η καλή διάθεση προς τους ενδεείς, ας μη σε εγκαταλείπουν». Επίσης λησμόνησε την προτροπή που λέει: «Να μοιράζεις το ψωμί σου μ’ αυτόν που πεινάει». Ετσι, αν και όλοι οι Προφήτες και οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισακούονταν από τον Πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπαζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε. Διότι, με το να προσθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομιδές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δηλαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι’ αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες. «Τί να κάνω;». Ποιός δεν θα ελεούσε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια μέριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Ελεεινός μπροστά στα αγαθά του παρόντος κόσμου. Ακόμη πιο ελεεινός όμως μπροστά στα προσδοκώμενα. Η γη δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισοδήματα. Αναβλαστάνει γι’ αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρηνεί και οδύρεται παρόμοια μ’ αυτούς που είναι φτωχοί. Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώχεια δεν βγάζει απ’ την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τί να κάνω; Πού να βρω τροφές; Πού να βρω ενδύματα;». Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώνει τον πλεονέκτη. Διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ’ όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοια του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελεηθεί κάποιος φτωχός.
2. Στ’ αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστριμάργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς. Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγαθά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πόσα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός. Από Ποιόν τα έλαβες. Γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικονόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέπτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι’ αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παραταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλειδαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «τί θα κάνω;». Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πεινούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκαλέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πηγή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό». Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέτοιος. Που να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πως θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πως θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ’ αυτούς. Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έπαιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύκτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολλά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.
3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι’ αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα Πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη. Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ’ αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει. Διότι πρέπει να ξέρεις ότι, για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ. χ. σ’ αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις μ’ αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλουτισμού για τον σπορέα. Ετσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σ’ αυτόν που το πρόσφερε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς. Διότι και η Γραφή λέει: «Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη». Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Γιατί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πηλό και πλίνθους; «Είναι προτιμότερο το καλό όνομα από τα μεγάλα πλούτη». Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ’ αυτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σου επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, παρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύριους στατήρες. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σ’ αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάνθρωπο. Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονάει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατάντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητοκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και συ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου; Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτίσεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ’ αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε. Ελα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανάγκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «Σκόρπισε ελεύθερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες». Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το πουλήσεις πανάκριβα. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι, είναι λαοκατάρατος». Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή, για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευθείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο με τη στέρηση των αγαθών, για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμφοράς. Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χάραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.
4. Και η στιλπνάδα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως ούτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτωχού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού; Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του. Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τί να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγήσει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ισως έτσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο (*). Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μάτια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυτός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πράξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείληκτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου. Και τί σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ’ αυτή τη σκληρή στιγμή; Ποιό παιδί μου να πουλήσω πρώτα, έλεγε. Ποιό θα δει με ευχαρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτερο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώσω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυφερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιό να δώσω απ’ τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιάζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τί να κάνω; Με ποιό παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιό να φερθώ τόσο σκληρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου; Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώχειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τί μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπιστοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρυσμα τα παιδιά μου που τα πούλησα; Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, μετά απ’ όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλούσιε , δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζεσαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και παζαρεύεις πως θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυσό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοια σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πάθος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασήμι βλέπει. Στ’ αλήθεια, με περισσότερη ευχαρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.
5. Τί δεν μηχανεύεσαι, στ’ αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σου δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σου επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σου γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παραταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος. Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλόχερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επιτρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί. «Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ’ αυτόν», λέει ο Ψαλμωδός. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε. Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπάει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέχεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργήσει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παραμένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρεμιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε. Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύσει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του. Διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής πλεονεξίας. Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύκαρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Μ’ αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς. Όταν αντλείται το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκαταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συνανθρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώπων και αποβαίνει καρποφόρος. Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λάβουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ’ Αυτόν. Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του Πλούσιου που καταδικάζεται απ’ όλους για τη συμπεριφορά του. Γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλικά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σοδειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Εχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προκαταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη του πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέσα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλήματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενικά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ήταν τσιγγούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σαράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι. Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σένα, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τ’ αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρόσμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρπούς. Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώσει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δωρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.
6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρανό. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί. Ποιά είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά». Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τί άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου; Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «Ανόητε, τούτη τη νύκτα οι άγγελοι θα ζητήσουν να πάρουν την ψυχή σου. Όλα αυτά που ετοίμασες και φυλάς, ποιός θα τα πάρει;». Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από αγκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ’ αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τί σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! Πολύ καλά θα κάνεις, θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφανισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλεονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοίχους. Αφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του Μαμμωνά. «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγαλύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τί άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τί είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ’ όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρεμίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέλεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κατατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται». Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους, μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου. Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σ’ αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κύτταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιορίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερομηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου. Διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτερες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τί σε εμποδίζει λοιπόν να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γεμάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου; Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και συ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς; Ακου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω». Διότι «δεν γνωρίζεις τι τέξεται η επιούσα». Αδελφέ μου, ποιά παραγγέλματα καταφρονείς, με το να κλείνεις τ’ αυτιά σου, εξαιτίας τής φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλλων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παραταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μήπως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέρια σου. Μία λέξη ξέρεις: Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός! Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κάθε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια. Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσ’ το σήμερα σ’ αυτόν που τό ‘χει ανάγκη. Η χειρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.
7. Και ποιόν αδικώ, λέει ο πλεονέκτης πλούσιος, με το να ενδιαφέρομαι για την περιουσία μου; Αλήθεια; Αλλά πές μου, ποιά είναι η περιουσία σου, ποιά είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλούσιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέατρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδίζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοινό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους. Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδινε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υπήρχε κανένας φτωχός. Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά τής μητέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό , ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σ’ αυτή τη ζωή; Γιατί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λάβεις τη Χάρη και τον μισθό τής καλής διαχειρήσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων. Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τόσους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τίποτα σε κανέναν. Ποιός θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυτός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρκεια. Ποιός είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν. Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύμα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ’ αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να ευεργετήσεις!
8. Καλά είναι τα λόγια, λέει ο πλούσιος, αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός! Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κενό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν διαλέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους. Διότι αυτοί, όταν, στις ομιλίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επιθυμία. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους από πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πόνους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυτό σου; Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Φύγετε μακριά από μένα καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμασθεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ». Διότι εκεί, στη Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του. Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμφέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνερες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γραφή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις. Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητική εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πάρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βασιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
(*) Αναφέρεται εδώ ο Αγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παιδιά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Αγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος και δεινόν το νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σοφού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252).
Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας-Γιά τήν πνευματική ἀγάπη
1.-. Θά ἤθελα νά ὑμνήσω τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἀλλά τό μεγαλεῖο της δέν μπορεῖ μέ λόγια νά περιγραφεῖ. Γιατί αὐτή, ἡ πιό σπουδαία ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ὡς κεφαλή τῶν καλῶν, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μόνον ἐμπειρικά, ὅταν, δηλαδή, τήν λειτουργεῖ κανείς καί τή βιώνει ὡς προσωπικό κτῆμα του. Γι’ αὐτό καί τή θαυμάσια αὐτή ἀρετή τῆς ἀγάπης τήν γνωρίζουν ὅσοι ἀξιώθηκαν νά βαδίσουν τόν δρόμο της.
Τήν ἀγάπη πολλοί τήν περιγράφουν μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἐκεῖνοι πού τήν ἔχουν κάνει κτῆμα τῆς καρδιᾶς τους, τήν ἐμφανίζουν μέ τά θεάρεστα ἔργα τους. Αὐτοί οἱ δεύτεροι εἶναι πολύ περισσότερο ἄξιοι θαυμασμοῦ. Παρόλο, ὅμως, πού ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης ὑπερβαίνει τίς δυνατότητες τοῦ λόγου μου, θά τολμήσω νά τήν ἐξυμνήσω μέ συντομία, γιά νά παρακινήσω πολλούς ὥστε νά τήν ἐγκολπωθοῦν καί νά τή λειτουργήσουν.
2.-. Ἡ ἀγάπη, ἀγαπητές Ἀδελφές μου, εἶναι ἔργο πού συντελεῖται στήν ψυχή, θερμαίνει τήν καρδιά, φωτίζει τόν νοῦ, ἐνεργοποιεῖ τή διάνοια πρός μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί διεγείρει ὅλες τίς ψυχοσωματικές δυνάμεις πρός ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Τό δῶρο τῆς ἀγάπης τό ἔχει χαρίσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας του. Αὐτήν ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καί τή φόρεσε ὡς στολή πανέμορφη καί εὐπρεπέστατη, ἀλλά ὁ ληστής τῶν ψυχῶν μας, ὁ διάβολος, τήν ξέσχισε καί ἄφησε τόν ἄνθρωπο γυμνό καί καταντροπιασμένο.
3.-. Ἀκοῦστε, ὅμως, πῶς ὁ χιτώνας τῆς ἀγάπης ξεσχίζεται, ἀλλά καί πῶς περισώζεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ ὅλη τήν καρδιά του τόν Θεό καί κάνει τό θέλημά Του, τότε ὅλη ἡ ἀγάπη τῆς ψυχῆς παραμένει ἀδιαλώβητη, ἐπειδή ὅλη ἡ ἀγαπητική δύναμή της παραμένει στόν Θεό. Τότε ἡ ψυχή εἶναι λαμπροφορεμένη μέ τήν ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, σάν μέ πορφύρα ντυμένη, καί ἡ θέα της μοιάζει μέ αὐτήν τῆς χρυσόφτερης περιστερᾶς. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, τούς πολύτιμους λίθους καί κάθε ἄλλον ἐπίγειο θησαυρό ἤ ἀκόμα καί τήν ποικιλία τῶν ἀπολαυστικῶν τροφῶν, τή ζωή στήν ὑπηρεσία τῆς θνητῆς σάρκας καί τήν ἐφήμερη ἀνθρώπινη δόξα, καί ἔτσι παραδώσει σέ ὅλα αὐτά τήν ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς του, τότε ὁ χιτώνας τῆς ἀγάπης ξεσχίζεται καί γίνεται χίλια κομμάτια.
Ὅταν ἡ ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς κατατεμαχιστεῖ καί παραδοθεῖ στίς ἀγάπες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τότε ὁ ἄνθρωπος γυμνώνεται καί γίνεται ἐλεεινό θέαμα. Ὅπως, ὅταν κανείς ξεσχίσει τό ἔνδυμα κάποιου, τόν ἀφήνει ἀκάλυπτο καί ἔκθετο, ὥστε νά γίνει πασιφανής ἡ σωματική ἀσχήμια του, ἔτσι ἀκριβῶς κάνει καί ὁ διάβολος. Ἁρπάζει τήν καλή ἐπιθυμία πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τή δημιουργία του, τήν κατακερματίζει καί τή διασκορπίζει στή μέριμνα τῶν πραγμάτων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπογυμνώνει τήν ψυχή ἀπό τή δύναμη τῆς θεάρεστης ἀγάπης καί τήν ἀφήνει ἀκάλυπτη ἀπό τή σκέπη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
4.-. Τήν ἀλήθεια τοῦ ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, στερεῖται καί τή βοήθειά Του, τήν κάνει φανερή ἕνα τροπάριο πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας. Σ’ αὐτό, ἡ ψυχή πού νιώθει ὅτι εἶναι γυμνή ἀπό τίς ἀρετές καί πτωχή ἀπό ἀγάπη, βλέποντας τήν ἀσχήμια της καί πενθώντας γιά τήν ἐλεεινότητά της, λέει: «Τόν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρα μου, καταστολισμένο, ἀλλά δέν ἔχω ἔνδυμα κατάλληλο γιά νά εἰσέλθω σ’ αὐτόν. Λάμπρυνέ μου τή στολή τῆς ψυχῆς».
«Βλέπω, Σωτήρα μου», λέει ὁ Ὑμνωδός, «τόν νυμφώνα τῆς δικῆς Σου βοήθειας γεμάτο εὐλογία καί καθετί καλό, ἀλλά δέν ἔχω τό ἔνδυμα τῆς ἀγάπης, γιά νά μπῶ στό φρούριο τῆς βοήθειας πού Ἐσύ παρέχεις. Γι’ αὐτό, Ἐσύ πού χαρίζεις τό φῶς, λάμπρυνέ μου τή διάνοια μέ τή στολή τῆς δικῆς Σου ἀγάπης. Καί σῶσε με, ὥστε καταστολισμένος πλέον μέ τήν ἀγάπη νά ἀξιωθῶ νά ἐπιτύχω τή σωτηρία μου».
5.-. Αὐτήν τήν ἀγάπη θέλει νά φυτεύσει πάλι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἦλθε στή γῆ καί τήν ψυχή, πού ὁ διάβολος εἶχε κατακομματιάσει στίς ἀγάπες καί στήν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου, τήν μάζεψε καί τήν συνέρραψε. Ἔτσι, ἀκέραια καί τέλεια τήν ἀνύψωσε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῆς ξαναφόρεσε τήν πρώτη στολή της καί τῆς ἔδωσε τήν ἀρχέγονη ὡραιότητά της.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Κύριος λέει: «Ἦλθα νά βάλω φωτιά ἐπάνω στή γῆ. Καί τί περισσότερο θέλω, ἄν τώρα κιόλας ἔχει ἀνάψει;». Νομίζω πώς ὁ Κύριος μέ τή λέξη «φωτιά» ἐννοεῖ τήν ἀγάπη, τήν ὁποία εἶχε σβήσει ὁ διάβολος, ἀλλά τήν ἄναψε πάλι ὁ Χριστός μέ τήν ἅγια ζωή Του καί μέ τίς ἀξιοσέβαστες ἐντολές Του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συνώνυμη μέ τόν Χριστό καί εἶναι γνώρισμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος λέει: «’Από αὐτό θά ἀναγνωρίζουν ὅλοι ὅτι εἴσαστε μαθητές μου, ἄν, δηλαδή, ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
6.-. Ἡ πληθώρα τῶν ἁμαρτιῶν ἀφανίζει τήν ἀγάπη. «Ἐπειδή», λέει ὁ Κύριος, «θά πληθύνει ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο, θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς ἀνθρωπότητας». Γιατί, ὅπως ἡ συσσώρευση τοῦ νεροῦ σαπίζει τούς καρπούς στή γῆ, ἔτσι καί τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ἐξαλείφει ἀπό τήν ψυχή τά κινήματα τῆς ἀγάπης.
7.-. Ἀπ’ αὐτήν τήν ἀγάπη πληγώθηκε ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος καί εἶπε: «Θά εὐχόμουν νά χωριστῶ ἀπό τόν Χριστό γιά πάντα, γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν καί τῶν κατά σάρκα συγγενῶν μου». Αὐτή εἶναι ἡ φύση καί ἡ ποιότητα τῆς ἀγάπης. Ὅπως τό κερί λιώνει ἀπό τή φωτιά καί γίνεται φῶς πού φωτίζει ὅποιον τό κρατάει ἀναμμένο, ἔτσι εἶναι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αὐτή κατοικεῖ στήν ψυχή καί κατακαίει τήν καρδιά, διαπερνᾶ μέ τή θερμότητά της ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη καί ἐμπνέει τό σῶμα, ὥστε νά κοπιάζει καί νά ριψοκινδυνεύει γιά χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
8.-. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης τή σπίθα διαπίστωσα καί στή δική μου ψυχή. Ἀπ̓ αὐτόν τόν σπινθήρα ἄναψε μέσα μου φωτιά καί παρέβλεψα τή δική μου ζωή. Πέρασα θάλασσες, ποτάμια καί ἀπόκρημνα βουνά. Καταβασάνισε τό σῶμα μου ὁ βαρύς χειμώνας, ἀλλά, παρόλα αὐτά, ἡ ἀγάπη πού γλύκαινε τήν ψυχή μου, μοῦ ἔδινε δύναμη καί θάρρος, ὥστε νά ὑπομένω ὅλα αὐτά τά θλιβερά καί ἐπώδυνα. Αὐτά, ἀσφαλῶς, ἦταν κατόρθωμα τῆς θερμῆς ἀγάπης μου πρός ἐσᾶς, ἡ ὁποία ἁπάλυνε τόν χειμώνα τῶν πειρασμῶν πού μέ περίμεναν κατά τό ταξίδι. Τί, λοιπόν, ἐπιζητοῦσα νά σᾶς προσφέρω; Ἤθελα νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς θλίψεις πού σᾶς βασάνιζαν καί νά σᾶς ἐπιβεβαιώσω τήν ἀγάπη μου πρός ἐσᾶς, καθώς καί τή φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον μου γιά τή σωτηρία σας.
9.-. Ὁ καρπός, λοιπόν, κάθε ἀνθρώπου γνωρίζεται ἀπό τό ὅλο ἦθος καί τίς σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους του. «Ἀπό τούς καρπούς τους», λέει ὁ Κύριος, «θά τούς ἀναγνωρίσετε». Γιατί, ὅπως, ὅταν βλέπουμε τούς καρπούς, ἀναγνωρίζουμε ποιά εἶναι τά καλά καί ποιά τά ἄρρωστα δένδρα, ἔτσι ἀκριβῶς ἀναγνωρίζουμε τίς φιλάνθρωπες καί τίς φιλόθεες ψυχές καί θεωροῦμε τούς λόγους τους ἀξιόπιστους καί ἀληθινούς, ἐπειδή αὐτοί εἶναι στηριγμένοι στήν Ἁγία Γραφή καί ἐκφέρονται ὡς καρπός τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τους.
10.-. Γι’ αὐτό, νά μήν παρασύρεσθε ἀπό τόν ἄνεμο τῶν λόγων τοῦ κάθε ψευδοδιδασκάλου γιατί ἔτσι διώχνετε ἀπό τή ζωή σας τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίζοντας τόν ἑαυτό σας ἀπό τήν Ἐκκλησία καί χάνοντας τόν καιρό σας σέ ἀνόητες καί ἀργόσχολες συναναστροφές. Μέ βαθιά ἐμπιστοσύνη ἡ μία στήν ἄλλη, ἑνωμένες καί ὁμόφρονες, μήν παραλείπετε νά ὑμνεῖτε ἀδιάλειπτα τόν Κύριο πού μᾶς ἀγάπησε, μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό Τίμιο Αἷμα Του καί μᾶς ἕνωσε ὅλους σέ μία ποίμνη καί μία Ἐκκλησία.
Γιατί σ̓ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ-Για τή μετά θάνατον ζωή τῆς ψυχῆς.
Πρέπει νά προσέχουμε, ὅσο βρισκόμαστε ἀκόμα σ᾿ αὐτή τή ζωή, τίνος τήν ἐξουσία ἀναγνωρίζουμε καί ποιόν διακονοῦμε κατά τήν ἐπίγεια ζωή μας· Τόν Θεό ἤ τόν διάβολο; Κι ἄς μήν ἀμφιβάλλουμε ὅτι στήν αἰωνιότητα ὁ καθένας μας θά εἶναι μέ τό μέρος ἐκείνου πού διακόνησε σέ αὐτή τή ζωή. Αὐτό σημαίνουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «῞Οποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τό δικό μου δρόμο, κι ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ θά εἶναι κι ὁ δικός μου ὑπηρέτης. Κι ὁ Πατέρας μου θά τιμήσει ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ» (᾿Ιωάν. 12, 26).
᾿Ανήκουμε στή βασιλεία τοῦ διαβόλου, ὅταν μέ τήν θέλησή μας διαπράττουμε τήν ἁμαρτία, ἐνῶ κερδίζουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκοῦμε τήν ἀρετή μέ καθαρή καρδιά καί ἐπίγνωση. ᾿Εκεῖ ὅπου εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καί ὅπου εἶναι τό βασίλειο τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ὁ θάνατος καί ὁ τάφος. Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ θανάτου, νά ὑμνήσει τόν Κύριο, ὅπως λέει καί ὁ Ψαλμωδός· «Δέν θά Σέ ὑμνολογήσουν, Κύριε, ὅσοι εἶναι νεκροί κατά τήν ἀρετή σ᾿ αὐτή τή ζωή, οὔτε ἐκεῖνοι πού μετά θάνατο κατεβαίνουν στόν ῞Αδη. ᾿Αλλά ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἐνάρετο βίο, θά ὑμνήσουμε τόν Κύριο καί ἐδῶ καί ἐκεῖ» (Ψαλμ. 113, 25-26). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «᾿Εκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τό θάνατο, δέν Σέ θυμᾶται, Κύριε. Μετά τό θάνατο ὅμως, ποιός μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά Σέ ὑμνήσει;» (Ψαλμ. 6, 6). Δηλαδή, κανένας δέν μπορεῖ. Διότι κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού πέφτουν στήν ἁμαρτία δέν ὁμολογεῖ τόν Θεό, ἔστω κι ἄν λέει χίλιες φορές πώς εἶναι χριστιανός, ἤ ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι μοναχός.
Κανείς ἄνθρωπος πού δέχεται ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, δέν ἔχει μνήμη Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ ποτέ νά λέει ἀλήθεια ὅταν ὀνομάζει τόν ἑαυτό του δοῦλο τοῦ Θεοῦ, τή στιγμή πού πεισματικά περιφρονεῖ τίς ἐντολές Του. ῾Ο θεῖος ᾿Απόστολος λέει σαφῶς ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό θάνατο ὑφίσταται ἡ χήρα, ἡ ὁποία παραδίδει τόν ἑαυτό της στίς ἡδονές. «Διότι ἐκείνη πού ζεῖ στίς ἀπολαύσεις ἔχει πεθάνει κι ἄν ἀκόμα βρίσκεται στή ζωή» (Α´ Τιμ. 5, 6). Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού ἐνῶ ζοῦν ἀκόμα σ᾿ αὐτό τό σῶμα, εἶναι νεκροί καί δέν μποροῦν νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Γιατί αὐτοί εἶναι μέσα στόν τάφο. ῞Οπως ἐπίσης ὑπάρχουν καί πολλοί πού, ἄν καί εἶναι νεκροί κατά τό σῶμα, ὅμως ὑμνοῦν τόν Θεό «ἐν Πνεύματι». «Πνεύματα» λέει, «καί ψυχές δικαίων, δοξάστε τόν Κύριο» (῞Υμνος Τριῶν Παίδων, Δανιήλ· 3, 63). Καί ὁ Ψαλμωδός ἐπίσης λέει· «Καθετί πού ἔχει ζωή καί ἀναπνέει, ἄς δοξολογήσει καί ἄς ἀνυμνήσει τόν Κύριο» (Ψαλμ. 150, 6). Καί στήν ᾿Αποκάλυψη τοῦ ᾿Ιωάννου ἀναφέρεται ὅτι οἱ ψυχές ὅσων ἔχουν σφαγιασθεῖ, ὄχι μόνο ὑμνοῦν τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπευθύνονται σ᾿ Αὐτόν (᾿Αποκ. 6, 9-10).
᾿Επίσης στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει πολύ ξεκάθαρα στούς Σαδδουκαίους· «Δέν ἔχετε διαβάσει ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπε ὁ Θεός, ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Θεός τοῦ ᾿Ισαάκ καί ὁ Θεός τοῦ ᾿Ιακώβ; Δέν εἶναι ὁ Θεός, Θεός νεκρῶν, ἀλλά Θεός ζωντανῶν» (Ματθ. 22. 31, 32). Γιά τούς δίκαιους ἐπίσης ὁ ᾿Απόστολος λέει· «Γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν ντρέπεται ὁ Θεός νά ὀνομάζεται Θεός τους, διότι τούς ἔχει ἑτοιμάσει πόλη» (῾Εβρ. 11, 16). Γιατί οἱ ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, μετά τό χωρισμό τους ἀπό τό σῶμα, δέν παραμένουν ἀργές, οὔτε εἶναι ἀναίσθητες, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου, πού ἦταν ντυμένος μέ πορφύρα. ῾Ο πρῶτος ἀπολάμβανε τόν «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», ἐνῶ ὁ ἄλλος φλεγόταν στήν αἰώνια φωτιά (Λουκ. 16, 19 ἑξ). Κι ἄν θά θέλαμε ἀκόμη νά καταλάβουμε τό νόημα τῆς φράσεως πού εἶπε ὁ Χριστός στό Ληστή, «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο» (Λουκ. 23, 43), νομίζω πώς θά ἀντιλαμβανόμασταν ὅτι αὐτό σημαίνει πώς οἱ ψυχές μετά τό θάνατο διατηροῦν τή δυνατότητα τῆς σκέψεως καί τῆς ἀντιλήψεως. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι, ἄν καί οἱ ψυχές εἶναι σέ διαφορετική κατάσταση, ἐντούτοις ἀπολαμβάνουν ὅ,τι τούς ἀξίζει, ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους.
Δέν θά εἶχε ποτέ δώσει ὁ Κύριος μιά τέτοια ὑπόσχεση στό Ληστή, ἄν γνώριζε ὅτι ἡ ψυχή του μετά τό θάνατο θά ἦταν ἀναίσθητη ἤ ὅτι θά ἐκμηδενιζόταν. Γιατί ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά ἔμπαινε στόν Παράδεισο μαζί μέ τόν Χριστό καί ὄχι τό σῶμα του. Πρέπει λοιπόν, νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά ἀπορρίψουμε τελείως τήν ἔννοια πού δίνουν σ᾿ αὐτή τή φράση οἱ αἱρετικοί, κάνοντας μιά κακότροπη στίξη. Γιατί αὐτοί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ στόν Παράδεισο τήν ἴδια μέρα πού κατέβηκε στόν ῞Αδη. Γι᾿ αὐτό, μετά τή φράση «ἀλήθεια σοῦ λέω σήμερα» βάζουν κόμμα καί μετά παραθέτουν τή φράση, «θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο». Μ᾿ αὐτό πού κάνουν ἐννοοῦν ὅτι ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματοποιήθηκε ἀμέσως μετά τόν θάνατό Του, ἀλλά μετά τήν ᾿Ανάστασή Του. Διότι οἱ αἱρετικοί ἀγνοοῦν αὐτό πού διακήρυξε ὁ Χριστός πρίν ἀπό τήν ᾿Ανάστασή Του πρός τούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι, ὅπως γιά τούς ἴδιους ἔτσι καί γιά τόν Χριστό, ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο οἱ δυσκολίες τοῦ σώματος καί ἡ ἀσθένεια τῆς σάρκας. Δέν εἶχαν καταλάβει αὐτό πού ὁ Χριστός ἐννοοῦσε λέγοντας, «κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό παρά μονάχα ᾿Εκεῖνος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι στόν οὐρανό» (᾿Ιωάν. 3, 13). Μέ αὐτό θέλει νά πεῖ ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων, ὄχι μόνο ἔχουν τό λογικό τους, ἀλλά ἔχουν καί συναισθήματα ἐλπίδας ἤ λύπης, χαρᾶς ἤ φόβου καί ὅτι ἤδη ἀρχίζουν νά προγεύονται κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού εἶναι φυλαγμένα γι᾿ αὐτούς μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Κι ἔτσι δέν εἶναι σωστό αὐτό πού πρεσβεύουν μερικοί ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος μετά τό θάνατο διαλύεται καί ἐκμηδενίζεται. ᾿Αντίθετα, οἱ κεκοιμημένοι δίκαιοι ζοῦν μιά ζωή πιό πραγματική καί ὑμνοῦν μέ περισσότερη θέρμη τόν Θεό, περιμένοντας τή μέλλουσα Κρίση.
῎Ας βάλουμε τώρα γιά λίγο στήν ἄκρη τά ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή κι ἄς συζητήσουμε, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά τή φύση τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό κάθε ὅριο, ἀλλά καί μεγάλη ἀφροσύνη, τό νά ἔχουμε ἀκόμα καί τήν ἐλάχιστη ὑποψία ὅτι ἡ ψυχή, πού εἶναι τό εὐγενέστερο μέρος τοῦ ἀνθρώπου καί πού εῖναι δημιουργημένη, ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Α´ Κορ. 11, 7 · Κολ. 3, 1), γίνεται ἀναίσθητη μετά τήν ἀπόθεση τῆς παχύτητας τοῦ σώματος, τή στιγμή πού αὐτή εἶναι «ὁ φορέας τῆς ζωῆς» πού «συνέχει καί ζωοποιεῖ» τήν ἄψυχη ὕλη;
᾿Ακολουθεῖ λοιπόν σάν λογικό συμπέρασμα ὅτι ἡ ψυχή μετά τό θάνατο, ἐλεύθερη ἀπό τήν παχύτητα τῆς σάρκας πού τή βαραίνει, θά ξαναβρεῖ τίς πνευματικές της λειτουργίες, πολύ καλύτερες ἀπό πρίν, πιό καθαρές καί πιό ὡραῖες ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν πρίν ἀπό τό χωρισμό της μέ τό σῶμα8.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος τόσο πολύ ὑποστηρίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, πού λέει ὅτι εὐχόταν ν᾿ ἀφήσει τό σῶμα, ὥστε μέ αὐτό τό χωρισμό νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ πιό πολύ μέ τόν Θεό. «῎Εχω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνω καί νά εἶμαι μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί αὐτό εἶναι πολύ καλύτερο» (Φιλιπ. 1, 23). «Ξέρουμε ὅτι, ἐφόσον παραμένουμε στό σῶμα εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο, ἔχουμε ὅμως θάρρος καί ἐπιθυμοῦμε μᾶλλον νά φύγουμε ἀπό τό σῶμα καί νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριο. Γι᾿ αὐτό καί φιλοτιμούμαστε, εἴτε παραμένουμε στό σῶμα εἴτε φεύγουμε ἀπ᾿ αὐτό, νά εἴμαστε εὐάρεστοι στόν Κύριο» (Β´ Κορ. 5, 6-8). Λέει, λοιπόν σαφῶς ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα, αὐτό δέν τήν βοηθάει, ὥστε αὐτή νά ζεῖ μέ πληρότητα τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί αὐτή τήν ἔννοια ἔχει αὐτό πού λέει ὅτι δηλαδή, «εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο». Γιατί πιστεύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, θά μπορέσει νά ζήσει ἐντονότερα καί καθαρότερα τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι σέ μιά ἄλλη ᾿Επιστολή του, ὁ ᾿Απόστολος μᾶς μιλάει ξεκάθαρα γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῶν ψυχῶν καί μᾶς λέει ὅτι, αὐτή βρίθει ζωῆς· «᾿Εσεῖς ὅμως» λέει, «προσήλθατε στό ὄρος Σιών, στήν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, στήν ἐπουράνια ῾Ιερουσαλήμ, καί σέ μυριάδες ἀγγέλους, σέ πανηγύρι καί σέ σύναξη τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ Θεοῦ, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν καταγραφεῖ στούς οὐρανούς· καί σέ πνεύματα ἀνθρώπων δικαίων πού ἔχουν φθάσει στήν τελείωση» (῾Εβρ. 12, 22-23). Γιά τά πνεύματα τῶν κεκοιμημένων μιλάει καί σέ ἄλλο ἕνα χωρίο καί λέει· «῎Επειτα, οἱ σαρκικοί μας πατέρες μᾶς διαπαιδαγωγοῦσαν μέ τιμωρίες καί ὅμως τούς σεβόμασταν. Δέν θά πρέπει λοιπόν, πολύ περισσότερο, νά ὑποταχθοῦμε στόν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καί λογικῶν ὄντων, γιά νά κερδίσουμε τήν πραγματική ζωή;» (῾Εβρ. 12, 9).
Περί μετανοίας
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Α’ Ὁμιλία
Ἦταν δυό ἀδέλφια·τά ὁποῖα, ἀφοῦ μοιράστηκαν ἀναμεταξύ τους τήν πατρική περιουσία, ὁ ἕνας ἔμεινε στό σπίτι, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔφυγε σέ μακρινή χώρα. ‘Εκεῖ, ἀφοῦ κατέφαγε ὅλα ὅσα τοῦ δόθηκαν, δυστύχησε καί ὑπέφερε μή ὑπομένοντας τή ντροπή ἀπό τή φτώχεια. (Λουκᾶ 15: 11 κ.ἑ.) Αὐτή τήν παραβολή θέλησα νά σᾶς τήν πῶ, γιά νά μάθετε, ὅτι ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτημάτων καί μετά τό Βάπτισμα, ἐάν εἴμαστε προσεκτικοί. Καί τό λέγω αὐτό ὄχι γιά νά σᾶς κάνω ἀδιάφορους, ἀλλά γιά νά σᾶς ἀπομακρύνω ἀπό τήν ἀπόγνωση. Γιατί ἡ ἀπόγνωση μᾶς προξενεῖ χειρότερα κακά καί ἀπό τή ραθυμία.
Αὐτός λοιπόν ὁ υἱός ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα ἐκείνων πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα. Καί ὅτι φανερώνει ἐκείνους πού ἁμάρτησαν μετά τό Βάπτισμα, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ὀνομάζεται υἱός. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ υἱός χωρίς τό Βάπτισμα. Ἐπίσης διέμενε στήν πατρική οἰκία καί μοιράστηκε ὅλα τά πατρικά ἀγαθά, ἐνῶ πρίν ἀπό τό Βάπτισμα δέν μπορεῖ κανείς νά λάβει τήν πατρική περιουσία, οὔτε νά δεχθεῖ κληρονομία. Ὥστε μ᾽ ὅλα αὐτά μᾶς ὑπαινίσσεται τό σύνολο τῶν πιστῶν. Ἐπίσης ἦταν ἀδελφός ἐκείνου πού εἶχε προκόψει. Ἀδελφός ὅμως δέν θά μποροῦσε νά γίνει χωρίς τήν πνευματική ἀναγέννηση. Αὐτός λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στή χειρότερη μορφή κακίας, τί λέγει: «Θά ἐπιστρέψω στόν πατέρα μου» (Λουκᾶ 15:18). Συνέχεια
Γιά τό πνεῦμα τῆς Ὑπερηφάνειας
Κεφάλαιο 1· ῾Η ὄγδοη μάχη μας δίνεται ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὑπερηφάνειας· ποιά εἶναι τά γνωρίσματά του.
῾Ο ὄγδοος καί τελευταῖος ἀγώνας μας εἶναι ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὑπερηφάνειας. Τό πάθος αὐτό, ἄν καί εἶναι τό τελευταῖο ἀπό τά ὀκτώ βασικότερα πάθη, ἐντούτοις κατά τήν προέλευση καί ἀρχαιότητά του καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση. ῾Η ὑπερηφάνεια εἶναι ἀνήμερο θηρίο καί τό φοβερότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, γιά τά ὁποῖα ἔχουμε ἤδη μιλήσει. Αὐτό ἐπιτίθεται κυρίως στούς προχωρημένους στήν ἀρετή καί γίνεται διπλάσια βίαιο πρός ἐκείνους πού ἔχουν σχεδόν ἐγγίσει τήν τελειότητα.
Κεφάλαιο 2· ῾Υπάρχουν δύο εἴδη ὑπερηφάνειας.
῾Υπάρχουν δύο εἴδη ὑπερηφάνειας. Τό ἕνα εἶδος χτυπᾶ, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, τούς προχωρημένους πνευματικά μοναχούς, καί τό ἄλλο ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἀρχαρίων καί τῶν φιλόυλων μοναχῶν. ῎Αν καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ ψυχή ἐπαναστατεῖ, μέ ἐπικίνδυνη ἔξαρση καί παραφορά, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἐντούτοις τό πρῶτο εἶδος ὑπερηφάνειας στρέφεται περισσότερο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό δεύτερο περισσότερο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, θά πραγματευθοῦμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν, τήν προέλευση καί τή θεραπεία αὐτοῦ τοῦ δεύτερου εἴδους ὑπερηφάνειας. Πρῶτα ὅμως θά πρέπει νά μιλήσουμε μέ συντομία γιά τό πρῶτο εἶδος, τό ὁποῖο, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, πλήττει κυρίως τούς τέλειους μοναχούς. Συνέχεια
Δάσκαλος, ὁ μπαλωματής καί ὁ οὐρανός
Χρόνια κράτησε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Ποτάμια χύθηκε τό τίμιο αἷμα τῶν Μαρτύρων. Κι ἦρθε κάποια στιγμή πού ἡ εἰδωλολατρική μανία τοῦ αὐτοκράτορα κορέστηκε, ἀφοῦ εἶχε πιά τελειωθεῖ μαρτυρικά καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Πέτρος.
— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσέ μου, ἄν μέσα στήν πόλη μέ τούς θορύβους της μπορεῖ νά φτάσει ὁ πιστός τά μέτρα τά πνευματικά πού κατακτάει στή βαθιά ἔρημο ὁ ἀσκητής… Συνέχεια
᾿Απόκριση πρός τόν ἀδελφό πού ἔπεσε σέ πολλή λύπη καί ἀθυμία
᾿Απόκριση τοῦ ἴδιου, τοῦ μεγάλου Γέροντα, πρός τόν ἴδιο (ἀδελφό), τότε πού ἐκεῖνος (ὁ ἀδελφός) ἔπεσε σέ πολλή λύπη καί ἀθυμία.
᾿Aδελφέ ᾿Ανδρέα, εἴθε νά μήν ἐπιτρέψει ὁ φιλάνθρωπος Θεός μας στό μισόκαλο ἐχθρό νά σπείρει μέσα σου τή λύπη καί τήν ἀθυμία, τήν ὁποία ἐκεῖνος φέρνει στίς ψυχές, γιά νά μή σέ ὁδηγήσει σέ ἀπόγνωση, σχετικά μέ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ εὐλογητός, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ σένα τόν ἀγαπητό, ἀλλά νά ἀνοίξει τήν καρδιά σου νά κατανοήσεις τίς Γραφές, ὅπως ἄνοιξε τήν καρδιά τῶν μαθητῶν, πού ἦταν μαζί μέ τόν Κλεόπα (Λουκ. 24, 32).
Νά κατανοήσεις δηλαδή, γιατί ὁ Θεός, μετά τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε στόν ἅγιο Πατριάρχη ᾿Αβραάμ, πάλι ἐπέτρεπε ὥστε αὐτός νά δοκιμάζεται (Γεν. 22, 1). Διότι λέει: Καί μετά ἀπ᾿ αὐτά τά λόγια, δηλαδή τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε σ᾿ αὐτόν, τό φίλο Του – πού Τοῦ πρόσφερε μιά τόση μεγάλη θυσία, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν πρέπον νά πάθει κανένα κακό καί πού γιά τήν πίστη του τή μεγάλη τόν θεώρησε δίκαιο (Γεν. 15, 6), (Ρωμ. 4, 3) – αὐτόν τόν τόσο σπουδαῖο καί μεγάλο, τόν ἄφησε νά πέσει σέ πειρασμό. Καί τόν ἄφησε γιά νά δοκιμαστεῖ, ἀκριβῶς γιά νά κατασταθοῦν ἀναπολόγητες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους καί νά εἶναι παράδειγμα καί πρότυπο στούς πιστούς, ὅτι “μέ πολλές θλίψεις πρόκειται νά μποῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ” (Πράξ. 14, 22) καί “μέ τήν ὑπομονή τους θά σώσουν τίς ψυχές τους” (Λουκ. 21, 19), “εὐχαριστώντας γιά τό καθετί τό Θεό” (Α’ Θεσ. 5, 18). Συνέχεια
Ἡ Δημιουργία
Ὁ κόσμος τοῦτος πού κινούμαστε καί ζοῦμε, ἡ γῆ κι οἱ χίλιες μύριες ὀμορφιές της, δέν ὑπῆρχε ἀπό πάντα.
Κι οὔτε ἀπό πάντα, ὁ γαλάζιος οὐρανός, μέ τό λαμπρό ἥλιο καί τ’ ἀμέτρητα ἄλλα ἀστέρια του, γυρόφερναν σάν σπάνιο, μαργαριταρένιο στέμμα τήν πανέμορφη πλάση.
Ἦταν καιρός πού τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν ἦταν στή ζωή. Μονάχα ὁ Θεός, Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ Ἴδια ἡ Ζωή ὑπῆρχε καί γιά πάντα θά ὑπάρχει.
Ὁ προαιώνιος Θεός δέν εἶναι ὅμως μονάχα ἡ Ἴδια ἡ Ζωή, ἀλλά εἶναι καί ἡ αἰώνια Ἀγάπη. Κι αὐτή ἡ ἄπειρη Ἀγάπη θέλησε κάποτε νά ξεχυθεῖ, νά χαρίσει τό πολυτιμότερο δῶρο, τή ζωή καί νά γίνει ἀστείρευτη πηγή ζωῆς καί σ᾿ ἄλλα δημιουργήματα.
Ἔτσι ἔγινε κι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο.
Τόν δημιούργησε τέλειο καί πανέμορφο.
Τόν ἔφερε στήν ὕπαρξη καί τόν ἐστόλισε μέ κάθε εἴδους ὀμορφιά, μέ κάθε ἁρμονία καί μέ κάθε χάρη.
Ὅλος ὁ κόσμος τότε ἦταν ἕνας μεγάλος Παράδεισος. Συνέχεια
Ὁ Σοφός Κριτής
Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ καρδιές τῶν ὑπόδουλων Ἰουδαίων ἦταν βυθισμένες στόν πόνο καί στή νοσταλγία. Στή νέα τους πατρίδα ζοῦσαν κρατώντας τήν πίστη καί τή λατρεία τους στόν Ἕνα, τόν Μόνο, Ἀληθινό Θεό. Ἀνάμεσά τους διακρινόταν ἰδιαίτερα ὁ ἄρχοντας Ἰωακείμ καί ἡ σύζυγός του, ἡ Σωσσάνα.
Ὁ Ἰωακείμ ἦταν πλούσιος, ἀλλά καί πολύ πιστός στόν Θεό. Ἡ σύζυγός του πάλι, ἡ Σωσσάνα ἦταν πολύ ὄμορφη, συνετή καί καλόγνωμη γυναίκα. Ἔτσι στό σπιτικό τους ἐπικρατοῦσε ἡ χαρά, ἡ εὐπρέπεια καί ἡ εἰρήνη. Καί ὁ Θεός εὐλογοῦσε ἁπλόχερα τή ζωή καί τά ἔργα τους. Ὁ Ἰωακείμ ἐργαζόταν ὡς γεωργός καί ἀμπελουργός καί κυβερνοῦσε τά κτήματά τους μέ σύνεση καί ἐπιμέλεια. Καί ἡ Σωσσάνα, σάν καλή καί φρόνημη οἰκοδέσποινα φρόντιζε μέ τίς βοηθούς της τό εὐλογημένο σπιτικό τους. Ζοῦσε πολύ ταπεινά ἡ Σωσσάνα καί συνεργαζόταν ἀδελφικά μέ τίς γυναῖκες πού εἶχε γιά βοηθούς στό ἔργο της. Κάθε μέρα μάλιστα, ὅταν αὐτές τελείωναν τίς ἐργασίες τους, τίς ἔπαιρνε ὡς συνοδούς της στόν περίπατο πού ἡ ἴδια συνήθιζε νά κάνει στό μεγάλο περιβόλι τους, πού ἦταν γεμᾶτο μέ λαχανικά καί καρποφόρα δέντρα. Ἔτσι τίς ξεκούραζε καί παράλληλα τούς μάθαινε τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς Τίς νουθετοῦσε συνεχῶς, σάν πραγματική μητέρα καί ἀδελφή, βοηθώντας τες νά προαχθοῦν σέ ὅλες τίς ἀρετές καί νά διορθωθοῦν σέ ὅ,τι ἐκεῖνες ὑστεροῦσαν. Συνέχεια
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ
Σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν διαβάσει τό βιβλίο “Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ”, εἶναι πολύ γνώριμη ἡ ἔκφραση· “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ”. Τό βιβλίο αὐτό ἀναφέρεται σέ μιά σύντομη προσευχή, πού ἀποτελεῖται ἀπό αὐτές τίς λέξεις· “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ μέ τόν ἁμαρτωλό”. Αὐτές οἱ λέξεις ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς.
Οἱ “περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ”, εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου, πού ἤθελε νά μάθει νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα (Α’ Θεσ. 5, 17). ῾Ο ἄνθρωπος, τού ὁποίου ἡ ἐμπειρία ἐξιστορεῖται, ἦταν προσκυνητής. Γι᾿ αὐτό πάρα πολλά ἀπό τά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔμαθε καί ἐφάρμοσε τήν προσευχή, ἐξαρτήθηκαν ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτός ἔζησε “κατά ἰδιάζοντα” τρόπο. Αὐτό κάνει τό βιβλίο νά μήν εἶναι τόσο ἐφαρμόσιμο ἀπ᾿ τόν καθένα, ὅσο θά μποροῦσε νά ἦταν ἐξαιτίας τοῦ περιεχομένου του. Παρόλα αὐτά εἶναι ἡ καλύτερη εἰσαγωγή, πού θά μποροῦσε νά γραφτεῖ γι᾿ αὐτή τήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θησαυρούς τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.
῾Η προσευχή εἶναι βαθιά ριζωμένη στό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί δέν εἶναι χωρίς νόημα τό ὅτι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας πάντοτε ἐπέμειναν στό γεγονός ὅτι ἡ “Προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ” συνοψίζει ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο. Νά γιατί μόνο ἕνας πού ἡ ζωή του ἔχει καλά ριζώσει πάνω στήν Καινή Διαθήκη, πού εἶναι δηλαδή ζωντανό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ μέ ὅλο της τό νόημα τήν προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ. Συνέχεια
Κατήχηση ιη’
Γιά τούς Φωτιζόμενους, πού ἔγινε στά ῾Ιεροσόλυμα καί ἀναφέρεται στό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· «Σέ Μία, ῾Αγία, Καθολική ᾿Εκκλησία καί στήν ἀνάσταση τοῦ σώματος καί στήν αἰώνια ζωή».῾Η ἀνάγνωση εἶναι ἀπό τόν προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ, στό χωρίο πού λέει· «Καί φανερώθηκε σέ μένα τό χέρι τοῦ Κυρίου καί μέ πῆρε μέ τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καί μέ ἔβαλε στή μέση τῆς πεδιάδας καί αὐτή ἦταν γεμάτη μέ ἀνθρώπινα ὀστᾶ» ( ᾿Ιεζ. 37,1) καί ὅσα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Α´ . Ρίζα κάθε καλοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, γιατί ἡ προσδοκία τῆς ἀπολαβῆς δυναμώνει τήν ψυχή1, γιά νά ἐργάζεται τό ἀγαθό. ῾Ο κάθε ἐργάτης εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνει κόπους καί μόχθους, ἄν προβλέπει ὅτι θά πάρει μισθό γιά τούς κόπους του. Οἱ ἐργάτες ὅμως πού κοπιάζουν χωρίς ἀμοιβή, πρίν ἀκόμα ἀποκάμουν σωματικά, λυγίζουν ψυχικά. ῾Ο στρατιώτης πού ἐλπίζει ὅτι θά ἀπολαύσει τιμές καί ἐπαίνους, εἶναι ἕτοιμος νά ριχτεῖ στίς μάχες. Κανένας ὅμως στρατευμένος κάτω ἀπό ἕνα βασιλιά —ὁ ὁποῖος δέν εἶναι σίγουρος γιά τή νίκη καί δέν μπορεῖ νά προβλέψει τό τέλος τοῦ πολέμου— δέν εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τή ζωή του, ἄν αὐτός ὁ βασιλιάς δέν ἐπιβραβεύει μέ πλούσιες ἀμοιβές τούς ἀγῶνες του. Συνέχεια
Γιά τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων
Κεφάλαιο 1· Περιγραφή τῆς ἐρήμου καί ἐρώτηση σχετική μέ τό μαρτύριο τῶν ῾Αγίων.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· Στήν χώρα τῆς Παλαιστίνης, κοντά στήν κωμόπολη Θεκουέ, πού ἔχει τήν τιμή νά εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ Προφήτη ᾿Αμώς, ἁπλώνεται μιά τεράστια ἔρημος. ᾿Από τή μιά πλευρά μέχρι τήν ᾿Αραβία ὑπάρχουν ἀχανεῖς ἄγονες ἐκτάσεις, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἔρημος ἐκτείνεται μέχρι τήν Νεκρή Θάλασσα, ὅπου χύνονται τά νερά τοῦ ᾿Ιορδάνη, στήν ὁποία βυθίστηκαν οἱ στάχτες ἀπό τήν πόλη τῶν Σοδόμων.
᾿Από πολύ παλιά ζοῦσαν ἐκεῖ ἅγιοι μοναχοί, ἀφιερωμένοι ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Κάποτε ὅμως, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, μιά συμμορία νομάδων ληστῶν Σαρακηνῶν τούς ἐπετέθη καί τούς κατέσφαξε.
Δημιουργήθηκε τότε μιά διαμάχη ἀνάμεσα στίς ἀρχές καί σέ ὅλο τόν πληθυσμό τῆς περιοχῆς τοῦ ᾿Αραβικοῦ λαοῦ, γιά τό ποιός θά ἔπαιρνε τά σώματα τῶν μοναχῶν πού σφαγιάσθηκαν καί θά τά τοποθετοῦσε μαζί μέ τά λείψανα τῶν Μαρτύρων. ῏Ηταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ εὐλάβεια ὅλων πρός τούς κεκοιμημένους πατέρες, ὥστε τά ἀντιμαχόμενα πλήθη πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τίς δύο διαφορετικές πόλεις ἦρθαν σέ βίαιη συμπλοκή μεταξύ τους, μέχρι τοῦ σημείου νά πάρουν τά ὅπλα, προκειμένου νά ἀποκτήσουν τόν ἱερό θησαυρό. Μέσα στό θρησκευτικό ζῆλο τους, κάθε μιά ἀπό τίς δύο πλευρές, ἤθελε νά ἔχει τά περισσότερα δικαιώματα πάνω στόν τάφο καί στά λείψανα τῶν μοναχῶν. Οἱ μέν καυχιόνταν καί ἔλεγαν ὅτι οἱ μοναχοί ἔζησαν καί μαρτύρησαν ἐκεῖ, στό δικό τους τόπο· ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἰσχυρίζονταν ὅτι δικαιοῦνταν τά λείψανα γιατί οἱ μάρτυρες μοναχοί κατάγονταν ἀπό τήν χώρα τους. Συνέχεια
Για τη συνείδηση
40.—. Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό1. Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν. Χρυσ. P. G.49, 131-133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26, 15). Μ’ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη.
Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε, ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπό του. Ἔτσι σιγά – σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἶπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε. Συνέχεια
῾Η Κυριακή προσευχή
Κεφάλαιο 18· Τά τέσσερα εἴδη τῆς προσευχῆς μᾶς ἔχουν ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Κύριο.
῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος καταδέχθηκε νά λειτουργήσει αὐτούς τούς τέσσερις τρόπους προσευχῆς καί νά μᾶς δώσει τό παράδειγμα. Καί ἐνεργώντας ὁ Κύριος ἔτσι, ἐκπλήρωσε αὐτό πού ἔχει εἰπωθεῖ γι᾿ Αὐτόν· «῎Επραξε καί δίδαξε» (Πράξ. 1, 1). Αὐτό πού εἶπε, «Πατέρα μου, ἄν εἶναι δυνατόν, ἄς μήν πιῶ αὐτό τό ποτήρι» (Ματθ. 26, 39,) εἶναι μιά δέηση. Δέηση ἐπίσης εἶναι καί αὐτό πού λέει μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Δαυίδ· «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες; Γιατί δέν ἀκοῦς τά λόγια τῆς προσευχῆς μου;» (Ψαλμ. 21, 1).
Αὐτά ἐδῶ τά λόγια Του εἶναι ἐπίσης μιά προσευχή· «᾿Εγώ φανέρωσα τή δόξα σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Γιά χάρη τους ἀφιερώνω καί προσφέρω τόν ἑαυτό μου σ᾿ ἐσένα, ὥστε κι αὐτοί, μέ τή βοήθεια τῆς ἀλήθειας, νά εἶναι ἀφιερωμένοι σέ σένα» (᾿Ιωάν. 17, 4-19).
῾Ο Κύριος κάνει μιά ἱκεσία, ὅταν λέει· «Πατέρα, αὐτοί πού μοῦ ἔδωσες θέλω ὅπου εἶμαι ἐγώ νά εἶναι κι ἐκεῖνοι μαζί μου, γιά νά μποροῦν νά βλέπουν τή δόξα τή δική μου πού ᾿Εσύ μοῦ χάρισες» (᾿Ιωάν. 17, 24). Καί πάλι· «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δέν ξέρουν τί κάνουν» (Λουκ. 23, 34).
Τέλος, ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν εὐχαριστία ὅταν ἔλεγε· «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, γιατί αὐτά τά ἀπέκρυψες ἀπό τούς σοφούς καί τούς συνετούς καί τά φανέρωσες στούς ταπεινούς. Ναί, Πατέρα μου, αὐτό ἦταν τό θέλημά σου» (Ματθ. 11, 25-26). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Πατέρα, σ᾿ εὐχαριστῶ πού μέ ἄκουσες. ᾿Εγώ τό ἤξερα πώς πάντα μέ ἀκοῦς» (᾿Ιωάν. 11, 41-42). Συνέχεια
Προκατήχηση
Δηλαδή πρόλογος στίς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Πατέρα μας, ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.
Α´ Τώρα πιά σᾶς ἄγγιξε ἡ ὀσμή τῆς μακαριότητας, ὅλους ἐσᾶς πού ἤρθατε στίς τάξεις τῶν Φωτιζομένων1. Τώρα πιά μαζεύετε τά νοητά ἄνθη, γιά νά πλέξετε οὐράνια στεφάνια. Τώρα πιά ἔπνευσε ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τώρα πιά βρισκόσαστε στό προαύλιο τῶν βασιλικῶν ἀνακτόρων. Ἄς δώσει ὁ Θεός νά μπῆτε καί μέσα σ᾿ αὐτά, ὁδηγημένοι ἀπό τόν ἴδιο τό Βασιλιά. Τώρα ἄνθισαν τά δέντρα, ἄς δώσει ὁ Θεός νά δέσουν καί νά ὡριμάσουν παράλληλα καί οἱ καρποί.
Τά ὀνόματά σας ἔχουν ἤδη καταγραφεῖ2, ἐπιστρατευτήκατε. Οἱ λαμπάδες πού θά σᾶς συνοδεύσουν στή νυφική τελετή ἔχουν ἑτοιμαστεῖ. Μέσα σας ὑπάρχει ἔντονη ἡ ἐπιθυμία τῆς οὐράνιας πολιτείας. Ἔχετε πρόθεση ἀγαθή καί αὐτή εἶναι πού σᾶς χαρίζει τήν ἐλπίδα. Εἶναι ἀδιάψευστος ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι «σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό, τά πάντα συνεργοῦν στό ἀγαθό» (Ρωμ. 8, 28). Καί ὁ μέν Θεός χορηγεῖ πλουσιοπάροχα τήν εὐεργεσία, περιμένει ὅμως καί τή γνήσια προαίρεση τοῦ καθενός μας. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμπλήρωσε λέγοντας· «ἐννοῶ βέβαια ἐκείνους τούς ὁποίους ἡ ἴδια ἡ προαίρεσή τους τούς ἔχει κάνει δεκτικούς τῆς θείας κλήσεως». Ἡ ἴδια λοιπόν ἡ πρόθεσή σου, ὅταν εἶναι γνήσια, σέ κάνει διαλεχτό καί καλεσμένο3. Τό νά βρίσκεσαι βέβαια στίς τάξεις τῶν Φωτιζομένων, χωρίς νά καλλιεργεῖς καί τήν ἀνάλογη προδιάθεση, δέν ἔχει νά σέ ὠφελήσει σέ τίποτα. Συνέχεια
Κατήχηση ιβ
Γιά τούς Φωτιζόμενους, πού ἔγινε στά ῾Ιεροσόλυμα, καί ἀναφέρεται στό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· «Σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα». ῾Η ἀνάγνωση εἶναι ἀπό τό βιβλίο τοῦ προφήτη ῾Ησαΐα· «Μίλησε ὁ Κύριος πρός τόν ῎Αχαζ καί εἶπε· Ζήτησε γιά τόν ἑαυτό σου θαυμαστό γεγονός». Καί στή συνέχεια· «᾿Ιδού ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τόν ὀνομάσουν ᾿Εμμανουήλ» (πρβλ. ῾Ησ. 7, 14) καί ὅσα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Α´ . ῎Ω! ἐσεῖς πού ἔχετε μόνιμο σύντροφο τήν παρθενική ἁγνότητα καί σεῖς πού μαθητεύετε στή ζωή τῆς σωφροσύνης, ἐλᾶτε νά λατρεύσουμε μέ ὕμνους, πού βγαίνουν ἀπό τά ἁγνισμένα χείλη μας, τόν Θεό πού γεννήθηκε ἀπό τήν Πάναγνη Παρθένο. ᾿Ελᾶτε ὅλοι ἐμεῖς πού ἀξιωνόμαστε νά μεταλάβουμε σάν μυστική τροφή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο συμβολίζεται ὡς ᾿Αμνός, ἐλᾶτε νά φᾶμε τό κεφάλι μαζί μέ τά πόδια (πρβλ. ῎Εξ. 12, 9), ἐννοώντας μέ τό «κεφάλι» τή θεότητα καί μέ τά «πόδια» τήν ἀνθρώπινη φύση Του, τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἀκροατές τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, ἄς πιστεύουμε στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τό Θεολόγο πού εἶπε· «Στήν ἀρχή ὑπῆρχε ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί Θεός ἦταν ὁ Λόγος» (᾿Ιωάν. 1, 1). Καί πρόσθεσε· «Καί ὁ Λόγος προσέλαβε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος» (᾿Ιωάν. 1, 14). Διότι δέν εἶναι εὐσεβές νά Τόν προσκυνοῦμε ὡς ἁπλό ἄνθρωπο, οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε μόνο Θεό, χωρίς τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Γιατί πραγματικά, ἄν, ὅπως φυσικά καί συμβαίνει, ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά Θεός, δέν ἔχει προσλάβει ὅμως ἀνθρώπινη φύση, ἐμεῖς δέν εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε. ῎Ας Τόν προσκυνοῦμε λοιπόν ὡς Θεό κι ἄς πιστεύουμε συνάμα ὅτι ἔγινε καί ἄνθρωπος. Διότι οὔτε νά Τόν ὁμολογοῦμε ἁπλό ἄνθρωπο, χωρίς τή θεότητά Του, μᾶς ὠφελεῖ, οὔτε τό νά δεχόμαστε μόνο τή θεότητά Του μᾶς ὁδηγεῖ πρός τή σωτηρία. ῎Ας ὁμολογήσουμε τήν παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καί ἰατροῦ. Διότι ὁ Βασιλιάς ᾿Ιησοῦς, πού ἐπρόκειτο νά μᾶς γιατρέψει, ζώστηκε τή δουλική ποδιά τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί θεράπευσε τήν ἀρρώστια της1. ῾Ο τέλειος Διδάσκαλος τῶν νηπίων ἔγινε μαζί τους νήπιο, γιά νά κάνει σοφούς τούς ἀνόητους. ῾Ο ἐπουράνιος ῎Αρτος κατέβηκε στή γῆ (πρβλ. ᾿Ιωάν. 6, 41), γιά νά θρέψει τούς πεινασμένους. Συνέχεια
Ἡ ψυχή μετά τό σωματικό θάνατο
Θέλουμε νά ξεχωρίσουμε τά πράγματα· Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, μέση κατάσταση, Παράδεισο, ῞Αδη, Κόλαση, Βασιλεία, Αἰώνια ζωή»;
Ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, ἤ ὅπως τήν ὀμομάζουν ἄλλοι «μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν» γιά τούς ὀρθόδοξους εἶναι ἡ ζωἠ πού ζεῖ ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε, μετά τήν κοινή ᾿Ανάσταση, θά λάβη τό «οἰκεῖον» σῶμα μεταμορφωμένο καί ἄφθαρτο. Τήν ὀνόμασαν αὐτή τήν κατάσταση οἱ Πατέρες «μέση κατάσταση», διότι ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κατάσταση ἀναμονῆς καί προσμονῆς τῆς ἀναστάσεως καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παραμένοντας στήν κατάσταση αὐτή ἡ ψυχή, προγεύεται τήν παραδείσια μακαριότητα ἤ τίς τιμωρίες τῆς Κολάσεως. Στή μέση κατάσταση δηλαδή οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπολαμβάνουν ὅσα θά ζήσουν καί θά ἀπολαύσουν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, οὔτε οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί ὑφίστανται τήν τέλεια κόλαση. Συνέχεια
Τί ξέρεις ἐσύ γιά τίς εἰκόνες;
Ποιά διαφορά ἔχει τό εἴδωλο ἀπό τήν εἰκόνα;
Ἡ βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σ᾿ αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο. Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, φαντασία, ἀπάτης ὁμοίωμα. «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδές τό εἴδωλον ἀνειποῦσιν μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα». Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο, εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ καί ὑπάρχοντας Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μιά τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει μιά πραγματική Θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό. Γι᾿ αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Συνέχεια
Γιά τίς Ἅγιες Νηστεῖες
Μέ τό Μωσαϊκό Νόμο πρόσταξε ὁ Θεός τούς Ἰσραηλίτες, νά ξεχωρίζουν κάθε χρόνο τό ἕνα δέκατο ἀπό ὅσα θ᾽ ἀποκτοῦν (Ἀριθμ. 18) καί νά τ᾽ ἀφιερώνουν στό Θεό καί κάνοντας αὐτό νά παίρνουν εὐλογία γιά ὅλα τους τά ἔργα. Ἔχοντας ὑπόψη τους αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι σκέφτηκαν καί ἀποφάσισαν, γιά νά βοηθήσουν καί νά εὐεργετήσουν τίς ψυχές μας, νά μᾶς παραδώσουν κάτι ἀκόμα ὑψηλότερο καί τελειότερο, δηλαδή ν᾽ ἀφιερώνουμε στό Θεό τό ἕνα δέκατο τῶν ἡμερῶν τῆς ζωῆς μας, γιά νά εὐλογοῦνται ἔτσι τά ἔργα μας καί νά παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο γιά τίς ἁμαρτίες ὁλόκληρου τοῦ χρόνου. Λογάριασαν λοιπόν καί χαρακτήρισαν σάν ἅγιες ἀπό τίς τριακόσιες ἑξήντα πέντε ἡμέρες τοῦ χρόνου, αὐτές τίς ἑπτά ἑβδομάδες τῶν νηστειῶν. Καί ἔτσι ξεχώρισαν ἑπτά ἑβδομάδες. Ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, συμφώνησαν νά προστεθεῖ σ᾽ αὐτές καί ἄλλη μιά ἑβδομάδα. Αὐτό ἔγινε καί γιά νά προγυμνάζονται καί νά προετοιμάζονται ὅσοι πρόκειται νά μποῦν στό κοπιαστικό στάδιο τῶν νηστειῶν, καί γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς πού νήστεψε ὁ Κύριός μας. Συνέχεια
“Για νὰ μὴν λυπᾶσθε….”
“Δέν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε τά σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γά νά μὴν λυπᾶσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. “Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἑνωμένοι μαζί του μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θά τοὺς πάρει κοντά του”2.
1.- Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτό: Γιατί ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ λέει τό θὰνατό Του, “θάνατο”, ἐνῶ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὀνομάζει τό θὰνατο “κοίμηση”, καὶ ὂχι “θάνατο”. Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν “κοιμηθεῖ” καὶ ὄχι γιά ὅσους “πέθαναν”. Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ νά φέρει μαζί Του. Καὶ στὴ συνέχεια λέει: “ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ ποὺ θὰ μείνουμε πὶσω καὶ θὰ εἲμαστε στὴ ζωὴ ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θά ἔχουν κοιμηθεῖ”3. Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’ αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”. Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει: “Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”. Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”. Συνέχεια