Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς
Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (1731-1805), Μητροπολίτης Κορίνθου (1765-1770), ὑπῆρξε φυσιογνωμία μεγάλης ἐμβέλειας: ἐκκλησιαστικῆς, θεολογικῆς, ἀσκητικονηπτικῆς, ὁσιακῆς, ἀλειπτικῆς καὶ ἐθνικῆς. Μολονότι δὲν εἶχε φοιτήσει σὲ ἀνώτατες σχολὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε πολυγράφος, ἐνέπνευσε καὶ καθοδήγησε πολυγράφους θεολόγους, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἢ ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος, ἴσχυσε ὡς αὐθεντία, πολεμήθηκε προσωρινά, πρόβαλλε τὴν μυστηριακὴ ἀσκητικὴ πνευματικότητα καὶ ἀπέβη γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ. Τὸ ἔργο καὶ ἡ προσωπικὴ στάση τοῦ Μακαρίου εἴχανε θαυμαστὴ σφαιρικότητα, ρεαλισμό, παραδοσιακότητα καὶ μεγάλη διάκριση, γεγονὸς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν μοναδικότητα τοῦ ἄνδρα καὶ τὴν καθολικότητα στὴ σκέψη καὶ τὴν δράση του. Ἡ παιδεία τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ, ὅπως ἤτανε τὸ βαπτιστικό του ὄνομα, ὑπῆρξε κατώτερη καὶ μέση. Κατώτερη στὴν γενέτειρά του Τρίκαλα, ὅπου ὁ συγγενής του Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (+ 1731) εἶχε ἱδρύσει σχολεῖο, καὶ μετὰ στὴν Κόρινθο καὶ τὴν Κεφαλλονιά. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Μιχαὴλ νὰ μονάσει στὸ Μέγα Σπήλαιο συνάντησε τὴν βίαιη ἀντίδραση τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὴν διαχείριση μέρους τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς οἰκογένειας. Στὸ ἔργο αὐτό, ὁ νεαρὸς γόνος τοῦ νοταραίικου ἀπέτυχε καὶ ἀνέλαβε ἀμισθὶ τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου (ἀπὸ τὸ 1752;) γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν Κορινθίων. Παράλληλα ὅμως συνέλεγε ἀσκητικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα μελετοῦσε καὶ «σχολίαζε». Στὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ: Συγκρούσεις καὶ διλήμματα Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα καὶ μετά, δηλαδὴ σὲ μία ἐποχὴ βίαιων πνευματικοκοινωνικῶν κινημάτων καὶ ἀναστατώσεων, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα σχετίζονταν μὲ τὸν Διαφωτισμό, ἡ ἀντίδραση πρὸς τὰ φεουδαρχικὰ καὶ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ἐξελίχθηκε γρήγορα σὲ ἤπια ἢ ριζικὴ ἄρνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστική του μορφὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς βασικὰ Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὰ κρατοῦντα οἱ διαφωτιστὲς θεμέλιο ἀπόλυτο στὴν ἰδεολογία τους ἔθεσαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ αἰχμὴ τῆς προοπτικῆς τους τὴν ἐλεύθερη καὶ λογοκρατούμενη ἐπιστήμη ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως τῆς ἰσοπολιτείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας. Τὰ ἀποτελέσματα δὲν ἄργησαν. Ἐπαναστατικὰ κινήματα (1789, Γαλλία) καὶ μεγάλη σύγχυση στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πνεύματος, φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοεκκλησιαστικοῦ. Ὅλοι ὀφείλανε νὰ λάβουν θέση ἔναντι τοῦ πολύπλευρου ἰσχυροῦ κινήματος, ἀλλὰ δὲν διέθεταν ὅλοι τὸ ἀναγκαῖο κριτικὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὡριμότητα. Γι’ αὐτὸ ἄλλοι δέχθηκαν ἄκριτα ὅ,τι προσέφεραν οἱ διαφωτιστὲς καὶ ἄλλοι χωρὶς ψυχραιμία πολέμησαν συλλήβδην ἢ ἐπιλεκτικὰ τὶς ἰδέες τους. Ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ Νοταρᾶς –καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1764 Μακάριος– γνώριζε τὸ πολύπλευρο καὶ πολύστοχο κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἄμεσα κι ἔμμεσα. Σὲ ὅλο τὸν τουρκοκρατούμενο ἑλληνικὸ χῶρο δροῦσαν ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θιασῶτες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐνῷ διάσημοι Νοταραῖοι, ὅπως π.χ. ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς κυρίως καὶ ὁ ἀνεψιός του Δημήτριος, ἀπέβησαν ἐργάτες τοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ τὸ ἐπιστημονικό τους ἔργο. Σ’ αὐτοὺς βέβαια δὲν εἶχε εἰσχωρήσει τὸ ἀντιεκκλησιαστικὸ πνεῦμα. Τὸ κλίμα τοῦ Διαφωτισμοῦ ὁ Μακάριος γνώρισε καὶ ἄμεσα ἀπὸ τὰ ἀδέρφια του καὶ δὴ ἀπὸ τὸν Φερδινάνδο Ἀκράτο (+ 1770), ποὺ σπούδασε ἰατροφιλόσοφος στὴν Ἰταλία. Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὡς μέλισσα χρησιμοποιοῦσε ὅ,τι θετικὸ πρόσφεραν οἱ Διαφωτιστές, ὅπως ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς ἢ ὁ ἀδελφός του Ἀκράτος, καὶ ἄφηνε κατὰ μέρος τὸν ἀθεϊσμὸ τῶν πολλῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ Μακαρίου, ἀλλὰ καὶ ὅσων πολέμησαν τὸν Διαφωτισμό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ ἀντίδραση τῶν διαφωτιστῶν πρὸς τὸν ἐκκλησιαστικὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἡ ἀθεΐα πολλῶν ὀπαδῶν του ἔμμεσα κι ἐνίοτε ἄμεσα προϋπέθετε καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ὀρθόδοξου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὸ συνέβαινε, διότι οἱ διαφωτιστὲς ἀπολυτοποιούσανε 21 Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν ὅλο σχετικὸ πολιτισμό, περιφρονώντας ὅ,τι Ἀνατολικὸ καὶ μαζὶ Βυζαντινό, ἄρα καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ στοὺς βυζαντινοὺς αἰῶνες. Εὐνόητο, λοιπόν, ἤτανε μερικοὶ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ κέντρο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ὑψώσουνε φωνὴ διαμαρτυρίας κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Φυσικά, ἐπρόκειτο γιὰ τοὺς πιὸ εὐέξαπτους καὶ παρορμητικούς, ποὺ ἔβλεπαν μέγα κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη. Τὸν κίνδυνο αὐτὸν ἔβλεπαν καὶ ἄλλοι, ἢ μᾶλλον ὅλοι. Αὐτοὶ οἱ ἄλλοι ὅμως ἐργάσθηκαν διαφορετικὰ γιὰ τὴν ἀποσόβηση τοῦ ὑπαρκτοῦ κινδύνου. Ἐργάσθηκαν δηλαδὴ θετικά, οἰκοδομητικά, προβάλλοντας ὅ,τι θεωροῦσαν ὀρθό, ὅ,τι μποροῦσε νὰ προαγάγει ἐπιστημονικὰ τὸν Ἕλληνα ὀρθόδοξο καὶ νὰ τὸν κάμει δημιουργικὸ στὴν κοινωνία. Αὐτοί, στὴν πραγματικότητα καταπολεμούσανε μὲ τὸ νὰ οἰκοδομοῦν καὶ ἡ βοήθεια πρὸς τοὺς πιστούς, ἡ καταπολέμηση τῆς ἀθεΐας, γινόταν ἔτσι (ἢ νόμιζαν ὅτι γινόταν) πιὸ ἀποτελεσματική. Ἡ καταπολέμηση τότε τοῦ Διαφωτισμοῦ ἕνεκα τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς του στάσης ἐμπεριεῖχε σημεῖο εἰδικῆς βαρύτητας γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἐπαγγελλότανε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἰσότητα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἀγαθὰ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ γενικὰ οἱ Βαλκάνιοι τὰ στεροῦνταν, ἀφοῦ στενάζανε στὸν τουρκο-ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὅταν, λοιπόν, ἕνας ὀρθόδοξος δάσκαλος πολεμοῦσε τὸν Διαφωτισμό, στὰ μάτια τῶν ὑποδούλων ἀρνιότανε κάθε προσπάθεια γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ὁ δάσκαλος αὐτὸς ἔμοιαζε νὰ συνιστᾶ (ἢ ρητὰ συνιστοῦσε) ὑποταγὴ στὸν κατακτητή, ἔμοιαζε νὰ προτιμάει –ἐνῷ φυσικὰ δὲν προτιμοῦσε– τὴν δουλεία ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ἦταν π.χ. ἡ περίπτωση τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ποὺ ὅμως ἐξηγοῦσε ὅτι ἡ ἐλευθερία, γιὰ τὴν ὁποία μιλούσανε οἱ Διαφωτιστές, εἶναι ψευδοελευθερία καὶ ὅτι προκειμένου κάποιος νὰ χάσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, δεχόμενος τὴν ἀθεΐα τῶν Διαφωτιστῶν, εἶναι προτιμότερο νὰ στερηθεῖ τὴ σωματική του ἐλευθερία καὶ νὰ κρατήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Συνέχεια
Ἡ διακαὴς ἐπιθυμία
Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Πολὺ πρὶν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι πλησιάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μποῦμε στὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γι’ αὐτήν. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς παράδοσης τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μεγάλη γιορτὴ ἢ περίοδος – π.χ. τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ κ.λπ. – προαναγγέλλεται καὶ «ἑτοιμάζεται» ἀπὸ νωρίτερα. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ξέροντας τὴν ἔλλειψη αὐτοσυγκέντρωσης καὶ τὴν τρομακτικὴ «κοσμικότητα» τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀλλάξουμε αὐτόματα, νὰ πᾶμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ κατάσταση σὲ μιὰ ἄλλη. Ἔτσι, ἀρκετὰ πρὶν ἀρχίσει ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τὴν προσοχή μας στὴ σοβαρότητα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε τὴ σημασία της. Πρὶν μποῦμε στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὴ ζοῦμε, μᾶς παρουσιάζει τὸ νόημά της. Αὐτὴ ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος περιλαμβάνει τὶς πέντε διαδοχικὲς Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔχει εἰδικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη σὲ κάποιο θεμελιακὸ γεγονὸς μετάνοιας. Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸ Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴ βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο – ὅπως λέει ὁ ὑπαρξιστὴς ἄθεος Jean Paul Sartre – ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά. Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.
Λόγος εἰς τήν Χαναναίαν»
Ἁγίου Βασιλείου ἐπισκόπου Σελευκείας
Ἰδού ὅτι ὑπῆρξε καί συμφορά ἡ ὁποία ἔγινε ἀφορμή μεγάλης εὐφροσύνης καί πένθος πού προξένησε εὐθυμία καί λύπη πού ἔφερε ὑπερβολικήν χαρά. Ἐπειδή ὅπου παρευρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, καί ὁ θρῆνος μεταβάλλεται σέ ἡδονήν καί ὁ κλαυθμός καί ὀδυρμός μεταλλάσσεται σέ εὐφροσύνην.
Τό μαρτυρεῖ αὐτό μέ τά λόγια τῆς κραυγάζοντας ἡ Χαναναία, τήν ἱστορία τῆς ὁποίας μέ θαυμασμόν ἡ βίβλος τῶν Εὐαγγελίων τήν ἐπιδεικνύει μέχρι τώρα καί διατηρεῖ τήν κραυγή της γραμμένη σάν σέ στήλη, ὥστε ὁ ἐπίβουλος χρόνος νά μήν παρασύρει τήν μνήμη· ἐπειδή ὁ καρπός τῆς πίστεως εἶναι πιό δυνατός. «Καί ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς», λέγει, «ἦλθεν εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος». Ὁ Θεός παρευρίσκεται παντοῦ καί κανένας τόπος δέν ἐτόλμησε νά τόν περιορίσει. Καί ἐπειδή εἶναι κατά φύσιν ἀόρατος, ἐπιβεβαιώνει τήν παρουσία του σ’ ἐκείνους πού τόν ἔβλεπαν προβάλλοντας τόν ναό πού ἐνεδύθη πρός χάριν μας.
Ἦλθε στά μέρη τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος, στά παλαιά καταγώγια τῶν δαιμόνων, στίς περιοχές τῶν εἰδώλων, στίς χῶρες τῆς εἰδωλολατρίας, στό ἀντικείμενο τῆς κατηγορίας τῶν Προφητῶν.
Ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Σιδώνα καί τήν Τύρον· ἀπό τά ἐργαστήρια τῆς εὐσεβείας στόν βυθό τῆς ἀσεβείας· ἀπό τούς μαθητάς τοῦ Μωϋσέως, στούς ἐργάτες τῶν δαιμόνων. Καί γιά ποῖον λόγο μεταβαίνει ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο; Ἔλεγχος τῶν Ἰουδαίων εἶναι ἡ μετάβασις τοῦ Κυρίου· ὡς εὐεργέτης συγχρόνως καί δικαστής περιοδεύει ὁ Σωτήρ. Εἶναι ἀληθῶς ἀδυσώπητος κατηγορία ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων ἡ ἐπίγνωσις τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή ὅμως ὁ καταιγισμός τῶν θαυμάτων δέν κατώρθωσε νά κάμψει τόν Ἰουδαϊκόν λαόν, ὥστε νά στραφεῖ στήν πίστι, ἀλλά ἐνῶ ἠπλώνετο τό παράδοξον θεραπευτικό δίκτυ, μόνο το ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῆς ἀγρίας βασκανίας τους ἀπέφυγε τήν θύρα τῆς σωτηρίας, τί ἔκαμεν ὁ σοφός ἰατρός; πῶς μεθοδεύει τήν ἴαση τῆς ἀρρωστημένης γνώμης;
Μεταφέρει στήν Σιδώνα τά φάρμακα τῆς θεραπείας της, γιά νά ἐρεθίσει τόν ἄπιστον ἀντιπαραθέτοντας αὐτόν μέ τά ἔθνη. Εἶναι παλαιό, νομίζω, τό τέχνασμα αὐτό τοῦ Κυρίου, νά κάνει δηλαδή τόν ἀχάριστο νά ἐντραπεῖ συγκρίνοντας τόν μέ τά χειρότερα. Θέλοντας κάποτε νά ἐλέγξει τήν ἀπείθεια τῶν Ἰουδαίων ηὔξησε τόν ἔλεγχον, ἀντιπαραθέτοντας αὐτούς μέ τούς Νινευΐτες. Καί στέλλει τόν Ἰωνά νά παρακολουθήσει τήν μεταβολήν τῶν ἀσεβῶν, προβάλλοντας τόν Προφήτην τῶν Ἰουδαίων ὑπηρέτην τῆς κατακρίσεως τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλά ἐκεῖνος λυπούμενος ἄκαιραά τούς ὁμοεθνεῖς του, κλέπτει τόν ἔλεγχο καί δραπετεύει ἀπό ἐκεῖνον πού τόν ἔστειλε. Δέν ἐγνώριζε ὅτι θά τόν ἁλιεύσει τό κῆτος καί θά τόν παρουσιάσει δέσμιον στόν Δεσπότη.
Καί πάλι συστελλόμενος ἀπό φόβον ἔγινε θεατής τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν εἰδωλολατρῶν· μίαν φωνή μόνον ἄφησε καί αἰχμαλώτισε ὅλων τίς γνῶμες. Καί εἶδε τήν προφητεία του νά διαψεύδεται μαθαίνοντας στήν πράξι πόσο πιό καλόπιστοι εἶναι οἱ ἐθνικοί ἀπό τούς Ἰουδαίους· καθ’ ὅσον αὐτοί μέν κατέσφαξαν τούς Προφῆτες τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι καί αὐτόν ἀκόμη, τοῦ ὁποίου ἀγνοοῦσαν τήν ὕπαρξη, ἔφριξαν ἀκούγοντάς τον. Ὅταν δέ ἡ μεταβολή τῆς γνώμης ἐματαίωσε τήν ἀπειλήν τοῦ Προφήτου, ἔπαυσαν νά σαλεύωνται τά τείχη τῆς πόλεως, ἀπεσύρθη τό ξίφος πού ἦταν ἕτοιμο νά πέσει καί ἡ ἀπόφασις τοῦ θανάτου ἀνεκλήθη, ἀπό σεβασμόν πρός τήν πίστι τῶν καταδίκων· ἐνικήθη θυμός προφητικός, βλέποντας τόν ὑπεύθυνο νά νικᾶ μέ τήν εὐγνωμοσύνην. Ἔτσι καί τώρα ὁ Σωτήρ βαδίζει ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Σιδώνα καί τήν Τύρο γιά νά στηλιτεύσει τήν Ἰουδαϊκήν ὑποκρισίαν ἀντιπαραθέτοντας αὐτούς μέ τούς ἀσεβεῖς.
Πρόσεξε παρακαλῶ τόν Εὐαγγελιστήν πῶς κομπάζει μέ τήν διήγηση καί ἀποκαλύπτει τό νόημα τῆς μεταβάσεως τοῦ Κυρίου: «Καί ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ἀπό ποῦ «ἐκεῖθεν;». Ἀπό ἐκεῖ ὅπου θαυματουργώντας ἐδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ἤκουεν ὕβρεις καί εὐεργετώντας ἀντιμετώπιζε τήν ἀπιστία. «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐκ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζε λέγουσα· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Χαναναία τό γυναικάριον, ἀλλά μέ τήν προαίρεσιν ἠρνήθη τό γένος της· ἡ πίστις ἐνίκησε τήν φύση.
Ἡ δύναμη τῆς Πίστης
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γευτεῖ τή γλυκύτητα τοῦ καλοῦ, ἄν πρῶτα δέν ἐπιμείνει καί δέ δοκιμαστεῖ στό καλό. Στό δρόμο πρός τό καλό πρῶτα δοκιμάζουμε τήν πικρία κι ὑστέρα τή γλυκύτητα.
Ἡ φύση ὁλόκληρη εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές καρτερίας καί ἐπιμονῆς. Ἄν τά νεόφυτα δέντρα σου δέν ἀναπτυχθοῦν γιά νά δημιουργήσουν δασύλιο, θά μπορέσουν ν’ ἀντέξουν στόν ἄνεμο καί τό χιόνι;
Θα σοῦ ἦταν χρήσιμα τάα ποτάμια ἄν δέν ἔφτιαχναν βαθιές κοῖτες; Μήπως τά μυρμήγκια αὐτοκτονοῦν ὅταν οἱ τροχοί καταστρέφουν τά σπίτια τους στό δρόμο, ἤ ξεκινοῦν μέ ἐπιμονή νά φτιάχνουν καινούργια;
Ἄν κάποιος ἄκαρδος ἄνθρωπος γκρεμίσει τή φωλιά τοῦ χελιδονιοῦ στό σπίτι του, τότε τό χελιδόνι θά ξεκινήσει ἀδιαμαρτύρητα νά πάει σέ ἄλλο σπίτι γιά νά φτιάξει τήν καινούργια φωλιά του.
Ὁτιδήποτε κάνουν οἱ φυσικές καταστροφές ἤ οἱ ἄνθρωποι στά φυτά καί στά ζῶα, κάνουν τούς ἀνθρώπους νά θαυμάζουν τήν ἀκατάβλητη ἐπιμονή τους στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος πού τούς ὅρισε ὁ Θεός.
Ὅταν ἕνα φυτό πού τό κόψανε ἤ τό θερίσανε ἔχει τή δύναμη ν’ ἀναπτυχθεῖ ξανά, θά τό κάνει. Ὅταν σ’ ἕνα πληγωμένο καί μοναχικό ζῶο ἔμεινε ἔστω κι ἐλάχιστη δύναμη ζωῆς, θά προσπαθήσει νά κάνει κι αὐτό τό καθῆκον του γιά νά ζήσει.
Ἡ καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές γιά τήν καρτερία καί τήν ἐπιμονή. Ὁ ἐπίμονος στρατιώτης θά κερδίσει τή μάχη. Ὁ ἐπίμονος τεχνίτης θά τελειοποιήσει τό ἔργο του. Ὁ ἐπίμονος ἔμπορος θά πλουτίσει. Ὁ ἐπίμονος ἱερέας θά βάλει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας του στό σωστό δρόμο. Ὁ ἐπίμονος ἄντρας ἤ ἡ ἐπίμονη γυναίκα τῆς προσευχῆς, θά φτάσει στήν τελειότητα καί τήν ἁγιότητα. Ὁ ἐπίμονος καλλιτέχνης ἀποκαλύπτει τό ἐσωτερικό κάλλος τῶν πραγμάτων. Ὁ ἐπίμονος ἐπιστήμονας ἀνακαλύπτει τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τίς σχέσεις τῶν πραγμάτων. Ἀκόμα καί τό πιό χαρισματικό παιδί δέ θά μάθει νά γράφει, ἄν δέν ἐξασκηθεῖ μέ ἐπιμονή στό γράψιμο. Ἕνας ἄνθρωπος μέ θαυμάσια φωνή δέ θά γίνει ποτέ μεγάλος τραγουδιστής ἄν δέν ἐξασκηθεῖ. Ἔχουμε συνηθίσει νά ὑπενθυμίζουμε στούς ἄλλους κάθε μέρα, ἀλλά καί νά μᾶς ὑπενθυμίζουν οἱ ἄλλοι, τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιμονῆς καί τῆς καρτερίας στό καθημερινό μας ἔργο.
Ἡ ἐπιμονή, γιά νά καταλήξουμε σέ κάποιο συμπέρασμα, εἶναι τό μοναδικό καλό ἔργο πού τό συνιστοῦν ὅλοι καί δέν τό ἀμφισβητεῖ κανένας. Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιμονή στό ἔργο ὅμως πού ἀκοῦμε κάθε μέρα, εἶναι μόνο ἕνα σχολεῖο πού μᾶς μαθαίνει τήν ἐσωτερική ἐπιμονή στό πνευματικό βασίλειο. Ὅλη αὐτή ἡ ἐξωτερική ἐπιμονή στό λουστράρισμα καί στήν τελειοποίηση τῶν πραγμάτων, στή σύναξη πλούτου, γνώσεων καί τεχνῶν, εἶναι μόνο μιά εἰκόνα τῆς θαυμαστῆς ἐπιμονῆς πού πρέπει νά ἔχουμε γιά τή βελτίωση καί τελειοποίηση τῶν καρδιῶν μας, γιά τή φροντίδα καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς ψυχῆς μας, τῆς ἄφθαρτης κι ἀθάνατης ἐσωτερικῆς μας ὕπαρξης.
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει σέ κάθε σελίδα τῆς τήν ἐπιμονή στά πνευματικά θέματα. Μᾶας διδάσκει τόσο μέ λόγια ὅσο καί μέ τά μεγάλα παραδείγματα ἀνδρῶν καρτερικῶν ἤ μή.
Τά δυό πιό φοβερά παραδείγματα μή ἐπιμονῆς στό καλό, τά βρίσκουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προπάτορα τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καί τοῦ Ἰούδα, πού πρίν ἦταν ἀπόστολος κι ἔπειτα ἔγινε προδότης. Καί τούς δυό ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τούς τοποθέτησε πολύ κοντά Του. Ὁ Ἀδάμ ἦταν μέ τόν Θεό στόν παράδεισο, ὁ Ἰούδας κοντά στόν Χριστό στή γῆ. Ξεκίνησαν κι οἱ δυό μέ ὑπακοή στόν Θεό καί τελείωσαν μέ δυσπιστία. Τό τέλος τοῦ Ἰούδα ἦταν πιό φοβερό ἀπό τοῦ Ἀδάμ, ἐπειδή μπροστά του εἶχε καί τό παράδειγμα τοῦ πρωτόπλαστου. Ὁ Σαούλ πάλι δέν εἶχε ἐπιμονή στή μάχη καί γι’ αὐτό παραφρόνησε. Ὁ Σολομῶν δέν εἶχε ἐπιμονή κι ἡ βασιλεία τοῦ μοιράστηκε. Πόσο ὑπέροχη ὅμως, πόσο ὑπεράνθρωπη ἐπιμονή ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ μέ τήν πίστη του στόν Θεό, ὁ Ἰακώβ μέ τήν πραότητά του, ὁ Ἰωσήφ μέ τήν ἐγκράτειά του, ὁ Δαβίδ μέ τή μετάνοιά του κι ὁ δίκαιος Ἰώβ μέ τήν καρτερία του! Τί ὑπέροχο παράδειγμα ἐπιμονῆς στήν ἁγνότητά της ἔδειξε ἡ Παναγνη Παρθένος, ἀλλά κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μέ τήν ὑπακοή του στόν Θεό! Ἀλλά τό ἴδιο ἔκαναν κι οἱ ἀπόστολοι, καθώς κι ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στόν Θεό, μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
Στήν Ἁγία Γραφή θά βροῦμε πάρα πολλά καί καθαρά παραδείγματα πῶς ἡ ἐπιμονή στό καλό ἀποβαίνει πάντα νικηφόρα καί στεφανώνεται. Κανένας ἀπό μᾶς πού τά διαβάζει αὐτά δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πώς δέν ἤξερε ἤ δέ διδάχτηκε. Πῶς γίνεται ἑκατοντάδες χιλιάδες ἁγίων, παρθένων καί μαρτύρων, ἀπό τήν ἔνσαρκη ζωή τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ὡς σήμερα, νά τό γνωρίζουν αὐτό καί μεῖς νά τό ἀγνοοῦμε; Δέν εἶναι πώς δέν ξέρουμε, ἀλλά δέν ἔχουμε τή δύναμη νά ἐπιμείνουμε. Τό νά γνωρίζουμε τό καλό καί νά μήν ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, μᾶς κατακρίνει διπλά. Ἐκεῖνος πού δέ γνωρίζει τό δρόμο αὐτό καί δέν τόν ἀκολουθεῖ «δαρήσεται ὀλίγας». Αὐτός ὅμως πού τόν γνωρίζει καί δέν τόν ἀκολουθεῖ, «δαρήσεται πολλάς» (βλ. Λουκ. ιβ’ 47, 48). Συνέχεια
Κυριακὴ τῆς Χαναναίας
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
α΄. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος λέει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι ἀπαρατήρητος. Καὶ γιατί πήγαινε πάντα στὰ μέρη αὐτὰ; ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φροντίδα τῆς τροφῆς, προχωρῶντας ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ στὰ ἔθνη. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος ὅταν ἔλαβε διαταγὴ νὰ καταργήση αὐτὸ τὸ νόμο στέλεται στὸν Κορνήλιο. Πῶς λοιπὸν ἐνῶ παραγγέλλει στοὺς μαθητάς του· Μὴν πάρετε τὸν δρόμο τῶν εἰδωλολατρῶν, δέχεται αὐτὴ τὴ γυναῖκα; Πρῶτα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος σὲ ὅ,τι πρόσταζε τοῦς μαθητάς του. Κι ἔπειτα ὅτι δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξη ὅπως ὑπαινίσσεται κι ὁ Μᾶρκος λέγοντας ὅτι κρύφτηκε ἀλλὰ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος. Ὅπως ἦταν σύμφωνο μὲ τὰ πράγματα νὰ μὴν τρέξη σ’ αὐτοὺς πρῶτα, ἔτσι ἦταν καὶ τῆς φιλανθρωπίας του ἀνάξιο νὰ διώξη αὐτοῦς ποὺ τὸν πλησίαζαν. Ἄφοῦ ἔπρεπε νὰ κυνηγήση αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγη αὐτοὺς ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν.
Προσέξετε πόσο ἡ γυναῖκα ἄξιζε γιὰ κάθε καλωσύνη. Δὲν ἐτόλμησε νὰ ἔρθη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ φοβόταν καὶ θεωροῦσε ἀνάξιο τὸν ἑαυτό της. Ὅτι κι ἄν δὲν ἦταν ἔτσι θὰ ἔφτανε κι ἐκεῖ φαίνεται κι ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐπιμονή της κι ἀπ’ τὸ ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Μερικοὶ ἐφαρμόζοντας ἀλληγορικὴ ἐξήγηση ὑποστηρίζουν ὅτι ὅταν βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ἰουδαία τότε τόλμησε νὰ τὸν πλησιάση ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ βγῆκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴ δική της περιοχή. Ξέχασε λέει ὁ θεῖος λόγος, τὸ λαό σου καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ του καὶ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν δική της περιοχή· Κι ἔτσι μπόρεσαν νὰ συναντηθοῦν. Νὰ μιὰ Χαναναία, λέει, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχή της. Κατηγορεῖ τὴ γυναὶκα ὁ Εὐαγγελιστής γιὰ νὰ φανερώση τὸ θαῦμα καὶ νὰ τὴν ἐξυψώση περισσότερο. Ἄν ἀκούσης Χαναναία, φέρε στὸ νοῦ σου τὰ παράνομα ἐκεῖνα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἀνέτρεψαν ἀπὸ τὸ θεμέλιο τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Κι ἔπειτα ἀναλογίσου καὶ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, γιὰ νὰ μὴ διαφθείρουν τοὺς Ἰουδαίους, φάνηκαν τόσο πιὸ κατάλληλοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε κι ἀπὸ τὴ χώρα τους βγῆκαν καὶ τὸ Χριστὸ πλησίασαν, ἐνῶ ἐκεῖνοι κι ἄς πήγαινε κοντά τους τὸν ἀπόδιωχναν. Πλησίασε λοιπὸν καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν λέει παρὰ ἐλέησέ με καὶ κόσμο πολὺ μαζεύει γύρο της μὲ τὶς κραυγὲς της. Τὸ θέαμα προκαλοῦσε τόσο ἀλήθεια τὸν οἶχτο· μιὰ γυναῖκα νὰ κραυγάζη τόσο πονεμένα, μιὰ μητέρα νὰ παρακαλῆ γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Οὔτε ποὺ τόλμησε νὰ φέρη τὴ δαιμονισμένη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Δασκάλου. Τὴν ἀφήνει πλαγιασμένη στὸ σπίτι καὶ κάμει ἐκείνη τὶς παρακλήσεις της. Ἀναφέρει μόνο τὴν ἀρρώστεια καὶ δὲν προσθέτει τίποτ’ ἄλλο. Οὔτε τραβᾶ τὸ γιατρὸ στὸ σπίτι της, ὅπως ὁ παλατιανὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε· Ἔλα καὶ βάλε ἐπάνω του τό χέρι σου, καὶ κατέβα πρὶν πεθάνη τὸ παιδὶ μου. Ἀλλὰ κι ἀφοῦ διηγήθηκε τὴ συμφορὰ της καὶ τὴν ἔνταση τῆς ἀρρώστειας, προβάλλει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ φωνάζει δυνατά. Καὶ δὲν λέει Σπλαχνίσου τὴ θυγατέρα μου ἀλλὰ Σπλαχνίσου με. Ἐκείνη δὲν αἰσθάνεται τὴ νόσο της ἐγὼ εἶμαι ποὺ πάσχω μύρια δεινά, γιατὶ εἶμαι ἄρρωστη καὶ τὸ νιώθω, μανιακή, καί τὸ γνωρίζω. Ἐκεῖνος δὲν τῆς ἔδωσε ἀπάντηση. Γιατὶ αὐτὸ τὸ πρωτοφανέρωτο καὶ παράδοξο; Τοὺς Ἰουδαίους, ἀγνωμοῦν καὶ τοὺς φέρνει κοντά του, τὸν βλασφημοῦν καὶ τοὺς παρακαλεῖ, τὸν πειράζουν καὶ τοὺς ἀφήνει. Δὲν θεωρεῖ ὅμως ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση αὐτὴν ποὺ ἔρχεται τρέχοντας κοντά του καὶ παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει καὶ δείχνει τόση εὐλάβεια ἐνῶ δὲν ἔχει μεγαλώσει μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν. Ποιὸν δὲ θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν φήμη; Εἶχαν ἀκούσει ὅτι περιώδευε στὰ χωριὰ καὶ σκορποῦσε τὶς θεραπεῖες του αὐτὴν ὅμως τὴν ἀποκρούει ἐνῶ εἶχε ἔρθει ἡ ἴδια. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ συγκινοῦσε ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ παράκληση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Δὲν εἶχε ἔρθει ἐπειδὴ ἦταν ἄξια, οὔτε ἐπειδὴ ζητοῦσε κάποια ὀφειλή. Εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς δείξουν ἀγάπη καὶ παρουσιάζει τὴν τραγικὴ συμφορά της. Κι ὅμως δὲν τὴν κάνουν ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση. Ἴσως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν σκανδαλίστηκαν. Δὲν σκανδαλίστηκε ὅμως ἐκείνη. Τί λέγω ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν; Νομίζω ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί του θὰ ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὴ συμφορὰ τῆς γυναίκας, θὰ ταράχτηκαν καὶ θὰ λυπήθηκαν. Καὶ μὲ ὅλη τὴν ταραχή τους ὅμως δὲν ἐτόλμησαν νὰ ποῦν, Κάμε της τὴ χάρη. Ἀλλὰ πῆγαν κοντά του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, Ἐλευθέρωσέ τήν γιατὶ φωνάζει πίσω μας. Κι ἐμεῖς ὅταν θέλωμε νὰ πείσωμε κάποιον, πολλὲς φορὲς λέμε τ’ ἀντίθετα. Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε. Ἡ ἀποστολὴ μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.
β΄. Κι ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ἡ γυναῖκα σώπασε κι ἀποσύρθηκε κι ἐγκατάλειψε τὴν προθυμία της; Καθόλου· ἔγινε πιὸ ἐπιθετική. Δὲν κάνομε ἐμεῖς ἔτσι. Ὅταν δὲν ἐπιτύχωμε, ἀπομακρυνόμαστε, ἐνῶ πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ γίνωμε πιὸ ἀπαιτητικοί. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ ἔρριχνε στὴν ἀπελπισία αὐτὸς ὁ λόγος; Ἦταν κι ἡ σιγὴ του ἀρκετὴ νὰ τὴν ὁδηγήση στὴν ἀπόγνωση· ἡ ἀπόκριση προχωροῦσε πολὺ περισσότερο. Νὰ διαπιστώση ὅτι μαζί της εἶχαν ἀποστομωθῆ κι οἱ συνήγοροί της καὶ ν’ ἀκούση ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε καταλήξει σ’ ἀδιέξοδο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὴ ρίξη σὲ ἀπέραντη ἀμηχανία. Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἀφοπλιζόταν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες της δὲν εἶχαν καμμιὰ δύναμη, ἔδειξε ὡραία ἀναισχυντία. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ μήτε στὰ μάτια τους νὰ φανῆ δὲν τολμοῦσε. Φωνάζει πίσω μας, λένε. Κι ὅταν ἦταν φυσικὸ νὰ πάη ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀμηχανία, τότε πλησιάζει περισσότερο καὶ πέφτει στὰ πόδια του. Κύριε, βοήθησέ με. Πῶς αὐτὸ, γυναῖκα; Ἔχεις μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους; Μεγαλύτερη δύναμη; Θάρρος καὶ δύναμη καθόλου βέβαια δὲν ἔχω κι ἀπὸ ντροπὴ εἶμαι γεμάτη. Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἀναισχυντία τὴ χρησιμοποιῶ σὰν προπέτασμα· θὰ σεβαστῆ τὸ θάρρος μου. Τὶ σημαίνει αὐτό; Δὲν τὸν ἄκουσε νὰ λέη ὅτι Ἡ ἀποστολή μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους; Τὸν ἄκουσα, ἀπαντᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ ἔλεγε, Παρακάλεσε καὶ προσευχήσου, ἀλλὰ Βοήθησέ με. Κι ὁ Χριστός; Οὔτε μ’ αὐτὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε παρὰ ἐπιτείνει τὴν ἀμηχανία της λέγοντας πάλι. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ πάρης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσης στοὺς σκύλους. Κι ὅταν τὴν ἔκαμε ἄξια νὰ τῆς μιλήση, τότε χειρότερα τὴν ἐπείραξε ἀπὸ ὅ,τι μὲ τὴ σιγή. Δὲν μεταφέρει πιὰ σ’ ἄλλον τὴν αἰτία οὔτε λέει «ἡ ἀποστολή μου ἔγινε». Ὅσο ἐντείνει αὐτὴ τὴν παράκλησή της, τόσο δυναμώνει κι αὐτὸς τὴν ἄρνησή του. Καὶ δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ πιὰ πρόβατα παρὰ παιδιὰ καὶ κείνην σκυλί. Μὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις του συναρμολογεῖ τὴν ὑπεράσπισή της. Ἄν εἶμαι σκυλί, δὲν εἶμαι ξένη. Δίκαια ἔλεγε ὁ Χριστός, Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα. Κι ἡ γυναῖκα φιλοσοφεῖ καὶ δείχνει κάθε καρτερία καὶ πίστη καὶ μάλιστα ἐνῶ δέχεται προσβολές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι μ’ ὅλο ποὺ τοὺς γίνονται θεραπεῖες καὶ τιμὲς πληρώνουν μὲ τὰ ἀντίθετα. Ξέρω κι ἐγὼ πῶς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τροφὴ στὰ παιδιά· αὐτὸ ὅμως δὲν μ’ ἐμποδίζει ἐμένα, ἄν εἶμαι σκυλί. Ἄν δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρω, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχω μερίδιο οὔτε στὰ ψίλουλα; Ἄν ὅμως πρέπει νὰ ἔχω μερίδιο ἄς εἶναι καὶ μικρὸ, δὲν ἐμποδίζομαι κι ἄν εἶμαι σκυλί. Ἀλλὰ κι ἔτσι ἔχω μεγαλύτερο μέρος, ἄν εἶμαι σκυλί. Γι’ αὐτὸ ἀνέβαλλε ὁ Χριστός· ἤξερε ὅτι θὰ μιλοῦσε ἔτσι καὶ γι’ αὐτὸ ἀρνιόταν τὴ δωρεά· γιὰ νὰ δείξη τὴν πίστη της. Ἄν δὲν ἦταν νὰ τῆς δώση, δὲ θὰ τῆς ἔδιδε κι ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό· οὔτε θὰ τὴν ἀποστόμωνε πάλι. Ὅπως εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο, Ἐγὼ θαρθῶ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, γιὰ νὰ μάθωμε τὴν εὐλάβειά του καὶ νὰ τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ὅπως ἔκαμε στὴν αἱμορροῦσα ποὺ τῆς λέει, ἐγὼ ἔνιωσα νὰ φεύγη ἀπὸ μένα κάποια δύναμη, γιὰ νά κάμη τὴν πίστη της καταφάνερη. Κι ὅ,τι κάμει μὲ τὴ Σαμαρείτισσα, γιὰ νὰ δείξη πὼς καὶ μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ τῆς γίνεται δὲν ἀπομακρύνεται. Τὰ ἴδια κάμει κι ἐδῶ.. Δὲν ἤθελε νὰ μείνη κρυφὴ τόση ἀρετὴ τῆς γυναίκας. Ὥστε δὲν ἤθελε νὰ προσβάλη μὲ τοὺς λόγους του ἀλλὰ νὰ προκαλέση καὶ τὸν κρυμμένο θηρσαυρό νὰ φανερώση. Συνέχεια
Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας
Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τόν ἐθνικό καί εἰδωλολατρικό κόσμο. Ἀπό τούς παραδοσιακούς Ἰσραηλίτες δέν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνής ἀλλά καί ἀλλόθρησκη. Κατά συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτή καθώς καί ὅλος ὁ κόσμος πού ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καί ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καί τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενική πεποίθηση σέ ὅλο τόν πιστό κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει περιλάβει αὐτούς στό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ἄρα τούς ἀξίζει μία γενική περιφρόνηση.
Αὐτό τό ἀρνητικό πνεῦμα ἐκφράζουν καί οἱ μαθητές πρός τόν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπό τίς κραυγές τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας πού παρακαλεῖ τόν Διδάσκαλο νά θεραπεύσει τήν κόρη της· «ἐλέησον μέ, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικός κόσμος σημαίνει στήν θρησκευτική καί θεολογική γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεός ἔχει καταδικάσει αὐτόν τόν κόσμο ἀπό τώρα. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πεποίθηση ὅλων.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τά πράγματα διαφορετικά. Δέν μένει στά ἐξωτερικά γεγονότα καί οὔτε κρίνει τούς ἀνθρώπους μέ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικά ἡ θρησκευτικά. Διαβλέπει στή Χαναναία μιά θαυμαστή πίστη, ἔξω ἀπό θρησκευτικές κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτή ἡ πίστη νά προβληθεῖ, νά φανεῖ καί στούς ἄλλους καί νά ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπό ὅλους. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σέ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιά σκληρή γλώσσα πού δέν ταιριάζει μέ τή γνωστή ἤπια καί φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτή ἡ τακτική ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καί ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καί αὐτούς τούς μαθητές ἀκόμη.
Ὁμιλεῖ γιά «τέκνα» καί γιά «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαός Ἰσραήλ καί κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερή διάκριση. Αὐτή ἡ ὠμή σέ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τά κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καί ὄχι τοῦ Κυρίου τήν κρίση. Σέ λίγο, ὅταν θά μιλήσει γιά τήν ὑποχρέωση τῶν γονέων νά δίνουν ψωμί στά παιδιά τους καί ὄχι στά σκυλιά τους καί μετά τήν ἐπιμονή τῆς γυναίκας ὅτι καί τά σκυλιά τρέφονται ἀπό τά ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βαθιά πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καί ταπεινῆς μητέρας: «ὤ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως πού προέρχεται ἀπό μιά ἁμαρτωλή καί ἄθρησκη γυναίκα.
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καί ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατά τήν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί κάτοικος στήν περιοχή τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στίς περιοχές αὐτές τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναᾶν καί Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνική κοινότητα πού ἀσχολεῖτο κατά κύριο λόγο μέ τό ἐμπόριο. Σ’ αὐτό τόν ἑλληνικό κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μέ πολύ θετικά ἀποτελέσματα, συνάντησε μιά ἐκπληκτική πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, πού ἔδωσε καί ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς της χριστιανικῆς ἐποποιίας πρός τόν κόσμο τῶν ἐθνῶν.
Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως
Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μας ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περί πίστεως, πού ὑπερβαίνει τά γνωστά θρησκευτικά κριτήρια. Ὅσο κι ἄν αἰφνιδιάζει αὐτή ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μέ τό εὐαγγελικό μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σέ μιά νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετά ἀπό εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καί κρίνουμε τούς ἀνθρώπους μέ ἰουδαικά καί καθαρά νομικά κριτήρια.
Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπό τή Χαναάν, παρόλη τήν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστή ἀντίληψη πίστεως καί πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στόν Ἰησοῦ σεμνή καί ταπεινή, χωρίς νά κομπάζει καί νά διεκδικεῖ, ὅπως θά ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστή γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστά στήν Ἁγιότητα καί τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καί περιφρόνησης ἀπό τούς ἐκλεκτούς της ἰουδαικῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μέ μία βαθιά ἀγάπη καί ταπεινοφροσύνη, πού μεταμορφώνεται σέ μία ἰσχυρή καί δυνατή πίστη. Μία πίστη πού ὁ Ἰησοῦς δέν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στόν κόσμο τῶν πιστῶν.
Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπό ἐξωτερικά καί τυπικά κριτήρια μπήκαμε σέ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καί ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο των θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, πού οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καί συγκλονιστική πίστη, συνδυασμένη συνήθως μέ μιά ἐκπληκτική ποιότητα ζωῆς. Αὐτοί προσεγγίζουν πιό πολύ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καί τό δικό του προβαλλόμενο πνευματικό ἦθος ζωῆς, παρά οἱ ἐκ παραδόσεως καί ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοί ἄνθρωποι. Συνέχεια
Το Βλογημένο Μαντρί
Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τίς παραμονές τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπό χώρα σέ χώρα κι ἀπό χωριό σέ χωριό, καί χτυπᾶ τίς πόρτες γιά νά δεῖ ποιός θά τόν δεχτεῖ μέ καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά λοιπόν, πῆρε τό ραβδί του καί τράβηξε. Ἤτανε σάν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μέ χοντροπάπουτσα στά ποδάρια του καί μ’ ἕνα ταγάρι περασμένο στόν ὦμο του. Γί αὐτό τόν παίρνανε γιά διακονιάρη καί δέν τ’ ἀνοίγανε τήν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατί ἔβλεπε τήν ἀπονιά τῶν ἀνθρώπων καί συλλογιζότανε τούς φτωχούς πού διακονεύουνε, ἐπειδῆς ἔχουνε ἀνάγκη, μ’ ὅλο πού αὐτός ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπό χῶρες πολλές κι ἀπό χιλιάδες χωριά καί πολιτεῖες, ἔφταξε στά ἑλληνικά τα μέρη, ποῦ ’ναι φτωχός κόσμος. Ἀπ’ ὅλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεῖ, ἀνάμεσα στά ξερά βουνά πού βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολύ ἄγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ἀκουγότανε, ἐξόν ἀπό κανένα τσακάλι πού γάβγιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ἕνα ἀπάγκιο πού ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ’να μικρό βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρί κολλημένο στά βράχια. Ἄνοιξε τήν αὐλόπορτα πού ἤτανε κανωμένη ἀπό ἄγρια ρουπάκια καί μπῆκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νά τόν σκίσουνε? μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους καί σερνόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στό καλύβι τοῦ τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
«Ἐλεῆστε μέ, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστός μᾶς διακόνεψε σάν ἦρθε σέ τοῦτον τόν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καί βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μέ μαῦρα γένια? καί δίχως νά δεῖ καλά καλά ποιός χτυποῦσε τήν πόρτα, εἶπε στό γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ’ ἀρχοντικό μας νά ζεσταθεῖς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!».
Αὐτός ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, πού τόν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σάν τά πρόβατα πού βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στήν καλύβα ἔφεγγε μέ λιγοστό φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σάν εἶδε στό φῶς πώς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τό χέρι του καί τ’ ἀνασπάστηκε καί τό ’βαλε ἀπάνω στό κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καί τή γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, πού κουνοῦσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο το σπιτικό σας! Τά πρόβατά σας νά πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰώβ μετά τήν πληγήν καί ὡς τοῦ Ἀβραάμ καί ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στό τζάκι καί ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σέ μιά γωνιά τό ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τό μπαλωμένο τό ράσο του κι ἀπόμεινε μέ τό ζωστικό του. Τόν βάλανε κι ἔκατσε κοντά στή φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ’βαλε καί μιά μαξιλάρα ν’ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καί ξανάπε μέσα στό στόμα του:
«Βλογημένο νά ’ναι τοῦτο τό καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιά νά φέρει το ’να καί τ’ ἄλλο. Ἡ γυναίκα τοῦ μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καί ἐφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιές πού ἤτανε κρεμασμένες σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καί τ’ ἄλλα τά σύνεργα πού τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λές κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγόντανε στή φωτιά εὐωδιάζανε σάν μοσκολίβανο καί δέν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τά ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρά ψέλνανε σάν τούς ἀγγέλους ποῦ ’ναι στόν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλός ἄνθρωπος, ὅπως τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχός ἤτανε, εἶχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά : «Τή πτωχεία τά πλούσια!». Ἤτανε αὐτός καλός, μά εἶχε καί καλή γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καί κοιμότανε. Κι ἄν ἤτανε καί πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γί αὐτό κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τήν εὐλογία του.
Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρῶποι, πλήν ἐκεῖνος δέν πῆγε σέ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρά πῆγε στό μαντρί τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καί λέγει στό γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά ἔχω ἀπόψε πού ἦρθες, ν’ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατί δέν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Ἐγώ ἀγαπῶ πολύ τα γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἅς μήν τά καταλαβαίνω, γιατί εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μιά φορά μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καί μᾶς ἄφησε τούτη τήν ἁγιωτική φυλλάδα, κι ἄν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορᾶ, τόν βάζω καί τή διαβάζει. Ἐγώ ὅλα ὅλα τα γράμματα πού ξέρω εἶναι τρία λόγια πού τά ’λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, πού ἔβγαζε λόγο στό χωριό, δυό ὧρες ἀπό δῶ, κι ἀπό τίς πολλές φορές πού τά ’λεγε, τυπωθήκανε στή θύμησή μου. Αὐτός ὁ γραμματικός ἔλεγε καί ξανάλεγε : “Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοῦν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αὐτά τά γράμματα ξέρω…».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ἀνατολή κι ἔκανε τό σταυρό τοῦ τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καί πῆρε ἀπό τό ταγάρι τοῦ μιά φυλλάδα κι εἶπε:
«Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καί στάθηκε ἀπό πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Ἡ γυναίκα τοῦ βύζαξε τό μωρό καί πῆγε κι ἐκείνη καί στάθηκε κοντά στόν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τό «Θεός Κύριος» καί τ’ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφήν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς νά πεῖ καί τό δικό του τ’ ἀπολυτίκιο, πού λέγει : «Εἰς πάσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκά καί ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τόν ἀκούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τόν ὄρθρο καί τόν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρίς νά πεῖ τό δικό του κανόνα «Σου τήν φωνήν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τή λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στό τραπέζι καί φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα – Μάρκος ὁ Βουβός, πού τόν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καί τόν βοηθοῦσε.
Καί, σάν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν ἔβαλε ἀπάνω στό σοφρά. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι εἶπε:
«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κι ἔκοψε τό πρῶτο το κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τό δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τό τρίτο καί δέν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλά εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καί τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τόν Αἵ-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τόν ξέχασα!».
Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλά κομμάτια, καί σέ κάθε ἕνα πού ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στόν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δέν ἔκοψες γιά τήν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μά ὁ Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιά νά κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τίς ἀπαλάμες του κι εἶπε τήν δική του τήν εὐχή, πού τή λέγει ὁ παπάς στή λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμι ἄξιος, οὐδέ ἱκανός, ἴνα ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου…».
Σάν τελείωσε τήν εὐχή κι ἑτοιμαζόντανε νά πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :
«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Αἵ-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ’χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοί εἴμαστεν ἁμαρτωλοί καί κακορίζικοι, ἐπειδῆς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νά κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τίς ἀπαλάμες του καί ξαναεῖπε τήν εὐχή ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλούς ἐστιν ἄξιος καί ἱκανός, ἴνα ὑπό τήν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθης, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καί τῶν τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…».
Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος…
Φώτης Κόντογλου
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ἰ. Καλλιακμάνης
Καθηγητής Θεολογίας Α.Π.Θ.
«Ἦτο Πάσχα… βαδίζων ἐκ τῆς μεγάλης θύρας τοῦ Μοναστηρίου πρός τό νέον κτίριον τῆς Μεταμορφώσεως, βλέπω νά τρέχῃ πρός ἐμέ παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων, ἔχον εὔχαρι πρόσωπον˙ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εὐφραίνει τά μικρά παιδία. Εἶχον ἕν ᾠόν καί ἔδωκα τοῦτο εἰς τό παιδίον. Ἐχάρη καί ἔτρεξε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ, ἵνα δείξῃ τό δῶρον. Καί διά τοῦτο, τό τοσοῦτον ἐλάχιστον πρᾶγμα, ἔλαβον παρά τοῦ Θεοῦ μεγάλην χαράν καί ἠγάπησα πᾶν πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἤχει ἐν τῇ ψυχῇ μου. Ἐλθών εἰς τό κελλίον μου, ἐκ τῆς εὐσπλαχνίας πρός τόν κόσμον μετά δακρύων προσηυχόμην ἐπί μακρόν εἰς τόν Θεόν. Ὦ, Πνεῦμα Ἅγιον, σκήνου ἐν ἡμῖν πάντοτε˙ εἶναι καλόν εἰς ἡμᾶς νά εἴμεθα μετά Σοῦ»[1].
Προέταξα τό κείμενο αὐτό, πού διέσωσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὡς ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιά νά σχετικοποιηθοῦν ὅσα θά εἰπωθοῦν στή συνέχεια. Διότι, ἐάν ἡ ἐπικοινωνία μέ ἕνα μικρό παιδί ὁδηγεῖ σέ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία καί ἐπίσκεψη Χάριτος, μήπως ἔχουν ἀνάγκη χριστιανικῆς παιδαγωγίας πρωτίστως οἱ γονεῖς καί δευτερευόντως τά παιδιά;
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896‐1993), πού σημάδεψε μέ τό ἔργο του τόν 20ο αἰώνα, ἦταν πολύπλευρη, πολυτάλαντη καί δυναμική προσωπικότητα. Ἀσκητής, πνευματικός πατέρας στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Εὐρώπη, θεολόγος, λόγιος συγγραφέας, ἁγιογράφος, ποιητής καί συνθέτης λειτουργικῶν εὐχῶν, ἀλλά καί ζωγράφος. Ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος καί τῆς τέχνης καί γνήσιος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σοφός Γέροντας δέν ἔχει ἐκπονήσει κάποια μελέτη γιά τήν οἰκογενειακή ζωή καί εἰδικότερα γιά τήν χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Τά κείμενά του ἐμβαθύνουν σέ λεπτότατα θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καί προϋποθέτουν ἄριστη ἀφομοίωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαύγασμα κοινωνίας μέ τόν ἐν Τριάδι προσκυνούμενο Θεό. Γι’ αὐτό καί δέν ἀρκεῖ ἔστω καί ἡ ἐπισταμένη μελέτη καί λογική ἐντρύφηση σέ αὐτά. Γιά νά κατανοηθοῦν χρειάζεται ἡ προσωπική μετοχή στήν λειτουργική καί νηπτική ἐμπειρία, πού ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἐξάλλου ἡ προσπάθεια διανοητικῆς σύλληψης τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί ἡ συμπλήρωση ὅσων ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη λογική μέ τό στοχασμό καί τήν ἐμπαθή φαντασία ὁδηγοῦν στήν πλάνη[2]. Ὁπότε χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή.
Γιά τόν μακαριστό Γέροντα ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική δογματική συνείδηση, προϊόν πολύχρονης ἀναζήτησης, ἄσκησης καί ἔμπονης προσευχῆς, ἀποτελεῖ τή βάση τῆς θεολογίας του. Καί μπορεῖ μέν νά μήν ἔχει συντάξει εἰδική μελέτη γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν, ἔδινε ὅμως μεγάλη σημασία στά παιδιά, τά ὁποῖα ἐπισκέπτονταν μέ τούς γονεῖς τους τό μοναστήρι. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ Γέροντα μέ αὐτά. Λύγιζε τά γόνατα καί κατέβαινε στό ὕψος τῶν παιδιῶν, ἔφερνε τό πρόσωπό του στό ὕψος τοῦ προσώπου τους, τά ἄγγιζε ἐλαφρά στό μέτωπο ἤ τό κεφάλι καί συνομιλοῦσε μαζί τους ἐγκάρδια. Ἡ εἰκόνα αὐτή δηλώνει ἀκριβῶς τή συγκατάβασή του στά μέτρα τῶν παιδιῶν. Ἡ συγκατάβαση αὐτή εἶχε συμβολικό, ἀλλά καί πραγματικό χαρακτήρα. Παράλληλα συμμετεῖχε ὁλοκάρδια στίς γιορτές γενεθλίων τῶν παιδιῶν ἐντός τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά βρίσκονται κοντά του ὡς ἐπισκέπτες. Καί νά σκεφθεῖ κάποιος ὅτι ζοῦσε ἡσυχαστικά σέ ἕνα μοναστήρι. Ἡ στάση αὐτή εἶναι ἀπόρροια τῆς θεολογίας τῆς κενώσεως, ἡ ὁποία διαχέεται στά κείμενά του. Ἔτσι στό πνευματικό ἐργαστήριο τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ, τό ὁποῖο ἐπισκέπτονταν καί ἐπισκέπτονται πολλές χριστιανικές οἰκογένειες, διαμορφώθηκε μέ τή συμβουλή του ἕνα πρότυπο πλαίσιο χριστιανικῆς ἀγωγῆς. Κι αὐτό συμπυκνώνεται στά δύο βιβλία τῆς ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς πού τό περιεχόμενό τους ὑπερβαίνει τίς ἑξακόσιες σελίδες.[3] Στηριζόμενοι σέ αὐτά τά βιβλία, καθώς καί σέ ἄλλες συγγραφές καί ἀναφορές τοῦ Γέροντα Σωφρονίου ἀναπτύσσουμε τό θέμα μας. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ εἰσηγήσή μας δέν μπορεῖ νά εἶναι πλήρης καί ἀναφέρεται σέ ὁρισμένες μόνο πτυχές του. Ἐξάλλου κάθε οἰκογένεια εἶναι ξεχωριστή, ἀλλά καί κάθε παιδί ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα, ὁπότε καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Συνέχεια
Στούς Πρεσβυτέρους καί Μοναχούς τῆς Φοινίκης
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Οἱ κυβερνῆτες, ὅταν βλέπουν πώς ἡ θάλασσα ἀγριεύει καί φουρτουνιάζει καί ὅτι λόγω τῆς κακοκαιρίας, πρόκειται νά ξεσπάσει μεγάλη τρικυμία, ὄχι μόνον δέν ἐγκαταλείπουν τό πλοῖο, ἀλλά ἀκριβῶς τότε δείχνουν μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον καί νοιάζονται περισσότερο, ἀγρυπνώντας καί οἱ ἴδιοι, ἀλλά ξεσηκώνοντας καί τούς ἄλλους γιά νά συμμετέχουν στόν ἀγῶνα τους.
Κι οἱ γιατροί ἐπίσης, ὅταν δοῦν ὅτι ὁ πυρετός τοῦ ἀρρώστου ἀνεβαίνει καί γίνεται ἀπειλητικότερος, ὄχι μόνον δέν ἐγκαταλείπουν τόν ἄρρωστο, ἀλλά ἀκριβῶς τότε ἀγωνίζονται μέ περισσότερη ἔνταση. Τότε καί οἱ ἴδιοι κάνουν ὅ,τι μποροῦν, ἀλλά καί ἄλλους ἐπιστρατεύουν, ὥστε νά βοηθηθοῦν καί ἔτσι νά μπορέσουν νά σταματήσουν μιά ὥρα γρηγορότερα τό κακό.
Γιατί τά λέω αὐτά;
Γιά νά μή σᾶς ἐξαπατήσει κανείς, ἐξαιτίας τοῦ πειρασμοῦ πού ξεσήκωσε ἐκεῖ αὐτή τήν ταραχή, καί παρατήσετε τή Φοινίκη καί φύγετε.
Ἀντίθετα. Ὅσο περισσότερες εἶναι οἱ δυσκολίες, ὅσο φοβερά κι ἄν εἶναι τά κύματα, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι ἡ ἀναταραχή, τόσο περισσότερο ἐσεῖς νά ἐπιμένετε καί νά ἐντείνετε τήν προσπάθειά σας. Τόσο πιό ἄγρυπνοι, πιό προσεκτικοί καί πιό πρόθυμοι γιά τό ἔργο σας νά παραμείνετε.
Γιά νά μή γκρεμιστεῖ ἡ τόσο ὡραία οἰκοδομή σας καί πάει τόσος κόπος χαμένος, κι ἔτσι γρήγορα ἀφανιστεῖ τό χωράφι τοῦ Θεοῦ, πού τόσο καιρό μέ ἐπιμέλεια καλλιεργούσατε.
Ὁ Θεός μπορεί, ὁποιαδήποτε στιγμή, νά σταματήσει τήν ἀναταραχή καί νά βραβεύσει τήν ὑπομονή σας.
Δέν θά ἦταν τόσο μεγάλος ὅμως ὁ μισθός σας, ἄν τά πράγματα κυλοῦσαν εὔκολα, ὅσο θά εἶναι τώρα, πού ἡ δυσκολία εἶναι μεγάλη, ἡ ἀναταραχή πολλή καί ἐξίσου πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού σᾶς ἐναντιώνονται καί πού σᾶς δημιουργοῦν τά σκάνδαλα.
Μήν λησμονεῖτε ὅτι τώρα σᾶς περιμένει περισσότερη ἀμοιβή, γιά τόν κόπο πού ἔχετε κάνει καί γιά τόν πόνο πού ἔχετε ὑπομείνει. Νά ἔχετε πάντα στή σκέψη σας τά ὅσα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχετε καταφέρει–γιατί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καθαρίσατε τόσο μεγάλη περιοχή ἀπό τήν ἀσέβεια καί βελτιώσατε τήν πνευματική κατάσταση τῆς Φοινίκης. Νά πιστεύετε τέλος ἀκράδαντα ὅτι σύντομα ὁ Θεός θά καταργήσει τά ἐμπόδια καί θά σᾶς ἀμείψει ἁδρά.
Παραμείνατε λοιπόν σταθεροί! Ἀντισταθεῖτε!
Δέν πρόκειται οὔτε τώρα νά σᾶς λείψει τίποτα. Γιατί ἔχω δώσει ἐντολή, νά σᾶς φροντίζουν μέ ἐπιμέλεια καί νά σᾶς παρέχουν ἁπλόχερα καί μέ ἀφθονία, ὅλα ὅσα χρειαζόσαστε, εἴτε αὐτά εἶναι ροῦχα ἤ παπούτσια ἤ ἄλλα εἴδη συντήρησης, αὐτά πού τό Μοναστήρι σας χορηγεῖ σέ ὅλους τούς ἄλλους Ἀδελφούς.
Κι ἐφόσον ἐγώ πού βρίσκομαι σέ τόση θλίψη καί σέ τόσο δύσκολη περίσταση, παραμένοντας στήν ἔρημη καί μακρυνή Κουκουσό, φροντίζω τόσο γιά τό δικό σας ἔργο, δέν θά πρέπει κι ἐσεῖς πολύ περισσότερο, νά ἐνδιαφερθεῖτε καί νά κάνετε ἐκεῖ ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σας, καί μάλιστα τώρα πού δέν θά σᾶς λείπει τίποτα ἀπό τά ἀπαραίτητα;
Παρακαλῶ λοιπόν τίποτα καί κανείς νά μήν σᾶς ἀναχαιτίσει, κανείς νά μήν σᾶς κάνει νά δειλιάσετε. Ἄλλωστε καί τά πράγματα νομίζω ὅτι τώρα πῆραν κάποια καλύτερη κι ἐλπιδοφόρα τροπή, πράγμα πού θά πληροφορηθεῖτε καλύτερα ἀπό τά ἀντίγραφα πού σᾶς ἔστειλε ὁ κύριός μου, ὁ εὐλαβέστατος πρεσβύτερος Κωνστάντιος.
Ἄν παραμείνετε σταθεροί, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μύρια τά ἐμπόδια, νά εἴσαστε βέβαιοι πώς γρήγορα θά τά ξεπεράσετε.
Τίποτα δέν εἶναι ἰσάξιο τῆς ὑπομονῆς καί τῆς καρτερίας. Αὐτές μοιάζουν μέ βράχο, ἐνῶ οἱ ταραχές αὐτές καί οἱ σκευωρίες, πού στρέφονται κατά τῆς Ἐκκλησίας, μοιάζουν μέ κύματα πού σκάνε πάνω στό βράχο καί διαλύονται καί καταντοῦν σκέτος ἀφρός.
Ἀναλογιστεῖτε πόσα ὑπέφεραν οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι, καί ἀπό τούς δικούς, ἀλλά καί ἀπό τούς ξένους. Σκεφθεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ὅλη τή χρονική περίοδο τοῦ κηρύγματος τήν πέρασαν μέσα σέ δοκιμασίες, σέ κινδύνους καί σέ ἐπιβουλές. Δαπάνησαν τή ζωή τους σέ φυλακές καί σέ δεσμά, σέ ἀπαγωγές καί μαστιγώσεις, σέ πεῖνα καί γύμνια. Ἀλλ’ ὅμως καί ὅταν ἀκόμα βρίσκονταν μέσα στίς φυλακές, δέν ξεχνοῦσαν τό ἔργο καί τήν ἀποστολή πού τούς εἶχε ἀναθέσει ὁ Θεός. Ἔτσι ὁ Παῦλος ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στή φυλακή κι ἔπασχε τόσα, ἐνῶ ἦταν μαστιγωμένος, καταματωμένος καί δεμένος στό ξύλο, κατήχησε καί βάπτισε τό δεσμοφύλακα κι ἔκανε ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατόν γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου (Πρ. 16, 25-34).
Ἔχοντας λοιπόν ὅλα αὐτά κι ἄλλα παρόμοια στό νοῦ σας, ὅπως ἤδη παρακάλεσα τήν ἀγάπη σας, σταθεῖτε ἀσάλευτοι, ἀμετακίνητοι, σταθεροί, ἔχοντας ἀποθέσει στόν Θεό τήν ἐλπίδα σας καί περιμένοντας ἀπό Ἐκεῖνον τή βοήθεια, αὐτή πού δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τίποτα στή γῆ. Συνέχεια
Ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ χαρὰ στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν
π. Δημήτριος Στανιλοάε
Ἐγὼ πάντοτε εἶχα μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς μοναχούς. Αἰσθάνομαι πάντοτε πολὺ καλὰ ὅταν βρίσκομαι μεταξύ τους. Στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς ζωῆς μου δυσκολεύθηκα ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθήσω. Κατέληξα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ζήσω τὸ δρόμο ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στοὺς μοναχούς. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι αἰσθάνθηκα τὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο τους. Ἐπεδίωξα πάντοτε νὰ ἀκούσω καὶ νὰ νοιώσω τοὺς μοναχοὺς καὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω τὰ ἰδανικὰ τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ κορυφὴ τῆς πνευματικότητος.
Καθὼς λέγει ὁ μεγάλος στοχαστὴς Εὐδοκίμωφ, κάθε χριστιανὸς εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ὡς πρὸς τὶς ἀναζητήσεις του, μοναχός. Δὲν ὑπάρχουν δύο πνευματικότητες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ πνευματικότης εἶναι μία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα.
Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω λίγο γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Ἕνας φιλόσοφος κάποιας χώρας ἔγραψε στὸ γιό του ποῦ ἔγινε μοναχός: «Γιατί, παιδί μου, μίσησες τὸν κόσμο μὲ τὴ γλυκύτητά του κι’ διάλεξες μία ζωὴ θλίψεως;»
Ὁ φιλόσοφος εἶχε δίκιο· ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ξεγελασθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ μόνο χαρὰ καὶ γλυκύτητα ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Δὲν διέκρινε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ φαινομενικὴ γλυκύτητα καὶ χαρὰ ἔρχεται ἡ δουλεία, ἡ θλίψη, τὸ κενὸ καὶ ἡ ἔλλειψη νοήματος. Δὲν τοῦ ἦταν γνωστὸ ὅτι ὀφείλομε νὰ σταυρώσομε αὐτὲς τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ παροδικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες γιὰ νὰ βροῦμε μία πιὸ βαθειὰ χαρά. Τὴ χαρὰ τῆς συναντήσεως καὶ τῆς διαρκοῦς συνυπάρξεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας. Αὔτη ἡ συνάντηση δίνει στὸν κόσμο μία βαθύτερη ὀμορφιά, μία ἀληθινὴ αἴσθηση, ποὺ προξενεῖ στὸ μοναχὸ μίαν ἁγνὴ καὶ δυνατὴ χαρά.
Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς συναντήσεως καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει γιὰ τὸ μοναχό, καὶ ἀκριβέστερα γιὰ τὴ μοναχή, τὸν χαρακτήρα τῆς χαρᾶς μίας νύμφης. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιὸ βαθειὰ καὶ πολὺ πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς κοσμικῆς νύμφης. Καὶ γιὰ μία εὐτυχισμένη νύμφη τὸ πᾶν λάμπει ἀπὸ ὀμορφιά.
Γι’ αὐτὸ ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν βλέπει μέσα σὲ μία προοπτικὴ μεταμορφωμένης ὀμορφιᾶς μέσα στὴν αἰωνιότητα. Καὶ δὶ’ αὐτῆς δίδει στὸν κόσμο μία ἀξία ἄφθαρτη καὶ ἀπείρως βαθειὰ καὶ ἔτσι τὸν ἀποκαλύπτει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ κόσμος εἶναι θλιβερὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν γνωρίζει παρὰ τὴ γήινη μορφὴ τῆς ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι θλιμμένοι, κυρίως σήμερα, ἔστω κι’ ἂν ζητοῦν νὰ διασκεδάζουν τὸν περισσότερο καιρὸ σ’ ἕνα ἐπίπεδο χαμηλό. Εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γελοῦν γιὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, κι’ ἔπειτα διερωτῶνται· γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλὰ γελώντας γιὰ τὸ τίποτε; Γελάσαμε σὰν τοὺς τρελοὺς χωρὶς αἴτια ἢ γιὰ νὰ λησμονήσουμε τὰ ἀγκάθια τῶν φροντίδων ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ λησμονήσομε τὴν πραγματικότητα.
Ἔχομε μία χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ὅταν μὲ ὅλες τὶς πράξεις μᾶς ἀποκαλύπτουμε καὶ βεβαιώνουμε τὴν αἰώνια ἀξία αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ αὐτοῦ του κόσμου. Ὅταν γνωρίζω, ὅτι, ἐργαζόμενος γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, ἀπαρνούμενος δι’ ἑνὸς σταυροῦ τὶς ἐγωιστικὲς καὶ παροδικὲς εὐχαριστήσεις μου, θὰ συναντήσω τὸ καλὸ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα, εἶμαι χαρούμενος. Καὶ ὁ μοναχὸς βεβαιώνει ὅτι πρέπει νὰ κάνει μέσα στὸν κόσμο τὸ καλὸ γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία ποὺ ἔχει καὶ δι’ αὐτοῦ δίδει τὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν κόσμο τὴν αἰωνία ἀξία μὲ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Καὶ δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν ἐρεθισμὸ νὰ περάσουν τὸ κενό, τὴν ἔλλειψη νοήματος ἑνὸς ἐπιφανειακοῦ κόσμου, βοηθώντας τους νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτὸ μία ἀληθινὴ ἀξία. Συνέχεια
Οἱ ὑπαρξιακὲς καὶ θεολογικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ.
Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη
Ἕνα ἔντονο ἐρώτημα, ποὺ πάντα προβάλλει, ἀφοῦ οἱ γενιὲς διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλουν πάλι καὶ πάλι σὲ κάθε γενιά, τὰ βαθιὰ ὑπαρξιακὰ πνευματικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἕνα ἔντονο ἐρώτημα εἶναι κι τοῦτο: γιατί ὁ μοναχισμὸς ἀκολουθεῖ τὴ δύσκολη καὶ σκυθρωπὴ ἀτραπὸ τῆς ἀρνήσεως τῶν «ἡδέων τοῦ κόσμου» καὶ ἀναδέχεται τὸ ἀβάσταχτο, ὅπως φαίνεται στοὺς πολλούς, φορτίο τοῦ πόνου καὶ τοῦ μόχθου τῶν ἀτέλειωτων καὶ ὄχι σπάνια ὑπεράνθρωπων «ἀσκητικῶν ἱδρώτων»; Δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸς ὁ τρόπος βιοτῆς ἄρνηση ζωῆς; Ποιὸς ἢ ποιοὶ εἶναι οἱ βαθύτεροι λόγοι γιὰ μία τέτοια στάση;
Ἡ θέση τοῦ ζητήματος
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη μὲ μόνο δύο λόγια, ἂν πρέπη νὰ κατανοηθῆ σωστὰ τὸ θέμα αὐτό. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ μία διείσδυση στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του ὁ μοναχισμός. Καὶ ἡ διείσδυση αὐτὴ εἶναι δυνατὴ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς σκέψεως καὶ θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προβλήματος γενικώτερα, καὶ γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ θέσαμε εἰδικώτερα. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἐπιχειρηθῆ στὴ συνέχεια, ὡς ἕνα βαθμὸ βέβαια, γιατί ἡ σὲ ἔκταση καὶ βάθος ἀνάπτυξη τοῦ ζητήματος ξεπερνάει ἀναγκαστικὰ τὰ περιορισμένα ὅρια τῆς σύντομης αὐτῆς ἐργασίας, ποὺ μόνο μία πρώτη γεύση τοῦ ὅλου θέματος φιλοδοξεῖ νὰ προσφέρη, τὸ κατὰ δύναμιν, βέβαια.
Ὁ μοναχισμὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ἀποτελεῖ ἔκφραση μίας ἀπόλυτης κινήσεως γιὰ συνάντηση τοῦ Ἀπόλυτου. Ἀπόλυτη ἡ κίνηση ἀνθρωπολογικὰ ὡς πρὸς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τοῦ πόθου τῆς ψυχῆς κατευθύνεται πρὸς τὸν ἀπερινοήτως Ἀπόλυτον. Εἶναι, δηλαδὴ, κίνηση ὁλοκληρωτικὴ προσώπου πρὸς Πρόσωπο, τοῦ ἀνθρώπινου πρὸς τὸ Θεῖο. Ὡς τέτοιος ὁ μοναχισμὸς ξεπερνάει τὰ ὅρια τοῦ ὁποιουδήποτε μοραλισμοῦ (ἠθικισμοῦ) καὶ ἀνάγεται στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ρίζες του καὶ ἡ ἀφετηρία του πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια, ποὺ εἶναι. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναζήτησή τους ὄχι τόσο σὲ ἱστορικοὺς λόγους καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἐξωτερικοὺς ἐν πάση περιπτώσει ὅρους, ὅσο κι ἂν αὐτοὶ δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητοι, ἀλλὰ κυρίως στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας, ποὺ ἀποτελεῖ ὅ,τι πιὸ οὐσιαστικὸ ἔχει νὰ μᾶς προσφέρη τὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὸ ἐκτάκτως εὐφρόσυνο καὶ σωτηριῶδες ἄγγελμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καὶ αὐτὸ σημαίνει στροφὴ στὴν Πατερικὴ θεολογικὴ ἀνθρωπολογία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ βάση τὴν εὐαγγελικὴ διδαχὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία τῆς μεταπτωτικής1 καταστάσεως τῆς φύσεώς μας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς της.
Ἂν ἔχη σοβαρὸ καὶ θετικὸ νόημα ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν μοναχικὴ πνευματικότητα καὶ τὰ ἀφετηριακά της στοιχεῖα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας ὑπὸ τὴν ἀρχική της ἔννοια, ὡς γνώσεως καὶ μυστικῆς κοινωνίας καὶ ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔχει βέβαια ὄχι γιὰ ἀκαδημαϊκοὺς καὶ θεωρητικοὺς λόγους, ἀλλὰ ὡς ἔκφραση ζωῆς ποὺ βιώθηκε καὶ πρέπει νὰ βιώνεται. Ὁ μοναχισμὸς στὴ γνήσια καὶ τὴν μὲ ὅλο τὸν πόθο λαχτάρα γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερη καὶ ὁλοκληρωτικὴ βίωσή του ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, τὴν ἀκοίμητη αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πνευματικότητά του, τὴ συνεχῆ ὑπόμνηση τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωτηριώδους ἔργου ποὺ ἔχει νὰ ἐπιτελέση στὴ γῆ, μέσα σὲ ἕνα κόσμο αἰχμάλωτο τῆς ἁμαρτίας, ὄχι ἐκκοσμικευόμενη ἡ ἴδια γιὰ νὰ ἐπιδράση τάχα ἐπάνω του, ἀλλὰ ἀποπνευματωνόμενη κατὰ τὸ ἀνθρώπινο ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μόνον ἔτσι θὰ μπορῆ νὰ ἐπιδρᾶ θετικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἀνάμεσά του καὶ νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀκατάπαυστη πρόκληση καὶ πρόσκληση γιὰ σωτηρία «ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ» (Ματθ. α’ 21), γιατί αὐτὲς ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ τὴν κύρια καὶ βασικὴ πηγὴ τῶν ταλαιπωριῶν του καὶ τῆς ἀνείπωτης κακοδαιμονίας του. Συνέχεια
Περί ἀγάπης, ἐλπίδος καί πίστεως
Ὁσίου ΙΩΑΝΝΟΥ τοῦ Σιναΐτου
(Διά τόν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν,
τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος καί τῆς πίστεως)
-
Ὕστερα λοιπόν ἀπό ὅλα τά προηγούμενα —μένουν αὐτά τά τρία— τά ὁποῖα σφίγγουν καί διατηροῦν τόν σύνδεσμο ὅλων ‒πίστις, ἐλπίς ἀγάπη, «μείζων δέ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13), διότι καί ὁ Θεός ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α´ Ἰωάν. δ´ 16). Ἐγώ ὅμως τήν μία τήν βλέπω σάν ἀκτῖνα, τήν ἄλλη σάν φῶς καί τήν τρίτη σάν ἡλιακό δίσκο, καί ὅλες μαζί σάν ἕνα φωτεινό ἀπαύγασμα καί μία καί τήν αὐτήν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νά ἐπιτελέσει τά πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί δέν καταισχύνει τόν ἐλπίζοντα. Καί ἡ τρίτη, ἡ ἀγάπη, δέν πέφτει ποτέ ἀπό τό ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπό τό τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ’ αὐτόν πού ἐπλήγωσε μέ τά βέλη της, νά ἠρεμήση ἀπό τήν «μακαρίαν μανίαν» πού τοῦ ἐπροξένησε.
- Αὐτός πού θέλει νά ὁμιλῆ γιά τήν ἀγάπη εἶναι σάν νά ἐπιχειρῆ νά ὁμιλῆ γιά τόν ἴδιο τόν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περί Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλές καί ἐπικίνδυνο σέ ὅσους δέν προσέχουν. Γιά τήν ἀγάπη γνωρίζουν νά ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλά καί αὐτοί ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μέ τυφλό πού μετρᾶ στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου.
- Ἡ ἀγάπη, ὡς πρός τήν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατόν στούς ἀνθρώπους. Ὡς πρός τήν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρός δέ τίς ἰδιότητές της, πηγή πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
- Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καί ἀντιθέτου σκέψεως, ἐφ’ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν» (Α´ Κορ. ιγ´ 5). Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀπάθεια καί ἡ υἱοθεσία μόνο στήν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στό φῶς, στήν φωτιά καί στήν φλόγα, ἔτσι νά σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καί σ’ αὐτές. Ὅσο ποσόν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δέν ἔχει φόβο, ἤ εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀγάπη ἤ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
- Δέν εἶναι ἀπρεπές ἐάν ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιά τόν πόθο καί τόν φόβο καί τήν ἐπιμέλεια καί τόν ζῆλο καί τήν δουλεία καί τόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρός τόν Θεόν, ὡσάν αὐτόν πού ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστής πρός τήν ἐρωμένη του.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού ἐφοβήθηκε τόν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τόν δικαστή.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καί φροντίδα στά πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στόν κύριό τους.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιά τίς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τίς γυναῖκες τους.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρός στόν Κύριον, ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρός στόν βασιλέα.
- Μακάριος ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ συνεχῶς νά περιποιεῖται καί νά ἀναπαύη τόν Κύριον, ὅπως ἔτυχε νά περιποιηθῆ καί νά ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.
- Δέν προσκολλᾶται τόσο πολύ ἡ μητέρα στό βρέφος πού θηλάζει, ὅσο ὁ υἱός τῆς ἀγάπης στόν Κύριον.
- Ὁ πραγματικός ἐραστής φέρνει πάντοτε στόν νοῦ του τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καί τό ἐναγκαλίζεται μυστικά μέ ἡδονή. Αὐτός ποτέ, οὔτε καί στόν ὕπνο του δέν μπορεῖ νά ἡσυχάση, ἀλλά καί ἐκεῖ βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στόν σωματικό ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καί σ’ αὐτούς πού ἄν καί ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καί ἀσκοῦν τόν πνευματικό ἔρωτα).
- Κάποιος πού ἐκτυπήθηκε ἀπό αὐτό τό βέλος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του ‒πρᾶγμα πού μέ κάνει νά θαυμάζω‒ : «Ἐγώ καθεύδω» ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).
- Πρέπει νά σημειώσης καί τοῦτο, ὦ ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχή σάν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τά δηλητηριώδη ἑρπετά τῶν
παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει πρός Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ’ 3), διότι πληγώνεται σάν μέ δηλητήριο ἀπό τό πῦρ τῆς ἀγάπης1 Συνέχεια
Πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια
Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος:
Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς· νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἢ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἢ καπνό.
- Πίστη στὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι μόνο νὰ καταφρονήσουμε ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονὴ σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς προκαλεῖ λύπες, θλίψεις καὶ συμφορές, ὥσπου νὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός: «μὲ κάθε ὑπομονὴ περίμενα τὸν Κύριο, καὶ Αὐτὸς μὲ ἐπισκέφθηκε».
- Ἐκεῖνοι ποὺ προτιμοῦν σὲ κάτι τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὁπωσδήποτε καταδικάζονται ἀπὸ τὴ συνείδησή τους, ἂν βέβαια ἔχουν ζωντανὴ συνείδηση τῆς ἀπιστίας τους. Γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι νὰ μὴν παραβαίνουν σὲ τίποτε ἀπολύτως τὴν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
- Ἡ πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως. Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι. Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μᾶς γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅποιος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅποιος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ’ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.
- Ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καὶ ἡ τέλεια ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀποξένωση ἀπ’ ὅλα τὰ ὑλικά, τὶς συνήθειες, τὶς γνῶμες καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου, καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ θελήματος, προξενεῖ μέσα σὲ λίγο καιρὸ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια σ’ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τόση θέρμη ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο.
- Ἐσύ ποὺ φεύγεις ἀπὸ τὸν κόσμο, πρόσεξε μὴν ἀφήσεις στὴν ἀρχὴ τὴν ψυχή σου νὰ ζητᾶ παρηγοριὰ μένοντας μέσα σ’ αὐτόν, καὶ ἂς σὲ ἀναγκάζουν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι. Αὐτὰ τοὺς τὰ συμβουλεύουν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ σβήσουν τὴ θέρμη τῆς καρδίας σου. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐμποδίσουν ὁλότελα τὴν πρόθεσή σου, πάντως τὴν κάνουν πιὸ χαύνη καὶ ἀσθενική.
- Ὅταν σὲ ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ βίου σταθεῖς ἀνδρεῖος καὶ ἀνυποχώρητος, τότε οἱ δαίμονες στρέφουν τοὺς συγγενεῖς σου σὲ συμπάθεια τάχα, καὶ τοὺς κάνουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ σένα μπροστά σου. Θὰ καταλάβεις ὅμως αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὅταν, ἐσὺ μὲν μείνεις ἀκλόνητος καὶ σ’ αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ἐκείνους θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνάβουν ξαφνικὰ ἐναντίον σου ἀπὸ μανία καὶ μίσος καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφονται σὰν ἐχθρὸ καὶ νὰ μὴ θέλουν οὔτε νὰ σὲ δοῦν.
- Ὅταν βλέπεις τὴ θλίψη ποὺ προκαλεῖται ἐξαιτίας σου στοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φίλους, γέλα σὲ βάρος τοῦ δαίμονα ποὺ ὑποβάλλει ποικιλότροπα νὰ γίνονται ὅλα αὐτὰ ἐναντίον σου. Μὲ φόβο καὶ μεγάλη σπουδὴ ἀποτραβήξου καὶ παρακάλεσε ἐκτενῶς τὸ Θεὸ νὰ φτάσεις τὸ ταχύτερο σὲ λιμάνι καλοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὅπου αὐτὸς θὰ ἀναπαύσει τὴν κουρασμένη καὶ φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί τὸ πέλαγος τοῦ βίου κρύβει πολλὰ ποὺ προξενοῦν κινδύνους καὶ τὴν πλήρη ἀπώλεια.
- Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μισήσει τὸν κόσμο, ὀφείλει νὰ ἔχει ἀγάπη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀέναη τὴ μνήμη Του. Γιατί τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφήνει τὰ πάντα μὲ χαρὰ καὶ νὰ τὰ ἀποστρέφεται σὰν σκύβαλα.
- Μὴ θελήσεις καθόλου νὰ μείνεις στὸν κόσμο γιὰ εὔλογες ἢ παράλογες αἰτίες, ἀλλ’ ὅταν κληθεῖς, ὑπάκουσε ἀμέσως. Γιατί σὲ κανένα ἄλλο δὲν εὐχαριστεῖται ὁ Θεός, ὅσο στὴν ταχεία ἀνταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα ὑπακοὴ μὲ φτώχεια, παρὰ ἀργοπορία μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα.
- Ἀφοῦ ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ὅλα πρόσκαιρα, κι ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, νὰ χαίρεστε ὅσοι γι’ Αὐτὸν ἀφήσατε τὰ φθαρτά. Φθαρτὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ πλοῦτος καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡδονὴ καὶ ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας εἶναι φθορά. Μόνο οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ ζωή. Καὶ ἔτσι τὶς ὀνομάζουν ὅλοι. Συνέχεια
ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Ἁγ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου
Ὁ Κύριος μετά τό θαυματουργικό χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων προέτρεψε τούς μαθητές Του νά μποῦν μόνοι τους στό πλοῖο, νά διασχίσουν τήν Τιβεριάδα καί νά Τόν συναντήσουν στήν ἀπέναντι ἀκτή. Καθώς λοιπόν ταξίδευαν καί κινδύνευαν νά ναυαγήσουν, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος πάνω στά κύματα. Ὁ Πέτρος σέ μιά ἔξαψι δυνατῆς πίστεως ρίχνεται στήν θάλασσα καί περπατώντας κι αὐτός πάνω στά κύματα Τόν πλησιάζει. Ὅταν ὅμως ὁ βίαιος ἄνεμος τοῦ ἀπέσπασε τήν προσοχή, φοβήθηκε καί ἄρχισε νά βυθίζεται. Ὁ Κύριος τόν συγκράτησε, τόν ἐπετίμησε γιά τήν ὀλιγοπιστία του καί τόν ἀνέβασε μέ ἀσφάλεια στό πλοῖο. Σέ λίγο ἔφθασαν ὅλοι στήν ἀκτή.
Στήν ἀφήγησι αὐτή παρουσιάζεται μιά εἰκόνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Σέ καθεμιά ἀπό σᾶς συνέβη κάτι παρόμοιο μέ τόν θαυματουργικό χορτασμό τοῦ πεινασμένου λαοῦ. Ἐννοῶ ἐκείνη τήν πάντερπνη κατάσταση τοῦ πνεύματος, πού δοκιμάσατε, ὅταν τά ἀπαρνηθήκατε ὅλα καί ἀποφασίσατε ν᾽ ἀφιερώσετε τήν ζωή σας στόν Χριστό, ἀκολουθώντας μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές καί τήν διδασκαλία Του.
Παραδώσατε τόν ἑαυτό σας στόν Κύριο καί ὁ Κύριος παρέδωσε τόν ἑαυτό Του σέ σᾶς. Αὐτό δέν εἶναι ὁ κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν. Ὁ Θεός δίνει σέ ὅλους τόν ἑαυτό Του, γιά νά Τόν γευθοῦν μέ τήν προκαταρκτική χάρι καί γιά νά συλλογιστοῦν, πῶς θά εἶναι τό πλήρωμα τῆς χάριτος στήν κατάστασι τῆς σωτηρίας.
Ἀργότερα ὁ Κύριος λιγόστεψε τίς πηγές τῆς χάριτός Του καί σᾶς γύρεψε περισσότερους κόπους, προσπάθειες καί θυσίες. Ἐμφανίζεται ἔτσι ἡ σκηνή πού ἀφήνει τούς μαθητές μόνους στό πλοῖο. Φαίνεται ν᾽ ἀπομακρύνεται στό βουνό καί νά σᾶς ἀφήνη μόνες νά κλυδωνίζεσθε καί νά ταλαιπωρῆσθε ἀβοήθητες στά κύματα τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν. Τί πρέπει νά κάνετε μέσα στήν θαλασσοταραχή; Νά μήν ὀλιγοψυχήσετε. Νά μήν ἀποθαρρυνθῆτε. Ν᾽ ἀγωνισθῆτε νά φθάσετε στήν ἀκτή. Ἐκεῖ σᾶς θέλει καί ἐκεῖ σᾶς περιμένει ὁ Ἀγωνοθέτης γιά νά σᾶς στεφανώση καί νά σᾶς ἀναπαύση στήν ἀπέραντη μακαριότητα.
Φυλάξετε λοιπόν, εὐλαβέστατες ἀδελφές, σταθερή τήν πορεία σας. Μήν ὑπολογίζετε τούς κόπους. Τραβᾶτε ἀκούραστα τά κουπιά. Ἀνοῖξτε ἐπιδέξια τά πανιά. Κατευθύνετε τό τιμόνι σύμφωνα μέ τήν γραμμή πλεύσεως. Συνέχεια
Πρὸς τὴ σεμνοτάτη μοναχὴ Ξένη
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἀληθινά, εἶναι δυσάρεστη ὄχι μονάχα ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, γιατί αὐτὸ διακόπτει τὴ συνέχεια τῆς πανευφρόσυνης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ σχίζει στὰ δύο καὶ κάποτε σὲ πολλὰ μέρη τὸ ἑνιαῖο τοῦ νοῦ, τὸ ὁποῖο συγκροτεῖ τὸν ἔσω καὶ ἀληθινὸ Μοναχό.
Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ὅταν ἐρωτήθηκε γιατί ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκρίθηκε ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεὸ ὅταν συναναστρέφομαι μὲ τοὺς ἀνθρώπους». Ἄλλος πάλι, μιλώντας γι’ αὐτὰ ἀπὸ τὴν πείρα του, θεωρεῖ ὄχι μόνο τὴ συναναστροφή, ἀλλὰ καὶ τὴ θέα τῶν ἀνθρώπων, ὡς αἰτία ποὺ μπορεῖ νὰ διαφθείρει τὴ σταθερότητα τῆς νοερῆς ἠρεμίας τῶν ἡσυχαστῶν. Ἂν δὲ κανεὶς ἐξετάσει μὲ ἀκρίβεια, καὶ μόνο ἡ σκέψη τοῦ ἐρχομοῦ κάποιου καὶ ἡ ἀναμονὴ τῆς ἐπισκέψεως καὶ τῆς συνομιλίας δὲν ἀφήνει τελείως ἀτάραχο τὸ νοητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνος τώρα ποὺ γράφει καὶ λόγους, φορτώνει τὸ νοῦ του μὲ ἀκόμη πιὸ ἔντονη μέριμνα. Κι ἂν εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν προκόψει στὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει, λόγω ψυχικῆς ὑγείας, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἔχει ἐνεργητικὴ καὶ ὅταν γράφει, ἀλλὰ πάντως ὄχι μὲ ἄμεσο καὶ γνήσιο τρόπο. Ἂν ὅμως εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πέφτουν ἀκόμη σὲ πολλὰ νοσήματα καὶ πάθη τῆς ψυχῆς, ὅπως πράγματι εἶμαι ἐγώ, κι ἔχουν ἀνάγκη νὰ φωνάζουν συνεχῶς στὸν Θεὸ «γιάτρεψέ με, γιατί ἁμάρτησα σ’ Ἐσένα» (Ψαλμ. 40, 5), αὐτοὶ δὲν εἶναι σωστό πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τους ν’ ἀφήσουν τὴ δέηση καὶ ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ ὁ,τιδήποτε ἄλλο θεληματικά.
Ἐπιπλέον, μὲ τὰ γραπτά του κανεὶς συνομιλεῖ καὶ μὲ τοὺς ἀπόντες, καὶ μεταδίδει τὴν ὁμιλία σὲ περισσότερους καιροὺς καὶ ἀνθρώπους, κάποτε καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ἤθελε, ἀφοῦ τὰ κείμενα παραμένουν καὶ μετὰ τὸ θάνατο ἐκείνου ποὺ τὰ ἔγραψε. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ Πατέρες, κορυφαῖοι ἡσυχαστές, δὲν θέλησαν νὰ γράψουν τίποτε, ἂν καὶ μποροῦσαν νὰ ἐκθέσουν σπουδαία καὶ ὠφελιμότατα πράγματα.
Ἐγώ, ἂν καὶ ἀπέχω πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια ἐκείνων, συνήθιζα νὰ γράφω, ἀλλὰ ὅταν ὑπῆρχε ἐπείγουσα ἀνάγκη. Τώρα ὅμως μ’ ἔκαναν διστακτικότερο καὶ σ’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν μὲ φθονερὰ μάτια μερικὰ γραπτά μου, ζητώντας ἀπ’ αὐτὰ ἀφορμὲς νὰ μὲ βλάψουν. Αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται ἐμπαθῶς ἀπὸ τὰ ψηφία καὶ τὶς χωρὶς νόημα γραμμὲς καὶ ἀπὸ συλλαβὲς καὶ λέξεις ἄγνωστες ποὺ δὲν φτάνουν στὸ νοερὸ μέρος τῆς ψυχῆς τους.
Κι εἶναι πράγματι παράλογο καὶ κακὸ καὶ ὁλότελα ἀνάρμοστο σ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ νοοῦν τὰ θεῖα, τὸ νὰ μὴν προσέχουν στὴν ἔννοια τοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ στὶς λέξεις. Ἐγὼ γνωρίζω καλὰ πὼς δέχθηκα δικαίως τὶς κατηγορίες τους. Ὄχι ὅτι δὲν ἔγραφα σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες. Αὐτὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τὸ φύλαξα στὰ γραπτά μου· ἀλλὰ ὅτι ἔγραψα γιὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἤμουν ἄξιος καί, παρόμοια μὲ τὸν Ὀζὰ (Β΄ Βασ. 6, 6-7), ἐπιχείρησα μὲ τὸ λόγο νὰ κρατήσω τὸ ὄχημα τῆς ἀλήθειας ποὺ κινδύνευε νὰ ἀνατραπεῖ. Συνέχεια
Περὶ τῶν βάσεων τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως
π.Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Ἡ παρθενία καὶ ἡ σωφροσύνη συνιστοῦν τὴ δεύτερη κύρια ὑπόσχεση τοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ ἀντίληψη γύρω ἀπὸ τὴν παρθενία, ὡς ζωῆς κατ’ εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι παραδόξως τόσο λίγο ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύγχρονο κόσμο, ἀκόμη καὶ ἀπό τούς Χριστιανούς, ὥστε καθίσταται ἀπαραίτητο νὰ ἐκθέσουμε τὴ δογματικὴ βάση αὐτῆς τῆς ὑπόσχεσης.
Ἡ δισχιλιετὴς πείρα τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀκαταμάχητη ἀξιοπιστία κατέδειξε ὅτι ὁ ἀποκλεισμὸς τῆς γενετήσιας λειτουργίας ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ὄχι μόνο δὲν ἐπιφέρει βλάβη στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀντίθετα, ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ ὀρθό τρόπο αὐξάνει καὶ τὴ φυσικὴ ἀντοχή, τὴ μακροβιότητα καὶ τὴν ψυχικὴ ὑγεία του.
Κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες εἶναι δυνατὸ νὰ παρατηρήσει κανεὶς πλῆθος ἐπιστημονικῶν ἐργασιῶν, οἱ ὁποῖες διαπιστώνουν τὴν πνευματικὴ γονιμότητα ἐκείνου τὸ ὁποῖο ἡ σύγχρονη ψυχολογία ὀνομάζει «ἐξαϋλωμένη ἁγνεία». Πρέπει νὰ χαίρεται κανεὶς γιὰ τὴ διαπίστωση αὐτή, διότι σὲ κάθε ἐποχή δὲν ἔπαυσαν κάποιοι νὰ διαστρέφουν τὴν ἔννοια τῆς μοναχικῆς σωφροσύνης, ἀκόμη μάλιστα καὶ νὰ ἀντιτίθενται σὲ αὐτή, σὰν φαινόμενο παθολογικὸ καὶ «παρὰ φύσιν».
Ἐν τούτοις ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σύγχρονη πείρα στὸν τομέα αὐτό ἀπέχει ἀκόμη πολὺ ἀπὸ τὴ δυνατότητα νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀδιάκοπη καὶ αἰωνόβια πείρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἔχει τὴν ἀξίωση μὲ κάποιο τρόπο νὰ τὴ διορθώσει ἢ νὰ τὴν ἐμπλουτίσει. Ἀπὸ ἐκεῖ εὔκολα κατανοεῖται τὸ μικρὸ ἐνδιαφέρον τῶν μοναχῶν γιὰ αὐτή. Προσπερνώντας τὴ λεπτομερῆ ἐξέταση τοῦ ζητήματος ἀπὸ δογματικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σκοπιά, θὰ ποῦμε μονάχα ὅτι γιὰ ἐμᾶς κύριο καὶ ἀναμφισβήτητο τεκμήριο δικαίωσης αὐτῆς τῆς ὑπόσχεσης, στὸ ὁποῖο ἄλλωστε ὁδηγοῦν ὅλες οἱ ἄλλες ἀποδείξεις,εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς ἐν παρθενία ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου «Σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα» (Ἰωάν. ιγ ’15). Μόνο κάποιος ἐντελῶς ἀσύνετος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε «παρὰ φύσιν».
Μπροστὰ ἀπὸ ἐμᾶς τούς χριστιανοὺς στέκεται τὸ ἀπόλυτο αἴτημα: νὰ γίνουμε ὅμοιοι, ἂν εἶναι δυνατό, μὲ τὸν Ἄνθρωπο-Χριστὸ (σὲ ὅλα) ἔτσι ὥστε μέσα ἀπὸ αὐτήν τὴν ἐξομοίωση νὰ κατορθώσουμε τὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεό, πού εἶναι ὁ ὕστατος σκοπὸς καὶ ἡ ὕψιστη ἔννοια τῆς ὕπαρξής μας…Ὁ ἅγιος Μεθόδιος τοῦ Ὀλύμπου, στὸ ἒργο του «Τὸ συμπόσιο τῶν δέκα Παρθένων» μιλᾶ γύρω ἀπὸ τὴν παρθενία σὰν ἕνα ἔργο «ἄκρως μεγάλο» καὶ σὰν «μυστήριο». Καὶ ἀναμφίβολα, ἐὰν ὁ γάμος εἶναι μυστήριο, τότε καὶ ἡ παρθενία εἶναι παρομοίως μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ παρθενία καὶ ἡ σωφροσύνη κάτω ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἔννοια διαφέρουν οὐσιαστικὰ ἀπὸ ἐκεῖνο πού ἐννοοῦσαν καὶ μέχρι σήμερα ἐννοοῦν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἴδιες λέξεις. Οἱ ἔννοιες παρθενία καὶ σωφροσύνη εἶναι συγγενεῖς ὄχι ὅμως ταυτόσημες. Κατὰ τὴ μοναχικὴ κουρά, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται στὸ μοναχισμὸ μετὰ τὸ γάμο, ἢ ἐξώγαμες σχέσεις, ἀπαγγέλουν τὴν ὑπόσχεση τῆς σωφροσύνης, δηλαδὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐγκράτειας στὸ μέλλον, ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν γνώρισαν ἄλλο σῶμα δίνουν τὴν ὑπόσχεση τῆς παρθενίας.
Ἡ σωφροσύνη, ὅπως δείχνει καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη, σημαίνει τὴν ἀκεραιότητα ἢ τὴν πληρότητα τῆς φρόνησης. Συνέχεια
Παρθενία καὶ μοναχισμὸς
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης,
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν γάμο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κατὰ φύση τρόπο ζωῆς γιὰ τὸν ὥριμο ἄνθρωπο, ὑπάρχει καὶ ἡ παρθενία ὡς ὑπὲρ φύση τρόπος ζωῆς. Στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση ἐπισημαίνεται ἡ ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας ἀπέναντι στὸν γάμο. Ἡ ἐπισήμανση ὅμως αὐτὴ δὲν ἀφορᾶ τὴν παρθενία καθεαυτήν, ἀλλὰ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχει στὸν πιστὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ τελείωσή του. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἡ παρθενία οὔτε καλὸν καθ’ ἑαυτό, οὔτε κακόν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς τῶν μετιόντων προαιρέσεως ἑκάτερον γίνεται».
Μὲ τὴν πρόταξη τῆς παρθενίας τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοποθετεῖται ἐπάνω ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ σκοπιμότητα ἤ βιολογικὴ νομοτέλεια καὶ ὑπογραμμίζεται ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἀπόλυτη ἀξία του. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ πρόταξη αὐτὴ δὲν μειώνει τὴν ἀξία τοῦ γάμου. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀξίας τοῦ γάμου ἐξαίρει τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας. Ἀντίθετα ἡ περιφρόνησή του προσβάλλει καὶ τὸ μεγαλεῖο της παρθενίας. Ἄλλωστε καὶ ὁ παρθένος ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του στὸν γάμο. Τέλος, ἂν ὁ γάμος ἦταν κακός, τότε ἡ παρθενία ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὑποχρεωτικὴ γιὰ τὸν πιστὸ καὶ νὰ μὴν ἐκλαμβάνεται ὡς ἰδιαίτερη χαρισματικὴ κατάσταση.
Ἡ ἀληθινὴ παρθενία προϋποθέτει τὴν αὐτοπροαίρετη παραίτηση ἀπὸ τὸ δικαίωμα συνάψεως γάμου. Ἡ παραίτηση αὐτὴ γίνεται δυνατὴ γιὰ ὅσους ἔχουν τὸ σχετικὸ χάρισμα: «Οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ’ οἷς δέδοται». Καὶ στὸ ἐρώτημα, σὲ ποιοὺς δόθηκε αὐτό, ὑπάρχει ἡ ἀπάντηση· σὲ ὅσους θέλησαν καὶ ζήτησαν νὰ τὸ λάβουν. Ὅσοι ἐκλέγουν τὴν παρθενία ἐπιπόλαια ἐκθέτουν τὸν ἑαυτό τους σὲ σοβαροὺς ψυχικοὺς καὶ πνευματικοὺς κινδύνους. Ἡ καθολικὴ ἄσκησή της ἀπαιτεῖ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, ποὺ μόνο μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν. Τέλος ὅσοι ἀκολουθοῦν τὴν παρθενία κρίνοντας παράνομο τὸν γάμο αὐτοδεσμεύονται σὲ νέα νομικὴ ὑποχρέωση. Ἡ παρθενία ὅμως ὑπερβαίνει τὸν νόμο, γιατί ὑπερβαίνει καὶ τὴν φύση. Ὁ Θεὸς δὲν νομοθέτησε τὴν παρθενία, ἀλλὰ τὴν πρόβαλε ὡς χαρισματικὴ κατάσταση· «οἶδε γὰρ ὑπὲρ φύσιν τὸ χρῆμα». Ἡ «ὑπὲρ φύσιν» ὁδὸς τῆς παρθενίας προτυπώνει τὴν ζωὴ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
Στὶς σχέσεις γάμου καὶ παρθενίας ἀναφέρεται ἰδιαίτερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Κι ἐνῶ χαρακτηρίζει τὸν γάμο ὡς «μυστήριον μέγα», κάνει σαφῆ τὴν προτίμησή του γιὰ τὴν παρθενία ποὺ τηροῦσε καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ γάμος δεσμεύει τὸν ἄνθρωπο στὸν κόσμο, ἐνῶ ἡ παρθενία διατηρεῖ ἀπρόσκοπτη τὴν ὁδὸ τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸ ἔργο του «Πρὸς μοναχὴν Ξένην» ἀναλύει τὶς δεσμεύσεις ποὺ συνεπάγεται ὁ γάμος καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ δημιουργεῖ γιὰ τὴν ἀμέριμνη καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση στὸν Θεό. Συγκρίνοντας τέλος τὸν γάμο καὶ τὴν παρθενία σὲ σχέση μὲ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σημειώνει ἐπιγραμματικὰ τὰ ἑξῆς: «Εἰ μὲν μὴ ἔλοιτο τὶς σώζεσθαι, λόγος πρὸς αὐτὸν ἡμῖν οὐδείς, εἰ δὲ τινι μέλει τῆς οἰκείας σωτηρίας, οὗτος ἴστω τὸν ἐν παρθενία βίον πολλῷ τοῦ μιγάδος ἀνυσιμώτερον ὄντα καὶ ἀπονώτερον» Συνέχεια
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ
Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου
Ὑπάρχουν τινές οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι οἱ μοναχοί ὀφείλουν νά ὑπηρετοῦν τόν κόσμον, ἵνα μή τρώγουν τόν ἄρτον δωρεάν. Πρέπει ὅμως νά ἐννοήσωμεν εἰς τί ἔγκειται ἡ ὑπηρεσία αὕτη καί τίνι τρόπῳ ὀφείλει ὁ μοναχός νά βοηθῇ τόν κόσμον.
Ὁ μοναχός εἶναι ἱκέτης ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου· θρηνεῖ δι’ ὅλον τόν κόσμον· καί εἰς τοῦτο ἔγκειται τό κύριον ἔργο αὐτοῦ.
Ποῖος ἆρά γε προτρέπει αὐτόν, ὅπως χέῃ δάκρυα δι’ ὅλον τόν κόσμον;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐμπνέει τόν μοναχόν. Αὐτός δίδει εἰς τόν μοναχόν τήν ἀγάπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἐκ τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἡ καρδία τοῦ μοναχοῦ εἶναι πάντοτε περίλυπος διά τόν λαόν, ἐπειδή δέν σῴζονται πάντες. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἦτο τοσοῦτον περίλυπος διά τόν λαόν, ὥστε παρέδωκεν Ἑαυτόν εἰς τόν διά σταυροῦ θάνατον. Καί ἡ Παναγία τήν αὐτήν λύπην διά τούς ἀνθρώπους ἔφερεν ἐν τῇ καρδίᾳ Αὐτῆς καί ὁμοίως πρός τόν Ἠγαπημένον Αὐτῆς Υἱόν îεἰς τέλοςï ἐπόθει τήν σωτηρίαν τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Τό αὐτό Ἅγιον Πνεῦμα ἔδωκεν ὁ Κύριος καί εἰς τούς Ἀποστόλους, καί εἰς τούς Ἁγίους ἡμῶν Πατέρας, καί εἰς τούς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ διακονία ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Καί διά τοῦτο οὔτε οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ μοναχοί πρέπει νά ἀπασχολῶνται εἰς κοσμικά προβλήματα, ἀλλά νά μιμῶνται τήν Θεομήτορα, Ἥτις ἐντός τοῦ Ναοῦ, εἰς τά îἍγια τῶν Ἁγίωνï, ἡμέρας καί νυκτός ἐμελέτα ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου καί ἔμενε πρεσβεύουσα ὑπέρ τοῦ λαοῦ.
Δέν εἶναι ἔργον τοῦ μοναχοῦ, ἵνα διακονῇ τόν κόσμον ἐκ τοῦ κόπου τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Τοῦτο εἶναι ἔργον τῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Οἱ ἐν τῷ κόσμῳ προσεύχονται ὀλίγον, ὁ δέ μοναχός διηνεκῶς. Χάρις εἰς τούς μοναχούς ἡ προσευχή ἐπί τῆς γῆς οὐδέποτε παύει. Καί ἐν τούτῳ ὠφελεῖται ὅλος ὁ κόσμος, διότι ὁ κόσμος ἵσταται διά τῆς προσευχῆς, ὅταν δέ ἐξασθενήσῃ ἡ προσευχή, τότε θά ἀπολεσθῇ ὁ κόσμος.
Καί τί δύναται νά παραγάγῃ ὁ μοναχός διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ; Θά κερδίσῃ ἀσήμαντόν τι ποσόν διά τήν ἐργασίαν ὅλης τῆς ἡμέρας. Τί εἶναι τοῦτο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Μία σκέψις ὅμως εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν τελεῖ θαύματα. Βλέπομεν τοῦτο ἐκ τῆς Γραφῆς.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς προσηυχήθη νοερῶς, καί ὁ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτόν, îΜωϋσῆ, τί βοᾷς πρός Με;ï, καί ἔσῳσεν ὁ Κύριος τούς Ἰσραηλίτας ἐκ τοῦ ὀλέθρου (Ἔξ. ιδ¢ 15). Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐβοήθει τόν κόσμον διά τῆς προσευχῆς καί οὐχί διά τῶν χειρῶν αὐτοῦ. Ὁ Ὅσιος Σέργιος διά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς ἐβοήθησε τόν Ρωσικόν λαόν νά ἀπελευθερωθῇ ἐκ τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ προσηυχήθη νοερῶς, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβη ἐπί τοῦ Μοτοβίλωφ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τό κύριον ἔργον τῶν μοναχῶν.
Ἐάν ὅμως ὁ μοναχός εἶναι ἀμελής καί δέν ἔφθασεν εἰς ἀδιάλειπτον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ, τότε ἄς διακονῇ τούς προσκυνητάς καί ἄς ὑπηρετῇ τούς κοσμικούς ἐκ τῶν κόπων αὐτοῦ. Καί τοῦτο εἶναι εὐάρεστον εἰς τόν Θεόν, ἀλλά γνώριζε ὅτι αὐτό εἶναι μακράν τοῦ ἀληθινοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ μοναχός ὀφείλει νά παλαίῃ κατά τῶν παθῶν καί βοηθούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ νά νικᾷ ταῦτα. Ὁ μοναχός ἄλλοτε μέν ἀπολαύει μακαριότητος ἐν τῷ Θεῶ καί ζῇ ὡς ἐν τῷ παραδείσῳ, πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε δέ θρηνεῖ δι᾿ ὅλον τόν κόσμον, διότι ἐπιθυμεῖ ὅπως πάντες σωθοῦν.
Οὕτω τό Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει τόν μοναχόν νά ἀγαπᾷ τόν Θεόν, νά ἀγαπᾷ καί τόν κόσμον. Συνέχεια
Λαχτάρα Αἰωνιότητος
Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Κατρακούλη
Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. ναί ἔρχου,Κύριε Ἰησοῦ. (Ἀποκ. κβ΄ 12, 20)1
Ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας, περιέχει ποικίλα σπέρματα ἀληθείας καί θεογνωσίας. Ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου νά εἶναι ἡ τρυφή καί ἡ τροφή τῆς ζωῆς μας.
Ἐγώ, παιδιά, κάθε βράδυ διαβάζω Εὐαγγέλιο γιά νά εἰσχωρήση μέσα μου ὁ Κύριος. Μέ τό Εὐαγγέλιο γίνεται ἡ ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ ἠμαγμένου Ἀμνοῦ καί τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληθήκαμε ν’ ἁγιάσωμε. Νά γίνωμε εὐωδία Χριστοῦ. Σκοπός μας εἶναι νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καί νά γίνωμε φῶς. Μέ τήν τήρησι τοῦ Εὐαγγελίου νά γίνωμε λόγος τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στήν Ἐκκλησία, λοιπόν, ἁρπάζει ὁ ἕνας τόν θεῖο λόγο καί πηγαίνει εἰς τάς ἐρήμους, γιά νά πραγματώση τό Εὐαγγέλιον. Ὁ ἄλλος τό ἁρπάζει καί πηγαίνει στήν Ἀφρική, στήν Ἀσία κ.λπ. νά φωτίση τούς ἀνθρώπους ὡς ἱεραπόστολος. Ὁ ἄλλος παίρνει τόν θεῖο σπόρο καί τόν καλλιεργεῖ μέσα στήν κοινωνία ὡς ἐπίσκοπος, ὡς ἱερεύς, ὡς οἰκογενειάρχης καί κάνει ἔργο τοῦ τήν σπορά τοῦ θείου λόγου. Ἐμεῖς πήραμε τό Εὐαγγέλιον ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὁ καθένας καί ἤλθαμε στό μοναστῆρι, γιά νά δοξάσωμε τόν Θεό μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του.
Κάθε μοναστῆρι εἶναι ἕνα πέραμα, ἕνα φεριμπότ, πού θά μᾶς περάση ἀπέναντι, στήν ὄχθη τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα αὐτό μέ ἀπησχόλησε ἐμένα. αὐτό ἀκριβῶς τό ταξίδι. Πρέπει νά σπάσωμε τόν φραγμό τοῦ θανάτου μέ τήν ἐπιθυμία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σκεπτόμουν, λοιπόν, πώς θά μπορέσωμε τό μήνυμα τοῦ θανάτου νά τό περιμένωμε ὡς τήν πλέον εὐχάριστη ἀγγελία. Προχθές ἀναφέραμε μερικές θεῖες ἀποκαλύψεις, πού εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ε. στίς τελευταῖες του στιγμές. Καί χάρηκε ἡ ψυχή μας. Πράγματι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγαπήσας τόν Θεόν, δέχεται τέτοιες ἀποκαλύψεις στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος του παρουσιάζει ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή τί ἀπολαύσεις τόν ἀναμένουν στήν πανήγυρι τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ πού βασιλεύει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό γλυκύτατο ὡς ἡ χιών.
Ἡ ζωή τοῦ οὐρανοῦ εἶναι φῶς, γλυκύτατο, λευκότατο. Ἐπιθυμῶ αὐτήν τήν λευκοτάτη, τήν χιονάτη ζωή τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό εὐχάριστο γεγονός ἀπό αὐτήν τήν διάβασι στήν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐάν νοσταλγοῦμε νά μεταβοῦμε σέ μία παραλία, π.χ. στήν Κέρκυρα ἤ στόν Ἅγιο Διονύσιο, ὅπου θά ἀντικρύσωμε γήινες ὀμορφιές, πού παρόμοιες ἔχομε ἤδη ἀπολαύσει, σκεφθῆτε πῶς πρέπει νά νοσταλγοῦμε αὐτό τό πέραμα στήν ἄλλη ζωή, στό αἰώνιο Φῶς. Μέσα στό μοναστῆρι γίνεται αὐτή ἡ ἑτοιμασία γιά τήν μετάβασι στήν οὐράνια ὄχθη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν ἀπό τώρα γνωρισθοῦμε γιά τά καλά μέ τόν ἄνω κόσμο, θά ἔχωμε μία καλή συνοδεία φίλων Ἁγίων κατά τήν ἔξοδό μας. Συνέχεια
Διδαχές
Ὁσίας Συγκλητικῆς
Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10). Συνέχεια