Απρίλιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
282930  

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι παράδεισος.

Ἰσαάκ τοῦ Σύρου

Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς προσευχῆς.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα μας ἀπὸ τὴ συνομιλία μαζί του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι παράδεισος.

1. Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ τρυφὴ ὅλων τῶν μακαρισμῶν. Σ’ αὐτὸν τὸν παράδεισο ὁ μακάριος Παῦλος τράφηκε μὲ ὑπερφυσικὴ τροφή. Καὶ ἀφοῦ γεύθηκε ἐκεῖ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ἔκραξε λέγοντας: «αὐτὰ πού μάτι δὲν τὰ εἶδε, οὔτε αὐτὶ τὰ ἄκουσε, κι οὔτε πού τὰ ‘βαλε ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους πού τὸν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2, 9). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς ἐμποδίστηκε ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου.

Τὸ ξύλο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ χαρεῖ, παρὰ δούλευε καὶ ἔχυνε τὸν ἱδρῶτα του στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν. Ὅσοι στερήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὸν παράδεισο, τρῶνε μὲ τὴν ἐργασία τους, μέσα στ’ ἀγκάθια, τὸ ψωμὶ τοῦ ἱδρῶτα καὶ ἂν ἀκόμη βαδίζουν στὸν ἴσιο δρόμο τῶν ἀρετῶν. Εἶναι τὸ ψωμὶ πού ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν πρωτόπλαστο νὰ φάει μετὰ τὴν ἔκπτωσή του. Μέχρι νὰ βροῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη, ἡ ἐργασία μας εἶναι στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν καὶ μέσα σ’ αὐτὰ σπέρνουμε καὶ θερίζουμε, κι ἂς εἶναι ὁ σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μᾶς κεντᾶνε τὰ ἀγκάθια καί, ὅσο καὶ νὰ δικαιωθοῦμε, ζοῦμε μέσα σ’ αὐτὰ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας.

Ὅταν ὅμως μέσα στὸν ἔμπονο καὶ δίκαιο ἀγώνα μας, βροῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τρεφόμαστε μὲ οὐράνιο ἄρτο καὶ δυναμώνουμε, χωρὶς νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ἀγωνία καὶ χωρὶς νὰ κουραζόμαστε, ὅπως οἱ χωρὶς ἀγάπη ἄνθρωποι. Ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, πού ἦρθε κάτω σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει στὸν κόσμο τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτή ἡ ζωὴ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀγγέλων.

Ὅποιος βρῆκε τὴν ἀγάπη, κάθε μέρα καὶ ὥρα τρώγει τὸν Χριστὸ κι ἀπὸ αὐτὸ γίνεται ἀθάνατος (Ἰω. 6, 5 8) . Διότι «ὁ τρώγων -λέει- ἀπὸ τὸν ἄρτο πού ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, ποτὲ (“εἰς τὸν αἰώνα”) δὲν θὰ πεθάνει». Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος πού τρώγει ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Ὅτι, βέβαια, αὐτὸς πού τρώγει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τρώγει τὸν Χριστό, τὸν Θεὸ τῶν πάντων, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅταν λέει ὅτι «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» (Α΄ Ἰω. 4, 8). Λοιπὸν ὅποιος ζεῖ στὴν ἀγάπη, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς καρπὸ τὴ ζωὴ καὶ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ὀσφραίνεται ἀπὸ τώρα ἐκεῖνο τὸν ἀέρα τῆς ἀνάστασης, στὸν ὁποῖο ἐντρυφοῦν οἱ κοιμηθέντες δίκαιοι.

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας τὸν Θεοῦ.

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ βασιλεία, πού μυστικὰ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ φᾶνε στὴ βασιλεία του. Διότι τὸ «νὰ τρῶτε καὶ νὰ πίνετε στὸ δικό μου τραπέζι στὴ βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ ἀγάπη; Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ θρέψει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς αὐτὸς νὰ τρώγει καὶ νὰ πίνει. Ἡ ἀγάπη, ἀκόμη, εἶναι τὸ κρασὶ πού εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (Ψαλμ. 93, 16). Μακάριος εἶναι αὐτὸς πού ἤπιε ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασί. Ἀπὸ αὐτὸ ἤπιαν οἱ ἀκόλαστοι καὶ ἔνιωσαν ντροπὴ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ λησμόνησαν τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας καὶ οἱ μέθυσοι καὶ ἔγιναν νηστευτὲς καὶ οἱ πλούσιοι καὶ πεθύμησαν τὴ φτώχεια καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ πλούτισαν μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ οἱ ἄρρωστοι καὶ ἔγιναν ὑγιεῖς καὶ οἱ ἀγράμματοι καὶ ἔγιναν σοφοί.

Ἡ πρακτικὴ ἀγάπη.

1. Ὅπως τὸ λάδι συντηρεῖ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει στὴν ψυχὴ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ τῆς καρδιᾶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Τί ὡραία καὶ ἀξιέπαινη πού εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἐὰν βέβαια ἡ μέριμνα γι’ αὐτὴ δὲν μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ συντροφιὰ τῶν πνευματικῶν μας ἀδελφῶν, ἐὰν μπορέσουμε νὰ φυλάξουμε μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό!

Ἕνας ἄνθρωπος πού ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ἀσκεῖ χειρωνακτικὴ ἐργασία καὶ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους βοήθεια, αὐτὸς ἔχει χρέος νὰ δώσει ἐλεημοσύνη. Ἂν ἀμελήσει γι’ αὐτήν, ἡ ἀσπλαχνία του εἶναι ἐνάντια στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου.

Ἕνας μοναχὸς ἔχει, ἂς ποῦμε, κανόνα νὰ ἡσυχάζει στὸ κελὶ του ἑπτὰ ἑβδομάδες ἤ μία ἑβδομάδα καί, ἀφοῦ ἐκπληρώσει τὸν κανόνα του, συναντιέται καὶ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παρηγορεῖται μαζί τους. Αὐτὸς λοιπόν, ἂν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς του, στοχαζόμενος ὅτι ἀρκεῖ ὁ ἑβδομαδιαῖος κανόνας του, εἶναι ἀνελεήμων καὶ σκληρὸς γιατί μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει ἐλεημοσύνη στὴν καρδιά του καὶ μὲ τὸ νὰ ὑψηλοφρονεῖ καὶ νὰ συλλογίζεται τὸ ψεῦδος, δὲν συγκαταβαίνει νὰ συμμετάσχει στὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ὅποιος καταφρονεῖ τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό του δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁποῖος ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν εὑρισκόμενο σὲ στενοχώρια, ἡ ἡμέρα του θὰ εἶναι σκοτεινή.

Εἶπε ἕνας γνωστικὸς ἅγιος ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λυτρώσει τὸ μοναχὸ ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ νὰ τὸν βοηθήσει ὅταν τὸ πάθος τῆς πορνείας εἶναι σὲ ἔξαψη, ὅσο τὸ νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς κατάκοιτους καὶ ’κείνους πού λιώνουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο.

Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅ,τι θέλετε νὰ κάνουν σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε σ’ αὐτοὺς»(Λουκ. 6, 31) Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ὑλικὰ ἀγαθὰ οὔτε σωματικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό του, τότε εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὸν Θεὸ μόνη ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, πού φυλάγεται στὴν προαίρεσή του.

Ἡ ἀγάπη τὸν Θεοῦ εἶναι ἀστείρευτη.

Ἡ ἀγάπη πού προέρχεται ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μοιάζει μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, πού συντηρεῖται μὲ τὸ λάδι ἤ ἀκόμη, μοιάζει μὲ τὸ χείμαρρο, πού τρέχει μόνο ὅταν βρέχει καὶ γίνεται ξερὸς ὅταν σταματήσει ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη πού προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ πού ἀναβλύζει καὶ ποτὲ δὲν σταματάει ἡ ροή της καὶ τὸ νερό της δὲν σώνεται, γιατί ὁ Θεὸς μόνος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φέρνει ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τῆς θερμή. Καὶ ὅταν πέσει σὲ κάποιον μὲ ὑπερβολή, κάνει ἐκείνη τὴν ψυχὴ ἐκστατική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνου πού τὴν αἰσθάνθηκε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δεχθεῖ μέσα του καὶ νὰ τὴν ἀντέξει ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης πού τὸν ἐπισκίασε, φαίνεται ἀπάνω του μία ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ αἰσθητὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης:

Τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόκκινο σὰν τὴ φωτιὰ καὶ χαρούμενο καὶ τὸ σῶμα του θερμαίνεται. Φεύγει ἀπ’ αὐτὸν ὁ φόβος καὶ ἡ συστολὴ («αἰδὼς») καὶ γίνεται ἐκστατικός. Καὶ ἡ δύναμη πού συμμαζεύει τὸ νοῦ χάνεται καὶ ἔρχεται, σὲ κατάσταση ἐξωλογικὴ («ἔκφρων»). Τὸ φοβερὸ θάνατο γιὰ χαρὰ τὸν περνάει καὶ ποτὲ ὁ νοῦς του δὲν σταματάει νὰ βλέπει καὶ νὰ στοχάζεται τὰ οὐράνια. Καὶ χωρὶς νὰ βρίσκεται σωματικὰ στοὺς οὐρανούς, μιλάει σὰν νὰ εἶναι παρὼν ἐκεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ τὸν βλέπει κανένας. Χάνει τὴ φυσικὴ γνώση καὶ τὴ φυσικὴ δράση καὶ χάνει τὴν αἴσθηση τῆς κίνησής του μέσα στὸν αἰσθητὸ χῶρο. Γιατί καὶ ὅταν κάνει κάτι, δὲν τὸ αἰσθάνεται καθόλου, ἀφοῦ ὁ νοῦς του εἶναι μετέωρος στὴ θεωρία τῶν οὐρανίων. Καὶ ἡ διάνοιά του φαίνεται νὰ συνομιλεῖ μὲ κάποιον ἄλλον.

Αὐτὴ τὴν πνευματικὴ μέθη μεθύσανε οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Μάρτυρες. Καὶ οἱ μὲν Ἀπόστολοι γυρίσανε ὅλο τὸν κόσμο μέσα σὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ ὀνειδισμοὺς ἐνῶ οἱ Μάρτυρες μὲ κομματιασμένα τὰ μέλη τους ἔχυσαν τὰ αἵματά τους σὰν τὸ τρεχούμενο νερὸ καί, ἐνῶ ὑπέφεραν φοβερὰ βασανιστήρια, δὲν δειλίασαν, παρὰ τὰ ὑπέμειναν μὲ γενναιότητα καὶ ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν σοφοί, τοὺς πέρασαν γιὰ ἄμυαλους. Ἄλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Αὐτὰ πού ἔκαμναν ἦταν γιὰ τὸν κόσμο ἀταξίες, ἐνῶ γιὰ τὸν Θεὸ ἦταν εὔτακτα. Αὐτὴ τὴν ἀνοησία τους μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς νὰ τὴ φτάσουμε!