Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Ἡ Γένεση τοῦ μοναχισμοῦ

Γώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Τὸ φαινόμενο τοῦ μοναχισμοῦ

Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἀποτελεῖ μόνο χριστιανικό, ἀλλά καὶ γενικότερο θρησκευτικὸ φαινόμενο. Πρὶν ἐμφανιστεῖ ὁ Χριστιανισμὸς στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν γνωστὴ μέσα στὴν περιοχὴ τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Ἀλλὰ καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὑπῆρχαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες τῶν Ἐσσαίων στὴν Παλαιστίνη καὶ τῶν Θεραπευτῶν στὴν Αἴγυπτο, οἱ ὁποῖες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀσκητικό τους χαρακτήρα διαμόρφωσαν καὶ κάποιο εἶδος μοναχικῆς ζωῆς. Ἐνῶ ὅμως στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ τάση γιὰ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἡ ἄσκηση καὶ ὁ μοναχισμὸς ἀποτελοῦν πρωτογενῆ θρησκευτικὰ φαινόμενα, στὸν Ἰουδαϊσμό, ὅπως καὶ σὲ ὁποιαδήποτε θρησκεία μὲ μεσσιανικὸ ἢ προφητικὸ χαρακτήρα, ἡ ἄσκηση καὶ ὁ μοναχισμὸς παρουσιάζονται ὡς ἐκφραστικὰ μέσα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ, δὲν ἦταν ἄγνωστη στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο.

Χριστιανικὸς ἀσκητισμός.

Στὴν περιοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ ἀσκητισμός, πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομήθηκε ἀργότερα ὁ μοναχισμός, δὲν ἐμφανίστηκε ὡς παρείσακτο στοιχεῖο, ἀλλὰ ὡς οὐσιώδης διάσταση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὡς βασικὴ συνέπεια τῆς μορφώσεως τοῦ καινοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποταγὴ τῶν πάντων, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ἀσκητικῆς καὶ μοναχικῆς ζωῆς στὸν Χριστιανισμό, παρουσιάστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὡς προϋπόθεση γιὰ ὅλους, ὅσοι θέλουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» . «Ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής». Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ ζεῖ στὸν κόσμο ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» μὲ τὴν προσδοκία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ἡ προτίμηση τῆς παρθενίας ἢ τῆς ἀγαμίας ἀντὶ τοῦ γάμου ἐν ὀνόματι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν διαφαίνεται καθαρὰ στὰ βιβλία τῆς Καινῆς διαθήκης. Πολλοὶ Χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παρατηρεῖ ὁ ἀπολογητὴς Ἰουστίνος στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ δεύτερου αἰώνα, διατηροῦν τὴν παρθενία τους σὲ ἡλικία ἑξήντα καὶ ἑβδομήντα ἐτῶν. Καὶ ὁ ἀπολογητὴς Ἀθηναγόρας λίγο ἀργότερα σημειώνει: «Εὔροις δ’ ἂν πολλοὺς τῶν παρ’ ἡμῖν καὶ ἄνδρας καὶ γυναίκας καταγηράσκοντας ἀγάμους ἐλπίδι τοῦ μᾶλλον συνέσεσθαι Θεῷ». Τέλος ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς ἀποτελοῦσαν οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισή της.

 

Ἀκραῖες τάσεις.

Ἀκραῖες ἀσκητικὲς τάσεις παρουσίασαν κατὰ τὸ δεύτερο ἰδίως αἰώνα οἱ Γνωστικοὶ μὲ τὴ μεταφυσική τους δυαρχία καὶ τὴν πλήρη περιφρόνηση τοῦ κόσμου. Γιὰ τοὺς Γνωστικοὺς ὁ κόσμος, ὅπως καὶ καθετὶ ποὺ συνδέεται μὲ αὐτόν, δὲν ἔχει θετικὴ ἀξία. Ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων εἶναι γιὰ τοὺς Γνωστικοὺς ὁ κατώτερος Θεός, ποὺ εἶναι καὶ δημιουργός τοῦ κόσμου. Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δὲν συνδέεται μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ θεωρεῖται ὡς φαινομενική. Οἱ Γνωστικοί, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ διαθέτουν τὸ σπινθήρα τοῦ ἀγαθοῦ, λυτρώνονται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ μὲ τὴν περιφρόνηση τῆς δημιουργίας. Ἔτσι καλλιεργήθηκαν ἀκραῖες ἀσκητικὲς τάσεις, ποὺ ἔφθαναν ὡς τὴν ἀπόλυτη ἀπόρριψη τοῦ γάμου, ἐνῶ ταυτόχρονα καὶ πάνω στὴν ἴδια βάση οἰκοδομήθηκε ἕνας ἄκρατος φιλελευθερισμός, ποὺ ἔφθανε ὡς τὴν περιφρόνηση κάθε ἠθικῆς ἀρχῆς (ἀντινομισμός). Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο, καὶ χωρὶς τὶς ἀριστοκρατικὲς διακρίσεις τῶν Γνωστικῶν, ὁ Μαρκίων σχημάτισε θρησκευτικὲς κοινότητες μὲ ὀπαδοὺς ἀπὸ τὰ φτωχότερα κοινωνικὰ στρώματα. Οἱ κοινότητες αὐτὲς δὲν εἶχαν μόνο ἔντονες ἀσκητικὲς τάσεις, ἀλλὰ καὶ σχετικὸ μοναστικὸ χαρακτήρα. Τέλος ὁ Μοντανισμός, ποὺ διαδόθηκε καὶ αὐτὸς στὰ λαϊκότερα στρώματα τῆς Φρυγίας καὶ ἀργότερα τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἔντονο ἀσκητισμὸ τοῦ παρουσίασε καὶ φανερὴ τάση φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Μοντανὸς ἤθελε νὰ συγκεντρώσει ὅλους τους ὀπαδούς του στὴν Πέπουζα τῆς Φρυγίας.

Ἄσκηση καὶ μοναχισμός.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀσκητισμοῦ, δὲν ἐμφανίστηκε ὀργανωμένος μοναχισμός. Ἐνῶ πολλοὶ Χριστιανοὶ ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ στὸν κόσμο, κι ἐνῶ ὁ γενικότερος προσανατολισμὸς τοῦ ἀρχέγονου Χριστιανισμοῦ εἶχε μέσα του ὅλες τὶς προϋποθέσεις ποὺ δημιούργησαν ἀργότερα τὸ μοναχισμό, τὸ φαινόμενο τῆς τοπικῆς μακρύνσεως ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τῆς διαβιώσεως στὴν ἔρημο ἄρχισε μετὰ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα καὶ θεσμοποιήθηκε τὸν 4ο αἰώνα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ ἄσκηση, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐξαρχῆς χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, βρῆκε τὴν ἐξειδικευμένη θεσμικὴ ἔκφρασή της στὸ μοναχισμό.

Τὸ ἐρώτημα.

Στὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ μοναχισμὸς παρουσιάστηκε μὲ τὴν καθυστέρηση αὐτὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ποιοὶ παράγοντες συνέβαλαν, ὥστε ἡ ἄσκηση, πού ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς στὴ χριστιανικὴ ζωή, νὰ πάρει τὴν ἐξειδικευμένη μορφὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς κατὰ τὴν περίοδο αὐτήν; Αὐτονόητο βέβαια εἶναι ὅτι ἐδῶ δὲν ἐξετάζουμε τὸ μοναχισμὸ ἀπὸ τὴ θεολογική του πλευρὰ οὔτε ἐπιχειροῦμε νὰ τὸν ἑρμηνεύσουμε ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἢ ἀκόμα καὶ τῆς ἀνθρώπινης κλίσεως, ἀλλὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸν προσεγγίσουμε ὡς θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ φροντίζουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν ἐμφάνισή του μέσα στὰ ὅρια τῶν κοινωνικῶν ἐξελίξεων καὶ ἀλλαγῶν.

Τὰ κοινωνικὰ δεδομένα.

Οἱ βασικὲς λοιπὸν ἀλλαγὲς ποὺ σημειώθηκαν κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν εἶναι: Ἡ γενίκευση τῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα, ἡ ὁριστικὴ κατάπαυσή τους τὸν 4ο αἰώνα, καὶ ἡ κρατικὴ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ συνδέεται μὲ τὴ μαζικὴ εἴσοδο τῶν ἐθνικῶν στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἰσχυροποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ. Τὰ γεγονότα αὐτά, μαζὶ μὲ τὴ γενικότερη κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρίση τῆς ἐποχῆς, δὲν φαίνονται νὰ εἶναι ἄσχετα μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀπαιτεῖται νὰ προχωρήσουμε στὴ διερεύνηση τῶν σχέσεων ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.

Πρώτη ὑπόθεση.

Ἡ πρώτη ὑπόθεση γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου αὐτοῦ μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ἡ γενίκευση τῶν διωγμῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα συνέβαλε στὴν ἀπομάκρυνση πιστῶν ἀπὸ τὶς κατοικημένες περιοχὲς καὶ τὴν ἐγκατάστασή τους σὲ ἐρημικοὺς τόπους, ὅπου δὲν μποροῦσε νὰ φτάσει ὁ κρατικὸς ἔλεγχος.

Ἀπὸ ἱστορικὲς πληροφορίες γνωρίζουμε ὅτι πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀναγκάστηκαν, εἴτε ὁμαδικὰ εἴτε ἀτομικά, νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν τόπο τῆς διαμονῆς τους καὶ νὰ καταφύγουν σὲ ἐρημικὲς περιοχές, γιὰ νὰ διαφύγουν τὴ σύλληψη. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὁ ἱστορικὸς Σωζόμενος ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ του ἀρκετοὶ θεωροῦσαν τοὺς διωγμοὺς ὡς αἰτία γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ: «Ἄλλοι δὲ φασιν αἰτίαν ταύτη παρασχεῖν τοὺς κατὰ καιρὸν τῇ θρησκεία συμβάντας διωγμούς. Ἔπει γὰρ φεύγοντες ἐν ὄρεσι καὶ ἐρημίαις καὶ νάπαις τὰς διατριβάς ἐποιοῦντο, ἐθάδες τοῦ βίου τούτου ἐγένοντο».

Μὲ τὴν ὑπόθεση ὅμως αὐτὴ δὲν ἑρμηνεύεται τὸ ὅλο φαινόμενο τοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ διωγμοὶ θὰ μποροῦσαν πραγματικὰ νὰ προκαλέσουν τάση φυγῆς τῶν Χριστιανῶν πρὸς τὴν ἔρημο καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ συμβάλουν στὴν ἐμφάνιση μοναχικῆς ζωῆς, δὲν θὰ ἦταν ὅμως σὲ θέση νὰ ὁδηγήσουν στὴ διατήρηση καὶ τὴ θεσμοποίησή της. Μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν ἔπρεπε καὶ ἡ τάση τῆς φυγῆς πρὸς τὴν ἔρημο νὰ ἐκλείψει, ἢ τουλάχιστο νὰ ὑποχωρήσει σημαντικά. Στὴν πραγματικότητα ὅμως σημειώθηκε τὸ ἀντίθετο. Ἡ τάση τῆς φυγῆς ὄχι μόνο δὲν ὑποχώρησε μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ παρουσίασε τότε μεγαλύτερη ἀκμή.

Ἡ δεύτερη ὑπόθεση.

Ἡ δεύτερη ὑπόθεση εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ κατάπαυση τῶν διωγμῶν καὶ ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐλεύθερης θρησκείας συνέβαλαν στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν καὶ προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση πολλῶν πιστῶν, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἀθρόα φυγή τους στὴν ἔρημο καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς μοναχικῆς ζωῆς.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀπὸ τὴ δεύτερη δεκαετία τοῦ 4ου αἰώνα ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζονταν ἐξωτερικὰ ἐμπόδια, ἀλλὰ καὶ ὑπῆρχαν λόγοι σκοπιμότητας καὶ συμφέροντος γιὰ τὴν προσέλευση στὸν Χριστιανισμό. Καὶ πραγματικὰ πολλοὶ προσέρχονταν στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν κοινωνικὰ ἢ οἰκονομικὰ ὀφέλη. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀπότομη αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὴν ἐκ-κοσμίκευση τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι ὅμως μειώθηκε ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων καὶ ἄρχισε νὰ δημιουργεῖται μία ἀνομικὴ κατάσταση. Καὶ ὅπως στὴν κοινωνικὴ ζωὴ ἡ ἀνομικὴ κατάσταση τροφοδοτεῖ τὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν κοινωνία, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀνομικῆς αὐτοκτονίας, ἔτσι καὶ στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ ἡ ἀνομικὴ κατάσταση τροφοδότησε τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν προσέλευση στὸ μοναχισμό. Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος αὐτοκτονίας στὸ ἐπίπεδό τῆς ὁριζόντιας κοινωνικότητας, πραγματοποιεῖται ὡς ἀνάσταση στὴν προοπτική τῆς κατακόρυφης κοινωνικότητας, δηλαδὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ὅπου ἀποκαθίσταται σὲ ἕνα νέο ἐπίπεδο καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς συνανθρώπους. Ὁ μοναχὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς συνανθρώπους του ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία νὰ ζήσει τὴ θρησκευτικὴ ζωὴ ποὺ θέλει κοντά τους. Ἔτσι ὁ μοναχισμὸς ἐμφανίζεται ὡς ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», ἡ ὁποία, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν κοσμικὴ κοινωνία, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μία συνεπέστερη χριστιανικὴ ζωή, ποὺ ἔχει ὁρίζοντα τὴν παγκοσμιότητα.

Χαρακτηριστικὴ στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴ σπουδαιότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς: «Συντελεῖ δὲ πρὸς τὸ ἀμετεώριστον τῇ ψυχὴ καὶ τὸ ἰδιάζειν κατὰ τὴν οἴκησιν… Καὶ πρὸς πᾶσι τοῖς ἄλλοις, πολλοῖς οὖσιν, εἰς τὸ πλῆθος τῶν παρανομούντων ἀποβλέπουσα ψυχή, πρῶτον μὲν οὐκ ἄγει καιρὸν ἐπαισθάνεσθαι τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καὶ συντρίψαι ἑαυτὴν διὰ τῆς μετανοίας ἐπὶ τοῖς πλημμελήμασιν ἐν δὲ τὴ συγκρίσει τῶν χειρόνων καὶ κατορθώματος τίνα φαντασίαν προσκτᾶται· εἴτα ὑπὸ τῶν θορύβων καὶ τῶν ἀσχολιῶν, ἅς ὁ κοινὸς βίος πέφυκεν ἐμποιεῖν, τῆς ἀξιολογωτέρας μνήμης τοῦ Θεοῦ ἀποσπώμενη, οὐ μόνον τὸ ἐναγαλλιᾶσθαι καὶ ἐνευφραίνεσθαι τῷ Θεῷ ζημιοῦται, καὶ τὸ κατατρυφᾶν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ καταγλυκαίνεσθαι τοῖς ρήμασιν αὐτοῦ… ἀλλὰ καὶ εἰς καταφρόνησιν ἢ καὶ λήθην τῶν κριμάτων αὐτοῦ παντελῆ συνεθίζεται, οὐ μεῖζον κακὸν οὐδὲν ἂν οὐδὲ ὀλεθριώτερον πάθοι».

Τρίτη ὑπόθεση.

Μία τρίτη ὑπόθεση γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἀναπτύξεως τοῦ χριστιανικοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἐκείνη, ποὺ συνδέει τὸ φαινόμενο αὐτὸ μὲ τὴν οἰκονομικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ κρίση τῆς ἐποχῆς. Ὑποστηρίχθηκε μάλιστα ὅτι ἡ γένεση τοῦ μοναρχισμοῦ μπορεῖ κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος νὰ θεωρηθεῖ ὡς κάποιο ἰδιαίτερο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, καὶ ὅτι προέκυψε ἀπὸ τὴ σύμπτωση τῆς ἀσκητικῆς διαθέσεως τῶν Χριστιανῶν μὲ τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση τῆς ἐποχῆς .

Ἡ σχέση τῆς οἰκονομικῆς μὲ τὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γενικότερα γνωστή. Ἡ φτώχεια, ἡ αὔξηση τῶν φόρων, ἡ νομισματικὴ κρίση, ἡ διοικητικὴ διαφθορὰ καὶ ἡ γενικότερη κοινωνικὴ ἀκαταστασία, ποὺ σημειώθηκαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἦταν φυσικὸ νὰ εὐνοήσουν τὴ φυγὴ στὴν ἔρημο καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ. Φεύγοντας οἱ Χριστιανοὶ στὴν ἔρημο δὲν εὕρισκαν μόνο καλύτερους ὅρους γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἀπαλλαγή ἀπὸ τὶς ἔντονες οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς καταπιέσεις. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι καὶ ὁ μοναχισμὸς ἐξαπλώθηκε περισσότερο στὴν περιοχὴ τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἰδιαίτερα τῆς Θηβαΐδας, ποὺ ὡς καθαρὰ ἀγροτικὴ περιοχὴ ἦταν περισσότερο εὐαίσθητη στὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ κρίση.

Ἡ σύνδεση τῆς φυγῆς στὴν ἔρημο μὲ οἰκονομικοὺς καὶ κοινωνικοὺς λόγους ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μοναστικὴ παράδοση. Ἔτσι π.χ. στὰ Ἀποφθέγματα Πατέρων ὑπάρχουν ἀφηγήσεις γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὀλύμπιο καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο μοναχὸ ποὺ ἔζησε μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Παφνούτιο, ὅπου συνδέονται ἀντίστοιχα ἡ προσέλευση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ μοναχικὴ ζωὴ μὲ κοινωνικοοικονομικοὺς λόγους. Ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῶν λόγων αὐτῶν δὲν πρέπει νὰ ὑπερβάλλεται. Παρόμοιοι λόγοι ὑπῆρχαν στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ προηγουμένως, χωρὶς νὰ συντελέσουν στὴ φυγή τους ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ μεταγενέστερη ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ μπορεῖ εὔκολα νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι οὔτε ἡ ἀκμὴ τοῦ μοναχισμοῦ συνέπιπτε πάντοτε μὲ περιόδους οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς κρίσεως οὔτε ὅσοι κατέφευγαν στὸ μοναχισμὸ προέρχονταν πάντοτε ἀπὸ τὰ φτωχότερα ἢ τὰ χαμηλότερα κοινωνικὰ στρώματα.

Τέταρτη ὑπόθεση.

Ἡ τέταρτη τέλος ὑπόθεση μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ἡ ἰσχυροποίηση τῆς θεσμικῆς μορφῆς τῆς Ἐκκλησίας περιόρισε τὶς χαρισματικὲς διαστάσεις της καὶ προκάλεσε τὴν ἀνάγκη νὰ δημιουργηθοῦν νέες δυνατότητες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς χαρισματικῆς ζωῆς. Τὴν ἀνάγκη αὐτὴ κάλυψε καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ.

Μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ἐμφανίζονταν, ὅπως γνωρίζουμε, καὶ διάφορες χριστιανικὲς ὁμάδες, ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἐπικαλούμενες μία γνησιότερη θρησκευτικὴ ζωὴ μὲ χαρισματικὸ χαρακτήρα (π.χ. Μοντανιστές, Νοβατιανοί, Δονατιστές). Παράλληλα ὅμως καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία πολλοὶ πιστοί, χωρὶς καθόλου νὰ ἀμφισβητοῦν τοὺς θεσμούς της, ἐπιδίωκαν μία πληρέστερη βίωση τοῦ χαρισματικοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ τάση αὐτὴ εἶχε γίνει πιὸ ἔκδηλη ἀπὸ τὸν 3ο αἰώνα, ὁπότε καὶ ἐνισχύθηκε περισσότερο ὁ ἐκκλησιαστικὸς θεσμός. Ἔτσι βρέθηκε ἕνας νέος ζωτικὸς χῶρος γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν, ἡ ἔρημος. Ἡ φυγὴ στὴν ἔρημο δὲν πραγματοποιήθηκε ὡς φυγὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ μοναχὸς φεύγει στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἐντονότερα στὴ νέα ζωὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Θὰ μποροῦσε βέβαια ἡ φυγὴ αὐτὴ νὰ θεωρηθεῖ ὡς κάποια μορφὴ διαμαρτυρίας ἀπέναντι στὴ ζωὴ τῶν κοσμικῶν Χριστιανῶν. Ἡ θεώρηση ὅμως αὐτὴ δὲν φαίνεται καὶ γενικότερα σωστή. Οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ κοσμικοὶ Χριστιανοὶ δὲν παρουσιάστηκαν οὔτε ἀναπτύχθηκαν ὡς ἀντίθετες τάξεις. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τοῦ μεσαίωνα, ἀλλὰ καὶ ὡς τοὺς νεώτερους χρόνους, ὄχι μόνο ὑπῆρχε στενὸς σύνδεσμος ἀνάμεσα στὶς μοναχικὲς καὶ τὶς κοσμικὲς χριστιανικὲς κοινότητες, ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὁ μοναχισμὸς ἀποτελοῦσε τὸ ἰδεῶδες γιὰ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν στὸν κόσμο. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα γιὰ τὸν ἀνατολικὸ χριστιανικὸ κόσμο τοῦ μεσαίωνα, ὅπου ἡ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν εἶχε φανερὴ τὴ σφραγίδα τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους.

Κατὰ τὸν Ε. Τroeltsch μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησίας δημιουργήθηκε ὀξὺ χάσμα ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν καὶ τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος πλέον ἔπρεπε ἢ νὰ ἀπορριφθεῖ ἢ νὰ γίνει δεκτὸς στὸ σύνολό του. Ὁ μοναχισμὸς λοιπὸν πραγματοποίησε τὸ πρῶτο, ἐνῶ οἱ εὐρύτερες λαϊκὲς μάζες τῶν Χριστιανῶν τὸ δεύτερο. Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή, ποὺ προϋποθέτει ἐπίσης τὴν ἀντιθετικὴ διάκριση ἀνάμεσα στοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς κοσμικοὺς Χριστιανούς, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ὁ μοναχισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς διάσπαση, ἀλλὰ ὡς ἐντατικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Καὶ ἡ ἐντατικοποίηση δὲν περιέχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως, ἀλλὰ τῆς λειτουργικῆς διακονίας μέσα στὸ ἑνιαῖο σύνολο.

Συμπερασματικὰ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ χριστιανικὸς μοναχισμὸς ὡς θεσμοποίηση τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἐμφανίζεται μὲ τὴ συμβολὴ ὅλων αὐτῶν τῶν παραγόντων. Ὅλοι οἱ παράγοντες ποὺ ἀναφέρθηκαν, καὶ ὄχι βέβαια κατὰ τὸν ἴδιο βαθμό, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ ἡ γενίκευση τῶν διωγμῶν, ποὺ ὁδήγησε πολλοὺς Χριστιανοὺς σὲ ἐρημικὲς περιοχές, ἢ ἀκόμα καὶ ἡ γενικότερη κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρίση, καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν στὸν κόσμο, ποὺ μείωσε τὴ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, ὅπως καὶ ἡ ἰσχυροποίηση τῆς θεσμικῆς μορφῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκάλεσε τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς νέου χώρου γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς χαρισματικῆς ζωῆς, συνέβαλαν στὴ γένεση καὶ διαμόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ μοναχισμοῦ.

Ἀπό τό βιβλίο: «Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ»,

 ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ-Θεσ/νίκη