Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Μεγάλος Κανόνας, ὡς Ὑμνογραφικό ἔργο

 

 

      Ἀπό τήν β΄ ᾠδή 

Κατέχρωσα τῆς πρίν εἰκόνος τό κάλλος, Σῶτερ, τοῖς πάθεσιν·

ἀλλ᾽ ὥς ποτε τήν δραχμή ἀναζητήσας εὑρέ.

 Μόλυνα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τό κάλλος, Σωτήρα, μέ τά πάθη

μου. Ἀλλ᾽ ὅπως κάποτε τή χαμένη δραχμή ψάξε νά μέ ἀνεύρεις.

                                             *

Ἡμάρτηκα, ὥσπερ ἡ Πόρνη βοῶ σοι μόνος ἡμάρτηκά σοι

ὡς μύρον δέχου, Σωτήρ, κἀμοῦ τά δάκρυα.

Ὅπως ἡ Πόρνη φωνάζω δυνατά: Ἁμάρτησα! Ἔχω

ἁμαρτήσει σέ Σένα μοναχός μου. Ὅπως ἀπό κείνη τό μύρο,

Σωτήρα μου, δέξου κι ἀπό μένα τά δάκρυα.

                                             *

Ὀλίσθησα ὡς ὁ Δαυίδ ἀκολάστως, καί βεβορβόρωμαι·

ἀλλ᾽ ἀποπλύναις κἀμέ, Σωτήρ, τοῖς δάκρυσι.

 Γλίστρησα στήν ἀκολασία ὅπως ὁ Δαβίδ καί κυλίστηκα μέσα στό

βοῦρκο! Εἴθε κι ἐμένα ν᾽ ἀποπλύνεις, Σωτήρα, μέ τά δάκρυα.

                                            *

Ἱλάσθητι, ὡς ὁ Τελώνης βοῶ σοι, Σῶτερ, ἱλάσθητί μοι·

οὐδείς γάρ τῶν ἐξ Ἀδάμ ὡς ἐγώ ἥμαρτέ σοι.

Ὅπως ὁ Τελώνης φωνάζω δυνατά: Σπλαχνίσου· Σωτήρα

μου, σπλαχνίσου με. Γιατί κανένας ἀπ᾽ τούς ἀπογόνους

τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἐγώ σέ Σένα, δέν ἁμάρτησε. 

                                         *

Οὐ δάκρυα, οὐδέ μετάνοιαν ἔχω, οὐδέ κατάνυξιν·

αὐτός μοι ταῦτα, Σωτήρ, ὡς Θεός δώρησαι.

 Οὔτε δάκρυα, οὔτε μετάνοια, οὔτε κατάνυξη ἔχω!

Σύ, Σωτήρα μου, ὡς Θεός, Χάρισέ μού τα.

                                       *

Τήν θύραν σου μή ἀποκλείσῃς μοι τότε, Κύριε, Κύριε·

ἀλλ᾽ ἄνοιξόν μοι αὐτήν μετανοοῦντί σοι.

Κύριε! Μή μοῦ κλείσεις τότε, τή θύρα τοῦ νυμφώνα Σου.

Ἀλλ᾽ ἄνοιξέ μού την, βλέποντας τή μετάνοιά μου.

                                      *

Φιλάνθρωπε, ὁ πάντας θέλων σωθῆναι, σύ ἀνακάλεσαί με

καί δέξαι ὡς ἀγαθός μετανοοῦντά με

Φιλάνθρωπε, πού θέλεις ὅλοι νά σωθοῦν,

Σέ παρακαλῶ νά μέ ξαναφέρεις κοντά Σου

καί νά δεχτεῖς σάν ἀγαθός τή μετάνοιά μου.

                                      *

Ἐνώτισαι τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου,

καί τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν προσδέχου

 τούς σταλαγμούς, Σωτήρ, καί σῶσόν με.     

Ἄκουσε μέ προσοχή τούς στεναγμούς τῆς ψυχῆς μου

καί κάνε δεχτά τά δάκρυα, πού στάζουν ἀπ᾽ τά μάτια μου.

 Κι ἔτσι, Σωτήρα, σῶσε με.

         

                            Ἀπό τήν η΄ ᾠδή

      *

Δικαιοκρῖτα, Σωτήρ, ἐλέησον καί ῥύσαί με τοῦ πυρός

 καί τῆς ἀπειλῆς, ἧς μέλλω ἐν τῇ κρίσει δικαίως ὑποστῆναι·

 ἄνες μοι πρό τέλους δι᾽ ἀρετῆς καί μετανοίας.

Δίκαιε Κριτή καί Σωτήρα μου, ἐλέησε καί λύτρωσέ με

ἀπ᾽ τή φωτιά καί τήν ἀπειλή, πού πρόκειται

 τή μέρα τῆς κρίσεως δίκαια νά ὑποστῶ.

Λύτρωσέ με πρίν ἀπ᾽ τήντελευταία μου στιγμή

 μέ τήν ἀρετή καί τή μετάνοια.

 *

Ὡς ὁ Λῃστής ἐκβοῶ σοι τό Μνήσθητι· ὡς ὁ Πέτρος

κλαίω πικρῶς Ἄνες μοι, Σωτήρ, κράζω

ὡς ὁ Τελώνης· δακρύω ὡς ἡ Πόρνη·

δέξαι μου τόν θρῆνον, καθώς ποτε τῆς Χαναναίας.

Ὅπως ὁ ληστής Σοῦ φωνάζω δυνατά τό «Μνήσθητι».

Ὅπως ὁ Πέτρος κλαίω πικρά.

 Ὅπως ὁ Τελώνης κράζω: Λύτρωσέ με, Σωτήρα μου.

Ὅπως ἡ Πόρνη δακρύζω.

καί ὅπως παλιά τῆς Χαναναίας δέξου τό θρῆνο μου.

 *

Τήν σηπεδόνα, Σωτήρ, θεράπευσον τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς,

 μόνε ἰατρέ· μάλαγμά μοι ἐπίθες καί ἔλαιον καί οἶνον,

ἔργα μετάνοιας, κατάνυξιν μετά δακρύων.

Τή σαπίλα γιάτρεψε τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, Σωτήρα

μου, Σύ ὁ μοναδικός γιατρός. Βάλε μου κατάπλασμα

καί λάδι καί κρασίἔργα μετανοίας, κατάνυξη καί δάκρυα.

 *

Τήν Χαναναίαν κἀγώ μιμούμενος, Ἐλέησόν με, βοῶ,

τῷ Υἱῷ Δαυίδ· ἅπτομαι τοῦ κρασπέδου ὡς ἡ Αἱμορροοῦσα κλαίω

 ὡς ἡ Μάρθα καί Μαρία ἐπί Λαζάρου.

Τῆς Χαναναίας τό παράδειγμα κι ἐγώ ἀντιγράφοντας,

φωνάζω δυνατάπρός τό Γιό τοῦ Δαβίδ: ἐλέησέ με.

Ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, ὅπως ἡ

Αἱμορροούσα. Κλαίω ὅπως ἡ Μάρθα καί ἡ Μαρία γιά τό Λάζαρο.

 *

Τό τῶν δακρύων, Σωτήρ, ἀλάβαστρον ὡς μύρον κατακενῶν

 ἐπί κεφαλῆς κράζω σοι ὡς ἡ Πόρνη τόν ἔλεον ζητοῦσα·

δέησιν προσάγωκαί ἄφεσιν αἰτῶ λαβεῖν με.

Ἄδειάζοντας στό κεφάλι σου ἐπάνω, Σωτήρα μου,

ὡς μύρο τό ἀλάβαστρο τῶν δακρύων μου, Σοῦ φωνάζω δυνατά

 ὅπως ἡ Πόρνη, ζητώντας τή συμπάθειά Σου. Σοῦ προσφέρω

τή δέησή μου καί ζητῶ νά λάβω τήν ἄφεση.

 *

Εἰ καί μηδείς ὡς ἐγώ σοι ἥμαρτεν, ἀλλ᾽ ὅμως δέξαι κἀμέ,

 εὔσπλαγχνε Σωτήρ, φόβῳ μετανοοῦντα καί πόθῳ κεκραγότα·

Ἥμαρτόν σοι μόνῳ, ἠνόμησα, ἐλεησόν με.

Ἄν καί κανείς, ὅπως ἐγώ, δέν ἁμάρτησε σέ Σένα,

 σπλαχνικέ Σωτήρα μου, ὅμως δέξου με τώρα, πού μετανοῶ

 μέ φόβο καί μέ πόθο ψυχῆς φωνάζω δυνατά: Ἁμάρτησα σέ Σένα

μόνο! Ἀθέτησα τό Νόμο! Ἐλέησέ με.

 *

Φεῖσαι, Σωτήρ, τοῦ ἰδίου πλάσματος καί ζήτησον

ὡς ποιμήν τό ἀπολωλός πρόβατον· πλανηθέντα ἐξάρπασον τοῦ λύκου,

 ποίησόν με θρέμμα ἐν τῇ νομῇ τῶν σῶν προβάτων.

Λυπήσου, Σωτήρα, τό δικό Σου πλάσμα.

Καί σάν ποιμένας ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο.

Ἐμένα πού πλανήθηκα, γλύτωσέ με ἀπ᾽ τοῦ λύκου τά

δόντια. Κάνε κι ἐγώ νά τρέφομαι ἀπ᾽ τό λιβάδι

τῶν δικῶν Σου προβάτων.

 *

Ὅταν Κριτής καθίσῃς ὡς εὔσπλαγχνος καί δείξῃς

τήν φοβεράν δόξαν σου Χριστέ, ποῖος φόβος τότε!

καμίνου καιομένης, πάντων δειλιώντων

 τό ἄστεκτον τοῦ βήματός σου.

Ὅταν θά καθίσεις, ὡς σπλαχνικός Κριτής καί θά δείξεις,

Χριστέ μου, τή φοβερή δόξα Σου, τί φόβος

 τότε ἀνέκφραστος ἀπ᾽ τό καμίνι πού θά καίει! Ὅλοι θά τρέμουν

 γιατί δέν θά μποροῦν νά ὑποφέρουν τό κριτήριό Σου.

Ἀποσπάσματα

 ἀπό τό Μέγα Κανόνα

τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης

(μετάφρ. Ἀρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα)