Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Προσευχή

ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Τοῦ Ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

Ἐπιθυμεῖτε νά μάθετε κάτι σχετικό μέ τήν προσευχή. Τί θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ ποῦ νά μήν τό ξέρετε;

Πλησιάζοντας κανείς τόν Κύριο ἀμέσως νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Σ’  αὐτό βοηθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι καί τά προσευχητάρια. Καθώς ὅμως προσεύχεται κανείς, διαπιστώνει ὅτι ἡ προσευχή τοῦ διασπᾶται καί διάφοροι λογισμοί ἀπασχολοῦν τήν ψυχή. Τότε χρειάζεται ἀγώνας. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζεται κανείς νά συγκρατήση τό νοῦ, τόσο καί ἡ προσευχή γίνεται περισσότερο καθαρή. Ἡ ψυχική ἀτμόσφαιρα δέν καθαρίζεται τελείως ἄν δέν ἀνάψη ἡ πνευματική φλόγα. Αὐτή εἶναι δῶρο τῆς θείας Χάριτος. Ὅταν ἀνάψη, ἡ ἀκατάσχετη φλυαρία τῶν λογισμῶν σταματᾶ. Συμβαίνει στήν ψυχή ὅ,τι συμβαίνει καί στήν αἱμορροοῦσα, μόλις ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Κυρίου: «Ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. 8, 44). Στήν κατάστασι αὐτή, ἡ προσευχή τείνη νά γίνη ἀδιάκοπη, ἀδιάλειπτη. Ἐδῶ ἐξασκεῖται συστηματικά ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἡ συνεχής ἐπανάληψις τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἕως ἐδῶ φθάνει κανείς μέ τήν δική του προσπάθεια. Ἀπ’  ἐδῶ καί πέρα ἡ θεία Χάρις ἐπεμβαίνει περισσότερο δραστικά.

Ἡ προσευχή δίνεται ἀπό τόν Θεό καί δέν ἀπορρέει ἀπό τήν ψυχική διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Εἰσέρχεται μέσα του τό πνεῦμα τῆς προσευχῆς καί γεμίζει τό ἐσωτερικό της καρδιᾶς του. Ἡ ψυχή τότε ἀναβλύζει μόνη της τήν προσευχή. Βρίσκεται στήν ἐπήρεια τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὑπάρχουν δύο στάδια: Στό πρῶτο, ἡ ψυχή τά αἰσθάνεται καί τά διακρίνει ὅλα. Βλέπει γύρω της, νοιώθει τήν κατάστασί της, κυβερνᾶ τόν ἑαυτό της, μπορεῖ ἀκόμη καί νά διακόψη τήν ἐπίσκεψι τῆς χάριτος τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Στό δεύτερο στάδιο, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἔχουμε μιά ἐντελῶς διαφορετική κατάστασι. Χαρακτηρίζεται σάν ἔκστασις ἤ σάν ἁρπαγή. Ἡ ψυχή, μεθυσμένη ἀπό τήν Θεία Χάρη, παύει νά αἰσθάνεται τά γήινα καί τά αἰσθητά. Ἀδυνατεῖ νά ἐλέγχη τόν ἑαυτό της καί νά ἐπηρεάζη τήν κατάστασι στήν ὁποία βρίσκεται.

Ἀναφέρεται στά πατερικά κείμενα ὅτι κάποιος ἄρχισε τήν προσευχή τό βράδυ, περιῆλθε σ  αὐτή τήν κατάστασι καί συνῆλθε τό πρωί. Σ’  ἄλλους μέν ἡ κατάστασις αὐτή συνοδευόταν μέ λάμψι στό πρόσωπο ἤ μιά ἀκτινοβολία γύρω του. Σ’  ἄλλους μέ αἰώρησι πάνω ἀπό τό ἔδαφος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ  αὐτή τήν κατάσταση «ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ». Καί οἱ ἅγιοι προφῆτες μέ τόν τρόπο αὐτό μετέφεραν τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Θαυμάστε τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Λίγο κοπιάζει κανείς καί σέ τί ὕψη ἀξιώνεται ν’  ἀνεβῆ! Γι’  αὐτό πρέπει νά ἐνθαρρύνουμε κάθε ἀδελφό: Ἀγωνίζου, ἀξίζει τόν κόπο!».

«Ποτέ νά μήν προσεύχεσθε βιαστικά. Νά προσεύχεσθε μέ ἔντονη συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στά νοήματα τῆς προσευχῆς. Νά προετοιμάζεσθε πρίν ἀπό τήν προσευχή μαζεύοντας τίς σκέψεις καί προσπαθώντας μέ συγκεντρωμένη προσοχή νά σταθῆτε ἐνώπιόν του Κυρίου. Βασική προϋπόθεσις μιά καλῆς προσευχῆς εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὁ Θεός «πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην οὐκ ἐξουδενώσει». Σέ κάθε προσευχή θυμηθῆτε τίς ἁμαρτίες στίς ὁποῖες πέσατε.

Τί προσπαθῶ νά κατορθώσω μέ τήν προσευχή; Νά θερμανθῆ ἡ καρδιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί νά διατηρῆται ἔντονη ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Σ’  αὐτό βοηθεῖ πολύ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ τόν ἁμαρτωλόν». Συχνά νά λέτε αὐτή τήν προσευχή, μέχρις ὅτου ἡ γλώσσα συνηθίση νά τήν ἐπαναλαμβάνη μόνη της. Γιά νά προοδεύση κανείς στήν προσευχή πρέπει νά προσπαθῆ νά στολίση τήν καρδιά του μέ ὅλες τίς ἀρετές. Προπαντός μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια καί τήν αὐταπάρνησι. Ὁ Θεός ὅλα τα βλέπει καί ὅλα τα ἀκούει. Γνωρίζει ὅλα τα μυστικά μας. Γι’  αὐτό ἄς καθαρίσουμε κάθε κηλίδα τοῦ ἐαυτοῦ μας. Καί ὅποτε μᾶς ἔλθη στό νοῦ ἤ στήν καρδιά μᾶς κάτι τό ἀκάθαρτο, ἀμέσως ἅς τό ἀπομακρύνουμε καί ἀμέσως ἅς καταφεύγουμε στήν προσευχή». Συνέχεια

Ἀπὸ τὴ σοφία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς- Πάτερ ἡμῶν.

Ἀνδρέα Θεοδώρου

imagesCAPIJXJJΠροσευχὴ εἶναι ἡ νοερὴ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Εἶναι ἔργο σαφῶς πνευματικό. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καθαρὸ καὶ ἀμιγές, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία μόνο ἕνα ἄλλο πνεῦμα μικρὸ ἔστω καὶ πεπερασμένο. Τὰ φυσικὰ κτίσματα δὲν προσεύχονται στὸ Θεό, γιατί δὲν νοιώθουν καμιὰ ἀνάγκη νὰ τὸ κάνουν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μὲν καὶ αὐτὸς ὂν αἰσθητό, ὅμως στὴ φύση τοῦ ὑπάρχει καὶ τὸ νοερὸ στοιχεῖο, ἡ ἄϋλη ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι κτισμένη κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἔτσι εἶναι τὸ μόνο ὂν ποὺ μοιάζει μὲ τὸ Θεὸ (ἔχει λογικότητα καὶ ἐλευθερία) καὶ προσεύχεται στὸ Θεό, ἐκφράζοντας τὰ πολλὰ πρὸς αὐτὸν συναισθήματα ποὺ κάθε φορά κατακλύζουν τὴ ψυχή του.

Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἔργο εὔκολο. Ὅπως δὲ εἶναι δύσκολο –μᾶλλον ἀδύνατο– νὰ εἰσχωρήσει κανεὶς στὴν ἀπειρία τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οὐσίας, ἔτσι εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ τὸν τρόπο ἐπίτευξης μίας σωστῆς προσευχῆς. Στὴν προσευχὴ συνομιλεῖς νοερὰ μὲ τὸν Θεό. Τὸ ἐγχείρημα εἶναι ἄνισο. Ζώντας οἱ μαθητὲς στοὺς μυστικοὺς κυματισμοὺς τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ συναισθανόμενοι τὸ συντριπτικὸ βάρος τῆς προσευχῆς, ζήτησαν κάποτε ἀπὸ τὸ Διδάσκαλο νὰ τοὺς μάθει νὰ προσεύχονται. Κι Ἐκεῖνος τοὺς παρέδωσε τὴν Κυριακὴ προσευχὴ (Λουκ. ια΄ 1-4).

Ὁ Κύριος εἶχε καὶ πολλὲς ἄλλες ἀφορμὲς νὰ διδάξει περὶ προσευχῆς. Ἔτσι:

α) Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται στὴν ἡσυχία καὶ τὴ μόνωση. Πρέπει νὰ γίνεται στὸ ταμιεῖον τῆς ψυχῆς μὲ αὐτοσυγκέντρωση καὶ περισυλλογὴ (Ματθ. ς΄ 6), ἀγγίζοντας τὸν ἐσώτερο πυρήνα τῆς ψυχῆς, ὥστε αὐτή, ἐλεύθερη ἀπὸ ὅ,τι ἐξωτερικό, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ τοὺς περισπασμοὺς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἄσαρκη καὶ ἄϋλη, ν’ ἀνυψωθεῖ στὸ θρόνο τῆς θείας μεγαλοσύνης. Γιατί, ὅταν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τὰ νοήματά σου συμπλέκονται μὲ τὶς παραστάσεις καὶ τὸ φόρτο τῶν ἐντυπώσεων τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου, τότε ἡ προσευχή σου δύσκολα μπορεῖ νὰ πετύχει τὸ στόχο τῶν προσπαθειῶν της. Τὴν ἡσυχία, σὰν τὸ κατάλληλο πλαίσιο μίας καρποφόρας προσευχῆς, ἔνοιωθε συχνὰ καὶ ὁ Κύριος. Μετὰ τὸ θόρυβο τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, ἀφοῦ ἀπέλυσε τοὺς ὄχλους, ἀνέβη μόνος στὸ ὅρος «κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι» (Ματθ. ιδ΄ 23). Συνέχεια

Ἡ ἐργασία τῆς Νήψεως

Ἁγίου Ἠσαΐα τοῦ Ἀναχωρητοῦ

imagesCAA9LKBKἘὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπομκαρυνθῆ ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ὑπόθεσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λατρεύσει τὸν Θεό. Διότι πραγματικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ μὴν ἔχουμε, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, στὸν νοῦ μᾶς τίποτε ξένο πρὸς τὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἀπασχολούμεθα μόνον μ’ Αὐτόν. Δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχουμε στὸν νοῦ μας οὔτε ἡδονή, οὔτε κακία, οὔτε μίσος, οὔτε φθόνο, οὔτε φανταστικὴ εἰκόνα, οὔτε φροντίδα γιὰ πράγματα τοῦ αἰῶνος τούτου. Διότι αὐτὰ εἶναι σκοτεινὰ τείχη, πού φυλακίζουν τὴν ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν ἐμποδίζουν στὸν ἀέρα καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ συναντήση τὸν Θεό, ὥστε μυστικῶς καὶ «ἐν τῷ κρυπτῷ» νὰ Τὸν εὐλογήση καὶ νὰ προσευχηθῆ πρὸς Αὐτὸν μὲ ἁγνότητα, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲ γλυκύτητα καρδίας καὶ νὰ δοκιμάση τὴν ἡδονή του Θείου ἔρωτος. Διότι ὅσο ἡ ψυχὴ μεριμνᾶ γιὰ τὰ ἐξωτερικά, νεκρώνεται ὁ νοῦς καὶ ἑπομένως τὰ ἐσωτερικὰ πάθη ἐνεργοῦν χωρὶς ἔλεγχο.

Ἂν ἐγκαταλείψη ἡ ψυχὴ τὴν μέριμνα τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, τότε χαίρεται ὁ νοῦς καὶ στέκει σταθερὸς (ἀνυψούμενος πρὸς τὸν Θεό)· καὶ ἡ ψυχὴ κατανόει τὰ ἐσωτερικά της πάθη μὲ τὸν νοῦ. Φροντίζει λοιπὸν ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή, μέχρις ὅτου τὰ ἀπόρριψη ἀπὸ μέσα της καὶ μὲ τὴν γονιμοποιό του δύναμι γεννήση καὶ ἐκθρέψη τὰ τέκνα της. Τότε γίνονται οἱ δύο μία καρδία καὶ ὑποτάσσεται ἡ ψυχὴ στὸν νοῦ, ὅπως ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα, καὶ γίνεται ὁ νοῦς κεφαλὴ τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «ὁ ἀνὴρ ἐστὶ κεφαλὴ τῆς γυναικὸς» (Ἐφεσ. ε’ 23), καὶ ἀφοῦ γίνουν ἕνα ἐν Κυρίῳ, δὲν ἔχουν πλέον διαίρεσι.

Ὅσοι λοιπὸν ἀξιώθηκαν νὰ φθάσουν σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο, αὐτοὶ εἶναι πού προσεύχονται στὸν Θεὸ μὲ ἁγνότητα, αὐτοὶ εἶναι πού φωτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ πού ζητεῖ ὁ Θεός, καὶ τέλος ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους «ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ ὁ Ὕψιστος», ὅπως ἔχει γραφῆ: «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κορ. ς’ 16). Συνέχεια

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ

Μετάφρασις : ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης

untitled21. Ἂν θέλει κανένας νὰ φκιάσει εὐωδιαστὸ θυμίαμα, πρέπει νὰ συνθέσει σὲ ἴση ποσότητα διάφανο καὶ καθαρὸ λιβάνι, κασσία, ὄνυχα καὶ στακτή, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Νόμος (πρβλ. Ἐξόδ. λ΄ 34). Αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὑποδηλώνουν τὶς τέσσερις βασικὲς ἀρετές. Ἂν ἔχουν δηλαδὴ ὅλη τὴν πληρότητα καὶ εἶναι στὸν ἴδιο βαθμὸ ἀναπτυγμένες τότε δὲν πρόκειται νὰ προδοθεῖ ὁ νοῦς.

2. Ὅταν καθαρθεῖ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν πληρότητα τῶν ἐντολῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐκπλήρωση καὶ ἐφαρμογή τους, τότε κάνει ἀκλόνητη τὴν τάξη τοῦ νοῦ, καθιστώντας τὸν ἱκανὸ νὰ δεχτεῖ τὴν κατάσταση ἐκείνη, ποὺ ἀναζητάει.

3. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἐπικοινωνία τοῦ νοῦ μὲ τὸ Θεό. Σὲ ποιὰ κατάσταση, ἀλήθεια, πρέπει νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἁπλωθεῖ καὶ ἐκταθεῖ ἀμετάστροφα ὡς τὸν Δεσπότη του καὶ νὰ τὸν συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρὶς τὴν παρεμβολὴ κανενὸς ἐνδιαμέσου

4. Ἄν, ὅταν προσπάθησε ὁ Μωϋσῆς νὰ πλησιάσει τὴ φλεγόμενη βάτο, ἐμποδίστηκε, ὥσπου νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα τῶν ποδιῶν τοῦ (Ἐξόδ. γ΄ 5), πῶς ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ ἰδεῖς τὸν πέρα ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ ἔννοια καὶ νὰ γίνεις φίλος του, δὲν θὰ πρέπει νὰ λύσεις καὶ νὰ πετάξεις ἀπὸ πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο ἀπὸ πάθος;

5. Πρὶν ἀπὸ κάθε τί ἄλλο νὰ προσεύχεσαι νὰ λάβεις τὸ δῶρο τῶν δακρύων, γιὰ νὰ μαλακώσεις μὲ τὸ πένθος τὴν ἀγριάδα, ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή σου, καί, ἀφοῦ κατηγορώντας τὸν ἑαυτό σου ὁμολογήσεις στὸν Κύριο τὶς ἀνομίες σου, νὰ πετύχεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἐκ μέρους του.

6. Νὰ χρησιμοπειεῖς τὰ δάκρυα γιὰ τὴν πραγμάτωση κάθε αἰτήματος. Γιατί χαίρεται πολὺ ὁ Δεσπότης σου, ὅταν προσεύχεσαι μὲ δάκρυα.

7. Ἂν χύνεις ἄφθονα δάκρυα στὴν προσευχή σου, μὴν τὸ παίρνεις καθόλου ἐπάνω σου, σὰν τάχατες νὰ στέκεις πιὸ ψηλὰ ἀπ’ τοὺς πολλούς. Γιατί μὲ δάκρυα ἔχει ἀποχτήσει δύναμη ἡ προσευχή σου, γιὰ νὰ μπορέσεις πρόθυμα νὰ ὁμολογῆσες τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ ἐξευμενίσεις τὸ Δεσπότη. Μὴ μετατρέψεις λοιπὸν σὲ πάθος ὅ,τι ἀποτελεῖ προφύλαξη ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ μὴν παροργίσεις πιὸ πολὺ αὐτόν, ποὺ ἔχει δώσει τὴ χάρη.

8. Πολλοὶ χύνοντας δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐπειδὴ ξέχασαν τὸ σκοπὸ τῶν δακρύων, κατάντησαν σὲ τρέλα ξεφεύγοντας ἀπ’αὐτόν.

9. Στάσου ἐπίμονα καὶ προσευχήσου ἔντονα καὶ σιχάσου τὶς συνομιλίες τῶν φροντίδων καὶ τῶν λογισμῶν. Γιατί σὲ ταράζουν καὶ σὲ συγχύζουν γιὰ νὰ σὲ κάνουν ἄτονο.

10. Ὅταν σὲ ἰδοῦν οἱ δαίμονες πρόθυμο νὰ προσευχηθεῖς ἀληθινά, τότε βάζουν μὲ τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικῶν πραγμάτων τάχατες ἀναγκαίων καὶ ὓστερ’ ἀπὸ λίγο σὲ κάνουν νὰ τὰ ξεχάσεις κινώντας ἔτσι τὸ νοῦ σὲ ἀναζήτησή τους. Κι ὁ νοῦς μὴ βρίσκοντας τὰ πέφτει σὲ κατάσταση ἀθυμίας καὶ λύπης. Ὅταν ὅμως σταθεῖ σὲ προσευχή, τοῦ θυμίζουν αὐτά, ποὺ ἀναζητοῦσε καὶ εἶχε στὴ μνήμη του, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κινηθεῖ ὁ νοῦς γιὰ ἀπόχτηση τῆς γνώσης τους καὶ νὰ χάσει τὴν καρποφόρα προσευχή. Συνέχεια

Ἡ Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ

Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov

KOMPOSXOINI[1]Ἀρχίζοντας νά μιλῶ γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἐπικαλοῦμαι τή βοήθεια τοῦ παναγάθου καί παντοδύναμου Ἰησοῦ ἐνάντια στή ραθυμία μου καί ἀναθυμοῦμαι τά λόγια τοῦ δικαίου Συμεών γιά τόν Κύριο: «Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34).

Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Κύριος ἦταν καί εἶναι σημεῖον ἀληθείας, ἕνα σημεῖον ἀντιλεγόμενο, ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης καί ἀσυμφωνίας μεταξύ ἐκείνων ποὺ Τόν γνωρίζουν καί ἐκείνων ποὺ δέν Τόν γνωρίζουν, ἔτσι καί ἡ προσευχή στό πανάγιο ὄνομά Του, ποὺ εἶναι, μέ τήν πλήρη σημασία τῆς λέξεως, μέγα καί θαυμαστό σημεῖο, ἔχει καταστεῖ θέμα ἀμφισβήτησης καί διχογνωμίας μεταξύ τῶν ὅσων ἀσκοῦνται σ’ αὐτήν καί ὅσων δέν τήν ἐφαρμόζουν. Κάποιος ἀπό τούς Πατέρες δίκαια παρατηρεῖ ὅτι αὐτός ὁ τρόπος προσευχῆς ἀπορρίπτεται μόνον ἀπό ἐκείνους ποὺ δέν τόν ξέρουν καί τόν ἀπορρίπτουν αὐτοί ἀπό προκατάληψη καί σφαλερές ἀντιλήψεις ποὺ σχημάτισαν γι’ αὐτόν.

Μή δίνοντας προσοχή στήν κατακραυγή ποὺ ἀπορρέει ἀπό προκατάληψη καί ἄγνοια, ἐμπιστευόμενοι στό ἔλεος καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε στούς ἀγαπητούς πατέρες καί ἀδελφούς τήν ταπεινή μας μελέτη γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἐκκλησιαστική παράδοση καί τά γραπτά κείμενα τῶν Πατέρων, στά ὁποῖα ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία γιά τήν παναγία καί παντοδύναμη αὐτὴ προσευχή. «Ἄλαλα γενηθήτω τά χείλη τά δόλια τά λαλοῦντα ἀνομίαν», ἐνάντια στό «δίκαιο» καί μεγαλοπρεπές ὄνομά Του «ἐν ὑπερηφανείᾳ» μέσα στή βαθιά τους ἄγνοια καί μέ περιφρόνηση γιά τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Ἀναλογιζόμενοι τό μεγαλεῖο του ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καί τή σώζουσα δύναμη τῆς προσευχῆς ποὺ γίνεται στό ὄνομά Του, ἀναφωνοῦμε μέ πνευματική εὐφροσύνη καί θαυμασμό: «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητάς σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπί σέ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ λέγεται μ’ αὐτά τά λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Ἀρχικά λεγόταν χωρίς τήν προσθήκη τῶν λέξεων «τόν ἁμαρτωλόν». Οἱ λέξεις αὐτές προστέθηκαν στά ἄλλα λόγια τῆς προσευχῆς μεταγενέστερα. Οἱ τελευταῖες αὐτές λέξεις, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ, ποὺ ὑποδηλώνουν συνείδηση καί ὁμολογία τῆς πτώσης, εἶναι ταιριαστές γιά μᾶς καί εὐάρεστες στόν Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά προσευχόμαστε γιά νά ἀναγνωρίζουμε καί νά ἐξομολογούμαστε τήν ἁμαρτωλότητά μας(1).

Οἱ Πατέρες ἐπιτρέπουν στούς ἀρχάριους, ἀπό σεβασμό πρός τήν ἀδυναμία τους, νά χωρίζουν τήν προσευχή σέ δύο μέρη καί νά λέγουν κάποτε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» καί κάποτε «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἁπλῶς μία παραχώρηση ἤ ἐπιείκεια, καί καθόλου μία ἐντολή ἤ κανόνας ποὺ ἀπαιτεῖ ἀνελλιπῆ συμμόρφωση. Εἶναι πολύ καλύτερο νά λέγεται ἀδιάλειπτα ἡ ἴδια προσευχή ὁλόκληρη, χωρίς ὁ νοῦς νά περισπᾶται ἤ νά σκοτίζεται μέ ἀλλαγές ἤ μέ ἔγνοια γιά ἀλλαγές. Ἀκόμα κι ἐκεῖνος ποὺ βρίσκει ἀναγκαία κάποια ἀλλαγή ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας του, δέν πρέπει νά ἐπιτρέπει κάτι τέτοιο στόν ἑαυτό του συχνά. Γιά παράδειγμα, τό πρῶτο μισό τῆς προσευχῆς εἶναι δυνατό νά λέγεται ὡς τό ἄλλο μισό ὕστερα ἀπό τό γεῦμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναίτης ἀπαγορεύει τίς συχνές ἀλλαγές, λέγοντας: «Οὐ ριζοῦνται τά φυτά συνεχῶς μεταφυτευόμενα». Συνέχεια

Σύντομη ἑρμηνεία στὴν προσευχὴ “Πάτερ ἡμῶν”

Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

sfanta-cruce-decani[1]…Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τρόπο συνοπτικὸ περιέχει κρυμμένο μυστικὰ ὅλο τὸ σκοπὸ ὅσων ἀναφέρθηκαν, ἤ, γιὰ νὰ κυριολεκτήσω, τὸν κηρύττει καθαρὰ σʼ ἐκείνους ποὺ ἔχουν δεκτικὸ νοῦ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσα προξένησε μὲ τὴν κένωσή Του κατὰ τὴ σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκουμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσω τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδὴ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων —κατὰ τὸν θεῖο Ἀποστολο— εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καθὼς μὲ τὴ σάρκωσή Του φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Πατέρα ποὺ ἀγνοοῦσαν, καὶ στὸν Πατέρα φέρνει μέσω τοῦ Πνεύματος τοὺς ἀνθρώπους συμφιλιωμένους μὲ Αὐτόν, γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ὁποίων ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ὑποστεῖ μεταβολή. Καὶ ἔγινε διδάσκαλος καὶ αὐτουργὸς πολλῶν νέων μυστηρίων, τόσων ὥστε δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ λόγος νὰ τὰ συλλάβει στὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθός τους. Ἀπὸ αὐτά, φαίνεται πὼς δώρισε μὲ ἐξαιρετικὴ μεγαλοδωρία στοὺς ἀνθρώπους ἑφτά, γενικότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα, κι αὐτῶν τὴ δύναμη, καθὼς εἶπα, περιέχει μυστικὰ ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς. Αὐτὰ εἶναι: θεολογία, υἱοθεσία κατά χάρη, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή, ἀποκατάσταση τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυση τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ κατάργηση τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων.

Θεολογία διδάσκει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή Του, καθὼς φανερώνει στὸν ἑαυτὸ Του τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὅλος ὁ Πατέρας καὶ ὅλο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν κατὰ τὴν οὐσία σὲ ὅλο τελείως τὸν Υἱὸ καὶ κατὰ τὴ σάρκωσή Του, χωρὶς Αὐτοὶ νὰ σαρκωθοῦν, ἀλλὰ ὁ μὲν Πατέρας εὐδοκοῦσε, τὸ δὲ Πνεῦμα συνεργοῦσε μὲ τὸν Υἱὸ ποὺ δεχόταν ὁ ἴδιος τὴ σάρκωση, ἀφοῦ βέβαια ὁ Λόγος ἐξακολούθησε νὰ ἔχει Νοῦ καὶ Ζωή, μὴ χωρώντας σὲ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο κατὰ τὴν οὐσία Του, παρὰ μόνο στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ πραγματοποιώντας τὴν ὑποστατική Του ἕνωση μὲ τὴ σάρκα ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Συνέχεια

Ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς

Πρωτ. Μιχαὴλ Καρδαμάκη

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς», ἀνακεφαλαιώνει ὅλο τὸ πνεῦμα τῆς ἀσκήσεώς μας, σημαδεύει τὴν ἀσκητική μας ὁδό, κατὰ τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴ περίοδο. Συνοψίζει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος μας, μὲ τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ εἶναι σφραγισμένη ἡ χριστιανική μας ὕπαρξη, τὸ καινὸ εἶναι μας ἐν Χριστῷ, γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὸ καὶ χαροποιὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανὸς ἄνθρωπος, διὰ τοῦ εἶναι καὶ ὄχι διὰ τοῦ ἔχειν, καλεῖται νὰ γίνει μιὰ μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὅλη ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια ὀφείλει νὰ γίνει μέσα στὸν ἄνθρωπο, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι δηλαδὴ προσπάθεια μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίσει μὲ τὴ σειρά του καρποὺς στὴν ἱστορία, στὶς καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν του. Ἂν πραγματοποιήσουμε τὴν ἀλλαγὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μέσα, ἂν κατορθώσουμε, κατὰ τὸ δυνατὸ καὶ μὲ τὴ χάρη, τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, χάρη τῆς δημιουργικῆς ἐλευθερίας, τότε μποροῦμε νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ περιμένουμε τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μας, τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἐξωτερικῶν συνθηκῶν. Ἡ ἐποχή μας δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδέες ἢ ἰδεολογίες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ μάρτυρες τῆς ζωῆς, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴ συνάντηση ἀσκήσεως καὶ χάρης.

Τὸ πρῶτο σχόλιό μας συγκεντρώνεται πάνω σὲ μιὰ δεσπόζουσα φράση τῆς Εὐχῆς: «Κύριε καὶ Δέσποτα καὶ Βασιλεῦ τῆς ζωῆς μου». Πρόκειται γιὰ μιὰν ἐπίκληση-κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀσθενοῦντος ἀνθρώπου, μὲ ἀπόλυτη τὴν αἴσθηση τῆς σμικρότητας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Του, μὲ μοναδικὴ βεβαιότητα ἢ μὲ μόνη βέβαιη προσφορά του τὴν ταπείνωση, σημεῖο πραγματικῆς αὐτογνωσίας. Ὁλόκληρη τὴν Εὐχὴ διαπερνᾶ ἕνα αἴσθημα βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου, ποὺ προϋποθέτει τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ἢ ἀδυναμίας του, ἕνα αἴσθημα πού, κατὰ τρόπο παράδοξο, ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐλευθερίας του. Ἕνα αἴσθημα ἀκριβῶς ἀκατανόητο ἢ ἀναξιοπρεπὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ ἐλευθερία του κερδίζεται τάχα μὲ τὴν ἀνταρσία ἢ τὴν ἐπαναστατικότητα, τὴν ἀνεξαρτησία ἢ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἡ ἐπίκληση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ ὡς Κυρίου καὶ Δεσπότη καὶ Βασιλέα μας, εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας θαυματουργεῖ στὴν ἀσθένειά μας. Ὁ Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος συνοψίζει τὴν ὀρθόδοξη θέση ὅταν διδάσκει ὅτι «σωτηρία γὰρ τοῦ προσώπου μου οὐχὶ τὰ ἔργα μου, ἀλλ’ ὁ Θεός μου ἐστιν». Ὁ Θεὸς βέβαια, ποὺ δὲ νοεῖται ὡς μιὰ γενικὴ μεταφυσικὴ ἀρχή, μιὰ ἱερὴ ὑπερβατικότητα, μιὰ ὑπερκοσμικὴ δύναμη, ἀλλὰ ποὺ λατρεύεται ὡς ὁ Κύριος καὶ ὁ Δεσπότης καὶ ὁ Βασιλέας τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Σωτήρας καὶ ὁ Παράκλητος στὴν καθημερινή μας περιπέτεια. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τρία ὀνόματα μαρτυροῦν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴ θεότητα καὶ τὴν κυριαρχία, τὴ μοναδικότητα καὶ παντοδυναμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ μόνος καὶ ἀπόλυτος Κύριος, Δεσπότης καὶ Βασιλέας, στὸν ὁποῖο ὑποτάσσονται καὶ ὑπακούουν οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, κάθε νόημα καὶ κάθε ἀγάπη μας. Καμιὰ κοσμικὴ δύναμη ἢ ἀνθρώπινη ἐξουσία, καμιὰ ἐγκόσμια ἢ ὑπερκόσμια πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ τέλος ὅλων τῶν δημιουργημάτων. Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ν. Καβάσιλας, «διὰ τὸν Χριστὸν ἀνθρώπου φύσις συνέστη ἐξ ἀρχῆς, καὶ νοῦς καὶ ἐπιθυμία πρὸς ἐκεῖνον κατεσκευάσθη καὶ λογισμὸν ἐλάβομεν, ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκομεν, ἐπεὶ καὶ δημιουργημένοις αὐτὸς ἀρχέτυπον ἦν». Κάθε πιστὸς πάντοτε, καὶ ἰδιαίτερα τὴ λειτουργικὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μπορεῖ νὰ ἀπευθύνει τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη καὶ Βασιλέα τῆς ζωῆς του. Συνέχεια

Γιὰ τὴν ἱερὴ καὶ θεοποιὸ προσευχὴ

Ἅγ.Συμεὼν Θεσσαλονίκης

Κεφάλαιο 296

03[1]Αὐτὴ λοιπὸν ἡ θεία προσευχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ Σωτήρα μας, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», εἶναι καὶ προσευχὴ καὶ εὐχὴ καὶ ὁμολογία τῆς πίστεως· παρέχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι χορηγὸς θείων δωρεῶν, κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἐκδίωξη τῶν δαιμόνων, κατοίκηση μέσα μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πηγὴ πνευματικῶν ἐννοιῶν καὶ θείων λογισμῶν, ἀπολύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, θεραπεία τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, χορηγός τοῦ θείου φωτισμοῦ, βρύση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, δωρητὴς θείων ἀποκαλύψεων καὶ μυήσεων στὸν ταπεινό, καὶ τὸ μόνο σωτήριο, γιατί ἔχει τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, ποὺ εἶναι τὸ μόνο ὄνομα ποὺ μᾶς δόθηκε, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σωθοῦμε μὲ κανένα ἄλλο ὄνομα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος.

Εἶναι ἐν πρώτοις προσευχή, γιατί μὲ αὐτὴ ζητοῦμε τὸ θεῖο ἔλεος. Καὶ εὐχή, γιατί παραδίνουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἐπίκλησή Του. Καὶ ὁμολογία, γιατί αὐτὸ ὁμολόγησε ὁ Πέτρος καὶ δέχτηκε τὸ μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ παρέχει τὸ Πνεῦμα, γιατί κανένας δὲν λέει Κύριο τὸν Ἰησοῦ παρὰ μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι καὶ χορηγὸς θείων δωρεῶν, ἀφοῦ γιʼ αὐτὴ τὴν ὁμολογία ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο νὰ τοῦ δώσει τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιατί βλέπει καὶ καλεῖ τὸν Θεὸ καὶ καθαίρει αὐτὸν ποὺ Τὸν βλέπει. Καὶ ἐκδίωξη δαιμόνων, γιατί μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκδιώχθηκαν καὶ ἐκδιώκονται ὅλοι οἱ δαίμονες. Καὶ κατοίκηση μέσα μας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μὲ τὴ θύμησή Του ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα μας καὶ μὲ αὐτὴ εἶναι ἔνοικός μας καὶ μᾶς γεμίζει εὐφροσύνη, ὅπως λέει καὶ ὁ Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα τὸν Θεὸ καὶ ἐνίωσα εὐφροσύνη». Καὶ πηγὴ πνευματικῶν ἐννοιῶν καὶ λογισμῶν, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ θησαυρὸς κάθε σοφίας καὶ γνώσεως καὶ τὶς χορηγεῖ σὲ ὅποιους κατοικεῖ. Καὶ ἀπολύτρωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ἐπειδὴ γιʼ αὐτὴ τὴν ὁμολογία εἶπε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος: «Ὅσα θὰ λύσεις, θὰ εἶναι λυμένα στὸν οὐρανό». Καὶ θεραπεία ψυχῶν καὶ σωμάτων, γιατί ὁ Πέτρος εἶπε: «Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σήκω καὶ βάδισε» καί: «Αἰνέα, σὲ θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός». Καὶ χορηγὸς θείου φωτισμοῦ, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ καὶ μεταδίδει τὴ λαμπρότητα καὶ τὴ χάρη Του σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται· ὅπως λέει καὶ ὁ Ψαλμωδός: «Ἂς εἶναι ἡ λαμπρότητα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας ἐπάνω μας», καὶ ὁ Κύριος: «Ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ, θὰ ἔχει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Καὶ βρύση θείου ἐλέους, γιατί ζητοῦμε ἔλεος καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ σπλαχνίζεται ὅλους ὅσοι τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ ἀποδίδει τὸ δίκαιο γρήγορα σʼ ἐκείνους ποὺ φωνάζουν πρὸς Αὐτόν. Καὶ δωρητὴς θείων ἀποκαλύψεων καὶ μυήσεων στοὺς ταπεινούς, γιατί καὶ ἡ ἴδια δόθηκε μὲ ἀποκάλυψη τοῦ οὐράνιου Πατέρα στὸν Πέτρο ποὺ ἦταν ἕνας ταπεινὸς ψαράς, καὶ ὁ Παῦλος ἀνυψώθηκε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄκουσε ἀποκαλύψεις, καὶ πάντοτε ἐνεργεῖ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ τὸ μόνο σωτήριο, γιατί στὸ ὄνομα κανενὸς ἄλλου δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος καὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός· γιʼ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα ὅλοι θὰ ὁμολογήσουν καὶ θὰ ὑμνήσουν θέλοντας μὴ θέλοντας, ὅτι Κύριος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Συνέχεια

Λόγος εἰς τὴν Προσευχὴν (Πάτερ ἡμῶν)

 Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης

imagesCAXVASDG «…Ἡ προσευχὴ εἶναι φύλακας τῆς σωφροσύνης, χαλιναγωγεῖ τὸν θυμό, καταστέλλει τὴν ὑπερηφάνεια, καθαρίζει ἀπὸ τὴ μνησικακία, διώχνει τὸ φθόνο, καταργεῖ τὴν ἀδικία, ἐπανορθώνει τὴν ἀσέβεια.

      Ἡ προσευχὴ εἶναι δύναμη τῶν σωμάτων, φέρνει χαρὰ στὸ σπίτι, χορηγεῖ εὐνομία στὴν πόλη, παρέχει ἰσχὺ στὴν ἐξουσία, δίνει νίκη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου, ἐξασφαλίζει τὴν εἰρήνη, ξαναενώνει τοὺς χωρισμένους, διατηρεῖ στὴ θέση τοὺς ἑνωμένους.

      Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἐπισφράγισμα τῆς παρθενίας, ἡ πιστότητα τοῦ γάμου, ὅπλο στοὺς ὁδοιπόρους, φύλακας ὅσων κοιμοῦνται, θάρρος τῶν ξύπνιων, στοὺς γεωργοὺς φέρνει τὴν εὐφορία, στοὺς ναυτιλόμενους χαρίζει τὴ σωτηρία.

      Ἡ προσευχὴ γίνεται συνήγορος τῶν δικαζομένων, ἐλευθερία τῶν φυλακισμένων, παρηγοριὰ τῶν λυπημένων, χαρὰ γιὰ τοὺς χαρούμενους, παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντες, δόξα γιʼ  αὐτοὺς πού ἔρχονται σὲ γάμο, γιορτὴ στὰ γενέθλια, σάβανο σʼ αὐτοὺς πού πεθαίνουν.

      Ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία μὲ τὸν Θεό, θεωρία τῶν ἀοράτων, πληροφόρηση γιὰ ὅσα ἐπιθυμοῦμε, ὁμοτιμία μὲ τοὺς ἀγγέλους, προκοπὴ στὰ καλὰ ἔργα, ἀποτροπὴ ἀπὸ τὰ κακά, διόρθωση γιὰ κείνους πού ἁμαρτάνουν, ἀπόλαυση τῶν παρόντων ἀγαθῶν, ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος.

      Ἡ προσευχὴ μετέβαλε γιὰ τὸν Ἰωνᾶ σὲ σπίτι τὸ κῆτος, ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὸν Ἐζεκία ἀπὸ αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ θανάτου. Γιὰ χάρη τῶν τριῶν νέων μετέστρεψε τὴ φλόγα τῆς καμίνου σὲ δροσερὴ αὔρα καὶ γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες κέρδισε νίκη κατὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἐνῶ τὶς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες τοῦ Ἀσσυριακοῦ στρατοῦ μὲ ἀόρατη ρομφαία κατανίκησε σὲ μιὰ νύχτα.

      Καὶ κοντὰ σʼ αὐτὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς ἀμέτρητα παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἔχουν γίνει κι ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται καθαρὰ ὅτι κανένα ἀπὸ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν προσευχή.

      Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ καὶ κάθε εἴδους τὰ ἀγαθὰ πού μᾶς ἔδωκε ἡ θεία χάρη, αὐτὸ τὸ ἕνα ἔχουμε νὰ ἀνταποδώσουμε γιὰ ὅσα λάβαμε, δηλαδὴ νὰ πληρώνουμε τὸν Εὐεργέτη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν εὐχαριστία…».

Ἡ ψυχρότητα στὴν προσευχὴ

Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

Ἡ ψυχρότητα στὴν προσευχὴ ὀφείλεται εἴτε σὲ ψυχικὴ κόπωση εἴτε σὲ πνευματικὸ κορεσμὸ εἴτε σὲ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἀναπαύσεις εἴτε σὲ πάθη, ποὺ κυριεύουν τὴν ψυχή, προπαντὸς στὴν ἔπαρση. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐνάντια στὴν πνευματικὴ ζωή, μέσα στὴν ὁποία κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ προσευχή. Ἔτσι, πρῶτα καὶ κύρια προκαλοῦν τὸ στέρεμα τῆς πηγῆς τῆς προσευχῆς μέσα μας. Αὐτό, ὅμως, μπορεῖ νὰ ὀφείλεται καὶ σὲ ἀπομάκρυνση τῆς χάριτος, ποὺ συμβαίνει μὲ θεία παραχώρηση. Καὶ νὰ γιατί: Ὅταν ἡ ψυχὴ μας φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ μας ξεχύνεται ὁλόθερμη προσευχή, δὲν ἔχουμε παρὰ ἐλεητικὴ ἐπίσκεψη τῆς χάριτος. Ἐμεῖς ὅμως, ὅταν ἡ εὐλογημένη αὐτὴ κατάσταση παρατείνεται γιὰ πολύ, νομίζουμε ὅτι κατορθώσαμε κάτι σπουδαῖο μὲ τὸ δικό μας ἀγώνα καὶ κυριευόμαστε ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Γιὰ λόγους παιδαγωγικούς, λοιπόν, ἀπομακρύνεται ἡ χάρη καὶ μένει ἡ ψυχὴ μας μόνη της, γυμνὴ καὶ ἀδύναμη, ἀνίκανη νὰ ζήσει πνευματικά, ψυχρὴ καὶ ἀπρόθυμη νὰ προσευχηθεῖ…

Τί θὰ κάνουμε, λοιπόν, γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Πρῶτα-πρῶτα θὰ φροντίσουμε νὰ ἐξουδετερώσουμε τὶς αἰτίες της. Καὶ ὕστερα, παρ’ ὅλη τὴν ψυχρότητα τῆς ψυχῆς μας, θὰ κάνουμε μὲ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ τὸν καθημερινὸ προσευχητικὸ κανόνα μας, προσπαθώντας ἀφ’ ἑνὸς νὰ συγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας στὰ λόγια τῶν εὐχῶν καὶ ἀφετέρου νὰ ξεσηκώνουμε μέσα στὴν καρδιὰ μας αἰσθήματα φιλόθεα. Μὲ τὸν καιρὸ ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ταπείνωση καὶ τὴν καρτερία μας, θὰ μᾶς ξαναστείλει τὴ χάρη Του, ποὺ θὰ διώξει τὸ πνεῦμα τῆς ψυχρότητος, ὅπως ὁ ἄνεμος διώχνει τὴν ὁμίχλη. Συνέχεια

Προσευχή

Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως

images[7]Τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ὑμνεῖ τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο ποὺ τοῦ ἁρμόζει. Αὐτὸ μόνο ἐξηγεῖ τὴν πνευματική του ὑπόσταση. Αὐτὸ μόνο δικαιώνει τὴν ἐξέχουσα θέση τοῦ μέσα στὴ δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ λατρεύει τὸ Θεὸ καὶ νὰ μετέχει στὴ θεία Τοῦ ἀγαθότητα καὶ μακαριότητα. Ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι, λαχταράει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τρέχει μὲ πόθο νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς Αὐτόν.

Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ὑμνωδία εὐφραίνεται. Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀγάλλεται καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ σκιρτάει. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο ἡ ψυχὴ τοῦ ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ γεμίζει ἀπὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Καὶ ὅσο ἀποχωρίζεται τὰ γήινα καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, τόσο περισσότερο ἀπολαμβάνει τὴν οὐράνια εὐφροσύνη. Ἡ δοκιμὴ καὶ ἡ πείρα μᾶς ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια αὐτή.

Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται στὶς προσευχὲς ἐκεῖνες ποὺ προσφέρονται μὲ τὸν πρέποντα τρόπο, δηλαδὴ μὲ συναίσθηση τῆς ἀτέλειας καὶ τῆς ἀναξιότητός μας. Γιὰ νὰ ὑπάρξει ὅμως τέτοια συναίσθηση, ἀπαιτεῖται τέλεια αὐταπάρνηση τοῦ κακοῦ μας ἑαυτοῦ καὶ ὑποταγὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται ταπείνωση καὶ ἀδιάλειπτη πνευματικὴ ἐργασία.

Ἀναθέστε ὅλες τὶς φροντίδες σας στὸ Θεό. Ἐκεῖνος προνοεῖ γιὰ σᾶς. Μὴ γίνεστε ὀλιγόψυχοι καὶ μὴν ταράζεστε. Αὐτὸς ποὺ ἐξετάζει τὰ ἀπόκρυφα βάθη τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, γνωρίζει καὶ τὶς δικές σας ἐπιθυμίες καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὶς ἐκπληρώσει ὅπως Αὐτὸς γνωρίζει. Ἐσεῖς νὰ ζητᾶτε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας. Μὴ νομίζετε ὅτι, ἐπειδὴ ὁ πόθος σᾶς εἶναι ἅγιος, ἔχετε δικαίωμα νὰ παραπονιέστε, ὅταν οἱ προσευχές σας δὲν εἰσακούονται. Ὁ Θεὸς ἐκπληρώνει τοὺς πόθους σας μὲ τρόπο ποὺ ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε. Νὰ εἰρηνεύετε λοιπὸν καὶ νὰ ἐπικαλεῖστε τὸ Θεό.

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δεήσεις ἀπὸ μόνες τους δὲν μᾶς ὁδηγοῦν στὴν τελειότητα. Στὴν τελείωση ὁδηγεῖ ὁ Κύριος, ποὺ ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα μας, ὅταν ἐμεῖς ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές Του. Καὶ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐντολὲς εἶναι νὰ γίνεται στὴ ζωή μας τὸ θέλημα ὄχι τὸ δικό μας, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ γίνεται μὲ τὴν ἀκρίβεια ποὺ γίνεται στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Γιὰ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ λέμε: «Κύριε, ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὅπως Ἐσύ, «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανω καὶ ἐπὶ τῆς γής»». Χωρὶς λοιπὸν τὸ Χριστὸ μέσα μας, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ δεήσεις ὁδηγοῦν στὴν πλάνη.

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

              Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Ueotokos Deom.Στήν προηγούμενη ὁμιλία μας ἀναπτύξαμε στήν ἀγάπη σας τά σχετικά μέ τή νηστεία καί σύμφωνα μέ τή δύναμή μας σᾶς ἀναφέραμε τά πλεονεκτήματα της. Ἐπίσης σέ μιά ἄλλη προηγούμενη ὁμιλία μας, ἀναπτύξαμε στή φιληκοΐα σας τά σχετικά μέ τό βάπτισμα, καί τώρα ἐπιθυμοῦμε νά σᾶς μιλήσουμε καί περί προσευχῆς. Ποιά δηλαδή εἶναι ἡ δύναμή της καί ποιά ὠφέλεια ἀποκομίζουν ὅσοι εἶναι συνδεδεμένοι μέ τήν προσευχή.

Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν νά ἀκούσετε μέ καλή διάθεση καί εὐλάβεια, ἔχοντας τεταμένη τήν προσοχή σας στά λεγόμενα. Διότι ἡ προσευχή, ἐπειδή τυχαίνει νά εἶναι ἡ πιό μεγάλη καί ἡ πιό ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐντολές, καί θά λέγαμε εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἐντολῶν, ἀπό αὐτή πηγάζουν ὅλα τά θεϊκά προστάγματα. Διότι ποιός ἀπό αὐτούς πού προσεύχονται μπορεῖ νά παραβλέψει τόν πλησίον του πού τόν δέρνει ἡ φτώχεια, ὥστε νά πηγαίνει ὁ κόπος τῆς προσευχῆς του χαμένος; Ποιός μπορεῖ νά ἐπιθυμεῖ ἕναν τέτοιο πλοῦτο καί μιά τέτοια περιουσία ὥστε νά ἐπιφορτίζει μόνο τό σῶμα του μέ μάταιο κόπο, ἐνῶ ἡ ψυχή του θά εἶναι δοσμένη κάπου ἀλλοῦ; Διότι ἡ ἀρρώστια τῆς φιλοχρηματίας μοιάζει μέ κάποια ἀθεράπευτη καί μόνιμη ἀσθένεια πού οὔτε ὁδηγεῖ σύντομα στό θάνατο οὔτε πάλι τήν τέλεια ὑγεία παρέχει στό σῶμα, ἀλλά λίγο-λίγο τό κάνει νά ἀτονεῖ μέχρις ὅτου, ἀφοῦ καταρρεύσει πρῶτα ἀπό τίς ἐπερχόμενες ταλαιπωρίες καί τούς ἀναρίθμητους πόνους, τό παραπέμπει στό τέλος στόν κοινό θάνατο.

Ποιός δέ ἐραστής τῆς προσευχῆς εἶναι δυνατόν νά παραβλέψει τή νηστεία, ἀφοῦ διδάσκεται ἀπ᾿ αὐτή τήν Ἁγία Γραφή ὅτι «ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή λυτρώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο»; (Τωβίτ 12, 8, 9.) Ἄλλωστε δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικαλεῖται κανείς τόν Κύριο ἀπό βαθείας καρδίας, ὅταν ἔχει σύντροφο ἀχώριστο τήν πολυφαγία καί τή μέθη, πράγμα πού τό παρήγγειλε ὁ Κύριος στούς μαθητές του στό Εὐαγγέλιο: «Προσέχετε», λέει, «μήπως οἱ καρδιές σας γίνουν βαριές καί δυσκίνητες στά πνευματικά ἀπό τό ἄσωτο φαγ0πότι καί τή μέθη» (Λουκ. 21, 4). Διότι ὅπως οἱ μυρωδιές ἀπό τό πολλά φαγητά πού βάζουμε μέσα μας ἐπιδρᾶ στόν ἐγκέφαλο καί θολώνει τό λογισμό καί ἀναστατώνει τήν καρδιά μας, ὥστε νά μή μπορεῖ νά παίρνει σωστές ἀποφάσεις, ἔτσι καί ἡ πραγματική προσευχή ἀποτελεῖ ἀφετηρία ὅλων τῶν ἐντολῶν καί ἀναγκάζει μέ τή δική της χάρη ὅλες τίς ἄλλες ἐντολές νά συμβαδίζουν. Συνέχεια

Προσευχή καί Κατάκριση

  Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

Ὅσοι ἀληθινὰ ἀπεφάσισαν νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Κύριο, πρέπει νὰ καταγίνονται στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀδιάλειπτη καὶ νοερὰ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό». Τὶς ὧρες ποὺ ἀκολουθοῦν μετὰ τὸ γεῦμα μπορεῖ κανεὶς νὰ προσεύχεται ὡς ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό».

Μπορεῖ ἐπίσης νὰ καταφεύγει ἰδιαιτέρως στὴ Θεοτόκο: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» ἢ νὰ λέει τὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό: «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία…» Μὲ αὐτή τὴν ἀπασχόληση ὄχι μόνο διατηροῦμε εἰρηνικὴ τὴ συνείδησή μας, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. Διότι, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε μὲ ἄλλο τρόπο τὸν Θεό, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Τὰ εἴδη τῆς προσευχῆς περιγράφει πολὺ καλὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος. Ὅσο γιὰ τὴν ἀξία της ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει: «Μεγάλο τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς· εἶναι θησαυρὸς ἀτίμητος, πλοῦτος ἀδαπάνητος, λιμάνι ἀχείμαστο, πρόξενος τῆς ἡσυχίας , ρίζα, πηγὴ καὶ μητέρα πλήθους καλῶν ἔργων». Συνέχεια

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 Ἁγίου Λουκᾶ ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας

Πάντα μὲ πολλὴ παρρησία πρέπει νά πλησιάζουμε τὸν Θεό, νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ πού περιμένουν βοήθεια ἀπὸ τὴν μητέρα τους καὶ ἁπλώνουν πρὸς αὐτὴν τὰ μικρὰ χεράκια τους. Νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν ἕνας φτωχὸς πού πεθαίνει τῆς πείνας καὶ ἦρθε νά παρακαλέσει τὸν Ἄνθρωπο πού εἶναι γνωστὸς γιά τὴν εὐσπλαχνία Του νά τὸν βοηθήσει. Νά Τὸν ἱκετεύουμε σὰν τὴν Χαναναία γυναῖκα πού μὲ ἐπιμονὴ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ καὶ σηκώνει σ’ Αὐτὸν τὰ χέρια της. Τὸν ἱκετεύει μὲ παρρησία γιατὶ πιστεύει καὶ ξέρει ὅτι θὰ λάβει αὐτὸ πού ζητᾶ. Πιστεύει καὶ γι’ αὐτὸ παίρνει βοήθεια.

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι δύο προϋποθέσεις ὑπάρχουν γιά νά γίνει δεκτὴ ἡ προσευχὴ μας ἀπὸ τὸν Θεό. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα χρειάζεται βαθεῖα καὶ μεγάλη πίστη στόν Κύριο, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά νά πιστεύουμε σ’ Αὐτὸν πού ἱκετεύουμε. Καὶ τὸ δεύτερο, νά μὴν ὑπάρχει οὔτε ἴχνος ἀμφιβολίας, κανένας δισταγμὸς στήν καρδιά, ἀλλὰ μόνο ἡ πίστη, ἡ πίστη στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Μόνο ἡ προσευχὴ πού βγαίνει ἀπὸ καρδιά πού εἶναι γεμάτη ἐλπίδα καὶ πίστη ἀκούγεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ἡ προσευχὴ θέλει ἐπιμονή. Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν θὰ λάβουμε ἀμέσως αὐτὸ πού ζητᾶμε. Πρέπει νά δείξουμε ὅτι εἶναι σταθερὴ ἡ ἐλπίδα πού ἔχουμε στόν Θεὸ καὶ ἡ ἐπιμονὴ σ’ αὐτὰ πού ζητᾶμε. Συνέχεια

Ἡ προσευχή τῆς Μ.Τεσσαροκοστῆς

    

 

  “Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…”      

Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ,δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα,καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου,

ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

Ἑρμηνευτική ἀπόδοση

“Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μήν ἐπιτρέψεις νά μέ κυριεύσει τό πνεῦμα τῆς ἀργίας,

τῆς περιέργειας, τῆς φιλαρχίας, καί τῆς ἀργολογίας. Χάρισε Ἐσύ σέ μένα, τόν τιποτένιο δοῦλο Σου,

πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης.

Ναί, Κύριε, καί Βασιλιά μου,δός μου τό χάρισμα νά βλέπωμόνο τίς δικές μου ἁμαρτίες καί τά λάθη

καί νά μή κατακρίνω τόν ἀδελφό μου. Γιά Σένα πού εἶσαι ἄξιος κάθε τιμῆς καί δοξολογίας

στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.”

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Alexander Schmemann

Ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς προσευχὲς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μία σύντομη προσευχὴ μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἡ Παράδοση τὴν ἀποδίδει σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους δασκάλους τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν ἅγιο Ἐφραὶμ τὸ Σύρο…

Τούτη ἡ προσευχὴ λέγεται δύο φορὲς στό τέλος κάθε ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀπὸ τή Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ (δέν τή λέμε τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, ὅπως θὰ δοῦμε καὶ πιὸ κάτω, γιατὶ οἱ ἀκολουθίες αὐτές τίς δύο μέρες δέν ἔχουν τὸ τυπικὸ τῆς Σαρακοστῆς). Τὴν πρώτη φορὰ λέγοντας τὴν προσευχὴ κάνουμε μία μετάνοια σὲ κάθε αἴτηση. Ἔπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ὁλόκληρη ἡ προσευχὴ ἐπαναλαμβάνεται μὲ μία τελικὴ μετάνοια στό τέλος τῆς προσευχῆς.

Γιατὶ αὐτὴ ἡ σύντομη καὶ ἁπλὴ προσευχὴ κατέχει μία τόσο σημαντικὴ θέση στήν ὅλη λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Διότι ἀπαριθμεῖ, μ’ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, ὅλα τὰ ἀρνητικὰ καὶ τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῆς μετανοίας καὶ ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, ἕνα «κανόνα ἐλέγχου» τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸς ὁ ἀγῶνας σκοπεύει πρῶτα ἀπ’ ὅλα στήν ἀπελευθερώσή μας ἀπὸ μερικὲς βασικὲς πνευματικὲς ἀσθένειες πού διαμορφώνουν τή ζωή μας καὶ μᾶς κάνουν πραγματικὰ ἀνίσχυρους ἀκόμα καὶ γιά νά κάνουμε ἀρχὴ στροφῆς στόν Θεό. Συνέχεια

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

  Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι παρεκάλεσαν τὸν Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθώς Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ» (Λουκ. ια΄, 1). Τότε ὁ Κύριος τοὺς παρέδωσε τὴν Κυριακὴ προσευχή (Ματθ. στ΄, 9-13).

Πάτερ ἡμῶν

 Ἡ πρώτη λέξι, πόσο εἶναι γλυκειά! Μέχρι τώρα δὲν τολμούσαμε νὰ στρέψωμε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό. Χαμηλώναμε τὰ μάτια στὴν γῆ καί, ξαφνικά, δεχθήκαμε τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ κι ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας συγχωρέθηκαν. Ἀπὸ πονηροὶ δοῦλοι, ποὺ ἤμασταν, ἐγίναμε καλοὶ «υἱοί». Μήν ὑπερηφανευώμεθα, ὅμως, γιὰ τὴν δική μας προσπάθεια, ἀλλὰ γιὰ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ. «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφεσ. β΄,5).

Τὸ νὰ ὁμολογήσωμε τὴν χάρι δὲν εἶναι οἴησι, δὲν εἶναι ἔπαρσι, ἀλλὰ πίστι. Τὸ νὰ διακηρύξωμε αὐτὸ ποὺ ἐλάβαμε δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ ἀφοσίωσι· ἂς ὑψώσωμε τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα, ποὺ μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος, πρὸς τὸν Πατέρα, ποὺ μᾶς «ἐξηγόρασε» μὲ τὸν Υἱό Του κι ἂς ποῦμε: «Πάτερ ἡμῶν». Εἶναι αὐτὴ μιὰ καλή, μιὰ ταπεινὴ καύχησι. Σάν ἕνα παιδί, τὸν ὀνομάζομε πατέρα. Ἀλλά, μὴ διεκδικοῦμε κάποιο προνόμιο. Μὲ τὸν εἰδικὸ κι ἀπόλυτο τρόπο δὲν εἶναι Πατέρας παρὰ τοῦ Χριστοῦ μονάχα· γιὰ μᾶς εἶναι ὁ κοινὸς Πατέρας. Γιατὶ μόνο Ἐκεῖνον τὸν ἐγέννησε, ἐνῶ ἐμᾶς μᾶς ἐδημιούργησε.

Ἄς λέμε λοιπὸν καὶ μεῖς, κατὰ χάριν, «Πάτερ ἡμῶν», γιὰ νὰ γίνωμε ἄξιοι νὰ εἴμαστε παιδιά Του. Ἄς κάνωμε δική μας τὴν εὔνοια καὶ τὴν τιμή, ποὺ ἐχάρισε στὴν Ἐκκλησία. Συνέχεια

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

Ἕνας γέροντας εἶπε:

‒ Ἄν δέν ἔχεις ταπείνωση πνευματική ἤ προσευχή πνευματική, ἀπόκτησε ἔστω σωματική. Κι ἀπ᾽ αὐτήν θά σοῦ ἔρθει καί ἡ πνευματική.    ώτησε κάποιος ἕνα Γέροντα:

 ‒ Πῶς μπορεῖ κανείς νά προσεύχεται πάντοτε; Γιατί τό σῶμα δέν ἀντέχει νά στέκεται συνεχῶς στίς ἀκολουθίες. Καί ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:

 ‒ Προσευχή δέν λέγεται μόνο τό νά προσεύχεσαι στίς τακτές ὧρες προσευχῶν, ἀλλά τό νά προσεύχεσαι ἀκατάπαυστα.

 ‒ Πῶς δηλαδή ἀκατάπαυστα; ἀπόρησε ὁ ἀδελφός. Καί εἶπε ὁ Γέροντας:

 ‒ Εἴτε τρῶς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾶς στό δρόμο εἴτε δουλεύεις, νά μήν ἀφήνεις τήν προσευχή.

 ‒ Ἄν ὅμως συζητάει κανείς μέ κάποιον, ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός, πῶς μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τήν ἀκατάπαυστη προσευχή;

 ‒ Μά γι᾽ αὐτό εἶπε ὁ ἀπόστολος, «διά πάσης δεήσεως» (Ἐφ. 6:18), ἀπάντησε ὁ Γέροντας. Ὅταν δηλαδή μιλᾶς μέ ἄλλον καί δέν μπορεῖς νά προσευχηθεῖς, τότε ἄς ἀρκεῖσαι στήν ἁπλή δέηση.

 ‒ Καί ποιά προσευχή νά προτιμάει κανείς;

 ‒ Τό «Πάτερ ἡμῶν». Ἐκεῖνος ὅμως πού θέλει νά φτάσει σ᾽ αὐτό τό κατόρθωμα, ὀφείλει νά βλέπει ὅλους τούς ἀνθρώπους τό ἴδιο καί νά μήν κατακρίνει. Συνέχεια

Προσευχὴ μὲ ἀλήθεια, προσευχὴ μὲ ἀγάπη:

Εἴδη οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία

π. Βασίλειος Θερμός

imagesCAYIGMNAΠροσπάθησα νὰ προετοιμαστῶ ὅσο γινόταν καλύτερα, στὰ πλαίσια τοῦ ἐφικτοῦ ὅμως, γιατί τὸ θέμα τῆς προσευχῆς τὸ βρίσκω ἀρκετὰ δύσκολο. Εἶναι ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἐμπειρία καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει ἀρκετὴ ἐμπειρία προσευχῆς γνήσιας καὶ οὐσιαστικῆς πρέπει νὰ καταφύγεις στὴν ἐμπειρία ἄλλων.

Ἔδωσα τὸν τίτλο «Προσευχὴ μὲ ἀλήθεια, προσευχὴ μὲ ἀγάπη: Εἴδη οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία». Αὐτὴ εἶναι μία φράση ποὺ οἱ παλιοὶ κάπως τὴ θυμόμαστε, οἱ νεώτεροι δὲν τὴν ξέρετε. Χαρακτήριζαν διάφορα εἴδη τοῦ ἐμπορίου ἂν εἶναι οὐσιώδη ἐν ἐπαρκεία ἢ οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία κλπ. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἡ προσευχὴ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ κεντρικὸς ἄξονας, ἡ σπονδυλικὴ στήλη δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ὅτι ἡ ποιότητά της καθορίζει γενικότερα τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ προσευχή, ὅσο σημαντικὴ εἶναι, ἄλλο τόσο εἶναι καὶ παρεξηγημένη, καὶ καμιὰ φορά ἐκπλήσσομαι ὅταν βλέπω ἀνθρώπους μέσης ἡλικίας, ποὺ ἔχουν κάνει μία πορεία στὴ ζωή, εἶναι ἐπιτυχημένοι σὲ διάφορους τομεῖς, οἰκογενειακοὺς καὶ ἐπαγγελματικούς, ἡ προσευχή τους νὰ εἶναι σχεδὸν ὅπως τὴν ἔκαναν στὰ δέκα τους χρόνια. Δηλαδὴ ἔχουν ἐξελιχθεῖ σὲ ὅλα τὰ ζητήματα καὶ σὲ ὅλο τὸν προβληματισμό τους, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἐξελιχθεῖ στὴν προσευχή. Ἴσως γιατί τὴν προσευχὴ τὴ συνοδεύουν διάφορες παρερμηνεῖες, δηλαδὴ ὅτι εἶναι μία ἀνακοίνωση πρὸς τὸν Θεὸ κάποιων πραγμάτων, μία ὑποβολὴ αἰτημάτων πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτουν καὶ οἱ γνωστὲς ἀπορίες ποὺ θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅλοι π.χ. «ἐντάξει, γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ποῦμε στὸν Θεό, δὲν τὰ ξέρει;» ἢ τὸ ἄλλο μπέρδεμα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν προσευχή, ὅτι ἔχει νόημα κυρίως ὅταν περνᾶμε δύσκολα καὶ μετὰ τὴν ξεχνᾶμε.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ θέμα μας σήμερα, γιατί ἡ προσευχὴ χρειάζεται ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, θὰ χρειαστεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ φύση τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ κατὰ τὴ γνώμη μου δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ λέμε στὸν Θεὸ κάτι, νὰ τὸν πληροφοροῦμε γιὰ κάτι ἢ νὰ τοῦ ζητοῦμε κάτι. Ἡ προσευχὴ ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτηθοῦμε ὡς πρόσωπα ἀπέναντι στὸν Θεό. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε, μὲ περισσότερες ἢ λιγότερες διαφορές, ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς συνθῆκες, ἐμπεριέχει πάρα πολλὰ ἐμπόδια πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πάρα πολλὰ ἐμπόδια πρὸς τὴν ἀγάπη, μέσα στὴν καθημερινότητα. Συχνὰ χάνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἀπὸ λεπτὸ σὲ λεπτὸ δηλαδὴ καὶ καμιὰ φορά μπορεῖ νὰ περάσουν μέρες ποὺ ὁλόκληρη τὴ μέρα, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, κυκλοφοροῦμε σὲ ἕνα χῶρο ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὸς καὶ δὲν ἔχει ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, χρειαζόμαστε μία κατάσταση, ἡ ὁποία νὰ μᾶς συγκροτήσει ὡς πρόσωπα, δηλαδὴ μὲ ἀλήθεια καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χρειαζόμαστε μία κατάσταση στὴν ὁποία θὰ σταθοῦμε ἐνώπιος ἐνωπίῳ ὁ καθένας μὲ τὸν Θεό. Συνέχεια